Υπόθεση C-365/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση και κοινό δασμολόγιο – Επιστροφή εισαγωγικών δασμών – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 (τελωνειακός κώδικας) – Άρθρο 241, πρώτο εδάφιο, πρώτ

Υπόθεση C-365/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση και κοινό δασμολόγιο – Επιστροφή εισαγωγικών δασμών – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 (τελωνειακός κώδικας) – Άρθρο 241, πρώτο εδάφιο, πρώτ

Υπόθεση C-365/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Ιανουαρίου 2017 «Προδικαστική παραπομπή – Τελωνειακή ένωση και κοινό δασμολόγιο – Επιστροφή εισαγωγικών δασμών – Κανονισμός (ΕΟΚ) 2913/92 (τελωνειακός κώδικας) – Άρθρο 241, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση – Υποχρέωση κράτους μέλους να προβλέπει την καταβολή τόκων υπερημερίας, ακόμη και σε περίπτωση μη εγέρσεως αξιώσεως επιστροφής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων»

Στην υπόθεση C-365/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Finanzgericht Düsseldorf (δικαστήριο φορολογικών διαφορών του Ντύσελντορφ, Γερμανία) με απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Ιουλίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Wortmann KG Internationale Schuhproduktionen

κατά

Hauptzollamt Bielefeld,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, M. Βηλαρά (εισηγητή), J. Malenovský, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: I. Illéssy, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Μαΐου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Wortmann KG Internationale Schuhproduktionen, εκπροσωπούμενη από τον D. Ehle, Rechtsanwalt, τον A. Willems, avocat, και τον S. De Knop, advocaat,

–        το Hauptzollamt Bielefeld, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον K. Greven, και τέλος από τον Κ. Greven καθώς και από την S. Holtmann,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και T. Henze,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Collabolletta και G. Palmieri,

–        το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από την M. Balta καθώς και από τον J.-P. Hix,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L. Grønfeldt καθώς και από τον T. Maxian Rusche,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 241 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ 1992, L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας).

2        Η αίτηση αυτή ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Wortmann KG Internationale Schuhproduktionen (στο εξής: Wortmann) και του Hauptzollamt Bielefeld (κεντρικού τελωνείου του Bielefeld, Γερμανία) σχετικά με την καταβολή τόκων κατά την επιστροφή δασμών αντιντάμπινγκ τους οποίους είχε καταβάλει η Wortmann κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1472/2006 του Συμβουλίου, της 5ης Οκτωβρίου 2006, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και για την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων που έχουν το πάνω μέρος από δέρμα, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ (ΕΕ 2006, L 275, σ. 1), ο οποίος ακυρώθηκε εν μέρει με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C-249/10 P, EU:C:2012:53).

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο τελωνειακός κώδικας

3        Το άρθρο 4 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα, νοούνται ως:

[...]

10)      εισαγωγικοί δασμοί:

–        οι δασμοί και οι φορολογικές επιβαρύνσεις ισοδύναμου αποτελέσματος που καταβάλλονται κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων,

[...]».

4        Το άρθρο 232 του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«1.      Όταν το ποσό των δασμών δεν καταβλήθηκε μέσα σε καθορισμένη προθεσμία:

[...]

β)      εισπράττεται τόκος υπερημερίας επί πλέον του ποσού των δασμών. Το επιτόκιο του τόκου υπερημερίας μπορεί να είναι ανώτερο από το επιτόκιο του πιστωτικού τόκου, δεν μπορεί δε να είναι κατώτερο από αυτό.

[...]»

5        Το άρθρο 236 του τελωνειακού κώδικα προβλέπει τα εξής:

«1.      Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών πραγματοποιείται εφόσον αποδεικνύεται ότι κατά τη στιγμή της πληρωμής τους το ποσό τους δεν οφειλόταν νομίμως ή ότι το ποσό βεβαιώθηκε κατά παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2.

[…]

2.      Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών παραχωρείται κατόπιν υποβολής αιτήσεως στο αρμόδιο τελωνείο πριν από την εκπνοή προθεσμίας τριών ετών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης των εν λόγω δασμών στον οφειλέτη.

Η προθεσμία αυτή παρατείνεται αν ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι δεν κατέθεσε την αίτησή του μέσα στην προθεσμία αυτή λόγω τυχαίου γεγονότος ή ανωτέρας βίας.

Οι τελωνειακές αρχές προβαίνουν αυτεπαγγέλτως στην επιστροφή ή τη διαγραφή δασμών όταν οι ίδιες διαπιστώνουν, μέσα στην προθεσμία αυτή, την ύπαρξη μιας από τις καταστάσεις που περιγράφονται στην παράγραφο 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο.»

6        Το άρθρο 241 του τελωνειακού κώδικα ορίζει τα εξής:

«Η εκ μέρους των τελωνειακών αρχών επιστροφή ποσών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών καθώς και πιστωτικών τόκων ή τόκων υπερημερίας που ενδεχομένως έχουν εισπραχθεί με την ευκαιρία της πληρωμής των ποσών αυτών, δεν γεννά υποχρέωση καταβολής τόκων από τις εν λόγω αρχές. Ωστόσο, καταβάλλεται τόκος:

–        όταν απόφαση που εγκρίνει αίτηση επιστροφής ποσών δασμών δεν εκτελείται μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης,

–        όταν αυτό προβλέπεται από διατάξεις του εθνικού δικαίου.

Το ποσό των τόκων αυτών πρέπει να υπολογίζεται κατά τρόπο ώστε το ύψος τους να ισοδυναμεί με το ποσό που θα απαιτούνταν για τον ίδιο σκοπό στην εθνική νομισματική και χρηματοοικονομική αγορά.»

 Ο κανονισμός 1472/2006

7        Το άρθρο 1 του κανονισμού 1472/2006 ορίζει τα εξής:

«1.      Επιβάλλεται οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων υποδημάτων με το πάνω μέρος από δέρμα ή από ανασχηματισμένο δέρμα, με εξαίρεση τα αθλητικά υποδήματα, τα υποδήματα ειδικής τεχνολογίας, τις παντόφλες και τα άλλα υποδήματα δωματίου και τα υποδήματα με προστατευτικό κάλυμμα των δακτύλων, καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ, που υπάγονται στους [ακόλουθους] κωδικούς [της Συνδυασμένης Ονοματολογίας]:

[...]

4.      Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.»

 Το γερμανικό δίκαιο

8        Το άρθρο 1 του Abgabenordnung (γενικού φορολογικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: φορολογικός κώδικας), προβλέπει τα ακόλουθα:

«(1)      Ο παρών νόμος ισχύει για όλους τους φόρους, συμπεριλαμβανομένης της επιστροφής φόρων, οι οποίοι διέπονται από το ομοσπονδιακό δίκαιο ή το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο μέτρο που υπάγονται στη φορολογική διοίκηση των ομοσπονδιακών ή ομόσπονδων δημοσιονομικών υπηρεσιών. Εφαρμόζεται μόνον υπό την επιφύλαξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

[...]

(3)      Ως προς τις παρεπόμενες επιβαρύνσεις φορολογικού χαρακτήρα εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του παρόντος νόμου υπό την επιφύλαξη του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [...]»

9        Το άρθρο 3, παράγραφοι 3 και 4, του φορολογικού κώδικα έχει ως εξής:

«(3)      Οι εισαγωγικοί και εξαγωγικοί δασμοί κατά την έννοια του άρθρου 4, σημεία 10 και 11, του τελωνειακού κώδικα, αποτελούν φόρους κατά την έννοια του παρόντος νόμου.

(4)      Ως παρεπόμενες επιβαρύνσεις φορολογικού χαρακτήρα νοούνται […] οι τόκοι (άρθρα 233 έως 237), […] καθώς και οι τόκοι κατά την έννοια του τελωνειακού κώδικα [...]».

10      Το άρθρο 37 του φορολογικού κώδικα ορίζει τα εξής:

«(1)      Αξιώσεις από φορολογική οφειλή αποτελούν […] [μεταξύ άλλων] η αξίωση επιστροφής κατά την παράγραφο 2 [...]

(2)      Σε περίπτωση φόρου ή τέλους […] που καταβλήθηκε ή επιστράφηκε χωρίς νόμιμη αιτία, αυτός για λογαριασμό του οποίου έγινε η καταβολή δικαιούται να απαιτήσει από τον αποδέκτη της καταβολής να του επιστρέψει το καταβληθέν ή επιστραφέν ποσό. [...]»

11      Το άρθρο 233 του τελωνειακού κώδικα έχει ως εξής:

«Οι αξιώσεις από φορολογική οφειλή (άρθρο 37) παράγουν τόκους μόνο στο μέτρο που προβλέπεται από τον νόμο. [...]»

12      Τέλος, το άρθρο 236, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα ορίζει:

«Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, σε περίπτωση μειώσεως ή επιστροφής φόρου δυνάμει τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, το επιστρεφόμενο ποσό προσαυξάνεται με τόκους για το διάστημα από την ημέρα ενάρξεως της εκκρεμοδικίας μέχρι την ημέρα καταβολής. [...]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Μεταξύ των ετών 2006 και 2012, η Wortmann έθεσε σε ελεύθερη κυκλοφορία στο όνομά της, επί του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποδήματα με δερμάτινο επάνω μέρος, προελεύσεως Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Βιετνάμ, τα οποία είχαν παραχθεί από την Brosmann Footwear (HK) Ltd (στο εξής: Brosmann) και τη Seasonable Footwear (ZhongShan) Ltd (στο εξής: Seasonable). Καθόσον τα υποδήματα αυτά εμπίπτουν σε έναν από τους κωδικούς της Συνδυασμένης Ονοματολογίας τους οποίους αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 1472/2006, το κεντρικό τελωνείο του Bielefeld επέβαλε στη Wortmann δασμούς αντιντάμπινγκ, κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού αυτού.

14      Στις 22 Ιουλίου 2010, η Wortmann ζήτησε από το κεντρικό τελωνείο του Bielefeld την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν καταβληθεί για την περίοδο από τον Ιούνιο του 2007 έως τον Ιούνιο του 2010. Στις 14 Φεβρουαρίου 2011, υπέβαλε νέα αίτηση επιστροφής των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν καταβληθεί μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2010. Τέλος, στις 7 Μαΐου 2012, ζήτησε την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που είχε καταβάλει από το 2006. Προς στήριξη όλων αυτών των αιτήσεων, η Wortmann επικαλέσθηκε την υπόθεση που υποβλήθηκε αρχικώς στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατόπιν στην κρίση του Δικαστηρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C-249/10 P, EU:C:2012:53).

15      Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει τον κανονισμό 1472/2006, μεταξύ άλλων καθόσον αφορούσε τις εταιρίες Brosmann και Seasonable. Ο λόγος για την ακύρωση αυτή ήταν ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κακώς παρέλειψε να εξετάσει τις αιτήσεις περί αναγνωρίσεως της ιδιότητας της επιχειρήσεως που δραστηριοποιείται υπό καθεστώς οικονομίας της αγοράς ή, τουλάχιστον, περί ιδιαίτερης μεταχειρίσεως των προσφευγουσών.

16      Στις 17 Απριλίου 2013, το κεντρικό τελωνείο του Bielefeld αποφάσισε να επιστρέψει στη Wortmann δασμούς αντιντάμπινγκ ύψους 61 895,49 ευρώ για το έτος 2007 και 92 870,62 ευρώ για το έτος 2008.

17      Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 2013, η Wortmann ζήτησε από το κεντρικό τελωνείο του Bielefeld την καταβολή τόκων επί των επιστραφέντων ποσών με επιτόκιο υψηλότερο του βασικού επιτοκίου κατά 8 %, από την ημερομηνία καταβολής των δασμών αντιντάμπινγκ. Με απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2014, το κεντρικό τελωνείο του Bielefeld απέρριψε την αίτηση αυτή. Το τελωνείο αυτό απέρριψε επίσης στις 17 Σεπτεμβρίου 2014 την υποβληθείσα από τη Wortmann ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής.

18      Η Wortmann προσέφυγε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ζητώντας να υποχρεωθεί το κεντρικό τελωνείο του Bielefeld να της καταβάλει τόκους επί των επιστραφέντων ποσών.

19      Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του άρθρου 241 του τελωνειακού κώδικα. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η καταβολή τόκων επί των επιστραφέντων στη Wortmann ποσών αποκλείεται δυνάμει του άρθρου 241, πρώτη περίοδος, του τελωνειακού κώδικα.

20      Πράγματι, καθόσον οι προϋποθέσεις του άρθρου 241, δεύτερη περίοδος, πρώτη περίπτωση, του τελωνειακού κώδικα δεν πληρούνται στην υπόθεση της κύριας δίκης, μόνον οι εθνικές διατάξεις μπορούν, σύμφωνα με το άρθρο 241, δεύτερη περίοδος, δεύτερη περίπτωση, του κώδικα αυτού, να χρησιμεύσουν ως βάση για την αίτηση της προσφεύγουσας περί καταβολής τόκων. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι από τον συνδυασμό του άρθρου 37, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, και του άρθρου 233, πρώτη περίοδος, του φορολογικού κώδικα προκύπτει ότι οι αξιώσεις από φορολογική οφειλή παράγουν τόκους μόνο στο μέτρο που προβλέπεται από τον νόμο. Συνεπώς, κατά το γερμανικό δίκαιο, μόνον το άρθρο 236 του φορολογικού κώδικα μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομική βάση για την καταβολή τόκων. Ωστόσο, εφόσον η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν κίνησε ένδικη διαδικασία για την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ που είχαν καταβληθεί προηγουμένως στο κεντρικό τελωνείο του Bielefeld, η διάταξη αυτή δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης.

21      Παρά ταύτα, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η λύση αυτή συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης. Υπενθυμίζει τη νομολογία σύμφωνα με την οποία η κατ’ αρχήν υποχρέωση των κρατών μελών να επιστρέφουν εντόκως τα ποσά των φόρων που επιβλήθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης απορρέει από το εν λόγω δίκαιο (απόφαση της 18ης Απριλίου 2013, Irimie, C-565/11, EU:C:2013:250, σκέψη 22). Επομένως, διερωτάται αν «το άγραφο δίκαιο» της Ένωσης επιβάλλει, υπό συνθήκες όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, την καταβολή τόκων επί των δασμών αντιντάμπινγκ οι οποίοι απετέλεσαν αντικείμενο επιστροφής. Συναφώς, κατά το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ληφθεί ειδικότερα υπόψη το γεγονός ότι οι σχετικές με την καταβολή τόκων εθνικές διατάξεις, εν προκειμένω τα άρθρα 233 επ. του φορολογικού κώδικα, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν μόνον υπό την επιφύλαξη του δικαίου της Ένωσης, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 3, πρώτη περίοδος, και το άρθρο 3, παράγραφος 4, του εν λόγω κώδικα.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Finanzgericht Düsseldorf (δικαστήριο φορολογικών διαφορών του Ντύσελντορφ, Γερμανία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχει το άρθρο 241 του τελωνειακού κώδικα την έννοια ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατά το δίκαιο της Ένωσης αρχής της αποτελεσματικότητας, οι διατάξεις του εθνικού δικαίου, στις οποίες αναφέρεται, πρέπει να προβλέπουν την επιβάρυνση με τόκους των ποσών των επιστραφέντων εισαγωγικών δασμών για το χρονικό διάστημα από την καταβολή μέχρι την επιστροφή τους ακόμη και στην περίπτωση που η αξίωση επιστροφής δεν εγέρθηκε ενώπιον εθνικού δικαστηρίου;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 241 του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι το εθνικό δίκαιο, στο οποίο παραπέμπει, πρέπει να προβλέπει την υποχρέωση καταβολής τόκων επί του ποσού των επιστραφέντων εισαγωγικών δασμών για το χρονικό διάστημα από την καταβολή των δασμών αυτών μέχρι την επιστροφή τους.

24      Συναφώς, παρατηρείται ότι το άρθρο 241, πρώτη περίοδος, του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι η εκ μέρους των τελωνειακών αρχών επιστροφή ποσών εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών καθώς και πιστωτικών τόκων ή τόκων υπερημερίας που ενδεχομένως έχουν εισπραχθεί με την ευκαιρία της πληρωμής των ποσών αυτών δεν γεννά υποχρέωση καταβολής τόκων από τις εν λόγω αρχές.

25      Επομένως, η διάταξη αυτή δεν μπορεί, καθεαυτή, να συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εθνική ρύθμιση μπορεί ορθώς να προβλέπει ότι δεν πρέπει να καταβάλλονται τόκοι επί του ποσού των επιστραφέντων εισαγωγικών δασμών για το χρονικό διάστημα από την καταβολή των δασμών αυτών μέχρι την επιστροφή τους.

26      Πράγματι, τόσο από το ιστορικό της θεσπίσεως του άρθρου 241 του τελωνειακού κώδικα όσο και από το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν έχει εφαρμογή σε περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης.

27      Συγκεκριμένα, από την ανάλυση του ιστορικού της θεσπίσεως του άρθρου αυτού, στην οποία προέβη ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 48 έως 50 των προτάσεών του, προκύπτει ότι το άρθρο 241 του τελωνειακού κώδικα αφορά την περίπτωση κατά την οποία, μετά την εκ μέρους της τελωνειακής αρχής αποδέσμευση των οικείων εμπορευμάτων, διαπιστώνεται ότι η αρχική εκκαθάριση των εισαγωγικών δασμών πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω και, ως εκ τούτου, το σύνολο ή μέρος των εισαγωγικών δασμών τους οποίους κατέβαλε ένας επιχειρηματίας πρέπει να του επιστραφεί.

28      Οι παρασχεθείσες από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διευκρινίσεις όσον αφορά το ιστορικό της θεσπίσεως της διατάξεως η οποία κατέστη το άρθρο 241 του τελωνειακού κώδικα καταδεικνύουν ότι το άρθρο αυτό θεσπίσθηκε για τον λόγο ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, οι τελωνειακές αρχές προβαίνουν σε έλεγχο μετά τις τελωνειακές διασαφήσεις, οπότε μετά τον έλεγχο αυτό μπορεί πράγματι να προκύψει επιστροφή των ήδη καταβληθέντων εισαγωγικών δασμών.

29      Εξάλλου, ο τελωνειακός κώδικας αποκαθιστά κάποια ισορροπία, ως προς το ζήτημα καταβολής τόκων, μεταξύ, αφενός, της καταστάσεως των επιχειρηματιών στους οποίους πρέπει να επιστραφούν οι δασμοί που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, λόγω σφαλμάτων οφειλομένων στην ταχύτητα του συστήματος εκτελωνισμού, ο οποίος πραγματοποιείται, σε πολλές περιπτώσεις, χωρίς επιθεώρηση των εμπορευμάτων πριν από την αποδέσμευσή τους, και, αφετέρου, της καταστάσεως των επιχειρηματιών οι οποίοι, λόγω παρεμφερών σφαλμάτων, πρέπει αντιθέτως να καταβάλουν στην τελωνειακή αρχή συμπληρωματικούς εισαγωγικούς δασμούς.

30      Πράγματι, όπως προκύπτει από την απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Aurubis Balgaria (C-546/09, EU:C:2011:199, σκέψεις 26 έως 34), όταν, κατόπιν νέου υπολογισμού των δασμών βάσει πρόσθετων πληροφοριών, απομένει να καταβληθεί ορισμένο ποσό των δασμών αυτών, οι τόκοι υπερημερίας επί του ποσού αυτού μπορούν να εισπραχθούν δυνάμει του άρθρου 232, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του τελωνειακού κώδικα, μόνο για τον χρόνο μετά τη λήξη της προθεσμίας καταβολής του ποσού αυτού.

31      Αντιστρόφως, αν από τον νέο υπολογισμό των δασμών προκύψει επιστροφή στον οικείο επιχειρηματία μέρους ή του συνόλου των προηγουμένως καταβληθέντων δασμών, από το άρθρο 241 του τελωνειακού κώδικα προκύπτει ότι οι τόκοι οφείλονται μόνον μετά την πάροδο της τρίμηνης προθεσμίας για την οποία γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας του εθνικού νομοθέτη να προβλέπει την καταβολή τόκων και σε άλλες περιπτώσεις.

32      Ωστόσο, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ της οποίας έτυχε ηWortmann δεν ερείδεται σε σφάλμα κατά τον υπολογισμό των εν λόγω δασμών, το οποίο ανακαλύφθηκε αφού η αρμόδια τελωνειακή αρχή επέτρεψε στη Wortmann να παραλάβει τα εμπορεύματα. Επομένως, ο κανόνας που θεσπίζεται στο άρθρο 241, πρώτη περίοδος, του τελωνειακού κώδικα δεν μπορεί, σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, να έχει την έννοια ότι αποκλείει κατ’ αρχήν την καταβολή τόκων.

33      Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο περιόρισε τυπικώς το ερώτημά του στην ερμηνεία του άρθρου 241 του τελωνειακού κώδικα, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει αναφερθεί στα στοιχεία αυτά κατά τη διατύπωση του εν λόγω ερωτήματος (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 2015, Nagy, C-583/14, EU:C:2015:737, σκέψεις 20 και 21 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εναπόκειται στις εθνικές αρχές να συναγάγουν τις έννομες συνέπειες που έχει στην έννομη τάξη τους η ακύρωση ή η διαπίστωση του ανισχύρου κανονισμού με τον οποίο επιβάλλονται δασμοί αντιντάμπινγκ, η οποία έχει ως συνέπεια ότι οι δασμοί αντιντάμπινγκ που καταβλήθηκαν δυνάμει του οικείου κανονισμού δεν οφείλονταν νομίμως κατά την έννοια του άρθρου 236, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα και πρέπει, κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, να επιστραφούν από τις τελωνειακές αρχές, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις επιστροφής, στις οποίες καταλέγεται και αυτή του άρθρου 236, παράγραφος 2, του ως άνω κώδικα (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2007, Ikea Wholesale, C-351/04, EU:C:2007:547, σκέψη 67, καθώς και της 18ης Μαρτίου 2010, Trubowest Handel και Makarov κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑419/08 P, EU:C:2010:147, σκέψη 25).

35      Εν προκειμένω, κατόπιν της ακυρώσεως του κανονισμού 1472/2006 με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2012, Brosmann Footwear (HK) κ.λπ. κατά Συμβουλίου (C-249/10 P, EU:C:2012:53), καθόσον ο κανονισμός αυτός αφορούσε, μεταξύ άλλων, τις εταιρίες Brosmann και Seasonable, των οποίων τα υποδήματα είχε θέσει σε ελεύθερη κυκλοφορία επί του εδάφους της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Wortmann, η αρμόδια γερμανική τελωνειακή αρχή, εκτιμώντας ότι οι εισπραχθέντες δασμοί αντιντάμπινγκ δεν οφείλονταν νομίμως, κατά την έννοια του άρθρου 236, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα, επέστρεψε στη Wortmann το ποσό των εν λόγω δασμών, χωρίς ωστόσο να καταβάλει και τους αξιωθέντες από την εταιρία αυτή τόκους υπερημερίας επί του ποσού αυτού.

36      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, καίτοι το άρθρο 236, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του τελωνειακού κώδικα προβλέπει την επιστροφή των δασμών αντιντάμπινγκ σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης, εντούτοις δεν διευκρινίζει ρητώς αν, στο πλαίσιο της επιστροφής αυτής, πρέπει να καταβληθούν τόκοι επί των ποσών των κατά τα άνω επιστραφέντων δασμών.

37      Εξάλλου, τονίζεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, όταν φόροι ή δασμοί εισπράχθηκαν από κράτος μέλος κατ’ εφαρμογήν κανονισμού της Ένωσης, ο οποίος κηρύχθηκε ανίσχυρος ή ακυρώθηκε από τον δικαστή της Ένωσης, οι ενδιαφερόμενοι οι οποίοι κατέβαλαν τους επίμαχους φόρους ή δασμούς δικαιούνται, κατ’ αρχήν, όχι μόνον να τύχουν επιστροφής των εισπραχθέντων ποσών, αλλά και να εισπράξουν τόκους επί των ποσών αυτών (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Zuckerfabrik Jülich, C-113/10, C-147/10 και C‑234/10, EU:C:2012:591, σκέψεις 65 έως 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι, αφενός, ούτε το άρθρο 236, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, ούτε το άρθρο 241 του κώδικα αυτού αποκλείουν την καταβολή τόκων σε περίπτωση όπως αυτή της υποθέσεως της κύριας δίκης και ότι, αφετέρου, η επιστροφή των επίμαχων δασμών αντιντάμπινγκ επήλθε μετά την ακύρωση από το Δικαστήριο του κανονισμού βάσει του οποίου εισπράχθηκαν οι εν λόγω δασμοί και, ως εκ τούτου, λόγω του μη συνάδοντος με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα της εισπράξεώς τους, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, πρέπει να κριθεί ότι επί του ποσού των ιδίων αυτών δασμών τους οποίους επέστρεψε η αρμόδια εθνική αρχή στην οικεία επιχείρηση πρέπει να καταβληθούν οι αναλογούντες τόκοι.

39      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν εισαγωγικοί δασμοί, περιλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ, επιστρέφονται λόγω του ότι εισπράχθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, υφίσταται υποχρέωση των κρατών μελών, απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης, να καταβάλουν στους έχοντες δικαίωμα επιστροφής φορολογούμενους τους αναλογούντες τόκους, οι οποίοι υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία οι φορολογούμενοι αυτοί κατέβαλαν τους επιστραφέντες δασμούς.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

Όταν εισαγωγικοί δασμοί, περιλαμβανομένων των δασμών αντιντάμπινγκ, επιστρέφονται λόγω του ότι εισπράχθηκαν κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, υφίσταται υποχρέωση των κρατών μελών, απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης, να καταβάλουν στους έχοντες δικαίωμα επιστροφής φορολογούμενους τους αναλογούντες τόκους, οι οποίοι υπολογίζονται από την ημερομηνία κατά την οποία οι φορολογούμενοι αυτοί κατέβαλαν τους επιστραφέντες δασμούς.

(υπογραφές)Πηγή: Taxheaven