Αριθμ. απόφ. 221/3/17.3.17
(ΦΕΚ Β' 971/22-03-2017)
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΘΕΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αφού έλαβε υπόψη:
α) το άρθρο 55Α του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ισχύει,
β) την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 1/20.12.2012 «Ανασύσταση Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και ανάθεση αρμοδιότητας» (ΦΕΚ Β' 3410), όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με την Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής 52/2.10.2015 «Σύνθεση και αρμοδιότητες της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων και της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος» (ΦΕΚ Β' 2312),
γ) το ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 36/2013/ΕΕ) κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 107), και ιδίως το άρθρα 145 και την παράγραφο 5 του άρθρου 146 αυτού,
δ) την απόφαση ΕΠΑΘ 180/3/22.2.2016 «Κανονισμός ειδικής εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και εποπτευόμενων από την Τράπεζα της Ελλάδος χρηματοδοτικών ιδρυμάτων - Κατάργηση της απόφασης ΕΠΑΘ 21/2/4.11.2011» (ΦΕΚ Β'717),
ε) το από 15.3.2017 εισηγητικό σημείωμα της Διεύθυνσης Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών,
στ) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζει:
να καθορίσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων ως εξής:
Άρθρο 1
Γενικές αρχές
1. Για την ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων κάθε κατηγορίας που έχουν περιέλθει στο υπό ειδική εκκαθάριση ίδρυμα προς διαχείριση, ο ειδικός εκκαθαριστής ενεργεί εφαρμόζοντας αναλόγως τις δέουσες τραπεζικές διαδικασίες συνδιαλλαγής με τον οφειλέτη και με γνώμονα:
α) την μεγιστοποίηση του προϊόντος της ειδικής εκκαθάρισης μέσω της είσπραξης, της ρύθμισης και της διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων στη βέλτιστη καθαρή παρούσα αξία, λαμβανομένης υπόψη και της ωφέλειας για τους πιστωτές από την ταχεία ανάκτηση της αξίας των στοιχείων αυτών, ώστε να επιτυγχάνεται η ικανοποίηση στο μέγιστο βαθμό των νόμιμων απαιτήσεων από την ειδική εκκαθάριση του ιδρύματος και
β) την συμβολή στη διασφάλιση της διαφάνειας, της ίσης μεταχείρισης και των όρων υγιούς ανταγωνισμού μεταξύ πιθανών αγοραστών των επί μέρους στοιχείων ενεργητικού ή του συνόλου του ενεργητικού του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος.
2. Η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και από λοιπές πιστωτικές συμβάσεις με την επιφύλαξη τυχόν διατάξεων που εξειδικεύουν τον νομικό χειρισμό επιμέρους κατηγοριών απαιτήσεων, διέπεται από τις εξής γενικές αρχές:
α) Ο ειδικός εκκαθαριστής καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να συνεργαστεί με τον οφειλέτη και τους εγγυητές με καλή πίστη και με χρήση του Κώδικα Δεοντολογίας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην απόφαση ΕΠΑΘ 221/2/17.3.2017. Με την επιφύλαξη των εκεί οριζομένων αναφορικά με τον «συνεργάσιμο δανειολήπτη», ενδείξεις καλής πίστης αποτελούν η τεκμηριωμένη διενέργεια επικοινωνίας από την πλευρά του εκκαθαριστή και η προσκόμιση οικονομικών και λοιπών υποστηρικτικών στοιχείων προς αξιολόγηση της ικανότητας αποπληρωμής από τον οφειλέτη και τους εγγυητές.
Εφόσον είτε προκύπτει ότι δεν τηρείται η γενική αρχή της συνεργασίας και καλής πίστης είτε η ειδική εκκαθάριση χαρακτηρίζει τον οφειλέτη ως «μη συνεργάσιμο δανειολήπτη», σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην απόφαση ΕΠΑΘ 221/2/17.3.2017, ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει όπως ενεργήσει άμεσα προς το συμφέρον και την προστασία της περιουσίας της ειδικής εκκαθάρισης, ήτοι, όπως αμελλητί εκκινήσει τις δέουσες νομικές ενέργειες αναγκαστικής εκτέλεσης ή εκποίησης της απαίτησης.
β) Ο ειδικός εκκαθαριστής τεκμηριώνει και αναλύει τα οικονομικά στοιχεία και τα πρόσθετα έγγραφα που προσκομίζει ο οφειλέτης, διενεργεί έρευνα ακίνητης περιουσίας αυτού και αντλεί τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να αξιολογεί την ικανότητα, ολικής ή μερικής, αποπληρωμής της απαίτησης, με την επιφύλαξη της τήρησης των σχετικών διατάξεων της απόφασης ΕΠΑΘ 221/2/17.3.2017, εφόσον προβλέπεται. Αποτέλεσμα αυτής της αξιολόγησης είναι η πρόταση κατάλληλων λύσεων διευθέτησης της απαίτησης προς τον οφειλέτη και τους εγγυητές.
Σε περίπτωση που τεκμηριώνεται αδυναμία εξυπηρέτησης οποιουδήποτε ποσού απαίτησης, ο ειδικός εκκαθαριστής δύναται να διαμορφώνει κατάλληλη πρόταση προς συνεργάσιμο οφειλέτη, η οποία αποσκοπεί στην ρευστοποίηση της εξασφάλισης της απαίτησης ή τμήματος αυτής είτε, εφόσον συντρέχουν ειδικά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του οφειλέτη, στην απομείωση του ποσού της απαίτησης.
γ) Ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων κατά τρόπο που να οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα όσον αφορά την οικονομική αξία αυτών.
δ) Ο ειδικός εκκαθαριστής προβαίνει σε συγκριτική ανάλυση εναλλακτικών σεναρίων διευθέτησης της απαίτησης, με γνώμονα τα οριζόμενα στην παράγραφο 1.
Άρθρο 2
Επιχειρησιακό Σχέδιο
1. Ο ειδικός εκκαθαριστής αμελλητί μετά την ολοκλήρωση της απογραφής που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 της απόφασης ΕΠΑΘ 180/3/22.2.2016 ή, αν αυτή έχει ολοκληρωθεί, μετά τον διορισμό του ως ειδικού εκκαθαριστή, διαμορφώνει και υποβάλλει προς έγκριση στην Τράπεζα της Ελλάδος επιχειρησιακό σχέδιο για την ρευστοποίηση της υπό ειδική εκκαθάριση περιουσίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος, εγκρίνει το ως άνω επιχειρησιακό σχέδιο με απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων που κοινοποιείται αμελλητί στον ειδικό εκκαθαριστή.
2. Το επιχειρησιακό σχέδιο υποβάλλεται εφεξής ετησίως σε συγκεντρωτική μορφή για το σύνολο των ειδικών εκκαθαρίσεων που έχουν τυχόν ανατεθεί σε έναν ειδικό εκκαθαριστή σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου γ) της παρ. 1, του άρ. 145 του ν. 4261/2014 περί λειτουργικής ενοποίησης των ειδικών εκκαθαρίσεων. Σε κάθε περίπτωση, το επιχειρησιακό σχέδιο περιλαμβάνει τα κατωτέρω:
α) Περιγραφή του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης της ειδικής εκκαθάρισης στο οποίο ειδικότερα περιλαμβάνονται:
i) η οργανωτική δομή της και το σύστημα λήψης αποφάσεων,
ii) οι βασικές πολιτικές και οι κανονισμοί διοίκησης για την αποτελεσματική εκπλήρωση του έργου της,
iii) τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου.
β) Το σχέδιο στρατηγικής της ειδικής εκκαθάρισης όσον αφορά την ανάλυση και διαχείριση του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων στο οποίο περιλαμβάνονται:
i) H ανάλυση, αξιολόγηση και κατάτμηση (segmentation) του συνολικού χαρτοφυλακίου απαιτήσεων από δάνεια και από λοιπές πιστωτικές συμβάσεις, όπου σε κάθε περίπτωση λαμβάνονται υπόψη το είδος, το ποσό και ο χρόνος καθυστέρησης των δανείων, οι εξασφαλίσεις αυτών και η υπαγωγή των οφειλετών σε πτωχευτική ή προπτωχευτική διαδικασία. Συγκεκριμένα προσδιορίζονται τα τμήματα του συνολικού χαρτοφυλακίου επί των οποίων μπορεί να εφαρμόζεται η ευχέρεια ρύθμισης της απαίτησης που προβλέπεται στο άρθρο 3 καθώς και συμβιβασμού και άλλων λύσεων όπως προβλέπεται στο άρθρο 4. Για την αξιολόγηση και κατάτμηση του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων μπορούν να εφαρμόζονται περαιτέρω και οι κατευθυντήριες γραμμές της Π.Ε.Ε. 42/30.5.2014, όπως ισχύει (τμήματα V έως VII).
ii) Οι συγκεκριμένες ενέργειες διαχείρισης στις οποίες ο ειδικός εκκαθαριστής προτίθεται να προβεί ανά τμήμα χαρτοφυλακίου, όπως καθορίζεται με την υπό ανωτέρω (β)-(ϊ) διαδικασία κατάτμησης.
Ειδικά για τις ρυθμίσεις απαιτήσεων περιλαμβάνονται στο επιχειρησιακό σχέδιο:
το γενικό περιεχόμενο των νέων ή πρόσθετων συμβάσεων, που ο ειδικός εκκαθαριστής προτίθεται να συνομολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη σε κάθε περίπτωση τις διατάξεις του άρθρου 3,
οι διαδικασίες που θα διέπουν την επιδίωξη της συνομολόγησης των εν λόγω συμβάσεων, την συνακόλουθη επανέναρξη είσπραξης των απαιτήσεων και την παρακολούθηση της τήρησης των ρυθμίσεων.
iii) Για τις εκποιήσεις απαιτήσεων μεμονωμένα ή με τη μορφή χαρτοφυλακίων, κατά την έννοια των παρ. 3 και 4 του άρθρου 5, ο ειδικός εκκαθαριστής αναγνωρίζει ομάδες απαιτήσεων με ομοειδή στοιχεία, αναφέρει τα κριτήρια για την ομαδοποίηση και τη σύνθεση αυτών, αναλύει τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες θα προβεί με σκοπό την υλοποίηση της εκποίησης και παρέχει τη δέουσα τεκμηρίωση για τη λήψη της απόφασης με γνώμονα την παρ. 1 του άρθρου 1 της παρούσας.
γ) Τους ανά τρίμηνο στόχους του ειδικού εκκαθαριστή ως προς την συγκέντρωση εισπράξεων, για τα δάνεια που βρίσκονται τόσο σε προσωρινή όσο και σε οριστική καθυστέρηση και για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία. Ειδικότερα, οι στόχοι είσπραξης αντιστοιχούν στα συγκεκριμένα τμήματα του χαρτοφυλακίου δανείων, όπως αυτά έχουν καθορισθεί με την υπό ανωτέρω (β)-(i) διαδικασία κατάτμησης. Προς αξιολόγηση τίθεται επίσης το τυχόν πλαίσιο παροχής κινήτρων προς τα στελέχη της διοίκησης και τους λοιπούς συνεργάτες της ειδικής εκκαθάρισης προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι είσπραξης.
δ) Την μεθοδολογία για τον καθορισμό των προσδοκώμενων χρηματικών ροών και τους συντελεστές προεξόφλησης, σύμφωνα με το άρθρο 4, καθώς και τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό τους.
ε) Τις στρατηγικές διαχείρισης και ρευστοποίησης των λοιπών περιουσιακών στοιχείων (πλην δανείων) της ειδικής εκκαθάρισης, όπως εξειδικεύονται με τις επιμέρους πολιτικές και διαδικασίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 της παρούσας, με διάκριση ανά κατηγορία (ακίνητα, συμμετοχές, μετοχές, εταιρικά μερίδια, ομόλογα).
στ) Τις πολιτικές εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων σε τρίτους (π.χ. περιοχές έργου, διαδικασία επιλογής παρόχου), με συνοπτική αναφορά στο περιεχόμενο των οικείων συμβάσεων καθώς και στα προσδοκώμενα οφέλη για την ειδική εκκαθάριση.
ζ) Τις πολιτικές οικονομικής διαχείρισης και ελέγχου των κατηγοριών κόστους της ειδικής εκκαθάρισης καθώς και τον ετήσιο προϋπολογισμό εξόδων.
η) Τον ετήσιο προϋπολογισμό για την προσωρινή διανομή από το προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης.
θ) Τυχόν μεταβολές έναντι του προγενέστερου επιχειρησιακού σχεδίου.
2. Με το πέρας εκάστου τριμήνου, ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλει στην Τράπεζα της Ελλάδος απολογισμό της υλοποίησης του εγκεκριμένου επιχειρησιακού σχεδίου που περιλαμβάνει σε κάθε περίπτωση τα εξής:
α) συνοπτική αναφορά σε τυχόν τροποποιήσεις στο πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης προς επίτευξη των σκοπών της ειδικής εκκαθάρισης,
β) την αποτελεσματικότητα όσον αφορά την διαχείριση των τμημάτων του χαρτοφυλακίου δανείων καθώς και προτάσεις για τη λήψη διορθωτικών μέτρων, εφόσον απαιτείται,
γ) το μέτρο επίτευξης των στόχων συγκέντρωσης εισπράξεων καθώς και την αιτιολόγηση τυχόν αποκλίσεων,
δ) την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης των λοιπών περιουσιακών στοιχείων,
ε) την οικονομική διαχείριση και έλεγχο των κατηγοριών κόστους καθώς και
στ) τον τριμηνιαίο απολογισμό των εξόδων.
Άρθρο 3
Πλαίσιο ρυθμίσεων απαιτήσεων
1. Ο ειδικός εκκαθαριστής συνομολογεί νέες ή πρόσθετες συμβάσεις ρύθμισης απαιτήσεων (εφεξής η «ρύθμιση»), στις οποίες, με την επιφύλαξη τυχόν ειδικότερων διατάξεων του νόμου, δεν χωρεί διαγραφή, μερική ή ολική κεφαλαίου. Οι ρυθμίσεις μπορεί να περιλαμβάνουν ενδεικτικά την παράταση του χρόνου αποπληρωμής, τη χορήγηση περιόδου χάριτος, τη δυνατότητα περιοδικών πληρωμών, την μεταβολή επιτοκίου καθώς και την τυχόν έκπτωση τόκων και εξόδων απαίτησης από δάνεια σε προσωρινή ή οριστική καθυστέρηση τα οποία έχουν περιέλθει στο υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα. Σε κάθε περίπτωση, ο ειδικός εκκαθαριστής δεν μπορεί να εκταμιεύει ποσά προς εξυπηρέτηση συμβάσεων πιστοδοτήσεων.
2. Κατά την επιλογή κάθε μιας κατάλληλης λύσης ρύθμισης, ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα εξής:
i. H αποπληρωμή της απαίτησης πρέπει να συμφωνείται σε μηνιαία βάση, απόκλιση δε από την μηνιαία εξυπηρέτηση τεκμηριώνεται δεόντως από τον ειδικό εκκαθαριστή, λαμβάνοντας υπόψη κριτήρια όπως η εποχικότητα ή η ύπαρξη άλλων συνθηκών.
ii Ο ειδικός εκκαθαριστής οφείλει να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την λήψη πρόσθετης εξασφάλισης.
iii. H καταβολή από τον οφειλέτη μέρους της συνολικής απαίτησης και έναντι αυτής (προκαταβολή) αποτελεί προϋπόθεση για την συνομολόγηση της ρύθμισης.
iv. Τα επιτόκια των ρυθμίσεων ορίζονται από τον ειδικό εκκαθαριστή, λαμβανομένων υπόψη των ισχυόντων τραπεζικών επιτοκίων, των συνθηκών στην αγορά και της βιωσιμότητας της ρύθμισης.
v. Η περίοδος χάριτος ως προς την καταβολή κεφαλαίου της οφειλής, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν αφορά τους τόκους, δύναται να παρέχεται σε οφειλέτες (φυσικά και νομικά πρόσωπα) κατόπιν δέουσας τεκμηρίωσης εκ μέρους του ειδικού εκκαθαριστή και δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες.
vi. Ρυθμίσεις που παρέχουν την ευχέρεια μεταφοράς μέρους του οφειλομένου κεφαλαίου στη χρονική λήξη της σύμβασης (balloon payment) είναι εφικτές αφού προηγουμένως έχει δεόντως τεκμηριωθεί με κριτήριο την επίπτωση της στη βιωσιμότητα της ρύθμισης και υφίστανται εμπράγματες εξασφαλίσεις, των οποίων η αξία καλύπτει την καταληκτική δόση κατά την διάρκεια της ρύθμισης.
vii. H χρονική διάρκεια της ρύθμισης προσδιορίζεται από τον ειδικό εκκαθαριστή και είναι δυνατό να παρατείνεται για διάστημα μέχρι δέκα (10) έτη για τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια και μέχρι είκοσι (20) έτη για τα στεγαστικά δάνεια.
viii. Στις υπό ρύθμιση απαιτήσεις συμπεριλαμβάνεται η μετατροπή αλληλόχρεων λογαριασμών, ή εν γένει ανακυκλούμενων πιστώσεων, σε δάνεια τακτής λήξης χρονικής διάρκειας μέχρι δέκα (10) έτη.
ix. Απομείωση της συνολικής απαίτησης είναι δυνατή μόνο κατά το μέρος που αφορά σε εξωλογιστικούς τόκους και εφόσον ο ειδικός εκκαθαριστής έχει αναπτύξει πολιτικές και διαδικασίες ευχέρειας διαγραφής αυτών, επί απαιτήσεων με ομοειδή χαρακτηριστικά που διασφαλίζουν την ομοιογένεια και την διαφάνεια στη λήψη κάθε μιας απόφασης.
x. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να προβλέπεται η επαναδιαπραγμάτευση, κατόπιν έγγραφης αξιολόγησης του οφειλέτη από τον ειδικό εκκαθαριστή, των όρων της ρύθμισης, με τη συμπλήρωση κατά μέγιστο διετούς περιόδου τήρησης αυτής.
3. Κατόπιν της έγκρισης του επιχειρησιακού σχεδίου από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο ειδικός εκκαθαριστής συνάπτει ρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που καταλαμβάνονται από τις διατάξεις της παρ. 2 (α) του αρ. 146 του ν. 4261/2014. Για τον καθορισμό του συνολικού ύψους της απαίτησης λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των απαιτήσεων κατά του ίδιου οφειλέτη από όλες τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί με αυτόν και συνυπολογίζονται τόσο η απαίτηση κεφαλαίου όσο και οι τυχόν παρεπόμενες απαιτήσεις για τόκους και έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξωλογιστικών τόκων. Η νέα ή πρόσθετη σύμβαση έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση του συνόλου ή τμήματος των δανειακών απαιτήσεων κατά του ίδιου οφειλέτη, έστω και αν με αυτόν έχουν συναφθεί περισσότερες της μίας συμβάσεις δανείων. Η νέα ή πρόσθετη σύμβαση δύναται επίσης να έχει ως αντικείμενο την εξάλειψη ενοχικής ή και εμπράγματης εξασφάλισης προς μεταβίβαση περιουσιακού στοιχείου σε τρίτο, σε κάθε περίπτωση κατόπιν καταβολής τιμήματος.
4. Η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων δέχεται προς εξέταση αιτήματα ρυθμίσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της και υποβάλλονται από τον ειδικό εκκαθαριστή ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος όρος αποκλίνει από τα υπό ί. έως ix. ανωτέρω, αρκεί να υπάρχει επαρκής τεκμηρίωση από τον ειδικό εκκαθαριστή ότι η εισήγηση οδηγεί σε επωφελή και βιώσιμη ρύθμιση, μη δεσμευόμενη, κατά τα λοιπά, από το εγκεκριμένο επιχειρησιακό σχέδιο.
Άρθρο 4
Πλαίσιο συμβιβαστικής ή πρόωρης εξόφλησης απαίτησης
1. Ως συμβιβασμός νοείται η εφάπαξ καταβολή ποσού προς οριστική διευθέτηση απαίτησης, με διαγραφή του υπολειπόμενου μέρους της συνολικής απαίτησης, συμπεριλαμβανομένου τμήματος του κεφαλαίου. Ο συμβιβασμός μπορεί να χωρήσει σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή κατά τη διάρκεια διαχείρισης της απαίτησης.
2. Κατόπιν της έγκρισης του επιχειρησιακού σχεδίου από την Τράπεζα της Ελλάδος, ο ειδικός εκκαθαριστής συνάπτει συμβιβασμούς, συμπεριλαμβανομένων αυτών που καταλαμβάνονται από τις διατάξεις της παρ. 2(α) του αρ. 146 του ν. 4261/2014. Για τον καθορισμό του ύψους της ως άνω απαίτησης συνυπολογίζονται τόσο η απαίτηση κεφαλαίου όσο και οι τυχόν παρεπόμενες απαιτήσεις για τόκους και έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξωλογιστικών τόκων.
3. Η Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων δέχεται προς εξέταση αιτήματα συμβιβασμών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της εφόσον στο αίτημα περιλαμβάνεται πρόταση για το ακριβές περιεχόμενο του σκοπούμενου συμβιβασμού της απαίτησης, συνοδευόμενη από το ιστορικό της απαίτησης, και ανάλυση, από την οποία προκύπτει ότι ο συμβιβασμός μεγιστοποιεί την εκτιμώμενη αξία ανάκτησης.
4. Κατά την αξιολόγηση ενός αιτήματος συμβιβασμού, ο ειδικός εκκαθαριστής αναπτύσσει εναλλακτικά σενάρια όπου ενσωματώνονται όλα τα προσδοκώμενα έσοδα/ανακτήσεις και όλα τα προσδοκώμενα έξοδα/ δαπάνες τα οποία υπολογίζει ότι θα προκύψουν ως χρηματικές ροές από τα εναλλακτικά, της συμβιβαστικής λύσης, σενάρια.
5. Για τους σκοπούς του παρόντος, καθαρή χρηματική ροή νοείται η διαφορά των προσδοκώμενων ταμιακών εσόδων και εξόδων που προκύπτουν από την διαχείριση της απαίτησης σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, ως προσδοκώμενα ταμιακά έσοδα νοούνται όλες οι πιθανές πηγές ανάκτησης από την απαίτηση, συμπεριλαμβανομένης της ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων ή δευτερογενών πηγών αποπληρωμής. Ως προσδοκώμενα ταμιακά έξοδα νοείται το σύνολο των εξόδων και πληρωμών που είναι απαραίτητα να γίνουν ώστε να επιτευχθούν οι ανακτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των νομικών εξόδων, εξόδων εκποίησης, αποτιμήσεων, διαχείρισης οφειλής κ.λπ. Ο ειδικός εκκαθαριστής πρέπει να τεκμηριώνει κάθε απόκλιση του προσδοκώμενου ανακτήσιμου κεφαλαίου πλέον τόκων από το κεφάλαιο της συνολικής απαίτησης συμπεριλαμβανομένων των τόκων στα εναλλακτικά σενάρια που διαμορφώνει σύμφωνα με την παράγραφο 4.
Με σκοπό την αξιολόγηση ενός εκ των εναλλακτικών σεναρίων διαχείρισης της οφειλής, επιμετρώνται όλα τα ανωτέρω προσδοκώμενα ποσά ανάκτησης ή δαπάνης, σταθμισμένα κατάλληλα με την πιθανότητα πραγματοποίησης τους και για ένα εύλογο διάστημα δεόντως τεκμηριωμένο από τον ειδικό εκκαθαριστή ως ορίζεται στην ακόλουθη παράγραφο.
6. Για την αξιολόγηση των κατά τα ανωτέρω χρηματικών ροών ο ειδικός εκκαθαριστής εφαρμόζει προκαθορισμένους ετήσιους συντελεστές προεξόφλησης, οι οποίοι:
α) είναι κοινοί όσον αφορά απαιτήσεις με ομοειδή χαρακτηριστικά,
β) διαμορφώνονται από τον ειδικό εκκαθαριστή και εισάγονται με την δέουσα τεκμηρίωση στο επιχειρησιακό σχέδιο, αναθεωρούμενοι, εφόσον απαιτείται, σε ετήσια βάση, με διάκριση ανά κατηγορία απαιτήσεων με ομοειδή χαρακτηριστικά.
Ειδικότερα, για την διαμόρφωση του συντελεστή προεξόφλησης, ως ποσοστό, λαμβάνεται καταρχήν υπόψη, το μέσο επιτόκιο υφιστάμενων δανείων της ίδιας κατηγορίας σε ευρώ, με διάρκεια άνω των πέντε ετών, όπως δημοσιεύονται κάθε μήνα στο διαδικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη συνέχεια ο συντελεστής προεξόφλησης δύναται να αναπροσαρμοσθεί ανάλογα με τον βαθμό καθυστέρησης και τους κινδύνους που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από τυχόν ατέλειες στη σύμβαση, την ενδεχόμενη έλλειψη εμπράγματης εξασφάλισης, την συνεργασιμότητα και ικανότητα αποπληρωμής (πιστούχου και εγγυητή) και το ιστορικό συμπεριφοράς ως προς την αποπληρωμή. Οι αναπροσαρμογές δεν δύναται να υπερβαίνουν τις τιμές των ανωτέρω επιτοκίων κατά την αντίστοιχη κατηγορία.
Ο ειδικός εκκαθαριστής ορίζει ανώτατο όριο συντελεστή προεξόφλησης για κάθε κατηγορία δανείου, ο οποίος αποτελεί τμήμα του επιχειρησιακού σχεδίου με την έννοια του άρθρου 2 της παρούσας.
7. Η προεξόφληση των καθαρών χρηματικών ροών με τους ως άνω συντελεστές ανά εξεταζόμενο σενάριο διαχείρισης και ανά χρονική περίοδο αποδίδει την αντίστοιχη Καθαρή Παρούσα Αξία (ΚΠΑ), σύμφωνα με την οποία προκρίνονται κατάλληλες λύσεις. Εν τούτοις, η ΚΠΑ δεν αποτελεί αποκλειστικά καθοριστικό κριτήριο για την υιοθέτηση μιας κατάλληλης λύσης, καθώς λαμβάνονται επίσης υπόψη τα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά κάθε εξεταζόμενου συμβιβασμού (ενδεικτικά περιουσιακή κατάσταση, ικανότητα αποπληρωμής και βιωσιμότητα οφειλέτη) και η λογιστική αξία της απαίτησης, η οποία ορίζεται, για τους σκοπούς της παρούσας, ως η συνολική λογιστικοποιημένη αξία της απαίτησης μείον τις σωρευτικές προβλέψεις για την συγκεκριμένη απαίτηση κατά τον χρόνο που αυτή περιήλθε στην περιουσία ειδικής εκκαθάρισης.
8. Στο πλαίσιο των συμβιβασμών εντάσσονται επίσης οι εξοφλήσεις απαιτήσεων προερχόμενες από αναχρηματοδότηση από εν λειτουργία πιστωτικό ίδρυμα. Στην περίπτωση αυτή δύναται να υπάρξει απομείωση στην συνολική απαίτηση, κατά ποσοστό που ορίζεται από τον ειδικό εκκαθαριστή και εισάγεται με την δέουσα τεκμηρίωση στο επιχειρησιακό σχέδιο. Το ανωτέρω ποσοστό απομείωσης καθορίζεται κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη αφενός το κόστος διατήρησης της απαίτησης εντός της ειδικής εκκαθάρισης και αφετέρου τα κριτήρια/μεθοδολογία που χρησιμοποιούνται κατά την διαδικασία εξέτασης αιτήματος συμβιβασμού.
Άρθρο 5
Εκποίηση περιουσιακών στοιχείων
1. Για την εφαρμογή του άρθρου 5 της απόφασης ΕΠΑΘ 180/3/22.2.2016 ισχύουν τα προβλεπόμενα στο άρθρο 146 του ν. 4261/2014 προκειμένου για την παροχή σύμφωνης γνώμης επί της αιτούμενης συναλλαγής και τον καθορισμό της τιμής πρώτης προσφοράς. Η εισήγηση του εκκαθαριστή οφείλει να τεκμηριώνει ότι η αιτούμενη συναλλαγή διέπεται από τις γενικές αρχές του άρθρου 1 ως απαιτείται.
2. Προκειμένου για την τιμή πρώτης προσφοράς λαμβάνεται υπόψη η τεκμηριωμένη εισήγηση του ειδικού εκκαθαριστή, η οποία στηρίζεται:
α) για τα ακίνητα, σε δύο (2) πρόσφατες εκτιμήσεις που διενεργούνται από αρμόδια/πιστοποιημένα προς την εργασία αυτή πρόσωπα που περιλαμβάνονται στο Μητρώο Πιστοποιημένων Εκτιμητών του Υπουργείου Οικονομικών Στην περίπτωση απόκλισης μεταξύ των δύο εκτιμήσεων κατά ποσοστό άνω του 20%, το προς εκποίηση στοιχείο αποτιμάται και από έναν τρίτο ανεξάρτητο εκτιμητή, ο οποίος λαμβάνει υπόψη του τις δύο εκτιμήσεις. Ειδικότερα για ακίνητα η αντικειμενική αξία των οποίων δεν υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο (1.000.000.) ευρώ δύναται να λαμβάνεται υπόψη μια (1) πρόσφατη εκτίμηση κατά τα ως ανωτέρω. Οι εκτιμήσεις των προς εκποίηση ακινήτων συντάσσονται σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά ή διεθνή αναγνωρισμένα εκτιμητικά πρότυπα και με τον Κώδικα Δεοντολογίας Πιστοποιημένων Εκτιμητών (ΦΕΚ Β' 1147/2013). Ο ειδικός εκκαθαριστής ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πρόσωπα στα οποία πρόκειται να ανατεθεί το έργο, υποβάλλοντας όλη τη συναφή ενημέρωση δυνάμει της παρ. 4, του αρ. 1 της απόφασης ΕΠΑΘ 180/3/22.2.2016. Πέραν τούτων, στις εκτιμήσεις δέον να περιλαμβάνεται εγγράφως επαρκής πληροφόρηση και ανάλυση ώστε να υποστηρίζεται η απόφαση του ειδικού εκκαθαριστή προς ολοκλήρωση της σκοπούμενης ενέργειας,
β) για τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία, σε μία (1) πρόσφατη εκτίμηση, κατά περίπτωση είτε από ορκωτό ελεγκτή είτε από αρμοδίως εξειδικευμένο, εγνωσμένου κύρους σύμβουλο εκποίησης, η μεθοδολογία της οποίας λαμβάνει υπόψη την κοινή τραπεζική πρακτική.
3. Ο ειδικός εκκαθαριστής δύναται να συγκεντρώνει προς εκποίηση, κατ' εφαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου, ομοειδή στοιχεία (με κοινά προς εκποίηση χαρακτηριστικά), τα οποία για τους σκοπούς της παρούσας νοούνται ως χαρτοφυλάκιο.
4. Εφόσον στον ειδικό εκκαθαριστή έχουν ανατεθεί περισσότερα του ενός υπό ειδική εκκαθάριση ιδρύματα, ως περ. γ) παρ. 1 άρθρου 145 του ν. 4261/2014, ο ειδικός εκκαθαριστής δύναται να προβαίνει στη διαμόρφωση χαρτοφυλακίων ομοειδών στοιχείων των εν λόγω υπό ειδική εκκαθάριση ιδρυμάτων, με γνώμονα σε κάθε περίπτωση τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 της παρούσας απόφασης. Η κατανομή της προσόδου του υπό εκποίηση χαρτοφυλακίου ανά ειδική εκκαθάριση προσδιορίζεται από την ανωτέρω υπό 2(β) εκτίμηση.
5. Ενέργειες διαχείρισης του ειδικού εκκαθαριστή κατά την εκποίηση:
α) Τα προς εκποίηση στοιχεία έχουν απογραφεί και έχουν απεικονιστεί στον ισολογισμό έναρξης ή στον πλέον πρόσφατο, δεν υφίσταται δε ειδική επιφύλαξη του νόμιμου ελεγκτή για τα συγκεκριμένα στοιχεία.
β) Υφίσταται εγκεκριμένος Κανονισμός Εκποιήσεων, ο οποίος περιλαμβάνει σαφή αναφορά στις τηρούμενες διαδικασίες και πολιτικές για τον καθορισμό των στοιχείων (ακινήτων, δανείων, χαρτοφυλακίων, συμμετοχών, μετοχών, εταιρικών μεριδίων και ομολόγων) προς εκποίηση, την αποτίμηση αυτών και λαμβάνει υπόψη το κόστος διαχείρισης αυτών εντός της ειδικής εκκαθάρισης, την αξιολόγηση του εύλογου τιμήματος, τις υφιστάμενες συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη για ταχεία ανάκτηση αξίας ρευστοποίησης. Στην εσωτερική πολιτική περιλαμβάνονται επίσης οδηγίες για την τήρηση των γενικών αρχών διαχείρισης της απαίτησης (προ της εκποίησης) καθώς και των λοιπών όρων της συναλλαγής.
Άρθρο 6
Τελικές διατάξεις
1. Τα υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν τις διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (ΦΕΚ Α'277).
2. Ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει στην Διεύθυνση Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών της Τράπεζας της Ελλάδος στοιχεία για τους συμβιβασμούς και τις ρυθμίσεις σε μηνιαία βάση, με προθεσμία υποβολής δέκα (10) ημέρες από τη λήξη κάθε μήνα, σύμφωνα με τα πρότυπα που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι. Το Παράρτημα Ι αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας.
3. Δια της παρούσας καταργείται η απόφαση ΕΠΑΘ 77/1/30.5.2013 «Όροι και προϋποθέσεις για την ρύθμιση οφειλών σε προσωρινή ή οριστική καθυστέρηση προς πιστωτικά ιδρύματα που έχουν τεθεί σε ειδική εκκαθάριση» (ΦΕΚ Β'1492) και κάθε αναφορά στην καταργούμενη νοείται ως αναφορά στην παρούσα.
4. Διευκρινίζεται ότι:
α) Ο ειδικός εκκαθαριστής υποβάλλει αμελλητί και σε κάθε περίπτωση σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας, επιχειρηματικό σχέδιο προσαρμοσμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 της παρούσας το οποίο θα τυγχάνει εφαρμογής κατόπιν της έγκρισής του σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 της παρούσας για το χρονικό διάστημα μέχρι την 31.12.2017.
β) Η απόφαση ΕΠΑΘ 213/22.12.2016 διατηρείται σε ισχύ μέχρι την έγκριση επιχειρηματικού σχεδίου σύμφωνα με το ανωτέρω εδάφιο. Για το εναπομένον χρονικό διάστημα ισχύος της, το αιτιολογικό της αντικαθίσταται από τα αναφερόμενα ανωτέρω υπό άρθρο 3, παράγραφο 2, στοιχεία i) ως x).
5. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Επιθεώρησης Εποπτευόμενων Εταιρειών, να παρέχει προς τους ειδικούς εκκαθαριστές οδηγίες που αφορούν την εφαρμογή της παρούσας.
Η παρούσα να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
O Πρόεδρος
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣΠηγή: Taxheaven
17 Mar, 2017