ΣτΕ 2826/2016 Το τεκμήριο φορολογητέου εισοδήματος λόγω δαπάνης για την αγορά ακινήτου εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος καταβάλλει πράγματι χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου. Συνεπώς, σε περίπτωση απόκτησης ακινήτου με έκτακτη χρ

ΣτΕ 2826/2016 Το τεκμήριο φορολογητέου εισοδήματος λόγω δαπάνης για την αγορά ακινήτου εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος καταβάλλει πράγματι χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου. Συνεπώς, σε περίπτωση απόκτησης ακινήτου με έκτακτη χρ

ΣτΕ  2826/2016

Περίληψη

Το τεκμήριο φορολογητέου εισοδήματος λόγω δαπάνης για την αγορά ακινήτου εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος καταβάλλει .πράγματι χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου. Συνεπώς, σε περίπτωση απόκτησης ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα, ήτοι με άσκηση νομής επί εικοσαετία, για την οποία δεν συντρέχει η πιο πάνω προϋπόθεση της πραγματικής καταβολής χρηματικού ποσού, το πιο πάνω τεκμήριο δεν εφαρμόζεται. Τούτο, δε, ισχύει ακόμη και όταν η απόκτηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο και η άσκηση αυτής με διάνοια κυρίου, κατά το άρθρο 974 ΑΚ, εκκινεί κατόπιν συναλλαγής με καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος στη χρήση κατά την οποία αποκτήθηκε η φυσική εξουσία στο ακίνητο, η οποία όμως δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο για την ύπαρξη εισοδήματος στη χρήση κατά την οποία αποκτάται πλέον, κατόπιν πλήρωσης των ανωτέρω προϋποθέσεων της έκτακτης χρησικτησίας, η κυριότητα. Τέλος, δεν ασκεί επιρροή από την εξεταζόμενη άποψη η από πλευράς φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων.

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Β'


Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Οκτωβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Ε. Νίκα, Μ. Πικραμένος, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, I. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο !. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β' Τμήματος.
Για να δικάσει την από 28 Απριλίου 2014 αίτηση:
των : .....................που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον 'Χρήστο' Κ©ραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 165/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Λαζαράκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αναιρεσειόντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης, η οποία έχει εισαχθεί, λόγω σπουδαιότητας, στην επταμελή σύνθεση του Β' Τμήματος, με την από 18.3.2015 πράξη του Προέδρου του, έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (8599/2014 διπλότυπο είσπραξης της Β' Δ.Ο.Υ. Λάρισας).
 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 165/2014 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή των αναιρεσειόντων κατά του 12/2-2-2012 οριστικού φύλλου ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2008, του Προϊσταμένου της Β' Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Λάρισας, με το οποίο προσδιορίσθηκε το φορολογητέο εισόδημα των αναιρεσειόντων για τη χρήση 2007 στο ποσό των 325.500,16 ευρώ και 403.026,43 ευρώ για τον πρώτο και τη δεύτερη, αντί των δηλωθέντων από αυτούς ποσών 10.987,04 και 6.521,92 ευρώ, αντιστοίχως, καταλογίσθηκε δε σε βάρος τους διαφορά κυρίου φόρου εισοδήματος 133.979,06 ευρώ και 154.201,57 ευρώ, αντιστοίχως, καθώς και πρόσθετος φόρος για ανακριβή δήλωση.
 

3. Επειδή, με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α' 213), αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ [...] Προκειμένου για διαφορές από ασφαλιστικές εισφορές, φόρους, δασμούς, τέλη και συναφή δικαιώματα, πρόστιμα και λοιπές κυρώσεις, ως ποσό της διαφοράς νοείται το ποσό εισφοράς, φόρου κ.λπ., χωρίς προσαυξήσεις και πρόσθετους φόρους που αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αναιρέσεως απαιτείται σωρευτικώς η συνδρομή των προϋποθέσεων τόσο της παρ. 3 του, κατά τα ως άνω, τροποποιηθέντος άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989 όσο και του προβλεπομένου στην παρ. 4 του εν λόγω άρθρου ελάχιστου ποσού της διαφοράς. Ειδικότερα, επί διαφοράς της οποίας το αντικείμενο υπερβαίνει το ποσό των 40.000 ευρώ, η αίτηση αναιρέσεως ασκείται παραδεκτώς μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, ήτοι επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχεται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχχτικών υποθέσεων, ανώτατου δικαστηρίου ή, ελλείψει αυτής, προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, το δε υπ' αυτών κριθέν νομικό ζήτημα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων αχθεισών διαφορών (ΣτΕ 4163/2012 7μ., ΣτΕ 797/2013 7μ., ΣτΕ 2598/2015 7μ., ΣτΕ 1623/2016 7μ. κ.ά.).
 

4. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου διαφορά, της οποίας το ύψος, για καθέναν από τους αναιρεσείοντες (ΣτΕ 452/2016 7μ. κ.ά.), υπερβαίνει το όριο των 40.000 ευρώ (βλ. 37210/30-9-2014 σημείωμα Α'Δ.Ο.Υ. Λάρισας, αριθ. πρωτ. ΣτΕ 7243/7-10-2014), Προβάλλεται δε ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία της διάταξης της περ. γ του άρθρου 17 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994, Α' 151) έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι λογίζεται ως «αγορά» ακινήτου η απόκτηση της κυριότητας αυτού με έκτακτη χρησικτησία που αναγνωρίζεται με δικαστική απόφαση η οποία μεταγράφεται και ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη για τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους δημοσίευσης της εν λόγω δικαστικής απόφασης το χρηματικό ποσό που τεκμαίρεται ότι καταβλήθηκε λόγω υπολογισμού της αξίας του ακινήτου με βάση το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού αξιών. Προβάλλεται δε ότι για το ζήτημα της εφαρμογής της διάταξης της περ. γ του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε. επί ακινήτων η κυριότητα των οποίων έχει αποκτηθεί πρωτοτύπως με χρησικτησία δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος και ο λόγος αναιρέσεως προβάλλεται παραδεκτώς.
 

5. Επειδή, κατά το άρθρο 78 παρ. 1 του Συντάγματος «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις· δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στ«!§. οποίες αναφέρεται ο φόρος.». Όπως συνάγεται από την εν λόγω διάταξη, με την οποία καθορίζονται περιοριστικά τα στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο φορολόγησης (εισόδημα, περιουσία, δαπάνες, συναλλαγές) ως μαρτυρούντα φοροδοτική ικανότητα, ναι μεν ο κοινός νομοθέτης δεν εμποδίζεται, κατ' αρχήν, να θεσπίζει τρόπους τεκμαρτού προσδιορισμού της φορολογητέας ύλης, οφείλει όμως και στην περίπτωση αυτή να αποβλέπει στη φορολόγηση πράγματι υφισταμένων, κατά τ' ανωτέρω, στοιχείων, καταστρώνοντας προς τούτο τεκμήρια αφ' ενός μεν συνάδο /τα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αφ' ετέρου δε μαχητά για τον φορολογούμενο (ΣτΕ 1841/2015 7μ., πρβλ. ΣτΕ 884/2016 7μ.).
 

6. Επειδή, κατά το άρθρο 4 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος «Εισόδημα στο οποίο επιβάλλεται ο φόρος είναι το εισόδημα που προέρχεται από κάθε πηγή ύστερα από την αφαίρεση των δαπανών για την απόκτησή του ...», ενώ κατά το άρθρο 15 του ίδιου Κώδικα «Το συνολικό εισόδημα προσδιορίζεται, κατ' εξαίρεση, με βάση τις δαπάνες διαβίωσης του φορολογουμένου και των προσώπων που συνοικούν με αυτόν και τον βαρύνουν, όταν το συνολικό ποσό των δαπανών που προσδιορίζεται κατά τα επόμενα άρθρα είναι ανώτερο από το συνολικό καθαρό εισόδημα των κατηγοριών Α' έως Ζ'. Το εισόδημα που υπόκειται σε φόρο στην περίπτωση αυτή προσδιορίζεται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 19». Κατά το άρθρο δε 19 του ως άνω Κώδικα, «1. Η διαφορά μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγο του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν ή προσδιορίστηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης τους, των άρθρων 16 και 17, προσαυξάνει τα εισοδήματα που δηλώνονται ή προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά το ίδιο οικονομικό έτος, του φορολογουμένου ή της συζύγου του, κατά περίπτωση, από εμπορικές επιχειρήσεις ή από την άσκηση ελευθέριων επαγγελμάτων ... 2. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό της διαφοράς της προηγούμενης παραγράφου υποχρεούται να λάβει υπόψη του τα αναγραφόμενα στη δήλωση χρηματικά ποσά, ra οποία αποδεικνύονται από νόμιμα^ παραστατικά στοιχεία και με τα οποία καλύπτεται ή περιορίζεται η διαφορά που προκύπτει. Στις περιπτώσεις αυτής της παραγράφου ο φορολογούμενος φέρει το βάρος απόδειξης. ...». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 17 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την τροποποίησή του με την παράγραφο 11 του άρθρου 4 του ν. 2579/1998 (Α' 31) και την παράγραφο 8 του άρθρου 4 του ν. 3091/2002 (Α' 330), «Ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη του φορολογουμένου, της συζύγου του [...] λογίζονται και τα χρηματικά ποσά που πραγματικά καταβάλλονται για : α) [...] β) [...] γ) Αγορά [...] ακινήτων [...] Ως τίμημα αγοράς λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982. Αν το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως
καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται το καθοριζόμενο σε αυτά τα συμβόλαια τίμημα. Ειδικά, για τις περιοχές που δεν ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, ως καταβαλλόμενη δαπάνη λαμβάνεται: αα) Το τίμημα που καθορίζεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια, ββ) Η διαφορά μεταξύ του τιμήματος ή της αξίας κατά περίπτωση, που φορολογήθηκε και της πραγματικής αξίας του ακινήτου, η οποία εξευρίσκεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων [...] ».


7. Επειδή, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, ερμηνευόμενες σύμφωνα και με τα εκτεθέντα στη σκέψη 5, το θεσπιζόμενο με αυτές, μεταξύ άλλων, τεκμήριο φορολογητέου εισοδήματος λόγω δαπάνης για την αγορά ακινήτου (άρθρα 15, 17 περ. γ, 19) εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος καταβάλλει .πράγματι χρηματικό ποσό για την αγορά ακινήτου (πρβλ. ΣτΕ 287/2009, 766/2015 κ.ά.). Συνεπώς, σε περίπτωση απόκτησης ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1045 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α' 164), ήτοι με άσκηση νομής επί εικοσαετία, για την οποία δεν συντρέχει η πιο πάνω προϋπόθεση της πραγματικής καταβολής χρηματικού ποσού, το πιο πάνω τεκμήριο δεν εφαρμόζεται. Τούτο, δε, ισχύει ακόμη και όταν η απόκτηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο και η άσκηση αυτής με διάνοια κυρίου, κατά το άρθρο 974 ΑΚ, εκκινεί κατόπιν συναλλαγής με καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος στη χρήση κατά την οποία αποκτήθηκε η φυσική εξουσία στο ακίνητο, η οποία όμως δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο για την ύπαρξη εισοδήματος στη χρήση κατά την οποία αποκτάται πλέον, κατόπιν πλήρωσης των ανωτέρω προϋποθέσεων της έκτακτης χρησικτησίας, η κυριότητα. Τέλος, δεν ασκεί επιρροή από την εξεταζόμενη άποψη η από πλευράς φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων αντιμετώπιση τέτοιων περιπτώσεων.

8. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Οι αναιρεσείοντες, ο μεν πρώτος συνταξιούχος του Οργανισμού Ασφάλισης Ελευθέρων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.), η δε δεύτερη του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), με αναγνωριστική αγωγή που άσκησαν ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λάρισας το έτος 2006 μαζί με την κόρη τους.................. και τον γαμπρό τους, ................., κατά της ....................... θετής κόρης του ........................... και κληρονόμου δυνάμει διαθήκης του πατέρα της, ισχυρίστηκαν και απέδειξαν με ένορκη εξέταση μάρτυρα απόδειξης ότι ο αποβιώσας την 6.1.1993 πατέρας της εναγομένης πώλησε και παρέδωσε με προφορική συμφωνία που έγινε στις 20.6.1960 στη Λάρισα κατά 50% σ' αυτούς και κατά 50% στον πατέρα του γαμπρού τους ........................, ο οποίος πριν αποβιώσει στις 21.6.1980 μεταβίβασε το μερίδιο του χωρίς τίτλους κυριότητας στον γιο του (γαμπρό των αναιρεσειόντων) και στην κόρη των αναιρεσειόντων, έναν οικοπεδαγρό έκτασης 7.021,90 τετραγωνικών μέτρων, αξίας, σύμφωνα με την αγωγή τους, 11.800 ευρώ, που βρίσκεται στην ............................................ της Λάρισας και - στα ΟΤ Γ-1880, Γ-1881 και Γ-1883, και ζήτησαν να αναγνωρισθούν συγκυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας και αναγνωρίσθηκαν» ως τέτοιοι με την 72/23.3.2007 αμετάκλητη απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας, ερήμην της εναγομένης, η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου για να αρνηθεί ή να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, ούτε και άσκησε ένδικο μέσο κατά της απόφασης αυτής. Η απόφαση μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λάρισας στον............................ Για την απόκτηση του ακινήτου υποβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες και τους άλλους δυο συγκυρίους η ........ δήλωση μεταβίβασης ακινήτου με συνολική αντικειμενική αξία αυτού 1.644.894,12 ευρώ, βάσει της οποίας και καταβλήθηκε ο αναλογών συνολικός φόρος μεταβίβασης ύψους 179.738,35 ευρώ, ενώ από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδείχθηκε ούτε ότι το συνολικό τίμημα της αγοράς ανερχόταν σε 15.000 δρχ. ούτε και ότι το συνολικό τίμημα εξοφλήθηκε ολοσχερώς στις 20.6.1960. Ακολούθως, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν ως σύζυγοι κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος και δήλωσαν φορολογητέο εισόδημα 10.978,04 ευρώ και 6.521,92 ευρώ, αντίστοιχα, για το οικονομικό έτος 2008, ενώ δήλωσαν με το έντυπο Ε9 του ίδιου έτους ότι με την ανωτέρω απόφαση του Ειρηνοδικείου ο καθένας από αυτούς απέκτησε ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου του εν λόγω οικοπέδου. Η φορολογική αρχή, μετά από έλεγχο και αφού έλαβε υπόψη τη διαφορά που προέκυπτε μεταξύ του εισοδήματος που δηλώθηκε από τους φορολογουμένους και της συνολικής ετήσιας τεκμαρτής δαπάνης για την απόκτηση των ποσοστών του εν λόγω ακινήτου, προσαύξησε τα φορολογητέα εισοδήματα, του μεν πρώτου κατά 341.522,12 ευρώ, της δε δεύτερης κατά 396.504,51 ευρώ και με την ένδικη πράξη τους καταλόγισε κύριο φόρο στον "μεν πρώτο ποσού 133.979,06 ευρώ στη δε δεύτερη ποσού 154.201,57 ευρώ, πρόσθετο φόρο 259.439,85 ευρώ και συνολικά καταλόγισε σε βάρος τους ποσό 547.831,62 ευρώ. Προς τούτο θεώρησε ότι με την ανωτέρω δικαστική απόφαση πραγματοποιήθηκε «αγορά».του ανωτέρω ακινήτου από τους αναιρεσείοντες, κατά ποσοστό 2,6% εξ αδιαιρέτου από τον καθένα, ότι κρίσιμος χρόνος αγοράς είναι ο χρόνος δημοσίευσης (2007) της δικαστικής απόφασης (όπως άλλωστε δήλωσαν με τη δήλωση Ε9 και οι αναιρεσείοντες για πρώτη φορά) και ότι το τίμημα της αγοράς αυτής λογίζεται ίσο προς την αντικειμενική αξία του ποσοστού του εν λόγω ακινήτου, που απέκτησε ο καθένας, δεδομένου ότι αυτό ευρίσκεται σε περιοχή, όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα.

Με την προσφυγή τους κατά της εν λόγω πράξης, οι αναιρεσείοντες προέβαλαν ότι η κτήση της κυριότητας του ως άνω ακινήτου προήλθε από έκτακτη χρησικτησία και όχι από «αγορά» και επομένως δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ν. 2238/1994 περί τεκμαρτής δαπάνης, ότι ακόμη και αν υποτεθεί ότι η κτήση του ακινήτου πράγματι έγινε με αγορά, αυτή έγινε στις 20-6-1960 και επομένως η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη έπρεπε να υπολογισθεί στο οικονομικό έτος 1961, καθώς και περαιτέρω αιτιάσεις αναφορικά με τον πρόσθετο φόρο. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε ότι, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 17 περ. γ του Κ.Φ.Ε., οι οποίες είναι ερμηνευτέες με βάση και τις σχετικές διατάξεις περί φόρου μεταβίβασης ακινήτων, σε κάποιες από τις οποίες και παραπέμπουν ρητώς, «αγορά» είναι, κατ' αρχήν, κάθε μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου εξ επαχθούς αιτίας, λογίζεται, όμως, ως «αγορά» ακινήτου και η περίπτωση μεταγραφής δικαστικής απόφασης, με την οποία αναγνωρίζεται η κυριότητα ακινήτου λόγω συμπλήρωσης των όρων της «χρησικτησίας» ή «από οποιαδήποτε άλλη αιτία» (με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία στο όνομα του προσώπου, στο οποίο γίνεται η αναγνώριση, υπάρχει μεταγεγραμμένος τίτλος για το δικαίωμα αυτό, για το οποίο έχει υποβληθεί η δήλωση φόρου μεταβίβασης που προβλέπεται από το νόμο, βλ. άρθρο 2 παρ. 3 περ. δ' ν. 1587/1950, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 άρθρ. 2 ν. 2892/2001).

Εξάλλου, δέχθηκε το διοικητικό εφετείο ότί ως χρηματικό ποσό που «πραγματικά καταβάλλεται» για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου για τον υπολογισμό του τεκμαιρόμενου εισοδήματος, κατ' άρθρο 17 περ. γ' του ν. 2238/1994, στην περίπτωση που το ακίνητο βρίσκεται σε περιοχή, όπου ισχύει το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων, λαμβάνεται υπ' όψη η αξία που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982, δηλαδή όπως προσδιορίζεται και η φορολογητέα αξία για τον υπολογισμό του φόρου μεταβίβασης, μπορεί όμως ο φορολογούμενος να ανταποδείξει με κάθε νόμιμο μέσο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το πραγματικά καταβληθέν τίμημα (και το τεκμαιρόμενο εισόδημά του) είναι μικρότερο του κατά τα ανωτέρω αντικειμενικώς προσδιοριζόμενου ή και ότι δεν καταβλήθηκε καν τίμημα, υπό την προϋπόθεση ότι στο πλαίσιο της φορολογίας του φόρου μεταβίβασης ακινήτων αμφισβήτησε με τη νόμιμη διαδικασία την αντικειμενικώς προσδιορισθείσα αξία του ακινήτου και δεν αποδέχθηκε αυτήν, τούτο δε γιατί δεν νοείται να λαμβάνεται υπ' όψη πραγματική αξία του αυτού ακινήτου διαφορετική στις δύο αυτές φορολογίες μεταβίβασης ακινήτων και φορολογίας εισοδήματος. Έτσι, έκρινε ότι από την εκτίμηση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών, προέκυψε ότι "με την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας, που δημοσιεύθηκε το έτος 2007, [αναγνωρίσθηκε] (αμετακλήτως) ότι οι [αναιρεσείοντες] κατόπιν άτυπης αγοράς (που κατά τους ισχυρισμούς τους έλαβε χώρα στις 20.6.1960) απέκτησαν τη νομή και κατοχή του κρισίμου ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία που διήρκεσε πάνω από είκοσι χρόνια απέκτησαν και την κυριότητα αυτού.

Ενόψει τούτων, η μεταβίβαση της κυριότητας με βάση την ανωτέρω δικαστική απόφαση και τη μεταγραφή της αποτελεί «αγορά», κατά την έννοια του άρθρου 17 περ. γ του ν. 2238/1994, και το χρηματικό ποσό που τεκμαίρεται ότι , καταβλήθηκε λόγω υπολογισμού της αξίας του ακινήτου με βάση το αντικειμενικό σύστημα, λογίζεται ως η ετήσια τεκμαρτή δαπάνη των φορολογουμένων, για τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους, κατά το οποίο εξεδόθη' η δικαστική" απόφαση. Τα δε προβαλλόμενα από τους [αναιρεσείοντες] ότι η κτήση της κυριότητας του ως άνω ακινήτου προήλθε με έκτακτη χρησικτησία και όχι από «αγορά» και επομένως δεν εφαρμόζονται εν προκειμένω οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του ν. 2238/1994 περί τεκμαρτής δαπάνης πρέπει να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμα. Εξάλλου, ναι μεν οι [αναιρεσείοντες] προβάλλουν ότι το τίμημα της κρίσιμης αγοράς ύψους 15.000 δρχ. καταβλήθηκε εξ ολοκλήρου στις 20.6.1960, όταν έλαβε χώρα η άτυπη αγορά του ακινήτου, ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αναπόδεικτος, γιατί από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται ότι το ποσό αυτό αποτελούσε πράγματι το συνολικό τίμημα της εν λόγω αγοράς και ότι καταβλήθηκε κατά την ημερομηνία αυτή, τέτοιο δε ισχυρισμό δεν προέβαλαν ούτε στα πλαίσια υπολογισμού του φόρου μεταβίβασης του ακινήτου, ενόψει της μεταγραφής της δικαστικής απόφασης που τους αναγνώρισε κυρίους, ούτε αμφισβήτησαν με προσφυγή τη συνολική αντικειμενική αξία αυτού σε 1.644.894,12 ευρώ, βάσει της οποίας και καταβλήθηκε ο αναλογών συνολικός φόρος μεταβίβασης ύψους 179.738,35 ευρώ". Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο, αφού απέρριψε λόγο της προσφυγής για αντίθεση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2523/1997 περί επιβολής προσθέτου φόρου στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και στην αρχή της αναλογικότητας, έκρινε ότι η ένδικη πράξη ήταν νόμιμη και απέρριψε την προσφυγή.
 

9. Επειδή, η πιο πάνω κρίση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης ότι η μεταβίβαση της κυριότητας με βάση τη μεταγραφείσα δικαστική απόφαση που αναγνώρισε αμετακλήτως ότι οι αναιρεσείοντες κατόπιν άτυπης αγοράς (κατά τους ισχυρισμούς τους, στις 20-6-1960) απέκτησαν τη νομή και κατοχή του ακινήτου και με έκτακτη χρησικτησία που διήρκεσε πάνω από είκοσι χρόνια απέκτησαν την κυριότητά του, αποτελεί αγορά κατά την έννοια της περ. γ του άρθρου 17 του Κ.Φ.Ε., το δε χρηματικό ποσό που τεκμαίρεται ότι καταβλήθηκε λόγω υπολογισμού της αξίας του ακινήτου με βάση το αντικειμενικό σύστημα λογίζεται ως ετήσια τεκμαρτή δαπάνη των φορολογουμένων για τον προσδιορισμό του εισοδήματος του έτους δημοσίευσης της δικαστικής απόφασης, δεν αιτιολογείται νομίμως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη σκέψη 7.

Είναι δε απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το υπόμνημα του Δημοσίου, ότι δηλαδή η έννοια της αγοράς κατά την εν λόγω διάταξη μπορεί να αφορά και την κτήση κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αν από τα συγκεκριμένα περιστατικά μετάστασης της νομής, όπως διαπιστώνονται με την υποκείμενη σε μεταγραφή δικαστική απόφαση αναγνώρισης της κυριότητας, προκύπτει καταβολή τιμήματος από τον αναγνωριζόμενο προς τον προηγούμενο κύριο για την άσκηση της νομής, ανεξαρτήτως εάν η καταβολή του τιμήματος καθ' εαυτή είναι αδιάφορη για την απόκτηση της κυριότητας. Για τον λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Ενόψει δε του ότι το κρίσιμο για την επίλυση 
της διαφοράς πραγματικό είναι εκκαθαρισμένο, πρέπει να κρατηθεί, να δικασθεί και να γίνει δεκτή η προσφυγή των αναιρεσειόντων για τον ίδιο, βασίμως προβληθέντα με αυτήν, λόγο, της έρευνας των λοιπών λόγων της προσφυγής παρέλκουσας ως αλυσιτελούς, τέλος δε να ακυρωθεί η ένδικη πράξη.

10. Επειδή, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του Δημοσίου η δικαστική δαπάνη της παρούσας δίκης, περαιτέρω, δε, εκτιμώντας τις περιστάσεις, ότι αυτό πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη για την ουσιαστική δίκη σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α' 97).

Δια ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 165/2014 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Λάρισας, σύμφωνα με το σκεπτικό.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου.
Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ; ' ;·
Κρατεί την υπόθεση, δικάζει και δέχεται την προσφυγή. Ακυρώνει το 12/2-2-2012 οριστικό φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος του Προϊσταμένου της Β' Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας Λάρισας.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου που καταβλήθηκε για την προσφυγή.
Απαλλάσσει το Δημόσιο από τη δικαστική δαπάνη της ουσιαστικής
δίκης.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Οκτωβρίου 2016
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Δεκεμβρίου 2016.
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος Η Γραμματέας

Πηγή: Taxheaven