Αριθμ. πράξης 111/31.1.2017
(ΦΕΚ Β' 399/13-02-2017)
Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αφού έλαβε υπόψη:
α) το άρθρο 55Α Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ισχύει,
β) το άρθρο 2 του ν. 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α' 80)» (ΦΕΚ Α' 87), όπως ισχύει, και ιδιαίτερα τις διατάξεις των εσωτερικών άρθρων 3 και 81 αυτού,
γ) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθμ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331/12), όπως ισχύει, και ιδίως το άρθρο 16 αυτού,
δ) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013 για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287/63), και ιδίως τα άρθρα 4 και 6 αυτού,
ε) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014 περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 (ΕΕ L 225/ 1), και ιδίως τα άρθρα 2, 7 και 18 παρ. 4 αυτού,
στ) τις Κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών της 6ης Αυγούστου 2015 (EBA/GL/2015/07) σχετικά με την ερμηνεία των διαφόρων περιστάσεων όπου ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας δυνάμει του άρθρου 32 παράγραφος 6 της οδηγίας 2014/59/ΕΕ,
ζ) την σκοπιμότητα υιοθέτησης αντικειμενικών κριτηρίων προς υποστήριξη του έγκαιρου προσδιορισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων που τελούν σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας,
η) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζει:
να εξειδικεύσει τις περιπτώσεις που ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας για την εφαρμογή της υποχρέωσης του διοικητικού συμβουλίου του ιδρύματος να ενημερώνει άμεσα την Τράπεζα της Ελλάδος, όταν κρίνει ότι το εν λόγω ίδρυμα είναι σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του εσωτερικού άρθρου 81 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.
Α. Γενικές διατάξεις
1. Οι διατάξεις της παρούσας καταλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τις οντότητες των περιπτώσεων β), γ) ή δ) της παραγράφου 1 του εσωτερικού άρθρου 1 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα και τα οποία υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος (εφεξής «ιδρύματα»).
2. Σε κάθε περίπτωση που το διοικητικό συμβούλιο ενός ιδρύματος διαπιστώσει ότι συντρέχουν ένα ή περισσότερα αντικειμενικά στοιχεία της παρούσας βάσει των οποίων κρίνεται ότι το ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, ενημερώνει άμεσα την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή αναφέροντας τα αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι το ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας.
3. Ο κατάλογος των αντικειμενικών στοιχείων βάσει των οποίων διαπιστώνεται ότι ένα ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας που περιλαμβάνεται στην παρούσα δεν είναι εξαντλητικός.
4. Ως εκ τούτου, όταν το διοικητικό συμβούλιο ενός ιδρύματος διαπιστώσει ότι συντρέχουν αντικειμενικά στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην παρούσα αλλά βάσει των οποίων κρίνεται ότι το ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, ενημερώνει άμεσα την Τράπεζα της Ελλάδος ως αρμόδια αρχή για τα εν λόγω στοιχεία.
Β. Αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων διαπιστώνεται ότι ένα ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας
1. Τα αντικειμενικά στοιχεία που πρέπει να εξετάζονται προκειμένου να διαπιστωθεί από το διοικητικό συμβούλιο ενός ιδρύματος ότι αυτό τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, σχετίζονται με τους ακόλουθους τομείς, όπως εξειδικεύονται παρακάτω στην παρούσα:
• κεφαλαιακή θέση του ιδρύματος,
• θέση ρευστότητας του ιδρύματος,
• τυχόν λοιπές απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας περιλαμβανομένων των ρυθμίσεων διακυβέρνησης και της επιχειρησιακής ικανότητας.
2. Η διαπίστωση ότι ένα ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, δεν πρέπει να συνάγεται αυτόματα από οποιοδήποτε από τα αντικειμενικά στοιχεία της παρούσας μεμονωμένα, αλλά κατόπιν προσεκτικής και σε συνολική βάση ανάλυσης των αντικειμενικών στοιχείων. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις που η ύπαρξη ενός και μόνο αντικειμενικού στοιχείου, λόγω του επιπέδου σοβαρότητας και του αντίκτυπού του, θα ήταν επαρκής για να διαπιστωθεί ότι ένα ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας.
3. Περαιτέρω ένδειξη για τη διαπίστωση ότι ένα ίδρυμα τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, αποτελεί το γεγονός ότι το σχέδιο ανάκαμψης του ενεργοποιήθηκε και η εφαρμογή των επιλογών ανάκαμψης που επιλέχθηκαν δεν πέτυχε το σκοπό της.
4. Κεφαλαιακή θέση
4.1. Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, εάν ήδη ισχύουν ή εάν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι στο εγγύς μέλλον θα ισχύουν τα ακόλουθα:
α. το ίδρυμα δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων που επιβάλλονται δυνάμει της περίπτωσης α) της παραγράφου 1 του άρθρου 96 του ν. 4261/2014, κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του, μεταξύ άλλων διότι το ίδρυμα έχει υποστεί ή είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες οι οποίες θα εξαντλήσουν το σύνολο ή σημαντικό μέρος των ιδίων κεφαλαίων του,
β. τα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος υπολείπονται των υποχρεώσεών του.
4.2. Η αξιολόγηση των ανωτέρω συνθηκών, βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία όπως, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
α. το επίπεδο και η σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος και εάν αυτό πληροί τις ελάχιστες και πρόσθετες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων σύμφωνα με το άρθρο 92 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και την περίπτωση α) της παραγράφου 1 του άρθρου 96 του ν. 4261/2014,
β. τα αποτελέσματα τυχόν ελέγχου ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού που έχει διενεργηθεί από τις αρμόδιες αρχές, τα οποία υποδεικνύουν ότι η αξία των στοιχείων ενεργητικού έχει μειωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιούνται οι απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, εφόσον αυτά είναι διαθέσιμα,
γ. τα αποτελέσματα οποιασδήποτε αποτίμησης η οποία έχει καταρτιστεί όσον αφορά το συγκεκριμένο ίδρυμα και η οποία άπτεται της αξίας των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεών του, στον βαθμό που αυτή ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις του εσωτερικού άρθρου 36 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, βάσει των οποίων κρίνεται ότι τα στοιχεία ενεργητικού του ιδρύματος υπολείπονται των υποχρεώσεών του ή είναι πιθανόν να υπολείπονται στο εγγύς μέλλον. Στοιχεία από τα αποτελέσματα της αποτίμησης είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να καθοριστεί αν το ίδρυμα δεν ικανοποιεί ή είναι πιθανόν να μην ικανοποιεί στο εγγύς μέλλον τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονται στον ν. 4261/2014 και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 κατά τρόπο που να δικαιολογεί την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του, εφόσον τα εν λόγω στοιχεία είναι διαθέσιμα.
4.3. Επιπρόσθετα των ανωτέρω και εφόσον είναι συναφή με τα χαρακτηριστικά του ιδρύματος, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
α. κίνδυνοι για την κεφαλαιακή θέση και τη βιωσιμότητα του ιδρύματος οι οποίοι απορρέουν από σημαντική και μη προσωρινή αύξηση του κόστους χρηματοδότησής του σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο,
β. η πιθανότητα να γίνουν απαιτητά στο εγγύς μέλλον σημαντικά εκτός ισολογισμού στοιχεία του ιδρύματος (π.χ. ενδεχόμενες υποχρεώσεις), που θα προκαλέσουν σημαντικές ζημίες και θα απειλήσουν την κεφαλαιακή θέση και τη βιωσιμότητά του,
γ. σημαντικές δυσμενείς εξελίξεις στο μακροοικονομικό περιβάλλον που θα μπορούσαν να απειλήσουν την κεφαλαιακή θέση και τη βιωσιμότητα του ιδρύματος, περιλαμβανομένων συναφών εξελίξεων στα επιτόκια, στις αξίες των ακινήτων ή στην οικονομική ανάπτυξη,
δ. σημαντική επιδείνωση της αντίληψης της αγοράς για το ίδρυμα, η οποία αποτυπώνεται σε δείκτες που υποδηλώνουν ότι η φερεγγυότητά του έχει επιδεινωθεί σημαντικά και η κεφαλαιακή θέση και η βιωσιμότητά του απειλούνται, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από ραγδαία μείωση της τιμής της σχέσης αγοραίας τιμής μετοχής και λογιστικής αξίας ή από μια απότομη αύξηση του επιπέδου οικονομικής μόχλευσης (δηλαδή της οικονομικής μόχλευσης που επιμετράται ως ο λόγος του συνόλου του ενεργητικού προς την αγοραία αξία των ιδίων κεφαλαίων), ή
ε. σημαντική και μη προσωρινή επιδείνωση στην εξέλιξη, σε απόλυτες και σχετικές τιμές των δεικτών αγοράς, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον είναι διαθέσιμοι, δεικτών που βασίζονται στα ίδια κεφάλαια (για παράδειγμα τιμή μετοχής και δείκτης λογιστικής αξίας προς αγοραία αξία μετοχής) ή δεικτών που βασίζονται στο χρέος (για παράδειγμα συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης ή περιθώρια δανείων μειωμένης εξασφάλισης) που υποδεικνύουν ότι το ίδρυμα είναι πιθανόν να υποστεί ζημίες που θα μπορούσαν να απειλήσουν την κεφαλαιακή του θέση και τη βιωσιμότητά του.
5. Θέση ρευστότητας
5.1. Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, εάν ήδη ισχύουν ή εάν υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία βάσει των οποίων κρίνεται ότι στο εγγύς μέλλον θα ισχύουν τα ακόλουθα:
α. το ίδρυμα δεν ικανοποιεί τις κανονιστικές απαιτήσεις ρευστότητας, περιλαμβανομένων των απαιτήσεων που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 98 του ν. 4261/2014 κατά τρόπο που θα δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του ή
β. το ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει οφειλές και υποχρεώσεις όταν αυτές καταστούν απαιτητές.
5.2. Η αξιολόγηση των ανωτέρω συνθηκών, βασίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία όπως, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
α. σημαντικές δυσμενείς εξελίξεις, που επηρεάζουν τη θέση ρευστότητας του ιδρύματος και τη βιωσιμότητα του χρηματοδοτικού του προφίλ, καθώς και τη συμμόρφωσή του με τις ελάχιστες απαιτήσεις ρευστότητας όπως ορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και τις πρόσθετες απαιτήσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 105 αυτού ή σύμφωνα με τις εθνικές ελάχιστες απαιτήσεις ρευστότητας, όπως αυτές ισχύουν,
β. σημαντική μη προσωρινή δυσμενής εξέλιξη του αποθέματος ρευστότητας του ιδρύματος και της αντισταθμιστικής ικανότητάς του. Κατά την αξιολόγηση της αντισταθμιστικής ικανότητας λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία κατά περίπτωση:
- πολύ πιθανές εισροές ρευστότητας, συμπεριλαμβανομένων ληφθεισών δεσμευμένων πιστωτικών και ταμειακών γραμμών,
- τυχόν προβλεπόμενες συμβατικές εισροές,
- η δυνατότητα ανανέωσης της χρηματοδότησης (περιλαμβανομένης της διάρκειας και του είδους των μέσων της νέας χρηματοδότησης),
- η πρόσβαση σε μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση,
- έκτακτες και σημαντικές μειώσεις ή κατάργηση γραμμών ρευστότητας από τους αντισυμβαλλόμενους,
γ. μη προσωρινή αύξηση του κόστους χρηματοδότησης του ιδρύματος σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, ιδίως εφόσον αποτυπώνεται ως αύξηση στα κόστη (για παράδειγμα αύξηση των περιθωρίων) εξασφαλισμένων και μη εξασφαλισμένων χρηματοδοτήσεων,
δ. σημαντική δυσμενής εξέλιξη των υφιστάμενων και μελλοντικών υποχρεώσεων του ιδρύματος. Κατά την αξιολόγηση της εξέλιξης των υποχρεώσεων λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία κατά περίπτωση:
- αναμενόμενες και έκτακτες εκροές ρευστότητας, περιλαμβανομένων αιτημάτων από τους αντισυμβαλλομένους του ιδρύματος για απαιτήσεις περιθωρίου ασφάλισης (margin calls) ή/και πρόωρη εξόφληση υποχρεώσεων, καθώς και ενδείξεις για ενδεχόμενη μαζική απόσυρση καταθέσεων,
- αναμενόμενες και έκτακτες απαιτήσεις για εξασφαλίσεις, καθώς και η εξέλιξη της απομείωσης των εξασφαλίσεων από τους κεντρικούς και άλλους αντισυμβαλλόμενους,
- τυχόν ενδεχόμενες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από χορηγηθείσες πιστωτικές γραμμές και γραμμές ρευστότητας,
ε. τη θέση του ιδρύματος στα συστήματα πληρωμών, εκκαθάρισης και διακανονισμού και οποιαδήποτε ένδειξη ότι αντιμετωπίζει δυσκολίες να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του, μεταξύ άλλων να εκτελέσει πληρωμές στα εν λόγω συστήματα,
στ. εξελίξεις που είναι πιθανό να επιβαρύνουν σημαντικά τη φήμη του ιδρύματος, ειδικότερα σημαντικές υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής του διαβάθμισης από έναν ή περισσότερους εξωτερικούς οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης που οδηγούν σε σημαντικές εκροές ή σε έλλειψη δυνατότητας ανανέωσης χρηματοδοτήσεων ή στην ενεργοποίηση συμβατικών ρητρών που βασίζονται στις εξωτερικές αξιολογήσεις της πιστοληπτικής διαβάθμισης.
5.3. Επιπρόσθετα των ανωτέρω και εφόσον είναι συναφή με τα χαρακτηριστικά του ιδρύματος, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:
α. σημαντικές δυσμενείς εξελίξεις στο μακροοικονομικό περιβάλλον οι οποίες θα μπορούσαν να απειλήσουν τη χρηματοοικονομική θέση και τη βιωσιμότητα του ιδρύματος, περιλαμβανομένων εξελίξεων στα επιτόκια, στις αξίες των ακινήτων ή στην οικονομική ανάπτυξη ή
β. σημαντική επιδείνωση της αντίληψης της αγοράς για το ίδρυμα, η οποία αποτυπώνεται από ενδείξεις μη προσωρινής επιδείνωσης στην εξέλιξη, σε απόλυτες και σχετικές τιμές των δεικτών αγοράς. Σε αυτούς τους δείκτες συμπεριλαμβάνονται, εφόσον είναι διαθέσιμοι, δείκτες που βασίζονται στα ίδια κεφάλαια (για παράδειγμα τιμή μετοχής και δείκτης λογιστικής αξίας προς αγοραία αξία μετοχής) ή δείκτες που βασίζονται στο χρέος (για παράδειγμα συμφωνίες ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης ή περιθώρια δανείων μειωμένης εξασφάλισης) που υποδεικνύουν ότι το ίδρυμα είναι πιθανό να υποστεί ζημίες ή να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη βιωσιμότητά του.
6. Λοιπές απαιτήσεις για τη διατήρηση άδειας λειτουργίας
6.1. Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι τελεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας, όταν δεν ικανοποιεί ή είναι πιθανόν να μην ικανοποιεί στο εγγύς μέλλον, τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας του.
6.2. Ως εκ τούτου, μεταξύ άλλων, εξετάζεται εάν υπάρχουν σοβαρές αδυναμίες στις ρυθμίσεις διακυβέρνησης και στην επιχειρησιακή ικανότητα του ιδρύματος οι οποίες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στην ικανότητα παροχής υπηρεσιών και στην αξιοπιστία του.
6.3. Αντικειμενικά στοιχεία που θεωρούνται ένδειξη ότι το ίδρυμα παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες στις ρυθμίσεις διακυβέρνησής του, αποτελούν μεταξύ άλλων τα εξής:
α. σημαντικές ανακρίβειες στις εποπτικές αναφορές ή στις οικονομικές καταστάσεις, ιδίως εάν έχουν ως αποτέλεσμα ο εξωτερικός ελεγκτής να αρνηθεί να εκδώσει γνώμη ή να εκδώσει γνώμη με επιφύλαξη,
β. παρατεταμένο αδιέξοδο στο διοικητικό συμβούλιο του ιδρύματος που οδηγεί σε αδυναμία λήψης κρίσιμων αποφάσεων,
γ. συσσώρευση ουσιωδών ανεπαρκειών σε βασικούς τομείς των ρυθμίσεων διακυβέρνησης, όπως ενδεικτικά:
- ανεπαρκής στρατηγικός σχεδιασμός και ανεπαρκής τυποποίηση της ανοχής/διάθεσης ανάληψης κινδύνου και του πλαισίου διαχείρισης κινδύνου του ιδρύματος, που οδηγεί σε αδυναμία όσον αφορά τον εντοπισμό, τη διαχείριση και την αναφορά των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται ή ενδέχεται να εκτεθεί,
- ουσιώδεις αδυναμίες, ανεπάρκειες ή ζητήματα που διαπιστώθηκε ότι δεν αναφέρθηκαν κατάλληλα ή/και έγκαιρα στο διοικητικό συμβούλιο,
- ανεπαρκείς μηχανισμοί εσωτερικού ελέγχου,
- σημαντική επιβάρυνση της φήμης που οφείλεται στη μη συμμόρφωση των προσώπων που κατέχουν σημαντικές θέσεις εντός του ιδρύματος με τα κριτήρια ικανότητας και ήθους,
- σημαντική επιβάρυνση της φήμης που προκύπτει από έλλειψη διαφάνειας κατά την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και των λειτουργιών ή την ατελή/ ανακριβή κοινοποίηση πληροφοριών,
- σημαντικές αντιδικίες ή διαφορές κατά τον διορισμό και τη διαδοχή προσώπων που κατέχουν σημαντικές θέσεις εντός του ιδρύματος,
- σοβαρές περιπτώσεις μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις αποδοχών.
6.4. Αντικειμενικά στοιχεία ότι το ίδρυμα παρουσιάζει σοβαρές αδυναμίες στην επιχειρησιακή του ικανότητα να παρέχει υπηρεσίες, αποτελούν μεταξύ άλλων:
α. η αδυναμία του ιδρύματος, λόγω συνεχών επιχειρησιακών περιορισμών, να εκπληρώνει πλέον τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του, ειδικότερα, η αδυναμία να εξασφαλίζει πλέον την ασφάλεια των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες του,
β. η αδυναμία του ιδρύματος να εκτελέσει ή να λάβει πληρωμές και ως εκ τούτου να ασκήσει τις δραστηριότητές του λόγω συνεχών επιχειρησιακών περιορισμών,
γ. η απώλεια εμπιστοσύνης της αγοράς και των καταθετών προς το ίδρυμα λόγω λειτουργικών κινδύνων, με αποτέλεσμα το ίδρυμα να μην είναι πλέον σε θέση να εκτελέσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες (όπως τεκμηριώνεται από την απροθυμία των αντισυμβαλλομένων του και άλλων ενδιαφερομένων μερών να συναλλάσσονται ή να παρέχουν κεφάλαια στο ίδρυμα και, κατά περίπτωση, από την πρόθεση των υφισταμένων αντισυμβαλλομένων να καταγγείλουν τις συμβάσεις τους, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης μαζικής απόσυρσης καταθέσεων).
Γ. Λοιπές διατάξεις
Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας.
Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο Διοικητής
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣΠηγή: Taxheaven
31 Jan, 2017