Ε.Ε.Τ.Ε. αριθμ. πράξης 110/31.1.2017 Ουσιώδης, αποκλειστικός και εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών και συχνότητα δημοσιοποίησης βάσει του άρθρου 432 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 433 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013

Ε.Ε.Τ.Ε. αριθμ. πράξης 110/31.1.2017 Ουσιώδης, αποκλειστικός και εμπιστευτικός χαρακτήρας των πληροφοριών και συχνότητα δημοσιοποίησης βάσει του άρθρου 432 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 433 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013

Αριθμ. πράξης 110/31.1.2017

(ΦΕΚ Β' 399/13-02-2017)

Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Αφού έλαβε υπόψη:

α) το άρθρο 55Α του Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως ισχύει,

β) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων, και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 648/2012 (ΕΕ L 176 (27.6.2013) 1) και ιδίως το όγδοο μέρος του Κανονισμού και ειδικότερα τα άρθρα 431, 432 και 433 αυτού,

γ) το ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 107), όπως ισχύει, και ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 4 αυτού,

δ) τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθμ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής, (EE L 331 (15.12.2010) 12), και ιδίως το άρθρο 16 αυτού,

ε) τη σκοπιμότητα υιοθέτησης των κατευθυντήριων οδηγιών της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών της 23ης Δεκεμβρίου 2014 σχετικά με τον ουσιώδη, αποκλειστικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών και τη συχνότητα δημοσιοποίησης βάσει του άρθρου 432 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 433 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (EBA/GL/2014/14),

στ) το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας πράξης δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,

αποφασίζει:

να καθορίσει τις υποχρεώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος σχετικά με τον ουσιώδη, αποκλειστικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών και τη συχνότητα δημοσιοποίησης βάσει του άρθρου 432 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 433 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013:

Α. Διαδικασίες και εσωτερικές ρυθμίσεις

1. Η επίσημη πολιτική για την αξιολόγηση της καταλληλότητας της δημοσιοποίησης, συμπεριλαμβανομένης της συχνότητάς της, περιλαμβάνει μια κατάλληλη διαδικασία που καλύπτει τη χρήση απαλλαγών για την παράλειψη δημοσιοποιήσεων σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 432 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, καθώς και την αξιολόγηση της συχνότητας των δημοσιοποιήσεων σύμφωνα με το άρθρο 433 αυτού.

2. Η διαδικασία μπορεί να περιλαμβάνεται σε μια υφιστάμενη διαδικασία σχεδιασμένη για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με θέματα που άπτονται της δημοσιοποίησης, εφόσον διαθέτει τουλάχιστον τα χαρακτηριστικά που περιγράφονται στις παρακάτω υποπεριπτώσεις α έως στ. Επίσης, πρέπει να είναι αναλογική ως προς το μέγεθος, την κλίμακα των εργασιών και το εύρος των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος και να είναι συναφής με την εσωτερική οργάνωσή του. Η διαδικασία πρέπει τουλάχιστον:

α) να είναι εγκεκριμένη από το διοικητικό συμβούλιο του πιστωτικού ιδρύματος ή από ειδική επιτροπή που διορίζεται από αυτό,

β) να προσδιορίζει την οργανωτική μονάδα ή μονάδες, τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ή τις επιτροπές τους και το προσωπικό που είναι αρμόδιο για τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επανεξέταση της πολιτικής σχετικά με τον ουσιώδη, αποκλειστικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών και τη συχνότητα δημοσιοποίησης,

γ) να διασφαλίζει ότι η συμβολή όλων των σχετικών μονάδων και λειτουργιών, όπως ενδεικτικά της λειτουργίας διαχείρισης κινδύνου και της μονάδας κανονιστικής συμμόρφωσης, λαμβάνεται υπόψη κατά τον σχεδιασμό, την εφαρμογή και την επανεξέταση της προαναφερόμενης πολιτικής,

δ) να προβλέπει ότι τα ανώτερα διοικητικά στελέχη ή οι επιτροπές τους είναι αρμόδια για τη λήψη της τελικής απόφασης σχετικά με το αν πρέπει να παραλειφθεί ένα πληροφοριακό στοιχείο ή αν η συχνότητα δημοσιοποίησης πρέπει να θεωρηθεί κατάλληλη, αφού ληφθούν υπόψη οι δεόντως αιτιολογημένες προτάσεις που υποβάλλονται από την αρμόδια οργανωτική μονάδα ή μονάδες και το προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με την εφαρμογή της προαναφερόμενης πολιτικής,

ε) να ορίζει μια επαρκή διαδικασία υποβολής εκθέσεων όσον αφορά την εφαρμογή της προαναφερόμενης πολιτικής,

στ) να καθορίζει το κατάλληλο επίπεδο διαφάνειας για κάθε απαλλαγή από την υποχρέωση δημοσιοποίησης ή την κατάλληλη συχνότητα δημοσιοποίησης σύμφωνα με τα Κεφάλαια Ε και ΣΤ της παρούσας.

3. Τα πιστωτικά ιδρύματα τεκμηριώνουν πλήρως και τηρούν αρχείο με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία για την εφαρμογή της διαδικασίας της παραγράφου 2 του παρόντος Κεφαλαίου και για τις αξιολογήσεις που διενεργούν σύμφωνα με τις διατάξεις των Κεφαλαίων Β, Γ ή Δ της παρούσας με σκοπό τη διασφάλιση της δέουσας ανιχνευσιμότητας και διαφάνειας κατά την εφαρμογή των πολιτικών σχετικά με τον ουσιώδη, αποκλειστικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών και τη συχνότητα δημοσιοποίησης (για παράδειγμα μελέτες που αποδεικνύουν τον δυνητικό αντίκτυπο των δημοσιοποιήσεων πληροφοριών που θεωρούνται αποκλειστικές).

4. Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα προβαίνουν σε δημοσιοποιήσεις σχετικά με την επίσημη πολιτική συμμόρφωσής τους με τις υποχρεώσεις δημοσιοποίησης που ορίζονται στο όγδοο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, εξετάζουν το ενδεχόμενο συμπερίληψης μιας περιγραφής της ως άνω διαδικασίας, καθώς και μιας περιγραφής της πολιτικής τους σχετικά με τον ουσιώδη, αποκλειστικό και εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών και τη συχνότητα δημοσιοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις των Κεφαλαίων Α έως Δ της παρούσας.

Β. Ζητήματα που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα των πληροφοριών προς δημοσιοποίηση

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να παραλείπουν μία ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στον τίτλο ΙΙ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται στο πλαίσιο των εν λόγω δημοσιοποιήσεων δεν θεωρούνται ουσιώδεις βάσει της παρούσας. Αντίθετα, ο χαρακτηρισμός ενός πληροφοριακού στοιχείου ως ουσιώδους μπορεί να οδηγήσει τα πιστωτικά ιδρύματα σε δημοσιοποιήσεις που υπερβαίνουν τις ισχύουσες υποχρεώσεις δημοσιοποίησης.

2. Κατά την αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα ενός πληροφοριακού στοιχείου, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον ότι ο ουσιώδης χαρακτήρας:
α) αξιολογείται τακτικά και τουλάχιστον σε ετήσια βάση,
β) αξιολογείται με βάση τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης ποιοτικών και ποσοτικών στοιχείων,
γ) αξιολογείται στο επίπεδο κάθε επιμέρους υποχρέωσης δημοσιοποίησης και, κατά περίπτωση, σε συνολική βάση. Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα αξιολογούν κατά πόσον το σωρευτικό αποτέλεσμα της παράλειψης συγκεκριμένων υποχρεώσεων δημοσιοποίησης, που σε μεμονωμένο επίπεδο θεωρούνται μη ουσιώδεις, θα οδηγήσει σε παράλειψη πληροφοριών που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις οικονομικές αποφάσεις των χρηστών,
δ) αξιολογείται λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις και το ευρύτερο πλαίσιο κατά τον χρόνο της δημοσιοποίησης, για παράδειγμα την επιρροή του οικονομικού και πολιτικού περιβάλλοντος,
ε) αξιολογείται με βάση τις εκτιμώμενες ανάγκες των χρηστών και την εκτιμώμενη σημασία των πληροφοριών για τους χρήστες αυτούς, για παράδειγμα μια υποχρέωση δημοσιοποίησης μπορεί να είναι ουσιώδης για τους χρήστες αλλά να μην είναι για το πιστωτικό ίδρυμα. Ως εκ τούτου, η έκταση των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες των χρηστών λαμβανομένης υπόψη της επίπτωσης της δημοσιοποίησης στην κατανόηση, εκ μέρους τους, του πιστωτικού ιδρύματος και του προφίλ κινδύνου του. Οι πληροφορίες που συνδέονται με στοιχεία που ενέχουν υψηλό βαθμό υποκειμενικότητας από την πλευρά των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον καθορισμό των αντίστοιχων ποσών, ενδέχεται να είναι ουσιώδεις για τους χρήστες,
στ) αξιολογείται λαμβανομένων υπόψη της ειδικής φύσης και του σκοπού των υποχρεώσεων δημοσιοποίησης που αξιολογούνται. Τα κριτήρια δεν πρέπει να εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο για όλες τις δημοσιοποιήσεις. Ιδίως για τις δημοσιοποιήσεις ποιοτικών στοιχείων μπορεί να απαιτούνται διαφορετικές ειδικές διαδικασίες ή διαφορετικοί δείκτες από εκείνους που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό του ουσιώδους χαρακτήρα των ποσοτικών στοιχείων,
ζ) αποτελεί έννοια ειδική για κάθε πιστωτικό ίδρυμα, εξαρτάται από τα ειδικά χαρακτηριστικά, τις δραστηριότητες, τους κινδύνους και το προφίλ κινδύνου αυτού και δεν αξιολογείται αυτομάτως με βάση το μέγεθος/την κλίμακα του πιστωτικού ιδρύματος, τη σημασία του για την εγχώρια αγορά ή το μερίδιο αγοράς του,
η) δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το μέγεθος. Ο ουσιώδης χαρακτήρας συνδέεται με την ποσοτική σημασία από την άποψη του ποσού ή/και την ποιοτική σημασία από την άποψη της φύσης μιας πληροφορίας, όπως τα ανοίγματα ή οι κίνδυνοι, που ενδέχεται να είναι ουσιώδεις λόγω φύσης ή μεγέθους. Η αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα που βασίζεται αποκλειστικά σε ποσοτικές προσεγγίσεις ή κατώτατα όρια σημαντικότητας δεν πρέπει κατά κανόνα να θεωρείται κατάλληλη όσον αφορά τη δημοσιοποίηση,
θ) αποτελεί δυναμική έννοια: εξαρτάται από το πλαίσιο των δημοσιοποιήσεων και μπορεί, συνεπώς, να εφαρμόζεται με διαφορετικό τρόπο για τις διάφορες δημοσιοποιήσεις που πραγματοποιούνται σε βάθος χρόνου, ανάλογα με την εξέλιξη των κινδύνων. Ειδικότερα, τα πιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν τους κινδύνους/τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στις οποίες εκτίθενται ή ενδέχεται να εκτεθούν. Οι ειδικές κατά περίπτωση επαναξιολογήσεις του ουσιώδους χαρακτήρα, καθώς εξελίσσονται οι κίνδυνοι ή μεταβάλλονται οι συνθήκες, μπορεί να επιφέρουν διαφοροποίηση ως προς το είδος και την έκταση των δημοσιοποιήσεων με την πάροδο του χρόνου.

3. Τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να λαμβάνουν υπόψη επιπλέον ζητήματα, εφόσον θεωρούνται βάσιμα και αντικειμενικά εύλογα.

4. Η αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα βασίζεται σε εκτίμηση που διενεργείται από οποιαδήποτε συναφή λειτουργία που προσθέτει αξία στην αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα των υπό εξέταση δημοσιοποιήσεων, λαμβανομένων υπόψη συναφών κριτηρίων και δεικτών. Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 2 του παρόντος Κεφαλαίου για την αξιολόγηση του ουσιώδους χαρακτήρα ενός πληροφοριακού στοιχείου, τα πιστωτικά ιδρύματα αποδίδουν ιδιαίτερη προσοχή στα ακόλουθα κριτήρια:
α) στο επιχειρηματικό τους μοντέλο, με βάση επιμέρους δείκτες, και στη μακροπρόθεσμη στρατηγική τους,
β) στο μέγεθος της πληροφορίας ή του στοιχείου (κίνδυνος, άνοιγμα) με το οποίο συνδέεται η πληροφορία και για το οποίο αξιολογείται ο ουσιώδης χαρακτήρας, εκπεφρασμένο είτε ως ποσοστό των επιμέρους ρυθμιστικών ή οικονομικών παραμέτρων ή παραμέτρων κερδοφορίας ή των συγκεντρωτικών στοιχείων είτε ως ονομαστικό ποσό,
γ) στην επιρροή που ασκεί ένα στοιχείο με το οποίο σχετίζεται μια πληροφορία στην ανάπτυξη των συνολικών ανοιγμάτων σε κίνδυνο (εκπεφρασμένη ιδίως σε όρους ποσών των ανοιγμάτων ή ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων («RWA»)) ή στο συνολικό προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος,
δ) στη σημασία της πληροφορίας από την άποψη της αντίληψης των υφιστάμενων κινδύνων και της φερεγγυότητας της οντότητας και των σχετικών τάσεων, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παράλειψη δεν πρέπει να συγκαλύπτει κάποια τάση όσον αφορά την εξέλιξη κινδύνων από προηγούμενη περίοδο,
ε) στο εύρος των αλλαγών στο στοιχείο με το οποίο συνδέεται η πληροφορία σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος,
στ) στη σχέση της πληροφορίας με τις πρόσφατες εξελίξεις όσον αφορά τους κινδύνους και τις ανάγκες δημοσιοποίησης, καθώς και με τις πρακτικές της αγοράς όσον αφορά τη δημοσιοποίηση.

Γ. Ζητήματα που λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση του αποκλειστικού ή εμπιστευτικού χαρακτήρα της δημοσιοποίησης

1. Κατά την αξιολόγηση του αποκλειστικού χαρακτήρα μιας πληροφορίας, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:
α) οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες αξιολογούνται ως αποκλειστικές πρέπει να αποτελούν εξαίρεση και να συνδέονται με πληροφορίες που είναι τόσο σημαντικές ώστε η δημοσιοποίηση να επηρεάζει ουσιαστικά την ανταγωνιστική θέση του πιστωτικού ιδρύματος. Εκτός από τις πληροφορίες για προϊόντα και συστήματα οι οποίες, εάν γνωστοποιηθούν στους ανταγωνιστές, θα μειώσουν την αξία των επενδύσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος σε αυτά, οι αποκλειστικές πληροφορίες μπορεί να συνδέονται με τις συνθήκες λειτουργίας ή τις επιχειρηματικές περιστάσεις που είναι σημαντικές από άποψη ανταγωνισμού,
β) ένας γενικός κίνδυνος δυνητικής αποδυνάμωσης της ανταγωνιστικότητας λόγω της δημοσιοποίησης δεν συνιστά από μόνος του επαρκή λόγο για την αποφυγή της δημοσιοποίησης. Θα πρέπει να παρέχεται συγκεκριμένο σκεπτικό βασιζόμενο σε ανάλυση της επίπτωσης της δημοσιοποίησης αποκλειστικών πληροφοριών,
γ) η απαλλαγή από την υποχρέωση δημοσιοποίησης σε σχέση με αποκλειστικές πληροφορίες δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για την αποφυγή της δημοσιοποίησης πληροφοριών που θα έθεταν το πιστωτικό ίδρυμα σε μειονεκτική θέση στην αγορά, επειδή αντικατοπτρίζουν ένα δυσμενές προφίλ κινδύνου,
δ) η υποβάθμιση της ανταγωνιστικής θέσης συνεκτιμάται ενδεικτικά σε σχέση με το μέγεθος, την έκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και τον τομέα δραστηριότητας. Τα πιστωτικά ιδρύματα αιτιολογούν τον τρόπο με τον οποίο η δημοσιοποίηση των εν λόγω πληροφοριών θα παράσχει υπερβολικά πολλές γνώσεις σχετικά με τις επιχειρηματικές τους δομές.

2. Κατά την αξιολόγηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα μιας πληροφορίας, τα πιστωτικά ιδρύματα λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα:
α) οι περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες αξιολογούνται ως εμπιστευτικές πρέπει να αποτελούν εξαίρεση. Ενδέχεται, για παράδειγμα, ένας οικονομικός τομέας να παρουσιάζει έντονη συγκέντρωση ώστε η δημοσιοποίηση των ανοιγμάτων σε αυτόν να έχει ως αποτέλεσμα τη γνωστοποίηση των ανοιγμάτων σε αντισυμβαλλόμενους,
β) γενική αναφορά στην εμπιστευτικότητα δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να αποφευχθεί η δημοσιοποίηση: τα πιστωτικά ιδρύματα προσδιορίζουν συγκεκριμένα και αναλύουν το βαθμό στον οποίο η δημοσιοποίηση μιας συγκεκριμένης πληροφορίας θα επηρέαζε δυσμενώς τα δικαιώματα των πελατών ή των αντισυμβαλλομένων τους ή θα συνιστούσε παράβαση των υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας που καθορίζονται από τον νόμο. Η εισήγηση του νομικού τμήματος του πιστωτικού ιδρύματος ή ενός νομικού εμπειρογνώμονα λαμβάνεται υπόψη κατά τη διενέργεια αυτής της ανάλυσης.

Δ. Ζητήματα που λαμβάνονται υπόψη όσον αφορά την αξιολόγηση της δημοσιοποίησης πληροφοριών με συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα αξιολογούν την ανάγκη δημοσιοποίησης ορισμένων ή όλων των πληροφοριών σύμφωνα με τις απαιτήσεις των τίτλων ΙΙ και ΙΙΙ του όγδοου μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 με συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας υπό το πρίσμα των κριτηρίων που ορίζονται στο άρθρο 433 αυτού και σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο Κεφάλαιο Α της παρούσας.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα αξιολογούν την ανάγκη για συχνότερες δημοσιοποιήσεις με τη χρήση οποιουδήποτε συναφούς εργαλείου αξιολόγησης στο πλαίσιο των στοιχείων του άρθρου 433 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και ιδίως στην περίπτωση που εμπίπτουν στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) το πιστωτικό ίδρυμα αποτελεί ένα από τα τρία μεγαλύτερα ιδρύματα στην Ελλάδα,
β) τα ενοποιημένα στοιχεία ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος υπερβαίνουν τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ,
γ) ο μέσος όρος των συνολικών στοιχείων ενεργητικού του πιστωτικού ιδρύματος σε βάση τετραετίας υπερβαίνει το 20% του μέσου όρου του ελληνικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε βάση τετραετίας,
δ) το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει ενοποιημένα ανοίγματα, κατά την έννοια του άρθρου 429 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, που υπερβαίνουν τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ ή το αντίστοιχο ποσό σε ξένο νόμισμα με χρήση της συναλλαγματικής ισοτιμίας αναφοράς που δημοσιεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ισχύει στο τέλος του οικονομικού έτους.

Ε. Δημοσιοποιήσεις από τα πιστωτικά ιδρύματα κατά την εφαρμογή απαλλαγής από την υποχρέωση δημοσιοποίησης

1. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα δεν δημοσιοποιεί πληροφορίες ή δεν τηρεί μια σειρά από υποχρεώσεις δημοσιοποίησης λόγω του μη ουσιώδους χαρακτήρα αυτών, δηλώνει ρητά το γεγονός αυτό.

2. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες κρίνονται αποκλειστικές ή εμπιστευτικές σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο Κεφάλαιο Α και εφόσον έχουν ληφθεί υπόψη τα συναφή στοιχεία που παρατίθενται στο Κεφάλαιο Γ, τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες:
α) το είδος των πληροφοριών ή της υποχρέωσης δημοσιοποίησης που θεωρείται ότι έχει αποκλειστικό ή εμπιστευτικό χαρακτήρα σύμφωνα με την τελική απόφαση που ελήφθη κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας,
β) το σκεπτικό για τη μη δημοσιοποίηση, δηλαδή πώς αιτιολογείται ο χαρακτηρισμός των πληροφοριών ως αποκλειστικών ή εμπιστευτικών,
γ) πληροφορίες γενικότερου χαρακτήρα σχετικά με το αντικείμενο της υποχρέωσης δημοσιοποίησης. Αυτές οι γενικού χαρακτήρα πληροφορίες πρέπει να δημοσιοποιούνται με χρήση μεθόδων που καθιστούν δυνατή τη δέουσα δημοσιοποίηση ώστε ταυτόχρονα να τηρούν ζητήματα εμπιστευτικότητας ή αποκλειστικότητας (μη δημοσιοποίηση ονόματος μεμονωμένων πελατών, κατάλληλο επίπεδο άθροισης).

3. Οι πληροφορίες και οι εξηγήσεις που δημοσιοποιούνται μετά τη χρήση απαλλαγής από την υποχρέωση δημοσιοποίησης λόγω αποκλειστικού ή εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών πρέπει να είναι επαρκείς ώστε οι χρήστες να μπορούν να κατανοήσουν πλήρως την εξέλιξη των κινδύνων κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Η χρήση απαλλαγής θα μπορούσε να οδηγήσει σε εφαρμογή τεχνικών άθροισης ή/και ανωνυμοποίησης ώστε να είναι δυνατή η δημοσιοποίηση ουσιαστικών πληροφοριών.

4. Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν τις πληροφορίες στο πλαίσιο του παρόντος Κεφαλαίου είτε κατανεμημένες απευθείας στις διάφορες ενότητες κινδύνου στο μέσο που αναφέρεται στο άρθρο 434 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 είτε συγκεντρωτικά σε ένα συγκεκριμένο σημείο του εν λόγω μέσου.

ΣΤ. Δημοσιοποιήσεις που πραγματοποιούνται με συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που εμπίπτουν σε έναν από τους δείκτες της παραγράφου 2 του Κεφαλαίου Δ εκτιμούν το ενδεχόμενο να απαιτείται να παρέχουν τις ακόλουθες πληροφορίες σε συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας:
α) πληροφορίες σχετικά με τα ίδια κεφάλαια και τους συναφείς δείκτες σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 437 και 492, κατά περίπτωση, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, ιδίως τις ακόλουθες πληροφορίες, όπως ορίζονται στα παραρτήματα IV και V του εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1423/2013 της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2013:
αα. το συνολικό ποσό του κεφαλαίου σε κοινές μετοχές της κατηγορίας 1, σύμφωνα με τις γραμμές 6 και 29,
ββ. το συνολικό ποσό του πρόσθετου κεφαλαίου της κατηγορίας 1, σύμφωνα με τις γραμμές 36 και 44,
γγ. το συνολικό ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 1, σύμφωνα με τη γραμμή 45,
δδ. το συνολικό ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 2, σύμφωνα με τις γραμμές 51 και 58,
εε. το συνολικό ποσό του κεφαλαίου, σύμφωνα με τη γραμμή 59,
στστ. το συνολικό ποσό των κανονιστικών προσαρμογών σε κάθε σύνολο κεφαλαίων, σύμφωνα με τις γραμμές 28, 43 και 57,
ζζ. τον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σύμφωνα με τη γραμμή 61,
ηη. τον δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1, σύμφωνα με τη γραμμή 62,
θθ. τον συνολικό δείκτη κεφαλαίου, σύμφωνα με τη γραμμή 63,
β) πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 438 στοιχεία γ) έως στ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013:
αα. τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού και κεφαλαιακών απαιτήσεων, ανάλογα με το είδος των κινδύνων που προσδιορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
ββ. τα ποσά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού και κεφαλαιακών απαιτήσεων, ανάλογα με το είδος των κινδύνων που προσδιορίζονται στο άρθρο 92 παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και κατά τις κατηγορίες ανοιγμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 438 αυτού,
γ) πληροφορίες του άρθρου 451 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σχετικά με τον δείκτη μόχλευσης και ιδίως τις ακόλουθες όπως ορίζονται στα παραρτήματα Ι και ΙΙ του εκτελεστικού Κανονισμού (ΕΕ) 2016/200 της Επιτροπής για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τη γνωστοποίηση του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013:
αα. το ποσό του κεφαλαίου της κατηγορίας 1 που χρησιμοποιείται ως αριθμητής, σύμφωνα με τη γραμμή 20, με την ειδική ρύθμιση που απαιτείται στη γραμμή ΕΕ-23, ββ. το ποσό του συνολικού ανοίγματος που χρησιμοποιείται ως παρονομαστής, σύμφωνα με τη γραμμή 21,
γγ. τον προκύπτοντα δείκτη μόχλευσης σύμφωνα με τη γραμμή 22,
δ) πληροφορίες σχετικά με τα ανοίγματα σε κίνδυνο, ιδίως πληροφορίες ποσοτικού χαρακτήρα για τα εσωτερικά υποδείγματα, κατά την έννοια του άρθρου 452 στοιχεία δ), ε) και στ) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013, χωριστά για ανοίγματα για τα οποία χρησιμοποιούνται εσωτερικές εκτιμήσεις της ζημίας λόγω αθέτησης ή των συντελεστών μετατροπής για τον υπολογισμό των ποσών των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων και για τα ανοίγματα για τα οποία δεν χρησιμοποιούν τέτοιου είδους εκτιμήσεις,
ε) πληροφορίες σχετικά με άλλα στοιχεία που υπόκεινται σε ταχείες μεταβολές και για τα στοιχεία εκείνα που καλύπτονται από το όγδοο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και έχουν παρουσιάσει πολύ σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία υποβάλλονται στοιχεία.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν πρόσθετες ενδιάμεσες πληροφορίες πέραν εκείνων που παρατίθενται στην παράγραφο 1 του παρόντος Κεφαλαίου, όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησής τους όσον αφορά την ανάγκη παροχής των δημοσιοποιήσεων του όγδοου μέρους του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 σε συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας καταδεικνύει ότι αυτές οι πρόσθετες πληροφορίες είναι αναγκαίες για τη γνωστοποίηση του ολοκληρωμένου προφίλ κινδύνου τους στους συμμετέχοντες στην αγορά.

3. Οι ενδιάμεσες πληροφορίες που δημοσιοποιούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος Κεφαλαίου και σύμφωνα με τη συχνότητα της παραγράφου 4 του παρόντος Κεφαλαίου πρέπει να είναι διαχρονικά συνεπείς και συγκρίσιμες.

4. Η συχνότητα της δημοσιοποίησης εξαρτάται από τα κριτήρια της παραγράφου 2 του Κεφαλαίου Δ:
α) τα πιστωτικά ιδρύματα που εμπίπτουν στον δείκτη της περίπτωσης δ) της παραγράφου 2 του Κεφαλαίου Δ εκτιμούν το ενδεχόμενο να απαιτείται να δημοσιοποιούν:
αα. τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α), β) υποπερίπτωση αα, γ) και ε) της παραγράφου 1 του παρόντος Κεφαλαίου σε τριμηνιαία βάση,
ββ. τις πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις δ) και β) υποπερίπτωση ββ) της παραγράφου 1 του παρόντος Κεφαλαίου σε εξαμηνιαία βάση,
γγ. το σύνολο των πληροφοριών που απαιτούνται από τον εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1423/2013 της Επιτροπής και τον εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2016/200 της Επιτροπής για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τη γνωστοποίηση του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 σε εξαμηνιαία βάση.
β) Τα πιστωτικά ιδρύματα που εμπίπτουν σε έναν από τους δείκτες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α) έως γ) της παραγράφου 2 του Κεφαλαίου Δ εκτιμούν το ενδεχόμενο δημοσιοποίησης των πληροφοριών που αναφέρονται στις περιπτώσεις α), β) υποπερίπτωση ββ και γ) έως ε) της παραγράφου 1 του παρόντος Κεφαλαίου σε εξαμηνιαία βάση.

5. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις περιπτώσεις α) και γ) της παραγράφου 1 του παρόντος Κεφαλαίου δημοσιοποιούνται με τη μορφή που καθορίζεται στον εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 1423/2013 της Επιτροπής και στον εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2016/200 της Επιτροπής για τον καθορισμό εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά τη γνωστοποίηση του δείκτη μόχλευσης των ιδρυμάτων, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

6. Οι πληροφορίες της παραγράφου 1 του παρόντος Κεφαλαίου δημοσιεύονται σε συνδυασμό με την ημερομηνία δημοσίευσης των ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων ή πληροφοριών, κατά περίπτωση, τηρουμένου του άρθρου 434 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 με τις απαραίτητες μόνον αλλαγές.

7. Σε περίπτωση που πιστωτικά ιδρύματα που εμπίπτουν σε τουλάχιστον έναν από τους δείκτες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Δ επιλέξουν να μην προβούν σε μία ή περισσότερες από τις δημοσιοποιήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος Κεφαλαίου με συχνότητα μεγαλύτερη της ετήσιας, το δηλώνουν τουλάχιστον στην ετήσια έκδοση του εγγράφου που περιέχει τις δημοσιοποιήσεις, όπως απαιτείται από το όγδοο μέρος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 και παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο κατέληξαν στην απόφαση αυτή.

Ζ. Λοιπές διατάξεις

1. Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται για τα στοιχεία με ημερομηνία αναφοράς από την 31 Δεκεμβρίου 2016 και εφεξής.

2. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος για την παροχή διευκρινίσεων και οδηγιών ως προς την εφαρμογή της παρούσας και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης των πιστωτικών ιδρυμάτων που εμπίπτουν στην άμεση εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος με την παρούσα.

Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθεί στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.


Ο Διοικητής
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣΠηγή: Taxheaven