Απόφαση C‑256/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2016  «Οδηγία 2000/35/ΕΚ – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της εμπορικής συναλλαγής – Έννοια της επιχειρήσεως – Ανώτατο ύψος των τόκων υπερημερί

Απόφαση C‑256/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2016 «Οδηγία 2000/35/ΕΚ – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της εμπορικής συναλλαγής – Έννοια της επιχειρήσεως – Ανώτατο ύψος των τόκων υπερημερί

Απόφαση C‑256/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 15ης Δεκεμβρίου 2016 (*) «Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2000/35/ΕΚ – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε πριν από την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της εμπορικής συναλλαγής – Έννοια της επιχειρήσεως – Ανώτατο ύψος των τόκων υπερημερίας»

Στην υπόθεση C‑256/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Vrhovno sodišče (Ανώτατο Δικαστήριο, Σλοβενία) με απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Ιουνίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

Drago Nemec

κατά

Δημοκρατίας της Σλοβενίας,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, A. Tizzano (εισηγητή), αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, M. Berger, A. Borg Barthet και E. Levits, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: M. Aleksejev, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαΐου 2016,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Σλοβενική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις N. Pintar Gosenca και A. Vran,

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Bogdanova και τον I. Kalniņš,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την M. Šimerdová και τον M. Žebre,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ 2000, L 200, σ. 35).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Drago Nemec και της Republika Slovenija (Δημοκρατίας της Σλοβενίας) σχετικά με αίτημα αποκαταστάσεως της ζημίας την οποία ο D. Nemec υποστήριξε ότι υπέστη του προβαλλόμενου ασυμβιβάστου της εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως προς την οδηγία 2000/35.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η Πράξη Προσχωρήσεως του 2003

3        Το άρθρο 2 της Πράξεως περί των όρων προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας και των προσαρμογών των Συνθηκών επί των οποίων βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2003, L 236, σ. 33, στο εξής: Πράξη Προσχωρήσεως του 2003) ορίζει τα εξής:

«Από την ημερομηνία προσχώρησης, οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεσμεύουν τα νέα κράτη μέλη και εφαρμόζονται σε αυτά, υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες αυτές και στην παρούσα Πράξη.»

4        Το άρθρο 54 της ίδιας πράξεως προβλέπει τα εξής:

«Τα νέα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τα μέτρα που απαιτούνται για να συμμορφωθούν, από την ημερομηνία της προσχώρησης, προς τις διατάξεις των οδηγιών και αποφάσεων κατά την έννοια του άρθρου 249 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 161 της Συνθήκης Ευρατόμ, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετική προθεσμία στα Παραρτήματα που αναφέρονται στο άρθρο 24 ή σε άλλες διατάξεις της παρούσας Πράξης ή των Παραρτημάτων της.»

 Η οδηγία 2000/35

5        Στις αιτιολογικές σκέψεις 7, 9, 10, 13 και 16 της οδηγίας 2000/35 εκτίθενται τα εξής:

«(7)      Οι επιχειρήσεις, και κυρίως οι μικρές και μεσαίες, επωμίζονται μεγάλα διοικητικά και οικονομικά βάρη εξαιτίας των υπερβολικά μεγάλων προθεσμιών πληρωμής και των καθυστερήσεων πληρωμών. Επιπλέον, τα προβλήματα αυτά αποτελούν βασική αιτία της αφερεγγυότητας που απειλεί την επιβίωση των επιχειρήσεων και οδηγούν στην απώλεια μεγάλου αριθμού θέσεων απασχόλησης.

[...]

(9)      Οι διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τους κανόνες και τις πρακτικές πληρωμής παρακωλύουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

(10)      Η κατάσταση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζονται σημαντικά οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών. Αυτό αντιβαίνει προς το άρθρο 14 της Συνθήκης, δεδομένου ότι οι επιχειρηματίες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να συναλλάσσονται σε όλη την εσωτερική αγορά υπό συνθήκες που να εξασφαλίζουν ότι οι διασυνοριακές συναλλαγές δεν συνεπάγονται μεγαλύτερους κινδύνους από τις εγχώριες πωλήσεις. [...]

[...]

(13)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να περιορίζεται στις πληρωμές που γίνονται ως αμοιβή για εμπορικές συναλλαγές και δεν διέπει τις συναλλαγές με τους καταναλωτές, τους τόκους που καταβάλλονται σε σχέση με άλλες πληρωμές, π.χ. πληρωμές δυνάμει της νομοθεσίας για τις επιταγές και τις συναλλαγματικές, ή τις πληρωμές στα πλαίσια αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών από τις ασφαλιστικές εταιρείες.

[...]

(16)      Η καθυστέρηση πληρωμής αποτελεί παράβαση συμβατικής υποχρέωσης η οποία έχει γίνει οικονομικά ελκυστική για τους οφειλέτες στα περισσότερα κράτη μέλη λόγω των χαμηλών τόκων υπερημερίας ή/και της βραδύτητας των διαδικασιών είσπραξης. Πρέπει να γίνουν αποφασιστικές αλλαγές [...] για να αναστραφεί αυτή η τάση και για να εξασφαλισθεί ότι οι συνέπειες των καθυστερήσεων πληρωμών θα είναι τέτοιες ώστε να αποθαρρύνονται τέτοιου είδους καθυστερήσεις.»

6        Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, που ορίζει το πεδίο εφαρμογής της, προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στα πλαίσια εμπορικών συναλλαγών.»

7        Το άρθρο 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)      “εμπορική συναλλαγή”: κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής·

[...]

“επιχείρηση”: οιαδήποτε οργάνωση που ενεργεί στα πλαίσια της ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο».

8        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/35 φέρει τον τίτλο «Τόκος σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής» και, στην παράγραφο 1, ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι:

α)      τόκος σύμφωνα με το στοιχείο δ) καθίσταται απαιτητός από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση·

[...]

γ)       ο δανειστής δικαιούται τόκο υπερημερίας στο βαθμό που:

i)      έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και

ii)      δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν δεν ευθύνεται ο οφειλέτης για την καθυστέρηση·

δ)      το ύψος των τόκων υπερημερίας (“νόμιμο επιτόκιο”), τους οποίους υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης, ισούται με το άθροισμα του επιτοκίου που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην πλέον πρόσφατη κύρια πράξη αναχρηματοδότησής της η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου (“επιτόκιο αναφοράς”), συν τουλάχιστον 7 εκατοστιαίες μονάδες [...], εκτός αν η σύμβαση ορίζει άλλως. Για κράτος μέλος που δεν συμμετέχει στο τρίτο στάδιο της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, το επιτόκιο αναφοράς που αναφέρεται παραπάνω είναι το αντίστοιχο επιτόκιο που ορίζει η κεντρική του τράπεζα. [...]

[...]»

9        Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία πριν από τις 8 Αυγούστου 2002. [...]

[...]

3.      Κατά τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο, τα κράτη μέλη μπορούν να εξαιρούν:

[...]

β)      τις συμβάσεις που έχουν συναφθεί πριν από τις 8 Αυγούστου 2002 [...]

[...]».

 Το σλοβενικό δίκαιο

 Οι διατάξεις που διέπουν την καταβολή τόκων υπερημερίας

10      Κατά το άρθρο 277, παράγραφος 1, του Zakon o obligacijskih razmerjih (νόμου σχετικά με τις συμβατικές ενοχές) ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει στον δανειστή τόκους υπερημερίας πέραν του κεφαλαίου, αν δεν κατέβαλε το ποσό της οφειλής εγκαίρως.

11      Ο νόμος αυτός αντικαταστάθηκε από τον Obligacijski zakonik (ενοχικό κώδικα, στο εξής: OZ) από 1ης Ιανουαρίου 2002. Ο OZ επανέλαβε κατ’ ουσίαν τη διάταξη που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως και προσέθεσε, στο άρθρο 376, έναν νέο κανόνα κατά τον οποίο οι τόκοι υπερημερίας παύουν να τρέχουν όταν το ποσό των ληξιπρόθεσμων και μη καταβληθέντων τόκων ανέλθει στο ποσό του κεφαλαίου (στο εξής: κανόνας ne ultra alterum tantum).

 Οι διατάξεις που διέπουν τη βιοτεχνία

12      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής δραστηριότητας από φυσικό πρόσωπο κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης τον Ιούνιο του 1999 διεπόταν από τον Obrtni Zakon (νόμο περί βιοτεχνίας), όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο διάστημα. Κατά τον νόμο αυτό, ο οποίος στη συνέχεια τροποποιήθηκε, για να ασκήσει φυσικό πρόσωπο οικονομική δραστηριότητα ως ανεξάρτητος βιοτέχνης έπρεπε να διαθέτει άδεια χορηγούμενη από την αρμόδια αρχή, στην οποία αναγραφόταν ο οικείος τομέας δραστηριότητας.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13      Ο D. Nemec από τις 8 Νοεμβρίου 1989 είναι κάτοχος άδειας ανεξάρτητου βιοτέχνη, για την άσκηση δραστηριότητας τορνεύσεως μηχανικών μερών και συγκολλήσεως. Τον Ιούνιο του 1993 συνήψε σύμβαση με την Gasilsko Društvo de Murska Sobota (ένωση εθελοντών πυροσβεστών της Murska Sobota, στο εξής: ένωση), βάσει της οποίας εκμίσθωσε στην ένωση ένα βυτίο για τη μεταφορά νερού σε περιόδους ξηρασίας.

14      Το 1996 ο D. Nemec άσκησε αγωγή κατά της ενώσεως με αίτημα να υποχρεωθεί η ένωση αυτή να του καταβάλει ποσό ύψους 17 669,51 ευρώ δυνάμει της ανωτέρω συμβάσεως.

15      Με απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2010, το Višje sodišče v Mariboru (εφετείο του Maribor, Σλοβενία) υποχρέωσε την ένωση να καταβάλει 15 061,44 ευρώ, πλέον νόμιμων τόκων υπερημερίας για το διάστημα από 25 Μαρτίου 1996 έως 31 Δεκεμβρίου 2001. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο απέρριψε το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας για το διάστημα από την 1η Ιανουαρίου και εξής, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο κανόνας ne ultra alterum tantum. Πράγματι, το ποσό τον τόκων που οφείλονταν έως την 31η Δεκεμβρίου υπερέβαινε ήδη το ποσό του κεφαλαίου.

16      Στις 18 Μαΐου 2010 η ένωση κατέβαλε το ποσό που όφειλε βάσει της ανωτέρω αποφάσεως.

17      Ο D. Nemec, φρονώντας ότι ο κανόνας ne ultra alterum tantum δεν συμβιβάζεται προς την οδηγία 2000/35 και ότι, συνεπώς, κακώς το Višje sodišče v Mariboru (εφετείο του Maribor) απέρριψε το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας για το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως 18 Μαΐου 2010, άσκησε αγωγή αποζημιώσεως κατά της Δημοκρατίας της Σλοβενίας για τη ζημία που υπέστη λόγω του προβαλλόμενου αυτού ασυμβίβαστου. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή αυτή με απόφαση της 18ης Μαΐου 2011, η οποία επικυρώθηκε κατ’ έφεση με απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, με το σκεπτικό ότι η εν λόγω οδηγία δεν είχε εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, και κατόπιν τούτου ο D. Nemec άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Vrhovno sodišče (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Σλοβενία).

18      Το δικαστήριο αυτό εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση εμπίπτει ratione materiae στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/35. Ειδικότερα, διερωτάται αν o D. Nemec συνήψε τη σύμβαση αυτή ως «επιχείρηση» υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας, δηλαδή ως οργάνωση που ενεργεί στο πλαίσιο της ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, με αποτέλεσμα η εν λόγω σύμβαση να αποτελεί «εμπορική συναλλαγή» υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως και συνεπώς να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Συγκεκριμένα, μολονότι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση αφορά οικονομική δραστηριότητα και εκδόθηκε γι’ αυτήν τιμολόγιο, δεν εμπίπτει πάντως στις δραστηριότητες τορνεύσεως μηχανικών μερών και συγκολλήσεως, για τις οποίες ο D. Nemec έχει λάβει άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του ανεξάρτητου βιοτέχνη.

19      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται επίσης αν είναι σύμφωνος προς την οδηγία 2000/35 ο κανόνας ne ultra alterum tantum που θεσπίζεται στο άρθρο 376 του OZ.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Vrhovno sodišče (Ανώτατο Δικαστήριο) ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 2, σημείο 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/35 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, σε σύστημα όπου τα φυσικά πρόσωπα λαμβάνουν για την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας άδεια η οποία αναφέρει τις δραστηριότητες για τις οποίες χορηγείται η εν λόγω άδεια, δεν πρόκειται για επιχείρηση και επομένως ούτε για εμπορική συναλλαγή κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, αν η συναλλαγή σχετικά με την οποία σημειώθηκε καθυστέρηση πληρωμής σχετίζεται με δραστηριότητα την οποία δεν αφορά η άδεια;

Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως [...]

2)      Πρέπει το άρθρο 2, σημείο 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/35 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο θεωρείται επιχείρηση, και συναλλαγή σχετικά με την οποία σημειώθηκε καθυστέρηση πληρωμής συνιστά εμπορική συναλλαγή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, όταν πρόκειται για συναλλαγή η οποία δεν εμπίπτει στην καταχωρισμένη δραστηριότητα του προσώπου αυτού, αλλά απορρέει από δραστηριότητα η οποία ως εκ της φύσεώς της μπορεί να είναι οικονομική δραστηριότητα, και για την οποία εκδόθηκε στη συνέχεια τιμολόγιο; και

3)      Αντιβαίνει προς τις διατάξεις της οδηγίας 2000/35 ο κανόνας ότι οι τόκοι υπερημερίας παύουν να τρέχουν αν το ποσό των ληξιπρόθεσμων και μη καταβληθέντων τόκων ανέλθει στο ποσό του κεφαλαίου (κανόνας ne ultra alterum tantum);»

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

21      Η Σλοβενική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υποστήριξαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου. Ειδικότερα, εξέθεσαν ότι η διαφορά της κύριας δίκης είχε ως αντικείμενο κατάσταση προγενέστερη της προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Σλοβενίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την 1η Μαΐου 2004, η οποία είχε αναπτύξει όλα της τα αποτελέσματα προ της ημερομηνίας αυτής.

22      Διαπιστώνεται, συναφώς, ότι πράγματι η επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση συνήφθη τον Ιούνιο του 1993 και ότι η παρούσα υπόθεση απορρέει, συνεπώς, από κατάσταση που γεννήθηκε πριν την προσχώρηση της Δημοκρατίας της Σλοβενίας στην Ένωση.

23      Η κατάσταση αυτή εξακολούθησε, όμως, να αναπτύσσει αποτελέσματα και μετά την προσχώρηση. Πράγματι, η υπερημερία ως προς την καταβολή της κύριας οφειλής την οποία αφορούν οι τόκοι υπερημερίας που διεκδικεί ο D. Nemec διήρκεσε μέχρι τις 18 Μαΐου 2010, ημερομηνία κατά την οποία η ένωση εξόφλησε το ποσό της κύριας οφειλής και αυτό που ζητείται με την αγωγή του D. Nemec είναι ακριβώς η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της απορρίψεως από το Višje sodišče v Mariboru (εφετείο του Maribor) του αιτήματός του να του καταβληθούν τόκοι υπερημερίας για το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως 18ης Μαΐου 2010.

24      Βάσει των άρθρων 2 και 54 της Πράξεως Προσχωρήσεως του 2003 οι διατάξεις των αρχικών Συνθηκών και οι πριν από την προσχώρηση θεσπισθείσες πράξεις των οργάνων δεσμεύουν τα νέα κράτη μέληαπότης προσχωρήσεως και εφαρμόζονται σε αυτά υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες αυτές και στην εν λόγω πράξη.

25      Επίσης, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, νέος κανόνας εφαρμόζεται, πλην παρεκκλίσεως, πάραυτα στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεως που γεννήθηκε υπό το κράτος παλαιότερου κανόνα. Κατ’ εφαρμογήν της αρχής αυτής, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, ελλείψει ειδικότερων διευκρινίσεων στην πράξη περί των όρων προσχωρήσεως κράτους μέλους σχετικά με την εφαρμογή διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, η διάταξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει άμεση εφαρμογή και δεσμεύει το εν λόγω κράτος μέλος από την ημερομηνία προσχωρήσεώς του στην Ένωση, οπότε εφαρμόζεται επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων των καταστάσεων που δημιουργήθηκαν πριν από την προσχώρηση του νέου αυτού κράτους μέλους στην Ένωση (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 12ης Νοεμβρίου 2009, Elektrownia Pątnów II, C‑441/08, EU:C:2009:698, σκέψη 32, της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C‑385/08, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2010:801, σκέψη 29, καθώς και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Ziolkowski και Szeja, C‑424/10 και C‑425/10, EU:C:2011:866, σκέψη 57).

26      Όσον αφορά, ειδικότερα, την οδηγία 2000/35, η Πράξη Προσχωρήσεως του 2003 δεν περιλαμβάνει καμία ειδική διάταξη σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας αυτής στη Δημοκρατία της Σλοβενίας. Συνεπώς, η οδηγία αυτή καθίσταται πάραυτα εφαρμοστέα και δεσμευτική έναντι του εν λόγω κράτους μέλους από την ημερομηνία προσχωρήσεώς του στην Ένωση και, από τον χρόνο αυτόν, μπορεί να εφαρμοστεί επί των μελλοντικών αποτελεσμάτων καταστάσεων που έχουν γεννηθεί ή επέλθει προ της προσχωρήσεως, όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη καταστάσεις.

27      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης είχε εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί των δύο πρώτων ερωτημάτων

28      Με τα δύο πρώτα ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο το οποίο είναι κάτοχος άδειας ασκήσεως δραστηριότητας ως ανεξάρτητος βιοτέχνης πρέπει να θεωρηθεί «επιχείρηση» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, με αποτέλεσμα η συναλλαγή που πραγματοποιεί με τρίτον να αποτελεί «εμπορική συναλλαγή» υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως, σε περίπτωση που η συναλλαγή αυτή, παρότι δεν εμπίπτει στις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω άδεια, σχετίζεται πάντως με οικονομική δραστηριότητα.

29      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά πρέπει να διευκρινιστεί, καταρχάς, ότι, παρότι κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/35 επιτρεπόταν στα κράτη μέλη, κατά τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, να εξαιρέσουν από το πεδίο εφαρμογής της τις συμβάσεις που είχαν συναφθεί προ της 8ης Αυγούστου 2002, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει εντούτοις ότι η Δημοκρατία της Σλοβενίας δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής, τούτο δε επιβεβαιώθηκε από τη Σλοβενική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

30      Όσον αφορά τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/35, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών. Το άρθρο 2, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής ορίζει την «εμπορική συναλλαγή» ως κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών η οποία καταλήγει στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, στη δε αιτιολογική σκέψη 13 της ίδιας οδηγίας διευκρινίζεται συναφώς ότι εξαιρούνται, αντιθέτως, από την έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, οι συναλλαγές με τους καταναλωτές. Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, τρίτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, ως «επιχείρηση» νοείται κάθε οργάνωση που ενεργεί στο πλαίσιο της ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο.

31      Επίσης, από τις αιτιολογικές σκέψεις 7, 10 και 16 της οδηγίας 2000/35 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή σκοπεί στη βελτίωση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, προστατεύοντας τους επιχειρηματίες και, ιδίως, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τις καθυστερήσεις πληρωμών.

32      Συνεπώς, η οδηγία αυτή δεν έχει ως προορισμό να εφαρμόζεται σε κάθε συναλλαγή που οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής, και ιδίως δεν έχει ως προορισμό να εφαρμόζεται στις μεμονωμένες συναλλαγές που πραγματοποιούνται καθημερινά από ιδιώτες.

33      Συνεπώς, δεν αρκεί ένα πρόσωπο να πραγματοποιεί συναλλαγή η οποία αφορά οικονομική δραστηριότητα, όπως η εκμίσθωση αγαθού σε τρίτο, προκειμένου το πρόσωπο αυτό να θεωρηθεί «επιχείρηση» και η συναλλαγή να χαρακτηρισθεί ως «εμπορική» συναλλαγή υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της εν λόγω οδηγίας. Πρέπει συγχρόνως το πρόσωπο αυτό να ενεργεί ως οργάνωση στο πλαίσιο μιας τέτοιας δραστηριότητας ή μιας ανεξάρτητης επαγγελματικής δραστηριότητας.

34      Όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 82 των προτάσεών του, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι το οικείο πρόσωπο, ανεξαρτήτως της μορφής και του νομικού καθεστώτος που έχει στο εθνικό δίκαιο, πρέπει να ασκεί τη δραστηριότητα αυτή κατά τρόπο διαρθρωμένο και διαρκή, οπότε η δραστηριότητα αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη και μεμονωμένη παροχή, και η οικεία συναλλαγή πρέπει να εντάσσεται στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής.

35      Από την άλλη πλευρά όμως, αφενός, σε αντίθεση προς όσα προβάλλει η Επιτροπή, από το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35 δεν προκύπτει ότι η επίμαχη δραστηριότητα πρέπει κατ’ ανάγκην να είναι η κύρια οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα του εν λόγω προσώπου ή να συνδέεται προς αυτή.

36      Αφετέρου, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν η Σλοβενική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, ο χαρακτηρισμός ενός προσώπου ως «επιχειρήσεως» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να εξαρτάται από τη χορήγηση άδειας εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών για την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας.

37      Συνεπώς, σε εθνικό σύστημα στο οποίο η άσκηση εκ μέρους φυσικού προσώπου οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας ως βιοτέχνη ή ανεξάρτητου επιχειρηματία εξαρτάται από τη χορήγηση άδειας, φυσικό πρόσωπο που κατέχει την άδεια αυτή δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την έννοια της «επιχειρήσεως» και οι συναλλαγές που πραγματοποιεί από την έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» για τον λόγο και μόνον ότι οι συναλλαγές αυτές αφορούν ανεξάρτητη οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα διαφορετική από αυτή την οποία αφορά η εν λόγω άδεια ή εντάσσονται στο πλαίσιο ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας ευρύτερης από αυτήν.

38      Πράγματι, κάθε αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε στο αποτέλεσμα να εξαρτάται το εύρος των εννοιών αυτών από κάθε εθνικό δίκαιο και ειδικότερα από το σύστημα που θεσπίζει κάθε κράτος μέλος για την άσκηση ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας. Από τις απαιτήσεις, όμως, τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι, ελλείψει παραπομπής από το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35 στο εθνικό δίκαιο, οι έννοιες της «επ[ιχειρήσεως]» και της «εμπορική[ς] συναλλαγή[ς]» πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτοτελή και ομοιόμορφο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2015, Gmina Wrocław, C‑276/14, EU:C:2015:635, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Εξάλλου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 90 των προτάσεών του, κάθε ερμηνεία που θα κατέληγε στο αποτέλεσμα να εξαρτάται το εύρος της έννοιας της «επιχειρήσεως», και κατ’ αυτόν τον τρόπο και το προσωπικό και το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/35, από τη χορήγηση άδειας εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών κράτους μέλους για την άσκηση της οικείας δραστηριότητας θα αντέβαινε στον σκοπό τον οποίο υπηρετεί η οδηγία, όπως αυτός προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10 αυτής, τη διευκόλυνση των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών. Πράγματι, οι επιχειρήσεις ή οι δημόσιες αρχές των λοιπών κρατών μελών θα έπρεπε, προκειμένου να κρίνουν αν μια συναλλαγή εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/35, να ελέγχουν συστηματικά αν η συναλλαγή αυτή αφορά τις δραστηριότητες για τις οποίες έχει χορηγηθεί η σχετική άδεια, κατάσταση που θα μπορούσε να περιορίσει ή να παρακωλύσει τις διασυνοριακές συναλλαγές.

40      Συνεπώς, ακόμη και αν το γεγονός ότι το οικείο πρόσωπο πραγματοποίησε συναλλαγή στο πλαίσιο της δραστηριότητας για την άσκηση της οποίας έλαβε άδεια μπορεί να ληφθεί υπόψη, μεταξύ άλλων στοιχείων, προκειμένου να κριθεί αν το πρόσωπο αυτό ενήργησε ως «επιχείρηση» υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35, το γεγονός αυτό δεν μπορεί πάντως να είναι καθοριστικής σημασίας.

41      Πρέπει, συνεπώς, να ληφθεί υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να κριθεί αν ένα πρόσωπο ενεργεί υπό την ιδιότητα αυτή –δηλαδή, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας διαρθρωμένης και διαρκούς– και αν, κατά συνέπεια, οι συναλλαγές που πραγματοποίησε έχουν εμπορικό χαρακτήρα υπό την έννοια της διατάξεως αυτής.

42      Μεταξύ των περιστάσεων αυτών περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το ότι το οικείο πρόσωπο ενήργησε με την εμπορική ή την επαγγελματική του επωνυμία και το ότι για τη συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε εκδόθηκε τιμολόγιο.

43      Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, υπό το πρίσμα των ανωτέρω, αν εν προκειμένω ο D. Nemec συνήψε την επίμαχη στην κύρια δίκη σύμβαση ως «επιχείρηση» υπό την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35.

44      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, στα δύο πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο το οποίο είναι κάτοχος άδειας ασκήσεως δραστηριότητας ως ανεξάρτητος βιοτέχνης πρέπει να θεωρηθεί «επιχείρηση» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, με αποτέλεσμα η συναλλαγή που πραγματοποιεί με τρίτον να αποτελεί «εμπορική συναλλαγή» υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως, αν η συναλλαγή αυτή, παρότι δεν εμπίπτει στις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω άδεια, εντάσσεται πάντως στο πλαίσιο της ασκήσεως ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας διαρθρωμένης και διαρκούς, εναπόκειται δε στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει το ζήτημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

 Επί του τρίτου ερωτήματος

45      Με το τρίτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η οδηγία 2000/35 έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση όπως το άρθρο 376 του OZ, η οποία προβλέπει ότι οι ληξιπρόθεσμοι αλλά μη καταβληθέντες τόκοι υπερημερίας παύουν να τρέχουν εφόσον το ποσό τους ανέλθει στο ποσό του κεφαλαίου.

46      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο εν λόγω ερώτημα πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οδηγία 2000/35 δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση του συνόλου των κανόνων που διέπουν τις καθυστερήσεις πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (αποφάσεις της 26ης Οκτωβρίου 2006, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑302/05, EU:C:2006:683, σκέψη 23· της 3ης Απριλίου 2008, 01051 Telecom, C‑306/06, EU:C:2008:187, σκέψη 21, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Caffaro, C‑265/07, EU:C:2008:496, σκέψη 15).

47      Ειδικότερα, η οδηγία αυτή δεν εναρμονίζει το σύνολο των ζητημάτων που αφορούν τους τόκους υπερημερίας. Πράγματι, στο άρθρο 3 η οδηγία αυτή ρυθμίζει ορισμένα μόνον από τα εν λόγω ζητήματα, και συγκεκριμένα το δικαίωμα να απαιτηθούν τόκοι στην περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής, τον χρόνο κατά τον οποίο ο τόκος καθίσταται απαιτητός, το επιτόκιο, το δικαίωμα του δανειστή να ζητήσει αποζημίωση για τα έξοδα εισπράξεως λόγω καθυστερήσεως πληρωμής καθώς και τις συνέπειες της χρήσεως συμβατικών ρητρών κατάφωρα καταχρηστικών έναντι του δανειστή.

48      Αντιθέτως, η οδηγία 2000/35 δεν προβλέπει κανένα πλαίσιο κανόνων σχετικά με το διάστημα για το οποίο τρέχουν οι τόκοι υπερημερίας ή το ανώτατο ποσό των τόκων αυτών.

49      Συνεπώς, τα κράτη μέλη διατηρούν την ελευθερία να ρυθμίσουν το ζήτημα αυτό, υπό την επιφύλαξη, όμως, ότι σέβονται τους σκοπούς της οδηγίας 2000/35 και ότι δεν της στερούν την πρακτική της αποτελεσματικότητα (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Pérez López, C‑16/15, EU:C:2016:679, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Υπό το πρίσμα αυτό, υπογραμμίζεται ότι η εν λόγω οδηγία έχει κυρίως ως σκοπό, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 16, να αποθαρρύνει τις καθυστερήσεις πληρωμών, ιδίως εμποδίζοντάς τις να καταστούν οικονομικά ελκυστικές για τον οφειλέτη, και να προστατέψει τους δανειστές από τις καθυστερήσεις αυτές.

51      Η Σλοβενική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη από τη Λεττονική Κυβέρνηση, προβάλλει ότι ο κανόνας ne ultra alterum tantum που θεσπίζεται στο άρθρο 376 του OZ δεν αντιβαίνει στους σκοπούς αυτούς. Αντιθέτως, ο εν λόγω κανόνας διασφαλίζει τη λειτουργία που επιτελούν οι τόκοι υπερημερίας, η οποία συνίσταται ακριβώς στο να παροτρύνεται ο οφειλέτης να εκπληρώσει την υποχρέωση πληρωμής, και όχι στο να παρέχεται δυνατότητα πλουτισμού του δανειστή. Ειδικότερα, με τον κανόνα αυτόν καθίσταται δυνατό, χωρίς να παύει να προστατεύεται ο δανειστής, να αποτρέπεται η συσσώρευση ληξιπρόθεσμων τόκων υπερημερίας τόσο μεγάλου ποσού ώστε ο οφειλέτης να βαρύνεται με ένα παράλογα μεγάλο χρέος και να δημιουργείται κατ’ αυτόν τον τρόπο μια άδικη και δυσανάλογη κατάσταση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, ικανή να προκαλέσει την πτώχευση του τελευταίου.

52      Υπογραμμίζεται, συναφώς, ότι ένας τέτοιος κανόνας, θέτοντας ανώτατο όριο στο ύψος των τόκων υπερημερίας, ανερχόμενο στο ύψος του κύριου κεφαλαίου, ενδέχεται, βέβαια, να περιορίζει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που συνδέεται με την καταβολή των τόκων υπερημερίας.

53      Ωστόσο, αφενός, η θέσπιση αυτού του ανώτατου ορίου δεν φτάνει στο σημείο να διακυβεύει τον σκοπό της προστασίας των δανειστών τον οποίο υπηρετεί η οδηγία 2000/35 ή να στερεί την οδηγία από την πρακτική της αποτελεσματικότητα.

54      Πράγματι, ο κανόνας ne ultra alterum tantum δεν συνεπάγεται τόσο μεγάλο περιορισμό του ύψους των τόκων υπερημερίας ώστε να καθίσταται άνευ περιεχομένου δικαίωμα του δανειστή να εισπράξει αυτούς τους τόκους στην περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της οδηγίας αυτής ή να στερεί από τους τόκους αυτούς κάθε αποτρεπτική λειτουργία έναντι του οφειλέτη. Ο κανόνας αυτός δεν επηρεάζει, εξάλλου, το επιτόκιο που ισχύει για τους τόκους υπερημερίας, το οποίο πρέπει να αντιστοιχεί στο προβλεπόμενο στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής.

55      Αφετέρου, όπως ανέλυσε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 66 και 67 των προτάσεών του, επισημαίνεται ότι ο εθνικός νομοθέτης, βάσει του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, μπορούσε να κρίνει ότι πρέπει να εξασφαλισθεί μια ισορροπία μεταξύ του σκοπού της προστασίας των δανειστών και της ανάγκης να αποτραπεί η δημιουργία ενός παράλογου χρέους σε βάρος του οφειλέτη. Στο πλαίσιο του περιθωρίου αυτού εκτιμήσεως, ο εν λόγω νομοθέτης μπορούσε να κρίνει ότι κανόνας όπως ο ne ultra alterum tantum αποτελούσε κατάλληλο μέσο προς τον σκοπό αυτόν.

56      Επιπλέον, ένας τέτοιος κανόνας δεν πρέπει να εξετάζεται μεμονωμένα, αλλά εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται. Προς τούτο, πρέπει να ληφθούν επίσης υπόψη οι λοιπές διατάξεις του εθνικού δικαίου που διέπουν την καθυστέρηση πληρωμών.

57      Συναφώς, η Σλοβενική Κυβέρνηση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 380 του OZ, το οποίο εγγυάται στον δανειστή, ο οποίος, λόγω της καθυστερήσεως πληρωμής, υπέστη ζημία ποσού υψηλότερου από το ποσό των τόκων υπερημερίας που εισέπραξε, τη χορήγηση αποζημιώσεως που καλύπτει τη διαφορά.

58      Ο εθνικός νομοθέτης μπορούσε να κρίνει, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει, ότι μια τέτοια διάταξη, σε συνδυασμό με το σύνολο των κανόνων που θεσπίζει η οδηγία 2000/35, είναι ικανή να διασφαλίσει την προστασία των δανειστών από τις καθυστερήσεις πληρωμών.

59      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/35 έχει την έννοια ότι δεναπαγορεύει εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 376 του OZ, η οποία προβλέπει ότι οι ληξιπρόθεσμοι αλλά μη καταβληθέντες τόκοι υπερημερίας παύουν να τρέχουν εφόσον το ποσό τους ανέλθει στο ποσό του κεφαλαίου.

 Επί των δικαστικών εξόδων

60      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2000/35/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι φυσικό πρόσωπο το οποίο είναι κάτοχος άδειας ασκήσεως δραστηριότητας ως ανεξάρτητος βιοτέχνης πρέπει να θεωρηθεί «επιχείρηση» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, με αποτέλεσμα η συναλλαγή που πραγματοποιεί με τρίτον να αποτελεί «εμπορική συναλλαγή» υπό την έννοια της ίδιας διατάξεως, αν η συναλλαγή αυτή, παρότι δεν εμπίπτει στις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται η εν λόγω άδεια, εντάσσεται πάντως στο πλαίσιο της ασκήσεως ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας διαρθρωμένης και διαρκούς, εναπόκειται δε στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει το ζήτημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως.

2)      Η οδηγία 2000/35 έχει την έννοια ότι δεν απαγορεύει εθνική ρύθμιση, όπως το άρθρο 376 του Obligacijski zakonik (ενοχικού κώδικα), η οποία προβλέπει ότι οι ληξιπρόθεσμοι αλλά μη καταβληθέντες τόκοι υπερημερίας παύουν να τρέχουν εφόσον το ποσό τους ανέλθει στο ποσό του κεφαλαίου.
Πηγή: Taxheaven