ΣτΕ 2069/2016
Περίληψη
Για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται
προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί
το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη
σύννομη άσκηση της διοικητικής λειτουργίας.
Η ύπαρξη του εννόμου
συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως
προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι' αυτόν συγκεκριμένες έννομες
συνέπειες, από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων
των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του
περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην
οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται, με σκοπό την προστασία των σχετικών ελευθεριών ή
δικαιωμάτων του, μέσω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης.
Ειδικότερα, ο αιτών την ακύρωση κανονιστικής
διοικητικής πράξης καθορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού
προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, κατ' επίκληση δικαιώματος (πλήρους ή
ψιλής) κυριότητας ή επικαρπίας επί ορισμένου ακινήτου σε περιοχή στην
οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα στηρίζει, κατ' ουσίαν, το έννομο
συμφέρον του στην ιδιότητα του ως υπόχρεου για τους (κατ' αρχήν
υπολογιζόμενους βάσει των αντικειμενικών αξιών) φόρους που προβλέπονται
στα άρθρα 24 του ν. 2130/1993 ή/και 1 επ. του ν. 4223/2013.
Υπό την
ανωτέρω ιδιότητά του, ο φορολογούμενος ασκεί με έννομο συμφέρον την
αίτησή του μόνο κατά της κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός
της οποίας κείται το ακίνητο του, όχι και ως προς τις τυχόν περιεχόμενες
στην προσβαλλόμενη πράξη κανονιστικές ρυθμίσεις για άλλες ζώνες, δεδομένου ότι το απλό ενδεχόμενο να
αποκτήσει (συνεπεία αγοράς, δωρεάς, γονικής παροχής ή κληρονομιάς)
εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτων σε άλλες ζώνες και, συνακόλουθα, την
ιδιότητα του βαρυνόμενου με φόρους για τη μεταβίβαση ή/και την
ιδιοκτησία ή επικαρπία των ακίνητων αυτών δεν είναι αρκετό να θεμελιώσει
ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον του για ένδικη αμφισβήτηση των
οικείων κανονιστικών ρυθμίσεων, που δεν τον αφορούν.
Κατ' ακολουθίαν, σε περίπτωση, όπως η επίδικη,
προσδιορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της
αξίας των ακινήτων, σε εντός σχεδίου περιοχές, με μία υπουργική
απόφαση, η οποία αναλύεται σε χιλιάδες επιμέρους κανονιστικές ρυθμίσεις
τιμών ζώνης (σύμφωνα με το από 23.9.2015 έγγραφο των απόψεων της
Διοίκησης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως το περιεχόμενο του
εκτίθεται στην απόφαση ΣτΕ 4446/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η
αναπροσαρμογή αφορά σε 10.232 ζώνες τιμών), εκείνος που ζητά την ακύρωση
της απόφασης κατ' επίκληση της ιδιότητάς του ως κυρίου ορισμένου
ακινήτου σε περιοχή στην οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα και,
περαιτέρω, ως υπόχρεου για τους κατ' αρχήν υπολογιζόμενους βάσει των
αντικειμενικών αξιών προαναφερόμενους φόρους (τέλος ακίνητης περιουσίας
και ΕΝ.Φ.Ι.Α.), ασκεί με έννομο συμφέρον την αίτησή του μόνο κατά της
κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός της οποίας κείται το
ακίνητο του, την οποία και υποχρεούται να προσδιορίζει κατά τρόπο
αρκούντως ειδικό και σαφή στο δικόγραφο της αίτησής του, άλλως αυτή
απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω παράλειψης καθορισμού του βλαπτικού για
τον αιτούντα σκέλους της προσβαλλόμενης πράξης.
Δεδομένου δε ότι κατά το
νόμο (άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 2130/1993 και άρθρο 1 παρ. 4 του ν.
4223/2013), το τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) και ο Ενιαίος Φόρος
Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) βαρύνουν το πρόσωπο που έχει την
κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου κατά την 1η Ιανουαρίου του
οικείου έτους φορολογίας, εκείνος που επιδιώκει την ακύρωση από το
Δικαστήριο της κανονιστικής ρύθμισης περί τιμής ζώνης στην περιοχή όπου
κείται το ακίνητο επί του οποίου επικαλείται κυριότητα ή επικαρπία,
προκειμένου να θεμελιώσει επαρκώς το έννομο συμφέρον του για την άσκηση
του ενδίκου βοηθήματος, δεν αρκεί να επικαλεσθεί και να προσκομίσει
στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι είχε σε κάποιο χρονικό σημείο στο
παρελθόν κυριότητα ή επικαρπία επί του ακινήτου (λ.χ. συμβόλαιο κτήσης
του εμπράγματος δικαιώματος και πιστοποιητικό μεταγραφής του στο
υποθηκοφυλάκειο ή δήλωση του δικαιώματος στο κτηματολόγιο ή πράξη
προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. παρελθόντος έτους), αλλά οφείλει να επικαλεσθεί
παραδεκτώς και να καταθέσει νομίμως στο Δικαστήριο πρόσφορα και επίκαιρα
στοιχεία (όπως, ιδίως, κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, πιστοποιητικά
του υποθηκοφύλακα περί μεταγραφής και ιδιοκτησίας ή αντίγραφο/εκτύπωση
της δήλωσης Ε9 ή της διοικητικής πράξης επιβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α.), αναγόμενα
στο οικείο έτος φορολογίας, με βάση τα οποία να τεκμηριώνεται επαρκώς,
ενόψει των συνθηκών, ότι αυτός έχει το προβαλλόμενο εμπράγματο δικαίωμα
και, κατ' ακολουθίαν, την ιδιότητα του βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. ή/και
ΕΝ.Φ.Ι.Α., κατά τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της αντίστοιχης φορολογικής
οφειλής, το ύψος της οποίας επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη
κανονιστική ρύθμιση.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 8 Ιουνίου 2016, με την εξής
σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος,
Ε. Νίκα, Κ. Νικολάου, Π. Τσούκας, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ι.
Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 16 Μαρτίου 2016 αίτηση: των: 1) ......,
κατοίκου........, 2) ....., κατοίκου ........., 3) ...., κατοίκου
......, 4) ......., κατοίκου ......., 5) ..........., κατοίκου
........., 6) .........., κατοίκου ......, οι οποίοι παρέστησαν με τον
δικηγόρο Κωνσταντίνο Λουκαδούνο (A.M. 3852 Δ.Σ. Πειραιά), που
νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή τους και 7) ......, κατοίκου Δήμου
......, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (A.M. .......),
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: 1) Χριστίνα
Διβάνη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και 2) Πολύχρονη Καραστεργίου,
Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ' αριθμ.
ΠΟΛ.1009/18.1.2016 (ΦΕΚ Β' 48/20.1.2016) απόφαση του Αναπληρωτή
Υπουργού Οικονομικών και 2) κάθε άλλη σχετική πράξη ή
παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον έβδομο των αιτούντων ως δικηγόρο και ως
πληρεξούσιο των υπολοίπων αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά
τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση
και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία έχει καταβληθεί το
νόμιμο παράβολο και η οποία έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Β'
Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας, με την από 20.4.2016 πράξη της Προέδρου
του, ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθ. ΠΟΛ.1009/18.1.2016 απόφασης του
Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με θέμα «Αναπροσαρμογή τιμών του
συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των με οποιαδήποτε
αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου
όλης της Χώρας» (Β' 48/20.1.2016), κατά το μέρος της με το οποίο
ορίσθηκε η τιμή εκκίνησης του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού
της αξίας των ακινήτων στην κυκλική ζώνη του οικισμού .... του δήμου
..... στο νομό ........
2. Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α'
43), όπως η παράγραφος 1 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 14 παρ. 1 του ν.
1473/1984 (Α' 127) και 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990 (Α' 43 και διορθ.
σφαλμ. Α' 51) και η παράγραφος 2 με τα άρθρα 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989
(Α' 2) και 14 παρ. 11 του ν. 1882/1990, ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Για
τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των
ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή
προίκας, λαβαίνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες
από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα και κατ' είδος ακινήτου, όπως
αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα και
άλλα. Οι τιμές εκκίνησης αυξάνονται ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με
τους παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά ή μειωτικά την αξία των
ακινήτων, όπως για τα διαμερίσματα η παλαιότητα, η θέση στο οικοδομικό
τετράγωνο ή στον όροφο της πολυκατοικίας, για τα καταστήματα η
εμπορικότητα δρόμου, το πατάρι, το υπόγειο, για τα αγροκτήματα η
καλλιεργητική αξία, η τουριστική ή παραθεριστική σημασία και άλλα. Οι
τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσής τους θα καθορίζονται με
αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, μετά από εισήγηση Επιτροπών
[...]. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο τιμές αναπροσαρμόζονται το
βραδύτερο, ανά διετία, με τις κατά την παράγραφο 2 του παρόντος
αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. 2. Με αποφάσεις του Υπουργού των
Οικονομικών καθορίζονται: α) η καταχώρηση των τιμών εκκίνησης και των
συντελεστών αυξομείωσής τους σε πίνακες και η συσχέτισή τους με
διαγράμματα που καταρτίζονται με βάση χάρτες, β) κάθε άλλη αναγκαία
λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης
ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη χώρα ή ορισμένες
περιοχές αυτής, ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή για ορισμένη
κατηγορία τούτων. [...]». Εξάλλου, οι φόροι που επιβάλλονται στην
ακίνητη περιουσία παραπέμπουν στο κατά άρθρο 41 του ν. 1249/1982
αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων
εντός των περιοχών όπου ισχύει το σύστημα αυτό [άρθρο 24 παρ. 6 ν.
2130/1993 (Α' 62), άρθρο 4 ν. 4223/2013 (Α' 287)].
3. Επειδή, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 41 παρ. 2 του ν. 1249/1982
εκδόθηκε σειρά προεδρικών διαταγμάτων και, ακολούθως, μετά την
τροποποίηση της διάταξης αυτής με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 1828/1988,
υπουργικών αποφάσεων, βάσει των οποίων ορίστηκε η έναρξη ισχύος του
αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε διάφορες περιοχές
της χώρας και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης κατά ζώνες, καθώς και οι
συντελεστές αυξομείωσης των τιμών. Από το έτος 1993 και εφεξής εκδόθηκαν
κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 1249/1982,
όπως το εδάφιο τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990,
υπουργικές αποφάσεις αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στις
περιοχές όπου ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού. Μετά την
αναπροσαρμογή του έτους 2005 που έγινε με την 1122435/3634/00ΤΥ/Δ/2005
απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Β' 1982), οι
αντικειμενικές αξίες αναπροσαρμόστηκαν για τελευταία φορά (μέχρι την
έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης) με την 1020564/487/00ΤΥ/Δ/2007 απόφαση
του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Αναπροσαρμογή τιμών του
συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με
οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές
εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας» (Β' 269), με ισχύ από
1.3.2007, εκτός από τις τιμές εκκίνησης για τις ζώνες της δημοτικής
κοινότητας .... του δήμου ...., οι οποίες, κατόπιν και σχετικών
ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθορίστηκαν με
μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και η
ΠΟΛ.1093/29.4.2013 (Β' 1068), περί ανακαθορισμού της τιμής της Β ζώνης
της εν λόγω δημοτικής κοινότητας. Εξάλλου, με την
1175023/3752/00ΤΥ/Δ/ ΠΟΛ.1200/28.12.2010 (Β' 2038) απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών εντάχθηκαν το πρώτον στο αντικειμενικό σύστημα ορισμένες
περιοχές, εντός 4.489 οικισμών, μεταξύ των οποίων και ο οικισμός ......
του δήμου ......, σε διάφορους νομούς της Χώρας και καθορίστηκαν οι
τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης με ισχύ από 1.1.2011.
4. Επειδή, με την επίδικη υπουργική απόφαση, εχώρησε (με ισχύ από
21.5.2015) αναπροσαρμογή των τιμών ζώνης και των συντελεστών
εμπορικότητας των ακινήτων που είχαν καθοριστεί με τις προαναφερόμενες
υπ' αριθμ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ/2007, 1175023/3752/
ΟΟΤΥ/Δ/ ΠΟΛ.1200/28.12.2010 και ΠΟΛ.1093/29.4.2013 υπουργικές αποφάσεις.
Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, στην παράγραφο 2α, τον
πίνακα «Τιμές Ζώνης (Τ.Ζ.)», με 93 επιμέρους ρυθμίσεις, καθεμία από τις
οποίες ορίζει τη νέα τιμή ζώνης, αναλόγως (δηλαδή, σε συνδυασμό) με το
ποια ήταν η τιμή ζώνης πριν από την αναπροσαρμογή (λ.χ. όπου η τιμή
ζώνης πριν από την αναπροσαρμογή ήταν 1.500 ευρώ, όπως στην επίδικη
ζώνη, ορίζεται πλέον σε 1.250 ευρώ).
5. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) ορίζεται: «1.
Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο,
τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα,
έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της
διάταξης αυτής, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται
προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί
το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη
σύννομη άσκηση της διοικητικής λειτουργίας. Η ύπαρξη του εννόμου
συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως
προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι' αυτόν συγκεκριμένες έννομες
συνέπειες, από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων
των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του
περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην
οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (Ολομ. ΣτΕ
2855/1985, ΣτΕ 2856/1985, Ολομ. ΣτΕ 3317/2014, ΣτΕ 4041/2013, ΣτΕ
1039/2014, ΣτΕ 2077/2014 κ.ά.), με σκοπό την προστασία των σχετικών
ελευθεριών ή δικαιωμάτων του, μέσω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης
(πρβλ. ΣτΕ 1256/2006 επταμ.). Ειδικότερα, ο αιτών την ακύρωση
κανονιστικής διοικητικής πράξης καθορισμού των τιμών του συστήματος
αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, κατ' επίκληση
δικαιώματος (πλήρους ή ψιλής) κυριότητας ή επικαρπίας επί ορισμένου
ακινήτου σε περιοχή στην οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα στηρίζει,
κατ' ουσίαν, το έννομο συμφέρον του στην ιδιότητά του ως υπόχρεου για
τους (κατ' αρχήν υπολογιζόμενους βάσει των αντικειμενικών αξιών) φόρους
που προβλέπονται στα άρθρα 24 του ν. 2130/1993 και 1 επ. του ν.
4223/2013 (πρβλ. ΣτΕ 3833/2014 επταμ., ΣτΕ 2021/2012 επταμ., ΣτΕ
2017/2012 επταμ.). Δεδομένου δε ότι κατά τα νόμο (άρθρο 24 παρ. 3 του ν.
2130/1993 και άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 4223/2013), το τέλος ακίνητης
περιουσίας (Τ.Α.Π.) και ο Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.)
βαρύνουν το πρόσωπο που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου
κατά την 1η Ιανουαρίου του οικείου έτους φορολογίας, εκείνος που
επιδιώκει την ακύρωση από το Δικαστήριο της κανονιστικής ρύθμισης περί
τιμής ζώνης στην περιοχή όπου κείται το ακίνητο επί του οποίου
επικαλείται κυριότητα ή επικαρπία, προκειμένου να θεμελιώσει επαρκώς το
έννομο συμφέρον του για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, δεν αρκεί να
επικαλεσθεί και να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι
είχε σε κάποιο χρονικό σημείο στο παρελθόν κυριότητα ή επικαρπία επί του
ακινήτου (λ.χ. συμβόλαιο κτήσης του εμπράγματος δικαιώματος και
πιστοποιητικό μεταγραφής του στο υποθηκοφυλάκειο ή δήλωση του
δικαιώματος στο κτηματολόγιο ή πράξη προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. παρελθόντος
έτους), αλλά οφείλει να επικαλεσθεί παραδεκτώς και να καταθέσει νομίμως
στο Δικαστήριο πρόσφορα και επίκαιρα στοιχεία (όπως, ιδίως,
κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, πιστοποιητικά του υποθηκοφύλακα περί
μεταγραφής και ιδιοκτησίας ή αντίγραφο/εκτύπωση της δήλωσης Ε9 ή της
διοικητικής πράξης επιβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α.), αναγόμενα στο οικείο έτος
φορολογίας, με βάση τα οποία να τεκμηριώνεται επαρκώς, ενόψει των
συνθηκών, ότι αυτός έχει το προβαλλόμενο εμπράγματο δικαίωμα και, κατ'
ακολουθίαν, την ιδιότητα του βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. ή/και ΕΝ.Φ.Ι.Α., κατά
τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της αντίστοιχης φορολογικής οφειλής, το ύψος
της οποίας επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση (πρβλ.
ΣτΕ 3833/2014 επταμ.).
6. Επειδή, εν προκειμένω, καθένας από αιτούντες ασκεί το ένδικο βοήθημα
κατ' επίκληση της ιδιότητάς του ως ιδιοκτήτη ακινήτου στην κυκλική
οικιστική ζώνη .... του δήμου ...... Η ως άνω προβαλλόμενη ιδιότητα του
ιδιοκτήτη ακινήτου εντός της επίμαχης ζώνης (και, περαιτέρω, του
βαρυνόμενου με τους φόρους που προβλέπονται στα άρθρα 24 του ν.
2130/1993 ή/και 1 επ. του ν. 4223/2013) είναι κατ' αρχήν ικανή να
θεμελιώσει το έννομο συμφέρον των αιτούντων, σύμφωνα με όσα έγιναν
ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 5. Και ναι μεν το καθ' ού Δημόσιο
ισχυρίζεται ότι οι αιτούντες στερούνται εννόμου συμφέροντος, διότι, εάν
ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση περί καθορισμού τιμής
ζώνης, θα ισχύει η προηγούμενη, η οποία δεν ορίζει χαμηλότερη τιμή ζώνης
αλλά την ίδια ή υψηλότερη, με συνέπεια να μην ωφελούνται οι αιτούντες
από το πιθανό ακυρωτικό αποτέλεσμα, αλλά ο ισχυρισμός αυτός είναι
απορριπτέος, διότι, ενόψει και των κριθέντων με τις αποφάσεις ΣτΕ
4003/2014 και ΣτΕ 4446/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της
Επικρατείας, τυχόν ακύρωση της επίδικης κανονιστικής ρύθμισης δεν θα
σήμαινε εφαρμογή για τους αιτούντες της προϊσχύσασας κανονιστικής
ρύθμισης περί της τιμής εκκίνησης στην επίδικη ζώνη, αλλά θα
δημιουργούσε υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε νέο, νόμιμο (και
επίκαιρο) καθορισμό της τιμής εκκίνησης των ακινήτων για την εν λόγω
ζώνη, η οποία ενδέχεται να είναι χαμηλότερη της οριζόμενης με την
προσβαλλόμενη πράξη.
7. Επειδή, προκειμένου να αποδείξουν το έννομο συμφέρον τους, οι
αιτούντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομότυπα, με υπόμνημα που
υποβλήθηκε στις 31.5.2016, συμβόλαια αγοραπωλησίας, γονικής παροχής ή
δωρεάς, ετών 1991, 1990, 1985, 1996, 1993, 1987 και 1979.
Σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στις σκέψεις 5 και 6, τα
στοιχεία αυτά δεν μπορούν να τεκμηριώσουν την ιδιότητα εκάστου των
αιτούντων ως ιδιοκτήτη ακινήτου στη ζώνη ... του δήμου .... και
βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. και ΕΝ.Φ.Ι.Α. κατά τον κρίσιμο χρόνο (2016), στον
οποίο εφαρμόζεται η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση για τον υπολογισμό των
φόρων αυτών, διότι τα εν λόγω στοιχεία είναι παρωχημένα και απρόσφορα
για την απόδειξη της ως άνω ιδιότητας. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση θα
έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Ωστόσο, ενόψει του ότι ο αντίστοιχος
περιορισμός του δικαιώματος των αιτούντων για παροχή ένδικης
προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος
τους, δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις παραπάνω διατάξεις του π.δ.
18/1989, όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει δεχθεί,
σε παρόμοιες περιπτώσεις προσβολής κανονιστικής πράξης προσδιορισμού των
τιμών ζώνης, ότι προκύπτει η ιδιότητα του ιδιοκτήτη-βαρυνόμενου και,
συνακόλουθα, το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος
από τίτλους ιδιοκτησίας (όπως συμβόλαια αγοράς ή γονικής παροχής) ή/και
αποδεικτικά υποβολής δήλωσης στο κτηματολόγιο (βλ. ΣτΕ 2017/2012,
2018/2012, 2019/2012, 2020/2012 επταμ.), η απόρριψη της παρούσας αίτησης
ως απαράδεκτης, χωρίς να χορηγηθεί στους αιτούντες η δυνατότητα
θεραπείας της παραπάνω έλλειψης, δεν θα ήταν συμβατή με τη διάταξη του
άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3705/2015, ΣτΕ 2131/2015,
Ολομ. ΣτΕ 1619/2012, ΣτΕ 2436/2012 επταμ., ΕΑ ΣτΕ 737/2012 πενταμ.). Για
το λόγο αυτό, το Δικαστήριο απέχει από τη διατύπωση οριστικής κρίσης
επί της παρούσας αίτησης, προκειμένου να παρασχεθεί στους αιτούντες η
δυνατότητα να τεκμηριώσουν νομίμως και επαρκώς το έννομο συμφέρον τους.
Κατ' ακολουθίαν, κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η περαιτέρω εκδίκαση της
υπόθεσης για τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2016 και να κοινοποιηθεί η
παρούσα απόφαση στους διαδίκους.
Διά ταύτα
Αναβάλλει την εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Ορίζει νέα δικάσιμο της υπόθεσης την 14η Δεκεμβρίου 2016.
Διατάσσει να κοινοποιηθεί η παρούσα απόφαση στους διαδίκους.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2016
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ
Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2016.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος
Ι. Τράβαρης
Η Γραμματέας
Κ. Ανδρέου
26 Oct, 2016