ΣτΕ 2067/2016
Περίληψη
Για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται
προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί
το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη
σύννομη άσκηση της διοικητικής λειτουργίας.
Η ύπαρξη του εννόμου
συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως
προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι' αυτόν συγκεκριμένες έννομες
συνέπειες, από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων
των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του
περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην
οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται, με σκοπό την προστασία των σχετικών ελευθεριών ή
δικαιωμάτων του, μέσω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης.
Ειδικότερα, ο αιτών την ακύρωση κανονιστικής
διοικητικής πράξης καθορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού
προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, κατ' επίκληση δικαιώματος (πλήρους ή
ψιλής) κυριότητας ή επικαρπίας επί ορισμένου ακινήτου σε περιοχή στην
οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα στηρίζει, κατ' ουσίαν, το έννομο
συμφέρον του στην ιδιότητα του ως υπόχρεου για τους (κατ' αρχήν
υπολογιζόμενους βάσει των αντικειμενικών αξιών) φόρους που προβλέπονται
στα άρθρα 24 του ν. 2130/1993 ή/και 1 επ. του ν. 4223/2013.
Υπό την
ανωτέρω ιδιότητά του, ο φορολογούμενος ασκεί με έννομο συμφέρον την
αίτησή του μόνο κατά της κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός
της οποίας κείται το ακίνητο του, όχι και ως προς τις τυχόν περιεχόμενες
στην προσβαλλόμενη πράξη κανονιστικές ρυθμίσεις για άλλες ζώνες, δεδομένου ότι το απλό ενδεχόμενο να
αποκτήσει (συνεπεία αγοράς, δωρεάς, γονικής παροχής ή κληρονομιάς)
εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτων σε άλλες ζώνες και, συνακόλουθα, την
ιδιότητα του βαρυνόμενου με φόρους για τη μεταβίβαση ή/και την
ιδιοκτησία ή επικαρπία των ακίνητων αυτών δεν είναι αρκετό να θεμελιώσει
ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον του για ένδικη αμφισβήτηση των
οικείων κανονιστικών ρυθμίσεων, που δεν τον αφορούν.
Κατ' ακολουθίαν, σε περίπτωση, όπως η επίδικη,
προσδιορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της
αξίας των ακινήτων, σε εντός σχεδίου περιοχές, με μία υπουργική
απόφαση, η οποία αναλύεται σε χιλιάδες επιμέρους κανονιστικές ρυθμίσεις
τιμών ζώνης (σύμφωνα με το από 23.9.2015 έγγραφο των απόψεων της
Διοίκησης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως το περιεχόμενο του
εκτίθεται στην απόφαση ΣτΕ 4446/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η
αναπροσαρμογή αφορά σε 10.232 ζώνες τιμών), εκείνος που ζητά την ακύρωση
της απόφασης κατ' επίκληση της ιδιότητάς του ως κυρίου ορισμένου
ακινήτου σε περιοχή στην οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα και,
περαιτέρω, ως υπόχρεου για τους κατ' αρχήν υπολογιζόμενους βάσει των
αντικειμενικών αξιών προαναφερόμενους φόρους (τέλος ακίνητης περιουσίας
και ΕΝ.Φ.Ι.Α.), ασκεί με έννομο συμφέρον την αίτησή του μόνο κατά της
κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός της οποίας κείται το
ακίνητο του, την οποία και υποχρεούται να προσδιορίζει κατά τρόπο
αρκούντως ειδικό και σαφή στο δικόγραφο της αίτησής του, άλλως αυτή
απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω παράλειψης καθορισμού του βλαπτικού για
τον αιτούντα σκέλους της προσβαλλόμενης πράξης.
Δεδομένου δε ότι κατά το
νόμο (άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 2130/1993 και άρθρο 1 παρ. 4 του ν.
4223/2013), το τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) και ο Ενιαίος Φόρος
Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) βαρύνουν το πρόσωπο που έχει την
κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου κατά την 1η Ιανουαρίου του
οικείου έτους φορολογίας, εκείνος που επιδιώκει την ακύρωση από το
Δικαστήριο της κανονιστικής ρύθμισης περί τιμής ζώνης στην περιοχή όπου
κείται το ακίνητο επί του οποίου επικαλείται κυριότητα ή επικαρπία,
προκειμένου να θεμελιώσει επαρκώς το έννομο συμφέρον του για την άσκηση
του ενδίκου βοηθήματος, δεν αρκεί να επικαλεσθεί και να προσκομίσει
στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι είχε σε κάποιο χρονικό σημείο στο
παρελθόν κυριότητα ή επικαρπία επί του ακινήτου (λ.χ. συμβόλαιο κτήσης
του εμπράγματος δικαιώματος και πιστοποιητικό μεταγραφής του στο
υποθηκοφυλάκειο ή δήλωση του δικαιώματος στο κτηματολόγιο ή πράξη
προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. παρελθόντος έτους), αλλά οφείλει να επικαλεσθεί
παραδεκτώς και να καταθέσει νομίμως στο Δικαστήριο πρόσφορα και επίκαιρα
στοιχεία (όπως, ιδίως, κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, πιστοποιητικά
του υποθηκοφύλακα περί μεταγραφής και ιδιοκτησίας ή αντίγραφο/εκτύπωση
της δήλωσης Ε9 ή της διοικητικής πράξης επιβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α.), αναγόμενα
στο οικείο έτος φορολογίας, με βάση τα οποία να τεκμηριώνεται επαρκώς,
ενόψει των συνθηκών, ότι αυτός έχει το προβαλλόμενο εμπράγματο δικαίωμα
και, κατ' ακολουθίαν, την ιδιότητα του βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. ή/και
ΕΝ.Φ.Ι.Α., κατά τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της αντίστοιχης φορολογικής
οφειλής, το ύψος της οποίας επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη
κανονιστική ρύθμιση.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 8 Ιουνίου 2016, με την εξής
σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος,
Ε. Νίκα, Κ. Νικολάου, Π. Τσούκας, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, I.
Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 18 Μαρτίου 2016 αίτηση: των: 1) ....., κατοίκου
......, 2) ....., κατοίκου ......, 3) ...., κατοίκου ...., οι οποίοι
παρέστησαν με τον δικηγόρο Σωτήριο Χριστοδούλου (A.M. 8783), που τον
διόρισαν με πληρεξούσιο, 4) ...., κατοίκου ...., 5) ...., κατοίκου
....., οι οποίοι παρέστησαν με τον ως άνω δικηγόρο Σωτήριο Χριστοδούλου,
που τον διόρισαν στο ακροατήριο και 6) ..... με την επωνυμία «....»,
που εδρεύει στο ....., το οποίο παρέστη με τον ως άνω δικηγόρο Σωτήριο
Χριστοδούλου, που τον διόρισε στο ακροατήριο ο πρόεδρος του,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: 1) Χριστίνα
Διβάνη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και 2) Πολύχρονη Καραστεργίου,
Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ' αριθμ.
ΠΟΛ.1009/18.1.2016 (ΦΕΚ Β' 48/20.1.2016) απόφαση του Αναπληρωτή
Υπουργού Οικονομικών και 2) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της
Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου I. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος
ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε
να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι
ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, για την οποία έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο και η οποία έχει εισαχθεί στην επταμελή σύνθεση του Β' Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας, με την από 20.4.2016 πράξη της Προέδρου του, ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθ. ΠΟΛ.1009/18.1.2016 απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με θέμα «Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλης της Χώρας» (Β' 48/20.1.2016), κατά το μέρος της με το οποίο ορίσθηκε η τιμή εκκίνησης του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων στη Β ζώνη (της δημοτικής κοινότητας) .... του δήμου ......
2. Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α' 43), όπως η παράγραφος 1 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 14 παρ. 1 του ν. 1473/1984 (Α' 127) και 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990 (Α' 43 και διορθ. σφαλμ. Α' 51) και η παράγραφος 2 με τα άρθρα 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989 (Α' 2) και 14 παρ. 11 του ν. 1882/1990, ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας, λαβαίνονται υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα και κατ' είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης αυξάνονται ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με τους παράγοντες που επηρεάζουν αυξητικά ή μειωτικά την αξία των ακινήτων, όπως για τα διαμερίσματα η παλαιότητα, η θέση στο οικοδομικό τετράγωνο ή στον όροφο της πολυκατοικίας, για τα καταστήματα η εμπορικότητα δρόμου, το πατάρι, το υπόγειο, για τα αγροκτήματα η καλλιεργητική αξία, η τουριστική ή παραθεριστική σημασία και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσής τους θα καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, μετά από εισήγηση Επιτροπών [...]. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο τιμές αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο, ανά διετία, με τις κατά την παράγραφο 2 του παρόντος αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών. 2. Με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται: α) η καταχώρηση των τιμών εκκίνησης και των συντελεστών αυξομείωσής τους σε πίνακες και η συσχέτισή τους με διαγράμματα που καταρτίζονται με βάση χάρτες, β) κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη χώρα ή ορισμένες περιοχές αυτής, ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή για ορισμένη κατηγορία τούτων. [...]». Εξάλλου, οι φόροι που επιβάλλονται στην ακίνητη περιουσία παραπέμπουν στο κατά άρθρο 41 του ν. 1249/1982 αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων εντός των περιοχών όπου ισχύει το σύστημα αυτό [άρθρο 24 παρ. 6 ν. 2130/1993 (Α' 62), άρθρο 4 ν. 4223/2013 (Α' 287)].
3. Επειδή, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 41 παρ. 2 του ν. 1249/1982 εκδόθηκε σειρά προεδρικών διαταγμάτων και, ακολούθως, μετά την τροποποίηση της διάταξης αυτής με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989, υπουργικών αποφάσεων, βάσει των οποίων ορίστηκε η έναρξη ισχύος του αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε διάφορες περιοχές της χώρας και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης κατά ζώνες, καθώς και οι συντελεστές αυξομείωσης των τιμών. Από το έτος 1993 και εφεξής εκδόθηκαν κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 1249/1982, όπως το εδάφιο τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990, υπουργικές αποφάσεις αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στις περιοχές όπου ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού. Μετά την αναπροσαρμογή του έτους 2005 που έγινε με την 1122435/3634/00ΤΥ/Δ/2005 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Β' 1982), οι αντικειμενικές αξίες αναπροσαρμόστηκαν για τελευταία φορά (μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης) με την 1020564/487/00ΤΥ/Δ/2007 απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Αναπροσαρμογή τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας» (Β' 269), με ισχύ από 1.3.2007, εκτός από τις τιμές εκκίνησης για τις ζώνες της δημοτικής κοινότητας .... του δήμου ..., οι οποίες, κατόπιν και σχετικών ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθορίστηκαν με μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και η ΠΟΛ.1093/29.4.2013 (Β' 1068), περί ανακαθορισμού της τιμής της Β ζώνης της εν λόγω δημοτικής κοινότητας. Εξάλλου, με την 1175023/3752/ΟΟΤΥ/Δ/ΠΟΛ.1200/28.12.2010 (Β' 2038) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών εντάχθηκαν το πρώτον στο αντικειμενικό σύστημα ορισμένες περιοχές εντός 4.489 οικισμών σε διάφορους νομούς της Χώρας και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης με ισχύ από 1.1.2011.
4. Επειδή, με την παράγραφο 1 της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης καταργήθηκαν οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1040/26.2.2011 (Β' 434) και ΠΟΛ.1156/28.6.2013 (Β' 1627) περί καθορισμού της τιμής εκκίνησης των ακινήτων στη δημοτική κοινότητα Ψυχικού του δήμου Φιλοθέης-Ψυχικού. Περαιτέρω, με την επίδικη υπουργική απόφαση, εχώρησε (με ισχύ από 21.5.2015) αναπροσαρμογή των τιμών ζώνης και των συντελεστών εμπορικότητας των ακινήτων που είχαν καθοριστεί με τις προαναφερόμενες υπ' αριθμ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ/2007, 1175023/3752/ΟΟΤΥ/Δ/ΠΟΛ.1200/28.12.2010 και ΠΟΛ.1093/29.4.2013 υπουργικές αποφάσεις. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, στην παράγραφο 2α, τον πίνακα «Τιμές Ζώνης (Τ.Ζ.)», με 93 επιμέρους ρυθμίσεις, καθεμία από τις οποίες ορίζει τη νέα τιμή ζώνης, αναλόγως (δηλαδή, σε συνδυασμό) με το ποια ήταν η τιμή ζώνης πριν από την αναπροσαρμογή (λ.χ. όπου η τιμή ζώνης πριν από την αναπροσαρμογή ήταν 1.500 ευρώ, ορίζεται πλέον σε 1.250 ευρώ, ενώ όπου ήταν 5.000 ευρώ, η τιμή ζώνης παραμένει η ίδια).
5. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του Π.Δ. 18/1989 (Α' 8) ορίζεται: «1. Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο, τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα, έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη σύννομη άσκηση της διοικητικής λειτουργίας. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι' αυτόν συγκεκριμένες έννομες συνέπειες, από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (Ολομ. ΣτΕ 2855/1985, ΣτΕ 2856/1985, Ολομ. ΣτΕ 3317/2014, ΣτΕ 4041/2013, ΣτΕ 1039/2014, ΣτΕ 2077/2014 κ.ά.), με σκοπό την προστασία των σχετικών ελευθεριών ή δικαιωμάτων του, μέσω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης (πρβλ. ΣτΕ 1256/2006 επταμ.). Ειδικότερα, ο αιτών την ακύρωση κανονιστικής διοικητικής πράξης καθορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, κατ' επίκληση δικαιώματος (πλήρους ή ψιλής) κυριότητας ή επικαρπίας επί ορισμένου ακινήτου σε περιοχή στην οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα στηρίζει, κατ' ουσίαν, το έννομο συμφέρον του στην ιδιότητά του ως υπόχρεου για τους (κατ' αρχήν υπολογιζόμενους βάσει των αντικειμενικών αξιών) φόρους που προβλέπονται στα άρθρα 24 του ν. 2130/1993 και 1 επ. του ν. 4223/2013 (πρβλ. ΣτΕ 3833/2014 επταμ., ΣτΕ 2021/2012 επταμ., ΣτΕ 2017/2012 επταμ.). Δεδομένου δε ότι κατά τα νόμο (άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 2130/1993 και άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 4223/2013), το τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) και ο Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) βαρύνουν το πρόσωπο που έχει την κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου κατά την 1η Ιανουαρίου του οικείου έτους φορολογίας, εκείνος που επιδιώκει την ακύρωση από το Δικαστήριο της κανονιστικής ρύθμισης περί τιμής ζώνης στην περιοχή όπου κείται το ακίνητο επί του οποίου επικαλείται κυριότητα ή επικαρπία, προκειμένου να θεμελιώσει επαρκώς το έννομο συμφέρον του για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, δεν αρκεί να επικαλεσθεί και να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι είχε σε κάποιο χρονικό σημείο στο παρελθόν κυριότητα ή επικαρπία επί του ακινήτου (λ.χ. συμβόλαιο κτήσης του εμπράγματος δικαιώματος και πιστοποιητικό μεταγραφής του στο υποθηκοφυλάκειο ή δήλωση του δικαιώματος στο κτηματολόγιο ή πράξη προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. παρελθόντος έτους), αλλά οφείλει να επικαλεσθεί παραδεκτώς και να καταθέσει νομίμως στο Δικαστήριο, κατά τα εκτιθέμενα στην επόμενη σκέψη, πρόσφορα και επίκαιρα στοιχεία (όπως, ιδίως, κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, πιστοποιητικά του υποθηκοφύλακα περί μεταγραφής και ιδιοκτησίας ή αντίγραφο/εκτύπωση της δήλωσης Ε9 ή της διοικητικής πράξης επιβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α.), αναγόμενα στο οικείο έτος φορολογίας, με βάση τα οποία να τεκμηριώνεται επαρκώς, ενόψει των συνθηκών, ότι αυτός έχει το προβαλλόμενο εμπράγματο δικαίωμα και, κατ' ακολουθίαν, την ιδιότητα του βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. ή/και ΕΝ.Φ.Ι.Α., κατά τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της αντίστοιχης φορολογικής οφειλής, το ύψος της οποίας επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση (πρβλ. ΣτΕ 3833/2014 επταμ.).
6. Επειδή, το Π.Δ. 18/1989 ορίζει, επιπλέον, στο εδάφιο β' του άρθρου 33, ότι «Η συζήτηση γίνεται αποκλειστικά βάσει των δικογράφων και των εγγράφων που έχουν προσαχθεί προαποδεικτικώς.», στο εδάφιο α' της παραγράφου 2 του άρθρου 25, ότι «Υπομνήματα των διαδίκων κατατίθενται στη Γραμματεία έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση.» και, στο άρθρο 40, ότι «Κατά τα λοιπά [...] εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [...]», σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 εδαφ. β' του οποίου «Μαζί με τις προτάσεις, οι διάδικοι πρέπει να καταθέσουν και [...] όλα τα αποδεικτικά [...] έγγραφα που επικαλούνται με τις προτάσεις τους.» Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ο ασκών αίτηση ακυρώσεως οφείλει, επί ποινή απαραδέκτου της αίτησής του, να επικαλεσθεί και να προσκομίσει με δικόγραφο, συγκεκριμένα δε, με το εισαγωγικό δικόγραφο, με δικόγραφο πρόσθετων λόγων ή με υπόμνημα που κατατίθεται έξι πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση (ώστε, με βάση την αρχή της αντιμωλίας, να χορηγείται και στον αντίδικο επαρκής δυνατότητα ελέγχου και αντίκρουσης), τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ιδιότητα (λ.χ. του κυρίου ακινήτου) στην οποία στηρίζει το έννομο συμφέρον του (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 4312/2015, ΣτΕ 4731/2012, ΣτΕ 1393/2003, ΣτΕ 3802/2000 επταμ., Ολομ. ΣτΕ 3452/1998, καθώς και ΑΠ 1404/1996, ΑΠ 1229/2002 κ.ά.), εφόσον βέβαια η ιδιότητα αυτή δεν προκύπτει από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Συναφώς, δεν συνάγεται κάτι διαφορετικό από το άρθρο 20 του εσωτερικού Κανονισμού του Συμβουλίου της Επικρατείας (απόφαση 19/2013 της Ολομέλειας σε συμβούλιο, Β' 2462/2013), περί της πρωτοκόλλησης των δικογράφων και άλλων εγγράφων, όπως αιτήσεων, που κατατίθενται στο Δικαστήριο, αφενός διότι πρόκειται για διάταξη αφορώσα σε ενέργεια του Δικαστηρίου (πρωτοκόλληση εγγράφων που του υποβάλλονται) και όχι στις δικονομικές υποχρεώσεις των διαδίκων και, αφετέρου, διότι η κατά τα ανωτέρω τεκμηρίωση από τον αιτούντα της ιδιότητας στην οποία θεμελιώνει το έννομο συμφέρον του, ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης ακύρωσης που έχει ασκήσει, διέπεται από τη δικονομία περί του Συμβουλίου της Επικρατείας (Π.Δ. 18/1989) και δεν αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του εν λόγω Κανονισμού, σύμφωνα με τις σχετικές εξουσιοδοτικές διατάξεις των άρθρων 71 (παρ. 1) του Π.Δ. 18/1989 και 82 (παρ. Α περ. 9) του ν. 1756/1988. Εξάλλου, ο διάδικος πρέπει να επικαλείται τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο ειδικό και ορισμένο (πρβλ. Ολομ. ΑΠ 9/2000, ΑΠ 1808/2005, ΑΠ 658/2011 κ.ά.), η δε επίκληση και προσκόμιση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων με υπόμνημα είναι απαράδεκτη, αν το υπόμνημα υπογράφεται όχι από δικηγόρο αλλά από τον διάδικο (βλ. λ.χ. ΣτΕ 1222/2016, ΣτΕ 3063/2013) ή αν δεν κατατεθεί σχετικό γραμμάτιο καταβολής εισφορών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 61 (παρ. 1, 2 και 4) του ν. 4194/2013 (πρβλ. Ολομ. ΣτΕ 1858/2015).
7. Επειδή, εν προκειμένω, καθένας από τους πέντε πρώτους των αιτούντων ασκεί το ένδικο βοήθημα κατ' επίκληση της ιδιότητάς του ως ιδιοκτήτη ακινήτου και κατοίκου στη Β ζώνη .... Η δεύτερη ιδιότητα (δηλαδή, εκείνη του κατοίκου) δεν τους προσδίδει έννομο συμφέρον για την προσβολή της επίδικης κανονιστικής ρύθμισης, η οποία δεν τους προκαλεί βλάβη υπό την εν λόγω προβαλλόμενη ιδιότητά τους (πρβλ. ΣτΕ 2017/2012 επταμ.). Αντίθετα, η ως άνω πρώτη αναφερόμενη ιδιότητα, ήτοι εκείνη του ιδιοκτήτη ακινήτου εντός της Β ζώνης ..., είναι κατ' αρχήν ικανή να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον τους, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 5. Και ναι μεν το καθ' ού Δημόσιο ισχυρίζεται ότι οι αιτούντες στερούνται εννόμου συμφέροντος, διότι, εάν ακυρωθεί η προσβαλλόμενη κανονιστική ρύθμιση περί καθορισμού τιμής ζώνης, θα ισχύει η προηγούμενη, η οποία δεν ορίζει χαμηλότερη τιμή ζώνης αλλά την ίδια ή υψηλότερη, με συνέπεια να μην ωφελούνται οι αιτούντες από το πιθανό ακυρωτικό αποτέλεσμα, αλλά ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, ενόψει και των κριθέντων με τις αποφάσεις ΣτΕ 4003/2014 και ΣτΕ 4446/2015 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τυχόν ακύρωση της επίδικης κανονιστικής ρύθμισης δεν θα σήμαινε εφαρμογή για τους αιτούντες της προισχύσασας κανονιστικής ρύθμισης περί της τιμής εκκίνησης στη Β ζώνη ..., αλλά θα δημιουργούσε υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί σε νέο, νόμιμο (και επίκαιρο) καθορισμό της τιμής εκκίνησης των ακινήτων για την εν λόγω ζώνη, η οποία ενδέχεται να είναι χαμηλότερη της οριζόμενης με την επίδικη πράξη.
8. Επειδή, στο εδάφιο α' της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του Π.Δ. 18/1989, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004 (Α 24), ορίζεται ότι «Σε περίπτωση έλλειψης ομοδικίας, η αίτηση ακυρώσεως κρατείται ως προς τον πρώτο αιτούντα και τους ομόδικους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός ως προς τους υπόλοιπους». Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, σε περίπτωση έλλειψης ομοδικίας, το Δικαστήριο κρατεί και εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο αιτούντα και τους ομόδικους με αυτόν, ενώ αναβάλλει σε ρητή δικάσιμο την εκδίκαση της υπόθεσης ως προς τους λοιπούς αιτούντες (εκείνους που θεμελιώνουν έννομο συμφέρον: πρβλ. ΣτΕ 2017/2012, ΣτΕ 2019/2012, ΣτΕ 2021/2012 επταμ., ΣτΕ 4112/2013 επταμ.) και διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου ως προς τούτους με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, αν δε μέσα στην εν λόγω προθεσμία δεν κατατεθεί νομοτύπως (με καταβολή και του νομίμου παραβόλου) αυτοτελές δικόγραφο από κάθε αιτούντα που δεν ομοδικεί με τον προτασσόμενο στο αρχικό δικόγραφο, η αίτηση εκδικάζεται κατά τη νέα δικάσιμο και απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, για κάθε αιτούντα που δεν κατέθεσε αυτοτελές δικόγραφο (πρακτ. Ολομέλειας ΣτΕ σε συμβούλιο ΣτΕ 4/2004, ΣτΕ 2228/2007 επταμ., ΣτΕ 2021/2012 επταμ. κ.ά.).
9. Επειδή, όσον αφορά την απόδειξη της ιδιότητας του ιδιοκτήτη ακινήτου στη Β ζώνη ..., ο προτασσόμενος στο δικόγραφο αιτών ...κατέθεσε στο Δικαστήριο, μέσω του πληρεξούσιου δικηγόρου του, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αντίγραφο συμβολαίου γονικής παροχής οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθώς και αντίγραφο πιστοποιητικού μεταγραφής του. Ωστόσο, τα στοιχεία αυτά υποβλήθηκαν εκπροθέσμως και δεν μπορούν να ληφθούν νομίμως υπόψη, διότι δεν προσκομίσθηκαν προαποδεικτικώς, πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης, όπως επιβάλλει το εδάφιο β' του άρθρου 33 του Π.Δ. 18/1989 (βλ. ΣτΕ 3335/2015, ΣτΕ 3051/2015, ΣτΕ 3833/2014 επταμ., ΣτΕ 1878/2014, ΣτΕ 1039/2014, ΣτΕ 4961/2012 κ.ά.). Εξάλλου, ο δεύτερος των αιτούντων, ..., δεν επικαλέσθηκε ούτε προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχείο για την τεκμηρίωση της προβαλλόμενης ιδιότητάς του ως ιδιοκτήτη ακινήτου στη Β ζώνη ....... Τούτων έπεται υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως ασκούμενη απαραδέκτως, δίχως έννομο συμφέρον, από τους δύο προαναφερόμενους αιτούντες (πρβλ. ΣτΕ 3973/2015, ΣτΕ 3833/2014 επταμ., ΣτΕ 1878/2014, Ολομ. ΣτΕ 3688/2009 κ.ά.).
10. Επειδή, προκειμένου να αποδείξουν το έννομο συμφέρον τους, η τρίτη, η τέταρτη και ο πέμπτος των αιτούντων (..... και ...., αντίστοιχα) προσκόμισαν, με υπόμνημα που υποβλήθηκε στις 7.6.2016, αντίγραφα αποδεικτικών υποβολής, το έτος 2008, δηλώσεων στο κτηματολόγιο (ν. 2308/1995) περί δικαιώματος κυριότητας επί ακινήτων στο .... Σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στις σκέψεις 5 και 6, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να τεκμηριώσουν την ιδιότητα καθενός των ανωτέρω τριών αιτούντων ως ιδιοκτήτη ακινήτου στο .... και βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. και ΕΝ.Φ.Ι.Α. κατά τον κρίσιμο χρόνο (2016), στον οποίο εφαρμόζεται η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση για τον υπολογισμό των φόρων αυτών, διότι τα εν λόγω στοιχεία, αφενός, προσκομίσθηκαν απαραδέκτως, με υπόμνημα που υπογράφεται (όχι από δικηγόρο αλλά) από διάδικο και για το οποίο δεν κατατέθηκε γραμμάτιο καταβολής εισφορών και, αφετέρου, είναι παρωχημένα και απρόσφορα για την απόδειξη της ως άνω ιδιότητας. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από τους τρεις ανωτέρω αιτούντες. Ωστόσο, ενόψει του ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος τους για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος τους, δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις παραπάνω διατάξεις του Π.Δ. 18/1989, όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει ανεχθεί στην πράξη την κατάθεση τέτοιων στοιχείων από το διάδικο, χωρίς δικόγραφο (αλλά με απλή εγχείρισή τους στον εισηγητή δικαστή, πριν από την ημέρα της συζήτησης), ενώ έχει δεχθεί, σε παρόμοιες περιπτώσεις προσβολής κανονιστικής πράξης προσδιορισμού των τιμών ζώνης, ότι προκύπτει η ιδιότητα του ιδιοκτήτη- βαρυνόμενου και, συνακόλουθα, το έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος από τίτλους ιδιοκτησίας (όπως συμβόλαια αγοράς ή γονικής παροχής) ή/και αποδεικτικά υποβολής δήλωσης στο κτηματολόγιο (βλ. ΣτΕ 2017/2012, ΣτΕ 2018/2012, ΣτΕ 2019/2012, ΣτΕ 2020/2012 επταμ.), η απόρριψη της παρούσας αίτησης ως απαράδεκτης, ως προς τους αιτούντες υπ' αριθμ. 3, 4 και 5, χωρίς να τους χορηγηθεί η δυνατότητα θεραπείας της παραπάνω έλλειψης, δεν θα ήταν συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 3705/2015, ΣτΕ 2131/2015, Ολομ. ΣτΕ 1619/2012, ΣτΕ 2436/2012 επταμ., ΕΑ ΣτΕ 737/2012 πενταμ.). Συνεπώς, το Δικαστήριο απέχει από τη διατύπωση οριστικής κρίσης επί της παρούσας αίτησης, καθ' ό μέρος αυτή ασκείται από τους προαναφερόμενους τρεις αιτούντες, προκειμένου να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να τεκμηριώσουν νομίμως και επαρκώς το έννομο συμφέρον τους. Δεδομένου, δε, ότι, σύμφωνα με τα κριθέντα στην προηγούμενη σκέψη, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αναφορικά με τους αιτούντες υπ' αριθμ. 1 και 2, οι οποίοι στερούνται εννόμου συμφέροντος, δεν συντρέχει περίπτωση ομοδικίας μεταξύ αυτών και των αιτούντων υπ' αριθμ. 3, 4 και 5 του δικογράφου. Τούτων έπεται ότι πρέπει να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης ως προς τους τρεις αυτούς αιτούντες για τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2016 και να διαταχθεί χωρισμός του αρχικού ενιαίου δικογράφου, με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου από αυτούς, κατ' εφαρμογή της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 45 παρ. 6 του Π.Δ. 18/1989.
11. Επειδή, το αιτούν σωματείο (υπ' αριθμ. 6 των αιτούντων) με την επωνυμία «....» ασκεί το ένδικο βοήθημα κατ' επίκληση των καταστατικών σκοπών του που αφορούν στην «[...] προστασία των συμφερόντων των μελών από αυθαίρετες ή παράνομες ενέργειες της Διοίκησης, [...] σε [...] φορολογικά και εν γένει στα σχετικά με την ιδιοκτησία θέματα» και στην «[...] εκπροσώπηση αυτών έναντι [...] των Δικαστηρίων [...] σε σχέση με τους ανωτέρω σκοπούς». Προς απόδειξη των ανωτέρω σκοπών, ο υπ' αριθμ. 5 αιτών ..... προσκόμισε, με υπόμνημα που υποβλήθηκε στις 7.6.2016, αντίγραφο του καταστατικού του αιτούντος σωματείου. Το στοιχείο αυτό προσκομίσθηκε απαραδέκτως, με υπόμνημα που υπογράφεται (όχι από δικηγόρο αλλά) από διάδικο και για το οποίο δεν κατατέθηκε γραμμάτιο καταβολής εισφορών. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από το ως άνω σωματείο. Ωστόσο, ενόψει του ότι ο αντίστοιχος περιορισμός του δικαιώματος του για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος του, δεν προέκυπτε με σαφήνεια από τις παραπάνω διατάξεις του Π.Δ. 18/1989, όπως έχουν εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει ανεχθεί στην πράξη την κατάθεση τέτοιων στοιχείων από διάδικο, χωρίς δικόγραφο (αλλά με απλή εγχείρισή τους στον εισηγητή δικαστή, πριν από την ημέρα της συζήτησης), η μη λήψη υπόψη από το Δικαστήριο του προαναφερόμενου στοιχείου (και περαιτέρω η απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης, κατά το μέρος που ασκείται από το ως άνω σωματείο) δεν θα ήταν συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Εξάλλου, με βάση τους ανωτέρω σκοπούς του, οι οποίοι πράγματι προβλέπονται στο άρθρο 2 του προσκομισθέντος καταστατικού του και ενόψει του ότι, σύμφωνα με το ίδιο καταστατικό (άρθρο 4), τακτικά μέλη του είναι τα πρόσωπα «[...] που έχουν πλήρη ή ψιλή κυριότητα ή επικαρπία ακινήτων στη Β ζώνη κατά το σύστημα προσδιορισμού αντικειμενικών αξιών ....», το αιτούν σωματείο θεμελιώνει έννομο συμφέρον για την άσκηση της παρούσας αίτησης (πρβλ. ΣτΕ 2018/2012 επταμ.). Λαμβανομένων, δε, υπόψη των κριθέντων στις δύο προηγούμενες σκέψεις, αφενός, δεν συντρέχει περίπτωση ομοδικίας μεταξύ του αιτούντος σωματείου και των αιτούντων υπ' αριθμ. 1 και 2 και, αφετέρου, δεν μπορεί να ελεγχθεί και να κριθεί οριστικά, κατά το παρόν στάδιο της διαδικασίας, η ύπαρξη δεσμού ομοδικίας μεταξύ του σωματείου αυτού και των αιτούντων υπ' αριθμ. 3, 4 και 5 του δικογράφου. Τούτων έπεται ότι πρέπει να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης ως προς το αιτούν σωματείο με την επωνυμία «.....» για τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2016 και να διαταχθεί χωρισμός του αρχικού ενιαίου δικογράφου, με κατάθεση από αυτό αυτοτελούς δικογράφου (σε σχέση και με εκείνο που καλούνται να καταθέσουν οι αιτούντες υπ' αριθμ. 3, 4 και 5), κατ' εφαρμογή της προπαρατεθείσας διάταξης του άρθρου 45 παρ. 6 του Π.Δ. 18/1989.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που αυτή ασκείται από τον .... και τον ......
Αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης ως προς τους λοιπούς αιτούντες, για τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2016, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης και την κατάθεση νέων αυτοτελών δικογράφων, από τους αιτούντες υπ' αριθμ. 3, 4, 5 και 6, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτούς της παρούσας απόφασης, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στους διαδίκους.
Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στο .... και στο ...., συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 27 Ιουνίου 2016
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ
Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2016.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος
Ι. ΓράβαρηςΠηγή: Taxheaven