ΣτΕ 2066/2016
Περίληψη
Για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται
προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί
το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη
σύννομη άσκηση της διοικητικής λειτουργίας.
Η ύπαρξη του εννόμου
συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως
προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι' αυτόν συγκεκριμένες έννομες
συνέπειες, από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων
των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του
περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην
οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται, με σκοπό την προστασία των σχετικών ελευθεριών ή
δικαιωμάτων του, μέσω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης.
Ειδικότερα, ο αιτών την ακύρωση κανονιστικής
διοικητικής πράξης καθορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού
προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, κατ' επίκληση δικαιώματος (πλήρους ή
ψιλής) κυριότητας ή επικαρπίας επί ορισμένου ακινήτου σε περιοχή στην
οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα στηρίζει, κατ' ουσίαν, το έννομο
συμφέρον του στην ιδιότητα του ως υπόχρεου για τους (κατ' αρχήν
υπολογιζόμενους βάσει των αντικειμενικών αξιών) φόρους που προβλέπονται
στα άρθρα 24 του ν. 2130/1993 ή/και 1 επ. του ν. 4223/2013.
Υπό την
ανωτέρω ιδιότητά του, ο φορολογούμενος ασκεί με έννομο συμφέρον την
αίτησή του μόνο κατά της κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός
της οποίας κείται το ακίνητο του, όχι και ως προς τις τυχόν περιεχόμενες
στην προσβαλλόμενη πράξη κανονιστικές ρυθμίσεις για άλλες ζώνες, δεδομένου ότι το απλό ενδεχόμενο να
αποκτήσει (συνεπεία αγοράς, δωρεάς, γονικής παροχής ή κληρονομιάς)
εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτων σε άλλες ζώνες και, συνακόλουθα, την
ιδιότητα του βαρυνόμενου με φόρους για τη μεταβίβαση ή/και την
ιδιοκτησία ή επικαρπία των ακίνητων αυτών δεν είναι αρκετό να θεμελιώσει
ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον του για ένδικη αμφισβήτηση των
οικείων κανονιστικών ρυθμίσεων, που δεν τον αφορούν.
Κατ' ακολουθίαν, σε περίπτωση, όπως η επίδικη,
προσδιορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της
αξίας των ακινήτων, σε εντός σχεδίου περιοχές, με μία υπουργική
απόφαση, η οποία αναλύεται σε χιλιάδες επιμέρους κανονιστικές ρυθμίσεις
τιμών ζώνης (σύμφωνα με το από 23.9.2015 έγγραφο των απόψεων της
Διοίκησης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως το περιεχόμενο του
εκτίθεται στην απόφαση ΣτΕ 4446/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η
αναπροσαρμογή αφορά σε 10.232 ζώνες τιμών), εκείνος που ζητά την ακύρωση
της απόφασης κατ' επίκληση της ιδιότητάς του ως κυρίου ορισμένου
ακινήτου σε περιοχή στην οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα και,
περαιτέρω, ως υπόχρεου για τους κατ' αρχήν υπολογιζόμενους βάσει των
αντικειμενικών αξιών προαναφερόμενους φόρους (τέλος ακίνητης περιουσίας
και ΕΝ.Φ.Ι.Α.), ασκεί με έννομο συμφέρον την αίτησή του μόνο κατά της
κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός της οποίας κείται το
ακίνητο του, την οποία και υποχρεούται να προσδιορίζει κατά τρόπο
αρκούντως ειδικό και σαφή στο δικόγραφο της αίτησής του, άλλως αυτή
απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω παράλειψης καθορισμού του βλαπτικού για
τον αιτούντα σκέλους της προσβαλλόμενης πράξης.
Δεδομένου δε ότι κατά το
νόμο (άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 2130/1993 και άρθρο 1 παρ. 4 του ν.
4223/2013), το τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) και ο Ενιαίος Φόρος
Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) βαρύνουν το πρόσωπο που έχει την
κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου κατά την 1η Ιανουαρίου του
οικείου έτους φορολογίας, εκείνος που επιδιώκει την ακύρωση από το
Δικαστήριο της κανονιστικής ρύθμισης περί τιμής ζώνης στην περιοχή όπου
κείται το ακίνητο επί του οποίου επικαλείται κυριότητα ή επικαρπία,
προκειμένου να θεμελιώσει επαρκώς το έννομο συμφέρον του για την άσκηση
του ενδίκου βοηθήματος, δεν αρκεί να επικαλεσθεί και να προσκομίσει
στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι είχε σε κάποιο χρονικό σημείο στο
παρελθόν κυριότητα ή επικαρπία επί του ακινήτου (λ.χ. συμβόλαιο κτήσης
του εμπράγματος δικαιώματος και πιστοποιητικό μεταγραφής του στο
υποθηκοφυλάκειο ή δήλωση του δικαιώματος στο κτηματολόγιο ή πράξη
προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. παρελθόντος έτους), αλλά οφείλει να επικαλεσθεί
παραδεκτώς και να καταθέσει νομίμως στο Δικαστήριο πρόσφορα και επίκαιρα
στοιχεία (όπως, ιδίως, κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, πιστοποιητικά
του υποθηκοφύλακα περί μεταγραφής και ιδιοκτησίας ή αντίγραφο/εκτύπωση
της δήλωσης Ε9 ή της διοικητικής πράξης επιβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α.), αναγόμενα
στο οικείο έτος φορολογίας, με βάση τα οποία να τεκμηριώνεται επαρκώς,
ενόψει των συνθηκών, ότι αυτός έχει το προβαλλόμενο εμπράγματο δικαίωμα
και, κατ' ακολουθίαν, την ιδιότητα του βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. ή/και
ΕΝ.Φ.Ι.Α., κατά τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της αντίστοιχης φορολογικής
οφειλής, το ύψος της οποίας επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη
κανονιστική ρύθμιση.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β'
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22 Ιουνίου 2016, με την εξής
σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος,
Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Κ. Νικολάου, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, I.
Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 15 Μαρτίου 2016 αίτηση: των: 1) ....., που
εδρεύει στο ....., 2) ......., κατοίκου ......, 3) ......, κατοίκου
......, 4) ....., κατοίκου ....., οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο
Βασίλειο Παπαδημητρίου (A.M. 16908), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο, 5)
....., κατοίκου ......, ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος
(A.M. 16908) και 6) ...., κατοίκου ......., ο οποίος παρέστη με τον ως
άνω δικηγόρο Βασίλειο Παπαδημητρίου, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Πολύχρονη Καραστεργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ' αριθμ.
ΠΟΛ.1009/18.1.2016 (ΦΕΚ Β' 48/20.1.2016) απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού
Οικονομικών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πέμπτο των αιτούντων ως δικηγόρο και ως
πληρεξούσιο των υπολοίπων αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά
τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση
και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το
νόμιμο παράβολο (4177550/2016, 1403833/2016 ειδικά γραμμάτια παραβόλου,
σειράς Α').
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία έχει εισαχθεί στην επταμελή
σύνθεση του Β' Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας, με την από 20.4.2016 πράξη
της Προέδρου του, ζητείται η ακύρωση της υπ' αριθ. ΠΟΛ.1009/18.1.2016
απόφασης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με θέμα «Αναπροσαρμογή
τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των με
οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων, που βρίσκονται σε περιοχές
εντός σχεδίου όλης της Χώρας» (Β' 48/20.1.2016).
3. Επειδή, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (Α'
43), όπως η παράγραφος 1 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 14 παρ. 1 του ν.
1473/1984 (Α' 127) και 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990 (Α' 43 και διορθ.
σφαλμ. Α' 51) και η παράγραφος 2 με τα άρθρα 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989
(Α' 2) και 14 παρ. 11 του ν. 1882/1990, ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Για
τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των ακινήτων που μεταβιβάζονται
με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας, λαβαίνονται υπόψη οι
τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά
τετράγωνα και κατ' είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία,
διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης αυξάνονται
ή μειώνονται ποσοστιαία ανάλογα με τους παράγοντες που επηρεάζουν
αυξητικά ή μειωτικά την αξία των ακινήτων, όπως για τα διαμερίσματα η
παλαιότητα, η θέση στο οικοδομικό τετράγωνο ή στον όροφο της
πολυκατοικίας, για τα καταστήματα η εμπορικότητα δρόμου, το πατάρι, το
υπόγειο, για τα αγροκτήματα η καλλιεργητική αξία, η τουριστική ή
παραθεριστική σημασία και άλλα. Οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές
αυξομείωσής τους θα καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού των
Οικονομικών, μετά από εισήγηση Επιτροπών [...]. Οι κατά το προηγούμενο
εδάφιο τιμές αναπροσαρμόζονται το βραδύτερο, ανά διετία, με τις κατά την
παράγραφο 2 του παρόντος αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών.
2. Με
αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών καθορίζονται:
α) η καταχώρηση των
τιμών εκκίνησης και των συντελεστών αυξομείωσής τους σε πίνακες και η
συσχέτισή τους με διαγράμματα που καταρτίζονται με βάση χάρτες,
β) κάθε
άλλη αναγκαία λεπτομέρεια σχετική με την εφαρμογή των διατάξεων του
παρόντος άρθρου. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται ο
χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του παρόντος άρθρου σε ολόκληρη τη
χώρα ή ορισμένες περιοχές αυτής, ή πόλεις και για όλα τα ακίνητα ή για
ορισμένη κατηγορία τούτων. [...]». Εξάλλου, οι φόροι που επιβάλλονται
στην ακίνητη περιουσία παραπέμπουν στο κατά άρθρο 41 του ν. 1249/1982
αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των ακινήτων
εντός των περιοχών όπου ισχύει το σύστημα αυτό [άρθρο 24 παρ. 6 ν.
2130/1993 (Α' 62), άρθρο 4 ν. 4223/2013 (Α' 287)].
4. Επειδή, κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 41 παρ. 2 του ν. 1249/1982
εκδόθηκε σειρά προεδρικών διαταγμάτων και, ακολούθως, μετά την
τροποποίηση της διάταξης αυτής με το άρθρο 24 παρ. 8 του ν. 1828/1989,
υπουργικών αποφάσεων, βάσει των οποίων ορίστηκε η έναρξη ισχύος του
αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας των ακινήτων σε διάφορες περιοχές
της χώρας και καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης κατά ζώνες, καθώς και οι
συντελεστές αυξομείωσης των τιμών. Από το έτος 1993 και εφεξής εκδόθηκαν
κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 1249/1982,
όπως το εδάφιο τούτο προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 18 του ν. 1882/1990,
υπουργικές αποφάσεις αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών στις
περιοχές όπου ίσχυε το αντικειμενικό σύστημα προσδιορισμού. Μετά την
αναπροσαρμογή του έτους 2005 που έγινε με την 1122435/3634/00ΤΥ/Δ/2005
απόφαση των Υφυπουργών Οικονομίας και Οικονομικών (Β' 1982), οι
αντικειμενικές αξίες αναπροσαρμόστηκαν για τελευταία φορά (μέχρι την
έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης) με την 1020564/487/00ΤΥ/Δ/2007 απόφαση
του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών «Αναπροσαρμογή τιμών του
συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της φορολογητέας αξίας των με
οποιαδήποτε αιτία μεταβιβαζομένων ακινήτων που βρίσκονται σε περιοχές
εντός σχεδίου όλων των περιφερειών της χώρας» (Β' 269), με ισχύ από
1.3.2007, εκτός από τις τιμές εκκίνησης για τις ζώνες της δημοτικής
κοινότητας .... του δήμου ......., οι οποίες, κατόπιν και σχετικών
ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθορίστηκαν με
μεταγενέστερες υπουργικές αποφάσεις, μεταξύ των οποίων και η
ΠΟΛ.1093/29.4.2013 (Β' 1068), περί ανακαθορισμού της τιμής της Β ζώνης
της εν λόγω δημοτικής κοινότητας. Εξάλλου, με την
1175023/3752/ΟΟΤΥ/Δ/ΠΟΛ.1200/28.12.2010 (Β' 2038) απόφαση του Υπουργού
Οικονομικών εντάχθηκαν το πρώτον στο αντικειμενικό σύστημα ορισμένες
περιοχές εντός 4.489 οικισμών σε διάφορους νομούς της Χώρας και
καθορίστηκαν οι τιμές εκκίνησης και οι συντελεστές αυξομείωσης με ισχύ
από 1.1.2011.
5. Επειδή, με την παράγραφο 1 της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης
καταργήθηκαν οι αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ΠΟΛ.1040/26.2.2011
(Β' 434) και ΠΟΛ.1156/28.6.2013 (Β' 1627) περί καθορισμού της τιμής
εκκίνησης των ακινήτων στη δημοτική κοινότητα .... του δήμου .......
Περαιτέρω, με την επίδικη υπουργική απόφαση, εχώρησε (με ισχύ από
21.5.2015) αναπροσαρμογή των τιμών ζώνης και των συντελεστών
εμπορικότητας των ακινήτων που είχαν καθοριστεί με τις προαναφερόμενες
υπ' αριθμ. 1020564/487/00ΤΥ/Δ/2007,
1175023/3752/ΟΟΤΥ/Δ/ΠΟΛ.1200/28.12.2010 και ΠΟΛ.1093/29.4.2013
υπουργικές αποφάσεις. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, στην
παράγραφο 2α, τον πίνακα «Τιμές Ζώνης (Τ.Ζ.)», με 93 επιμέρους
ρυθμίσεις, καθεμία από τις οποίες ορίζει τη νέα τιμή ζώνης, αναλόγως
(δηλαδή, σε συνδυασμό) με το ποια ήταν η τιμή ζώνης πριν από την
αναπροσαρμογή (λ.χ. όπου η τιμή ζώνης πριν από την αναπροσαρμογή ήταν
1.500 ευρώ, ορίζεται πλέον σε 1.250 ευρώ, ενώ όπου ήταν 5.000 ευρώ, η
τιμή ζώνης παραμένει η ίδια).
6. Επειδή, στο άρθρο 47 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) ορίζεται:
«1.
Αίτηση ακυρώσεως δικαιούται να ασκήσει ο ιδιώτης ή το νομικό πρόσωπο,
τους οποίους αφορά η διοικητική πράξη ή των οποίων έννομα συμφέροντα,
έστω και μη χρηματικά, προσβάλλονται από αυτήν».
Κατά την έννοια της
διάταξης αυτής, για την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται
προσωπικό, άμεσο και ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτούντος και δεν αρκεί
το γενικό ενδιαφέρον του κάθε πολίτη για την τήρηση των νόμων και τη
σύννομη άσκηση της διοικητικής λειτουργίας.
Η ύπαρξη του εννόμου
συμφέροντος κρίνεται, όταν η διοικητική πράξη δεν απευθύνεται ευθέως
προς τον αιτούντα δημιουργώντας γι' αυτόν συγκεκριμένες έννομες
συνέπειες, από το σύνδεσμο που υπάρχει μεταξύ των εννόμων αποτελεσμάτων
των επερχομένων από την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και του
περιεχομένου μιας συγκεκριμένης νομικής κατάστασης ή ιδιότητας, στην
οποία βρίσκεται ή την οποία ο αιτών έχει και επικαλείται (Ολομ. ΣτΕ
2855/1985, ΣτΕ 2856/1985, Ολομ. ΣτΕ 3317/2014, ΣτΕ 4041/2013, ΣτΕ 1039/2014,
ΣτΕ 2077/2014 κ.ά.), με σκοπό την προστασία των σχετικών ελευθεριών ή
δικαιωμάτων του, μέσω της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης (πρβλ. ΣτΕ
1256/2006 επταμ.).
Ειδικότερα, ο αιτών την ακύρωση κανονιστικής
διοικητικής πράξης καθορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού
προσδιορισμού της αξίας ακινήτων, κατ' επίκληση δικαιώματος (πλήρους ή
ψιλής) κυριότητας ή επικαρπίας επί ορισμένου ακινήτου σε περιοχή στην
οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα στηρίζει, κατ' ουσίαν, το έννομο
συμφέρον του στην ιδιότητα του ως υπόχρεου για τους (κατ' αρχήν
υπολογιζόμενους βάσει των αντικειμενικών αξιών) φόρους που προβλέπονται
στα άρθρα 24 του ν. 2130/1993 ή/και 1 επ. του ν. 4223/2013 (πρβλ. ΣτΕ
3833/2014 επταμ., ΣτΕ 2017/2012 επταμ., ΣτΕ 2021/2012 επταμ.).
Υπό την
ανωτέρω ιδιότητά του, ο φορολογούμενος ασκεί με έννομο συμφέρον την
αίτησή του μόνο κατά της κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός
της οποίας κείται το ακίνητο του, όχι και ως προς τις τυχόν περιεχόμενες
στην προσβαλλόμενη πράξη κανονιστικές ρυθμίσεις για άλλες ζώνες (βλ.
ΣτΕ 3622/2013 επταμ., ΣτΕ 2017/2012, ΣτΕ 2018/2012 επταμ., ΣτΕ 2021/2012
επταμ., ΣτΕ 230/2002 επταμ.), δεδομένου ότι το απλό ενδεχόμενο να
αποκτήσει (συνεπεία αγοράς, δωρεάς, γονικής παροχής ή κληρονομιάς)
εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτων σε άλλες ζώνες και, συνακόλουθα, την
ιδιότητα του βαρυνόμενου με φόρους για τη μεταβίβαση ή/και την
ιδιοκτησία ή επικαρπία των ακίνητων αυτών δεν είναι αρκετό να θεμελιώσει
ενεστώς και προσωπικό έννομο συμφέρον του για ένδικη αμφισβήτηση των
οικείων κανονιστικών ρυθμίσεων, που δεν τον αφορούν (πρβλ. ΣτΕ 1437/2013
επταμ., ΣτΕ 3362/2011, ΣτΕ 329/2011 επταμ., ΣτΕ 4557/2009, ΣτΕ
338/2004, ΣτΕ 3716/2003, ΣτΕ 2680/2002, ΣτΕ 2484/2000 επταμ., ΣτΕ
560/2000, ΣτΕ 2972/1989).
Κατ' ακολουθίαν, σε περίπτωση, όπως η επίδικη,
προσδιορισμού των τιμών του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της
αξίας των ακινήτων, σε εντός σχεδίου περιοχές, με μία υπουργική
απόφαση, η οποία αναλύεται σε χιλιάδες επιμέρους κανονιστικές ρυθμίσεις
τιμών ζώνης (σύμφωνα με το από 23.9.2015 έγγραφο των απόψεων της
Διοίκησης προς το Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως το περιεχόμενο του
εκτίθεται στην απόφαση ΣτΕ 4446/2015 της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η
αναπροσαρμογή αφορά σε 10.232 ζώνες τιμών), εκείνος που ζητά την ακύρωση
της απόφασης κατ' επίκληση της ιδιότητάς του ως κυρίου ορισμένου
ακινήτου σε περιοχή στην οποία ισχύει το αντικειμενικό σύστημα και,
περαιτέρω, ως υπόχρεου για τους κατ' αρχήν υπολογιζόμενους βάσει των
αντικειμενικών αξιών προαναφερόμενους φόρους (τέλος ακίνητης περιουσίας
και ΕΝ.Φ.Ι.Α.), ασκεί με έννομο συμφέρον την αίτησή του μόνο κατά της
κανονιστικής ρύθμισης που αφορά στη ζώνη εντός της οποίας κείται το
ακίνητο του, την οποία και υποχρεούται να προσδιορίζει κατά τρόπο
αρκούντως ειδικό και σαφή στο δικόγραφο της αίτησής του, άλλως αυτή
απορρίπτεται ως απαράδεκτη, λόγω παράλειψης καθορισμού του βλαπτικού για
τον αιτούντα σκέλους της προσβαλλόμενης πράξης (πρβλ. ΣτΕ 2097/2013,
ΣτΕ 2097/2010 επταμ., ΣτΕ 1088/1988 επταμ.).
Δεδομένου δε ότι κατά το
νόμο (άρθρο 24 παρ. 3 του ν. 2130/1993 και άρθρο 1 παρ. 4 του ν.
4223/2013), το τέλος ακίνητης περιουσίας (Τ.Α.Π.) και ο Ενιαίος Φόρος
Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) βαρύνουν το πρόσωπο που έχει την
κυριότητα ή την επικαρπία του ακινήτου κατά την 1η Ιανουαρίου του
οικείου έτους φορολογίας, εκείνος που επιδιώκει την ακύρωση από το
Δικαστήριο της κανονιστικής ρύθμισης περί τιμής ζώνης στην περιοχή όπου
κείται το ακίνητο επί του οποίου επικαλείται κυριότητα ή επικαρπία,
προκειμένου να θεμελιώσει επαρκώς το έννομο συμφέρον του για την άσκηση
του ενδίκου βοηθήματος, δεν αρκεί να επικαλεσθεί και να προσκομίσει
στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι είχε σε κάποιο χρονικό σημείο στο
παρελθόν κυριότητα ή επικαρπία επί του ακινήτου (λ.χ. συμβόλαιο κτήσης
του εμπράγματος δικαιώματος και πιστοποιητικό μεταγραφής του στο
υποθηκοφυλάκειο ή δήλωση του δικαιώματος στο κτηματολόγιο ή πράξη
προσδιορισμού ΕΝ.Φ.Ι.Α. παρελθόντος έτους), αλλά οφείλει να επικαλεσθεί
παραδεκτώς και να καταθέσει νομίμως στο Δικαστήριο πρόσφορα και επίκαιρα
στοιχεία (όπως, ιδίως, κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, πιστοποιητικά
του υποθηκοφύλακα περί μεταγραφής και ιδιοκτησίας ή αντίγραφο/εκτύπωση
της δήλωσης Ε9 ή της διοικητικής πράξης επιβολής ΕΝ.Φ.Ι.Α.), αναγόμενα
στο οικείο έτος φορολογίας, με βάση τα οποία να τεκμηριώνεται επαρκώς,
ενόψει των συνθηκών, ότι αυτός έχει το προβαλλόμενο εμπράγματο δικαίωμα
και, κατ' ακολουθίαν, την ιδιότητα του βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. ή/και
ΕΝ.Φ.Ι.Α., κατά τον κρίσιμο χρόνο γένεσης της αντίστοιχης φορολογικής
οφειλής, το ύψος της οποίας επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη
κανονιστική ρύθμιση (πρβλ. ΣτΕ 3833/2014 επταμ.).
7. Επειδή, εν προκειμένω, οι αιτούντες ασκούν την υπό κρίση αίτηση κατ'
επίκληση της ιδιότητάς τους ως ιδιοκτητών ακινήτων στη Β ζώνη ....., στη
ΣΤ ζώνη ..... ή/και στη Γ ζώνη ...... Ενόψει τούτου και των
προβαλλόμενων λόγων ακυρώσεως, η υπό κρίση αίτηση βάλλει, κατά τρόπο
αρκούντως ειδικό και σαφή, (μόνο) κατά των ρυθμίσεων της παραγράφου 2α
της επίδικης υπουργικής απόφασης [δηλαδή του πίνακα «Τιμές Ζώνης
(Τ.Ζ.)»] με τις οποίες ορίσθηκαν οι τιμές για τις προαναφερόμενες τρεις
ζώνες.
8. Επειδή, η ως άνω προβαλλόμενη ιδιότητα του ιδιοκτήτη ακινήτου εντός
μίας από τις τρεις παραπάνω ζώνες (και, περαιτέρω, του βαρυνόμενου με
τους φόρους που προβλέπονται στα άρθρα 24 του ν. 2130/1993 ή/και 1 επ.
του ν. 4223/2013) είναι κατ' αρχήν ικανή να θεμελιώσει το έννομο
συμφέρον των αιτούντων, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη
σκέψη 6. Και ναι μεν το καθ' ού Δημόσιο ισχυρίζεται ότι οι αιτούντες
στερούνται εννόμου συμφέροντος, διότι, εάν ακυρωθεί η προσβαλλόμενη
κανονιστική ρύθμιση περί καθορισμού τιμής ζώνης, θα ισχύει η
προηγούμενη, η οποία δεν ορίζει χαμηλότερη τιμή ζώνης αλλά την ίδια ή
υψηλότερη, με συνέπεια να μην ωφελούνται οι αιτούντες από το ακυρωτικό
αποτέλεσμα, αλλά ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι, ενόψει και
των κριθέντων με τις αποφάσεις ΣτΕ 4003/2014 και ΣτΕ 4446/2015 της
Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, τυχόν ακύρωση της επίδικης
κανονιστικής ρύθμισης δεν θα σήμαινε εφαρμογή για τους αιτούντες της
προϊσχύσασας κανονιστικής ρύθμισης περί της τιμής εκκίνησης στις
επίμαχες ζώνες, αλλά θα δημιουργούσε υποχρέωση της Διοίκησης να προβεί
σε νέο, νόμιμο (και επίκαιρο) καθορισμό της τιμής εκκίνησης των ακινήτων
για τις εν λόγω ζώνες, η οποία ενδέχεται να είναι χαμηλότερη της
οριζόμενης με την επίδικη πράξη.
9. Επειδή, κατά το άρθρο 24 παρ. 7 του ν. 2130/1993, «Στο δημοτικό ή
κοινοτικό τέλος ακίνητης περιουσίας δεν υπόκεινται τα πάσης φύσεως
ακίνητα που ανήκουν: α) Στο Ελληνικό Δημόσιο, στα Ν.Π.Δ.Δ., στους ΟΤΑ
[...]». Εξάλλου, στο άρθρο 3 παρ. 1 περιπτ. β' του ν. 4223/2013 ορίζεται
ότι απαλλάσσονται από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. τα δικαιώματα στα ακίνητα που
ανήκουν σε Ο.Τ.Α. και ιδιοχρησιμοποιούνται ή παραχωρούνται δωρεάν στο
Δημόσιο. Δεδομένου ότι, κατά τα κοινώς γνωστά, οι Ο.Τ.Α. έχουν
εμπράγματα δικαιώματα σε πλήθος τέτοιων ακινήτων και σύμφωνα με όσα
έγιναν ερμηνευτικώς στη σκέψη 6, σε περίπτωση, όπως η παρούσα, που δήμος
επιδιώκει την ακύρωση κανονιστικής διοικητικής πράξης καθορισμού των
τιμών ζώνης του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας
ακινήτων, κατ' επίκληση της ιδιότητάς του ως κυρίου ακινήτων εντός των
ζωνών στις οποίες αφορούν οι προσβαλλόμενες κανονιστικές ρυθμίσεις, ο
αιτών δήμος, προκειμένου να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του, δεν αρκεί
να επικαλεσθεί την ως άνω ιδιότητά του, αλλά οφείλει επιπλέον, ενόψει
του προαναφερόμενης διάταξης του ν. 4223/2013, να προβάλει και να
τεκμηριώσει επαρκώς ότι είναι υπόχρεος σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., ειδικότερα δε ότι
τουλάχιστον ένα από τα ακίνητα που έχει στην ιδιοκτησία του κατά την 1η
Ιανουαρίου του οικείου έτους φορολογίας (κρίσιμος χρόνος, σύμφωνα με το
άρθρο 1 παρ. 4 του ν. 4223/2013) βαρύνεται με τον εν λόγω φόρο, διότι
δεν ιδιοχρησιμοποιείται ούτε έχει παραχωρηθεί δωρεάν στο Δημόσιο (πρβλ.
ΣτΕ 2021/2012 επταμ.).
10. Επειδή, στο εδάφιο α' της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του Π.Δ.
18/1989, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 22 παρ. 9 του ν. 3226/2004 (Α
24), ορίζεται ότι «Σε περίπτωση έλλειψης ομοδικίας, η αίτηση ακυρώσεως
κρατείται ως προς τον πρώτο αιτούντα και τους ομόδικους με αυτόν και
διατάσσεται ο χωρισμός ως προς τους υπόλοιπους». Σύμφωνα με την ανωτέρω
διάταξη, σε περίπτωση έλλειψης ομοδικίας, το Δικαστήριο κρατεί και
εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως ως προς τον προτασσόμενο στο δικόγραφο
αιτούντα και τους ομόδικους με αυτόν, ενώ αναβάλλει σε ρητή δικάσιμο την
εκδίκαση της υπόθεσης ως προς τους λοιπούς αιτούντες (εκείνους που
θεμελιώνουν έννομο συμφέρον: πρβλ. ΣτΕ 2017/2012, ΣτΕ 2019/2012, ΣτΕ
2021/2012 επταμ., ΣτΕ 4112/2013 επταμ.) και διατάσσει το χωρισμό του
δικογράφου ως προς τούτους με κατάθεση αυτοτελούς δικογράφου μέσα σε
προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης, αν δε
μέσα στην εν λόγω προθεσμία δεν κατατεθεί νομοτύπως (με καταβολή και του
νομίμου παραβόλου) αυτοτελές δικόγραφο από κάθε αιτούντα που δεν
ομοδικεί με τον προτασσόμενο στο αρχικό δικόγραφο, η αίτηση εκδικάζεται
κατά τη νέα δικάσιμο και απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, για κάθε αιτούντα
που δεν κατέθεσε αυτοτελές δικόγραφο (πρακτ. Ολομέλειας ΣτΕ σε συμβούλιο
ΣτΕ 4/2004, ΣτΕ 2228/2007 επταμ., ΣτΕ 2021/2012 επταμ. κ.ά.).
11. Επειδή, ο προτασσόμενος στο δικόγραφο της υπό κρίση αίτησης δήμος
..... ισχυρίζεται ότι την ασκεί με έννομο συμφέρον υπό την ιδιότητά του
ως ιδιοκτήτη ακινήτων στις προαναφερόμενες ζώνες, που κείνται εντός των
διοικητικών ορίων του, χωρίς όμως να προβάλει (και, δη, κατά τρόπο
ειδικό και τεκμηριωμένο) ότι είναι υπόχρεος σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., διότι ορισμένο
από τα ακίνητα που έχει στην ιδιοκτησία του βαρύνεται με τον εν λόγω
φόρο, κατά το κρίσιμο, εν προκειμένω, έτος (2016), ως μη
ιδιοχρησιμοποιούμενο ούτε παραχωρούμενο δωρεάν στο Δημόσιο. Επομένως,
σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 9, δεν θεμελιώνεται
το έννομο συμφέρον του δήμου προς άσκηση της κρινόμενης αίτησης με βάση
την ως άνω ιδιότητά του (πρβλ. ΣτΕ 2021/2012 επταμ.). Εξάλλου, με το από
27.6.2016 υπόμνημα που υπέβαλε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, εντός της
ταχθείσας προθεσμίας, ο αιτών δήμος ισχυρίζεται ότι «[...] το έννομο
συμφέρον [του] εδράζεται επιπροσθέτως στο γεγονός ότι κατά παράβαση του
νόμου αποκλείσθηκε και δεν κλήθηκε να συμμετάσχει γνωμοδοτικώς στη
διαδικασία διαμόρφωσης των αντικειμενικών αξιών, είτε υπό τη μορφή
γνωμοδότησης του Δημοτικού Συμβουλίου είτε έστω υπό τη μορφή
εκπροσώπησης στην οικεία Επιτροπή του άρθρου 41 Ν. 1249/1982». Ο ανωτέρω
ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος, σύμφωνα με
τις διατάξεις των άρθρων 25 (παρ. 2) και 33 του Π.Δ. 18/1989, διότι
προβλήθηκε το πρώτον με υπόμνημα μετά από τη συζήτηση της υπόθεσης
(πρβλ. ΣτΕ 2233/2015, Ολομ. ΣτΕ 1014/2013, ΣτΕ 858/2008 κ.ά.). Άλλωστε,
είναι και αβάσιμος, διότι τόσο η προβλεπόμενη στο άρθρο 41 (παρ. 1) του
ν. 1249/1982 συμμετοχή εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης στις
επιτροπές που εισηγούνται για την έκδοση των υπουργικών αποφάσεων περί
καθορισμού των τιμών εκκίνησης όσο και η προβλεπόμενη στο άρθρο 261
(παρ. 4) του ν. 3852/2010 γνώμη του δημοτικού συμβουλίου του δήμου στην
περιφέρεια του οποίου βρίσκονται τα ακίνητα για τα οποία καθορίζονται οι
τιμές εκκίνησης δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον των οικείων οργανισμών
τοπικής αυτοδιοίκησης να προσβάλλουν με αίτηση ακυρώσεως τις σχετικές
υπουργικές αποφάσεις, καθόσον η τοιαύτη συμμετοχή των Ο.Τ.Α. στη
διαδικασία έκδοσής τους γίνεται μόνο για την ορθή εφαρμογή των
προαναφερόμενων διατάξεων, λόγω της γνώσης που κατά την εκτίμηση του
νομοθέτη έχουν οι Ο.Τ.Α. σχετικά με τις αγοραίες αξίες των ακινήτων
(πρβλ. ΣτΕ 2021/2012 επταμ., ΣτΕ 3404/2002, 3405/2002, 3406/2002,
3407/2002 επταμ.). Τούτων έπεται ότι η υπό κρίση αίτηση ασκείται
απαραδέκτως, δίχως έννομο συμφέρον, από τον προτασσόμενο στο δικόγραφο
δήμο ...... και πρέπει να απορριφθεί ως προς τον εν λόγω αιτούντα.
12. Επειδή, προκειμένου να αποδείξουν το έννομο συμφέρον τους, ο
δεύτερος, ο τρίτος, η τέταρτη, ο πέμπτος και ο έκτος των αιτούντων
επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομότυπα, με υπόμνημα που υποβλήθηκε στις
15.6.2016, τα ακόλουθα στοιχεία: (i) συμβόλαια αγοραπωλησίας ή γονικής
παροχής, ετών 2004, 2009, 1989, 1990 και 2001 (στοιχεία για τους
αιτούντες υπ' αριθμ. 2, 3, 4 και 5), (ii) συμβολαιογραφικές πράξεις
δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς, ετών 1976 και 1997 (στοιχεία για τους
αιτούντες υπ' αριθμ. 4 και 6), (iii) απόσπασμα προσωρινού κτηματολογικού
πίνακα, με ημερομηνία 30.8.2002 (στοιχείο για τον αιτούντα υπ' αριθμ.
6) και (iv) αποσπάσματα από δηλώσεις ΕΝ.Φ.Ι.Α. ετών 2014 και 2015
(στοιχεία για τον αιτούντα υπ' αριθμ. 5). Σύμφωνα με όσα έγιναν
ερμηνευτικώς δεκτά στη σκέψη 6, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να
τεκμηριώσουν την ιδιότητα καθενός των ανωτέρω πέντε αιτούντων ως
ιδιοκτήτη ακινήτου στο .... και βαρυνόμενου με Τ.Α.Π. και ΕΝ.Φ.Ι.Α. κατά
τον κρίσιμο χρόνο (2016), στον οποίο εφαρμόζεται η επίμαχη κανονιστική
ρύθμιση για τον υπολογισμό των φόρων αυτών. Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση
θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά το μέρος που ασκείται από
τους πέντε ανωτέρω αιτούντες. Ωστόσο, ενόψει του ότι ο αντίστοιχος
περιορισμός του δικαιώματος τους για παροχή ένδικης προστασίας, ο οποίος
ανάγεται στην τεκμηρίωση του εννόμου συμφέροντος τους, δεν προέκυπτε με
σαφήνεια από τις παραπάνω διατάξεις του Π.Δ. 18/1989, όπως έχουν
εφαρμοσθεί από το Δικαστήριο, το οποίο έχει δεχθεί, σε παρόμοιες
περιπτώσεις προσβολής κανονιστικής πράξης προσδιορισμού των τιμών ζώνης,
ότι προκύπτει η ιδιότητα του ιδιοκτήτη-βαρυνόμενου και, συνακόλουθα, το
έννομο συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος από τίτλους
ιδιοκτησίας (όπως συμβόλαια αγοράς ή γονικής παροχής) ή/και αποδεικτικά
υποβολής δήλωσης στο κτηματολόγιο (βλ. ΣτΕ 2017/2012, 2018/2012,
2019/2012, 2020/2012 επταμ.), η απόρριψη της παρούσας αίτησης ως
απαράδεκτης, ως προς τους αιτούντες υπ' αριθμ. 2, 3, 4, 5 και 6, χωρίς
να τους χορηγηθεί η δυνατότητα θεραπείας της παραπάνω έλλειψης, δεν θα
ήταν συμβατή με τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ.
ΣτΕ 3705/2015, ΣτΕ 2131/2015, Ολομ. ΣτΕ 1619/2012, ΣτΕ 2436/2012 επταμ.,
ΕΑ ΣτΕ 737/2012 πενταμ.). Συνεπώς, το Δικαστήριο απέχει από τη
διατύπωση οριστικής κρίσης επί της παρούσας αίτησης, καθ' ό μέρος αυτή
ασκείται από τους προαναφερόμενους πέντε αιτούντες, προκειμένου να τους
παρασχεθεί η δυνατότητα να τεκμηριώσουν νομίμως και επαρκώς το έννομο
συμφέρον τους. Δεδομένου, δε, ότι, σύμφωνα με τα κριθέντα στην
προηγούμενη σκέψη, η αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, αναφορικά με τον
αιτούντα υπ' αριθμ. 1, ο οποίος στερείται εννόμου συμφέροντος, δεν
συντρέχει περίπτωση ομοδικίας μεταξύ αυτού και των προαναφερόμενων
λοιπών αιτούντων. Τούτων έπεται ότι πρέπει, κατ' εφαρμογή της
προπαρατεθείσας διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 45 του Π.Δ.
18/1989, να αναβληθεί η εκδίκαση της υπόθεσης ως προς τους αιτούντες υπ'
αριθμ. 2, 3, 4, 5 και 6 για τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2016 και να
διαταχθεί χωρισμός του αρχικού ενιαίου δικογράφου, με κατάθεση
αυτοτελών δικογράφων από αυτούς, ειδικότερα, δε, για λόγους αναγόμενους
στη (μη) συνδρομή δεσμού ομοδικίας μεταξύ τους (δεδομένου ότι οι εν λόγω
αιτούντες προβάλλουν κυριότητα επί ακινήτων σε διαφορετικές ζώνες και,
συγκεκριμένα, οι αιτούντες υπ' αριθμ. 2 και 3 στη Β ζώνη ....., η
αιτούσα υπ' αριθμ. 4 στη ΣΤ ζώνη ..... και οι αιτούντες υπ' αριθμ. 5 και
6 στη Γ ζώνη .....), με κατάθεση τριών χωριστών δικογράφων (ενός από
τους αιτούντες υπ' αριθμ. 2 και 3, ενός από την αιτούσα υπ' αριθμ. 4 και
ενός από τους αιτούντες υπ' αριθμ. 5 και 6).
Διά ταύτα
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που ασκείται από το δήμο ......
Αναβάλλει την εκδίκαση της υπόθεσης ως προς τους λοιπούς αιτούντες, για
τη δικάσιμο της 14ης Δεκεμβρίου 2016, κατά τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου της κρινόμενης αίτησης και την
κατάθεση νέων αυτοτελών δικογράφων από τους αιτούντες υπ' αριθμ. 2, 3,
4, 5 και 6 του δικογράφου, εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την
κοινοποίηση σε αυτούς της παρούσας απόφασης, κατά τα εκτιθέμενα στο
σκεπτικό.
Διατάσσει την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στους διαδίκους.
Επιβάλλει στο δήμο ....... τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Ιουνίου 2016
Η Πρόεδρος του Β' Τμήματος
Ε. Σάρπ
Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Οκτωβρίου 2016.
Η Γραμματέας
Κ. Ανδρέου
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος
Ι. Τράβαρης
26 Oct, 2016