Υπόθεση C‑548/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόλησ

Υπόθεση C‑548/15 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 2016 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόλησ


Στην υπόθεση C‑548/15,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Οκτωβρίου 2015, στο πλαίσιο της δίκης

J. J. de Lange

κατά

Staatssecretaris van Financiën,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.‑C. Bonichot, προεδρεύοντα τμήματος, A. Arabadjiev (εισηγητή) και C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την M. Bulterman και τον J. Langer,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τις E. Creedon και J. Quaney και από τον A. Joyce, επικουρούμενους από τον D. Fennelly, barrister,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk, C. Meyer-Seitz, U. Persson και N. Otte Widgren καθώς και από τους E. Karlsson και L. Swedenborg,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και M. van Beek,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας καθώς και του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του J. J. de Lange και του Staatssecretaris van Financiën (Υπουργού Οικονομικών, Κάτω Χώρες), με αντικείμενο την άρνηση του δεύτερου να χορηγήσει στον πρώτο δικαίωμα προς έκπτωση του συνόλου των δαπανών εκπαιδεύσεως στις οποίες υποβλήθηκε.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, «σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη».

4        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

α)      συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο·

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν:

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία [...]

[...]».

5        Το άρθρο 3 της ιδίας οδηγίας, που τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής», ορίζει τα εξής:

«1.      Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην [Ευρωπαϊκή Ένωση], η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:

[...]

β)      την πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής κατάρτισης, επιμόρφωσης και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, συμπεριλαμβανομένης της απόκτησης πρακτικής επαγγελματικής πείρας·

γ)      τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών·

[...]».

6        Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78 ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

α)      την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους·

[...]».

7        Το άρθρο 16 της οδηγίας 2000/78, που επιγράφεται «Συμμόρφωση», ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να:

α)      καταργηθεί κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη αντιβαίνουσα στην αρχή της ίσης μεταχείρισης·

[...]».

 Το ολλανδικό δίκαιο

8        Το άρθρο 6.30 του wet inkomstenbelasting 2001 (νόμου του 2001 περί φορολογίας εισοδήματος), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί φορολογίας εισοδήματος), προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι δαπάνες εκπαιδεύσεως μπορούν να εκπίπτουν εφόσον το συνολικό ποσό τους υπερβαίνει τα 500 ευρώ και, [όσον αφορά προγράμματα των οποίων η παρακολούθηση γίνεται] εκτός της κανονικής εκπαιδευτικής περιόδου , για συνολικό ποσό που δεν υπερβαίνει τα 15 000 ευρώ.

[...]

3.      Η κανονική εκπαιδευτική περίοδος είναι η δηλωτέα από τον φορολογούμενο περίοδος, η οποία δεν υπερβαίνει τα δεκαέξι ημερολογιακά τρίμηνα και κατά την οποία αυτός, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του αλλά πριν από τη συμπλήρωση του 30ού έτους της ηλικίας του, αφιερώνει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, τον διαθέσιμο για εργασία χρόνο του σε εκπαίδευση η οποία συνεπάγεται τόσες ώρες φοιτήσεως ώστε να μην είναι παράλληλα δυνατή η πλήρης εργασιακή απασχόληση.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

9        Κατά τη διάρκεια του 2008, ο J. J. de Lange, ηλικίας τότε 32 ετών, ξεκίνησε εκπαίδευση χειριστή αεροσκάφους εναερίων γραμμών. Στη δήλωσή του για τον φόρο εισοδήματος και τις οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές για το έτος 2009, δήλωσε ως εκπιπτόμενη προσωπική δαπάνη το ποσό των 44 057 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στις δαπάνες της εκπαιδεύσεως αυτής.

10      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης νομοθεσία παρέχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στα πρόσωπα που δεν έχουν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους το δικαίωμα να εκπέσουν από το φορολογητέο εισόδημά τους το σύνολο των δαπανών επαγγελματικής καταρτίσεως. Αντιθέτως, το δικαίωμα προς έκπτωση αυτό περιορίζεται στο ποσό των 15 000 ευρώ για όσα πρόσωπα έχουν συμπληρώσει την ηλικία αυτή.

11      Βάσει των ανωτέρω, η ολλανδική φορολογική διοίκηση αναγνώρισε στον ενδιαφερόμενο δικαίωμα προς έκπτωση κατ’ αποκοπήν ποσού ανερχόμενου μόνο σε 15 000 ευρώ.

12      Δεδομένου ότι η προσφυγή που άσκησε ο J. J. de Lange κατά της αποφάσεως αυτής απορρίφθηκε πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, ο ενδιαφερόμενος άσκησε αναίρεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

13      Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η οδηγία 2000/78 και η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας τυγχάνουν εφαρμογής επί φορολογικής ρυθμίσεως που αφορά την έκπτωση των δαπανών εκπαιδεύσεως. Εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, διερωτάται αν η διαφορετική μεταχείριση την οποία συνεπάγεται η ως άνω ρύθμιση και η οποία συνίσταται στην αναγνώριση ή μη δικαιώματος προς πλήρη έκπτωση με βάση, μεταξύ άλλων, το κριτήριο της ηλικίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως δικαιολογημένη.

14      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει το άρθρο 3 της οδηγίας 2000/78 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή επί περιλαμβανομένου σε φορολογική ρύθμιση φορολογικού πλεονεκτήματος, δυνάμει του οποίου οι δαπάνες εκπαιδεύσεως, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μπορούν να εκπέσουν από το φορολογητέο εισόδημα;

Αν η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι αρνητική:

2)      Πρέπει η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, να εφαρμοστεί επί φορολογικού πλεονεκτήματος, δυνάμει του οποίου οι δαπάνες εκπαιδεύσεως μπορούν να εκπέσουν μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ακόμη και όταν το φορολογικό αυτό πλεονέκτημα δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 και η ρύθμιση αυτή δεν θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης;

Αν η απάντηση στο πρώτο ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα είναι καταφατική:

3)      α)     Μπορεί η κατά παράβαση της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας, ως γενικής αρχή του δικαίου της Ένωσης, διαφορετική μεταχείριση να δικαιολογηθεί κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78;

β)      Αν όχι, ποια κριτήρια ισχύουν για την εφαρμογή της αρχής αυτής ή για τη δικαιολόγηση μιας διακρίσεως λόγω ηλικίας;

4)      α)     Πρέπει το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78 και/ή αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ηλικίας να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογηθεί αν ο λόγος για αυτή τη διαφορετική μεταχείριση αφορά μόνο ένα μέρος των περιπτώσεων οι οποίες υποβάλλονται στην εν λόγω διάκριση;

β)      Μπορεί μια διάκριση λόγω ηλικίας να δικαιολογηθεί από την άποψη του νομοθέτη ότι μετά τη συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας δεν είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός φορολογικού πλεονεκτήματος λόγω της “προσωπικής [οικονομικής] ευθύνης” αυτού ο οποίος το αξιώνει για να επιτύχει τον σκοπό που επιδιώκεται με το φορολογικό αυτό πλεονέκτημα;»

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

 Επί του πρώτου ερωτήματος

15      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι η φορολογική μεταχείριση των δαπανών επαγγελματικής καταρτίσεως στις οποίες έχει υποβληθεί ο ενδιαφερόμενος διαφέρει αναλόγως της ηλικίας του, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.

16      Υπενθυμίζεται ευθύς εξαρχής ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι αυτή επιδιώκει να καθιερώσει ένα γενικό πλαίσιο που να εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία και να του παρέχει αποτελεσματική προστασία από τις διακρίσεις που στηρίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1, μεταξύ των οποίων καταλέγεται η ηλικία (αποφάσεις της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Dansk Jurist- og Økonomforbund, C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 2ας Ιουνίου 2016, C, C‑122/15, EU:C:2016:391, σκέψη 19).

17      Ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι αυτή εφαρμόζεται, εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Ένωση, σε όλα τα πρόσωπα, όσον αφορά την πρόσβαση σε όλα τα είδη και όλα τα επίπεδα επαγγελματικού προσανατολισμού, επαγγελματικής καταρτίσεως, επιμορφώσεως και επαγγελματικού αναπροσανατολισμού, συμπεριλαμβανομένης της αποκτήσεως πρακτικής επαγγελματικής πείρας.

18      Παρατηρείται συναφώς ότι, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, μολονότι αυτή καθεαυτή η πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και την έκταση δικαιώματος προς έκπτωση, όπως είναι το προβλεπόμενο με το άρθρο 6.30 του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος, γεγονός πάντως είναι ότι οι οικονομικές συνέπειες που απορρέουν εντεύθεν είναι ικανές να έχουν αντίκτυπο στη δυνατότητα πραγματικής προσβάσεως στην κατάρτιση αυτή.

19      Η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης φορολογικό πλεονέκτημα επιχειρείται να ενισχυθεί η πρόσβαση των νέων στην εκπαίδευση και να βελτιωθεί η θέση τους στην αγορά εργασίας. Ειδικότερα, σκοπός του δικαιώματος εκπτώσεως το οποίο προβλέπεται με το άρθρο 6.30 του νόμου περί φορολογίας εισοδήματος είναι να βοηθήσει τους νέους, χορηγώντας τους, κατά τη διάρκεια μίας κανονικής εκπαιδευτικής περιόδου, φορολογικά πλεονεκτήματα που διευκολύνουν τη φοίτησή τους κατά την περίοδο αυτή και, κατά συνέπεια, τους παρέχουν τη δυνατότητα να σταθεροποιήσουν τη θέση τους στην αγορά εργασίας.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να χαρακτηριστεί ως σχετική με την πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78.

21      Επομένως, το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, ερμηνευόμενο επίσης υπό το πρίσμα του άρθρου 16, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, κατά το οποίο τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταργηθεί κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη αντιβαίνουσα στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, έχει την έννοια ότι αφορά επίσης φορολογική διάταξη, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία θεσπίστηκε με σκοπό την ενίσχυση της προσβάσεως των νέων στην εκπαίδευση και, ως εκ τούτου, τη βελτίωση της θέσεώς τους στην αγορά εργασίας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, Vergani, C‑207/04, EU:C:2005:495, σκέψη 26).

22      Από τα ανωτέρω έπεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι η φορολογική μεταχείριση των δαπανών επαγγελματικής καταρτίσεως στις οποίες έχει υποβληθεί ο ενδιαφερόμενος διαφέρει αναλόγως της ηλικίας του, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, στο μέτρο κατά το οποίο η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της προσβάσεως των νέων στην εκπαίδευση.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος

23      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, το οποίο έχει υποβληθεί μόνο για την περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο κρίνει ότι η οδηγία 2000/78 δεν τυγχάνει εφαρμογής στη διαφορά της κύριας δίκης.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

24      Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε πρόσωπα που δεν έχουν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους το δικαίωμα να εκπέσουν από τα φορολογητέα εισοδήματά τους το σύνολο των δαπανών επαγγελματικής καταρτίσεως, αλλά προβλέπει περιορισμό του δικαιώματος εκπτώσεως αυτού όταν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει την εν λόγω ηλικία.

25      Κατά τη διάταξη αυτή της οδηγίας 2000/78, θα πρέπει να εξετάζεται αν η προβλεπόμενη διαφορετική μεταχείριση λόγω της ηλικίας των ατόμων που παρακολουθούν τέτοιου είδους εκπαίδευση δικαιολογείται αντικειμενικά και εύλογα από ορισμένο θεμιτό σκοπό, αν τα χρησιμοποιούμενα για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέσα είναι πρόσφορα και αν βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού τον οποίο επιδιώκει ο εθνικός νομοθέτης.

26      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78 προβλέπει επίσης ότι στις περιπτώσεις αυτές διαφορετικής μεταχειρίσεως μπορεί να εμπίπτει ιδίως η καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως και αμοιβής, για τους νέους, ώστε να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους

27      Με βάση τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο σκοπός που συνίσταται στη βελτίωση της θέσεως των νέων στην αγορά εργασίας ώστε να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεμιτός σκοπός, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78.

28      Επομένως, πρέπει να ελεγχθεί εάν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

29      Πρώτον, ως προς το ζήτημα αν φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη την υπόθεση της κύριας δίκης μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρόσφορη, δεν αμφισβητείται ότι η ρύθμιση αυτή είναι ικανή να ενισχύσει τη θέση των νέων στην αγορά εργασίας, στον βαθμό που αποτελεί μέτρο το οποίο τους παρέχει κίνητρο για την παρακολούθηση προγραμμάτων επαγγελματικής καταρτίσεως. Εντούτοις, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση.

30      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη φορολογική ρύθμιση είναι απολύτως αναγκαία.

31      Η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί συναφώς ότι, μολονότι η ρύθμιση αυτή παρέχει αποκλειστικώς και μόνο σε πρόσωπα κάτω των 30 ετών δικαίωμα προς έκπτωση του συνόλου των δαπανών εκπαιδεύσεως από το φορολογητέο εισόδημα, εντούτοις η εν λόγω ρύθμιση δεν επιφυλάσσει στα πρόσωπα άνω των 30 ετών υπέρμετρα μειονεκτική μεταχείριση. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα να εκπίπτουν, σε ετήσια βάση, δαπάνες εκπαιδεύσεως μέχρι του ποσού των 15 000 ευρώ, ανεξαρτήτως του αν οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες αφορούν τον πρώτο ή μεταγενέστερο κύκλο σπουδών.

32      Η Ολλανδική Κυβέρνηση προσθέτει ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκείται χωρίς χρονικούς περιορισμούς, ενώ η δυνατότητα των προσώπων κάτω των 30 ετών να εκπίπτουν το σύνολο των δαπανών εκπαιδεύσεως περιορίζεται σε μία κανονική εκπαιδευτική περίοδο διάρκειας δεκαέξι ημερολογιακών τριμήνων. Καταλήγοντας, η κυβέρνηση αυτή υπογραμμίζει ότι οι δαπάνες εκπαιδεύσεως ανέρχονται κατά μέσο όρο σε 15 000 ευρώ ετησίως.

33      Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα αν ο αποκλεισμός των προσώπων άνω των 30 ετών από το δικαίωμα εκπτώσεως του συνόλου των δαπανών εκπαιδεύσεως είναι δικαιολογημένος, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τα πρόσωπα αυτά είχαν κατά κανόνα την ευκαιρία να παρακολουθήσουν κάποια εκπαίδευση σε προγενέστερο χρόνο και να ασκήσουν επαγγελματική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από εκείνη του νέου που έχει μόλις ολοκληρώσει τη σχολική φοίτησή του και, επομένως, να είναι σε θέση να αναλάβουν τουλάχιστον εν μέρει το οικονομικό βάρος μιας νέας εκπαιδεύσεως.

34      Λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη και στους κοινωνικούς εταίρους στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της απασχολήσεως, δεν προκύπτει ότι κράτος μέλος το οποίο θεσπίζει φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού που συνίσταται στην ενίσχυση της θέσεως των νέων στην αγορά εργασίας.

35      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι επιτρέπει φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε πρόσωπα που δεν έχουν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους το δικαίωμα να εκπέσουν από τα φορολογητέα εισοδήματά τους το σύνολο των δαπανών επαγγελματικής καταρτίσεως, αλλά προβλέπει περιορισμό του δικαιώματος εκπτώσεως αυτού όταν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει την εν λόγω ηλικία, στον βαθμό που, αφενός, η εν λόγω ρύθμιση δικαιολογείται αντικειμενικά και εύλογα από θεμιτό σκοπό αναγόμενο στην πολιτική στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και, αφετέρου, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

36      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έκτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει ότι η φορολογική μεταχείριση των δαπανών επαγγελματικής καταρτίσεως στις οποίες έχει υποβληθεί ο ενδιαφερόμενος διαφέρει αναλόγως της ηλικίας του, εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, στο μέτρο κατά το οποίο η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στην ενίσχυση της προσβάσεως των νέων στην εκπαίδευση.

2)      Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι επιτρέπει φορολογική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία παρέχει, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε πρόσωπα που δεν έχουν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους το δικαίωμα να εκπέσουν από τα φορολογητέα εισοδήματά τους το σύνολο των δαπανών επαγγελματικής καταρτίσεως, αλλά προβλέπει περιορισμό του δικαιώματος εκπτώσεως αυτού όταν ο ενδιαφερόμενος έχει συμπληρώσει την εν λόγω ηλικία, στον βαθμό που, αφενός, η εν λόγω ρύθμιση δικαιολογείται αντικειμενικά και εύλογα από θεμιτό σκοπό αναγόμενο στην πολιτική στον τομέα της απασχολήσεως και της αγοράς εργασίας και, αφετέρου, τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

(υπογραφές)

Πηγή: Taxheaven