Ανδρέας Κ. Σακελλαριάδης
Λογιστής - Φοροτέχνης
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Ν.539/1945 η οποία αναφέρει:
«Η χρονική περίοδος χορηγήσεως της αδείας κανονίζεται μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, του πρώτου υποχρεουμένου να χορηγήση την αιτηθείσαν άδειαν το πολύ εντός διμήνου από της υπό του δευτέρου διατυπώσεως της σχετικής αιτήσεως.
Πάντως το ήμισυ τουλάχιστον των κατ΄ έτος, εν εκάστη επιχειρήσει, δικιαουμένων αδείας δέον να ικανοποιούνται εντός του από 1ης Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου χρονικού διαστήματος.
Η κατά τα ανωτέρω απαιτουμένη αίτησις σκοπεί μόνον εις τον προσδιορισμόν των χρονικών ορίων, εντός των οποίων υφίσταται υποχρέωσις διά την χορήγησιν της αδείας και δεν αποτελεί τυπικήν προϋπόθεσιν διά την υπό του μισθωτού, κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου, άσκησιν του εις άδειαν μετ` αποδοχών δικαιώματος αυτού, του εργοδότου υποχρεουμένου όπως προ της λήξεως του ημερολογιακού έτους, παράσχη την άδειαν έστω και εάν δεν εζητήθη αύτη υπό του μισθωτού».
Αλλά και με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του ιδίου νόμου (539/1945) το οποίο αναφέρει:
Πάσα συμφωνία μεταξύ εργοδότου και μισθωτού, περιλαμβάνουσα την εγκατάλειψιν του εις άδειαν δικαιώματος του μισθωτού ή την παραίτησιν τούτου από του εν λόγω δικαιώματος, και εάν προβλέπη την καταβολήν εις αυτόν επηυξημένης αποζημιώσεως, θεωρείται ανύπαρκτος.
Επιφυλασσομένων των διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας, εργοδότης αρνούμενος την χορήγησιν εις μισθωτόν αυτού της νομίμου κατ`έτος αδείας του, υποχρεούται όπως άμα τη λήξη του έτους, καθ΄ ο δικαιούται αδείας ο μισθωτός, και μετά προηγουμένην διαπίστωσιν της παραλείψεως ταύτης υπό οργάνου του Υπουργείου Εργασίας, καταβάλη εις αυτόν τας αντιστοίχους αποδοχάς των ημερών αδείας, ηύξημένας κατά 100%.
Συμπεραίνουμε ότι , ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να χορηγεί την άδεια στον μισθωτό, ακόμα και αν αυτός δεν δέχεται, έως 31 Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Εάν παρέλθει η προθεσμία , η αξίωση μετατρέπεται σε χρηματική αφού δεν επιτρέπεται η μεταφορά σε επόμενο έτος (ΑΠ 434/2011, Απόφ.Αρ.Πάγου ΑΠ 455/2010, ΑΠ 1234/2003).
Η μεταφορά είναι ανίσχυρη έστω και αν έγινε με την συναίνεση του μισθωτού. (ΑΠ 1234/2003)
Με το 50239/77 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας έχει γίνει δεκτό ότι η άδεια μπορεί να παραταθεί για μερικές μέρες στο επόμενο έτος εάν δεν επαρκούν οι μέρες μέχρι την 31/12 εφόσον ο μισθωτός που θα την λάβει έχει επιστρέψει από ασθένεια ή άδεια τοκετού τον τελευταίο μήνα.
Ακόμα η άδεια μπορεί να παραταθεί και στην περίπτωση που ο μισθωτός ασθενήσει κατά την διάρκεια της άδειας, οπότε η άδεια παρατείνεται τόσες ημέρες όσες είναι και οι εργάσιμες ημέρες της ασθένειας του.
Σε περίπτωση που στο διάστημα της άδειας εμπίπτει εξαιρετέα ή κατ έθιμο εορτή αυτή δεν υπολογίζεται στις ημέρες αδείας και παρατείνεται κατά μία ημέρα. όπως σχετικά προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ΑΝ 539/1945: (Δεν περιλαμβάνονται εις την ετήσιαν άδειαν μετ΄ αποδοχών: α΄) αι επίσημοι ή αι κατ΄ έθιμον εορτάσιμοι ημέραι και β΄) αι διακοπαί εργασίας, αι οφειλόμεναι εις ασθενείαν.)
Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον μισθωτό τις αποδοχές αδείας, απλές όταν δεν υπήρξε άρνηση χορήγησης (όταν ο μισθωτός δεν δέχεται να λάβει άδεια ΑΠ 1224/1976), διπλές (100% αποζημίωση των αποδοχών αδείας) όταν η άδεια ζητήθηκε αλλά ο εργοδότης αρνήθηκε την χορήγηση της. (ΑΠ 1568/1999, ΑΠ 376/2006)
Η προσαύξηση 100 % οφείλεται και όταν ο εργοδότης όφειλε να γνωρίζει ότι ο μισθωτός δικαιούται περισσότερες ημέρες αδείας. (ΑΠ 1191/1985)
Δεν οφείλεται αποζημίωση 100% των αποδοχών αδείας όταν δεν αποδεικνύεται ότι ο μισθωτός ζήτησε την άδεια του και ο εργοδότης τον ανάγκασε να εργαστεί κατά τον χρόνο αυτό. (ΑΠ 636/2000)
Δεν οφείλεται αποζημίωση 100% των αποδοχών όταν ο μισθωτός δεν έλαβε την άδεια με δική του επιθυμία για λόγω αύξησης των αποδοχών του. (ΑΠ 1305/2008)
Προσοχή, σε περίπτωση προσαυξήσεως κατά 100% των αποδοχών αδείας που δεν χορήγησε ο εργοδότης στον μισθωτό εντός του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο οφειλόταν, το επίδομα αδείας δεν διπλασιάζεται διότι ο νόμος 539/1945 αναφέρεται μόνο στις αποδοχές αδείας.
Η ΑΠ 40/2002 δέχεται ότι η δήλη ημέρα καταβολής των αποδοχών και του επιδόματος είναι το τέλος του οικείου ημερολογιακού έτους, άρα ως βάση για τον υπολογισμό τόσο των αποδοχών αδείας και του επιδόματος όσο και της προσαυξήσεως 100% σε περίπτωση μη χορηγήσεως της άδειας είναι οι αποδοχές της 31 Δεκεμβρίου του έτους που αντιστοιχεί η άδεια.
Σε ασφαλιστικές εισφορές υπόκεινται το σύνολο των αποδοχών, οι αποδοχές της κανονικής αδείας και οι αποδοχές του μήνα ( Γν.ΝΣΚ.93/14-1-59,Εγκ.ΙΚΑ 94/61), η δε προσαύξηση αυτών κατά 100% δεν υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές ,διότι θεωρείται ότι έχει τον χαρακτήρα ποινής για τον εργοδότη. (ΑΠ 181/1961, ΑΠ 1890/1982, ΑΠ 889/1989, Εγκ.Υπ.Εργ. 1359/89,1061/96)
Το επίδομα αδείας υπόκειται σε ασφαλιστικές εισφορές γιατί θεωρείται ότι αποτελεί μέρος των τακτικών αποδοχών και όχι αποζημίωση. (ΑΠ 326/1966)
Κάθε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και μισθωτού περί εγκαταλείψεως ή παραιτήσεως του δικαιώματος αδείας ακόμα και εάν προβλέπει σε αποζημίωση αυτής θεωρείται ανύπαρκτη. (άρθρ. 5 παράγρ. 1 του Ν.539/1945, ΑΠ 588/1993)
Παραγραφή
Η αξίωση λήψεως των αποδοχών και του επιδόματος αδείας, καθώς και της προσαυξήσεως 100% ( σε περίπτωση αρνήσεως χορηγήσεως της αδείας) υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, σύμφωνα με το εδάφιο 17 του άρθρου 250 του Α.Κ (ΑΠ 1719/2010)
Παράβαση - ευθύνη εργοδότη
Εφόσον εκ προθέσεως ο εργοδότης δεν χορήγησε την άδεια, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του άρθρου 5 του Α.Ν 539/1945: 7. Αι παραβάσεις των ορισμών του παρόντος νόμου εκδικάζονται, επί τη εγκλήσει των εποπτευόντων την εφαρμογήν του δημοσίων οργάνων ή παντός έχοντος συμφέρον, κατά τας διατάξεις του Ν. Διατάγματος της 25 Νοεμβρίου 1923 "περί αμέσου εκδικάσεως πλημμελημάτων τιμών επ΄ αυτοφώρω" και τιμωρούνται κατά το άρθρον 3 του Νόμου ΓπΛΔ΄ "περί υγιεινής και ασφαλείας των εργατών και περί ωρών εργασίας" ως ετροποποιήθη δια του άρθρου 13 του νόμου 2943 του 1922, του ποσού της εν αυτών οριζομένης χρηματικής ποινής δεκαπλασιαζομένης.
Τα άρθρα 23 και 24 του Νόμου 3996/2011 αναφέρονται στις διοικητικές κυρώσεις του εργοδότη σε περίπτωση παράβασης διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, ειδικά το πρόστιμο για καθεμία παράβαση ανέρχεται από τριακόσια (300) ευρώ και φτάνει μέχρι πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ. (ΥΑ 2063/Δ1 632/3.2.2011)
Υπολογισμός:
Οι ημέρες που υπολογίζονται στην άδεια είναι μόνον οι εργάσιμες, όχι Κυριακές, αργίες, ημέρες ασθένειας και για τους εργαζόμενους με πενθήμερο δεν περιλαμβάνεται η έκτη ημέρα της εβδομάδας την οποία και δεν απασχολούνται.
Οι αποδοχές αδείας είναι οι συνήθεις αποδοχές, ως συνήθεις αποδοχές νοούνται εκείνες που καταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά τρόπο τακτικό και σταθερό ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του, έτσι ώστε να προσδοκάται μετά βεβαιότητας ότι εάν ο εργαζόμενος παρείχε εργασία κατά το διάστημα που κάνει χρήση της ετήσιας κανονικής του άδειας θα τις ελάμβανε, τόσο για τους μισθωτούς με πενθήμερο όσο και για αυτούς με εξαήμερο αμείβονται για τις ίδιες μέρες καθότι ο εργαζόμενος με πενθήμερο αμείβεται και για την έκτη ημέρα. (Υπολογίζονται βάσει στοιχείων του παρελθόντος και όχι βάσει μελλοντικών, δηλαδή πρόσθετη απασχόληση που πρόκειται να πραγματοποιηθεί μετά την άδεια).
Επομένως εμπίπτουν στις συνήθεις αποδοχές και συνυπολογίζονται στις αποδοχές αδείας οι εξής ειδικότερες μισθολογικές παροχές του εργοδότη:
α) Ο βασικός μισθός.
β) Το χρονοεπίδομα ή επίδομα πολυετίας.
γ) Τα επιδόματα ή άλλες συμφωνηθείσες παροχές που προβλέπονται στην ατομική σύμβαση εργασίας, εφόσον παρέχονται τακτικά.
δ) Οι οικειοθελείς παροχές του εργοδότη, εφόσον παρέχονται τακτικά.
ε) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση νόμιμης υπερωριακής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 911/1986, Εφ.Αθ. 1950/1995)
στ) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση υπερεργασιακής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 702/2003, ΑΠ 703/2002, Εφ.Θες/νικης 1038/1993)
ζ) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση νυχτερινής εργασίας, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 659/2003, ΑΠ1449/2002)
η) Η αμοιβή που λαμβάνει ο εργαζόμενος για εκτέλεση εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον αυτή παρέχεται τακτικά. (ΑΠ 659/2003, ΑΠ 1449/2002, ΑΠ 273/1993, ΑΠ 540/1985, ΑΠ 1318/1984)
θ) Οποιαδήποτε έκτακτη οικειοθελή παροχή καταβάλει κατά το χρονικό διάστημα της ετήσιας κανονικής άδειας ο εργοδότης στο προσωπικό του. Π.χ. τον Αύγουστο του 2014 ο εργοδότης καταβάλει εκτάκτως και μόνο τότε στο προσωπικό που εργάζεται στην επιχείρηση του μπόνους 200,00€, λόγω κερδοφορίας της επιχείρησης του. Οι εργαζόμενοι που εκείνο τον μήνα βρίσκονται σε ετήσια κανονική άδεια δικαιούνται επίσης την παροχή αυτή.
Δεν εμπίπτουν στις συνήθεις αποδοχές και δεν συνυπολογίζονται στις αποδοχές αδείας οι εξής ειδικότερες παροχές του εργοδότη:
α) Η αποζημίωση για εκτέλεση παράνομης υπερωριακής απασχόλησης. (ΑΠ 1339/2005)
β) Η αναλογία των επιδομάτων εορτών, δηλαδή των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα. (Εφ. Αθηνών 1950/1995)
γ) Η αποζημίωση που χορηγείται για μη χορήγηση αναπληρωματικής ανάπαυσης, λόγω παροχής εργασίας τις Κυριακές ή τις αργίες.
δ) Οποιεσδήποτε αποζημιώσεις που καταβάλλει ο εργοδότης βάσει πιστοποιητικών, π.χ. για βενζίνη ,διανυκτερεύσεις εκτός έδρας. Εάν αντιθέτως ο εργοδότης καταβάλλει τακτικά τις αποζημιώσεις αυτές χωρίς την χορήγηση εκ μέρους του εργαζόμενου σχετικών πιστοποιητικών, τότε οι αποζημιώσεις αυτές θεωρείται ότι εμπίπτουν στις τακτικές αποδοχές του εργαζόμενου, ως μισθολογική παροχή και συνυπολογίζονται.
ε) Το επίδομα ισολογισμού.
στ) Οποιαδήποτε έκτακτη παροχή του εργοδότη που καταβάλλεται εξ ελευθεριότητας, σε διαφορετικό της χορήγησης της ετήσιας κανονικής άδειας χρονικό σημείο.
Το επίδομα αδείας σε κάθε περίπτωση είναι το ίδιο με τις αποδοχές αδείας, δεν μπορεί να είναι περισσότερο από τον ½ του μισθού ή τα 13 ημερομίσθια.
Σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 3 του ΑΝ 539/1945: «8. Αι αποδοχαί μετά του επιδόματος αδείας, προκαταβάλλονται εις τον μισθωτόν κατά την έναρξιν της αδείας.». Τόσο λοιπόν οι αποδοχές αδείας όσο και το επίδομα αδείας προκαταβάλλονται στον μισθωτό κατά την έναρξη της άδειας, σε περίπτωση τμηματικής χορηγήσεως της άδειας προκαταβάλλεται το ανάλογο μέρος τόσο των αποδοχών όσο και του επιδόματος αδείας.
Βιβλίο Αδειών:
Σύμφωνα με την περίπτωση 2 της ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ ΙΑ.5: ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΜΕΙΩΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ του πρώτου άρθρου του Ν.4254/2014 η παράγραφος 3 του άρθρου 4 του Α.Ν. 539/1945 όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
Κάθε εργοδότης οφείλει να τηρεί ειδικό βιβλίο, τα στοιχεία του οποίου θα πρέπει να παραμένουν στο αρχείο του εργοδότη έτσι ώστε να είναι στην διάθεση κάθε ελέγχου του Σ.Ε.Π.Ε, το οποίο δύναται να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων.
Το ειδικό βιβλίο ή οι μηχανογραφημένες σελίδες πρέπει να φέρουν τα στοιχεία της επιχείρησης, την ένδειξη «Βιβλίο αδειών» και να περιλαμβάνει τις παρακάτω στήλες:
Ονοματεπώνυμο μισθωτών, ημερομηνία πρόσληψης, αριθμός δικαιούμενων ημερών αδείας, χρονολογία έναρξης και λήξης χορηγηθείσας αδείας, αποδοχές αδείας, επίδομα αδείας. Ειδικώς, οι αποδοχές αδείας και το επίδομα αδείας συμπληρώνονται στο σύνολό τους μέχρι το τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους λήψης της κανονικής άδειας.
Στο ΒΙΒΛΙΟ αυτό αναγράφεται αποκλειστικά η (κανονική) άδεια των μισθωτών και όχι, οποιαδήποτε άλλη άδεια, όπως είναι η άδεια μητρότητος , ασθενείας κ.λπ.