ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 12ης Οκτωβρίου 2016 υπόθεση C‑166/15 «Προδικαστική παραπομπή – Διανοητική ιδιοκτησία – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα – Οδηγία 91/250/ΕΟΚ – Άρθρο 4, στοιχεία α΄ και γ΄ – Άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2 – Οδηγία 2009/24/ΕΚ – Άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 – Άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2 – Νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών – Μεταπώληση, ως μεταχειρισμένων, αντιγράφων προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή, καλυπτόμενων από άδεια, ενσωματωμένων σε μη πρωτότυπους υλικούς φορείς – Ανάλωση του δικαιώματος διανομής – Αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής»
Στην υπόθεση C‑166/15,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Rīgas apgabaltiesas Krimināllietu tiesu kolēģija (περιφερειακό δικαστήριο Ρίγας, ποινικό τμήμα, Λεττονία) με απόφαση της 18ης Μαρτίου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Απριλίου 2015, στο πλαίσιο της ποινικής δίκης κατά των
Aleksandrs Ranks,
Jurijs Vasiļevičs,
παρισταμένων των:
Finanšu un ekonomisko noziegumu izmeklēšanas prokuratūra,
Microsoft Corp.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, Μ. Βηλαρά (εισηγητή), J. Malenovský, M. Safjan και D. Šváby, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe
γραμματέας: I. Illéssy, υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Μαρτίου 2016,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– οι A. Ranks και J. Vasiļevičs, εκπροσωπούμενοι από τον M. Krūmiņš, advokāts,
– η Microsoft Corp., εκπροσωπούμενη από τους I. Veikša, I. Krodere και N. Tuominen, advokātes,
– η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους I. Kalniņš και J. Treijs‑Gigulis,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από την F. Varrone, avvocato dello Stato,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την J. Samnadda και τον A. Sauka,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 2016,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά τυπικώς την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΕΕ 2009, L 111, σ. 16).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν από τη Finanšu un ekonomisko noziegumu izmeklēšanas prokuratūra (αρμόδια για την καταστολή των χρηματοοικονομικών και οικονομικών εγκλημάτων εισαγγελική αρχή, Λεττονία) κατά των Alksandrs Ranks και Jurijs Vasiļevičs, κατηγορούμενων για παράνομη πώληση, στο πλαίσιο δράσεώς τους ως οργανωμένης ομάδας, έργων προστατευόμενων από το δικαίωμα του δημιουργού, παράνομη εκ προθέσεως χρήση σήματος τρίτου η οποία έχει ως αποτέλεσμα σοβαρή προσβολή δικαιωμάτων και σοβαρή βλάβη ατομικών συμφερόντων που προστατεύονται εκ του νόμου και άσκηση αδήλωτης οικονομικής δραστηριότητας λόγω της εμπορίας, μέσω πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων, αντιγράφων μεταχειρισμένων προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή ενσωματωμένων σε μη πρωτότυπους υλικούς φορείς.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 2009/24
3 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, και παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 ορίζει:
«1. Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 6, στα αποκλειστικά δικαιώματα του δικαιούχου κατά την έννοια του άρθρου 2 περιλαμβάνεται το δικαίωμα να πραγματοποιεί ή να παρέχει άδεια για:
α) οριστική ή προσωρινή αναπαραγωγή του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, με κάθε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει. Εφόσον η φόρτωση, η εμφάνιση στην οθόνη, η εκτέλεση, η μεταβίβαση ή η αποθήκευση του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή απαιτούν τέτοια αναπαραγωγή, οι πράξεις αυτές υπόκεινται σε άδεια εκ μέρους του δικαιούχου·
[...]
2. Η πρώτη πώληση στην Κοινότητα αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον δικαιούχο του ή με τη συγκατάθεσή του εξαντλεί το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Κοινότητας, εξαιρουμένου του δικαιώματος ελέγχου της περαιτέρω εκμίσθωσης του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή αντιγράφου του.»
4 Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει:
«1. Ελλείψει ειδικών συμβατικών διατάξεων, δεν απαιτείται η άδεια του δικαιούχου για τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία α και β, όταν αυτές είναι αναγκαίες για την κατά προορισμό χρησιμοποίηση του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από το πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης σφαλμάτων.
2. Η δημιουργία εφεδρικού αντιγράφου από πρόσωπο που έχει δικαίωμα χρήσης του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν μπορεί να εμποδίζεται συμβατικώς, στο μέτρο που είναι απαραίτητο για τη χρήση αυτή.»
Η οδηγία 91/250/ΕΟΚ
5 Το άρθρο 4 της οδηγίας 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1991, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών (ΕΕ 1991, L 122, σ. 42), όριζε:
«Με την επιφύλαξη των άρθρων 5 και 6, στα αποκλειστικά δικαιώματα του δικαιούχου κατά την έννοια του άρθρου 2, περιλαμβάνεται το δικαίωμα να πραγματοποιεί ή να παρέχει άδεια για:
α) οριστική ή προσωρινή αναπαραγωγή του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, με κάθε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει. Εφόσον η φόρτωση, η εμφάνιση στην οθόνη, η εκτέλεση, η μεταβίβαση ή η αποθήκευση του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή απαιτούν τέτοια αναπαραγωγή, οι πράξεις αυτές υπόκεινται σε άδεια εκ μέρους του δικαιούχου·
[...]
γ) οποιαδήποτε μορφή διανομής στο κοινό, συμπεριλαμβανομένης της εκμίσθωσης, του πρωτότυπου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή των αντιγράφων του. Η πρώτη πώληση στην Κοινότητα αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από τον δικαιούχο του ή με τη συγκατάθεσή του, εξαντλεί το δικαίωμα διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Κοινότητας, εξαιρουμένου του δικαιώματος ελέγχου περαιτέρω εκμίσθωσης του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ή αντιγράφου του.»
6 Το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας είχε ως εξής:
«1. Ελλείψει ειδικών συμβατικών διατάξεων, δεν απαιτείται η άδεια του δικαιούχου για τις πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4, στοιχεία α και β, όταν αυτές είναι αναγκαίες για την κατά προορισμό χρησιμοποίηση του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή από το πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως, συμπεριλαμβανομένης της διόρθωσης σφαλμάτων.
2. Η δημιουργία εφεδρικού αντιγράφου από πρόσωπο που έχει δικαίωμα χρήσης του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν μπορεί να εμποδίζεται συμβατικώς, στο μέτρο που είναι απαραίτητο για τη χρήση αυτή.»
7 Το άρθρο 7, παράγραφος 1, της ιδίας οδηγίας είχε ως εξής:
«Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4, 5 και 6, τα κράτη μέλη, βάσει της εθνικής τους νομοθεσίας, λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα κατά του προσώπου που προβαίνει σε οποιαδήποτε από τις πράξεις που προβλέπονται στα κατωτέρω στοιχεία α, β και γ:
α) θέτει σε κυκλοφορία αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή γνωρίζοντας, ή έχοντας λόγους να πιστεύει, ότι πρόκειται για κλεψίτυπο·
β) έχει στην κατοχή του για σκοπούς εμπορικούς ένα αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή γνωρίζοντας, ή έχοντας λόγους να πιστεύει, ότι πρόκειται για κλεψίτυπο·
[...]».
8 Η οδηγία 91/250 καταργήθηκε με την οδηγία 2009/24.
Το λεττονικό δίκαιο
9 Το άρθρο 32 του Autortiesību likums (νόμου περί του δικαιώματος του δημιουργού), το οποίο επιγράφεται «Ανάλωση του δικαιώματος διανομής», ορίζει ότι το δικαίωμα διανομής έργου αναλώνεται με την πρώτη πώληση ή κατ’ άλλον τρόπο μεταβίβαση της κυριότητας του έργου εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον η πώληση πραγματοποιείται από τον ίδιο τον δημιουργό ή με τη συναίνεσή του. Η εν λόγω διάταξη ισχύει αποκλειστικώς για τα ενσώματα έργα ή τα αντίγραφα αυτών.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Κατά των A. Ranks και J. Vasiļevičs ασκήθηκε ποινική δίωξη με την κατηγορία ότι, κατά το διάστημα μεταξύ 28ης Δεκεμβρίου 2001 και 22ας Δεκεμβρίου 2004, πώλησαν μέσω πλατφόρμας διαδικτυακών πωλήσεων διάφορα προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή της Microsoft Corp., όπως εκδόσεις του λογισμικού Microsoft Windows και της σειράς λογισμικού οργανώσεως γραφείου Microsoft Office, προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού.
11 Ο ακριβής προσδιορισμός του αριθμού των πωληθέντων αντιτύπων προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα οποία εκτιμάται ότι υπερβαίνουν τα 3 000, όπως και του ποσού που οι κατηγορούμενοι αποκόμισαν από τις εν λόγω πωλήσεις, δεν κατέστη δυνατός στο πλαίσιο της έρευνας. Η υλική ζημία που η Microsoft υπέστη από τις δραστηριότητες των A. Ranks και J. Vasiļevičs αποτιμήθηκε εντούτοις, βάσει των πιστωθέντων στον λογαριασμό τους PayPal ποσών, σε 293 548,40 δολάρια Ηνωμένων Πολιτειών (USD) (περί τα 265 514 ευρώ).
12 Οι A. Ranks και J. Vasiļevičs εδιώχθησαν για διάφορα αδικήματα του λεττονικού ποινικού νόμου και, ειδικότερα, πρώτον, για παράνομη πώληση, στο πλαίσιο δράσεώς τους ως οργανωμένης ομάδας, έργων προστατευόμενων από το δικαίωμα του δημιουργού, δεύτερον, παράνομη εκ προθέσεως χρήση του σήματος τρίτου και, τρίτον, άσκηση αδήλωτης οικονομικής δραστηριότητας.
13 Με απόφαση της 3ης Ιανουαρίου 2012, εκδοθείσα σε πρώτο βαθμό, οι κατηγορούμενοι κηρύχθηκαν ένοχοι για τα αδικήματα της παράνομης πωλήσεως, στο πλαίσιο δράσεώς τους ως οργανωμένης ομάδας, έργων προστατευόμενων από το δικαίωμα του δημιουργού και της παράνομης εκ προθέσεως χρήσεως του σήματος τρίτου, αδικήματα που τυποποιούνται και τιμωρούνται, αντιστοίχως, από το άρθρο 149, παράγραφος 3, και το άρθρο 206, παράγραφος 2, του λεττονικού ποινικού νόμου, καταδικάσθηκαν δε σε μερική αποκατάσταση της ζημίας της Microsoft και στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.
14 Τόσο η εισαγγελική αρχή όσο και οι Α. Ranks και J. Vasiļevičs, καθώς και η Microsoft άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον του Rīgas apgabaltiesas Krimināllietu tiesu kolēģija (περιφερειακού δικαστηρίου Ρίγας, ποινικό τμήμα, Λεττονία), το οποίο, με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2013, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση καθό μέρος αφορούσε την καταδίκη των Α. Ranks και J. Vasiļevičs για το αδίκημα της παράνομης πωλήσεως, στο πλαίσιο δράσεώς τους ως οργανωμένης ομάδας, έργων προστατευόμενων από το δικαίωμα του δημιουργού, καθώς και την επιβληθείσα συναφώς ποινή.
15 Η εισαγγελική αρχή καθώς και οι Α. Ranks και J. Vasiļevičs άσκησαν αντίστοιχες αιτήσεις αναιρέσεως ενώπιον του Augstākās tiesas Senāts (Ανωτάτου Δικαστηρίου Λεττονίας), το οποίο, με διάταξη της 13ης Οκτωβρίου 2013, αναίρεσε την απόφαση του Rīgas apgabaltiesas Krimināllietu tiesu kolēģija (περιφερειακού δικαστηρίου Ρίγας, ποινικό τμήμα) και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον εφετείου για νέα συζήτηση.
16 Κατά τη νέα συζήτηση της υποθέσεως οι Α. Ranks και J. Vasiļevičs ζήτησαν από το Rīgas apgabaltiesas Krimināllietu tiesu kolēģija (περιφερειακό δικαστήριο Ρίγας, ποινικό τμήμα) να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως περί της ερμηνείας του άρθρου 4, παράγραφος 2, και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2009/24.
17 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rīgas apgabaltiesas Krimināllietu tiesu kolēģija (περιφερειακό δικαστήριο Ρίγας, ποινικό τμήμα) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Μπορεί πρόσωπο που απέκτησε πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή με άδεια “μεταχειρισμένου” [εγγεγραμμένο] σε δίσκο που δεν είναι πρωτότυπος, το οποίο λειτουργεί και δεν χρησιμοποιείται από κανέναν άλλο χρήστη, να επικαλεστεί, βάσει των άρθρων 5, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24, την ανάλωση του δικαιώματος διανομής αντιτύπου (αντιγράφου) του εν λόγω προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, το οποίο ο πρώτος αγοραστής απέκτησε από τον δικαιούχο των δικαιωμάτων με τον πρωτότυπο δίσκο, [στην περίπτωση κατά την οποία ο πρωτότυπος] δίσκος [έχει υποστεί] φθορά και ο πρώτος αγοραστής έχει διαγράψει το αντίγραφό του ή δεν το χρησιμοποιεί πλέον;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, δικαιούται πρόσωπο που μπορεί να επικαλεστεί την ανάλωση του δικαιώματος διανομής αντιτύπου (αντιγράφου) του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή να μεταπωλήσει σε τρίτον το εν λόγω πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή σε δίσκο ο οποίος δεν είναι ο πρωτότυπος, κατά τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
18 Υπενθυμίζεται εισαγωγικώς ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 4 των προτάσεών του, η οδηγία 2009/24, της οποίας το άρθρο 4 καταργεί την οδηγία 91/250, ετέθη σε ισχύ στις 25 Μαΐου 2009, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου της 11. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, όμως, ότι οι Α. Ranks και J. Vasiļevičs διώκονται για πράξεις που τελέσθηκαν κατά το διάστημα μεταξύ 28ης Δεκεμβρίου 2001 και 22ας Δεκεμβρίου 2004. Επομένως, επί της διαφοράς της κύριας δίκης τυγχάνει εφαρμογής η οδηγία 91/250 και όχι η οδηγία 2009/24.
19 Συνεπώς, τα δύο ερωτήματα, τα οποία αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24, με το οποίο εισάγεται ο κανόνας της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής του φορέα του δικαιώματος του δημιουργού (στο εξής: δικαιούχος), και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας, το οποίο προβλέπει εξαιρέσεις από το αποκλειστικό δικαίωμα του εν λόγω δικαιούχου για αναπαραγωγή του έργου, θα πρέπει να νοηθούν ως αφορώντα τις ομόλογες διατάξεις της οδηγίας 91/250, ήτοι, αφενός, το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, και, αφετέρου, το άρθρο 4, στοιχείο α΄, και το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, αυτής.
Επί του παραδεκτού
20 Η Λεττονική Κυβέρνηση εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό των ερωτημάτων, υποστηρίζοντας ότι το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να δέχεται ότι οι Α. Ranks και J. Vasiļevičs απέκτησαν νομίμως αντικείμενα προστατευόμενα από το δικαίωμα του δημιουργού, ενώ, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα επίμαχα προγράμματα ηλεκτρονικού υπολογιστή αποτελούν πειρατικά αντίγραφα.
21 Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας, αποτελεί έργο του εθνικού δικαστηρίου το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, εφόσον τα υποβαλλόμενα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο είναι κατ’ αρχήν υποχρεωμένο να αποφανθεί (βλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2010, Rosenbladt, C‑45/09, EU:C:2010:601, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
22 Κατά πάγια νομολογία, ως προς τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που έχει υποβάλει το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου το οποίο έχει προσδιορίσει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει, ισχύει τεκμήριο λυσιτελείας. Άρνηση του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της υποβληθείσας από εθνικό δικαστήριο αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως χωρεί μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης η οποία ζητείται ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή επίσης όταν το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει λυσιτελή απάντηση στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν (βλ. απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2010, Rosenbladt, C‑45/09, EU:C:2010:601, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
23 Εν προκειμένω, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά το ζήτημα αν η μεταπώληση, από τους Α. Ranks και J. Vasiļevičs, αντιγράφων μεταχειρισμένων προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή είναι νόμιμη από πλευράς των επιταγών της οδηγίας 91/250. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό εξαρτάται, επομένως, άμεσα από την ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας, με το οποίο εισάγεται ο κανόνας της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής του δικαιούχου, καθώς και του άρθρου 4, στοιχείο α΄, και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, αυτής, τα οποία αναγνωρίζουν στον εν λόγω δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής, προβλέποντας παράλληλα εξαιρέσεις από το δικαίωμα αυτό.
24 Τα ερωτήματα είναι επομένως παραδεκτά.
Επί της ουσίας
25 Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία επιβάλλεται να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινισθεί εάν, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχεία αʹ και γʹ, καθώς και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/250, ο αγοραστής του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, αντιγράφου το οποίο είναι ενσωματωμένο σε μη πρωτότυπο υλικό φορέα, δύναται κατ’ εφαρμογήν του κανόνα της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής του δικαιούχου να μεταπωλήσει το αντίγραφο αυτό οσάκις, αφενός, ο πρωτότυπος υλικός φορέας του εν λόγω προγράμματος, ο οποίος παραδόθηκε στον αρχικό αγοραστή, έχει υποστεί φθορά και, αφετέρου, ο εν λόγω αρχικός αγοραστής έχει αχρηστεύσει το αντίτυπο του αντιγράφου αυτού που είχε στην κατοχή του ή έχει παύσει να το χρησιμοποιεί.
26 Συναφώς, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, κατά το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας, η πρώτη πώληση αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή εντός της Ένωσης, από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του, επιφέρει ανάλωση του δικαιώματος διανομής του αντιγράφου αυτού εντός της Ένωσης.
27 Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ανάλωση του δικαιώματος διανομής του αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή τέλει υπό τη διττή προϋπόθεση ότι το αντίγραφο αυτό έχει διατεθεί στο εμπόριο και, πιο συγκεκριμένα, έχει πωληθεί από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του. καθώς και ότι η εν λόγω διάθεση στο εμπόριο έχει λάβει χώρα εντός της Ένωσης [βλ., κατ’ αναλογίαν, προκειμένου για το άρθρο 4 της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10), αποφάσεις της 12ης Σεπτεμβρίου 2006, Laserdisken, C‑479/04, EU:C:2006:549, σκέψη 21, καθώς και της 22ας Ιανουαρίου 2015, Art & Allposters International, C‑419/13, EU:C:2015:27, σκέψη 31].
28 Το Δικαστήριο έχει κρίνει κατά το παρελθόν ότι ο χρησιμοποιούμενος στην εν λόγω διάταξη όρος «πώληση», ο οποίος πρέπει να ερμηνεύεται εν ευρεία εννοία, εμπερικλείει όλες τις μορφές εμπορίας του αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή οι οποίες χαρακτηρίζονται από την παροχή δικαιώματος χρονικώς απεριόριστης χρήσεως, έναντι τιμήματος που έχει ως σκοπό να παράσχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να λάβει αμοιβή αντίστοιχη της οικονομικής αξίας του εν λόγω αντιγράφου (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft, C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψη 49).
29 Είναι σαφές ότι η πρώτη διάθεση στην αγορά της Ένωσης, από τον δικαιούχο, αντιγράφου του προγράμματός του ηλεκτρονικού υπολογιστή επί υλικού φορέα όπως δισκέτες, CD-ROM ή DVD-ROM συνιστά πρώτη πώληση του αντιγράφου αυτού κατά την έννοια του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250. Επιβάλλεται, εξάλλου, να γίνει δεκτό ότι, ελλείψει οιασδήποτε αντίθετης ενδείξεως στην απόφαση περί παραπομπής, μια τέτοια πώληση συνοδεύεται από άδεια απεριόριστης χρήσεως του εν λόγω αντιγράφου.
30 Εκ των προεκτεθέντων συνάγεται ότι, βάσει του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, της εν λόγω οδηγίας, o φορέας του δικαιώματος του δημιουργού επί προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ο οποίος πώλησε εντός της Ένωσης αντίγραφο του εν λόγω προγράμματος επί υλικού φορέα, όπως CD-ROM ή DVD-ROM, συνοδευόμενο από άδειας απεριόριστης χρήσεως του εν λόγω προγράμματος, δεν δύναται πλέον να εναντιωθεί στις περαιτέρω μεταπωλήσεις του εν λόγω αντιγράφου από τον αρχικό αγοραστή ή τους διαδοχικούς αγοραστές, ανεξαρτήτως της υπάρξεως ή μη συμβατικών ρητρών που απαγορεύουν περαιτέρω μεταβίβαση (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft, C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψη 77).
31 Εντούτοις, τα υποβληθέντα ερωτήματα δεν αφορούν την περίπτωση της μεταπωλήσεως του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενσωματωμένου επί πρωτότυπου υλικού φορέα, από τον αρχικό αγοραστή του, αλλά την περίπτωση μεταπωλήσεως του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ενσωματωμένου επί μη πρωτοτύπου υλικού φορέα, από πρόσωπο το οποίο το απέκτησε από τον αρχικό αγοραστή ή από διαδοχικό αγοραστή.
32 Η Microsoft, η Ιταλική Κυβέρνηση και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνουν συναφώς με τις παρατηρήσεις τους ότι ο κατ’ άρθρο 4, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250 κανόνας της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής ισχύει μόνο για τον πρωτότυπο υλικό φορέα (δισκέτα, CD‑ROM η DVD-ROM), ο οποίος έχει πωληθεί στον πρώτο αγοραστή και επί του οποίου είναι εγγεγραμμένο το αντίγραφο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή που έχει διατεθεί στο εμπόριο από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του, και όχι για τον μη πρωτότυπο υλικό φορέα του εν λόγω αντιγράφου.
33 Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό ως έχει.
34 Συγκεκριμένα, η προβλεπόμενη από το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250 ανάλωση του δικαιώματος διανομής αφορά αυτό καθ’ εαυτό το αντίγραφο του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή και την άδεια χρήσεως που το συνοδεύει και όχι τον υλικό φορέα επί του οποίου το εν λόγω αντίγραφο διετέθη, ενδεχομένως, το πρώτον προς πώληση εντός της Ένωσης από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του.
35 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24, το οποίο επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250, αναφέρεται, άνευ περαιτέρω διευκρινίσεων, στην «πρώτη πώληση […] αντιγράφου ενός προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή» και, επομένως, δεν εισάγει κάποια διάκριση με κριτήριο τη μορφή, ενσώματη ή άυλη, του εν λόγω αντιγράφου (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft, C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψη 55).
36 Εξ αυτού το Δικαστήριο έχει συναγάγει μεταξύ άλλων ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 2009/24 ανάλωση του δικαιώματος διανομής επέρχεται με την πρώτη πώληση αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή εντός της Ένωσης από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του, ανεξαρτήτως της μορφής, ενσώματης ή άυλης, του πωληθέντος αντιγράφου του εν λόγω προγράμματος (απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft, C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψεις 55 και 61).
37 Εντούτοις, το άρθρο 4, στοιχείο α´, της οδηγίας 91/250 παρέχει ομοίως στον φορέα του δικαιώματος του δημιουργού επί προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το αποκλειστικό δικαίωμα να πραγματοποιεί και να επιτρέπει την οριστική ή προσωρινή αναπαραγωγή του εν λόγω προγράμματος, εν όλω ή εν μέρει, με οιοδήποτε μέσο και υπό οιαδήποτε μορφή, υπό την επιφύλαξη των προβλεπόμενων από τα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας εξαιρέσεων.
38 Ο αποκτών νομίμως το αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο έχει διατεθεί στο εμπόριο από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του δύναται, συνεπώς, να μεταπωλήσει το εν λόγω πρόγραμμα μεταχειρισμένο, κατ’ εφαρμογήν του προβλεπόμενου από το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250 κανόνα της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής, εφόσον η εν λόγω μεταβίβαση δεν προσβάλλει το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που το άρθρο 4, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής αναγνωρίζει στον εν λόγω δικαιούχο και, επομένως, υπό τον όρον ότι οιαδήποτε πράξη αναπαραγωγής του εν λόγω προγράμματος επιτρέπεται από τον δικαιούχο ή εμπίπτει στις προβλεπόμενες από τα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας εξαιρέσεις.
39 Με τις παρατηρήσεις τους οι A. Ranks και J. Vasiļevičs, καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι ο κανόνας της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής επιτρέπει τη μεταπώληση αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, αντιγράφου το οποίο είναι ενσωματωμένο σε μη πρωτότυπο υλικό φορέα, στην περίπτωση κατά την οποία ο πρωτότυπος υλικός φορέας έχει υποστεί φθορά, υπό την επιφύλαξη τηρήσεως των όρων που το Δικαστήριο καθόρισε με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft (C‑128/11, EU:C:2012:407). Σύμφωνα με τους όρους αυτούς, ο αρχικός αγοραστής του ενσωματωμένου σε πρωτότυπο υλικό φορέα αντιγράφου προγράμματος θα πρέπει να διαθέτει άδεια απεριόριστης χρήσεως του προγράμματος αυτού και να αχρηστεύσει οιοδήποτε αντίγραφο του εν λόγω προγράμματος εξακολουθεί να έχει στην κατοχή του κατά τον χρόνο μεταπωλήσεως του αντιγράφου. Στην περίπτωση αυτή η αντιγραφή προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή επί μη πρωτότυπου υλικού φορέα επιτρέπεται δυνάμει των προβλεπόμενων από το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, της ιδίας οδηγίας εξαιρέσεων από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής.
40 Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/250 ορίζει ότι η δημιουργία εφεδρικού αντιγράφου από πρόσωπο που έχει δικαίωμα χρήσεως προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν μπορεί να εμποδίζεται συμβατικώς, στον βαθμό κατά τον οποίο το εν λόγω αντίγραφο είναι απαραίτητο για τη χρήση αυτή. Το άρθρο 9, παράγραφος 1, της ιδίας οδηγίας διευκρινίζει ότι κάθε αντίθετος προς το εν λόγω άρθρο 5, παράγραφος 2, συμβατικός όρος είναι άκυρος.
41 Όπως προκύπτει από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, η δημιουργία εφεδρικού αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή υπόκειται επομένως σε δύο όρους. Το αντίγραφο αυτό πρέπει, αφενός, να δημιουργείται από πρόσωπο που έχει το δικαίωμα χρήσεως του προγράμματος και, αφετέρου, να είναι απαραίτητο για τη χρήση αυτή.
42 Ως εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής του οποίου απολαύει ο φορέας του δικαιώματος του δημιουργού επί προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, η διάταξη αυτή πρέπει, κατά πάγια νομολογία, να τυγχάνει στενής ερμηνείας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 1ης Δεκεμβρίου 2011, Painer, C‑145/10, EU:C:2011:798, σκέψη 109).
43 Επομένως, εφεδρικό αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν δύναται να δημιουργηθεί και να χρησιμοποιηθεί παρά μόνο για τις ανάγκες του προσώπου που έχει το δικαίωμα χρήσεως του εν λόγω προγράμματος και, ως εκ τούτου, το πρόσωπο αυτό δεν δύναται, ακόμη και αν έχει φθείρει, καταστρέψει ή απολέσει τον πρωτότυπο υλικό φορέα του εν λόγω προγράμματος, να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο αντίγραφο με σκοπό τη μεταπώληση του μεταχειρισμένου προγράμματος σε τρίτον.
44 Συνεπώς, όπως επισημαίνουν με τις παρατηρήσεις τους η Microsoft, καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση και η Πολωνική Κυβέρνηση, ο νόμιμος αγοραστής αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή συνοδευόμενου από άδεια απεριόριστης χρήσεως, ο οποίος προτίθεται να το μεταπωλήσει, μετά την ανάλωση των δικαιωμάτων διανομής του δικαιούχου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250, δεν δύναται, ελλείψει αδείας εκ μέρους του εν λόγω δικαιούχου, να μεταβιβάσει στον διαδοχικό αγοραστή το εφεδρικό αντίγραφο του προγράμματος αυτού, δημιουργηθέν δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, με την αιτιολογία ότι ο πρωτότυπος υλικός φορέας που του είχε πωληθεί από τον εν λόγω δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του έχει υποστεί φθορά, έχει καταστραφεί ή έχει απολεσθεί.
45 Εν προκειμένω, μολονότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι A. Ranks και J. Vasiļevičs μεταπώλησαν αντίγραφα προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή εγγεγραμμένων επί μη πρωτότυπων υλικών φορέων, δεν διευκρινίζεται αν αυτοί, ως αρχικοί αγοραστές των εν λόγω προγραμμάτων, δημιούργησαν οι ίδιοι τα μεταπωληθέντα αντίγραφα ή αν τα αντίγραφα αυτά δημιουργήθηκαν από τα πρόσωπα από τα οποία τα απέκτησαν, είτε πρόκειται για αρχικούς νόμιμους αγοραστές είτε όχι.
46 Επιβάλλεται πάντως να γίνει δεκτό ότι, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες απέκτησαν τα αντίγραφα προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή τα οποία μεταπώλησαν, οι A. Ranks και J. Vasiļevičs εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 91/250, αν αποδειχθεί ότι έθεσαν σε κυκλοφορία στην αγορά και είχαν στην κατοχή τους για εμπορικούς σκοπούς κλεψίτυπα προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή.
47 Απόκειται, εντούτοις, αποκλειστικώς στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά στοιχεία που το ίδιο έχει εξακριβώσει, για ένα έκαστο των μεταπωληθέντων από τους A. Ranks και J. Vasiļevičs αντιγράφων προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, αν αυτό αποτελεί κλεψίτυπο κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας και να αντλήσει, ενδεχομένως, τις αντίστοιχες συνέπειες.
48 Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250, οσάκις η πράξη αναπαραγωγής είναι αναγκαία για την κατά προορισμό χρήση του προγράμματος από το πρόσωπο που το απέκτησε νομίμως, δεν απαιτείται, υπό την επιφύλαξη ειδικών συμβατικών διατάξεων, η άδεια του δικαιούχου.
49 Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εκ μέρους του αποκτώντος αγορά και μεταφόρτωση αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή διατιθέμενου στον ιστότοπο του δικαιούχου συνιστά πράξη αναπαραγωγής η οποία επιτρέπεται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, στον βαθμό κατά τον οποίο είναι αναγκαία για την κατά προορισμό χρήση του εν λόγω προγράμματος από το πρόσωπο αυτό (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft, C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψη 75).
50 Το Δικαστήριο έχει κρίνει εξάλλου ότι, σε περίπτωση μεταπωλήσεως του αντιγράφου του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο ο πρώτος αγοραστής έχει αγοράσει και μεταφορτώσει από τον ιστότοπο του δικαιούχου, ο νέος αγοραστής του αντιγράφου αυτού, ο οποίος είναι πρόσωπο που το αποκτά νομίμως κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/250, δικαιούται ομοίως, δυνάμει της εν λόγω διατάξεως, να μεταφορτώσει το αντίγραφο αυτό στον υπολογιστή του, η δε μεταφόρτωση αυτή συνιστά αναπαραγωγή αναγκαία για την κατά προορισμό χρήση του προγράμματος από τον ίδιο (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft, C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψεις 80 και 81).
51 Επισημαίνεται εντούτοις ότι οι περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης διαφέρουν εκείνων της υποθέσεως επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft (C‑128/11, EU:C:2012:407). Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία της δικογραφίας που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι A. Ranks και J. Vasiļevičs εμπορεύθηκαν στο Διαδίκτυο αντίγραφα προγραμμάτων ηλεκτρονικού υπολογιστή ενσωματωμένα σε μη πρωτότυπους υλικούς φορείς, ως προς τα οποία δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι αρχικώς αγοράσθηκαν και μεταφορτώθηκαν από τον ιστότοπο του δικαιούχου.
52 Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι η κατάσταση του προσώπου που αποκτά νομίμως το αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή το οποίο επωλήθη εγγεγραμμένο επί υλικού φορέα που έχει υποστεί φθορά, έχει καταστραφεί ή έχει απολεσθεί και η κατάσταση εκείνου που αποκτά νομίμως αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή αγορασθέντος και μεταφορτωθέντος από το Διαδίκτυο είναι, από πλευράς του κανόνα της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής και του αποκλειστικού δικαιώματος αναπαραγωγής που αναγνωρίζεται στον δικαιούχο, ανάλογες.
53 Ο νομίμως αποκτήσας το αντίγραφο προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος κατέχει άδεια απεριόριστης χρήσεως του εν λόγω προγράμματος, πλην όμως δεν έχει πλέον στη διάθεσή του τον πρωτότυπο υλικό φορέα επί του οποίου το εν λόγω αντίγραφο τού είχε αρχικώς παραδοθεί διότι τον έχει καταστρέψει, του έχει προκαλέσει φθορά ή τον έχει απολέσει, δεν δύναται, εξ αυτού και μόνον του λόγου, να στερείται οιασδήποτε δυνατότητας μεταπωλήσεως του εν λόγω αντιγράφου ως μεταχειρισμένου σε τρίτον, διότι τούτο θα κατέλυε την πρακτική αποτελεσματικότητα της προβλεπόμενης από το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250 αναλώσεως του δικαιώματος διανομής (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft, C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψη 83).
54 Επιπροσθέτως, όπως αναγνώρισε η Microsoft με τη γραπτή απάντησή της στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ο αποκτών νομίμως την άδεια απεριόριστης χρήσεως του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή πρέπει να μπορεί να μεταφορτώσει το αντίγραφο αυτό από τον ιστότοπο του δικαιούχου, καθώς η μεταφόρτωση αυτή συνιστά αναπαραγωγή προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή αναγκαία για την κατά προορισμό χρήση αυτού από τον ίδιο, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft (C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψεις 85).
55 Υπενθυμίζεται εντούτοις ότι ο αρχικός αγοραστής του αντιγράφου του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή, ως προς το οποίο το δικαίωμα διανομής του δικαιούχου έχει αναλωθεί συμφώνως προς το άρθρο 4, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 91/250, ο οποίος προβαίνει στη μεταπώληση αυτού ως μεταχειρισμένου, οφείλει, προς αποφυγή προσβολής του προβλεπόμενου από το άρθρο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 91/250 αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου για αναπαραγωγή του προγράμματός του ηλεκτρονικού υπολογιστή, να αχρηστεύσει οιοδήποτε αντίγραφο έχει στην κατοχή του κατά τον χρόνο μεταπωλήσεως του εν λόγω αντιγράφου (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Ιουλίου 2012, UsedSoft, C‑128/11, EU:C:2012:407, σκέψεις 70 και 78).
56 Διευκρινίζεται επίσης ότι απόκειται στον αποκτήσαντα την άδεια απεριόριστης χρήσεως του αντιγράφου μεταχειρισμένου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή ο οποίος, επικαλούμενος τον κανόνα της αναλώσεως του δικαιώματος διανομής, μεταφορτώνει αντίγραφο του εν λόγω προγράμματος στον ηλεκτρονικό υπολογιστή του από τον ιστότοπο του δικαιούχου να αποδείξει, με οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, ότι απέκτησε νομίμως την εν λόγω άδεια.
57 Εκ του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι, κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχεία α´ και γʹ, και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/250, ο αρχικός αγοραστής του αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή συνοδευόμενου από άδεια απεριόριστης χρήσεως δικαιούται μεν να μεταπωλήσει το εν λόγω αντίγραφο και την άδειά του ως μεταχειρισμένα σε νέο αγοραστή, πλην όμως δεν δύναται, στην περίπτωση κατά την οποία ο πρωτότυπος υλικός φορέας του αντιγράφου που του είχε αρχικώς παραδοθεί έχει υποστεί φθορά, έχει καταστραφεί ή έχει απολεσθεί, να παραδώσει στον νέο αυτόν αγοραστή το εφεδρικό αντίγραφό του του εν λόγω προγράμματος άνευ αδείας του δικαιούχου.
Επί των δικαστικών εξόδων
58 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Κατ’ ορθή ερμηνεία του άρθρου 4, στοιχεία α´ και γʹ, και του άρθρου 5, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 91/250/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Μαΐου 1991, για τη νομική προστασία των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο αρχικός αγοραστής του αντιγράφου προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή συνοδευόμενου από άδεια απεριόριστης χρήσεως δικαιούται μεν να μεταπωλήσει το εν λόγω αντίγραφο και την άδειά του ως μεταχειρισμένα σε νέο αγοραστή, πλην όμως δεν δύναται, στην περίπτωση κατά την οποία ο πρωτότυπος υλικός φορέας του αντιγράφου που του είχε αρχικώς παραδοθεί έχει υποστεί φθορά, έχει καταστραφεί ή έχει απολεσθεί, να παραδώσει στον νέο αυτόν αγοραστή το εφεδρικό αντίγραφό του του εν λόγω προγράμματος άνευ αδείας του δικαιούχου.Πηγή: Taxheaven
12 Oct, 2016