ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Σεπτεμβρίου 2016 C‑105/15 P έως C‑109/15 P  «Αίτηση αναιρέσεως – Πρόγραμμα στηρίξεως σταθερότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας – Δήλωση της Ευρωομάδας σχετικά, μεταξύ άλλων, με την αναδιάρθρωση του

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Σεπτεμβρίου 2016 C‑105/15 P έως C‑109/15 P «Αίτηση αναιρέσεως – Πρόγραμμα στηρίξεως σταθερότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας – Δήλωση της Ευρωομάδας σχετικά, μεταξύ άλλων, με την αναδιάρθρωση του


Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑105/15 P έως C‑109/15 P,

με αντικείμενο πέντε αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκαν στις 27 Φεβρουαρίου 2015,

Κωνσταντίνος Μαλλής, κάτοικος Λάρνακας (Κύπρος) (C-105/15 P),

Έλλη Κωνσταντίνου Μαλλή, κάτοικος Λάρνακας (C-105/15 P),

Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου, με έδρα τη Λευκωσία (Κύπρος) (C-106/15 P),

Πέτρος Χατζηθωμά, κάτοικος Μακεδονίτισσας (Κύπρος) (C‑107/15 P),

Ελενίτσα Χατζηθωμά, κάτοικος Μακεδονίτισσας (C-107/15 P),

Λέλλα Χατζηιωάννου, κάτοικος Λευκωσίας (C-108/15 P),

Μαρίνος Νικολάου, κάτοικος Στροβόλου (Κύπρος) (C-109/15 P),

εκπροσωπούμενοι από τους Ε. Ευσταθίου, Κ. Ευσταθίου και Κ. Λιασίδου, δικηγόρους,

αναιρεσείοντες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.-P. Keppenne και Μ. Κωνσταντινίδη, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενη από την Α. Κουτσούκου, καθώς και από τους O. Heinz και K. Laurinavičius, επικουρούμενους από τον H.‑G. Kamann, Rechtsanwalt,

καθών πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Tizzano, αντιπρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, T. von Danwitz, J. L. da Cruz Vilaça, A. Arabadjiev (εισηγητή) και D. Šváby, προέδρους τμήματος, A. Rosas, E. Juhász, M. Berger, A. Prechal, E. Jarašiūnas, C. G. Fernlund, Μ. Βηλαρά και E. Regan, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Wathelet

γραμματέας: I. Illéssy, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Φεβρουαρίου 2016,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 21ης Απριλίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, ο Κωνσταντίνος Μαλλής και η Έλλη Κωνσταντίνου Μαλλή στην υπόθεση C-105/15 P, το Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου στην υπόθεση C-106/15 P, ο Πέτρος Χατζηθωμά και η Ελενίτσα Χατζηθωμά στην υπόθεση C-107/15 P, η Λέλλα Χατζηιωάννου στην υπόθεση C-108/15 P και ο Μαρίνος Νικολάου στην υπόθεση C-109/15 P ζητούν, αντιστοίχως, την αναίρεση των διατάξεων του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 16ης Οκτωβρίου 2014, Μαλλής και Μαλλή κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑327/13, EU:T:2014:909), της 16ης Οκτωβρίου 2014, Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑328/13, EU:T:2014:906), της 16ης Οκτωβρίου 2014, Χατζηθωμά κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑329/13, EU:T:2014:908), της 16ης Οκτωβρίου 2014, Χατζηιωάννου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑330/13, EU:T:2014:904), καθώς και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Νικολάου κατά Επιτροπής και ΕΚΤ (T‑331/13, EU:T:2014:905) (στο εξής, από κοινού: αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις), με τις οποίες το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές τους με αίτημα την ακύρωση της δηλώσεως της Ευρωομάδας της 25ης Μαρτίου 2013 σχετικά, μεταξύ άλλων, με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα της Κύπρου (στο εξής: επίδικη δήλωση).

 Το νομικό πλαίσιο

 Η Συνθήκη για τον ΕΜΣ

2        Στις 2 Φεβρουαρίου 2012 υπογράφηκε στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) η Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας από το Βασίλειο του Βελγίου, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, τη Δημοκρατία της Εσθονίας, την Ιρλανδία, την Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιταλική Δημοκρατία, την Κυπριακή Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, τη Μάλτα, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, τη Δημοκρατία της Αυστρίας, την Πορτογαλική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Σλοβενίας, τη Σλοβακική Δημοκρατία και τη Δημοκρατία της Φινλανδίας (στο εξής: Συνθήκη για τον ΕΜΣ). Η Συνθήκη αυτή τέθηκε σε ισχύ στις 27 Σεπτεμβρίου 2012.

3        Η αιτιολογική σκέψη 1 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ έχει ως εξής:

«Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμφώνησε στις 17 Δεκεμβρίου 2010 για την ανάγκη θέσπισης μόνιμου μηχανισμού σταθερότητας από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (“ΕΜΣ”) θα αναλάβει το έργο το οποίο διεκπεραιώνουν επί του παρόντος η Ευρωπαϊκή Διευκόλυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (“ΕΔΧΣ”) και ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Χρηματοοικονομικής Σταθεροποίησης (“ΕΜΧΣ”) παρέχοντας, όπου είναι αναγκαίο, χρηματοπιστωτική συνδρομή σε κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ.»

4        Κατά τα άρθρα 1 και 2, καθώς και κατά το άρθρο 32, παράγραφος 2, της εν λόγω Συνθήκης, τα συμβαλλόμενα μέρη, ήτοι τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, συστήνουν μεταξύ τους διεθνή χρηματοδοτικό οργανισμό, τον ΕΜΣ, ο οποίος διαθέτει νομική προσωπικότητα.

5        Το άρθρο 3 της εν λόγω Συνθήκης περιγράφει τον σκοπό του ως εξής:

«Ο σκοπός του ΕΜΣ είναι η κινητοποίηση της χρηματοδότησης και η παροχή στήριξης σταθερότητας, υπό αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοδοτικής συνδρομής, προς όφελος των μελών του ΕΜΣ που αντιμετωπίζουν ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, εφόσον είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της. Προς τον σκοπό αυτό, ο ΕΜΣ έχει το δικαίωμα να αντλεί κεφάλαια με την έκδοση χρηματοπιστωτικών τίτλων ή με τη σύναψη χρηματοοικονομικών ή λοιπών συμφωνιών ή ρυθμίσεων με μέλη του ΕΜΣ, χρηματοοικονομικά ιδρύματα ή άλλα τρίτα μέρη.»

6        Το άρθρο 4, παράγραφοι 1, 3 και 4, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ορίζει:

«1.      Ο ΕΜΣ διαθέτει συμβούλιο διοικητών και συμβούλιο διευθυντών, καθώς και διευθύνοντα σύμβουλο και λοιπό ειδικό προσωπικό, ανάλογα με τις ανάγκες. 

[...]

3.      Η έγκριση μιας απόφασης με αμοιβαία συμφωνία απαιτεί την ομοφωνία των μελών που συμμετέχουν στην ψηφοφορία. Οι αποχές δεν εμποδίζουν τη λήψη απόφασης με αμοιβαία συμφωνία.

4.      Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 3, ενεργοποιείται διαδικασία έκτακτης ψηφοφορίας εφόσον τόσο η Επιτροπή όσο και η [Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)] συμπεραίνουν ότι η μη επείγουσα έκδοση μιας απόφασης για τη χορήγηση ή την υλοποίηση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, όπως καθορίζεται στα άρθρα 13 έως 18, θα απειλούσε την οικονομική και χρηματοπιστωτική βιωσιμότητα της ζώνης του ευρώ. [...]»

7        Το άρθρο 12 της εν λόγω Συνθήκης ορίζει τις αρχές που διέπουν τη στήριξη σταθερότητας και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Εφόσον είναι απαραίτητο για τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της και των κρατών μελών της, ο ΕΜΣ δύναται να παρέχει στήριξη σταθερότητας σε μέλος του ΕΜΣ, κάτω από αυστηρούς όρους, κατάλληλους για το επιλεγμένο μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Οι εν λόγω όροι μπορούν να καλύπτουν το φάσμα από ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής έως τη συνεχή τήρηση προκαθορισμένων όρων επιλεξιμότητας.»

8        Η διαδικασία για τη χορήγηση στήριξης σταθερότητας προς μέλος του ΕΜΣ ορίζεται στο άρθρο 13 της Συνθήκης για τον ΕΜΣ ως εξής:

«1.      Μέλος του ΕΜΣ μπορεί να ζητήσει στήριξη σταθερότητας με αίτηση προς τον πρόεδρο του συμβουλίου διοικητών. Η εν λόγω αίτηση αναφέρει τα μέσα χρηματοπιστωτικής συνδρομής που πρέπει να εξεταστούν. Με την παραλαβή της αίτησης, ο πρόεδρος του συμβουλίου διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ, τα ακόλουθα:

α)      να εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της ζώνης του ευρώ στο σύνολό της ή των κρατών μελών της, εκτός εάν η ΕΚΤ έχει ήδη υποβάλει σχετική ανάλυση βάσει του άρθρου 18 παράγραφος 2,

β)      να εκτιμήσει εάν το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο. Εφόσον κρίνεται χρήσιμο και εφικτό, η εν λόγω εκτίμηση αναμένεται να διενεργείται από κοινού με το [Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ)],

γ)      να εκτιμήσει τις πραγματικές ή δυνητικές ανάγκες χρηματοδότησης του συγκεκριμένου μέλους του ΕΜΣ.

2.      Βάσει της αίτησης του κράτους μέλους του ΕΜΣ και της κατά την παράγραφο 1 εκτίμησης, το συμβούλιο διοικητών δύναται να αποφασίσει να χορηγήσει, κατ’ αρχήν, στήριξη σταθερότητας στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ με τη μορφή διευκόλυνσης χρηματοπιστωτικής συνδρομής.

3.      Εάν εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με την παράγραφο 2, το συμβούλιο διοικητών αναθέτει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή –σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ– να διαπραγματευθεί με το ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ μνημόνιο κατανόησης (“ΜΚ”) όπου θα περιγράφονται αναλυτικά οι όροι που θα συνδέονται με τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής. Το περιεχόμενο του ΜΚ αντικατοπτρίζει τις αδυναμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν και το μέσο χρηματοπιστωτικής συνδρομής που έχει επιλεγεί. Παράλληλα, ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΜΣ καταρτίζει πρόταση συμφωνίας για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής, περιλαμβάνουσα τους όρους και τις προϋποθέσεις χρηματοδότησης, καθώς και την επιλογή των μέσων, που υποβάλλεται στο συμβούλιο διοικητών προς έγκριση.

Το ΜΚ συνάδει πλήρως με τα μέτρα συντονισμού των οικονομικών πολιτικών που προβλέπονται στη [Συνθήκη ΛΕΕ], ιδίως με τυχόν πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε γνώμης, προειδοποίησης, σύστασης ή απόφασης απευθυνόμενης στο ενδιαφερόμενο μέλος του ΕΜΣ.

4.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογράφει το ΜΚ εξ ονόματος του ΕΜΣ, υπό τον όρο της προηγούμενης τήρησης των προϋποθέσεων που καθορίζονται στην παράγραφο 3 και της προηγούμενης έγκρισης από το συμβούλιο διοικητών.

5.      Το συμβούλιο διευθυντών εγκρίνει τη συμφωνία για διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής στην οποία παρουσιάζονται αναλυτικά οι χρηματοοικονομικές πτυχές της στήριξης σταθερότητας που πρόκειται να χορηγηθεί και, κατά περίπτωση, την εκταμίευση της πρώτης δόσης της συνδρομής.

[...]

7.      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή –σε συνεργασία με την ΕΚΤ και, εφόσον είναι εφικτό, από κοινού με το ΔΝΤ– επιφορτίζεται με την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής.»

 Η επίδικη δήλωση

9        Με την επίδικη δήλωση, η Ευρωομάδα ανακοίνωσε την επίτευξη συμφωνίας με τις κυπριακές αρχές επί των ουσιωδών στοιχείων μελλοντικού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο είχε την υποστήριξη όλων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ, καθώς και της Επιτροπής, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Επιπλέον, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τα σχεδιαζόμενα μέτρα αναδιαρθρώσεως του χρηματοπιστωτικού τομέα για τα οποία γινόταν λόγος στο παράρτημα της δηλώσεως αυτής.

 Τα διατάγματα 103 και 104 που εκδόθηκαν βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013

10      Δυνάμει του άρθρου 3(1) και του άρθρου 5(1) του περί εξυγίανσης πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 [ΕΕ, παράρτημα I(I), αριθ. 4379, 22.3.2013, στο εξής: νόμος της 22ας Μαρτίου 2013], η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου (στο εξής: ΚΤΚ), από κοινού με το Υπουργείο Οικονομικών, επιφορτίστηκε με τη λήψη μέτρων για την εξυγίανση των ιδρυμάτων που εμπίπτουν στον εν λόγω νόμο. Προς τον σκοπό αυτό, το άρθρο 12(1) του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 προβλέπει, αφενός, ότι η ΚΤΚ μπορεί, μέσω διατάγματος, να απαιτεί την αναδιάρθρωση των χρεών και υποχρεώσεων, υφιστάμενων ή μελλοντικών, οποιουδήποτε τύπου, του ιδρύματος που υπόκειται σε εξυγίανση, συμπεριλαμβανομένης της μειώσεως, τροποποιήσεως, διευθετήσεως ή αντικαταστάσεως του αρχικού κεφαλαίου ή του υπολειπόμενου ποσού, ή ακόμη να απαιτεί την ολική ή μερική μετατροπή χρεωστικών τίτλων ή υποχρεώσεων σε μετοχικό κεφάλαιο. Το άρθρο αυτό προβλέπει, αφετέρου, ότι οι «εγγυημένες καταθέσεις», κατά την έννοια του άρθρου 2, πέμπτο εδάφιο, του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013, εξαιρούνται από τα μέτρα αυτά. Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι πρόκειται για τις καταθέσεις ποσού κατώτερου των 100 000 ευρώ.

11      Το Περί Διάσωσης με Ίδια Μέσα της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ Διάταγμα του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 103 [ΕΕ, παράρτημα III(I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 769, στο εξής: διάταγμα 103] προβλέπει την ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (στο εξής: Bank of Cyprus) με επιβάρυνση των μη εξασφαλισμένων καταθετών, των μετόχων και των ομολογιούχων της, προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνέχιση της παροχής τραπεζικών υπηρεσιών από αυτή. Έτσι, οι μη εξασφαλισμένες καταθέσεις μετατράπηκαν σε μετοχές της Bank of Cyprus (ποσοστό 37,5 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων), σε τίτλους μετατρέψιμους από την Bank of Cyprus σε μετοχές ή σε καταθέσεις (ποσοστό 22,5 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων), και σε τίτλους μετατρέψιμους από την ΚΤΚ σε καταθέσεις (ποσοστό 40 % των μη εξασφαλισμένων καταθέσεων). Το εν λόγω διάταγμα άρχισε να ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο του 10, στις 06:00 της 29ης Μαρτίου 2013.

12      Οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 2 και 5 του Περί της Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd Διατάγματος του 2013, Κανονιστική Διοικητική Πράξη αριθ. 104 [EE, παράρτημα III(I), αριθ. 4645, 29.3.2013, σ. 781, στο εξής: διάταγμα 104] προβλέπουν τη μεταβίβαση, την 29η Μαρτίου 2013, στις 06:10, ορισμένων στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd (στο εξής: Cyprus Popular Bank) προς την Bank of Cyprus, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων ποσού κάτω των 100 000 ευρώ. Οι καταθέσεις ποσού άνω των 100 000 ευρώ παρέμειναν στη Cyprus Popular Bank, εν αναμονή της εκκαθαρίσεώς της.

 Το ιστορικό των διαφορών

13      Κατά τους πρώτους μήνες του 2012, ορισμένες τράπεζες εγκατεστημένες στην Κύπρο, μεταξύ των οποίων η Cyprus Popular Bank και η Bank of Cyprus, αντιμετώπισαν οικονομικές δυσχέρειες. Στο πλαίσιο αυτό, η Κυπριακή Δημοκρατία έκρινε αναγκαία την ανακεφαλαιοποίησή τους και υπέβαλε στον πρόεδρο της Ευρωομάδας σχετικό αίτημα χρηματοδοτικής συνδρομής από την ΕΔΧΣ ή από τον ΕΜΣ.

14      Με δήλωση της 27ης Ιουνίου 2012, η Ευρωομάδα επισήμανε ότι η ζητηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή θα χορηγούνταν είτε από την ΕΔΧΣ είτε από τον ΕΜΣ, στο πλαίσιο προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο θα συγκεκριμενοποιούνταν από μνημόνιο κατανόησης για το οποίο θα διεξάγονταν διαπραγματεύσεις μεταξύ, αφενός, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από κοινού με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και, αφετέρου, των κυπριακών αρχών.

15      Η Κυπριακή Δημοκρατία και τα λοιπά κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ κατέληξαν σε πολιτική συμφωνία επί σχεδίου μνημονίου κατανόησης τον Μάρτιο του 2013. Με δήλωση της 16ης Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα χαιρέτισε τη συμφωνία αυτή και αναφέρθηκε σε ορισμένα από τα προβλεπόμενα μέτρα προσαρμογής, μεταξύ των οποίων και η θέσπιση εισφοράς επί των τραπεζικών καταθέσεων. Η Ευρωομάδα επισήμανε ότι, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου αυτού, εκτιμούσε ότι ήταν κατ’ αρχήν δικαιολογημένη η χορήγηση χρηματοδοτικής συνδρομής ικανής να εξασφαλίσει την οικονομική σταθερότητα της Κύπρου και της ζώνης του ευρώ και κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να επιταχύνουν τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις.

16      Στις 18 Μαρτίου 2013, η Κυπριακή Δημοκρατία προέβλεψε ειδική αργία των τραπεζών για τις 19 και 20 Μαρτίου 2013. Με δήλωση της ίδιας ημέρας, ο πρόεδρος της Ευρωομάδας επισήμανε ότι η εισφορά επί των τραπεζικών καταθέσεων, σε συνδυασμό με τη ζητηθείσα χρηματοδοτική συνδρομή, θα χρησιμοποιούνταν για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του κυπριακού τραπεζικού τομέα και, άρα, για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της Κύπρου. Επισήμανε, εντούτοις, ότι κατά την άποψη της Ευρωομάδας οι μικροκαταθέτες θα έπρεπε να τύχουν διαφορετικής μεταχειρίσεως σε σχέση με τους μεγαλοκαταθέτες και τόνισε ότι ήταν σημαντικό να υπάρξει πλήρης διασφάλιση των καταθέσεων κάτω των 100 000 ευρώ. Τέλος, ο πρόεδρος της Ευρωομάδας παρότρυνε, εξ ονόματος αυτής, τις κυπριακές αρχές και την κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων να θέσουν άμεσα σε εφαρμογή τα συμφωνηθέντα μέτρα.

17      Οι κυπριακές αρχές αποφάσισαν να παρατείνουν την αργία των τραπεζών έως τις 28 Μαρτίου 2013 προκειμένου να αποφευχθούν μαζικές αναλήψεις από τους καταθέτες.

18      Στις 19 Μαρτίου 2013, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων καταψήφισε το σχέδιο νόμου της Κυπριακής Κυβερνήσεως για τη θέσπιση εισφοράς επί όλων των τραπεζικών καταθέσεων στην Κύπρο. Εν συνεχεία, η κυπριακή Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον νόμο της 22ας Μαρτίου 2013.

19      Στις 25 Μαρτίου 2013, η Ευρωομάδα προέβη στην επίδικη δήλωση. Την ίδια ημέρα, ο διοικητής της ΚΤΚ αποφάσισε να κινήσει διαδικασία εξυγιάνσεως για την Bank of Cyprus και τη Cyprus Popular Bank. Προς τον σκοπό αυτό εκδόθηκαν στις 29 Μαρτίου 2013 τα διατάγματα 103 και 104 βάσει του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή προχώρησε σε περαιτέρω συζητήσεις με τις κυπριακές αρχές με σκοπό την οριστικοποίηση του μνημονίου κατανόησης.

20      Κατά τη συνεδρίαση της 24ης Απριλίου 2013 το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ:

–        επιβεβαίωσε, αφενός, ότι στην Επιτροπή και την ΕΚΤ είχε ανατεθεί να προβούν στις εκτιμήσεις που προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, είχε επιφορτιστεί με το καθήκον της διαπραγματεύσεως του εν λόγω μνημονίου κατανόησης με την Κυπριακή Δημοκρατία·

–        αποφάσισε να χορηγήσει στήριξη σταθερότητας, με τη μορφή διευκολύνσεως χρηματοπιστωτικής συνδρομής προς την Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα με την πρόταση του διευθύνοντος συμβούλου του ΕΜΣ·

–        ενέκρινε το σχέδιο μνημονίου κατανόησης που είχαν διαπραγματευθεί η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ΕΚΤ και το ΔΝΤ, και η Κυπριακή Δημοκρατία·

–        ανέθεσε στην Επιτροπή να το υπογράψει εξ ονόματος του ΕΜΣ.

21      Το μνημόνιο κατανόησης υπογράφηκε στις 26 Απριλίου 2013 από τον Υπουργό Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, από τον διοικητή της ΚΤΚ και από τον αντιπρόεδρο της Επιτροπής O. Rehn, ο οποίος ενεργούσε εξ ονόματος του ΕΜΣ.

22      Στις 8 Μαΐου 2013 το διοικητικό συμβούλιο του ΕΜΣ ενέκρινε τη συμφωνία για τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής καθώς και πρόταση για τους όρους καταβολής της πρώτης δόσεως της συνδρομής προς την Κυπριακή Δημοκρατία. Η δόση αυτή έπρεπε να χορηγηθεί σε δύο χωριστές εκταμιεύσεις ποσού περίπου 2 δισεκατομμυρίων ευρώ και 1 δισεκατομμυρίου ευρώ, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν, αντιστοίχως, στις 13 Μαΐου 2013 και στις 26 Ιουνίου 2013. Η δεύτερη δόση, ποσού 1,5 δισεκατομμυρίου ευρώ, εκταμιεύθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 2013.

 Οι διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και οι αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις

23      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 2013, οι νυν αναιρεσείοντες άσκησαν πέντε προσφυγές, ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την επίδικη δήλωση, «η οποία έλαβε την τελική της μορφή με [το διάταγμα 104] του διοικητή της [ΚΤΚ], ως εκπροσωπούντος και/ή ως αντιπροσώπου του [Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών], με την οποία αποφασίσθηκε η “πώληση ορισμένων εργασιών” της [Cyprus Popular Bank] και η οποία στην ουσία αποτελεί κοινή απόφαση της [ΕΚΤ] αλλά και της […] Επιτροπής»·

–        επικουρικώς, να κηρύξει ότι η επίδικη δήλωση, ανεξαρτήτως της μορφής και του τύπου που περιεβλήθη, αποτελεί κατ’ ουσίαν «απόφαση της [ΕΚΤ] και/ή της […] Επιτροπής από κοινού»·

–        έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει την επίδικη δήλωση, «ανεξαρτήτως της μορφής και του τύπου που αυτή περιεβλήθη»·

–        όλως επικουρικότερον, «να ακυρώσει την μέσω της πιο πάνω αποφάσεως [της Ευρωομάδας] κοινή απόφαση της [ΕΚΤ] και/ή της […] Επιτροπής, ανεξαρτήτως της μορφής και του τύπου που αυτή περιεβλήθη», και

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ και/ή την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Με χωριστά δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η και την 9η Οκτωβρίου 2013, αντιστοίχως, η Επιτροπή και η ΕΚΤ προέβαλαν ενστάσεις απαραδέκτου, δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, όπως τροποποιήθηκε πλέον πρόσφατα στις 19 Ιουνίου 2013. Ζήτησαν δε από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

25      Με τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές στο σύνολό τους ως απαράδεκτες.

 Τα αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26      Οι αναιρεσείοντες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει τις αναιρεσιβαλλόμενες διατάξεις και

–        να αναιρέσει την καταδίκη τους στα δικαστικά έξοδα του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.

27      Η Επιτροπή και η ΕΚΤ ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις αιτήσεις αναιρέσεως, και

–        να καταδικάσει τους αναιρεσείοντες στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

28      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Αυγούστου 2015, οι υποθέσεις C‑105/15 P έως C-109/15 P ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

29      Προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες προβάλλουν τρεις λόγους με τους οποίους σκοπούν να αποδείξουν ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον έκρινε ότι η επίδικη δήλωση δεν παρουσίαζε, ως προς αυτούς, τα χαρακτηριστικά πράξεως της οποίας η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει.

30      Η Επιτροπή και η ΕΚΤ ζητούν να κριθούν απαράδεκτες οι αιτήσεις αναιρέσεως και προσθέτουν ότι, εν πάση περιπτώσει, οι λόγοι που προβάλλονται προς στήριξη των αιτήσεων αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

 Επί του παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως

31      Η Επιτροπή και η ΕΚΤ προβάλλουν ένσταση απαραδέκτου των αιτήσεων αναιρέσεως για τον λόγο ότι οι αναιρεσείοντες περιορίζονται, κατ’ ουσίαν, σε επανάληψη των λόγων και επιχειρημάτων που είχαν ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και αμφισβητούν τις σχετικές με πραγματικά περιστατικά εκτιμήσεις στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο προέβη όσον αφορά τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν.

32      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους που αφορούν αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, πλημμέλειες κατά την ενώπιόν του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑192/13 P, EU:C:2014:2156, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Επιπλέον, από τα άρθρα 256 ΣΛΕΕ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και τα άρθρα 168, παράγραφος 1, στοιχείο δ΄, και 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παραθέτει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm και Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, EU:C:2000:361, σκέψη 34, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑192/13 P, EU:C:2014:2156, σκέψη 43).

34      Ειδικότερα, στο άρθρο 169, παράγραφος 2, του ως άνω Κανονισμού, ορίζεται ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι και τα προβαλλόμενα νομικά επιχειρήματα προσδιορίζουν με ακρίβεια τα σημεία του σκεπτικού της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου που αμφισβητούνται.

35      Επομένως, δεν πληροί τις επιταγές περί αιτιολογήσεως που απορρέουν από τις διατάξεις αυτές η αίτηση αναιρέσεως η οποία περιορίζεται στην επανάληψη ή στην κατά γράμμα παράθεση των λόγων και επιχειρημάτων που έχουν ήδη προβληθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, περιλαμβανομένων και εκείνων που στηρίζονται σε πραγματικούς ισχυρισμούς που έχουν ρητώς απορριφθεί από αυτό. Συγκεκριμένα, μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως αποτελεί στην πραγματικότητα αίτηση για απλή επανεξέταση του δικογράφου της προσφυγής που κατατέθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑192/13 P, EU:C:2014:2156, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Εντούτοις, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση αιτήσεως αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτόν, την αίτησή του αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που είχε ήδη προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η αναιρετική διαδικασία θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (βλ. απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑192/13 P, EU:C:2014:2156, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Εν προκειμένω, οι αναιρεσείοντες, με τους λόγους αναιρέσεως που προβάλλουν, σκοπούν να αποδείξουν την έλλειψη αιτιολογίας ή την ανεπαρκή αιτιολογία των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων και αμφισβητούν την απάντηση που το Γενικό Δικαστήριο ρητώς έδωσε σε νομικά ζητήματα τα οποία μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου εκ μέρους του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως.

38      Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι οι αιτήσεις αναιρέσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 169, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, προσδιορίζουν τα σημεία του σκεπτικού των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων που αμφισβητούνται, καθώς και τους λόγους και τα νομικά επιχειρήματα που παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας.

39      Επομένως, οι αιτήσεις αναιρέσεως είναι παραδεκτές.

 Επί του βασίμου των αιτήσεων αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

40      Με τους τρεις λόγους αναιρέσεως που προβάλλουν και οι οποίοι πρέπει να εξεταστούν από κοινού, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως καθόσον έκρινε, με τη σκέψη 45 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, ότι η επίδικη δήλωση δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί στην Επιτροπή ή την ΕΚΤ. Συναφώς, υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο όφειλε να αναγνωρίσει την αρμοδιότητα της Επιτροπής και της ΕΚΤ για τη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων που συνδέονται με τον ΕΜΣ και να συναγάγει από τη συμμετοχή τους στις συναντήσεις της Ευρωομάδας ότι η εν λόγω δήλωση πρέπει να τους αποδοθεί.

41      Κατά τους αναιρεσείοντες, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον χαρακτήρισε, με τη σκέψη 41 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, την Ευρωομάδα ως απλό «φόρουμ συζητήσεων». Το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι, καθόσον στην Ευρωομάδα δεν ανατέθηκε ούτε μεταβιβάστηκε καμία από τις αρμοδιότητες της Επιτροπής και της ΕΚΤ, η Ευρωομάδα αποτελεί το μέσο διά του οποίου η Επιτροπή και η ΕΚΤ λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τα συγκεκριμένα ζητήματα που συνδέονται με τον ΕΜΣ ή με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ και η Επιτροπή υποχρεούνται να ενεργούν εντός του νομικού πλαισίου που ορίζουν οι Συνθήκες και τα πρωτόκολλα αυτών καθώς και το παράγωγο δίκαιο. Η άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας ή εξουσίας εκτός του πλαισίου αυτού θα ισοδυναμούσε με κατάχρηση εξουσίας.

42      Το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε επίσης να απαντήσει στο επιχείρημα των αναιρεσειόντων ότι η ανακεφαλαιοποίηση της Bank of Cyprus ήταν απλώς η συνέπεια των όρων που επέβαλαν στην Κυπριακή Δημοκρατία η Επιτροπή και η ΕΚΤ με τη δήλωση της Ευρωομάδας. Η συνεκτίμηση της περιστάσεως αυτής θα έπρεπε να οδηγήσει το Γενικό Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, η ζημία που υπέστησαν οι αναιρεσείοντες προκλήθηκε από τις πράξεις και αποφάσεις της Επιτροπής και της ΕΚΤ. Επιπροσθέτως, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τη σκέψη 61 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, αναγνώρισε ότι η επίδικη δήλωση περιέχει διατυπώσεις οι οποίες φαίνονται κατηγορηματικές, χωρίς να αντλήσει συνέπειες από τη διαπίστωση αυτή ή να εξετάσει το επιχείρημα κατά το οποίο, αφενός, ο διοικητής της ΚΤΚ, εκδίδοντας τα διατάγματα 103 και 104, εφάρμοσε «κατά γράμμα» τις αποφάσεις τις οποίες η Επιτροπή και η ΕΚΤ έλαβαν μέσω της Ευρωομάδας και, αφετέρου, η ιδιότητά του ως μέλους του συμβουλίου διοικητών της ΕΚΤ επέτρεπε τον καταλογισμό των πράξεων και/ή των παραλείψεων του στο εν λόγω θεσμικό όργανο.

43      Οι αναιρεσείοντες προσάπτουν επίσης στο Γενικό Δικαστήριο ότι, με τις σκέψεις 53 και 56 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, δεν χαρακτήρισε την επίδικη δήλωση ως πράξη δεκτική προσφυγής και παρέλειψε να απαντήσει στο επιχείρημά τους ότι η εν λόγω δήλωση παρήγαγε αποτελέσματα τόσο επί των δικαιωμάτων τους όσο και επί της περιουσίας τους.

44      Η Επιτροπή και η ΕΚΤ αμφισβητούν τη βασιμότητα των ως άνω λόγων αναιρέσεως.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

45      Καταρχάς, όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το Γενικό Δικαστήριο από τα άρθρα 36 και 53, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν συνεπάγεται ότι το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να αναφέρεται διεξοδικά σε όλους κατά σειράν τους συλλογισμούς που διατύπωσαν ενώπιόν του οι διάδικοι. Συνεπώς, η αιτιολογία μπορεί να είναι έμμεση, υπό τον όρο ότι παρέχει στους μεν ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να αντιληφθούν το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκε το Γενικό Δικαστήριο, στο δε Δικαστήριο επαρκή στοιχεία για την άσκηση του εκ μέρους του αναιρετικού ελέγχου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 8ης Μαρτίου 2016, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑431/14 P, EU:C:2016:145, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο, αφού επισήμανε, με τη σκέψη 39 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, ότι στην Ευρωομάδα αναφέρεται το άρθρο 137 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η σύνθεση και οι ειδικές ρυθμίσεις για τις συνόδους των υπουργών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ καθορίζονται στο πρωτόκολλο αριθ. 14 για την Ευρωομάδα, που προσαρτάται στη Συνθήκη ΛΕΕ, υπενθύμισε, με τη σκέψη 40 των εν λόγω διατάξεων, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αυτού, οι εν λόγω υπουργοί πραγματοποιούν άτυπες συναντήσεις μεταξύ τους, για να συζητούνται τα θέματα που συνδέονται με τις ιδιαίτερες ευθύνες τις οποίες συνυπέχουν στο θέμα του ενιαίου νομίσματος.

47      Με τις σκέψεις 41 έως 45 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, το Γενικό Δικαστήριο, στηριζόμενο, μεταξύ άλλων, στην ως άνω διάταξη του εν λόγω πρωτοκόλλου, έκρινε καταρχάς ότι η Ευρωομάδα είναι φόρουμ συζητήσεων, σε υπουργικό επίπεδο, των αντιπροσώπων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ και όχι όργανο που λαμβάνει αποφάσεις. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, μολονότι η συμμετοχή της Επιτροπής και της ΕΚΤ στις συνόδους της Ευρωομάδας προβλέπεται στο άρθρο 1 του ίδιου πρωτοκόλλου, εντούτοις η Ευρωομάδα αποτελεί άτυπη σύνοδο των υπουργών των οικείων κρατών μελών. Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι από κανένα στοιχείο δεν μπορούσε να συναχθεί ότι η Ευρωομάδα ελέγχεται από την Επιτροπή ή την ΕΚΤ, ούτε ότι ενεργεί ως εντολοδόχος των θεσμικών αυτών οργάνων. Ως εκ τούτου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίδικη δήλωση δεν ήταν δυνατό να αποδοθεί στην Επιτροπή ή την ΕΚΤ.

48      Με τις σκέψεις 47 έως 49 των εν λόγω διατάξεων, το Γενικό Δικαστήριο απέκλεισε επίσης, υπό το πρίσμα των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, το ενδεχόμενο η επίδικη δήλωση, ακόμη και αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να αποδοθεί στον ΕΜΣ και όχι στην Ευρωομάδα, να μπορεί να αποδοθεί στην Επιτροπή ή την ΕΚΤ λόγω του υποτιθέμενου ελέγχου που τα θεσμικά αυτά όργανα ασκούν επί του ΕΜΣ. Ως εκ τούτου, έκρινε ότι η δήλωση αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι προέρχεται από την Επιτροπή ή την ΕΚΤ.

49      Με τις σκέψεις 51 έως 62 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επαλλήλως ότι, καθόσον η Ευρωομάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί όργανο λήψεως αποφάσεων, η δήλωσή της δεν δύναται να θεωρηθεί πράξη η οποία προορίζεται να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων. Προσέθεσε δε ότι η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από την εξέταση του περιεχομένου της επίδικης δηλώσεως στην οποία προέβη κατά τρόπο διεξοδικό στις σκέψεις 54 έως 59 των εν λόγω διατάξεων και κατόπιν της οποίας κατέληξε, με τη σκέψη 60 των διατάξεων αυτών, ότι η επίδικη δήλωση έχει αμιγώς πληροφοριακό χαρακτήρα.

50      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογία των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, η οποία υπομνήσθηκε στις σκέψεις 46 έως 49 της παρούσας αποφάσεως, ανταποκρίνεται στις σχετικές με την αιτιολογία απαιτήσεις που αναφέρονται στη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως.

51      Κατά δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφυγή ακυρώσεως μπορεί να ασκείται κατά όλων των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1981, IBM κατά Επιτροπής, 60/81, EU:C:1981:264, σκέψη 9, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, C-506/13 P, EU:C:2015:562, σκέψη 16).

52      Εν προκειμένω, όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειόντων που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου και κατά το οποίο το πλαίσιο της εκδόσεως της επίδικης δηλώσεως και του τρόπου λειτουργίας της Ευρωομάδας έχει ως συνέπεια η δήλωση αυτή να αντιστοιχεί σε κοινή απόφαση της Επιτροπής και της ΕΚΤ, επισημαίνεται ότι από τη δήλωση της Ευρωομάδας της 27ης Ιουνίου 2012 προκύπτει ότι το συμβούλιο διοικητών ανέθεσε, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 3, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, στην Επιτροπή και την ΕΚΤ να διαπραγματευθούν με τις κυπριακές αρχές ένα πρόγραμμα μακροοικονομικής προσαρμογής το οποίο θα συγκεκριμενοποιούνταν από μνημόνιο κατανόησης.

53      Επιπροσθέτως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο ρόλος της Επιτροπής και της ΕΚΤ, όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 14 σχετικά με την Ευρωομάδα, δεν μπορεί να είναι ευρύτερος από αυτόν που ανατίθεται στα εν λόγω θεσμικά όργανα από τη Συνθήκη για τον ΕΜΣ. Όπως όμως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 48 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, από τη σκέψη 161 της αποφάσεως της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle (C-370/12, EU:C:2012:756), προκύπτει ότι, ναι μεν η Συνθήκη για τον ΕΜΣ αναθέτει στην Επιτροπή και την ΕΚΤ ορισμένα καθήκοντα τα οποία σχετίζονται με την εφαρμογή των σκοπών που η εν λόγω Συνθήκη προβλέπει, πλην όμως, αφενός, τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή και στην ΕΚΤ στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΜΣ δεν παρέχουν ιδία εξουσία λήψεως αποφάσεων και, αφετέρου, οι ενέργειες των εν λόγω δύο οργάνων στο πλαίσιο της ως άνω Συνθήκης δεσμεύουν μόνον τον ΕΜΣ.

54      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στην Επιτροπή στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ συνίστανται στην εκτίμηση των αιτήσεων χορηγήσεως στήριξης σταθερότητας (άρθρο 13, παράγραφος 1), στην εκτίμηση της υπάρξεως εκτάκτου ανάγκης (άρθρο 4, παράγραφος 4), στη διαπραγμάτευση μνημονίου κατανόησης στο οποίο περιγράφονται αναλυτικά οι όροι που θα συνδέονται με τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής (άρθρο 13, παράγραφος 3), στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής (άρθρο 13, παράγραφος 7) και στη συμμετοχή στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοικητών και του συμβουλίου διευθυντών υπό την ιδιότητα του παρατηρητή (άρθρα 5, παράγραφος 3, και 6, παράγραφος 2) (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 156).

55      Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 4, της Συνθήκης για τον ΕΜΣ, στην Επιτροπή ανατίθεται επίσης η υπογραφή του μνημονίου κατανόησης εξ ονόματος του ΕΜΣ, υπό τον όρο ότι το μνημόνιο αυτό πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στην παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου 13 και ότι έχει προηγουμένως εγκριθεί από το συμβούλιο διοικητών του ΕΜΣ.

56      Όσον αφορά την ΕΚΤ, τα καθήκοντα τα οποία ανατέθηκαν σε αυτή στο πλαίσιο της Συνθήκης για τον ΕΜΣ συνίστανται στην εκτίμηση του επείγοντος των αιτήσεων χορηγήσεως στήριξης σταθερότητας (άρθρο 4, παράγραφος 4), στη συμμετοχή στις συνεδριάσεις του συμβουλίου διοικητών και του συμβουλίου διευθυντών υπό την ιδιότητα του παρατηρητή (άρθρο 5, παράγραφος 3, και άρθρο 6, παράγραφος 2) και, σε συνεργασία με την Επιτροπή, στην εκτίμηση των αιτήσεων χορηγήσεως στήριξης σταθερότητας (άρθρο 13, παράγραφος 1), στη διαπραγμάτευση μνημονίου κατανόησης (άρθρο 13, παράγραφος 3) και στην παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους όρους που συνοδεύουν τη διευκόλυνση χρηματοπιστωτικής συνδρομής (άρθρο 13, παράγραφος 7) (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2012, Pringle, C‑370/12, EU:C:2012:756, σκέψη 157).

57      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το γεγονός ότι η Επιτροπή και η ΕΚΤ συμμετέχουν στις συνεδριάσεις της Ευρωομάδας δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα των δηλώσεων της τελευταίας και ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι, λόγω αυτού, η επίδικη δήλωση αποτελεί έκφραση της εξουσίας λήψεως αποφάσεων των δύο αυτών θεσμικών οργάνων της Ένωσης.

58      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η επίδικη δήλωση δεν περιέχει κανένα στοιχείο το οποίο να συνιστά έκφραση αποφάσεως της Επιτροπής και της ΕΚΤ περί επιβολής στο οικείο κράτος μέλος της νομικής υποχρεώσεως να εφαρμόσει τα μέτρα που η δήλωση αυτή προβλέπει.

59      Όπως το Γενικό Δικαστήριο κατ’ ουσίαν τόνισε με τη σκέψη 60 των αναιρεσιβαλλομένων διατάξεων, η δήλωση αυτή, αμιγώς πληροφοριακού χαρακτήρα, σκοπούσε στην ενημέρωση του κοινού για την ύπαρξη μιας πολιτικής συμφωνίας μεταξύ της Ευρωομάδας και των κυπριακών αρχών η οποία εξέφραζε την κοινή βούληση περί διεξαγωγής διαπραγματεύσεων κατά τους όρους της εν λόγω δηλώσεως.

60      Υπό τις συνθήκες αυτές, η έκδοση από την Κυπριακή Δημοκρατία του νόμου της 22ας Μαρτίου 2013 που δημιούργησε το αναγκαίο νομικό πλαίσιο για την αναδιάρθρωση των οικείων τραπεζικών ιδρυμάτων και παρέσχε στην ΚΤΚ την εξουσία εκδόσεως των διαταγμάτων 103 και 104 δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ως επιβληθείσα από μια υποτιθέμενη κοινή απόφαση της Επιτροπής και της ΕΚΤ η οποία έλαβε τη μορφή της επίδικης δηλώσεως.

61      Τέλος, στο μέτρο που οι αναιρεσείοντες σκοπούσαν, με τις προσφυγές τους, στην ακύρωση της δηλώσεως της Ευρωομάδας, επισημαίνεται ότι όχι μόνον ο χαρακτηρισμός «άτυπη» απαντά στο γράμμα του πρωτοκόλλου αριθ. 14 σχετικά με την Ευρωομάδα που προσαρτάται στη Συνθήκη ΛΕΕ, αλλά επίσης η Ευρωομάδα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των διαφόρων συνθέσεων του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρατίθενται στο παράρτημα I του εσωτερικού κανονισμού αυτού που εγκρίθηκε με την απόφαση του Συμβουλίου 2009/937/ΕΕ, της 1ης Δεκεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 325, σ. 35), στον κατάλογο των οποίων παραπέμπει το άρθρο 16, παράγραφος 6, ΣΕΕ. Ως εκ τούτου, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 55 έως 65 των προτάσεών του, η Ευρωομάδα δεν είναι δυνατόν ούτε να εξομοιωθεί με σύνθεση του Συμβουλίου ούτε να χαρακτηρισθεί ως όργανο ή οργανισμός της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

62      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, οι αιτήσεις αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

63      Δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

64      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

65      Δεδομένου ότι οι αναιρεσείοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής και της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως στις υποθέσεις C‑105/15 P έως C‑109/15 P.

2)      Καταδικάζει τους Κωνσταντίνο Μαλλή, Έλλη Κωνσταντίνου Μαλλή, Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Τραπέζης Κύπρου, Πέτρο Χατζηθωμά, Ελενίτσα Χατζηθωμά, Λέλλα Χατζηιωάννου και Μαρίνο Νικολάου στα δικαστικά έξοδα.

Πηγή: Taxheaven