Πρωτ. 11536
Διεκπ. 7963
(ΦΕΚ Α' 146/05-08-2016)
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Έχοντας υπόψη:
1. το άρθρο 65 παρ. 1 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 97 (πρώην άρθρο 103) του Κανονισμού της Βουλής (Μέρος Β' - ΦΕΚ 51 Α'/10.4.1997), όπως ισχύει,
2. Το {start}άρθρο 3Α παρ. 6{end} του Ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α') όπως ισχύει,
3. Τον Κανονισμό Λειτουργίας της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης και της Ειδικής Υπηρεσίας, όπως εκδόθηκαν ομόφωνα στη συνεδρίαση της 28ης Ιουλίου από την Επιτροπή του {start}άρθρου 3 Α'{end} του Ν. 3213/2003 (ΦΕΚ 309 Α'),
4. την κατά POE' συνεδρίαση της 3.8.2016 απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής των Ελλήνων,
Παραγγέλλουμε
τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της αποφάσεως αυτής, που έχει ως εξής:
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ {start}ΑΡΘΡΟΥ 3Α{end} ΤΟΥ Ν. 3213/2003
Με την {start}παρ. 4 του άρθρου 175{end} του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α' 94/27-5-2016) τροποποιήθηκε η {start}παρ. 6 του άρθ. 3Α'{end} του Ν. 3213/2003, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 225 του Ν. 4281/2014 και ορίστηκε ότι: «Ολα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής».
Ενόψει της ρυθμίσεως αυτής, η Επιτροπή Ελέγχου, συγκροτούμενη από τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο με τον αναπληρωτή του, Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, το Συνήγορο του Πολίτη, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του και Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, προβαίνει στην κατάρτιση και έκδοση του Κανονισμού Λειτουργίας της, ο οποίος στη συνέχεια τίθεται υπό την κρίση της Ολομέλειας της Βουλής για την έγκρισή του κατά τα οριζόμενα ανωτέρω.
Άρθρο 1
Ο παρών Κανονισμός Λειτουργίας διέπεται από τις διατάξεις των {start}άρθρων 3Α'{end} και {start}3Β'{end} του Ν. 3213/2003, όπως προστέθηκαν με τα άρθρα 225 και 226 του Ν. 4281/2014 και αντικαταστάθηκαν, η πρώτη από αυτές κατά ένα μέρος της από το {start}άρθρο 175{end} του Ν. 4389/2016 και η δεύτερη από το {start}άρθρο 176{end} του ίδιου νόμου και το {start}άρθρο 3{end} του Ν. 3213/2003, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 224 του Ν. 4281/2014 και στη συνέχεια με το {start}άρθρο 174{end} του Ν. 4389/2016 ως και από τις διατάξεις του άρθρου 21 του Ν. 3023/2002, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει με το {start}άρθρο 19{end} του Ν. 4304/2014 και από τις διατάξεις του Ν. 2690/1999 (Κ.Δ.Δ), όπως εκάστοτε ισχύουν, με την επιφύλαξη ειδικότερων ρυθμίσεων του παρόντος Κανονισμού.
Άρθρο 2
Συγκρότηση
1) Για τη νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής απαιτείται ο ορισμός των μελών της με απόφαση του Προέδρου της Βουλής κατά τις διακρίσεις που ορίζονται για καθένα των μελών από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 175 του Ν. 4389/2016, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 3Α' του Ν. 3213/2003, όπως προστέθηκε με το άρθρο 225 του Ν. 4281/2014. Ειδικότερα:
• Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των αναφερομένων στις περιπτώσεις α' έως ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν. 3213/2003 προσώπων ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου, η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από εννέα (9) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές. Η έδρα της καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
• Η Επιτροπή συγκροτείται από:
α) Τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.
β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του,
γ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του,
δ) Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του (που ορίζονται με απόφαση των Ανωτάτων Δικαστικών Συμβουλίων των οικείων δικαστηρίων μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Οι Δικαστές, ως μέλη της Επιτροπής, ορίζονται με θητεία δύο ετών που δύναται να ανανεωθεί έως δύο ακόμη έτη.
ε) Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής, για θητεία τεσσάρων ετών.
στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητας και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.
ζ) Το Συνήγορο του Πολίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.
η) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας.
θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Σε περίπτωση γενικών βουλευτικών εκλογών, η Επιτροπή ανασυγκροτείται ως προς τα κοινοβουλευτικά μέλη εντός μηνός από την εκλογή του προεδρείου της νέας Βουλής. Για όσα μέλη εκλέγονται ή υποδεικνύονται από τρίτους και τα μέλη αυτά δεν έχουν ακόμη εκλεγεί ή υποδειχθεί από τα αρμόδια όργανα, η συγκρότηση της Επιτροπής είναι νόμιμη αν έχει εγκαίρως ζητηθεί εγγράφως από τον Πρόεδρο της Βουλής η επιλογή ή η υπόδειξη τους και τα υπόλοιπα μέλη επαρκούν, ώστε να υπάρχει απαρτία. Σε περίπτωση κενώσεως θέσης τακτικού μέλους από αυτά που ορίζονται στις περιπτώσεις β, γ, δ και ζ του παρόντος άρθρου, ο αναπληρωτής ασκεί τα καθήκοντα του τακτικού μέλους έως τον ορισμό νέου τακτικού μέλους.
2) Εφόσον με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 3Α του Ν. 3213/2003, όπως προστέθηκε με το άρθρο 225 του Ν. 4281/2014 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 4389/2016 προβλέπεται θητεία των μελών της Επιτροπής που είναι δικαστές για δύο (2) έτη με δυνατότητα ανανέωσης έως και δύο (2) ακόμα έτη και του Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με θητεία τεσσάρων (4) ετών, η αντικατάσταση μέλους πριν από τη λήξη της θητείας του είναι δυνατή μόνο για λόγο αναγόμενο στην άσκηση των καθηκόντων του, ο οποίος πρέπει να βεβαιώνεται σε σχετική πράξη.
Άρθρο 3
Σύνθεση - Συνεδριάσεις
1) Η Επιτροπή ως συλλογικό όργανο συνεδριάζει νομίμως όταν στην σύνθεσή του μετέχουν ως τακτικά ή αναπληρωματικά μέλη περισσότερα από τα μισά των διορισμένων τακτικών μελών (απαρτία), δηλαδή πέντε (5) μέλη ή και περισσότερα, εφόσον τουλάχιστον δύο (2) εξ αυτών είναι δικαστικοί λειτουργοί. Η απαρτία πρέπει να υπάρχει καθ' όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης.
2) Ο Πρόεδρος καθορίζει την ημέρα, την ώρα και τον τόπο των συνεδριάσεων και καλεί τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη να συμμετάσχουν. Τα αναπληρωματικά μέλη καλούνται προς αναπλήρωση απόντων ή κωλυομένων μελών της ίδιας κατηγορίας. Η πρόσκληση, η οποία περιλαμβάνει την ημερήσια διάταξη, γνωστοποιείται από το γραμματέα στα μέλη του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής τουλάχιστον τρεις (3) πλήρεις ημέρες πριν από τη συνεδρίαση, μπορεί δε να γίνει και με τηλεφώνημα, τηλεομοιοτυπία, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλο πρόσφορο μέσο, εφόσον το γεγονός τούτο αποδεικνύεται από σχετική σημείωση σε ειδικό βιβλίο, το οποίο πρέπει να φέρει χρονολογία και την υπογραφή του προσώπου που έκανε την πρόσκληση. Η προθεσμία αυτή μπορεί, σε περίπτωση κατεπείγοντος, να συντμηθεί, η πρόσκληση όμως τότε πρέπει να είναι έγγραφη και να βεβαιώνονται σ' αυτήν οι λόγοι που κατέστησαν τη σύντμηση αναγκαία. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν είναι δυνατόν να είναι μικρότερη των 24 ωρών. Πρόσκληση των μελών της Επιτροπής δεν απαιτείται όταν οι συνεδριάσεις γίνονται σε τακτές ημερομηνίες που ορίζονται με απόφαση της Επιτροπής, η οποία γνωστοποιείται στα μέλη κατά τη συνεδρίαση της. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί μη σύννομη πρόσκληση, η συνεδρίαση επαναλαμβάνεται με τους νόμιμους τύπους.
3) Αν κατά τη συνεδρίαση απουσιάσει τακτικό μέλος, το οποίο δεν είχε προσκληθεί, η συνεδρίαση είναι μη νόμιμη. Το ίδιο ισχύει ακόμη και αν, αντ' αυτού, είχε μετάσχει το αντίστοιχο αναπληρωματικό μέλος. Αν υπήρξαν πλημμέλειες ως προς την κλήτευση μέλους, το συλλογικό όργανο της Επιτροπής συνεδριάζει νομίμως, αν αυτό είναι παρόν και δεν αντιλέγει για την πραγματοποίηση της συνεδρίασης.
4) Η νομιμότητα της σύνθεσης του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής, δεν επηρεάζεται από την τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις.
5) Η σύγκληση του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής προς συνεδρίαση είναι υποχρεωτική αν το 1/3 τουλάχιστον του συνόλου των τακτικών μελών του, το ζητήσει εγγράφως από τον Πρόεδρο, προσδιορίζοντας και τα προς συζήτηση θέματα.
6) Η ημερήσια διάταξη συντάσσεται από τον Πρόεδρο, ο οποίος λαμβάνει προς τούτο υπόψη του και απόψεις που τυχόν διατυπώνονται από μέλη της Επιτροπής σε προηγούμενη συνεδρίαση.
7) Αντικείμενο της συνεδρίασης είναι μόνον τα θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη. Κατ' εξαίρεση, μπορεί να συζητηθούν και θέματα που δεν περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη αν είναι παρόντα όλα τα τακτικά μέλη και συμφωνούν για τη συ-ζήτηση του.
8) Οι συνεδριάσεις της Επιτροπής, είναι μυστικές. Η κατά τη συζήτηση παρουσία άλλων προσώπων πλην των μελών και του γραμματέα δεν επιτρέπεται. Η Επιτροπή όμως που ενεργεί ως ειδικό συλλογικό όργανο (παράγραφος 1 του άρθρου 3Α του Ν. 3213/2003, όπως προστέθηκε με το άρθρο 225 του Ν. 4281/2014 και αντικαταστάθηκε από το άρθρο 175 παρ. 1 του Ν. 4389/2016), χωρίς να αποτελεί προανακριτική αρχή, μπορεί να καλέσει προς παροχή πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων, υπηρεσιακά ή άλλα πρόσωπα, όχι όμως και μάρτυρες, τα οποία αποχωρούν, πριν από την έναρξη της συζήτησης.
9) Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) το πολύ ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχόμενων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ' εξαίρεση να παρατείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση.
10) Πριν από την δημόσια συνεδρίαση και μετά τον ορισμό της ημερήσιας διάταξης, ο Πρόεδρος κατανέμει με πράξη του τις υποθέσεις που πρόκειται να συζητηθούν σε ένα ή περισσότερα μέλη, που ορίζονται ως Εισηγητής ή Εισηγητές. Ο Εισηγητής ή όποιος επικουρεί αυτόν, αφού μελετήσει το φάκελο της υπόθεσης, συντάσσει έγγραφη εισήγηση, την οποία διανέμει στον Πρόεδρο και στα λοιπά μέλη της Επιτροπής, 24 ώρες πριν από τη Συνεδρίαση της Επιτροπής. Τα μέλη της Επιτροπής έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν γνώση του φακέλου της υπόθεσης. Ορκωτοί ελεγκτές επικουρούντες το έργο της Επιτροπής, δύνανται να παρίστανται κατά τις συνεδριάσεις, προς ενημέρωση των μελών επί των συζητούμενων υποθέσεων, αποχωρούν ωστόσο προ της έναρξης της συζήτησης προς λήψη απόφασης.
11) Ο Πρόεδρος κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη των συνεδριάσεων, διευθύνει τις εργασίες και φροντίζει για την εφαρμογή του νόμου και την εύρυθμη λειτουργία του συλλογικού οργάνου της Επιτροπής.
12) Με την έναρξη της συνεδρίασης, για κάθε υπόθεση δίδεται ο λόγος στον Εισηγητή, ο οποίος αναπτύσσει την εισήγηση του, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένος να την ακολουθήσει, αφού η προφορική του εισήγηση είναι δυνατόν να είναι διαφορετική από την έγγραφη. Στην περίπτωση αυτή, ο Εισηγητής είναι υποχρεωμένος να εγχειρήσει στο γραμματέα της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση, έγγραφο σημείωμα για τις διατυπωθείσες απόψεις του. Σε περίπτωση που η προφορική εισήγηση διαφοροποιείται ήδη κατά τη συνεδρίαση από την κατατεθείσα έγγραφη εισήγηση, η τελευταία αποβάλλει οποιαδήποτε ισχύ και δεν δεσμεύει πλέον τον Εισηγητή. Τα ανωτέρω ισχύουν και σε περίπτωση ορισμού περισσοτέρων του ενός Εισηγητών
Άρθρο 4
Αποφάσεις
1) Οι αποφάσεις της Επιτροπής ως συλλογικού οργά-νου λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, ύστερα από φανερή ψηφοφορία. Αν δεν καθίσταται δυνατός ο σχηματισμός της πλειοψηφίας αυτής, η ψηφοφορία επαναλαμβάνεται ωσότου σχηματισθεί απόλυτη πλειοψηφία, με την υποχρεωτική προσχώρηση κάθε φορά εκείνου ή εκείνων που διατυπώνουν την ασθενέστερη γνώμη σε μια από τις δύο επικρατέστερες. Σε κάθε περίπτωση, αν υπάρξει ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Το μέλος της Επιτροπής που μετά τη λήξη της συνεδρίασης και προ της ψηφοφορίας απέχει από αυτήν ή παρέχει λευκή ψήφο, θεωρείται απόν. Σε περίπτωση που μετά την αποχώρηση δεν υπάρχει απαρτία επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση.
2) Αν η συζήτηση της υπόθεσης διαρκεί περισσότερο από μια συνεδριάσεις, η απόφαση λαμβάνεται από τα μέλη που συμμετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση, αφού προηγουμένως τα μέλη που δεν μετείχαν στις προηγούμενες συνεδριάσεις ενημερωθούν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των κατ' αυτές συζητήσεων, όπως προκύπτουν από τα οικεία πρακτικά. Η ενημέρωση πρέπει να προκύπτει από δήλωση των μελών αυτών, η οποία και καταχωρίζεται στα πρακτικά.
3) Για τις συνεδριάσεις της Επιτροπής συντάσσεται πρακτικό, στο οποίο μνημονεύονται ιδίως, τα ονόματα και η ιδιότητα των παρισταμένων μελών, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδριάσεως, τα θέματα που συζητήθηκαν με συνοπτική αλλά περιεκτική αναφορά στο περιεχόμενο τους, η μορφή και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που λήφθηκαν.
4) Στο πρακτικό καταχωρίζονται οι γνώμες των μελών που πλειοψήφησαν και μειοψήφησαν αντίστοιχα και τα ονόματά τους.
5) Σε περίπτωση που από την Επιτροπή γίνει δεκτή η γνώμη του διορισθέντος Εισηγητή, όπως διατυπώθηκε στην εγγράφως κατατεθείσα εισήγησή του κατά τα προαναφερθέντα, τότε η γνώμη αυτή περιλαμβάνεται αυτούσια ως αιτιολογία στα πρακτικά της απόφασης.
6) Το πρακτικό συντάσσεται από το γραμματέα και επικυρώνεται από τον Πρόεδρο με την υπογραφή του.
7) Η Επιτροπή Ελέγχου κατά την άσκηση των προαναφερθεισών αρμοδιοτήτων της σε όλες τις εκφάνσεις δεν διατυπώνει επί των ζητημάτων για τα οποία κρίνει απλή γνώμη, αλλά ασκεί αποφασιστική αρμοδιότητα, ώστε οι επί μέρους γνώμες των μελών της κατά την ανταλλαγή των απόψεων επί των συζητουμένων ζητημάτων αποτελούν μέρος της διάσκεψης της Επιτροπής κατά την αποφασιστική αρμοδιότητά της και επομένως, περιβάλλονται στο σύνολό τους από την μυστικότητα της συνεδριάσεως που ρητά προβλέπεται με το άρθρο 3Β' παράγραφος 5 του Ν. 3213/2003, που προστέθηκε με το άρθρο 226 του Ν. 4281/2014, αφού η διαδικασία ελέγχου χαρακτηρίζεται απόλυτα εμπιστευτική με την υποχρέωση τηρήσεως εχεμύθειας στα μέλη και μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή. Επομένως, στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος ελεγχόμενος από την Επιτροπή ή οιοσδήποτε τρίτος ζητεί να λάβει γνώση των πρακτικών συνεδριάσεως της Επιτροπής κατά την άσκηση της προαναφερθείσας αποφασιστικής αρμοδιότητάς της, νομιμοποιείται να ζητήσει και να λάβει, όχι πλήρες αντίγραφο των πρακτικών συνεδριάσεως που τον αφορούν, αλλά απόσπασμα μόνον αυτών, που θα περιλαμβάνει αποκλειστικά τα προαναφερθέντα στοιχεία του άρθρου 15 παρ. 4 και 5 του Νόμου 2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) δηλαδή: 1) τα ονόματα και την ιδιότητα των παρισταμένων μελών, 2) τον τόπο και το χρόνο της συνεδρίασης, 3) το θέμα που συζητήθηκε και αφορούσε τον ελεγχόμενο και 4) το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και την απόφαση που λήφθηκε με τυχόν μειοψηφία που υπήρξε, με τα ονόματα των μειοψηφούντων μελών. Αντίθετα, στο χορηγούμενο απόσπασμα δεν θα περιλαμβάνονται όλες οι επί μέρους γνώμες των μελών της Επιτροπής που διατυπώθηκαν κατά το στάδιο διασκέψεως. Ειδικότερα δε στην περίπτωση που πρόκειται για τρίτο πρόσωπο μη ελεγχόμενο, που ενδιαφέρεται κατά την προαναφερθείσα έννοια, πρέπει στην αίτησή του προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής να επικαλείται και να αιτιολογεί ειδικά το έννομο συμφέρον του που δικαιολογεί τη λήψη πρακτικών.
Άρθρο 5
Διαδικασία επί του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης
Α) 1) Οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των προσώπων των περιπτώσεων α' έως ε' του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 3213/2003, δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της Βουλής με μέριμνα του Προέδρου της Επιτροπής του άρθρου 3Α.
2) Η δημοσιοποίηση λαμβάνει χώρα μετά τον έλεγχο και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός τριών μηνών από την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1, ήτοι εντός τριών μηνών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου ανάρτησης των δηλώσεων, ουδόλως κωλύεται η Επιτροπή να συνεχίσει τον έλεγχο αυτών.
3) Η δημοσιοποίηση των δηλώσεων διαρκεί όσο η θητεία των υπόχρεων πλέον τριών ετών από τη λήξη αυτής.
4) Το αντικείμενο της δημοσιοποίησης και ιδίως η μορφή, ο τύπος, τα προς δημοσίευση συγκεντρωτικά ή μη στοιχεία ορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
5) Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειάς του (όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, αριθμός φορολογικού μητρώου κ.λπ.).
6) Η δημοσίευση των δημοσιοποιούμενων στοιχείων στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι δημοσιεύεται ολόκληρο το περιεχόμενό της.
7) Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι επιτρεπτή η επιλεκτική δημοσιοποίηση ονομαστικών στοιχείων.
8) Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης, μπορούν να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την υποβολή της δήλωσης.
9) Η Επιτροπή ελέγχει όλες τις δηλώσεις της αρμοδιότητάς της.
Β) 1) Στο πλαίσιο του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η Επιτροπή μπορεί να ζητά από τα υπόχρεα πρόσωπα όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, στις οποίες περιλαμβάνονται και ομαδοποιημένες πληροφορίες που αφορούν ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών ή δραστηριοτήτων φυσικών ή νομικών προσώπων ή οντοτήτων της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, τις κρατικές χρηματοδοτήσεις τους, τις ιδιωτικές και τις παντός είδους εισφορές ή προσφορές. Η Επιτροπή αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες που διαβιβάζονται ή καθ' οποιονδήποτε τρόπο περιέχονται σε αυτήν σχετικά με την υποβολή των δηλώσεων, τις ανακρίβειες ή ελλείψεις αυτών. Η Επιτροπή έχει πρόσβαση σε κάθε αρχείο δημόσιας αρχής, υπηρεσίας ή Οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, καθώς και στο σύστημα «Τειρεσίας» και μπορεί να ζητά, στο πλαίσιο των ελέγχων και των ερευνών, τη συνεργασία και την παροχή στοιχείων κάθε είδους από φυσικά πρόσωπα, δικαστικές, προανακριτικές ή ανακριτικές αρχές, δημόσιες υπηρεσίες, νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου και οργανισμούς οποιασδήποτε μορφής, υποχρεουμένων όλων στην άμεση παροχή των ανωτέρω στοιχείων, ενημερώνουν δε τις αρμόδιες αρχές για περιπτώσεις ελλιπούς συνεργασίας ή μη συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις τους, σύμφωνα με τον παρόντα νόμο. Έναντι της Επιτροπής δεν ισχύει, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών της, οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο, με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Σε κάθε περίπτωση και εφόσον κρίνεται αναγκαίο, η Επιτροπή συνεπικουρείται στο έργο της από επίκουρο Εισαγγελέα Διαφθοράς του Ν. 4139/2013, τον οποίο προτείνει ο Εισαγγελέας Διαφθοράς μετά από αίτημα της Επιτροπής.
2) Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή μπορεί να αναθέτει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης ή άλλων ελεγκτικών πράξεων σε ορκωτούς ελεγκτές και ειδικούς επιστήμονες, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία των δηλώσεων και των αντίστοιχων δικαιολογητικών και συντάσσουν αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στην Επιτροπή για την υποβοήθηση του έργου της. Προς τον ίδιο σκοπό, η Επιτροπή μπορεί να ζητά τη συνδρομή οποιασδήποτε ελεγκτικής αρχής, προσδιορίζοντας το αντικείμενό της.
3) Πέραν των ανωτέρω, η Επιτροπή ασχολείται με κάθε υπόθεση αρμοδιότητάς της, ιδίως για υποθέσεις που διαβιβάζονται σε αυτήν προς διερεύνηση, από Δημόσιες ή Δικαστικές Αρχές, όπως και για υποθέσεις που εισάγονται αυτεπαγγέλτως προς διερεύνηση ύστερα από πρόταση του Προέδρου αυτής ή του 1/3 των μελών της. Επίσης, η Επιτροπή διερευνά καταγγελίες πολιτών που απευθύνονται σε αυτήν και αφορούν υπόχρεους αρμοδιότητας της. Καταγγελίες ωστόσο που υποβάλλονται στην Επιτροπή με οποιονδήποτε τρόπο και είναι ανώνυμες ή προέρχονται από πρόσωπο που δήλωσε ανύπαρκτο ονοματεπώνυμο, δεν διερευνώνται, αλλά τίθενται άμεσα, με πράξη του Προέδρου της και σύμφωνη γνώμη των μελών της Επιτροπής, στο Αρχείο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, η Επιτροπή, κατ' εξαίρεση, διά αποφάσεώς της είναι δυνατόν να επιληφθεί και να διερευνήσει τέτοιες καταγγελίες, όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, οι οποίοι πρέπει ρητώς να μνημονεύονται στην απόφαση αυτή.
4) Με το πέρας κάθε ελέγχου, η Επιτροπή αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να διαβιβαστεί με αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο πόρισμά της στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα στοιχεία κρίνονται βάσιμα και επαρκή. Αν συντρέχει περίπτωση καταλογισμού, το πόρισμα αποστέλλεται και στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και, εφόσον κρίνεται αναγκαία η διερεύνηση επί θεμάτων φορολογικής ή άλλης αρχής ή υπηρεσίας, το πόρισμα αποστέλλεται και σε αυτές. Σε περίπτωση υποθέσεως που τέθηκε στο αρχείο, αυτή δύναται να ανασυρθεί μόνο όταν γίνεται επίκληση ή αναφαίνονται νέα πραγματικά στοιχεία που δικαιολογούν την επανεξέταση ή καθίσταται αναγκαίος ο συσχετισμός της υποθέσεως με άλλη έρευνα της Επιτροπής. Σε περίπτωση διαπίστωσης πως η καταγγελλόμενη πράξη, που αφορά ποινικό αδίκημα από τα αναφερόμενα στο Ν. 3213/2003 και αληθής υποτιθέμενη, έχει υποπέσει στην προβλεπόμενη από τον Ποινικό Κώδικα παραγραφή, τότε η υπόθεση δεν διαβιβάζεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα αλλά τίθεται, με απόφαση της Επιτροπής, κατά τα ανωτέρω, στο Αρχείο.
5) Η διαδικασία ελέγχου είναι εμπιστευτική. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ο Πρόεδρος, τα μέλη, το προσωπικό της Επιτροπής, καθώς και τα πρόσωπα της παραγράφου 3 έχουν υποχρέωση να τηρούν τις αρχές τις αντικειμενικότητας και της αμεροληψίας και να απέχουν από την εξέταση υποθέσεων για τις οποίες υπάρχει πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων ή στις οποίες εμπλέκονται πρόσωπα συγγενικά ή οικεία. Έχουν καθήκον να τηρούν εχεμύθεια για πληροφορίες, των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η υποχρέωση αυτή διατηρείται και μετά από την αποχώρησή τους από την Επιτροπή ή την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
6) Με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής που εγκρίνεται από την Ολομέλεια του Κοινοβουλίου και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο θέμα που αφορά στο αντικείμενο, στη διαδικασία ελέγχου, καθώς επίσης στην οργάνωση και τη λειτουργία της Επιτροπής για την εξέλεγξη των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης προσώπων που υπάγονται σε αυτήν.
Άρθρο 6
Έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων και των βουλευτών
1) Η Επιτροπή ελέγχει τα πρόσωπα της διάταξης του στοιχείου ιδ 'της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του Ν. 3023/2002, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, όσον αφορά την τήρηση των κάθε μορφής υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, κατά τα οριζόμενα στις λοιπές διατάξεις αυτού.
2) Η Επιτροπή εξετάζει κατ' αποκλειστικότητα τις καταγγελίες που αφορούν πιθανές παραβάσεις του Ν. 3023/2002 και αποφαίνεται αιτιολογημένα επ' αυτών.
3) Κατά τα λοιπά όσον αφορά τη σύγκληση, τη συγκρότηση και τη λειτουργία της Επιτροπής, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των προηγούμενων άρθρων.
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΔΗΛΩΣΕΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Με την παρ. 4 του άρθρου 175 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α' 94/27-5-2016) τροποποιήθηκε η παρ. 6 του άρθρου 3Α' του Ν. 3212/2003, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 225 του Ν. 4281/2014 και ορίστηκε ότι: «όλα τα θέματα που σχετίζονται με την οργάνωση και την λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου και της Ειδικής Υπηρεσίας ρυθμίζονται με Κανονισμό Λειτουργίας, ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από την Ολομέλεια της Βουλής».
Ενόψει της ρυθμίσεως αυτής, η Επιτροπή Ελέγχου, συγκροτούμενη από τον/την Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο με τον αναπληρωτή του, Αρεοπαγίτη, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Σύμβουλο της Επικρατείας, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, το Συνήγορο του Πολίτη, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας, που μετέχει στην κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του και Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας, που δεν μετέχει στην κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, προβαίνει στην κατάρτιση και έκδοση του Κανονισμού Λειτουργίας της Ειδικής Υπηρεσίας της, ο οποίος στη συνέχεια τίθεται υπό την κρίση της Ολομέλειας της Βουλής για την έγκριση του κατά τα οριζόμενα ανωτέρω.
ΑΡΘΡΟ 1
ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Η Ειδική Υπηρεσία Ελέγχου, αποτελεί οργανική Μονάδα επιπέδου Διεύθυνσης, της οποίας η διάρθρωση καθορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 3Α του Ν. 3213/2003, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει.
2. Η Ειδική Υπηρεσία οργανώνεται σε τρία τμήματα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό της Βουλής, τα οποία είναι τα εξής:
α) Τμήμα Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης,
β) Τμήμα Ελέγχου Δαπανών των Κομμάτων και Συνασπισμών Κομμάτων, Υποψηφίων Βουλευτών και Ευρωβουλευτών και
γ) Τμήμα Γραμματειακής Υποστήριξης.
ΑΡΘΡΟ 2
ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
1. Η λειτουργία της Ειδικής Υπηρεσίας συνίσταται στην υποστήριξη του έργου της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής.
2. Ειδικότερα στα καθήκοντα της Ειδικής Υπηρεσίας ανήκουν:
Α) Η γραμματειακή υποστήριξη της Επιτροπής Ελέγχου Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης του άρθρου 3Α του Ν. 3213/2003 (όπως τροποποιήθηκε και ισχύει) και συγκεκριμένα:
α) εισήγηση για τα θέματα της Ημερήσιας Διάταξης των Συνεδριάσεων της Επιτροπής.
β) σύνταξη, σε συνεργασία με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, και διανομή της ημερήσιας διάταξης.
γ) τήρηση και πρακτικών των συνεδριάσεων και μέριμνα για την υπογραφή αυτών.
Β ) Η παραλαβή και πρωτοκόλληση καταγγελιών.
Γ) Η διεκπεραίωση εξερχομένων εγγράφων.
Δ) Η αρχειοθέτηση και φύλαξη αρχείου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης προηγούμενων ετών.
Ε) Η παραλαβή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων.
ΣΤ) Η τήρηση ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου.
Ζ) Η ενημέρωση και διαχείριση βάσης δεδομένων.
ΑΡΘΡΟ 3
ΛΟΙΠΕΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ
1) Η Ειδική Υπηρεσία συνεργάζεται με ορκωτούς λογιστές και ειδικούς επιστήμονες, στους οποίους η Επιτροπή αναθέτει τη διενέργεια ελεγκτικών πράξεων για την εκπλήρωση της αποστολής της.
2) Επιμελείται της συνεχούς ενημέρωσης και παρακολούθησης τροποποιήσεων νομοθεσίας για πληροφόρηση υπόχρεων.
3) Συμμετέχει διά υπαλλήλου της που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής, κατόπιν προτάσεως του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας, σε Ειδική Ομάδα του Συμβουλίου της Ευρώπης (Group of States Against Corruption - GRECO), υπεύθυνης για τη σύνταξη απαντήσεων σε ερωτηματολόγιο σε σχέση με τη πρόληψη της διαφθοράς σε βουλευτές.
4) Είναι υπεύθυνη για την παραλαβή ισολογισμών, προϋπολογισμών, απολογισμών κομμάτων/συνασπισμών ως και αναλυτικών καταστάσεων εσόδων/εξόδων υποψηφίων ή/και αιρετών αντιπροσώπων της Βουλής των Ελλήνων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.
5) Είναι υπεύθυνη για τη θεώρηση ονομαστικών κουπονιών.
6) Συνεργάζεται με το Τμήμα Βουλευτών και Κομμάτων και οποιαδήποτε δημόσια Αρχή ή Υπηρεσία ή άλλα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, όταν κρίνεται απαραίτητη η αρωγή τους.
7) Διεκπεραιώνει κάθε άλλο θέμα που της ανατίθεται γραπτώς ή προφορικώς από τον Πρόεδρο της Επιτροπής.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 3 Αυγούστου 2016
Ο Πρόεδρος της Βουλής
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΥΤΣΗΣ
Πηγή: Taxheaven