ΑΠ 130/2016 Μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο.  Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαι

ΑΠ 130/2016 Μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο. Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαι

ΑΠ 130/2016    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)




Περίληψη
Κατά το άρθρο 7 εδάφ. α` του ν. 2112/1920 "πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι` ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ` αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο.

Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ` αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ` ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος.

Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, τούτο δε διότι η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Αυτό επιβάλλεται ιδίως σε σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών.

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 361, 652 ΑΚ και 7 του ν. 2112/1920 προκύπτει ότι ο εργοδότης, ο οποίος διατηρεί περισσότερα καταστήματα για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του σε διαφόρους τόπους, έχει το δικαίωμα, εφόσον δεν εμποδίζεται από όρο της εργασιακής σύμβασης, να μεταθέσει το μισθωτό σε κατάστημα που βρίσκεται σε άλλο τόπο από εκείνο στον οποίο αυτός υπηρετεί, αλλά για τη μετάθεση αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα του μισθωτού και συγκεκριμένα η μακροχρόνια παραμονή του σε ορισμένο τόπο και η συνεπεία αυτής δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβιώσεως αυτού και της οικογένειάς του, οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες της συζύγου του, και η δυνατότητα μετακινήσεως νεώτερου ως προς την ηλικία και την υπηρεσία υπαλλήλου, ο οποίος πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση, αν εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως, διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια, η οποία αντίκειται προδήλως στην καλή πίστη.

Τέτοια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας αποτελεί και η εκ μέρους του ανάθεση στο μισθωτό καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης απ` αυτή που ήδη κατείχε, χωρίς να δικαιολογείται από υπηρεσιακές ανάγκες, κατά τρόπο που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του συνέπειες.

Περαιτέρω, από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 και 656 ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή, κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του, προβεί, κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα:
α) ν` αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη,
β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και ν` απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας, ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους.

Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 ΑΚ, 2 παρ. 2 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει, ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος ν` αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση, το ύψος (ποσό) της οποίας καθορίζει το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, δηλαδή των συνδεομένων με την προσβολή αυτή και τους διαδίκους συνθηκών και ιδιοτήτων, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με το είδος της προσβολής που αποτελεί τη βάση της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση. Περαιτέρω, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου.





ΑΠ  130/2016

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B2’ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 24 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε. ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ" και τον διακριτικό τίτλο "... Α.Ε." που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Λεβέντη, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Ι. Γ. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/1/2012 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6696/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 1676/2014 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρία, με την από 22/12/2014 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 10/11/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την αναιρεσείουσα .../18-6-2015 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Π. Κ., σε συνδυασμό με την κάτω από αυτή από 18-6-2015 απόδειξη παραλαβής εγγράφου που θυροκολλήθηκε του Αξιωματικού Υπηρεσίας του Α.Τ. ... και την με ίδια ημερομηνία βεβαίωση της ως άνω δικαστικής επιμελήτριας περί αποστολής συστημένης επιστολής στον αναιρεσίβλητο, προκύπτει ότι επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, στο τέλος της οποίας είναι συνημμένη η πράξη, με την οποία ορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτησή της η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, καθώς και κλήση για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον αναιρεσίβλητο, με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση αυτής. Ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου, κατά τα άρθρα 242 παρ. 2 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ, η συζήτηση, όμως θα προχωρήσει παρά την απουσία του (άρθρο 576 παρ. 2 εδ. α’ και γ’ ΚΠολΔ).

2. Κατά το άρθρο 7 εδάφ. α` του ν. 2112/1920 "πάσα μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι` ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόμου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων εργασίας από τον εργοδότη που γίνεται κατ` αθέτηση της εργασιακής σύμβασης, ανεξάρτητα αν αυτή είναι επωφελής ή βλαπτική για τον εργαζόμενο.

Για την εφαρμογή όμως της εν λόγω διάταξης απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ` αυτόν άμεση ή έμμεση υλική ή ηθική ζημία. Σε περίπτωση που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη προς το νόμο και τους όρους της σύμβασης και γίνεται κατ` ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την κατάχρηση δικαιώματος.

Ειδικότερα, ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης με βάση το διευθυντικό δικαίωμά του, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, τούτο δε διότι η καλή πίστη επιβάλλει στον φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Αυτό επιβάλλεται ιδίως σε σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών.

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 361, 652 ΑΚ και 7 του ν. 2112/1920 προκύπτει ότι ο εργοδότης, ο οποίος διατηρεί περισσότερα καταστήματα για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του σε διαφόρους τόπους, έχει το δικαίωμα, εφόσον δεν εμποδίζεται από όρο της εργασιακής σύμβασης, να μεταθέσει το μισθωτό σε κατάστημα που βρίσκεται σε άλλο τόπο από εκείνο στον οποίο αυτός υπηρετεί, αλλά για τη μετάθεση αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα του μισθωτού και συγκεκριμένα η μακροχρόνια παραμονή του σε ορισμένο τόπο και η συνεπεία αυτής δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβιώσεως αυτού και της οικογένειάς του, οι ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες της συζύγου του, και η δυνατότητα μετακινήσεως νεώτερου ως προς την ηλικία και την υπηρεσία υπαλλήλου, ο οποίος πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση, αν εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχειρήσεως, διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια, η οποία αντίκειται προδήλως στην καλή πίστη.

Τέτοια καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας αποτελεί και η εκ μέρους του ανάθεση στο μισθωτό καθηκόντων υποδεέστερης ειδικότητας ή θέσης απ` αυτή που ήδη κατείχε, χωρίς να δικαιολογείται από υπηρεσιακές ανάγκες, κατά τρόπο που συνεπάγεται δυσμενείς υλικές ή ηθικές ως προς το κύρος και την προσωπικότητά του συνέπειες.

Περαιτέρω, από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 288, 648, 652 και 656 ΑΚ, προκύπτει ότι στην περίπτωση της σύμβασης παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, εάν ο εργοδότης προβεί σε μονομερή βλαπτική για το μισθωτό μεταβολή των όρων εργασίας ή, κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματός του, προβεί, κατά κατάχρηση αυτού, στον προσδιορισμό της παροχής εργασίας, ο μισθωτός έχει διαζευκτικά τα δικαιώματα:
α) ν` αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη,
β) να θεωρήσει την πράξη αυτή του εργοδότη καταγγελία, εκ μέρους του, της εργασιακής σύμβασης και ν` απαιτήσει την καταβολή της αποζημίωσης, που προβλέπεται από το ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους, οπότε, εάν ο εργοδότης δεν αποδεχθεί αυτή, καθίσταται υπερήμερος περί την αποδοχή της εργασίας και οφείλει μισθούς υπερημερίας, ή, εκφράζοντας την αντίθεσή του, να παράσχει τη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους.

Επίσης, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 281, 288, 648, 652, 914, 932 ΑΚ, 2 παρ. 2 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει, ότι, αν η ως άνω βλαπτική μεταβολή, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος ν` αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση, το ύψος (ποσό) της οποίας καθορίζει το δικαστήριο ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του, δηλαδή των συνδεομένων με την προσβολή αυτή και τους διαδίκους συνθηκών και ιδιοτήτων, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με το είδος της προσβολής που αποτελεί τη βάση της αξίωσης για χρηματική ικανοποίηση. Περαιτέρω, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.1 εδ. α’ Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου.

Ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου παραβιάζεται εάν δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αντίθετα αν εφαρμοσθεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ ΑΠ 7/2014, 2/2013). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν στο αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή από τα εκτιθέμενα δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου.

Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν, δηλαδή, στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματική ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ ΑΠ 15/2006, 1/1999, 28/1997).

3. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από την επισκόπηση αυτής προκύπτει, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ότι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου αρχικά χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στις 24-10-2005 και στη συνέχεια, από την 1-1-2007, μετατράπηκε σε αορίστου χρόνου, ο ενάγων προσελήφθη από την εναγομένη ανώνυμη εταιρία, η οποία διατηρεί βιβλιοπωλεία στην ..., προκειμένου να εργασθεί ως πωλητής στο κεντρικό βιβλιοπωλείο της, που βρίσκεται στην πλατεία .... Ότι, κατά την πρόσληψή του η εναγομένη γνωστοποίησε στον ενάγοντα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΠΔ 156/1994, τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης εργασίας του, με τους οποίους ως τόπος εργασίας του ενάγοντος ορίστηκε ο νομός …, ως ειδικότητά του εκείνη του πωλητή και ως αντικείμενο της "σημερινής" (δηλαδή της κατά τη σύναψη της σύμβασης) εργασίας του πωλητής στο κεντρικό κατάστημα (της πλατείας ...), τους παραπάνω δε όρους τους συνυπέγραψε ο εναγόμενος. Ότι, εκτός από το παραπάνω κεντρικό της κατάστημα, η εναγομένη διατηρεί στη … και άλλα τρία βιβλιοπωλεία, ένα επί της οδού ..., ένα στην ... και ένα στο Εμπορικό κέντρο "...". Όμως αναμφίβολο είναι ότι συμφωνημένος τόπος εργασίας του ενάγοντος, ως πωλητή, δεν ήταν το κεντρικό κατάστημα της εναγομένης στην πλατεία ..., που αποτελούσε μόνο τον τόπο της τότε εργασίας του, αλλά ο νομός …, δηλαδή είτε το κεντρικό είτε και οποιοδήποτε από τα λοιπά καταστήματα που διατηρούσε η εναγομένη στη…. Ότι, επομένως, η εναγομένη είχε κατ’ αρχήν συμβατικό δικαίωμα να μετακινήσει τον ενάγοντα σε οποιοδήποτε από τα παραπάνω καταστήματα. Εξάλλου, την παροχή εργασίας του ενάγοντος διέπει και ο εσωτερικός κανονισμός εργασίας της εναγομένης, που έχει νόμιμα κατατεθεί και εγκριθεί από τον προϊστάμενο του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικής ... με την .../9-7-2010 απόφασή του, σύμφωνα με τους όρους του οποίου η εναγομένη μπορούσε να μετακινήσει τον ενάγοντα σε οποιοδήποτε από τα καταστήματά της. Ότι ο ενάγων, ο οποίος από τον Απρίλιο του 2011 είναι αντιπρόεδρος του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου Χάρτου του νομού…, έχοντας καταλάβει στις εκλογές του Απριλίου του 2011 την πρώτη θέση σε σταυρούς προτίμησης, εργαζόταν στο παραπάνω κεντρικό κατάστημα της εναγομένης από την αρχική του πρόσληψη μέχρι και τον Ιούνιο του 2011, χωρίς να προκύψει κανένα πρόβλημα στην συνεργασία των διαδίκων, η δε εναγομένη ήταν ικανοποιημένη με την απόδοση του ενάγοντος. Όμως την Κυριακή 19-6-2011 ο ενάγων απασχολήθηκε στην αποθήκη της εναγομένης, στην περιοχή ..., για 8 ώρες και ανέκυψε ζήτημα μεταξύ της εναγομένης και του ενάγοντος, αλλά και άλλων συναδέλφων του, σχετικά με την καταβολή της αμοιβής για την κυριακάτικη αυτή εργασία. ‘ Οτι η εναγομένη αρχικά δεν κατέβαλε την παραπάνω αμοιβή στον ενάγοντα και στους συναδέλφους του, τελικά όμως την κατέβαλε, μετά από την από 6-7-2011 καταγγελία του ενάγοντος ενώπιον του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας του Κεντρικού Τομέα … και μετά από συμφωνία των διαδίκων πλευρών. Ότι ενώπιον της παραπάνω υπηρεσίας η εναγομένη ανέφερε προσχηματικά ως λόγο της μικρής -κατ’ αυτήν- καθυστέρησης, την αλλαγή της συνεργαζόμενης με εκείνη Τράπεζας. Ότι μετά την παραπάνω καταγγελία του ενάγοντος, στις 22-7-2011 και στις 26-7-2011, η εναγομένη τον επέπληξε δύο φορές εγγράφως, για πλημμέλειες περί την εργασία του και συγκεκριμένα για 15λεπτη απουσία από την εργασία του χωρίς άδεια και για συνομιλία με συνάδελφό του κατά τη διάρκεια της εργασίας του, με παράλληλη παραμέληση των πελατών. Ότι, παρόλα αυτά, ο ενάγων εξακολούθησε να εργάζεται στο κεντρικό βιβλιοπωλείο της εναγομένης μέχρι τις 16-8- 2011, χωρίς να δημιουργηθεί κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις. Ότι ο ενάγων εργαζόταν μαζί με άλλους τρεις υπαλλήλους της εναγομένης, αρχαιότερους από αυτόν στην υπηρεσία της, στον υπόγειο χώρο του κεντρικού καταστήματος της πλατείας ..., που είχε επικρατήσει να ονομάζεται τμήμα μελετών και σχολικών βιβλίων. Ότι στο χώρο αυτό υπάρχουν όλα τα βιβλία, ιστορίας, πολιτικής θεωρίας, θεολογίας, ψυχολογίας, οικονομικά και εν γένει όλα τα βιβλία τα οποία δεν θεωρούνται λογοτεχνία, δηλαδή και βιβλία μαγειρικής, αστρολογίας, παραψυχολογίας, παιχνιδιών, αυτοβοήθειας. Ότι, ενώ ο ενάγων εργαζόταν με τον παραπάνω τρόπο στην εναγομένη, αυτή του κοινοποίησε στις 16-8-2011 έγγραφο, στο οποίο του ανέφερε ότι στα πλαίσια των υπηρεσιακών αναγκών της εταιρίας τοποθετείται από 18-8-2011 στο κατάστημα της ..., ως πωλητής. Ότι ο ενάγων διαμαρτυρήθηκε για τη μετακίνησή του αυτή με την από 1-9-2011 εξώδικη δήλωσή του προς την εναγομένη, στην οποία αναφερόταν σε μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του εκ μέρους αυτής και σε εκδικητική διάθεση που επέδειξε με τη μετακίνησή του στο κατάστημα της ..., λόγω της νόμιμης συνδικαλιστικής του δράσης και της διεκδίκησης των προβλεπόμενων αποδοχών του, καλώντας την όπως εντός 10 ημερών από την λήψη της εξώδικης δήλωσης ανακαλέσει την απόφασή της περί μετακίνησής του στο υποκατάστημα της .... Ότι η εναγομένη απάντησε με την από 5-9-2011 εξώδικη δήλωσή της προς τον ενάγοντα, αρνούμενη τα περί μονομερούς βλαπτικής μεταβολής, ισχυριζόμενη περαιτέρω ότι δεν είναι ο μόνος που μετακινήθηκε στα πλαίσια των αναγκών της επιχείρησης και των αλλαγών μεταξύ των τμημάτων για τη βελτίωση των υπηρεσιών της, ούτε υπάρχει θέμα ειδικής μεταχείρισης απέναντί του, παρά τη δική του επιθετική στάση απέναντι στην εταιρία (εννοώντας την παραπάνω καταγγελία του στην επιθεώρηση εργασίας) και ότι η μετακίνησή του προέκυψε μετά από αίτημα ενός συγκεκριμένου υπαλλήλου που τον αντικατέστησε στο τμήμα μελετών της ..., καλώντας τον συνάμα να εξακολουθεί να εργάζεται στο κατάστημα όπου μετακινήθηκε. Ότι, στη συνέχεια, ο ενάγων ζήτησε, με την από 15-9-2011 προσφυγή του, την επίλυση της εργατικής διαφοράς που προέκυψε από το Τμήμα Κοινωνικής Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικού Τομέα Θεσσαλονίκης, επί της προσφυγής έγινε συζήτηση στις 10-10-2011 και εκδόθηκε η από 15-11-2011 απόφαση της Επιθεωρήτριας Εργασίας, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: ‘ ‘ ... Λαμβάνοντας υπόψη 1) ότι η γενόμενη μετακίνηση του προσφεύγοντος έλαβε χώρα (όπως άλλωστε και οι 2 παρατηρήσεις της επιχείρησης προς αυτόν κατ’ εφαρμογή του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας) αμέσως μετά την προσφυγή του στην υπηρεσία μας για τη διεκδίκηση της αμοιβής για την προσφερόμενη εργασία του προσωπικού της επιχείρησης σε ημέρα Κυριακή καθώς και τη χορήγηση αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης, 2) ότι η επιχείρηση στο κατάστημά της επί της οδού ... απασχολεί μόνο δύο άτομα πλέον του προσφεύγοντα, ενώ στο επί της οδού ... κατάστημα 40 εργαζόμενους, 3) ότι το τμήμα ιστορίας της ... αποτελείται από 15 βιβλιοθήκες ενώ της ... μόνο από 1, 5, 4) ότι η έννοια της μετάθεσης στο χώρο του συνδικαλιστικού δικαίου δεν μπορεί να αναζητηθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη οι σκοποί της συνδικαλιστικής προστασίας και τα αγαθά που θέλει να προστατεύσει ο νόμος και ως εκ τούτου, εν όψει του σκοπού του νόμου, μπορεί να ερμηνευτεί ευρύτερα ο όρος μετάθεση, ώστε να περιλαμβάνει "κάθε τοπική μετακίνηση", καθώς ενώ συνήθως και κατ’ αρχήν δεν έχει σημασία για έναν εργαζόμενο η αλλαγή της συνοικίας του τόπου παροχής εργασίας του, αλλά για τη συνδικαλιστική δραστηριότητα συγκεκριμένου μισθωτού η αλλαγή του τόπου εργασίας μπορεί να είναι καταλυτική, όταν για παράδειγμα μειώνονται οι δυνατότητες επαφής του συνδικαλιστή με τους συναδέλφους του, συστήνουμε στην επιχείρηση να προχωρήσει στην επαναμετακίνηση του προσφεύγοντος στο κατάστημα της ...". Ότι η παραπάνω σύσταση της Επιθεωρήτριας Εργασίας αγνοήθηκε από την εναγομένη, που δεν επανατοποθέτησε τον ενάγοντα στην αρχική του θέση. Ότι η επίμαχη μετακίνηση του ενάγοντος δεν ήταν μονομερής, αφού προβλεπόταν, κατά τα προεκτεθέντα, από τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση και από τον κανονισμό της εναγομένης, ούτε και ήταν, κατ’ αρχήν, αντίθετη στο νόμο, αφού η μετακίνηση του εργαζομένου εντός της ίδιας πόλης δεν θεωρείται "μετάθεση" για την εφαρμογή των διατάξεων για την προστασία των συνδικαλιστικών στελεχών. Όμως, η μετακίνηση αυτή ήταν βλαπτική για τον ενάγοντα, με την έννοια της πρόκλησης άμεσης ηθικής ζημίας σ’ αυτόν και, περαιτέρω, έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, δηλαδή για σκοπούς άσχετους με την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του ενάγοντος και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησής της. Ότι, ειδικότερα, με τη μετακίνησή του ο ενάγων δεν υπέστη μεν υλική βλάβη, αφού μετακινήθηκε σε κατάστημα που βρίσκεται πιο κοντά στην επί της οδού ... κατοικία του, χωρίς μείωση των αποδοχών του και χωρίς αλλαγή του ωραρίου εργασίας του. Υπέστη, όμως, ηθική βλάβη ως εργαζόμενος αλλά και ως συνδικαλιστής, αφού αφενός μεν τοποθετήθηκε σε σαφώς υποδεέστερη θέση και συγκεκριμένα σε κατάστημα με πολύ λιγότερους εργαζομένους (3 αντί για 40), με πολύ λιγότερες βιβλιοθήκες (1, 5 αντί για 15), κάτι που επηρέασε αρνητικά τη φήμη του ως εργαζομένου, αλλά ως και ανθρώπου που ασχολείται με το βιβλίο (ο ενάγων έχει πολυετή συγγραφική και μεταφραστική παρουσία στο χώρο του βιβλίου, καθώς και σε διάφορα έντυπα της …). Ότι την ηθική βλάβη του ενάγοντος επέτεινε το γεγονός ότι πριν από τη μετακίνησή του η εναγομένη προέβη στις προαναφερθείσες δύο έγγραφες επιπλήξεις της προς αυτόν που, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ήταν εντελώς προσχηματικές, αφού μέχρι τότε δεν του είχε κάνει καμία έγγραφη επίπληξη ή παρατήρηση. Δέχεται περαιτέρω το Εφετείο ότι, επειδή η εναγομένη προέβη στη μετακίνηση του ενάγοντος εξαιτίας της προηγούμενης προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας, που δεν αφορούσε μόνο τον ίδιο, αλλά και τους λοιπούς συναδέλφους του, η μετακίνησή του, που έγινε μετά τις προηγούμενες προσχηματικές επιπλήξεις προς αυτόν, τον δυσφήμησε και ενώπιον των συναδέλφων του, τα συμφέροντα των οποίων είχε επιχειρήσει να υπερασπισθεί μαζί με τα δικά του. Ότι είναι ολοφάνερο ότι η εναγομένη προέβη στην επίμαχη μετακίνηση του ενάγοντος κινούμενη αποκλειστικά και μόνον από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπό του, λόγω της προηγούμενης μη αρεστής συμπεριφοράς του και συγκεκριμένα λόγω της προηγούμενης προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων από την κυριακάτικη εργασία, όχι μόνο του ίδιου, αλλά και των συναδέλφων του (κάτι που ο ενάγων είχε υποχρέωση να κάνει, λόγω ακριβώς της συνδικαλιστικής του ιδιότητας), αλλά και με σκοπό να περιορίσει την επιρροή του ενάγοντος (προς την κατεύθυνση της νόμιμης -όπως είχε αποδειχθεί μετά την προηγούμενη προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας - διεκδίκησης δικαιωμάτων) στους κατά πολύ λιγότερους εργαζομένους του καταστήματος της ... από εκείνους του μεγαλύτερου κεντρικού καταστήματος. Ότι το γεγονός ότι ο ενάγων φέρεται να έχει στα σχετικά έγγραφα της εναγομένης χαμηλότερη απόδοση από άλλους συναδέλφους του, καθώς και το ότι ήταν νεώτερος από τους άλλους 3 συναδέλφους του, που εργαζόταν στο κατάστημα της ..., δεν επηρέασε στο παραμικρό την απόφαση της εναγομένης για την επίμαχη μετακίνηση, που ωθήθηκε αποκλειστικά από λόγους εκδίκησης του ενάγοντος για την προηγούμενη προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας, ενόψει του ότι αφενός μεν ήταν λογικό να έχει χαμηλότερη βαθμολογία, ως νεώτερος, αφετέρου δε η νεότητά του αυτή δεν είχε οδηγήσει μέχρι τότε όχι μόνον σε μετακίνηση, αλλά ούτε καν σε επίπληξη ή παρατήρηση αυτού. Ότι η εναγομένη εντελώς προσχηματικά επικαλείται, για να δικαιολογήσει την επίμαχη μετακίνηση του ενάγοντος, τις πολυάριθμες (24 τους τελευταίους 18 μήνες) μετακινήσεις προσωπικού, στις οποίες προέβαινε και μάλιστα και τη μετακίνηση άλλου μέλους του διοικητικού συμβουλίου του σωματείου, της Μ. Π., αρχικά από το κατάστημα του "... ..." στο κατάστημα της ... και στη συνέχεια από το κατάστημα της ... στο κατάστημα της ...ς, όπως και την αίτηση του συναδέλφου του ενάγοντος για μετακίνηση στο κατάστημα της πλατείας .... Ότι είναι προσχηματική, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η επίκληση των παραπάνω από την εναγομένη, για όλους τους προαναφερθέντες λόγους και ιδίως επειδή η μετακίνηση του ενάγοντος δεν έγινε παρά αμέσως σχεδόν μετά την προηγούμενη προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας και μετά από προσχηματικές επιπλήξεις, αλλά και επειδή από πουθενά δεν προέκυψε ότι οι λοιπές μετακινήσεις έγιναν παρά τη θέληση των μετακινηθέντων ή ότι πράγματι μετακινήθηκε υπάλληλος στο κατάστημα της πλατείας ... με τη θέλησή του. Ότι η επίμαχη μετακίνηση του ενάγοντος συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, αφού υπήρξε η παραπάνω αναφερόμενη ηθική ζημία του, καθώς η εναγομένη προέβη στην μετακίνηση αυτή κατά κατάχρηση το διευθυντικού της δικαιώματος, δηλαδή για σκοπούς άσχετους με την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του ενάγοντος και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης και συγκεκριμένα κινούμενη αποκλειστικά από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπο του ενάγοντος για την προηγούμενη διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων, τόσο του ίδιου όσο και των συναδέλφων του, που δεν ήταν αρεστή στην εναγομένη. Ότι, περαιτέρω, ο ενάγων υπέστη λόγω της μετακίνησής του την προαναφερθείσα ηθική βλάβη, που έγινε υπό τις προεκτεθείσες περιστάσεις (με πρόθεση εκδίκησης, με προσχηματικές επιπλήξεις και με μετακίνηση σε θέση που τον μειώνει ως εργαζόμενο, ως άνθρωπο του βιβλίου και ως συνδικαλιστή), οι οποίες, εκτός από βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας του, είχαν ως αποτέλεσμα και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του. Ότι, επομένως, δικαιούται για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παραπάνω αδικοπραξία της εναγομένης, το ποσό των 2.000 ευρώ που, ενόψει όλων των παραπάνω περιστάσεων και ιδίως του είδους και του βαθμού του πταίσματος (πρόθεση) της εναγομένης, της βλάβης του ενάγοντος και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των μερών, κρίνεται εύλογο. Κατ’ ακολουθία των παραδοχών αυτών το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσίβλητου κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η αγωγή του είχε απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως ουσιαστικά αβάσιμη, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι ήταν καταχρηστική η απόφαση της αναιρεσείουσας να μετακινήσει τον αναιρεσίβλητο από το κατάστημά της, της πλατείας ..., στο κατάστημά της, της οδού ..., υποχρέωσε την αναιρεσείουσα να παύσει τη βλαπτική μεταβολή και να επαναφέρει τον αναιρεσίβλητο στο κατάστημα της πλατείας ... και να καταβάλει στον τελευταίο, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 2.000 ευρώ. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 7 εδ. α’ του ν. 2112/1920, 281, 288, 648, 652,174 και 180 ΑΚ, καθόσον η, κατά τις παραδοχές αυτού, πρόσληψη του ενάγοντος ως πωλητή με συμφωνημένο τόπο εργασίας οποιοδήποτε από τα καταστήματα της εναγομένης στη…, που δεν αποτελεί μετάθεση, ούτε είχε μείωση αποδοχών ή αλλαγή ωραρίου εργασίας ή κάποια οικονομική επιβάρυνση του ενάγοντος, ο οποίος ήταν και ο νεώτερος από τους άλλους τρεις (3) εργαζόμενους στο ίδιο μ’ αυτόν τμήμα στο κατάστημα της πλατείας ..., είχε μειωμένη απόδοση σε σχέση με τους αρχαιότερους συναδέλφους του, είχε τιμωρηθεί πειθαρχικά δύο φορές πριν τη μετακίνησή του, ότι προσχηματικά επικαλείται η εναγομένη ότι είχαν μετακινηθεί το τελευταίο δωδεκάμηνο είκοσι τέσσερις (24) υπάλληλοί της από το ένα κατάστημά της στο άλλο, ότι δεν αποδείχθηκε αν οι μετακινήσεις αυτές ήταν ακούσιες, όπως δεν αποδείχθηκε ότι κάποιος υπάλληλος ζήτησε να μετακινηθεί στο κατάστημα ..., ότι η μετακίνηση του ενάγοντος έγινε σε σαφώς υποδεέστερη θέση και συγκεκριμένα σε κατάστημα με λιγότερους εργαζόμενους (3 αντί 40) και με λιγότερες βιβλιοθήκες (1, 5 αντί 15) και συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, κάτι που επηρέασε αρνητικά τη φήμη του ενάγοντος ως εργαζόμενου, αλλά και ως ανθρώπου που ασχολείται με το βιβλίο, ότι η εν λόγω μετακίνηση είναι εκδικητική και έγινε λόγω της προσφυγής του στην Επιθεώρηση Εργασίας για τη διεκδίκηση νόμιμων δικαιωμάτων, αλλά και με σκοπό να περιορίσει την επιρροή του ενάγοντος μόνο στους εργαζόμενους του καταστήματος της ..., που ήταν λιγότεροι σε σχέση με αυτούς του καταστήματος ..., και έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, δηλαδή για σκοπούς άσχετους με την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας του ενάγοντος και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησής της, δεν συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας του αναιρεσίβλητου και υπέρβαση των αντικειμενικών ορίων του άρθρου 281 ΑΚ κατά την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας και έτσι προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που αναιρετικά ανέλεγκτα έκρινε αποδεδειγμένα, στις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου που προεκτέθηκαν, τις οποίες και παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή. Περαιτέρω, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διέλαβε ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το ζήτημα της βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας του αναιρεσίβλητου, της καταχρηστικής ασκήσεως του διευθυντικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας και της ηθικής βλάβης που υπέστη ο αναιρεσίβλητος εξαιτίας της προαναφερόμενης συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα: α) ενώ δέχεται ότι ο ενάγων προσελήφθη ως πωλητής, ότι δεν ήταν μονομερής ενέργεια της εναγομένης η μετακίνηση του ενάγοντος από το ένα κατάστημα αυτής, στη …, στο άλλο κατάστημά της, στην ίδια πόλη, διότι αυτή είχε δικαίωμα από τη σύμβαση να τον μετακινήσει σε οποιοδήποτε από τα τέσσερα καταστήματά της στη …, ούτε ήταν αντίθετη στο νόμο, αφού δεν αποτελεί μετάθεση, ούτε είχε μείωση αποδοχών ή αλλαγή ωραρίου και το κατάστημα της ... ήταν πλησιέστερα στην κατοικία του ενάγοντος και ότι αυτή η μετακίνηση είχε ως συνέπεια την ανάθεση σ’ αυτόν υποδεέστερων καθηκόντων, δεν αναφέρει αν ο αναιρεσίβλητος, που, κατά τις παραδοχές της, είχε μεταφραστική και συγγραφική δραστηριότητα, είχε προσληφθεί λόγω των παραπάνω προσόντων του για να παρέχει εξειδικευμένη εργασία σε κάποιο τμήμα της επιχείρησης της εναγομένης και πως συνδέεται με τη βλαπτική μεταβολή που δέχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση ο αριθμός των υπαλλήλων και των βιβλιοθηκών που είχε το καθένα από τα προαναφερόμενα καταστήματα, ώστε να υποστεί ηθική βλάβη εξαιτίας όλων αυτών ο ενάγων ως άτομο και ως συγγραφέας- μεταφραστής ή, κατά την έκφραση του Εφετείου, ως ‘ ‘ άνθρωπος που ασχολείται με το βιβλίο’ ‘ , β) δεν γίνεται αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση αν στο νέο κατάστημα που μετακινήθηκε ο ενάγων του ανατέθηκαν υποδεέστερα καθήκοντα σε σχέση με αυτά που είχαν συμφωνηθεί με τη σύμβαση εργασίας, καθώς και με ποιο τρόπο, από τα νέα καθήκοντα, εθίγη η επαγγελματική του υπόληψη και αξία, γ) δεν αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση αν στο κατάστημα της οδού ... ανέκυψε ανάγκη για υπάλληλο κατά τον κρίσιμο χρόνο μετακίνησης του ενάγοντος, δ) ενώ δέχεται ότι ο ενάγων ήταν αντιπρόεδρος του Σωματείου Υπαλλήλων Βιβλίου- Χάρτου του νομού…, έχοντας καταλάβει την πρώτη θέση σε σταυρούς προτίμησης στις εκλογές του Απριλίου 2011, και με τη μετακίνηση που προεκτέθηκε, η οποία ήταν βλαπτική για τον ενάγοντα, αφού τοποθετήθηκε σε σαφώς υποδεέστερη θέση, δηλαδή σε κατάστημα με λιγότερους υπαλλήλους και με πολύ λιγότερες βιβλιοθήκες, επηρεάσθηκε και η φήμη του ως συνδικαλιστή και υπέστη ηθική βλάβη, δεν αναφέρει με ποιο τρόπο επλήγη η συνδικαλιστική φήμη του ενάγοντος και πως παρεμποδίζεται η συνδικαλιστική δραστηριότητά του στο νέο, μικρότερο, κατάστημα, εφόσον τα μέλη του παραπάνω Σωματείου βρίσκονται σε ολόκληρο το νομό …, μπορούσε να επικοινωνεί με αυτά μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή με τηλεομοιοτυπίες, αλλά και με τη λήψη των νόμιμων συνδικαλιστικών αδειών για να έχει και προσωπική επαφή με τα μέλη του Σωματείου και κατά συνέπεια πως υπέστη ως συνδικαλιστής ηθική μείωση από την επίμαχη μετακίνηση, ε) δεν αναφέρει πόσοι από τους 40 εργαζόμενους του καταστήματος της ... είχαν παρόμοια καθήκοντα με αυτά του ενάγοντος και πόσοι είχαν τέτοια καθήκοντα στο κατάστημα της ..., ώστε να προκύπτει ότι όντως επήλθε υποβάθμιση του ενάγοντος σε τέτοιο βαθμό και κατά τρόπο που υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτουν στο διευθυντικό δικαίωμα της εναγομένης η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε να προσβάλλεται η προσωπικότητα του ενάγοντος και να δικαιούται από το λόγο αυτό χρηματική ικανοποίηση, στ) ενώ δέχεται ότι ο ενάγων είχε χαμηλή απόδοση, σε σχέση με τους συναδέλφους του που προαναφέρθηκαν, στη συνέχεια αντιφατικά δέχεται ότι ήταν άνθρωπος με προσόντα και ακολούθως, εντελώς αναιτιολόγητα, ότι η κακή του βαθμολογία οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας του και ζ) ενώ δέχεται ότι έως τις 16-8-2011 εξακολούθησε να εργάζεται στο κεντρικό κατάστημα της ... χωρίς να δημιουργηθεί κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στις μεταξύ των διαδίκων σχέσεις, στη συνέχεια αντιφατικά αναφέρει ότι η εναγομένη επέβαλε δύο φορές έγγραφη επίπληξη στον ενάγοντα για τα αναφερόμενα πειθαρχικά παραπτώματα πριν τη μετακίνησή του (στις 22-7-2011 και 26-7-2011) και, περαιτέρω, χωρίς να διαλάβει οποιαδήποτε αιτιολογία περί του αν τα ανωτέρω παραπτώματα στην εργασία τελέσθηκαν ή όχι από τον ενάγοντα, δέχεται ότι ήταν προσχηματική η τιμωρία του και τούτο, κατά το Εφετείο, προκύπτει από το γεγονός ότι ‘ ‘ μέχρι τότε δεν του είχε κάνει καμία έγγραφη επίπληξη ή παρατήρηση’ ‘ η εναγομένη . Επομένως, οι λόγοι αναίρεσης, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους επισημαίνονται τα ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι. Μετά τα παραπάνω πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που δεν κατέθεσε έγγραφες προτάσεις, αλλά υπέβαλε σχετικό αίτημα (άρθρα 176, 183,191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 1.676/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει σε χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 9 Φεβρουαρίου 2016.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven