24 Feb, 2016
ΑΠ 181/2016 Ποιος θεωρείται εργοδότης στις οικοδομικές εργασίες. Ευθύνη εργοδότη. Υποχρεώσεις εργολάβου ως προς την τήρηση κανόνων ασφαλείας
ΑΠ 181/2016 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις του αρθ. 8 παρ.5 α.ν. 1846/ 1951 προκύπτει ότι, προκειμένου περί οικοδομικών εργασιών, ως εργοδότης, από την άποψη της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, θεωρείται τόσο ο κύριος του έργου (πλασματικός εργοδότης) όσο και εκείνος που έχει αναλάβει τις οικοδομικές εργασίες (μηχανικός, εργολάβος, υπεργολάβος) και έχει συνάψει την εργασιακή σύμβαση με τους εργαζομένους στο οικοδομικό έργο.
Επομένως, τόσο ο κύριος του έργου όσο και ο εργοδότης του εργαζομένου που υπέστη εργατικό ατύχημα κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, δηλαδή εκείνος με τον οποίο ο εργαζόμενος είχε συνάψει την εργασιακή σύμβαση, απαλλάσσονται μεν από τις υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας εργατικού ατυχήματος, όταν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, ευθύνονται όμως αν υπάρχει πταίσμα για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, επειδή δε για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, κατά το άρθρο 926 ΑΚ ενέχονται εις ολόκληρον.
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν 551/1914, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεως του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ως άνω ν. 551/1914, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν.551/1914 (Ολ ΑΠ 18/2008, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 937/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 260/2011).
Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 922 ΑΚ, για να υπάρχει σχέση προστήσεως θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 934/2013, ΑΠ 1168/2007).
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 και 5 του ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται: α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου. Ακόμη, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 21 παρ.1 του π.δ. 778/1980 που εφαρμόζονται επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών, που εκτελούνται σ` αυτές, οι εγκαταστάσεις ή διατάξεις ασφαλείας πρέπει να κατασκευάζονται έτσι, ώστε να αντιστοιχούν στην προς εκτέλεση εργασία και να διασφαλίζουν τον εργαζόμενο από τους κινδύνους, τους οποίους διατρέχει κατά την εκτέλεσή της.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η υποχρέωση ως προς τη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας και, κατά συνέπεια, η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο ή τρίτων προσώπων σε περίπτωση ατυχήματος οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει κατ` αρχήν το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου, ως εργολάβος. Στην περίπτωση αυτή, ο κύριος του έργου, ως εργοδότης (ΑΚ 681, 688-691 και 698) δεν υπέχει ευθύνη, εκτός εάν επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, οπότε αυτός θεωρείται ότι βρίσκεται προς τον εργοδότη σε σχέση προστήσεως (ΑΚ 922), επί της οποίας θεμελιώνεται η εις ολόκληρο ευθύνη του τελευταίου (ΑΠ 1158/2012, ΑΠ 1210/2006).
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
B2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Καρέλλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Πάσσο, Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 24 Νοεμβρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Κ. Σ. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Πανάγο, που κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: S. S. του N., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Μάρθα Κωτσίδου, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/9/2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 6968/2014 του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/3/2015 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Απόστολος Παπαγεωργίου ανέγνωσε την από 9/11/2015 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Κατά τις διατάξεις του αρθ. 8 παρ.5 α.ν. 1846/ 1951 "περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων", εργοδότες θεωρούνται κατ’ αρχήν τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου) για λογαριασμό των οποίων τα υπαγόμενα στην ασφάλιση του ΙΚΑ πρόσωπα παρέχουν την εργασία τους (περ. α’ ).
Ειδικά, όμως, για οικοδομικές εργασίες που εκτελούνται με μεσολάβηση τρίτων προσώπων (μηχανικών, εργολάβων, υπεργολάβων) ως εργοδότες θεωρούνται, για μεν την καταβολή των προς το ΙΚΑ οφειλομένων εισφορών (εργοδοτικών), οι κύριοι των κτισμάτων που ανεγείρονται, συμπληρώνονται, μεταρρυθμίζονται ή κατεδαφίζονται, για δε την εφαρμογή της 9 του αρθ. 26 (εφοδιασμός με ασφαλιστική ταυτότητα, τήρηση καταστάσεων κλπ.) και οι εργολάβοι ή υπεργολάβοι με τους οποίους οι εργαζόμενοι έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας (περ. γ’ ).
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου περί οικοδομικών εργασιών, ως εργοδότης, από την άποψη της εφαρμογής των διατάξεων του νόμου περί κοινωνικών ασφαλίσεων, θεωρείται τόσο ο κύριος του έργου (πλασματικός εργοδότης) όσο και εκείνος που έχει αναλάβει τις οικοδομικές εργασίες (μηχανικός, εργολάβος, υπεργολάβος) και έχει συνάψει την εργασιακή σύμβαση με τους εργαζομένους στο οικοδομικό έργο.
Επομένως, τόσο ο κύριος του έργου όσο και ο εργοδότης του εργαζομένου που υπέστη εργατικό ατύχημα κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών, δηλαδή εκείνος με τον οποίο ο εργαζόμενος είχε συνάψει την εργασιακή σύμβαση, απαλλάσσονται μεν από τις υποχρεώσεις καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας εργατικού ατυχήματος, όταν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, ευθύνονται όμως αν υπάρχει πταίσμα για τη χρηματική ικανοποίηση του παθόντος, επειδή δε για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, κατά το άρθρο 926 ΑΚ ενέχονται εις ολόκληρον.
Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν 551/1914, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς την σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφανίσεως του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914, 932 του ΑΚ και 1 και 16 του ως άνω ν. 551/1914, προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή του κυρίου του έργου ή των προστηθέντων από αυτούς (άρθρο 922 ΑΚ), με την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 παρ. 1 του ν.551/1914 (Ολ ΑΠ 18/2008, ΑΠ 182/2015, ΑΠ 937/2011, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 260/2011).
Ειδικότερα, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 922 ΑΚ, για να υπάρχει σχέση προστήσεως θα πρέπει να υπάρχει εξάρτηση, έστω και χαλαρή, ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα, ώστε ο πρώτος να μπορεί να δίνει στον δεύτερο εντολές ή οδηγίες και να τον ελέγχει ή επιβλέπει κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του ανέθεσε. Από τα άρθρα 681, 688-691 και 698 ΑΚ προκύπτει ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται, καταρχήν, προστηθείς του εργοδότη, όταν όμως ο εργοδότης επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, την διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και μάλιστα το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, ο τελευταίος θεωρείται ότι βρίσκεται σε σχέση προστήσεως προς τον εργοδότη (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 876/2014, ΑΠ 934/2013, ΑΠ 1168/2007).
Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 3, 4 και 5 του ν. 1396/1983, που αφορούν αποκλειστικά στη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας για την προστασία των εργαζομένων ή τρίτων κατά την εκτέλεση οικοδομικών και λοιπών τεχνικών έργων, πλην των δημοσίων, ο εργολάβος ολόκληρου του έργου, ανεξάρτητα εάν αυτό εκτελείται ολικά ή κατά τμήματα με υπεργολάβους, είναι συνυπεύθυνος και υποχρεούται: α) να λαμβάνει και να τηρεί όλα τα μέτρα ασφαλείας που αφορούν ολόκληρο το έργο, β) να τηρεί, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τις οδηγίες του επιβλέποντος, όπως προβλέπονται στο άρθρο 7 του εν λόγω νόμου και γ) να εφαρμόζει, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και της τέχνης, τη μελέτη μέτρων ασφαλείας, που ορίζεται στο άρθρο 6 του εν λόγω νόμου. Ακόμη, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 21 παρ.1 του π.δ. 778/1980 που εφαρμόζονται επί εργασιών ανεγέρσεως, κατεδαφίσεως, επισκευής, διακοσμήσεως, χρωματισμού οικοδομών, ως και των πάσης φύσεως μεταλλικών, μηχανουργικών, μηχανολογικών και ηλεκτρονικών εργασιών, που εκτελούνται σ` αυτές, οι εγκαταστάσεις ή διατάξεις ασφαλείας πρέπει να κατασκευάζονται έτσι, ώστε να αντιστοιχούν στην προς εκτέλεση εργασία και να διασφαλίζουν τον εργαζόμενο από τους κινδύνους, τους οποίους διατρέχει κατά την εκτέλεσή της.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η υποχρέωση ως προς τη λήψη και τήρηση των κατά νόμο μέτρων ασφαλείας και, κατά συνέπεια, η ευθύνη έναντι των εργαζομένων που απασχολούνται σε οικοδομικό έργο ή τρίτων προσώπων σε περίπτωση ατυχήματος οφειλομένου σε παράλειψη ως προς τα μέτρα αυτά, βαρύνει κατ` αρχήν το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκτέλεση ολόκληρου του έργου, ως εργολάβος. Στην περίπτωση αυτή, ο κύριος του έργου, ως εργοδότης (ΑΚ 681, 688-691 και 698) δεν υπέχει ευθύνη, εκτός εάν επιφύλαξε για τον εαυτό του, ρητώς ή σιωπηρώς, τη διεύθυνση και την επίβλεψη της εκτελέσεως του έργου και, μάλιστα, το δικαίωμα παροχής οδηγιών προς τον εργολάβο, οπότε αυτός θεωρείται ότι βρίσκεται προς τον εργοδότη σε σχέση προστήσεως (ΑΚ 922), επί της οποίας θεμελιώνεται η εις ολόκληρο ευθύνη του τελευταίου (ΑΠ 1158/2012, ΑΠ 1210/2006).
Εξάλλου, πταίσμα, κατά τις γενικές διατάξεις θεμελιώνεται και από τη μη τήρηση των διατάξεων του άρθρου 662 ΑΚ, το οποίο ορίζει ότι << ο εργοδότης οφείλει να διαρρυθμίζει τα σχετικά με την εργασία και με τον χώρο της, καθώς και τα σχετικά με την διαμονή, τις εγκαταστάσεις και τα μηχανήματα ή εργαλεία, έτσι ώστε να προστατεύεται η ζωή και η υγεία του εργαζομένου", καθόσον η παράβαση και μόνο της διάταξης αυτής και της με αυτήν καθιερούμενης γενικής υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, που έχει ως συνέπεια την βλάβη του σώματος ή της υγείας του εργαζομένου συνιστά, με την προϋπόθεση ότι οφείλεται σε πταίσμα του εργοδότη κλπ αδικοπραξία (ΑΠ 182/2015, ΑΠ 1116/2011, ΑΠ 127/2011).
Περαιτέρω από τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 914, 922, 932, 681-691 ΑΚ, σε συνδ. με αυτές των άρθρων 68 και 216 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, προκειμένου περί αγωγής για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, στρεφόμενης κατά του υπαιτίου του εργατικού ατυχήματος, ως και κατά εκείνου, ο οποίος με σύμβαση μισθώσεως έργου ανέθεσε στον υπαίτιο την εκτέλεση του έργου, όπου συνέβη το ατύχημα, πρέπει για τη θεμελίωση της να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά της διευθύνσεως και επιβλέψεως του έργου από τον εργοδότη, τα οποία θεμελιώνουν την επικαλούμενη ιδιότητα του τελευταίου, ως προστήσαντος τον υπαίτιο εργολάβο (ΑΠ 876/2014, ΑΠ 52/2010) .Στην περίπτωση που τα ως άνω στηρίζοντα την αγωγή πραγματικά περιστατικά δεν εκτίθενται, θεμελιώνεται ο από τον αρ. 14 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν κήρυξε ακυρότητα στην περίπτωση που η αγωγή αν και αόριστη κρίθηκε ορισμένη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του δικογράφου της ένδικης αγωγής, το οποίο εκτιμάται, κατ’ άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ ,ως διαδικαστικό έγγραφο, σ’ αυτό εκτίθενται τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος (ενάγων) είχε προσληφθεί στις 20-9-2007 από τον πέμπτο εναγόμενο Β. Φ.-εργολάβο της επίδικης οικοδομής με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και εργαζόταν ως οικοδόμος στην ανέγερσή της (οικοδομής) ιδιοκτησίας των τεσσάρων πρώτων εναγομένων - κυρίων του έργου, την επίβλεψη και τον συντονισμό του οποίου οι τελευταίοι είχαν αναθέσει στον έκτο εναγόμενο-αρχιτέκτονα μηχανικό. Την 1-10-2007, ενώ εργαζόταν στον ανωτέρω τόπο, συνέβη σε αυτόν εργατικό ατύχημα, υπό τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις, που οδήγησαν στην πτώση του ως άνω εργαζομένου που αναλυτικώς περιγράφει στο αγωγικό του δικόγραφο, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί σοβαρά, υποστάς βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, με κλινική εικόνα υπολειμματικής περιφερικής νευροπάθειας των κάτω άκρων. Το ανωτέρω εργατικό ατύχημα, οφείλεται σε υπαιτιότητα των εναγομένων, ήτοι του εργοδότη του, του επιβλέποντος μηχανικού και των κυρίων του έργου, συνισταμένη στην, από αμέλειά τους, παράλειψη τήρησης των επιβαλλομένων και ενδεδειγμένων από το νόμο αναγκαίων μέτρων ασφαλείας, προς προστασία των εργαζομένων και για την αποφυγή προκλήσεως κινδύνου και συγκεκριμένα των πρώτου, δευτέρας, τρίτου και τετάρτης των εναγομένων, ως συγκυρίων-συνιδιοκτητών της υπό ανέγερση οικοδομής, έχοντας επιφυλάξει για τον εαυτό τους την εποπτεία και τον έλεγχο των εκτελουμένων οικοδομικών εργασιών, του πέμπτου αυτών, ως εργολάβου του οικοδομικού έργου και του έκτου των εναγομένων ως Αρχιτέκτονα - Μηχανικού, προστηθέντων από τους κυρίους του έργου, για τους λόγους που εκθέτει στο αγωγικό του δικόγραφο. Με βάση το ιστορικό αυτό και επικαλούμενος στη συνέχεια ότι η κατάσταση της υγείας του δεν αποκαταστάθηκε, αλλά αντιμετωπίζει κινητικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων έχει καταστεί μονίμως ανίκανος για την παροχή οιασδήποτε εργασίας, ενώ η πνευματική του κατάσταση και η επικοινωνία του με το περιβάλλον είναι ιδιαίτερα δυσχερής, εξαιτίας δε του ενδίκου τραυματισμού του περιήλθε σε δεινή ψυχολογική και οικονομική κατάσταση‚ ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με την ως άνω ιδιότητά τους έκαστος αυτών, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας τους, να του καταβάλουν το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000,00) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εναγομένων, με το νόμιμο τόκο. Η αγωγή με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αίτημα είναι πλήρως ορισμένη, γιατί περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο (άρθρα 68 και 216 ΚΠολΔ, 681, 688-691 και 698, 914,922,932 ΑΚ, 1 και 16 του ν 551/1914 σε συνδυασμό με 1,3,4 και 5 του ν. 1396/1983 και 1 και 21 του πδ 778/1980) και δικαιολογούν την άσκησή της εκ μέρους του ενάγοντος κατά των εναγομένων (και κατά του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος). Συγκεκριμένα ο ενάγων αναφέρει σ’ αυτήν ότι ο τραυματισμός του οφείλεται σε υπαιτιότητα του εργολάβου του οικοδομικού έργου, του επιβλέποντος μηχανικού, αλλά και των κυρίων του έργου (συνιδιοκτητών της υπό ανέγερση οικοδομής), οι οποίοι είχαν επιφυλάξει για τον εαυτό τους την εποπτεία και τον έλεγχο των εκτελουμένων οικοδομικών εργασιών και ειδικότερα το δικαίωμα παροχής οδηγιών και εντολών στον εργολάβο δια μέσου του Αρχιτέκτονα-Μηχανικού, ήτοι ότι από την παράνομη συμπεριφορά τους και ειδικότερα από αμέλειά τους δεν έλαβαν τα κατάλληλα προστατευτικά μέτρα, επήλθε ο τραυματισμός αυτού, με τις εντεύθεν συνέπειες, κατά τα ειδικότερα στην αγωγή αναφερόμενα.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 14 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ότι παρά τον νόμο το Εφετείο δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει δικαιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ ΑΠ 1/1999, ΑΠ 134/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση και κατά την ανέλεγκτη των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα εξής: Ο πέμπτος των εναγομένων Β. Φ., ο οποίος ασκεί το επάγγελμα του τεχνίτη οικοδόμου, αναλαμβάνει εργολαβικώς την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών. Με την ιδιότητά του αυτή, ανέλαβε το έργο της αποξήλωσης πετρόκτιστου τοιχίου παλαιάς προσφυγικής οικίας, που βρισκόταν στον ... Αττικής και επί της οδού ... , κατ’ εντολή των πρώτου, δευτέρας, τρίτου και τετάρτης των εναγομένων (Κ. Σ. (και ήδη αναιρεσείοντος), Ε. συζ. Κ. Σ., Ι. Κ. Σ. και Ν. Κ. Σ.), οι οποίοι δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../14-07-2007 συμβολαίου γονικής παροχής-σύσταση οριζοντίου Ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Όλγας Αντωνίου Λυγιδάκη, επρόκειτο να ανεγείρουν τριώροφη οικοδομή. Για το λόγο αυτό, στις 20-09-2007 ο άνω εργολάβος προσέλαβε, στον ... Αττικής‚ με προφορική σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, τον ενάγοντα και ήδη αναιρεσίβλητο, υπήκοο Αλβανίας‚ κάτοχο του υπ’ αριθμ. ... Διαβατηρίου και Άδειας διαμονής στην Ελλάδα, προκειμένου να τον απασχολήσει, έναντι αμοιβής, με την ειδικότητα του εργάτη στο οικοδομικό έργο που αυτός, υπό την προαναφερομένη ιδιότητά του, είχε αναλάβει να εκτελέσει. Ειδικότερα ο πέμπτος των εναγομένων, κατόπιν προφορικής συμφωνίας με τους συγκυρίους της ανωτέρω ισόγειας προσφυγικής οικίας, επί της οποίας επρόκειτο να ανεγείρουν τριώροφη οικοδομή, ανέλαβε προφορικώς το έργο της αποξήλωσης του πέτρινου τοιχίου, ύψους 3-4 μέτρων περίπου, που υφίστατο στο όριο με όμορη οικία. Την έκδοση δε της άδειας κατεδάφισης της ισόγειας προσφυγικής κατοικίας και την άδεια της νέας οικοδομή, καθώς και την γενική επίβλεψη των οικοδομικών εργασιών, είχε αναθέσει ο πρώτος των εναγομένων στον έκτο αυτών Λ. Π., αρχιτέκτονα-πολιτικό μηχανικό. Ο τελευταίος εκπόνησε και κατέθεσε στην αρμόδια Διεύθυνση Πολεοδομίας, την ανατεθείσα σ’ αυτόν αρχιτεκτονική μελέτη, την μελέτη του φέροντος οργανισμού και τις μελέτες θερμομόνωσης παθητικής πυροπροστασίας, ύδρευσης και αποχέτευσης, που εγκρίθηκαν και εκδόθηκαν άδεια κατεδάφισης και άδεια οικοδομής. Ο παραπάνω μηχανικός είχε την γενική επίβλεψη του έργου. Στις εργασίες αποξήλωσης του ως άνω τοιχίου, συμμετείχε και ο αδελφός του πέμπτου των εναγομένων Ά. Φ., επίσης οικοδόμος, τον οποίο προσέλαβε αυτός, προκειμένου να βοηθήσει τον ενάγοντα, ασφαλιζόμενοι αμφότεροι από τον πρώτο των εναγομένων. Την 01-10-2007 και περί ώρα 08.00’ - 08.30’ ο ενάγων μαζί με τον Ά. Φ., ακολουθώντας τις εντολές και οδηγίες του εργοδότη τους πέμπτου των εναγομένων, ο οποίος ωστόσο δεν παρευρισκόταν στον χώρο του οικοδομικού έργου αλλά και του επιβλέποντος μηχανικού ολόκληρου του έργου της ανέγερσης της ανωτέρω οικοδομής, ήτοι του έκτου των εναγομένων, ο οποίος είχε αποχωρήσει από το εργοτάξιο, άρχισαν το έργο της αποξήλωσης του τοιχίου, με την παρουσία του πρώτου των εναγομένων. Για το λόγο αυτό κατασκεύασαν μεταλλικό ικρίωμα, ύψους 3-4 μέτρων περίπου πάνω από το έδαφος, καθόσον κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν ήταν δυνατή η εκτέλεση της εργασίας τους από το έδαφος, λόγω του ύψους του τοιχίου. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της συγκεκριμένης εργασίας, ο ενάγων υπέστη εργατικό ατύχημα. Ειδικότερα, στην προσπάθειά του να αποξηλώσει τις πέτρες του προπεριγραφέντος τοιχίου, ευρισκόμενος επάνω στο μεταλλικό ικρίωμα άνευ οιοδήποτε μέτρου προστασίας έναντι πτώσεως και αφού είχε ήδη αποξηλώσει αρκετές πέτρες, μια εξ’ αυτών κατέπεσε με δύναμη, λόγω του όγκου της, επάνω στο κεφάλι του, με συνέπεια να χάσει την ισορροπία του, να κλυδωνιστεί επί του ικριώματος και στη συνέχεια να καταλήξει με μεγάλη δύναμη στο έδαφος και να υποστεί βαρύτατη σωματική βλάβη. Ο τραυματισμός του ενάγοντος, που προκλήθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του και υπό τις αναλυτικά αναφερθείσες παραπάνω συνθήκες, οφείλεται σε παραβάσεις των επιβαλλομένων, από τις διατάξεις των άρθρων του π.δ. 778/1980 "Περί των μέτρων ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών" και του ν. 1396/1983 " Υποχρεώσεις λήψης και τήρησης των μέτρων ασφαλείας στις οικοδομές και λοιπά ιδιωτικά τεχνικά έργα", 7 παρ .1 και 8 παρ. 1 εδ. β’ , 12 παρ. 1, 2 και 3 του π.δ. 17/1996 "Μέτρα ασφαλείας-υγείας εργαζομένων", 32 παρ. 1-Τμήμα Α’ του ν. 1568/1985,3 παρ. 1, 2, 3 και 4 παρ. 1 εδ. α’ του πδ 395/1994, 102, 104, 111 και 114 του π.δ. 1073/1981 "Εργασίες αρμοδιότητας πολιτικού μηχανικού. Μέτρα Ασφαλείας" μέτρων ασφαλείας, ικανών να αποτρέψουν το ως άνω ατύχημα και το επελθόν αποτέλεσμα του τραυματισμού του ενάγοντος, αλλά και των αντιστοίχων υποχρεώσεων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια και συγκεκριμένα στην συγκλίνουσα υπαιτιότητα, με την μορφή της αμέλειας του πέμπτου των εναγομένων, ως εργολάβου και πραγματικού εργοδότη του ενάγοντος, ο οποίος είχε προστηθεί από τον πρώτο των εναγομένων, στο έργο της αποξήλωσης του πετρόκτιστου τοιχίου, του πρώτου των εναγομένων, ως κυρίου του έργου και πλασματικού εργοδότη του ενάγοντος και του έκτου των εναγομένων, που είχε επίσης προστηθεί από τον κύριο του έργου, ως επιβλέποντος το έργο αρχιτέκτονα -πολιτικού μηχανικού. Η αμέλεια δε αυτών συνίσταται στην παράλειψή τους να λάβουν, όπως ήταν υποχρεωμένοι και μπορούσαν, κατά την εκτελούμενη εργασία τα αναγκαία και κατάλληλα προληπτικά (πριν από την εκτέλεση της εργασίας) και προστατευτικά (κατά την εκτέλεση της εργασίας) μέτρα ασφαλείας, της υγείας και της σωματικής ακεραιότητας των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να καταστεί αναπόφευκτο το ένδικο ατύχημα. Ειδικότερα ,ο πέμπτος των εναγομένων, εργοδότης του ενάγοντος, ο οποίος, κατά τον κρίσιμο στην υπόθεση χρόνο, ήταν και υπεύθυνος, ως εκ της ανωτέρω ιδιότητάς του, να μεριμνά για την ομαλή και ασφαλή εκτέλεση των εργασιών και για την τήρηση των επιβαλλομένων από το νόμο μέτρων ασφαλείας‚ δεν έλαβε, από αμέλειά του, τα απαραίτητα μέτρα προστασίας για την ασφάλεια και την σωματική ακεραιότητα του εργαζόμενου στην εν λόγω οικοδομή εργατοτεχνικού προσωπικού, κατά την εκτέλεση της ανατεθειμένης εργασίας και συγκεκριμένα παρέλειψε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή εργασία του ενάγοντος, δεδομένου ότι το πρόχειρα κατασκευασμένο από αυτόν (ενάγοντα) και τον Ά. Φ. ικρίωμα, δεν ήταν σταθερό και ανθεκτικό, ώστε να υποστεί έντονους κραδασμούς, ενόψει της φύσεως της εργασίας που τους είχε ανατεθεί (έντονα κτυπήματα με σκεπάρνι στον τοίχο). Επίσης, την δεδομένη χρονική στιγμή, απουσίαζε από την οικοδομή, αν και ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται σ’ αυτήν, ώστε να εποπτεύει ο ίδιος, ανά πάσα στιγμή, τον τόπο εργασίας, να επιβλέπει εάν τηρούνταν εκ μέρους των εργαζομένων τα απαιτούμενα μέτρα ασφαλείας και να καθοδηγεί αυτούς, κατά την εκτέλεση του έργου, ούτε ανέθεσε σε άλλο ειδικευμένο άτομο την επίβλεψη του ενάγοντος και του άλλου εργαζομένου, δίνοντας τις κατάλληλες οδηγίες και εντολές προς αυτούς. Η παράλειψη εκ μέρους του πέμπτου των εναγομένων λήψεως των μέτρων αυτών ανεξαρτήτως της ευθύνης των λοιπών, πληροί τις προϋποθέσεις στο πρόσωπό του της συνδρομής της ειδικής μορφής αμέλειας‚ η οποία ήταν πρόσφορη να προκαλέσει το εργατικό ατύχημα και συνδέεται αιτιωδώς με τον συνεπεία αυτού τραυματισμό του ενάγοντος. Άλλωστε αυτός ευθύνεται και κατά τις γενικές διατάξεις του ΑΚ (άρθρα 914, 932 του ΑΚ), αφού δεν κατέβαλε την επιμέλεια και προσοχή που απαιτείται να καταβάλλεται, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, στον κύκλο της αρμοδιότητάς του... Τέλος ευθύνη για τον τραυματισμό του ενάγοντος βαρύνει και τον πρώτο των εναγομένων (και ήδη αναιρεσείοντα), ο οποίος, ως συγκύριος του έργου και πλασματικός εργοδότης του ενάγοντος, ανέθεσε στον έκτο των εναγομένων, αρχιτέκτονα-πολιτικό μηχανικό, την εκπόνηση της απαιτούμενης μελέτης και επίβλεψης του έργου αυτού και επεφύλαξε για τον εαυτό του το δικαίωμα επίβλεψης του έργου και παροχής οδηγιών στον πέμπτο των εναγομένων εργολάβο, για την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών, που δίνονταν για λογαριασμό του από τον έκτο των εναγομένων και επιβλέποντα το οικοδομικό έργο πολιτικό μηχανικό. Έτσι η ευθύνη του, ως κυρίου του έργου, είναι αντικειμενική και υπέχει αστική ευθύνη, κατ’ άρθρο 922 ΑΚ, από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων και για το λόγο αυτό είναι εις ολόκληρον υπόχρεος με αυτούς, για την ικανοποίηση της αγωγικής αξιώσεως του ενάγοντος (αναιρεσίβλητου), εφόσον μεταξύ των προσώπων αυτών υπήρχε εξάρτηση, υπό την έννοια ότι μπορούσε να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων τους και να επιβλέπει αυτούς, κατά την εκτέλεση των εργασιών που τους είχε αναθέσει‚ γεγονός που συνάγεται, εκτός των άλλων και από την παρουσία του, κατά τον χρόνο του ατυχήματος, στον χώρο του έργου και μάλιστα όταν, όπως ο ίδιος διατείνεται, διατύπωσε τις αντιρρήσεις του για την ασφάλεια του αυτοσχέδιου ικριώματος‚ που ο ενάγων είχε κατασκευάσει με την βοήθεια του Ά. Φ. Αντίθετα, δεν θεμελιώνεται ευθύνη των δευτέρας, τρίτου και τετάρτης των εναγομένων, καθόσον η εκτέλεση του όλου έργου είχε ανατεθεί από τον πρώτο αυτών, στον πέμπτο των εναγομένων εργολάβο και στον έκτο των εναγομένων μηχανικό, χωρίς οι ίδιοι να διαφυλάξουν για τον εαυτό τους το δικαίωμα της διεύθυνσης και επίβλεψης του έργου με δεσμευτικές για τον εργολάβο και τον επιβλέποντα το έργο μηχανικό, εντολές και οδηγίες ... Ενόψει των προαναφερομένων πραγματικών περιστατικών αποδείχθηκε η συγκλίνουσα υπαιτιότητα (αμέλεια) των πρώτου, πέμπτου και έκτου των εναγομένων, συνισταμένη στην μη τήρηση των όρων ασφαλείας που επιβάλλει ο νόμος, αλλά και των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση πρόνοιας και την απαιτουμένη στις συναλλαγές επιμέλεια και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των πράξεων και παραλείψεων και του επελθόντος αποτελέσματος. Περαιτέρω προέκυψε ότι ο ενάγων, συνεπεία του ενδίκου ατυχήματος, τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε ευθύς αμέσως με ασθενοφόρο όχημα στη Νευροχειρουργική Κλινική του Πανεπιστημίου Αθηνών "...", όπου μετά από κλινική και νευρολογική εξέταση διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί ανοικτό κάταγμα-εμπίεσμα μετωπιαίου οστού δεξιά, διαμέτρου 5 εκατοστών, με έξοδο εγκεφαλικής ουσίας Υποβλήθηκε αμέσως σε χειρουργική αποκατάσταση της ανατομικής συνέχειας του τραύματος, ενώ παρέμεινε μικρή κρανιεκτομή ύπερθεν του τραύματος. Μετεγχειρητικά, λόγω της βαριάς κρανιοεγκεφαλικής κάκωσης που υπέστη, νοσηλεύτηκε επί μακρόν στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας της Νευροχειρουργικής Κλινικής του άνω Νοσοκομείου. Στη συνέχεια, λόγω επιβάρυνσης της κλινικής του εικόνας, μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και ακολούθως στη Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας (πολλαπλές λοιμώξεις - σηψαιμία ... νευροπάθεια), όπου παρέμεινε νοσηλευόμενος έως την 03-12-2007 οπότε και εξήλθε σε πλήρη εγρήγορση και επικοινωνία, αλλά με κλινική εικόνα υπολειμματικής περιφερικής νευροπάθειας των κάτω άκρων. Τελικά η κατάσταση της υγείας του δεν παρουσιάζει ουσιαστική μεταβολή, παραμένει μετωπιαία συνδρομή και μετατραυματική επιληψία και κρίνεται ανίκανος προς εργασία. Ο τραυματισμός αυτός του ενάγοντος συνιστά εργατικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, αφού το βίαιο συμβάν που προκάλεσε την σωματική βλάβη αυτού επήλθε κατά τη διάρκεια και εξ αφορμής της εργασίας του ... Άλλωστε, το γεγονός ότι το εν λόγω ατύχημα είχε τον χαρακτήρα εργατικού ατυχήματος, αναγνωρίσθηκε και από το Ι.Κ.Α., στο οποίο ήταν ασφαλισμένος και για το λόγο αυτό του χορηγήθηκε επίδομα απολύτου αναπηρίας, για το από 25-09-2009 έως 30-06-2010 χρονικό διάστημα, ενώ του χορηγήθηκε σύνταξη λόγω βαρείας αναπηρίας από εργατικό ατύχημα... Συνεπεία του ανωτέρω τραυματισμού του, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και ως εκ τούτου δικαιούται χρηματικής ικανοποιήσεως, για τον προσδιορισμό της οποίας το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του τα προσδιοριστικά αυτής επιμέρους στοιχεία, όπως τις προπεριγραφείσες συνθήκες, υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, την αποκλειστική υπαιτιότητα των άνω εναγομένων, όπως αυτή προκύπτει από τα αναφερθέντα περιστατικά‚ στην πρόκληση του επιδίκου ατυχήματος, την συμπεριφορά αυτών μετά το ατύχημα, την βαρύτητα και το είδος της σωματικής βλάβης που αυτός υπέστη, την έκταση της ταραχής, τον ψυχικό πόνο και τη σωματική ταλαιπωρία, που δοκίμασε από τις χειρουργικές επεμβάσεις, στις οποίες υποβλήθηκε και την φυσιοθεραπευτική αγωγή που ακολούθησε, την διάρκεια της νοσηλείας του, την μετέπειτα εξέλιξη της υγείας του, όπως αναλυτικά αναφέρθηκε, την απώλεια της κινητικότητας στα κάτω άκρα και της περιορισμένης λειτουργικότητας των άνω άκρων, που είναι απαραίτητη όχι μόνο για την άσκηση της εργασίας του, ως εργάτη, αλλά και για την ικανοποίηση των καθημερινών προσωπικών αναγκών του, την επίδραση αυτής στην περαιτέρω ζωή του, αφού θα διακατέχεται πλέον από μόνιμο αίσθημα μειονεκτικότητας έναντι των συνανθρώπων του, το γεγονός ότι είχε ως μοναδικό μέσο βιοπορισμού του ιδίου και της οικογενείας του τα εισοδήματα από την εργασία του και ότι, συνεπεία του ατυχήματος, έχει καταστεί ανίκανος για εργασία και περιήλθε έτσι σε δεινή οικονομική θέση αφού οι προκληθείσες σωματικές βλάβες και η προπεριγραφείσα κατάσταση της υγείας του καθιστούν αδύνατη την άσκηση της εργασίας, που ασκούσε πριν τον τραυματισμό του και βέβαια των περιορισμένων δυνατοτήτων που έχει να ανεύρει άλλη εργασία αν ληφθεί υπόψη η ηλικία του (56 ετών περίπου κατά την ημέρα του επιδίκου ατυχήματος) και την οικογενειακή του κατάσταση (έγγαμος και πατέρας -2- τέκνων, εκ των οποίων το ένα εργάζεται στο εξωτερικό, ως ιδιωτικός υπάλληλος, ενώ το άλλο σπουδάζει σε ιδιωτική Σχολή), το γεγονός ότι αυτός δεν διαθέτει οιαδήποτε άλλη, πλην της συγκεκριμένης, εκπαίδευση, σε συνδυασμό με το ότι, παρά την πάροδο ικανού διαστήματος από το ατύχημα και την υποβολή του σε χειρουργικές επεμβάσεις, δεν έχει αποθεραπευτεί και αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και να εργασθεί ως ένας αρτιμελής άνθρωπος, η κατάσταση δε της υγείας του πιθανότατα, δεν επιδέχεται περαιτέρω βελτιώσεως και συνακόλουθα οι συνέπειες του τραυματισμού του δεν προβλέπεται, κατά τον παρόντα χρόνο, ότι θα εξαλείψουν, καθώς και την κοινωνική και οικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων, από τους οποίους ο ενάγων είναι αλλοδαπός εργάτης και οικονομικός μετανάστης, με κακή οικονομική κατάσταση και αβέβαιο επαγγελματικό μέλλον, αφού λόγω της άνω καταστάσεως της υγείας του δεν θα μπορέσει να εργασθεί ξανά, ενώ, αντίθετα, ο πέμπτος των εναγομένων είναι επαγγελματίας εργολάβος οικοδομών, ο πρώτος αυτών είναι συνταξιούχος οδηγός ΤΑΧΙ και ο έκτος αυτών αρχιτέκτων- πολιτικός μηχανικός, με αντίστοιχες κοινωνικές και οικονομικές θέσεις. Με βάση αυτά το Εφετείο έκρινε ότι πρέπει να επιδικασθεί στον ενάγοντα το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000,00) ευρώ, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που αυτός υπέστη από την εις βάρος του αδικοπραξία και όχι το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000,00) ευρώ, που επεδίκασε η εκκαλούμενη απόφαση.
Μετά από αυτά το Εφετείο απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, καθόσον αυτή στρέφεται κατά της δεύτερης, τρίτου και τέταρτης των εναγομένων και δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμη ,καθόσον στρέφεται κατά των πρώτου, πέμπτου και έκτου των εναγομένων και υποχρέωσε τους τελευταίους, τον πρώτο εναγόμενο και ήδη αναιρεσείοντα Κ. Σ., ως πλασματικό εργοδότη του αναιρεσίβλητου, κύριο του έργου και προστήσαντα τους λοιπούς δύο, τον πέμπτο εναγόμενο Β. Φ. ως εργολάβο του έργου και πραγματικό εργοδότη του αναιρεσίβλητου και τον έκτο εναγόμενο Λ. Π., ως επιβλέποντα μηχανικό του έργου να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στον ενάγοντα το ποσό των 100.000 ευρώ,με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, με το να δεχθεί τα ανέλεγκτα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες επί του ζητήματος που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δη της συνευθύνης και του πρώτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, ο οποίος ως κύριος του έργου και πλασματικός εργοδότης του αναιρεσίβλητου, είχε επιφυλάξει για τον εαυτό του το δικαίωμα της επίβλεψης του έργου και παροχής οδηγιών προς τους προστηθέντες από αυτόν πέμπτο εναγόμενο Β. Φ., εργολάβο του έργου και πραγματικό εργοδότη του αναιρεσίβλητου και έκτο εναγόμενο Λ. Π., επιβλέποντα του έργου μηχανικό. Επομένως ο δεύτερος και τελευταίος λόγος της αναίρεσης, από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αναίρεση στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, λόγω τη ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, που κατέθεσε προτάσεις, σύμφωνα με το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την, από 24-3-2015 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 6968/2014 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 19 Ιανουαρίου 2016.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Φεβρουαρίου 2016.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven