Αριθμ. πράξης 58/18.1.2016
(ΦΕΚ Β' 179/2-2-2016)
ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Η ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Αφού έλαβε υπόψη:
α) Το άρθρο 55Α Καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος,
β) τις διατάξεις του Ν. 4261/2014 «Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του Ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 107), και ιδίως τα άρθρα 4, 11, 12 παρ. 1 περ. β, 15, 19, 36, 39,44, 57 παρ. 3, 89 και 103 αυτού,
γ) τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ L 176 (27.6.2013) 1), όπως ισχύει,
δ) τη σκοπιμότητα υπαγωγής των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτη χώρα και λειτουργούν στην Ελλάδα σε πλαίσιο κανόνων εποπτείας αντίστοιχο με αυτό που διέπει την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα στην Ελλάδα και όχι ευνοϊκότερο σε σχέση με τα τελευταίο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36 παρ. 6 Ν. 4261/2014,
ε) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού,
αποφασίζει:
Να διαμορφώσει τους όρους και τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα, τους όρους και τις προϋποθέσεις για την επέκταση του δικτύου τους στην Ελλάδα, το καθεστώς προληπτικής εποπτείας τους από την Τράπεζα της Ελλάδος, το πλαίσιο για τη λήψη εποπτικών μέτρων και για τη διαδικασία της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας τους, ως κατωτέρω:
Α. ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του Ν. 4261/2014 και με την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 47 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, για την ίδρυση και λειτουργία υποκαταστήματος στην Ελλάδα πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, κατά την έννοια της περίπτωσης 61 του άρθρου 3 του Ν. 4261/2014, χορηγείται άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι ειδικότεροι όροι και προϋ-ποθέσεις και τηρούμενης της ακόλουθης διαδικασίας:
1. Υποβολή αίτησης από το πιστωτικό ίδρυμα που έχει έδρα σε τρίτη χώρα προς την Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με το Παράρτημα της παρούσας, η οποία συνοδεύεται από τα εκεί προβλεπόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά.
2. Κάλυψη αρχικού κεφαλαίου τουλάχιστον ίσου με το οριζόμενο στην περίπτωση β) της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν. 4261/2014, όπως εκάστοτε ισχύει, ήτοι προικώου κεφαλαίου ύψους εννέα εκατομμυρίων (9.000.000) ευρώ. Το ελάχιστο αρχικό προικώο κεφάλαιο καλύπτεται ολοσχερώς πριν από την έναρξη λειτουργίας του υποκαταστήματος και αποκλειστικά με κατάθεση μετρητών χωρίς οποιοδήποτε βάρος εκ μέρους του κεντρικού Καταστήματος του πιστωτικού ιδρύματος με έδρα σε τρίτη χώρα στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε δεσμευμένο υπέρ της Τράπεζας της Ελλάδος έντοκο λογαριασμό τηρούμενο σε οποιαδήποτε πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα και δεν αποτελεί θυγατρική επιχείρηση ή δεν ανήκει στον όμιλο του πιστωτικού ιδρύματος τρίτης χώρας που επιθυμεί να ιδρύσει το εν λόγω υποκατάστημα στην Ελλάδα. Το κεφάλαιο αυτό επέχει θέση ιδίων κεφαλαίων και καλύπτει την ίδρυση μέχρι και τεσσάρων (4) υπηρεσιακών μονάδων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα. Για την ίδρυση επιπλέον υπηρεσιακών μονάδων απαιτείται πρόσθετο προικώο κεφάλαιο μέχρι τη συμπλήρωση του ελάχιστου προβλεπόμενου ορίου αρχικού κεφαλαίου που εκάστοτε ισχύει για τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, όπως αυτό ορίζεται στην περίπτωση α) της παραγράφου 1 του άρθρου 12, ήτοι προικώο κεφάλαιο ύψους δέκα οκτώ εκατομμυρίων (18.000.000) ευρώ. Το κατά τα ανωτέρω, καταβλητέο σε μετρητά, αρχικό προικώο κεφάλαιο παραμένει κατατεθειμένο χωρίς οποιοδήποτε βάρος στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε πιστωτικό ίδρυμα με εγκατάσταση στην Ελλάδα καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας του υποκαταστήματος και μέχρι και την ολοκλήρωση της διαδικασίας τακτοποίησης των εκκρεμών συναλλαγών του από το αρμόδιο πρόσωπο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας τακτοποίησης των εκκρεμών συναλλαγών της παρ. 7 της Ενότητας Ε της παρούσας και την έκδοση απόφασης από την Τράπεζα της Ελλάδος που επιτρέπει την αποδέσμευση του.
3. Γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος από την αρμόδια εποπτική αρχή της χώρας προέλευσης και κοινοποίηση των σχετικών εγγράφων και πληροφοριών που αποδεικνύουν τα εξής:
α) Την επωνυμία του πιστωτικού ιδρύματος και την ταχυδρομική διεύθυνση του υποκαταστήματος στην Ελλάδα.
β) Το αναλυτικό πρόγραμμα δραστηριοτήτων, στο οποίο θα αναγράφονται, μεταξύ άλλων, το είδος των εργασιών και δραστηριοτήτων τις οποίες προτίθεται να ασκήσει το υποκατάστημα και οι οποίες πρέπει να καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος στη χώρα προέλευσης, καθώς και η οργανωτική του δομή. Στο πρόγραμμα δραστηριοτήτων θα περιλαμβάνεται περιγραφή των μεθόδων και μέσων προώθησης - διάθεσης των προσφερόμενων προϊόντων, των κριτηρίων επιλογής τυχόν συνεργαζόμενων προσώπων για το σκοπό αυτό και των πληροφοριακών συστημάτων, με αναφορά στις διαδικασίες διασφάλισης της ασφαλούς λειτουργίας καθώς και στους κανονισμούς της πολιτικής ασφαλείας. Επίσης, απαιτούνται πληροφορίες για τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων.
γ) Τις πληροφορίες ως προς το σύστημα εγγύησης καταθέσεων, επενδύσεων και εξυγίανσης στη χώρα προέλευσης και ενημέρωση σχετικά με ενδεχόμενη συμπληρωματική κάλυψη των καταθέσεων και επενδύσεων του υποκαταστήματος στην Ελλάδα από το εν λόγω σύστημα.
δ) Τα δύο τουλάχιστον πρόσωπα πλήρους απασχόλησης που όντως διευθύνουν τη δραστηριότητα του υποκαταστήματος, τα οποία πρέπει να είναι νόμιμοι πληρεξούσιοι του πιστωτικού ιδρύματος και να κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα.
ε) Τους επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών του υποκαταστήματος που κατοικούν μόνιμα στην Ελλάδα.
στ) Το αρμόδιο πρόσωπο (διευθυντικό στέλεχος του άρθρου 44 του Ν. 3691/2008) για την τήρηση των διατάξεων της νομοθεσίας σχετικά με την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα.
ζ) Το ύψος και τη σύνθεση των ιδίων κεφαλαίων, το άθροισμα των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος και τη μεθοδολογία υπολογισμού τους, για το προηγούμενο έτος και το τελευταίο ημερολογιακό τρίμηνο, εφόσον η γνωστοποίηση γίνεται μετά το πρώτο τρίμηνο του έτους.
η) Τη ρητή συναίνεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής της χώρας προέλευσης για την επέκταση των δραστηριοτήτων του πιστωτικού ιδρύματος στην Ελλάδα.
4. Υποβολή από το πιστωτικό ίδρυμα των ερωτηματολογίων Τύπου Α' και Τύπου Γ' του Παραρτήματος II της ΠΕΕ 22/12.7.2013, με την οποία τροποποιήθηκε η ΠΔ/ ΤΕ 2526/8.12.2003, για τα πρόσωπα των περιπτώσεων δ) έως στ) της ανωτέρω παραγράφου 3, δεόντως συμπληρωμένα και συνοδευόμενα από τα αντιστοίχως προβλεπόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά. Τα πρόσωπα αυτά αξιολογούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο Κεφάλαιο Γ της εν λόγω ΠΕΕ καθώς και στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 13 και στην παρ. 1 του άρθρου 15 του Ν. 4261/2014.
5. Υποβολή από το πιστωτικό ίδρυμα κάθε πρόσθετου στοιχείου και πληροφοριών που μπορεί να ζητηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδος προκειμένου να διαμορφωθεί από αυτήν σαφής εικόνα για τη δραστηριότητα του καθώς και για τα πρόσωπα που πράγματι θα το διευθύνουν (ενδεικτικά στοιχεία και πληροφορίες ως προς την οικονομική του ευρωστία, την κεφαλαιακή του επάρκεια έναντι του πιστωτικού κινδύνου, του λειτουργικού κινδύνου και του κινδύνου αγοράς, την τήρηση ορίων για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, την επάρκεια των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, την καταλληλότητα και την αξιοπιστία των προσώπων των περιπτώσεων δ) έως στ) της παρ. 3 ανωτέρω κλπ.).
6. Τηρουμένων των ως άνω παραγράφων, η Τράπεζα της Ελλάδος αρνείται τη χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 16 του Ν. 4261/2014.
7. Σε περίπτωση αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα, λόγω σχεδιαζόμενης συγχώνευσης μέσω απορρόφησης ή εξαγοράς από άλλο νομικό πρόσωπο, η Τράπεζα της Ελλάδος ενημερώνεται εκ των προτέρων, προκειμένου με απόφαση της να εγκρίνει τη συνέχιση της λειτουργίας του υποκαταστήματος στην Ελλάδα. Προς τούτο το υποκατάστημα, μόλις λάβει γνώση, υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος, μεταξύ άλλων στοιχείων, τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) τη σχετική συναίνεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής της χώρας προέλευσης,
β) τις δεσμεύσεις του νέου μετόχου τόσο για την κάλυψη των οικονομικών και εποπτικής φύσεως υποχρεώσεων του υποκαταστήματος όσο και για την έγκαιρη και κατάλληλη σχετική ενημέρωση των συναλλασσόμενων πριν από τη μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος,
γ) το νέο αναλυτικό πρόγραμμα δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος υπό το νέο μέτοχο και
δ) κάθε άλλο στοιχείο ή πληροφορία που η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί απαραίτητο για τη λήψη της ως άνω απόφασής της.
8. Κατά τη διάρκεια λειτουργίας του υποκαταστήματος, το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αμελλητί κάθε στοιχείο και όλες τις πληροφορίες που θα του ζητηθούν από την Τράπεζα της Ελλάδος για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας. Επιπλέον:
α) Το πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να γνωστοποιεί εγγράφως στην Τράπεζα της Ελλάδος κάθε μεταβολή σε σχέση με τα στοιχεία και τις πληροφορίες της παραγράφου 3 του παρόντος Κεφαλαίου ένα (1) μήνα πριν από την πραγματοποίησή της, με κοινοποίηση στην αρμόδια εποπτική αρχή της χώρας προέλευσής του,
β) κάθε αλλαγή που αφορά τα υποβληθέντα υπό παράγραφο 4 του παρόντος Κεφαλαίου στοιχεία γνωστοποιείται αμελλητί στην Τράπεζα της Ελλάδος από το πρόσωπο ή από το πιστωτικό ίδρυμα εφόσον έχει περιέλθει σε γνώση του,
γ) σε περίπτωση αντικατάστασης, απομάκρυνσης ή εν γένει μεταβολής κάποιου από τα πρόσωπα των περιπτώσεων δ) έως στ) της παραγράφου 3 του παρόντος Κεφαλαίου, γνωστοποιείται άμεσα στην Τράπεζα της Ελλάδος, μέσω της αρμόδιας εποπτικής αρχής της χώρας έδρας του πιστωτικού ιδρύματος η μεταβολή και οι λόγοι που την προκάλεσαν.
Β. ΙΔΡΥΣΗ ΝΕΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ
1. Η επέκταση του δικτύου υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος με έδρα σε τρίτη χώρα, με την ίδρυση νέων υπηρεσιακών μονάδων στην Ελλάδα, υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι σκοπούμενες δραστηριότητες των υπηρεσιακών μονάδων πρέπει να καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος.
2. Το πιστωτικό ίδρυμα υποβάλλει στην Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος το σχετικό αίτημα συνοδευόμενο από τα εξής:
α) Την απόφαση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου του πιστωτικού ιδρύματος για την ίδρυση στην Ελλάδα των νέων υπηρεσιακών μονάδων (του αριθμού των αιτούμενων μονάδων, την γεωγραφική κατανομή και το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής τους) και για την εισαγωγή πρόσθετου κεφαλαίου εφόσον αυτό απαιτείται σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Α της παρούσας,
β) την έγκριση της αρμόδιας εποπτικής αρχής της χώρας προέλευσης για την ίδρυση των νέων υπηρεσιακών μονάδων,
γ) την ταχυδρομική διεύθυνση των νέων υπηρεσιακών μονάδων,
δ) αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τον ρυθμό υλοποίησης των ήδη εγκεκριμένων υπηρεσιακών μονάδων, ε) τα στοιχεία και τις πληροφορίες της περίπτωσης β της παραγράφου 3 του Κεφαλαίου Α, ανωτέρω, επικαιροποιημένα σε σχέση με τις νέες υπηρεσιακές μονάδες, καθώς και το είδος των εργασιών και των δραστηριοτήτων που σχεδιάζεται να παρέχουν οι νέες υπηρεσιακές μονάδες,
στ) λεπτομερή στοιχεία αναφορικά με το σκοπό ίδρυσης των νέων υπηρεσιακών μονάδων και τη συνέπεια αυτού με την εγκεκριμένη στρατηγική του πιστωτικού ιδρύματος και με το επιχειρηματικό του σχέδιο,
ζ) το αποδεικτικό κατάθεσης του πρόσθετου προικώου κεφαλαίου ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία απαιτείται αύξησή του, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Α της παρούσας (επέκταση άνω των τεσσάρων υπηρεσιακών μονάδων), η) κάθε άλλο στοιχείο ή πληροφορία που η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί απαραίτητα για την αξιολόγηση του εν λόγω αιτήματος.
3. Η αξιολόγηση από την Τράπεζα της Ελλάδος των σχετικών αιτημάτων πραγματοποιείται με βάση την Εποπτική Διαδικασία Εξέτασης και Αξιολόγησης των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα άρθρα 89 και 90 του Ν. 4261/2014, λαμβάνοντας υπόψη και τα στοιχεία των περιπτώσεων α) έως η) ανωτέρω.
4. Η Τράπεζα της Ελλάδος εξετάζει το σχετικό αίτημα εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη όλων των απαιτούμενων στοιχείων, εκδίδει σχετική απόφαση και ενημερώνει το πιστωτικό ίδρυμα. Η παράλειψη απάντησης εντός της προθεσμίας αυτής ισοδυναμεί με άρνηση.
5. Η έναρξη λειτουργίας των εγκεκριμένων υπηρεσιακών μονάδων πραγματοποιείται εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία της απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος. Η παράταση της εν λόγω προθεσμίας δεν είναι δυνατή.
6. Η έναρξη ή η παύση λειτουργίας κάθε υπηρεσιακής μονάδας αναγγέλλεται εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την πραγματοποίηση της στη Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος. Στην αναγγελία της έναρξης λειτουργίας περιλαμβάνονται τα στοιχεία της ταχυδρομικής διεύθυνσης της νέας υπηρεσιακής μονάδας.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, κατά την κρίση της, να αντιτάσσεται στην ίδρυση ή να ζητεί τον περιορισμό των νέων υπηρεσιακών μονάδων.
8. Σε περίπτωση συγχώνευσης ή παύσης λειτουργίας υπηρεσιακών μονάδων το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί εντός έτους να υποβάλλει στην Τράπεζα της Ελλάδος αίτημα μεταφοράς τους σε νέο τόπο. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος δεν απορρίψει εντός δύο μηνών το ανωτέρω αίτημα, τότε θεωρείται ότι εγκρίθηκε.
Γ. ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ
1. Οι διατάξεις του Ν. 4261/2014 και ειδικότερα των άρθρων 1 έως 135, 147 έως 152, 156 έως 165 και 190, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και οι κατ' εξουσιοδότηση αυτών κανονιστικές πράξεις και γενικότερα οι εκάστοτε ισχύοντες κανόνες του θεσμικού πλαισίου περί εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων, περιλαμβανομένων αυτών για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εφαρμόζονται και στα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες και λειτουργούν στην Ελλάδα, τηρούμενης της αρχής της αναλογικότητας.
2. Τηρούμενης της διατάξεως του άρθρου 36 παρ. 6 και με την επιφύλαξη των συμφωνιών που συνάπτει η Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση την παράγραφο 3 του άρθρου 47 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εξαιρεί πλήρως ή μερικώς, με απόφασή της, τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες και λειτουργούν στην Ελλάδα από την εποπτεία που προβλέπεται στην ανωτέρω παρ. 1, κατόπιν σχετικού αιτήματος τους και εφόσον συντρέχουν όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Οι κεντρικές υπηρεσίες του πιστωτικού ιδρύματος της τρίτης χώρας το αργότερο μέχρι τέλος Ιουνίου κάθε έτους βεβαιώνουν την Τράπεζα της Ελλάδος ότι κατά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων σε ατομική και ενοποιημένη βάση έναντι του πιστωτικού κινδύνου, του κινδύνου αγοράς, του λειτουργικού κινδύνου και του κινδύνου αντισυμβαλλομένου, καθώς και κατά τη Διαδικασία Αξιολόγησης της Επάρκειας του Εσωτερικού Κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ) συμπεριλαμβάνεται το σύνολο των υποκειμένων στους αντίστοιχους, κινδύνους εντός και εκτός ισολογισμού στοιχείων του υποκαταστήματος στην Ελλάδα και των λοιπών υποκαταστημάτων εκτός της χώρας έδρας του πιστωτικού ιδρύματος.
β) Η αρμόδια εποπτική αρχή του πιστωτικού ιδρύματος της τρίτης χώρας γνωστοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, το αργότερο μέχρι τέλος Ιουνίου κάθε έτους, με βάση στοιχεία τέλους Δεκεμβρίου του εκάστοτε προηγούμενου έτους, το ύψος των κεφαλαιακών απαιτήσεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου, του κινδύνου αγοράς, του λειτουργικού κινδύνου, του κινδύνου αντισυμβαλλομένου και των κινδύνων που προκύπτουν από την Εποπτική Διαδικασία Εξέτασης και Αξιολόγησης, καθώς και το συνολικό ύψος και τα επιμέρους στοιχεία των υφισταμένων ιδίων κεφαλαίων του πιστωτικού ιδρύματος, τα οποία θα πρέπει να υπερκαλύπτουν τις εν λόγω κεφαλαιακές απαιτήσεις. Στη γνωστοποίηση αυτή θα πρέπει επίσης να αναφέρονται οι προσεγγίσεις με βάση τις οποίες υπολογίστηκαν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για την κάλυψη των παραπάνω κινδύνων και να βεβαιώνεται από την αρμόδια εποπτική της χώρας προέλευσης αρχή ότι ο προσδιορισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των ιδίων κεφαλαίων γίνεται κατά τρόπο ισοδύναμο με τα προβλεπόμενα στις σχετικές διατάξεις του Ν. 4261/2014 και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
γ) Η αρμόδια εποπτική αρχή χώρας προέλευσης βεβαιώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ότι το πιστωτικό ίδρυμα, συμπεριλαμβανομένων όλων των υποκαταστημάτων του εκτός της χώρας έδρας του, υπόκειται συστηματικά, σε ατομική ή και σε ενοποιημένη βάση, σε περιορισμούς ως προς τη συγκέντρωση κινδύνων, ισοδύναμους με αυτούς που προβλέπονται στα άρθρα 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
3. Η ανωτέρω απόφαση παύει να ισχύει όταν δεν πληρούται οποιαδήποτε από τις ως άνω προϋποθέσεις.
4. Στην περίπτωση που συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων (α) και (β) της παραγράφου 2, αλλά δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της περίπτωσης (γ) αυτής, τα υποκαταστήματα των πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 387 έως 403 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013.
5. Κατ' εφαρμογήν της περίπτωσης α) της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Ν. 4261/2014 ως ίδια κεφάλαια του υποκαταστήματος θεωρούνται ειδικότερα το άθροισμα των ακόλουθων στοιχείων:
α) το προικώο κεφάλαιο, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Α της παρούσας, και
β) τα στοιχεία που αναφέρονται στο Μέρος Δεύτερο του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
3. Το ύψος των ιδίων κεφαλαίων, όπως ορίζονται ανωτέρω, των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα δεν επιτρέπεται, καθ' όλη τη διάρκεια λειτουργίας τους στην Ελλάδα, να είναι κατώτερο από το κατά περίπτωση προικώο κεφάλαιο της παραγράφου 2 του Κεφαλαίου Α παρούσας.
6. Στο πλαίσιο της αρμοδιότητας της για εποπτεία και έλεγχο των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες, η Τράπεζα της Ελλάδος συγκεντρώνει στοιχεία, διενεργεί επιτόπιους ελέγχους και προβαίνει στις αναγκαίες έρευνες, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον Ν. 4261/2014.
7. Σε περίπτωση που από την αξιολόγηση του χαρτοφυλακίου των υποκαταστημάτων της παραγράφου 2 του παρόντος Κεφαλαίου, προκύψει πιθανή ζημιά, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η πραγματική αξία του συνολικού ενεργητικού τους, μετά την αφαίρεση των πάσης φύσεως υποχρεώσεων, να υπολείπεται, κατά την κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, του ελαχίστου απαιτούμενου προικώου κεφαλαίου, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να ζητά με απόφαση της από το πιστωτικό ιδρύματα το υποκατάστημα του οποίου είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα, να καταθέσει άμεσα επ' ονόματι του Κεντρικού του Καταστήματος σε δεσμευμένο υπέρ αυτής έντοκο λογαριασμό, χωρίς οποιοδήποτε βάρος στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε οποιαδήποτε άλλο πιστωτικό ίδρυμα που έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα και δεν αποτελεί θυγατρική επιχείρηση του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, το αναγκαίο ποσό για την κάλυψη της ανεπάρκειας των ιδίων κεφαλαίων του υποκαταστήματος, όπως εκάστοτε ορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Το ποσό αυτό αποδεσμεύεται με εντολή της Τράπεζας της Ελλάδος, μόνον όταν αυτή κρίνει ότι ο λόγος για την επιβολή της ως άνω υποχρέωσης έχει εκλείψει.
8. Πέραν των ανωτέρω, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί οποτεδήποτε να ζητεί εγγύηση που παρέχεται από το Κεντρικό Κατάστημα του ενδιαφερόμενου αλλοδαπού πιστωτικού ιδρύματος ή από πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος-μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου που δεν αποτελεί θυγατρική ή δεν ανήκει στον όμιλο του προαναφερομένου, το οποίο ευθύνεται ανεκκλήτως, άνευ όρων, σε πρώτη ζήτηση και αυτοτελώς ως αυτοφειλέτης, χωρίς ποσοτικό, χρονικό ή άλλου είδους περιορισμό, για την τυχόν απαίτηση επιτόπιας κάλυψης κεφαλαιακών απαιτήσεων αλλά και για το σύνολο των υποχρεώσεων του υποκαταστήματος στην Ελλάδα προς τους καταθέτες και τους επενδυτές.
Δ. ΕΠΟΠΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
1. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται, πέραν των αναφερόμενων στα άρθρα 57 έως 59 και 94 έως 96 του Ν. 4261/2014, να επιβάλει με απόφασή της σε υποκατάστημα τρίτης χώρας τα αναγκαία προληπτικά μέτρα του άρθρου 96 του εν λόγω νόμου και να ασκήσει τις εποπτικές της εξουσίες και στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν ενημερωθεί από την αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας ότι:
αα) το πιστωτικό ίδρυμα δεν συμμορφώνεται ή υπάρχουν ενδείξεις ότι δεν θα συμμορφωθεί στο εγγύς μέλλον με τις απαιτήσεις της προληπτικής εποπτείας ή με τις προϋποθέσεις αδειοδότησής του, κατά τρόπο που να δικαιολογεί την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του από την αρμόδια εποπτική αρχή, ή
ββ) η εν λόγω αρχή προχώρησε στη λήψη μέτρων στο πιστωτικό ίδρυμα ισοδύναμων με τα μέτρα των άρθρων 27 έως 29 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, ή
γγ) επίκειται η λήψη μέτρων εξυγίανσης στο πιστωτικό ίδρυμα,
β) συντρέχει έκτακτη συστημική κρίση είτε στην Ελλάδα είτε στην τρίτη χώρα, η οποία δύναται να επηρεάσει τη λειτουργία του υποκαταστήματος.
2. Τηρουμένου του άρθρου 96 του Ν. 4261/2014, στις περιπτώσεις της ανωτέρω παραγράφου 1, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να επιβάλλει με απόφασή της, σωρευτικά ή διαζευκτικά, σε υποκατάστημα τρίτης χώρας που λειτουργεί στην Ελλάδα τουλάχιστον τα ακόλουθα:
α) την απαγόρευση διενέργειας νέων πράξεων οποιασδήποτε μορφής τραπεζικής εργασίας στην Ελλάδα, β) την αναστολή πληρωμών του υποκαταστήματος, γ) την τήρηση υποχρεωτικής άτοκης κατάθεσης από αυτό σε λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία θα υπολογιστεί ως ποσοστό επί του υπολοίπου των καταθέσεων που τηρούνται στο υπόψη υποκατάστημα στην Ελλάδα σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία για ποσό των καταθέσεων κατά την ημερομηνία της εισήγησης.
3. Τα προληπτικά μέτρα που επιβάλλονται σε υποκατάστημα λαμβάνονται, κατά περίπτωση, χάριν της προστασίας της χρηματοοικονομικής σταθερότητας και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης του κοινού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, ιδίως της προστασίας των καταθετών, της πρόληψης δημιουργίας συστημικού κινδύνου ή καταστάσεων αποσταθεροποιητικών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της ανάγκης σταθεροποίησης του υποκαταστήματος ή της αποτροπής κινδύνου οικονομικής αστάθειας σε αυτό.
4. Στην περίπτωση που εκλείψουν οι περιστάσεις για την εφαρμογή των εποπτικών μέτρων, η αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας ή, κατά περίπτωση, το ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα, με την προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της αρμόδιας εποπτικής αρχής, αιτείται στην Τράπεζα της Ελλάδος την τροποποίηση ή την παύση των σχετικών μέτρων και αιτιολογεί πλήρως το σχετικό αίτημα προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά έγγραφα και τεκμηρίωση.
5. Οι αποφάσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος Κεφαλαίου της Τράπεζας της Ελλάδος κοινοποιούνται στο υποκατάστημα στην Ελλάδα, στο πιστωτικό ίδρυμα της τρίτης χώρας και στην αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας.
6. Εάν η Τράπεζα της Ελλάδος διαπιστώσει ότι στη χώρα έδρας του πιστωτικού ιδρύματος με υποκατάστημα στην Ελλάδα που έχει τύχει εξαίρεσης βάσει της παρ. 2 ή 4 του Κεφαλαίου Γ, υφίσταται κρίση στο τραπεζικό σύστημα ή μεταβάλλονται επί το δυσμενέστερο οι οικονομικές συνθήκες ή η ασκούμενη εποπτεία παρουσιάζει αδυναμίες, δύναται να υπαγάγει με απόφαση της το υποκατάστημα σε καθεστώς επιτόπιας κάλυψης των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αγοράς, το λειτουργικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, σε επιτόπια εφαρμογή της Διαδικασίας Αξιολόγησης της Επάρκειας του Εσωτερικού Κεφαλαίου και της Εποπτικής Διαδικασίας Εξέτασης και Αξιολόγησης καθώς και σε επιτόπια τήρηση των ορίων για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα.
Ε. ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ
1. Σύμφωνα με το άρθρο 36 παρ. 4 του Ν. 4261/2014, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες όταν δεν εκπληρώνονται πλέον οι όροι της παραγράφου 2 του άρθρου 36 του Ν. 4261/2014 και του Κεφαλαίου Α της παρούσας, σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια αυτή, ή συντρέχει οποιοσδήποτε από τις περιπτώσεις του άρθρου 19 του Ν. 4261/2014 και ιδιαίτερα όταν έχει ανακληθεί η άδεια του πιστωτικού ιδρύματος από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας.
2. Εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα τρίτης χώρας επιθυμεί να αποχωρήσει από την Ελλάδα παραιτούμενο ρητά από την άδεια λειτουργίας του, σύμφωνα με την περίπτωση α) του άρθρου 19 του Ν. 4261/2014, το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει εκ των προτέρων εγγράφως την Τράπεζα της Ελλάδος το συντομότερο δυνατόν, η οποία εκδίδει απόφαση ανάκλησης της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του εν λόγω υποκαταστήματος.
3. Η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάκληση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος και κοινοποιείται αμελλητί στο υποκατάστημα, στο πιστωτικό ίδρυμα, στην αρμόδια εποπτική αρχή της τρίτης χώρας και στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων.
4. Από την ανάκληση της άδειας ίδρυσης και λειτουργίας το υποκατάστημα απαγορεύεται να ασκεί οποιασδήποτε μορφής τραπεζική εργασία στην Ελλάδα.
5. Το εν λόγω υποκατάστημα επιτρέπεται να διεξάγει εφεξής μόνον τις διοικητικής, λογιστικής και φορολογικής φύσεως εργασίες που απαιτούνται για την τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων που απορρέουν από την παύση της λειτουργίας του, μέχρι και την ολοκλήρωση της διαδικασίας τακτοποίησης όλων των εκκρεμοτήτων του το συντομότερο δυνατό.
6. Με την ολοκλήρωση των εργασιών της παραγράφου 5 ανωτέρω προσκομίζονται αμελλητί στην Τράπεζα της Ελλάδος τα σχετικά έγγραφα που αποδεικνύουν την περάτωση της τακτοποίησης όλων των εκκρεμοτήτων.
7. Η Τράπεζα της Ελλάδος στην απόφαση της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ορίζει φυσικό πρόσωπο αρμόδιο για την ολοκλήρωση της διαδικασίας τακτοποίησης των εκκρεμοτήτων του και την οργάνωση και τήρηση ασφαλούς αρχείου στην Ελλάδα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν εισήγηση του πιστωτικού ιδρύματος. Το πρόσωπο αυτό ορίζεται και ως αντίκλητος. Με απόφασή της η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αντικαθιστά οποτεδήποτε το αρμόδιο πρόσωπο, Η αμοιβή και το εν γένει κόστος που συνεπάγεται η άσκηση των καθηκόντων του αρμόδιου προσώπου, κατάλληλα εξουσιοδοτημένου από το πιστωτικό ίδρυμα για την επιτέλεση των καθηκόντων του, καλύπτεται από το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο έχει διορισθεί.
8. Το ανωτέρω πρόσωπο πρέπει να διαθέτει αποδεδειγμένα καλή φήμη και επαρκείς γνώσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
9. Το αρμόδιο πρόσωπο συντάσσει το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός τριάντα (30) ημερών από το διορισμό του έκθεση απογραφής των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του υποκαταστήματος, το προτεινόμενο σχέδιο δράσης, περιλαμβανομένου χρονοδιαγράμματος ολοκλήρωσης των σχετικών εργασιών, και ενημερώνει σχετικά με τις διοικητικές, λογιστικές και φορολογικές εκκρεμότητες.
10. Το αρμόδιο πρόσωπο υποβάλλει κάθε έξι μήνες έκθεση στην Τράπεζα της Ελλάδος σχετικά με την πορεία της τακτοποίησης των εκκρεμοτήτων του υποκαταστήματος και οφείλει να ακολουθεί απαρέγκλιτα τις αποφάσεις και τις τυχόν οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος μέχρι το τέλος της τακτοποίησης των εκκρεμών συναλλαγών.
11. Το αρμόδιο πρόσωπο ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος για την ολοκλήρωση των καθηκόντων του υποβάλλοντας σχετική έκθεση.
12. Η υποχρέωση τήρησης αρχείων δεν εξαντλείται με την παύση των εργασιών του υποκαταστήματος στην Ελλάδα ή με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του.
13. Η Τράπεζα της Ελλάδος παραμένει αρμόδια μετά από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος στην Ελλάδα και κατά τη διαδικασία περάτωσης τακτοποίησης εκκρεμών συναλλαγών:
α) Για την παροχή έγκρισης εξωτερικής ανάθεσης των εργασιών της τήρησης του αρχείου του υποκαταστήματος,
β) για την επιβολή κυρώσεων στο πιστωτικό ίδρυμα της τρίτης χώρας ή και στο ανωτέρω αρμόδιο πρόσωπο,
γ) για τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων.
Η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφαση της διαπιστώνει την περάτωση της διαδικασίας τακτοποίησης των εκκρεμών συναλλαγών.
14. Το προικώο κεφάλαιο παραμένει τοποθετημένο ως έχει στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Α της παρούσας, σε κάθε περίπτωση μέχρι την αποδεδειγμένη περάτωση της τακτοποίησης όλων των εκκρεμών συναλλαγών του υποκαταστήματος, μειούμενο ενδεχομένως σταδιακώς κατόπιν τυχόν σχετικών αποφάσεων της Τράπεζας της Ελλάδος. Σε περίπτωση που οι εκκρεμείς συναλλαγές του υποκαταστήματος υπολείπονται σημαντικά του ύψους του ως άνω προικώου κεφαλαίου, είναι δυνατή η μεταφορά του τμήματος αυτού σε λογαριασμό κατάθεσης του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε τρίτη χώρα κατόπιν απόφασης έγκρισης της Τράπεζας της Ελλάδος. Για την εξέταση του σχετικού αιτήματος του πιστωτικού ιδρύματος, στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη χορήγηση έγκρισης από την Τράπεζα της Ελλάδος, απαιτείται η υποβολή πλήρως θεμελιωμένου αιτήματος από το ανώτερο διοικητικό όργανο του ενδιαφερόμενου πιστωτικού ιδρύματος μέσω της αρμόδιας εποπτικής αρχής της χώρας προέλευσής του, συνοδευόμενο από έγγραφο ορκωτού ελεγκτή-λογιστή του Ν. 3693/2008 με το οποίο πιστοποιείται το υπόλοιπο των εκκρεμών συναλλαγών.
15. Με το πέρας της τακτοποίησης εκκρεμών συναλλαγών το αρμόδιο πρόσωπο ενημερώνει αμελλητί την Τράπεζα της Ελλάδος για την ολοκλήρωση των καθηκόντων του, υποβάλλοντας λεπτομερή έκθεση πεπραγμένων καθώς και οποιαδήποτε επιπλέον πληροφορία, πιστοποιητικό ή στοιχείο του ζητηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος.
ΣΤ. ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι στοιχεία ή πληροφορίες που υποβλήθηκαν κατ' εφαρμογή της παρούσας είναι ανακριβή, ελλιπή, αναληθή ή παραπλανητικά, καθώς επίσης και σε κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις της παρούσας, η Τράπεζα της Ελλάδος, δύναται, ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής ευθύνης των υπεύθυνων προσώπων για τη λειτουργία του υποκαταστήματος, να επιβάλλει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 55Α του Καταστατικού της καθώς και στα άρθρα 57 έως 59 του Ν. 4261/2014 κυρώσεις και μέτρα, συμπεριλαμβανομένου του μέτρου της ανάκλησης της χορηγηθείσας άδειας λειτουργίας του υποκαταστήματος,
2. Τα πιστοποιητικά/έγγραφα που υποβάλλονται στην Τράπεζα της Ελλάδος για τους σκοπούς της παρούσας πρέπει να είναι πρόσφατα, να έχουν εκδοθεί νομίμως από εξουσιοδοτημένα προς τούτο πρόσωπα, να έχουν επικυρωθεί αρμοδίως και να έχουν επισήμως μεταφρασθεί στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα.
3. Από την έναρξη ισχύος της παρούσας:
α) Καταργείται η ΠΔ/ΤΕ 2461/5.4.2000 (ΦΕΚ Α' 123/2000) και κάθε αναφορά σε αυτή νοείται εφεξής ως αναφορά στις διατάξεις της παρούσας,
β) οι διατάξεις του Κεφαλαίου Ε της ΠΔ/ΤΕ 2526/8.12.2003 (ΦΕΚ Α' 301/2003), καταργούνται και κάθε υφιστάμενη αναφορά στις διατάξεις αυτές εφεξής νοείται ως αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις της παρούσας,
γ) το Κεφάλαιο ΣΤ της ΠΔ/ΤΕ 2526/8.12.2003 (ΦΕΚ Α' 301/ 2003) επαναριθμείται σε Κεφάλαιο Ε,
δ) η παράγραφος 3 του Τμήματος Α της ΠΔ/ΤΕ 2471/10.4.2001 (ΦΕΚ Α' 87/2001) καταργείται και κάθε υφιστάμενη αναφορά σε αυτή νοείται ως αναφορά στην παράγραφο 2 του Κεφαλαίου Α της παρούσας,
ε) η παράγραφος 4 του Τμήματος Α της ΠΔ/ΤΕ 2471/10.4.2001 (ΦΕΚ Α' 87/2001) αναριθμείται σε παράγραφο 3.
4. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις για την εφαρμογή της παρούσας.
5. Η παρούσα ισχύει από την δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η απόφαση αυτή και το παράρτημα αυτής, που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της, να δημοσιευθούν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και να αναρτηθούν στον ιστότοπο της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο Διοικητής
ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ
2 Feb, 2016