ΣτΕ 1400/2015 Πώληση ακινήτου στο Δημόσιο, το οποίο απαλλάσσεται του φόρου  μεταβιβάσεως. Ως «κέρδος», και, συνακολούθως, ως φορολογητέο εισόδημα από την  αγοραπωλησία του συγκεκριμένου ακινήτου, αγοραστής του οποίου ήταν το Δημόσιο, έπρεπε να  θεωρηθεί η

ΣτΕ 1400/2015 Πώληση ακινήτου στο Δημόσιο, το οποίο απαλλάσσεται του φόρου μεταβιβάσεως. Ως «κέρδος», και, συνακολούθως, ως φορολογητέο εισόδημα από την αγοραπωλησία του συγκεκριμένου ακινήτου, αγοραστής του οποίου ήταν το Δημόσιο, έπρεπε να θεωρηθεί η


Περίληψη

Επειδή, σε σχέση με τον προσδιορισμό της αξίας πωλήσεως μεταβιβαζομένου ακινήτου και,  περαιτέρω, του κέρδους από την αγοραπωλησία ακινήτων και του σχετικού φορολογητέου  εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις, η προπαρατεθείσα διάταξη του ΚΦΕ ρητώς παραπέμπει  στις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού προσδιορισμού της αγοραίας  αξίας των, μεταξύ άλλων, επ’ ανταλλάγματι μεταβιβαζομένων ακινήτων, οι οποίες στοχεύουν στο  να προκύπτει, βάσει ειδικών, προκαθορισμένων και πρόσφορων κριτηρίων, για κάθε ακίνητο μιας  περιοχής ορισμένη αξία, ανταποκρινόμενη, κατά προσέγγιση, προς την αγοραία αξία αυτού (ΣτΕ  4003/2014 Ολομ.). Τα παραπάνω, όμως, που ανταποκρίνονται πλήρως στο συνήθως συμβαίνον,  ήτοι στις περιπτώσεις αγοραπωλησίας ακινήτων μεταξύ ιδιωτών, δεν μπορούν να ισχύσουν στην  ειδική περίπτωση, κατά την οποία αγοραστής του ακινήτου - ο οποίος, κατά τις προπαρατεθείσες  διατάξεις του ν.1587/1950, κατ’ αρχήν βαρύνεται με το φόρο μεταβιβάσεως - είναι το ίδιο το  Δημόσιο, το οποίο απαλλάσσσεται του φόρου μεταβιβάσεως και, συνεπώς, εξ ορισμού δεν  αμφισβητεί, στα πλαίσια της φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων, τον αντικειμενικό τρόπο  προσδιορισμού της ως άνω αξίας. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, κατά σύμφωνη με το άρθρο  20 παρ. 1 του Συντάγματος περί του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας συνδυαστική  ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, ως αξία πωλήσεως του μεταβιβασθέντος ακινήτου σε σχέση με  την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο αγοράς του, προκειμένου να προδιορισθεί το κέρδος του  πωλητή από τη σχετική αγοραπωλησία και, περαιτέρω, το αντίστοιχο φορολογητέο εισόδημά του,  λαμβάνεται υπόψη άνευ ετέρου, και δη χωρίς να απαιτείται, περαιτέρω, ένδικη προσφυγή προς  αμφισβήτηση των σχετικών προκαθορισμένων τιμών του κατ’ άρθρο 41 του ν. 1249/1982  αντικειμενικού συστήματος, το αναγραφόμενο στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο και αληθώς  καταβληθέν τίμημα.
 
Ως «κέρδος», και, συνακολούθως, ως φορολογητέο εισόδημα από την  αγοραπωλησία του συγκεκριμένου ακινήτου, αγοραστής του οποίου ήταν το Δημόσιο, έπρεπε να  θεωρηθεί η διαφορά ανάμεσα στην αξία πωλήσεως του ακινήτου, ήτοι στο αναγραφόμενο στο  μεταβιβαστικό συμβόλαιο τίμημα, και στην αξία που αυτό είχε κατά το χρόνο αγοράς. Ως εκ  τούτου, εφ’ όσον, εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα ρητώς επικαλέσθηκε το εν λόγω τίμημα,  προσκομίζοντας, μάλιστα, επί πλέον, προς απόδειξη του αληθούς της καταβολής του, και τις  προαναφερθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις, στις οποίες, όπως στην ίδια την αναιρεσιβαλλομένη  βεβαιώνεται, μνημονεύεται ως τέτοιο το προαναφερθέν ποσό των 10.200.000 ευρώ, όφειλε το  δικαστήριο της ουσίας να δεχθεί το ποσό αυτό, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας πωλήσεως  του ακινήτου και, περαιτέρω, του κέρδους της αναιρεσείουσας από την επίμαχη αγοραπωλησία,  καθώς και του σχετικού φορολογητέου εισοδήματός της.



ΣτΕ  1400/2015
 
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
 
ΤΜΗΜΑ Β΄
 
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Απριλίου 2015 με την εξής σύνθεση: Φ.  Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Ε. Νίκα, Ηρ.  Τσακόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι.  Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.
 
 Για να δικάσει την από 14 Ιουνίου 2011 αίτηση:
 
 της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "............ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που  εδρεύει στην Αθήνα (οδός .......), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Γεώργιο Φουφόπουλο (Α.Μ.  17052), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,
 
 κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Δημήτριο Φαρμάκη, Πάρεδρο του  Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
 
 Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα τραπεζική εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ.  529/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
 
 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.
 
 Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας, ο  οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει  δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
 
 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
 
 κ α ι
 
 Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α
 
 Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  Ν ό μ ο
 
 1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. υπ’  αριθμ. 3519698/2012 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου σειράς Α’).
 
 2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος  κατόπιν της 143/2015 παραπεμπτικής αποφάσεως της πενταμελούς συνθέσεως, λόγω μείζονος  σπουδαιότητος.
 
 3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 529/2012 αποφάσεως του Διοικητικού  Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας κατά του 1683/20-  4-2011 συμπληρωματικού φύλλου ελέγχου του Προϊσταμένου του Διαπεριφερειακού Ελεγκτικού  Κέντρου Αθηνών περί καταλογισμού σε βάρος της φόρου εισοδήματος και προσθέτου φόρου, για  τη χρήση 2006, συνολικού ποσού 4.356.740,05 ευρώ.
 
 4. Επειδή, η αίτηση, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (2012), εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του  άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α’ 213), το δε ποσό της αγομένης ενώπιον του Συμβουλίου της  Επικρατείας διαφοράς υπερβαίνει, κατά τα εκτεθέντα στην προηγουμένη σκέψη, τα 40.000 ευρώ.  Επομένως, ενόψει του ότι ως προς το κρίσιμο εν προκειμένω νομικό ζήτημα, όπως αυτό  κατωτέρω παρατίθεται, δεν υφίσταται νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η υπό κρίση  αίτηση είναι, κατά τον βασίμως προβαλλόμενο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, από την άποψη αυτή  και εν γένει παραδεκτή και περαιτέρω εξεταστέα.
 
 5. Επειδή, ο κυρωθείς με το ν. 2238/1994 Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (ΚΦΕ, Α’151) ορίζει  στο άρθρο 28, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 14 του ν. 2753/1999 (Α’249), ότι  «1. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται από ατομική ή εταιρική  επιχείρηση εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική…2. Επιχείρηση αποτελεί και μεμονωμένη ή  συμπτωματική πράξη που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους…3. Θεωρείται ως εισόδημα από  εμπορικές επιχειρήσεις: α) Το κέρδος από την άσκηση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων  γενικά… Ως κέρδος θεωρείται η επιπλέον διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου, το οποίο  πουλήθηκε, και της αξίας αυτού κατά το χρόνο της αγοράς. Ως αξία πώλησης λαμβάνεται αυτή  που προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν.1249/1982. Αν όμως το τίμημα  που αναφέρεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως  ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το αναφερόμενο σε αυτά τα συμβόλαια τίμημα. …». Περαιτέρω, στο  άρθρο 41 του ν. 1249/1982 (Α’ 43), όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 14 παρ.1 και 2 του  ν.1473/1984 (Α’ 127), 14 παρ.10 και 18 του ν.1882/1990 (Α’ 43, διορθ.σφαλμ.Α’251) και 13 παρ. 3  του ν.2579/1998 (Α’31), ορίζεται ότι «1. Για τον προσδιορισμό της φορολογητέας αξίας των  ακινήτων που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς ή προίκας, λαμβάνονται  υπόψη οι τιμές εκκίνησης, που είναι καθορισμένες από πριν κατά ζώνες ή οικοδομικά τετράγωνα  και κατ` είδος ακινήτου, όπως αστικό ακίνητο, μονοκατοικία, διαμέρισμα, κατάστημα, αγρόκτημα  και άλλα….3. Κάθε άλλη διάταξη, η οποία ρυθμίζει διαφορετικά τη φορολογητέα αξία των ακινήτων  που μεταβιβάζονται με αντάλλαγμα η αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας και τον  τρόπο προσδιορισμού της, εξακολουθεί να εφαρμόζεται… μόνο στις περιπτώσεις που ο  φορολογούμενος αμφισβητήσει τις προκαθορισμένες τιμές με προσφυγή του ενώπιον των  Διοικητικών Δικαστηρίων. Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση που στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο το  τίμημα ή επί αναγκαστικού ή εκούσιου πλειστηριασμού το εκπλειστηρίασμα, είναι μεγαλύτερο της  αξίας που προκύπτει με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο φόρος μεταβίβασης  υπολογίζεται με βάση το τίμημα ή το εκπλειστηρίασμα αντίστοιχα…. 6. Σε περίπτωση μεταβίβασης  ακινήτων με αντάλλαγμα ή αιτία θανάτου, δωρεάς, γονικής παροχής ή προίκας, ο φορολογούμενος  αναγράφει στην οικεία φορολογική δήλωση την κατά τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος  άρθρου οριζόμενη αξία τους, με βάση την οποία βεβαιώνεται ο φόρος που αναλογεί. Αν ο υπόχρεος  σε φόρο θεωρεί την προκαθορισμένη αξία μεγαλύτερη από την αγοραία, έχει το δικαίωμα, μέσα σε  προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την υποβολή της δήλωσής του, να ζητήσει με προσφυγή τον  προσδιορισμό της αξίας, από το αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο.… Σε περίπτωση που δεν  αμφισβητηθεί η προκαθορισμένη αξία, ο Οικονομικός Εφορος ελέγχει την ακρίβεια των δηλώσεων  μόνο όσον αφορά τα προσδιοριστικά στοιχεία των ακινήτων, σύμφωνα με τα οποία διαμορφώνεται  η αξία τους. Αν διαπιστωθεί ανακρίβεια των στοιχείων τούτων, εκδίδεται πράξη με την οποία  καταλογίζεται ο φόρος, την πληρωμή του οποίου θα διέφευγε ο υπόχρεος με την ανακρίβεια,  καθώς και…πρόσθετος φόρος…».
 
 6. Επειδή, εξάλλου, ο ν.1587/1950, με τον οποίο κυρώθηκε και τροποποιήθηκε ο α.ν.1521/1950  «περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων» (Α’ 294) ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «1. Εφ’ εκάστης εξ  επαχθούς αιτίας μεταβιβάσεως ακινήτου… επιβάλλεται φόρος επί της αξίας αυτών…5. Ως αξία  λογίζεται η αγοραία αξία την οποία έχει το ακίνητον ..…κατά την ημέραν της μεταβιβάσεως… [η  παράγραφος 5 προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν.3104/1954, Α’313, και αναριθμήθηκε σε  παρ. 6 με το άρθρο 35 παρ. 8 του ν.3220/2004, Α’ 15]», στο άρθρο 3, όπως τροποποιήθηκε με τα  άρθρα 14 παρ. 9 του ν. 1882/1990 και 10 παρ. 9 του ν. 2386/1996 (Α’ 43), ότι «1… 2. Δια τον  προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου … λαμβάνονται υπ’ όψιν και συνεκτιμώνται τα στοιχεία  μεταβιβάσεων παρομοίων περιουσιακών στοιχείων τα οποία προκύπτουν εξ ετέρων συμβολαίων ή  εξ εκτιμήσεως γενομένης δια την επιβολήν του φόρου κληρονομιών δωρεών και προικών ή εξ  άλλων εκτιμήσεων. Εν περιπτώσει καθ` ην ελλείπουν τα στοιχεία ταύτα ή κατά την κρίσιν του Οικ.  Εφόρου τα υπάρχοντα είναι ανεπαρκή ή απρόσφορα, ενεργείται υπό τούτου προσδιορισμός της  αξίας δια χρήσεως παντός άλλου μέσου.…», στο άρθρο 5, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14  παρ. 6 του ν.1882/1990, ότι «1. Ο φόρος μεταβίβασης που αναλογεί στο τίμημα μεταβίβασης που  αναγράφεται στο συμβόλαιο, βαρύνει τον αγοραστή. Ο φόρος μεταβιβάσεως ο αναλογών επί της  διαφοράς μεταξύ αξίας και του τιμήματος μεταβιβάσεως και αι προσαυξήσεις του άρθρ. 9 του  παρόντος βαρύνουσι τον αγοραστήν…», στο άρθρο 6, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 παρ.7  του ν.1882/1990, ότι «Απαλλάσσονται του φόρου μεταβιβάσεως του βαρύνοντος τον τε πωλητήν  και τον αγοραστήν: (α)….(γ) Η μεταβίβαση στην οποία αγοραστής είναι το Δημόσιο…", στο άρθρο 7  ότι «1. Δι’ εκάστην μεταβίβασιν οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται προ της συντάξεως του  συμβολαίου των, να επιδώσωσι κοινήν δήλωσιν φόρου μεταβιβάσεως, προς τον Οικον. Εφορον  της περιφερείας, εν η κείται το ακίνητον…7. Αν στην περιφέρεια, στην οποία βρίσκεται το ακίνητο  εφαρμόζεται το άρθρο 41 του Ν. 1249/1982…, επιτρέπεται να επιδοθεί η δήλωση του φόρου  μεταβίβασης στον προϊστάμενο της αρμόδιας για τη φορολογία εισοδήματος του αγοραστή  δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, ο οποίος χορηγεί αντίγραφο της δήλωσης για τη σύνταξη  συμβολαίου και στη συνέχεια τη διαβιβάζει στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής  υπηρεσίας για έλεγχο των προσδιοριστικών στοιχείων του ακινήτου που δηλώθηκαν [όπως η  παρ. 7 τροποποιήθηκε με τα άρθρα 24 παρ. 10 του ν. 1828/1989, Α’ 2, και 13 παρ. 1 του  ν. 3091/2002, Α’ 330]», στο άρθρο 8 ότι «1. Ο φόρος μεταβιβάσεως καταβάλλεται εξ ολοκλήρου  συν τη δηλώσει... 3. Ο βαρυνόμενος κατά τας διατάξεις του παρόντος δια του φόρου επί της τυχόν  υπαρχούσης διαφοράς μεταξύ αγοραίας αξίας και τιμήματος του μεταβιβαζομένου ακινήτου,  δύναται, εντός διμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της ημερομηνίας παραλαβής της δηλώσεως,  να επιδώση συμπληρωματικήν δήλωσιν φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων, σύμφωνον προς την υπό  του Οικον. Εφόρου προσδιορισθείσαν αξίαν [όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 70  παρ. 1 του ν. 1041/1980, Α’ 75]».
 
 7. Επειδή, σε σχέση με τον προσδιορισμό της αξίας πωλήσεως μεταβιβαζομένου ακινήτου και,  περαιτέρω, του κέρδους από την αγοραπωλησία ακινήτων και του σχετικού φορολογητέου  εισοδήματος από εμπορικές επιχειρήσεις, η προπαρατεθείσα διάταξη του ΚΦΕ ρητώς παραπέμπει  στις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού προσδιορισμού της αγοραίας  αξίας των, μεταξύ άλλων, επ’ ανταλλάγματι μεταβιβαζομένων ακινήτων, οι οποίες στοχεύουν στο  να προκύπτει, βάσει ειδικών, προκαθορισμένων και πρόσφορων κριτηρίων, για κάθε ακίνητο μιας  περιοχής ορισμένη αξία, ανταποκρινόμενη, κατά προσέγγιση, προς την αγοραία αξία αυτού (ΣτΕ  4003/2014 Ολομ.). Τα παραπάνω, όμως, που ανταποκρίνονται πλήρως στο συνήθως συμβαίνον,  ήτοι στις περιπτώσεις αγοραπωλησίας ακινήτων μεταξύ ιδιωτών, δεν μπορούν να ισχύσουν στην  ειδική περίπτωση, κατά την οποία αγοραστής του ακινήτου - ο οποίος, κατά τις προπαρατεθείσες  διατάξεις του ν.1587/1950, κατ’ αρχήν βαρύνεται με το φόρο μεταβιβάσεως - είναι το ίδιο το  Δημόσιο, το οποίο απαλλάσσσεται του φόρου μεταβιβάσεως και, συνεπώς, εξ ορισμού δεν  αμφισβητεί, στα πλαίσια της φορολογίας μεταβιβάσεως ακινήτων, τον αντικειμενικό τρόπο  προσδιορισμού της ως άνω αξίας. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, κατά σύμφωνη με το άρθρο  20 παρ. 1 του Συντάγματος περί του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας συνδυαστική  ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων, ως αξία πωλήσεως του μεταβιβασθέντος ακινήτου σε σχέση με  την αξία του ακινήτου κατά το χρόνο αγοράς του, προκειμένου να προδιορισθεί το κέρδος του  πωλητή από τη σχετική αγοραπωλησία και, περαιτέρω, το αντίστοιχο φορολογητέο εισόδημά του,  λαμβάνεται υπόψη άνευ ετέρου, και δη χωρίς να απαιτείται, περαιτέρω, ένδικη προσφυγή προς  αμφισβήτηση των σχετικών προκαθορισμένων τιμών του κατ’ άρθρο 41 του ν. 1249/1982  αντικειμενικού συστήματος, το αναγραφόμενο στο μεταβιβαστικό συμβόλαιο και αληθώς  καταβληθέν τίμημα.
 
 8. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα γενόμενα δεκτά με την αναιρεσιβαλλομένη, συνεπεία τακτικού  φορολογικού ελέγχου στα βιβλία και στοιχεία της ήδη αναιρεσείουσας τραπεζικής εταιρείας  εκδόθηκε σε βάρος της αρχικό φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος για τη χρήση 2006, μετά  δε την οριστικοποίησή του και συνεπεία επανελέγχου της φορολογικής αρχής για τις χρήσεις 2003  και 2004, εκδόθηκε και συμπληρωματικό φύλλο ελέγχου για τη χρήση 2006, λόγω της  επιδράσεως, την οποία ασκούσε στα αποτελέσματα της χρήσεως αυτής η αναμόρφωση των  αποτελεσμάτων των προηγουμένων χρήσεων. Στις 13-4-2011, με το 27675/5-4-2001 έγγραφο της  ΔΟΥ ΦΑΕΕ Αθηνών, διαβιβάσθηκε στο Διαπεριφερειακό Ελεγκτικό Κέντρο Αθηνών το 12152/6-8-  2010 πληροφοριακό έγγραφο της ΣΤ’ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης περί γνωστοποιήσεως του ότι «ύστερα  από έλεγχο …στη δήλωση ΦΜΑ 1233/2006 προέκυψε διαφορά …8.132.292,28 ευρώ» με  συνημμένα, σχετικά με την εν λόγω δήλωση ΦΜΑ, την από 11-5-2010 έκθεση εκτιμήσεως  ακινήτου και το 1/11-5-2010 φύλλο ελέγχου φόρου μεταβιβάσεως ακινήτου. Από τα ανωτέρω  έγγραφα προέκυπτε ότι η αναιρεσείουσα, ως πωλήτρια οικοπεδικής εκτάσεως 11.687,15 τμ  περικλειομένης από τις οδούς ........και το ρέμα ........και κειμένης στον Αγιο Φανούριο  Θεσσαλονίκης, εντός της οποίας υφίσταντο 29 βιοτεχνικά κτίρια (εργοστάσιο  ..................), συνολικής επιφανείας 14.414 τμ, των οποίων αγοραστής ήταν το Υπουργείο  Πολιτισμού, υπέβαλε στη ΣΤ’ ΔΟΥ Θεσσαλονίκης την προαναφερθείσα δήλωση ΦΜΑ, βάσει της  οποίας η αντικειμενική αξία του ακινήτου είχε υπολογισθεί συνολικώς σε 9.091.847,55 ευρώ έναντι  δηλωθείσης (καταβληθείσης) αξίας 10.200.000 ευρώ, πλην, κατά την ως άνω έκθεση εκτιμήσεως,  η αντικειμενική αξία ανερχόταν, κατ’ άρθρο 41 του ν.1249/1982, σε 18.332.292,28 ευρώ. Βάσει  των ανωτέρω συντάχθηκε η από 18-4-2011 έκθεση επανελέγχου για το φόρο εισοδήματος  χρήσεως 2006, σύμφωνα με την οποία, με το 108516/29-12-2006 συμβόλαιο της  συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ........... , η αναιρεσείουσα μεταβίβασε λόγω πωλήσεως στο  Υπουργείο Πολιτισμού την ως άνω έκταση μετά των επ’ αυτής κτισμάτων έναντι, συνολικώς,  10.200.000 ευρώ και δηλωθείσης επί του συμβολαίου αντικειμενικής αξίας 9.091.847,55 ευρώ και  υπέβαλε την ως άνω δήλωση ΦΜΑ, η οποία κρίθηκε αφορολόγητη. Η συνολική αναπόσβεστη αξία  του ακινήτου υπολογίσθηκε από την αναιρεσείουσα σε 6.372.841,80 ευρώ (αρχική αξία ακινήτου:  7.235.972,50 ευρώ, μείον αποσβέσεις: 863.130,70 ευρώ) και το κέρδος, το οποίο καταχωρίσθηκε  από αυτήν στα βιβλία της από εκποίηση ακινήτων, προσαυξάνοντας τα λοιπά ακαθάριστα έσοδά  της, υπολογίσθηκε σε 3.827.158,20 ευρώ (αξία πωλήσεως ακινήτου: 10.200.00 ευρώ μείον  αναπόσβεστη αξία αυτού: 6.372.841,80 ευρώ). Σύμφωνα, όμως, με το προαναφερθέν  πληροφοριακό έγγραφο, η αντικειμενική αξία του ακινήτου ανερχόταν, κατά το χρόνο  μεταβιβάσεώς του, σύμφωνα με το άρθρο 41 του ν.1249/1982, σε 18.332.292,28 ευρώ και όχι  στο δηλωθέν από την αναιρεσείουσα ποσό των 9.091.847,55 ευρώ. Βάσει αυτών ο έλεγχος  θεώρησε ότι η διαφορά μεταξύ της αντικειμενικής αξίας (18.332.292,28 ευρώ), η οποία ήταν  μεγαλύτερη της αναγραφομένης στο οικείο πωλητήριο συμβόλαιο αξίας, και της αναπόσβεστης  αξίας του (6.372.841,80 ευρώ), την οποία (διαφορά) η αναιρεσείουσα είχε καταχωρίσει στα βιβλία  της κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, ήτοι ποσό 11.959.450,48 ευρώ, συνιστά, κατ’ άρθρο 28  παρ. 3 εδ. α’ του ΚΦΕ, κέρδος από την άσκηση επιχειρήσεως αγοραπωλησίας ακινήτων, και ότι,  συνεπώς, η διαφορά μεταξύ του ως άνω ποσού (11.959.450,48 ευρώ) και του καταχωρισθέντος  από την αναιρεσείουσα ως κέρδους από την ως άνω αιτία ποσού των 3.827.158,20 ευρώ, ήτοι  ποσό 8.132.292,28 ευρώ, έπρεπε να προστεθεί ως λογιστική διαφορά στα ακαθάριστα έσοδά της  χρήσεως 2006, οπότε εκδόθηκε με αντίστοιχο περιεχόμενο η επίδικη πράξη της φορολογικής  αρχής.
 
 9. Επειδή, η αναιρεσείουσα προέβαλε με την προσφυγή ότι μη νομίμως εφαρμόσθηκε για τον  υπολογισμό του κέρδους της και, περαιτέρω, του αντιστοίχου φόρου εισοδήματος, από την  αγοραπωλησία του επιμάχου ακινήτου, η αντικειμενική αξία αυτού κατ’ επίκληση του άρθρου 41  του ν.1249/1982, δεδομένου ότι ληπτέο υπ’ όψιν ήταν το πραγματικώς καταβληθέν και  αναγραφόμενο στο συμβόλαιο χαμηλότερο τίμημα (των 10.200.000 ευρώ), προς απόδειξη του  ύψους του οποίου επικαλέσθηκε το ως άνω συμβόλαιο, στο οποίο, όπως ρητώς αναφέρεται στην  αναιρεσιβαλλομένη, μνημονεύονται η 37930/ΔΙΟΕ 1264/14-10-2005 κοινή απόφαση του  Πρωθυπουργού και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθώς και η 5733/ΔΙΟΕ 179/9-2-  2006 τροποποιητική αυτής περί απ’ ευθείας εξαγοράς του ως άνω ακινήτου υπέρ του Δημοσίου για  μουσειακούς σκοπούς έναντι τιμήματος 10.200.000 ευρώ. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο έκρινε ότι  οι διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 περί αντικειμενικού προσδιορισμού της  φορολογητέας αξίας των μεταβιβαζομένων ακινήτων εφαρμόζονται και στην περίπτωση, κατά την  οποία συμβαλλόμενο είναι το Δημόσιο, χωρίς να ασκεί κατά τούτο επιρροή το γεγονός ότι η  μεταβίβαση γίνεται με απ’ ευθείας εξαγορά του ακινήτου υπέρ του Δημοσίου εγκρινομένη με  υπουργική απόφαση, με την οποία καθορίζεται και το τίμημα μεταβιβάσεως, ότι, περαιτέρω, αυτό  δεν συνεπάγεται την ανεπίτρεπτη, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος,  φορολογική επιβάρυνση του αντισυμβαλλομένου του Δημοσίου, ούτε παραβίαση της αρχής της  χρηστής διοικήσεως και του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, εφ’ όσον προβλέπεται  ρητώς η δυνατότητα του φορολογουμένου να αμφισβητήσει την κατά τα ανωτέρω προκύπτουσα  προκαθορισμένη αξία των ακινήτων και να επιτύχει τον προσδιορισμό από τα διοικητικά  δικαστήρια της ουσίας της πραγματικής αξίας του ακινήτου. Συνεπεία τούτου, απερρίφθησαν με  την αναιρεσιβαλλομένη οι ως άνω λόγοι προσφυγής της αναιρεσείουσας και κρίθηκε, περαιτέρω,  ότι εφ’ όσον η τελευταία δεν αμφισβήτησε τη διαμορφωθείσα από τη φορολογική αρχή, στο ποσό  των 18.332.292,28 ευρώ, αντικειμενική αξία του μεταβιβασθέντος ακινήτου, νομίμως προστέθηκε  ως λογιστική διαφορά στα φορολογητέα κέρδη της το ποσό της υπεραξίας των 8.132.292,28 ευρώ  με βάση υπολογισμού την ως άνω αντικειμενική αξία.
 
 10. Επειδή, η ανωτέρω κρίση της αναιρεσιβαλλομένης δεν είναι νόμιμη, δεδομένου ότι, κατά τα  εκτεθέντα στη σκέψη 7, ως «κέρδος», και, συνακολούθως, ως φορολογητέο εισόδημα από την  αγοραπωλησία του συγκεκριμένου ακινήτου, αγοραστής του οποίου ήταν το Δημόσιο, έπρεπε να  θεωρηθεί η διαφορά ανάμεσα στην αξία πωλήσεως του ακινήτου, ήτοι στο αναγραφόμενο στο  μεταβιβαστικό συμβόλαιο τίμημα, και στην αξία που αυτό είχε κατά το χρόνο αγοράς. Ως εκ  τούτου, εφ’ όσον, εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα ρητώς επικαλέσθηκε το εν λόγω τίμημα,  προσκομίζοντας, μάλιστα, επί πλέον, προς απόδειξη του αληθούς της καταβολής του, και τις  προαναφερθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις, στις οποίες, όπως στην ίδια την αναιρεσιβαλλομένη  βεβαιώνεται, μνημονεύεται ως τέτοιο το προαναφερθέν ποσό των 10.200.000 ευρώ, όφειλε το  δικαστήριο της ουσίας να δεχθεί το ποσό αυτό, ως στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας πωλήσεως  του ακινήτου και, περαιτέρω, του κέρδους της αναιρεσείουσας από την επίμαχη αγοραπωλησία,  καθώς και του σχετικού φορολογητέου εισοδήματός της.
 
 11. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί, για  τον ανωτέρω λόγο, βασίμως προβαλλόμενο, η προσβαλλομένη απόφαση, παρελκούσης ως  αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως, η δε υπόθεση, η οποία  χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα  νόμιμη κρίση.
 
 Δια ταύτα
 
 Δέχεται την αίτηση.
 
 Αναιρεί την 529/2012 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, στο οποίο παραπέμπει την  υπόθεση για νέα νόμιμη κρίση, κατά το αιτιολογικό.
 
 Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου.
 
 Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των  χιλίων τριακοσίων ογδόντα (1.380) ευρώ.
 
 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 7 Απριλίου 2015.
 
 Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος                         Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος
 
 Φ. Αρναούτογλου                                                    Ι. Μητροτάσιος
 
 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 22ας Απριλίου 2015.
 
 Ο Προεδρεύων Σύμβουλος                                          Η Γραμματέας
 
 Ν. Μαρκουλάκης                                                         Κ. ΚεχρολόγουΠηγή: Taxheaven