ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΣΤΟΧΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΩΝ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΩΝ»
ΜΕΡΟΣ Α΄
«ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ»
Άρθρο 1
1. Από της ισχύος του ν. 4336/2015 (Α’ 94), αντικαθίστανται ή απαλείφονται κατά περίπτωση, οι ακόλουθες φράσεις:
α. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 3865/2010 (Α’ 120), όπως ισχύει, η φράση «αποχωρούν από την Υπηρεσία από 30.8.2015 και μετά δικαιούνται:» αντικαθίσταται με τη φράση «αποχωρούν από την Υπηρεσία από 1.9.2015 και μετά δικαιούνται:» .
β. Στην υποπερίπτωση αα. της περ. δ της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4336/2015, η φράση «κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού» αντικαθίσταται με τη φράση « κατά την 19.8.2015» .
γ. Στο τέλος του έκτου στίχου της περ. β της παρ. 4 του άρθρου 4 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει, η φράση «που έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν από την Υπηρεσία από 1.1.2015 και μετά» αντικαθίσταται με τη φράση «που έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν από την Υπηρεσία από 1.9.2015 και μετά».
δ. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 20 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει και στην παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 4336/2015, η ημερομηνία « 1.1.2015» αντικαθίσταται με την ημερομηνία « 1.9.2015».
ε. Στο τέλος της περ. ι της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 4336/2015, απαλείφεται η φράση «και όχι πριν την 30.8.2015» .
στ. Στο τέλος του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4336/2015, απαλείφεται η φράση «και όχι πριν την 31.8.2015» .
2. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3865/2010 (Α’ 120), όπως ισχύουν, αντικαθίστανται ως εξής:
« α. Τα πρόσωπα των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2 ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση που έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν από την Υπηρεσία από 1.9.2015 και μετά.»
3. Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της περ. α της παρ. 16 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 (Α΄ 210), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής :
« α. Τα ισχύοντα κατά περίπτωση μέχρι και την 18.8.2015 όρια ηλικίας καταβολής της σύνταξης αυξάνονται σταδιακά από την επομένη της ημερομηνίας αυτής έως και την 1.1.2022, στα προβλεπόμενα από τους κατωτέρω πίνακες νέα όρια ηλικίας, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3865/2010 (Α 120).»
4. α. Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παρ.5 του άρθρου 55 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής :
«Το κατώτατο όριο σύνταξης, όπως αυτό ισχύει με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, δεν έχει εφαρμογή για όσους έχουν αποχωρήσει ή αποχωρούν από την Υπηρεσία από 1.7.2015 και μετά και δεν έχουν συμπληρώσει το 67ο έτος της ηλικίας τους, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων της παρ.
3 του άρθρου 7 του ν. 3865/2010. Τα ανωτέρω πρόσωπα μέχρι τη συμπλήρωση του προαναφερομένου ορίου ηλικίας λαμβάνουν το ποσό της σύνταξης που αναλογεί στα έτη ασφάλισής τους κατά περίπτωση.
Οι διατάξεις των δύο προηγουμένων εδαφίων δεν έχουν εφαρμογή για όσους είναι ανάπηροι με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω και λαμβάνουν επίδομα ανικανότητας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 καθώς και όσους λαμβάνουν σύνταξη ως παθόντες στην υπηρεσία και ένεκα ταύτης ή βάσει των διατάξεων των νόμων 1897/1990 (Α 120) και 1977/1991 (Α 185). Επίσης οι διατάξεις αυτές δεν έχουν εφαρμογή και για όσους λαμβάνουν κατά μεταβίβαση σύνταξη λόγω θανάτου του/της συζύγου τους ή του γονέα τους.
Το ισχύον κατά την 19.8.2015 ποσό του κατωτάτου ορίου σύνταξης παραμένει αμετάβλητο μέχρι την 31-12-2021.
Οι διατάξεις της περ. β της παρ. 2 του άρθρου 56 έχουν εφαρμογή και για τον υπολογισμό της σύνταξης που καταβάλλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής, λαμβανομένων υπόψη και των διατάξεων της περ.β της παρ.16 του άρθρου 56 του π.δ 169/2007 όπως ισχύει.»
β. Καταργούνται από της ισχύος τους οι διατάξεις της περ. γ της παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 4336/2015.
5. Οι διατάξεις της περ. β΄ της παρ. 16 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής :
«β. Εάν η σύνταξη καταβάλλεται μειωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις της περ. β της παρ. 2 του άρθρου αυτού, το ποσό της μειωμένης σύνταξης μειώνεται περαιτέρω κατά 10% μέχρι τη συμπλήρωση του κατά τα ανωτέρω προβλεπόμενου νέου ορίου ηλικίας.»
6. Οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 1 του ν. 4336/2015 (Α΄94) καταργούνται από της ισχύος τους και από την ίδια ημερομηνία επανέρχονται σε ισχύ οι διατάξεις παρ. 4 του άρθρου 20 του ν. 3865/2010, όπως αυτές ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους.
7. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 20 του ν. 3865/2010, όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων δεν θα υποχρεούνται σε αποχώρηση από την Υπηρεσία πριν από τη συμπλήρωση του 58ου έτους της ηλικίας τους».
ΜΕΡΟΣ Β΄
«ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΡΘΡΩΤΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Άρθρο 2
Ρυθμίσεις για τον ενιαίο φόρο ιδιοκτησίας ακινήτων και άλλες διατάξεις
1. Το τέταρτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 8 του ν.4223/2013 (Α΄ 287) αντικαθίσταται από την 1η Ιανουαρίου 2015 ως εξής: «Ποσά φόρου μέχρι ένα (1) ευρώ δεν βεβαιώνονται και δεν είναι απαιτητά.»
2. Οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της υποπαραγράφου Δ3 της παραγράφου Δ του άρθρου 2 του ν.4336/2015 (Α΄ 94) ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2015.
3. Η παράγραφος 4 του άρθρου 23 του ν.3427/2005 (Α΄ 34) αντικαθίσταται ως εξής:
«4 Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή για ακίνητα του Δημοσίου, του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.) καθώς και για τα πρόσωπα της υποπερίπτωσης β΄ της περίπτωσης στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν.4223/2013».
4. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν.4223/2013 (Α΄ 287) προστίθεται περίπτωση η΄ ως εξής:
«η) Σε εταιρείες ειδικού σκοπού, σύμφωνα με τη περίπτωση ζ της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του ν.3986/2011 (Α΄ 152) εφόσον το σύνολο των ονομαστικών μετοχών τους ανήκουν στο Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (Τ.Α.Ι.ΠΕ.Δ.), με την επιφύλαξη της παραγράφου 7 του άρθρου 2».
5. Η παράγραφος 4 του άρθρου 40 του ν. 4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής :
« 4. Το εισόδημα από ακίνητη περιουσία φορολογείται σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:
Εισόδημα από ακίνητη περιουσία (ευρώ) |
Συντελεστής (%) |
≤12.000 |
15% |
>12.000 |
35% |
6. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 40 του ν.4172/2013 ισχύουν για εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2015 και μετά.
7. Η παράγραφος 5 του άρθρου 68 του ν.4172/2013 (Α’ 167), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 6 του άρθρου 2 του ν.4328/2015 (Α’ 51), καταργείται για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2015 και μετά.
8. Η παράγραφος 4 του άρθρου 39 του ν.4172/2013 (Α΄ 167), όπως προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 2 του ν. 4328/2015 (Α΄ 51), καταργείται για τα εισοδήματα που αποκτώνται στα φορολογικά έτη που αρχίζουν από την 1η Ιανουαρίου 2015 και μετά.
9. Η σύμβαση φύλαξης της Κεντρικής Υπηρεσίας του Σ.Δ.Ο.Ε. η οποία έληξε στις 28.9.2015, παρατείνεται για το χρονικό διάστημα από την ψήφιση του παρόντος μέχρι και την 31.12.2015, κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 133 του Ν. 4270/14 παρ. 1, εδάφιο 2.
Άρθρο 3
Τροποποιήσεις διατάξεων του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
1. α. Η παράγραφος 1 του άρθρου 13 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170) αντικαθίσταται ως εξής:
"1. Κάθε πρόσωπο με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα υποχρεούται να τηρεί αξιόπιστο λογιστικό σύστημα και κατάλληλα λογιστικά αρχεία σύμφωνα με τα λογιστικά πρότυπα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία, για τη σύνταξη των χρηματοοικονομικών καταστάσεων και άλλων πληροφοριών σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος νόμου, το λογιστικό σύστημα και τα λογιστικά αρχεία εξετάζονται ως ενιαίο σύνολο και όχι αποσπασματικά τα επιμέρους συστατικά τους, σε ό,τι αφορά την αξιοπιστία και την καταλληλότητά τους."
β. Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 η φράση «βιβλία και στοιχεία» αντικαθίσταται με τη φράση «λογιστικά αρχεία, φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί, φορολογικές μνήμες και αρχεία που δημιουργούν οι φορολογικοί ηλεκτρονικοί μηχανισμοί».
2. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 18 του ν.4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
"Εκπρόθεσμη δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης. Δήλωση μπορεί να υποβληθεί και μετά την έκδοση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, για εισόδημα, έσοδα ή περιουσιακά στοιχεία που δεν προέκυψαν κατά τον έλεγχο."
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 19 του ν.4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
"3. Τροποποιητική δήλωση υποβάλλεται οποτεδήποτε μέχρι την παραγραφή του δικαιώματος της Φορολογικής Διοίκησης για έλεγχο της αρχικής δήλωσης. Τροποποιητική δήλωση μπορεί να υποβληθεί και μετά την έκδοση οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, για εισόδημα, έσοδα ή περιουσιακά στοιχεία που δεν προέκυψαν κατά τον έλεγχο."
4.α. Η παράγραφος 5 του άρθρου 46 του ν.4172/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Εφόσον η Φορολογική Διοίκηση διαπιστώνει μη απόδοση, ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό, έκπτωση ή διακράτηση Φ.Π.Α., Φ.Κ.Ε., φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούμενων, επιρριπτόμενων φόρων, τελών και εισφορών με σκοπό τη μη πληρωμή συνολικά στο Δημόσιο ποσού πάνω από εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ, καθώς και είσπραξη επιστροφής των παραπάνω φόρων κατόπιν παραπλάνησης της Φορολογικής Διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, μπορεί, βάσει ειδικής έκθεσης ελέγχου, να επιβάλλει σε βάρος του υπόχρεου προληπτικά ή διασφαλιστικά του δημοσίου συμφέροντος μέτρα άμεσου και επείγοντος χαρακτήρα. Ειδικότερα η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να μην παραλαμβάνει και να μην χορηγεί έγγραφα που απαιτούνται για τη μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή δεσμεύεται το πενήντα τοις εκατό (50%) των καταθέσεων, των πάσης φύσεως λογαριασμών και παρακαταθηκών και του περιεχομένου των θυρίδων του υπόχρεου. Το μη χρηματικό περιεχόμενο θυρίδων και οι μη χρηματικές παρακαταθήκες, δεσμεύονται στο σύνολό τους».
β. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 46 του ν.4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«6.Τα μέτρα της παραγράφου 5 επιβάλλονται σωρευτικά σε βάρος των ομορρύθμων εταίρων προσωπικών εταιριών, καθώς και σε βάρος κάθε προσώπου εντεταλμένου από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση οποιουδήποτε νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας από τη γένεση της υποχρέωσης απόδοσης ή από το χρόνο της διάπραξης, κατά περίπτωση, και μέχρι την ενεργοποίηση των μέτρων, ανεξάρτητα αν έχουν αποβάλει την ιδιότητα αυτή με οποιονδήποτε τρόπο ή για οποιαδήποτε αιτία».
5.α. Η περίπτωση η΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
"η. δεν συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις του."
β. Η περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 καταργείται
γ. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) εκατό (100) ευρώ, σε περίπτωση μη υποβολής ή εκπρόθεσμης υποβολής σχετικά με την περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 και, στις φορολογίες κεφαλαίου, για κάθε παράβαση των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄, δ΄ και στ΄ της παραγράφου 1,».
δ. Στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 54 η φράση «β’, γ’, δ’, στ’ και θ’» αντικαθίσταται με τη φράση «β’, γ’, δ’ και στ΄» και η φράση "με ανώτατο όριο το ποσό ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο, στην περίπτωση της μη έκδοσης ή έκδοσης ανακριβών στοιχείων" διαγράφεται.
ε. Στην περίπτωση δ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 54 η φράση «β’, γ’, δ’, στ’ και θ’» αντικαθίσταται με τη φράση «β’, γ’, δ’ και στ’» και η φράση "με ανώτατο όριο το ποσό ύψους τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ ανά φορολογικό έλεγχο, στην περίπτωση της μη έκδοσης ή έκδοσης ανακριβών στοιχείων" διαγράφεται.
στ. Η παράγραφος 3 του άρθρου 54 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
"3. Σε περίπτωση διαπίστωσης, στο πλαίσιο ελέγχου, εκ νέου διάπραξης της ίδιας παράβασης, εντός πενταετίας από την έκδοση της αρχικής πράξης, τα σύμφωνα με το παρόν άρθρο πρόστιμα επιβάλλονται στο διπλάσιο και, στην περίπτωση κάθε επόμενης ίδιας παράβασης, στο τετραπλάσιο του αρχικώς επιβληθέντος προστίμου."
6. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 55 του ν. 4174/2013 καταργούνται και αναριθμούνται οι επόμενες παράγραφοι.
7. Μετά το άρθρο 55 προστίθεται άρθρο 55Α ως εξής:
«Άρθρο 55Α
Παραπομπή εγκλημάτων φοροδιαφυγής σε ποινική δίκη
1. Εάν, με βάση την οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος φοροδιαφυγής, όπως ορίζεται στο άρθρο 68 υποβάλλεται αμελλητί μηνυτήρια αναφορά από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.
2. Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία. Το ποινικό δικαστήριο δύναται πάντως, σε περίπτωση που κρίνει ότι η έκβαση εκκρεμούς διοικητικής δίκης είναι ουσιώδης για τη δική του κρίση επί της υπόθεσης, να αναστείλει με απόφασή του την ποινική δίκη μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.
3. Η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.»
8. Το άρθρο 56 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 56
Πρόστιμο εκπρόθεσμης υποβολής ή μη υποβολής ή ανακριβούς/ατελούς Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών ή Φακέλου Τεκμηρίωσης Ενδοομιλικών Συναλλαγών
Στις περιπτώσεις εκπρόθεσμης υποβολής ή μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς/ατελούς Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών ή Φακέλου Τεκμηρίωσης Ενδοομιλικών Συναλλαγών επιβάλλονται, αντί των προστίμων του άρθρου 54, τα ακόλουθα πρόστιμα:
1. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής ή υποβολής ανακριβούς/ατελούς υποβολής του Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών της παραγράφου 3 του άρθρου 21 του Κώδικα επιβάλλεται πρόστιμο υπολογιζόμενο σε ποσοστό ένα χιλιοστό (1/1000) των συναλλαγών του υπόχρεου φορολογουμένου για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση τεκμηρίωσης. Το παραπάνω πρόστιμο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των πεντακοσίων (500) ευρώ και μεγαλύτερο των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής τροποποιητικού συνοπτικού πίνακα, το παραπάνω πρόστιμο επιβάλλεται μόνο αν μεταβάλλονται τα ποσά των συναλλαγών και οι συνολικές διαφορές είναι άνω των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών το παραπάνω πρόστιμο υπολογίζεται επί των ποσών που αφορά η ανακρίβεια και επιβάλλεται μόνο αν η ανακρίβεια αφορά ποσοστό μεγαλύτερο του 10% των συνολικών συναλλαγών για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση τεκμηρίωσης.
2. Σε περίπτωση μη υποβολής του Συνοπτικού Πίνακα Πληροφοριών επιβάλλεται πρόστιμο υπολογιζόμενο σε ποσοστό ένα χιλιοστό (1/1000) των συναλλαγών για τις οποίες υπήρχε υποχρέωση τεκμηρίωσης, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ και μεγαλύτερο των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.
3. Σε περίπτωση που ο φάκελος τεκμηρίωσης της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα τεθεί στη διάθεση της Φορολογικής Διοίκησης από την τριακοστή πρώτη (31η) ημέρα από την κοινοποίηση σχετικής πρόσκλησης έως την εξηκοστή (60η) ημέρα επιβάλλεται πρόστιμο πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, αν διατεθεί από την εξηκοστή πρώτη (61η) ημέρα έως την ενενηκοστή (90η) ημέρα επιβάλλεται πρόστιμο δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ενώ αν δεν διατεθεί καθόλου ή διατεθεί μετά την ενενηκοστή (90η) ημέρα επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 54 εφαρμόζονται και για τις παραβάσεις του άρθρου αυτού.»
9.α. Οι περιπτώσεις β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 58 του ν. 4174/2013 αντικαθίστανται ως εξής:
"β) είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό ανέρχεται σε ποσοστό από είκοσι τοις εκατό (20%) έως πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση,
γ) πενήντα τοις εκατό (50%) του ποσού της διαφοράς, αν το εν λόγω ποσό υπερβαίνει σε ποσοστό το πενήντα τοις εκατό (50%) του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική δήλωση."
β. Η παράγραφος 2 του άρθρου 58 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
"Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης από την οποία θα προέκυπτε υποχρέωση καταβολής φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του φόρου που αναλογεί στη μη υποβληθείσα δήλωση."
10. Μετά το άρθρο 58 του ν. 4174/2013 προστίθεται άρθρο 58Α ως εξής:
«Άρθρο 58Α
Πρόστιμα για παραβάσεις σχετικές με τον φόρο προστιθέμενης αξίας
Για παραβάσεις σχετικές με τον φόρο προστιθέμενης αξίας οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
1. Σε περίπτωση μη έκδοσης φορολογικού στοιχείου ή έκδοσης ή λήψης ανακριβούς στοιχείου για πράξη που επιβαρύνεται με ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο πενήντα τοις εκατό (50%) επί του φόρου που θα προέκυπτε από το μη εκδοθέν στοιχείο, ή επί
της διαφοράς, αντίστοιχα. Εξαιρείται της επιβολής κυρώσεων ο λήπτης που τελούσε σε καλή πίστη κατά την λήψη των στοιχείων.
2. Σε κάθε περίπτωση όπου διαπιστώνεται, κατόπιν ελέγχου, η υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή η μη υποβολή δηλώσεων, υποβολή δηλώσεων, με συνέπεια τη μη απόδοση ή την μειωμένη απόδοση ή την επιπλέον έκπτωση ή επιστροφή ΦΠΑ, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του φόρου που θα προέκυπτε από την μη υποβληθείσα δήλωση ή επί της διαφοράς, αντίστοιχα.
3. Σε περίπτωση άσκησης οικονομικής δραστηριότητας χωρίς να έχει υποβληθεί δήλωση έναρξης εργασιών, παρά την ύπαρξη σχετικής υποχρέωσης, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του ΦΠΑ που θα έπρεπε να είχε αποδοθεί για όλη τη διάρκεια λειτουργίας της οικονομικής δραστηριότητας.
4. Σε κάθε πρόσωπο μη υπόχρεο σε υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ που εκδίδει φορολογικά στοιχεία με ΦΠΑ, χωρίς να έχει τέτοια υποχρέωση, επιβάλλεται πρόστιμο ίσο με ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) επί του αναγραφόμενου φόρου που δεν αποδόθηκε.»
11. Το άρθρο 59 του ν. 4174/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 59
Πρόστιμα για παραβάσεις σχετικές με παρακρατούμενους φόρους
Για παραβάσεις σχετικές με παρακρατούμενους φόρους οι οποίες διαπιστώνονται κατόπιν ελέγχου, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
1. Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης παρακρατούμενου φόρου από την οποία θα προέκυπτε υποχρέωση απόδοσης φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) επί του ποσού του φόρου που αναλογεί στη μη υποβληθείσα δήλωση.
2. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβούς δήλωσης παρακρατούμενου φόρου επιβάλλεται πρόστιμο ποσοστού πενήντα τοις εκατό (50%) επί της διαφοράς του φόρου.»
12. Στο άρθρο 62 του ν. 4174/2013 προστίθενται παράγραφοι 7, 8 και 9 ως εξής:
"7. Τα πρόστιμα των άρθρων 58, 58Α και 59 επιβάλλονται μόνο σε περίπτωση που οι σχετικές παραβάσεις διαπιστωθούν κατόπιν ελέγχου. Το πρόστιμο του άρθρου 58 δεν επιβάλλεται στις περιπτώσεις που επιβάλλονται τα πρόστιμα των άρθρων 58Α και 59.
8. Κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 18 και της παραγράφου 3 του άρθρου 19 επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:
α) Εάν η δήλωση υποβληθεί έως την έκδοση της εντολής ελέγχου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 54.
β) Εάν η δήλωση υποβληθεί μετά την έκδοση της εντολής ελέγχου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 58, 58Α και 59, κατά περίπτωση.
9. Δεν επιβάλλονται πρόστιμα στον εκτιμώμενο προσδιορισμό φόρου.»
13. Στο Παράρτημα, το οποίο προστέθηκε στο τέλος του ν. 4174/2013, όπως προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 50 του ν.4223/2013 (Α΄287), μετά τη φράση "Ειδικός Φόρος Τραπεζικών Εργασιών (άρθρα 1 έως 16 του ν. 1676/1986), προστίθεται η φράση "Φόρος επί του ζύθου (άρθρο 39 του β.δ. 24-9/20-10-1958, όπως ισχύει) ".
14. Η παράγραφος 12 του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 (Α΄170), όπως προστέθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 50 του ν. 4223/2013 (Α΄287) αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Οι διατάξεις του άρθρου 44 παράγραφος 1 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας ισχύουν από 1.1.2018. Μέχρι και την 31.12.2017, κατά την εκάστοτε καταβολή φόρου, εισπράττονται υποχρεωτικά επί του καταβαλλόμενου ποσού, οι αναλογούντες τόκοι και πρόστιμο λόγω εκπρόθεσμης καταβολής.»
15.Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 15 του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 (Α΄170), όπως προστέθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 50 του ν. 4223/2013 (Α΄287) παρατείνεται έως την 31.12.2017.
Άρθρο 4
Τροποποίηση διατάξεων ΚΕΔΕ
1.Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 8 «Μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή του Κ.Ε.Δ.Ε.» του ν. 4224/2013 (Α΄288), παρατείνεται έως την 31.12.2017.
2.Η παράγραφος 5 του άρθρου 8 «Μεταβατικές διατάξεις για την εφαρμογή του Κ.Ε.Δ.Ε.» του ν. 4224/2013 (Α΄288) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.δ. 356/1974, όπως αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, ισχύουν από 1ης Ιανουαρίου 2018. Μέχρι την ημερομηνία αυτή, κατά την εκάστοτε είσπραξη του δημοσίου εσόδου, εισπράττονται υποχρεωτικά επί του καταβαλλόμενου ποσού της οφειλής, οι αναλογούντες τόκοι και το πρόστιμο λόγω εκπρόθεσμης καταβολής».
Άρθρο 5
Τροποποίηση διατάξεων ν.4321/2015
1. Το εδάφιο δ) του άρθρου 8 του ν. 4321/2015, όπως προστέθηκε με την υποπερίπτωση δ. της περίπτωσης 15 της υποπαραγράφου Δ1 της παραγράφου Δ του δεύτερου άρθρου του ν. 4336/2015 (Α ΄94), αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) δεν έχει τακτοποιήσει κατά νόμιμο τρόπο τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, ατομικές καθώς και αυτές για τις οποίες έχει ευθύνη καταβολής, από την ημερομηνία υπαγωγής στη ρύθμιση και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 47 του ν.4174/2013 (Κ.Φ.Δ.) και του άρθρου 7 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως ισχύουν κατά περίπτωση.».
2. Το εδάφιο δ) του άρθρου 12 του ν. 4321/2015, όπως προστέθηκε με την υποπερίπτωση β της περίπτωσης 15 της υποπαραγράφου Δ1 της παραγράφου Δ του δεύτερου άρθρου του ν. 4336/2015 (Α ΄94), αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) να μειώνει τη διάρκεια της ήδη χορηγηθείσας ρύθμισης εάν ο οφειλέτης έχει τη δυνατότητα σύμφωνα με τα οικονομικά του δεδομένα να πληρώνει την οφειλή του σε λιγότερες δόσεις από τις αρχικά χορηγηθείσες, οποτεδήποτε καθ΄όλη τη διάρκεια της ρύθμισης»
Άρθρο 6 Τροποποιήσεις του ν. 4308/2014
Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251) αντικαθίσταται ως εξής: "Κατ΄ εξαίρεση, παραμένει σε ισχύ το άρθρο 10 του ν. 1809/1988 για παραβάσεις που διαπράττονται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015."
Άρθρο 7
Μεταβατικές διατάξεις για τον Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας
1. Οι διατάξεις των παραγράφων 9 και 11 του άρθρου 3 του παρόντος, κατά περίπτωση, εφαρμόζονται για πράξεις προσδιορισμού οποιουδήποτε φόρου ή επιβολής προστίμου, τέλους ή εισφοράς που εκδίδονται από την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος και αφορούν φορολογικές υποχρεώσεις, περιόδους ή χρήσεις που λήγουν μετά την 31.12.2013 ή υποθέσεις από 1.1.2014, για τις οποίες είχαν εφαρμογή από 1.1.2014 οι διατάξεις των άρθρων 58 και 59 του ν.4174/2013.
2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται και για εκκρεμείς υποθέσεις. Ως εκκρεμείς υποθέσεις, νοούνται οι υποθέσεις οι οποίες, κατά την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος, εκκρεμούν ενώπιον της διεύθυνσης επίλυσης διαφορών ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατόπιν άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής, ή για τις οποίες εκκρεμεί η προθεσμία άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής ή προσφυγής ή τακτικού ένδικου μέσου καθώς και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι σχετικές πράξεις αλλά δεν έχουν κοινοποιηθεί κατά την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος. Ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται και οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί οριστική δικαστική απόφαση αλλά προδικαστική απόφαση και δεν έχει γίνει εκ νέου συζήτηση της υπόθεσης. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1 απαιτείται ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής, για την υπαγωγή στις ανωτέρω διατάξεις του συνόλου των παραβάσεων κάθε πράξης ή απόφασης της διεύθυνσης επίλυσης διαφορών ή του δικαστηρίου, και καταβολή του συνόλου της οφειλής, που προκύπτει μετά την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 1, άμεσα ή το αργότερο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την υποβολή της δήλωσης αποδοχής, άλλως δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1.
Η δήλωση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της αρχής που εξέδωσε την πράξη, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος ή την κοινοποίηση στον φορολογούμενο της πράξης ή της απόφασης, κατά περίπτωση. Στις περιπτώσεις που η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων, με την ως άνω δήλωση αποδοχής συνυποβάλλεται και σχετική βεβαίωση του αρμόδιου δικαστηρίου ότι η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί και δήλωση παραίτησης από το σχετικό δικόγραφο ή δικαίωμα.
Ποσά που έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται, δεν συμψηφίζονται και δεν αναζητούνται, λόγω εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
Στις περιπτώσεις της κατά τα άνω αποδοχής, όπου συντρέχει περίπτωση, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 142 του ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Α΄ 97), τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται με την περιέλευση στη γραμματεία του Διοικητικού Δικαστηρίου σχετικής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της φορολογικής αρχής που εξέδωσε την πράξη."
3. Για τις εκκρεμείς υποθέσεις παραβάσεων των διατάξεων του Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992, Α΄ 84) και του Κ.Φ.Α.Σ. (ν.4093/2012, Α΄ 222), που διαπράχθηκαν μέχρι την 31.12.2013, ανεξάρτητα από τον χρόνο διαπίστωσης των προαναφερόμενων παραβάσεων, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν.2523/1997, εφόσον ο φορολογούμενος καταβάλλει, εφάπαξ, τα ποσά που προβλέπονται, κατά περίπτωση, κατωτέρω, ως εξής:
α) Για παραβάσεις έκδοσης πλαστών στοιχείων ποσό ίσο με το 50% της αξίας κάθε στοιχείου.
β) Για παραβάσεις που αφορούν έκδοση εικονικών ή λήψη εικονικών στοιχείων ή νόθευση αυτών, καθώς και καταχώρηση στα βιβλία αγορών ή εξόδων χωρίς παραστατικά, ποσό ίσο με το 40% της αξίας κάθε στοιχείου. Εάν η αξία του στοιχείου είναι μερικώς εικονική ποσό ίσο με το 40% του μέρους της εικονικής αξίας.
γ) Όταν δεν δύναται να προσδιορισθεί η μερικώς εικονική αξία, ποσό ίσο με το 20% της αξίας του στοιχείου.
δ) Όταν η εικονικότητα ανάγεται αποκλειστικά στο πρόσωπο του εκδότη, ποσό ίσο με το 20% της αξίας του στοιχείου.
ε) Στην περίπτωση λήπτη εικονικού φορολογικού στοιχείου, ποσό 10% της αξίας του στοιχείου για κάθε παράβαση, εφόσον η λήψη του στοιχείου δεν είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του φόρου εισοδήματος του οικείου φορολογικού έτους.
στ) Για παραβάσεις που αφορούν μη έκδοση ή ανακριβή έκδοση στοιχείων ή άλλες παραβάσεις που έχουν σαν αποτέλεσμα την απόκρυψη της συναλλαγής ή μέρους αυτής, η δε αποκρυβείσα αξία είναι μεγαλύτερη των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ, ποσό ίσο με το 25% της αξίας της συναλλαγής ή του μέρους της αποκρυβείσας (μη εμφανισθείσας) αξίας για κάθε παράβαση.
ζ) Για τις λοιπές παραβάσεις, που δεν υπάγονται σε μια εκ των ανωτέρω περιπτώσεων α΄ και β΄, ποσό ίσο με το 1/3 του οριζόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν.2523/1997, επιβαλλόμενου προστίμου, κατά περίπτωση, για κάθε παράβαση.
4. Οι διατάξεις της παραγράφου 3 εφαρμόζονται και για εκκρεμείς υποθέσεις. Ως εκκρεμείς υποθέσεις, νοούνται οι υποθέσεις οι οποίες, κατά την κατάθεση του παρόντος, εκκρεμούν ενώπιον της διεύθυνσης επίλυσης διαφορών ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων κατόπιν άσκησης εμπρόθεσμης προσφυγής, ή για τις οποίες εκκρεμεί η προθεσμία άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής ή προσφυγής ή τακτικού ένδικου μέσου καθώς και υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί οι σχετικές πράξεις αλλά δεν έχουν κοινοποιηθεί κατά την ημερομηνία κατάθεσης του παρόντος. Ως εκκρεμείς υποθέσεις νοούνται και οι υποθέσεις για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί οριστική δικαστική απόφαση αλλά προδικαστική απόφαση και δεν έχει γίνει εκ νέου συζήτηση της υπόθεσης. Για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3 απαιτείται ανέκκλητη δήλωση ανεπιφύλακτης αποδοχής, για την υπαγωγή στις ανωτέρω διατάξεις του συνόλου των παραβάσεων κάθε πράξης ή απόφασης της διεύθυνσης επίλυσης διαφορών ή του δικαστηρίου, και καταβολή του συνόλου της οφειλής, που προκύπτει μετά την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 3, άμεσα ή το αργότερο εντός δύο (2) εργασίμων ημερών από την υποβολή της δήλωσης αποδοχής, άλλως δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3.
Η δήλωση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της αρχής που εξέδωσε την πράξη, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος ή την κοινοποίηση στον φορολογούμενο της πράξης ή της απόφασης, κατά περίπτωση. Στις περιπτώσεις που η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των δικαστηρίων, με την ως άνω δήλωση αποδοχής συνυποβάλλεται και σχετική βεβαίωση του αρμόδιου δικαστηρίου ότι η υπόθεση δεν έχει συζητηθεί και δήλωση παραίτησης από το σχετικό δικόγραφο ή δικαίωμα.
Ποσά που έχουν καταβληθεί δεν επιστρέφονται, δεν συμψηφίζονται και δεν αναζητούνται, λόγω εφαρμογής της παρούσας παραγράφου.
Στις περιπτώσεις της κατά τα άνω αποδοχής, όπου συντρέχει περίπτωση, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 142 του ν. 2717/1999 (Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, Α΄ 97), τα αποτελέσματα της οποίας επέρχονται με την περιέλευση στη γραμματεία του Διοικητικού Δικαστηρίου σχετικής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της φορολογικής αρχής που εξέδωσε την πράξη.
5. Οι παράγραφοι 3 και 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται για παραβάσεις που διαπράχθηκαν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και για τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 55 του ν.4174/2013 (Α΄170).
6. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 2523/1997 (Α΄179), που εφαρμόζονται για παραβάσεις που διαπράχθηκαν στο χρονικό διάστημα μέχρι την έναρξη ισχύος των άρθρων 54 και 55 του ν.4174/2013 καταργούνται. Οι παράγραφοι 30, 32, 33, 34 και 48 του άρθρου 66 του ν. 4174/2013, κατά το μέρος που αφορούν τις ως άνω παραβάσεις, καταργούνται από την δημοσίευση του παρόντος.
7. Οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του άρθρου 46 του ν.4174/2013, όπως ίσχυαν πριν τη δημοσίευση του παρόντος, εφαρμόζονται για τις υποθέσεις για τις οποίες έχουν διαπιστωθεί παραβάσεις των περιπτώσεων β΄, γ΄, δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του ν.4174/2013 μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος και έχουν συνταχθεί ειδικές εκθέσεις ελέγχου ή εκκρεμεί η σύνταξη αυτών.
Άρθρο 8
Εγκλήματα φοροδιαφυγής – Ποινικές κυρώσεις
1. Τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α΄ του ν. 4174/2013 αναριθμούνται σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμείται σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο και προστίθεται νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο ως εξής:
«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ - ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ
Άρθρο 66 Εγκλήματα φοροδιαφυγής
1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση:
α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη,
β) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές,
γ) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου πλοίων δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς στο Δημόσιο τον φόρο αυτό.
2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογουμένου.
3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο
1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών: α) αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος ή ανά φορολογική υπόθεση τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος ή ανά φορολογική υπόθεση: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση.
4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς.
5. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωριστεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώριση τελεί σε γνώση του υπόχρεου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου. Εικονικό είναι το φορολογικό στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολο της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή στην οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη που αναγράφονται στο στοιχείο είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην Φορολογική Διοίκηση. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή νομική οντότητα ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας. Δεν είναι εικονικό για τον λήπτη το φορολογικό στοιχείο το οποίο αφορά πραγματική συναλλαγή, αν το πρόσωπο του εκδότη είναι διαφορετικό από αυτό που αναγράφεται στο στοιχείο.
Δεν είναι εικονικό το φορολογικό στοιχείο που εξέδωσε ή έλαβε η κοινωνία κληρονόμων ή ο κληρονόμος ή σύζυγος ή τέκνο αποβιώσαντος ή συνταξιοδοτηθέντος συζύγου ή γονέα, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε ή λήφθηκε από τον αποβιώσαντα ή συνταξιοδοτηθέντα επιτηδευματία, εφόσον αφορά πραγματική συναλλαγή και πριν από κάθε είδους φορολογικό έλεγχο, έχει καταχωρηθεί στα βιβλία, τόσο του λαμβάνοντα, όσο και του εκδώσαντα το στοιχείο, η αξία αυτού έχει συμπεριληφθεί στις οικείες δηλώσεις ΦΠΑ και φορολογίας εισοδήματος και έχει γίνει η απόδοση των φόρων που προκύπτουν από το στοιχείο αυτό.
6. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους τιμωρείται ο υπόχρεος που δεν εκδίδει ή εκδίδει ανακριβώς τα προβλεπόμενα από τις κείμενες διατάξεις στοιχεία ή παραστατικά πωλήσεων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, εφόσον το συνολικό ύψος των συναλλαγών για τις οποίες δεν έχουν
εκδοθεί τα οικεία στοιχεία ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος]
7. Για την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται ιδίως υπόψη το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε και η διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης. Η μεταχείριση από το δράστη ιδιαιτέρων τεχνασμάτων συνιστά επιβαρυντική περίσταση.
Άρθρο 67 Αυτουργοί και συνεργοί
1. Στα νομικά πρόσωπα, ως αυτουργοί των εγκλημάτων του παρόντος νόμου θεωρούνται, εφόσον με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη συντέλεσαν στην τέλεσή τους:
α) Στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, οι πρόεδροι των Δ.Σ, οι διευθύνοντες, εντεταλμένοι ή συμπράττοντες σύμβουλοι, οι διοικητές, οι γενικοί διευθυντές ή διευθυντές, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών. Αν ελλείπουν όλα τα παραπάνω πρόσωπα, ως αυτουργοί θεωρούνται τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εταιριών αυτών, εφόσον ασκούν πράγματι προσωρινά ή διαρκώς ένα από τα καθήκοντα που αναφέρονται πιο πάνω.
β) Στις ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες οι ομόρρυθμοι εταίροι και οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών.
γ) Στις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες οι διαχειριστές αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών και όταν αυτοί ελλείπουν ή απουσιάζουν οι εταίροι αυτών.
δ) Στους συνεταιρισμούς και ενώσεις αυτών οι πρόεδροι, οι γραμματείς, οι ταμίες, ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση είτε από οποιαδήποτε αιτία στη διοίκηση ή διαχείριση αυτών.
ε) Στις κοινοπραξίες, κοινωνίες, αστικές, συμμετοχικές ή αφανείς εταιρίες, ως αυτουργοί του εγκλήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι εκπρόσωποί τους , με βάση την ιδιωτική βούληση ή το νόμο ή δικαστική απόφαση, και αν ελλείπουν αυτοί, τα μέλη τους. Όταν στα μέλη αυτών περιλαμβάνονται και νομικά πρόσωπα ή αλλοδαπές επιχειρήσεις ή αλλοδαποί οργανισμοί, εφαρμόζονται ανάλογα και οι λοιπές διατάξεις της παρούσας παραγράφου.
στ) Στις αλλοδαπές επιχειρήσεις γενικά και στους κάθε είδους αλλοδαπούς οργανισμούς, ως αυτουργοί του εγκλήματος της φοροδιαφυγής θεωρούνται οι διευθυντές ή αντιπρόσωποι ή πράκτορες, που έχουν στην Ελλάδα.
ζ) Στα νομικά πρόσωπα εκτός των ανωτέρω αναφερομένων ή στις νομικές οντότητες κατά την έννοια της παραγράφου 3 του άρθρου 51Α του ν. 2238/1994 ή της περίπτωσης δ’ του άρθρου 2 του ν.4172/2013 Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος, ως αυτουργοί θεωρούνται οι εκπρόσωποι αυτών ως και εν γένει κάθε πρόσωπο εντεταλμένο είτε άμεσα από το νόμο είτε από ιδιωτική βούληση είτε με δικαστική απόφαση στη διοίκηση ή διαχείριση ή εκπροσώπηση αυτών.
2. Επίσης, αυτουργοί των ανωτέρω εγκλημάτων, κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, θεωρούνται και: α) όσοι δυνάμει νόμου ή δικαστικής απόφασης ή διάταξης τελευταίας βούλησης είναι διαχειριστές αλλότριας περιουσίας β) ο επίτροπος ή κηδεμόνας ή διοικητής αλλοτρίων κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.
3. Ως άμεσοι συνεργοί των ανωτέρω εγκλημάτων θεωρούνται ο προϊστάμενος του λογιστηρίου κάθε μορφής ή τύπου επιχείρησης ή όποιος με πρόθεση συμπράττει με οποιονδήποτε τρόπο γενικά στη διάπραξη των εγκλημάτων του παρόντος, ως τοιούτου νοουμένου και του υπογράφοντος τη δήλωση ως πληρεξούσιος.
4. Αυτουργοί ή συμμέτοχοι των ανωτέρω εγκλημάτων θεωρούνται σε κάθε περίπτωση και όσοι ασκούν εν τοις πράγμασι τις εξουσίες και αρμοδιότητες που αντιστοιχούν στις ιδιότητες και θέσεις της παραγράφου 1.
Άρθρο 68
1. Εάν συντρέχει περίπτωση τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης εγκλήματος του παρόντος νόμου υποβάλλεται αμέσως μηνυτήρια αναφορά από τον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων ή από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης ή από τη Διεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας της Ελληνικής Αστυνομίας. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως.
2. Η παραγραφή των εγκλημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής λόγω παρόδου της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.
3. Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής και προσφυγής ενώπιον των Διοικητικών Δικαστηρίων δεν επηρεάζει την ποινική διαδικασία. Το ποινικό δικαστήριο δύναται πάντως, σε περίπτωση που κρίνει ότι η έκβαση εκκρεμούς διοικητικής δίκης είναι ουσιώδης για τη δική του κρίση επί της υπόθεσης, να αναστείλει με απόφασή του την ποινική δίκη μέχρι την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου.
4. Αρμόδιο δικαστήριο είναι, κατά περίπτωση, το μονομελές ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το μονομελές εφετείο κακουργημάτων της έδρας της αρμόδιας για τη φορολόγηση Δ.Ο.Υ..
5. Το Δημόσιο μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγων ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων και για τις αξιώσεις του που απορρέουν από τα εγκλήματα του παρόντος νόμου. Η διάταξη του άρθρου 5 του ν.δ/τος 2711/1953 (Α`323) εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Όταν η δίωξη ασκείται σε βαθμό πλημμελήματος, το Δημόσιο μπορεί να εκπροσωπείται και από τον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής ή τον οριζόμενο από αυτόν υπάλληλο.
6. Στις δίκες που αφορούν εγκλήματα των διατάξεων του παρόντος νόμου, η εμφάνιση του μάρτυρα στο ακροατήριο δεν είναι υποχρεωτική, εφόσον έχει λάβει χώρα έγγραφη ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα ή του δικαστηρίου εκ μέρους της Αρχής που διενήργησε τον έλεγχο σχετικά με την υπόθεση, εκτός εάν το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος του κατηγορουμένου κρίνει ότι πρέπει να κληθεί μάρτυρας, για να καταθέσει για ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα που δεν μπορούν να προκύψουν από τα έγγραφα της υπόθεσης.
7. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και του γενικού μέρους του Ποινικού Κώδικα.
Άρθρο 69
Για τα εγκλήματα του παρόντος νόμου μετατροπή και αναστολή της ποινής γίνεται κατά τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 82 και 99 επ. του Ποινικού Κώδικα. Σε περίπτωση πρώτης υποτροπής, αν μετατραπεί η ποινή, κάθε ημέρα φυλάκισης υπολογίζεται σε ποσό από είκοσι (20) έως εκατό (100) ευρώ. Δεν επιτρέπεται μετατροπή της ποινής σε περίπτωση δεύτερης και κάθε περαιτέρω υποτροπής.
Άρθρο 70
1. Υποθέσεις για εγκλήματα των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997, εάν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει γίνει επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται από το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί.
2. Αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων για εγκλήματα των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 που εκδόθηκαν για ποσά μικρότερα από τα οριζόμενα στο άρθρο 1 και δεν έχουν εκτελεστεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται. Εκκρεμείς μηνυτήριες αναφορές για εγκλήματα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο δεν εισάγονται για συζήτηση και οι σχετικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.
Άρθρο 71
Τα άρθρα 5, 17, 18, 19, 20 και 21 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, καταργούνται.»
Άρθρο 9
1. Η περίπτωση β΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του ν.2963/1922 (Α΄134) , όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν.1839/1989 (Α΄90), αντικαθίσταται ως εξής:
«β. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδονται ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Ανωτάτου Χημικού Συμβουλίου, καθορίζονται τα ποσοστά των πρώτων υλών και τα επιτρεπόμενα τεχνολογικά βοηθήματα (εκτός των ενζύμων τροφίμων), οι όροι και προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται κατά την παραγωγή του ζύθου και των προϊόντων ζύθου, ως και οι αναγκαίες διατυπώσεις και διαδικασίες για τον έλεγχο και την εποπτεία των μονάδων παραγωγής προκειμένου να διασφαλίζεται η τήρησή τους.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι σχετικά με την υποβολή αιτημάτων, από τη χώρα, στην αρμόδια Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για την επικαιροποίηση των ενωσιακών καταλόγων των προσθέτων, των ενζύμων και των αρωματικών υλών, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή ζύθου προϊόντων, στο πλαίσιο της ισχύουσας ενωσιακής νομοθεσίας για τη θέσπιση ενιαίας διαδικασίας έγκρισης για τα πρόσθετα, τα ένζυμα ως και τις αρωματικές ύλες των τροφίμων».
2. Η παράγραφος 2 του άρθρου 10 του π.δ. 965/1980 (Α΄243) καταργείται.
3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του π.δ. 965/1980 (Α΄243) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Εφόσον ο ζυθοποιός επιθυμεί να παρασκευάσει και διαθέσει στην αγορά νέο ζύθο ή προϊόν ζύθου υποχρεούται προηγουμένως να προβεί σε σχετική γνωστοποίηση στην εποπτεύουσα Χημική Υπηρεσία του Γενικού Χημείου του Κράτους, καταθέτοντας φάκελο ο οποίος περιλαμβάνει την ονομασία και την εμπορική επωνυμία του προϊόντος, τον τύπο αυτού, τον πλήρη κατάλογο των συστατικών και των χρησιμοποιούμενων τεχνολογικών βοηθημάτων, ως και συνοπτική περιγραφή της διαδικασίας παραγωγής του.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Άρθρο 10
1. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 82 του από 24-9/20-10-1958 β.δ/τος (Α΄ 171) αναριθμούνται σε 5 και 6 και προστίθενται νέες παράγραφοι 3 και 4 ως εξής:
«3. Δεν επιβάλλονται ανταποδοτικά τέλη από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες στις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο ή το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου Α.Ε. ή Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν, κατά τους όρους σχετικής σύμβασης, αναθέσει την παροχή υπηρεσίας ή την εκτέλεση έργου ή/και έχουν παραχωρήσει ή διαθέσει εμπράγματο ή άλλο δικαίωμα που περιλαμβάνει την ανάπτυξη, ανάπλαση, χρήση, εκμετάλλευση ορισμένης θαλάσσιας ή χερσαίας έκτασης, περιοχής, οδικού άξονα, μεταφορικής ή άλλης υποδομής, εφόσον από την εν λόγω σύμβαση ή εφαρμοστέα σχετικά νομοθετική διάταξη προβλέπεται ότι οι
υπηρεσίες, στην παροχή των οποίων αντιστοιχούν τα ανταποδοτικά τέλη, παρέχονται από τα ανωτέρω πρόσωπα ή οντότητες.
Επίσης, απαλλάσσονται από το φόρο ηλεκτροδοτούμενων χώρων του ν. 1080/1980 (Α’ 246), όπως εκάστοτε ισχύει, οι μη στεγασμένες μεταφορικές υποδομές κυριότητος του Ελληνικού Δημοσίου ή των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίες έχουν παραχωρηθεί στο πλαίσιο των συμβάσεων των προηγούμενων εδαφίων. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται και επί συμβάσεων, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και από τότε που αυτές ίσχυσαν.
4. Φόροι, τέλη ή συναφή πρόστιμα της παρούσας παραγράφου, που έχουν ήδη καταβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου δεν αναζητούνται, εκτός εάν τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις έχουν αποφανθεί διαφορετικά. Υπό την επιφύλαξη του προηγουμένου εδαφίου, πράξεις επιβολής ή ταμειακής βεβαίωσης τέτοιων φόρων, τελών ή συναφών προστίμων θεωρούνται αυτοδικαίως ανακληθείσες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Άρθρο 11
1. Oι διατάξεις των άρθρων 21, 28, 31, 39, 75 και 76 του ν.4331/2015 (Α΄69) καταργούνται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος τους (2.7.2015).
2. Οι διατάξεις των άρθρων 24 και των παρ. 1 έως 3 του άρθρου 38 του ν.4331/2015 (Α΄69) καταργούνται από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου.
3. Το εδάφιο β΄ της περίπτωσης α΄ της παρ. 13 του άρθρου 44 του Ν.3986/2011 (Α΄
152) καταργείται από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου.
4. Η περίπτωση θ΄ της παρ. 13 του άρθρου 44 του Ν.3986/2011 (Α΄ 152) τροποποιείται ως εξής:
«Μετά την 1.09.2015 τα ποσά της Ειδικής Εισφοράς Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) και αποτελούν έσοδό του.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΥΓΕΙΑΣ
Άρθρο 12
Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν.δ. 96/1973 (Α΄172) αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) i. Οι τιμές των φαρμακευτικών προϊόντων «αναφοράς», μετά την λήξη της
«περιόδου προστασίας των δεδομένων» (data protection period) σύμφωνα με τις
διατάξεις της φαρμακευτικής νομοθεσίας, μειώνεται στο 50% της τιμής του προϊόντος σε κατάσταση «εντός της περιόδου προστασίας των δεδομένων" είτε στο μέσο όρο των τριών χαμηλότερων τιμών των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάλογα με το ποια είναι σε κάθε περίπτωση η χαμηλότερη τιμή.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν.4001/2011 (Α΄179) ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ
Άρθρο 13
1. Μετά την περίπτωση (α) της παραγράφου 1 του άρθρου 82 του ν. 4001/2011 (Α΄179), όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση (β) ως εξής και αναριθμούνται οι επόμενες:
«(β) Όλοι οι Πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των οικιακών, που είναι εγκατεστημένοι εκτός των γεωγραφικών περιοχών που ανήκουν στην αρμοδιότητα των ΕΠΑ Αττικής, Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας.».
2. Η ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου ισχύει αναδρομικά από τη θέση σε ισχύ του νόμου 4336/2015 9 (Α΄94).
3. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 88 του ν. 4001/2011, όπως ισχύει, η φράση «…του κατά περίπτωση αρμόδιου Διαχειριστή Δικτύου Διανομής Φυσικού Αερίου…» αντικαθίσταται από τη φράση «…του κατά περίπτωση αρμόδιου Διαχειριστή Συστήματος Μεταφοράς ή Δικτύου Διανομής Φυσικού Αερίου…».
4. Στην περίπτωση (ια) της παρ. 1 του άρθρου 88 του ν. 4001/2011 όπως ισχύει, στην αρχή της πρότασης προστίθεται η φράση «Για την τιμολόγηση της Δραστηριότητας της Διανομής…….».
5. Η παράγραφος 6 του άρθρου 80 του ν. 4001/2011 τροποποιείται ως εξής:
«6. Με την επιφύλαξη των άρθρων 80Α έως 80Γ, οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζονται όταν ο κάτοχος Άδειας Διανομής ή/και ο Κάτοχος Άδειας Διαχείρισης Δικτύου Διανομής ελέγχεται από Κάθετα Ολοκληρωμένη Επιχείρηση Φυσικού αερίου ή Ηλεκτρικής Ενέργειας, η οποία ελέγχει μέσω της συμμετοχής της σε δίκτυα διανομής αθροιστικά την εξυπηρέτηση λιγότερων από
100.000 συνδεδεμένων Πελατών.»
6. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του Κεφαλαίου Γ’ της υποπαραγράφου Β1 της Παραγράφου Β1 του ν. 4336/2015 τροποποιείται ως εξής:
«2. Εντός ενός (1) μηνός από τη θέση σε ισχύ του Κανονισμού Τιμολόγησης για κάθε Δίκτυο Διανομής, ο οποίος εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 88 του ν. 4001/2011, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο, η ΔΕΠΑ ΑΕ, υπό την ιδιότητά της ως Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής Λοιπής Ελλάδος, και οι ΕΠΑ Αττικής, Θεσσαλίας και Θεσσαλονίκης, υπό την ιδιότητά τους ως Διαχειριστών των Δικτύων των αντίστοιχων γεωγραφικών περιοχών υποβάλλουν προς έγκριση στη ΡΑΕ τα τιμολόγια με βάση τα οποία εισπράττουν αντάλλαγμα για τη δραστηριότητα της
Διανομής που παρέχουν στους Χρήστες, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 88 του ν. 4001/ 2011, όπως τροποποιείται δια του παρόντος.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ- ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΟΑΣΑ
Άρθρο 14
1. Η παράγραφος 3 του άρθρου 14 του ν. 3887/2010 (Α΄174) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2,οι άδειες ΦΔΧ αυτοκίνητα που έχουν εκδοθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου συνεχίζουν να ισχύουν με τους όρους έκδοσής τους. Μετά την παρέλευση δέκα ετών από τη λήξη της μεταβατικής περιόδου της παραγράφου 1, σε περίπτωση μεταβίβασης, οι νέοι κάτοχοί τους υποχρεούνται να αντικαταστήσουν τα οχήματά τους με άλλα νεότερης τεχνολογίας κατηγορίας εκπομπών καυσαερίων τουλάχιστον EURO IV. Από την ανωτέρω υποχρέωση εξαιρούνται οι μεταβιβάσεις από κληρονομικά αίτια.»
2. α) Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του ν. 3891/2010 (Α’188) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η παροχή υπηρεσιών ΥΔΥ στις επιβατικές σιδηροδρομικές μεταφορές για τα έτη 2015 έως και 2020 ανατίθεται στην εταιρεία ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε. Το συνολικό ποσό αποζημιώσεων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ από το Δημόσιο για την εκτέλεση υπηρεσιών ΥΔΥ δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των πενήντα εκατομμυρίων (50.000.000) ευρώ ετησίως για τα έτη 2015 έως 2020. Φόροι, εισφορές υπέρ τρίτων και κρατήσεις για οποιαδήποτε αιτία που σχετίζεται με την αποζημίωση του προηγούμενου εδαφίου, πλην του οικείου φόρου εισοδήματος, βαρύνουν το Ελληνικό Δημόσιο.»
β) Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Ν.3891/2010 (Α΄188) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η παροχή υπηρεσιών ΥΔΥ από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ για τα έτη 2016 έως και 2020, διενεργείται, σύμφωνα με τις προβλέψεις σύμβασης που υπογράφεται μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου εκπροσωπουμένου από τους Υπουργούς Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ με την οποία ορίζεται μεταξύ άλλων το εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών, τα δρομολόγια που καλύπτονται από τη σύμβαση, η μεθοδολογία υπολογισμού της αποζημίωσης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ο τρόπος παρακολούθησης της εκτέλεσης της σύμβασης, οι μηχανισμοί ελέγχου και κάθε άλλο σχετικό θέμα. Για την υπογραφή της σύμβασης δεν απαιτείται η έγκριση της παραγράφου 2.»
δ) Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του Ν.3891/2010 (Α΄188) αντικαθίσταται ως εξής:
«Μετά το έτος 2020, η παροχή υπηρεσιών ΥΔΥ στις επιβατικές σιδηροδρομικές μεταφορές, ανατίθεται από τη Ρ.Α.Ε.Μ. με διαγωνιστική διαδικασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του Κανονισμού 1370/2007 μέσω περισσότερων
συμβάσεων ΥΔΥ, οι οποίες περιορίζονται σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιφέρεια ή συγκεκριμένη διαδρομή. Το αντικείμενο των ειδικότερων συμβάσεων ΥΔΥ καθορίζεται από τη Ρ.Α.Ε.Μ., λαμβάνοντας υπόψη τις περιφερειακές ανάγκες μεταφοράς επιβατών και την ανάγκη εξασφάλισης της επιβατικής σιδηροδρομικής μεταφοράς μεταξύ συγκεκριμένων περιοχών.»
β) Στο τέλος της παραγράφου 7 του άρθρου 12 του ν. 3891/2010 (Α΄188) προστίθεται περίπτωση ε΄ ως εξής:
«Εξαιρετικά για το έτος 2015, η παροχή υπηρεσιών ΥΔΥ από την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, διενεργείται, σύμφωνα με τις προβλέψεις της, από 23.7.2012, υπογραφείσας σύμβασης μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και ΤΡΑΙΝΟΣΕ για την παροχή υπηρεσιών ΥΔΥ τα έτη 2011-2013, η διάρκεια της οποίας παρατείνεται μέχρι τις 31.12.2015.»
3. Το άρθρο 13 του ν. 3891/2010 (Α΄188) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Mε κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, η οποία εκδίδεται μετά από την απόφαση της Ε. Επιτροπής σχετικά με τα ζητήματα κρατικών ενισχύσεων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, διαγράφονται τα χρέη της ΤΡΑΙΝΟΣΕ προς τον ΟΣΕ, εξειδικεύονται η έκταση και ο χρόνος της διαγραφής των χρεών της παρούσας παραγράφου, η διαδικασία διαπίστωσης, βεβαίωσης και διαγραφής τους, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, μετά από την έκδοση της απόφασης της Ε. Επιτροπής σχετικά με τα ζητήματα κρατικών ενισχύσεων του ΟΣΕ, διαγράφονται τα χρέη του ΟΣΕ έναντι του Δημοσίου, δύναται να ορισθεί ανάληψη των χρεών του ΟΣΕ από το Δημόσιο έναντι τρίτων, η διαγραφή των χρεών της παρούσας παραγράφου από τις οικονομικές καταστάσεις του ΟΣΕ και να εξειδικεύονται οι διαδικασίες διαπίστωσης, συμψηφισμού, βεβαίωσης και ανάληψης των χρεών, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
3. Οι πράξεις του παρόντος άρθρου απαλλάσσονται από οποιονδήποτε φόρο, τέλος ή δικαίωμα οποιασδήποτε φύσεως υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων».
4. Μετά το άρθρο 13 προστίθεται άρθρο 13Α στο ν. 3891/2010 (Α’188) το οποίο έχει ως εξής:
«Άρθρο 13Α-
Σύμβαση Υποκατάστασης του ΟΣΕ από το Ελληνικό Δημόσιο έναντι της EUROFIMA
1. Με σύμβαση που υπογράφεται μεταξύ της EUROFIMA (Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη χρηματοδότηση σιδηροδρομικού υλικού) και του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τους Υπουργούς Οικονομικών και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, και εκ τρίτου συμβαλλόμενου του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ), το Ελληνικό Δημόσιο υποκαθιστά τον ΟΣΕ στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από τη Βασική Συμφωνία και τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης τροχαίου υλικού με αριθμούς 2681/30-7-2007, 2688/30- 7-2007 και 2689/30-7-2007, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, που έχει
συνάψει ο ΟΣΕ με τη EUROFIMA σύμφωνα με τις προβλέψεις της Συνθήκης που έχει κυρωθεί με το ν. 2070/1992 (Α’121).
2. Μετά την υποκατάσταση του ΟΣΕ έναντι της EUROFIMA από το Ελληνικό Δημόσιο, ο ΟΣΕ αποξενώνεται από κάθε υποχρέωση ή δικαίωμα που απορρέει από τις συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης της παραγράφου 1, καθιστώντας το Ελληνικό Δημόσιο πρωτοφειλέτη και μισθωτή του οικείου τροχαίου υλικού, τα δε δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου έναντι της EUROFIMA που απορρέουν από τη σύμβαση είναι ιδιωτικής φύσης.
5. Η παρ. 1.α του άρθρου 44 του ν. 3891/10 (Α΄ 188) αντικαθίσταται ως εξής:
«1.α. Η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 16, 18 και 19 του νόμου ορίζεται με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης λαμβάνοντας υπόψη την έκβαση των αιτήσεων που θα υποβληθούν, όπου απαιτείται, για την παροχή έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με ζητήματα κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 93, 107, 108 και 109 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (πρώην άρθρα 73, 87, 88 και 89 αντίστοιχα της ΣΕΚ)».
Άρθρο 15
Τροποποίηση διατάξεων ν. 3920/2011 (Α΄33)
1. Στο άρθρο 1 του ν. 3920/2011 (Α΄33) προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«9. Ο αριθμός των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων του ΟΑΣΑ Α.Ε., της ΣΤΑΣΥ Α.Ε. και της ΟΣΥ Α.Ε. δεν δύναται να υπερβαίνει τα επτά μέλη. Στο Δ.Σ. του Ο.Α.Σ.Α. Α.Ε. συμμετέχουν ως μέλη ο Πρόεδρος της ΟΣΥ Α.Ε. και ο Πρόεδρος της ΣΤΑΣΥ Α.Ε.. Σε κάθε Διοικητικό Συμβούλιο συμμετέχει ένας εκπρόσωπος των εργαζομένων στη δημόσια επιχείρηση σύμφωνα με τα όσα ορίζει η παράγραφος 2 του άρθρου 3 του ν. 3429/2005 (Α314). Στα Διοικητικά Συμβούλια των ΣΤΑΣΥ Α.Ε. και ΟΣΥ Α.Ε. που εκλέγονται από τις Γενικές Συνελεύσεις των μετόχων των εταιριών τους, ο Διευθύνων Σύμβουλος και δύο (2) μέλη υποδεικνύονται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Μεταφορών.»
2. Στο άρθρο 2 του ν. 3920/2011 (Α΄33) προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2, της 10ης Φεβρουαρίου 1976 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 352/1976 εφαρμόζεται εφεξής επί των υπό της Ο.Α.Σ.Α. Α.Ε., ΣΤΑ.ΣΥ. Α.Ε. και Ο.ΣΥ. Α.Ε. διεξαγομένων διαδικασιών.»
3. Στο άρθρο 4 του ν. 3920/2011 (Α΄33) προστίθενται παράγραφοι 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 και 11 ως εξής :
«4. Συνίσταται Μικτή Επιτροπή με την ονομασία “Επιχειρησιακή Συντονιστική Επιτροπή για την παρακολούθηση και τον συντονισμό της αναδιοργάνωσης και της αναδιάρθρωσης των Αστικών Συγκοινωνιών των Αθηνών (Όμιλος ΟΑΣΑ)”.
α. Στην Επιχειρησιακή Συντονιστική Επιτροπή συμμετέχουν:
1. Ως Πρόεδρος ο Πρόεδρος του ΟΑΣΑ Α.Ε.,
2. Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΟΑΣΑ ΑΕ.
3. Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΟΣΥ ΑΕ.
4. Ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΣΤΑΣΥ ΑΕ.
5. Ο Διευθυντής της Δ/νσης Επιβατικών Μεταφορών του Υπ. Μεταφορών
6. Ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Μεταφορών ή ο αναπληρωτής του
7. Ένας εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών ή ο αναπληρωτής του.
8. Ένας του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ή ο αναπληρωτής του
β. Τα μέλη της Επιτροπής δύναται να αναπληρώνονται.
γ. Ανάλογα με το θέμα στην Επιχειρησιακή Συντονιστική Επιτροπή μετέχουν εκπρόσωποι κατά περίπτωση εκ των Υπουργείων α)Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, β) Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, γ) Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και δ) Εθνικής Άμυνας .
5. Η Επιτροπή συγκαλείται από το Πρόεδρο, ο οποίος και καθορίζει τα θέματα προς συζήτηση. Ο Πρόεδρος δύναται να προσκαλεί στις συνεδριάσεις της Επιτροπής υπηρεσιακούς παράγοντες, εκπροσώπους του δημοσίου τομέα, εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως και εκπροσώπους διεθνών οργανισμών και φορέων.
6. Η Επιτροπή είναι αρμόδια για :
α. Το συντονισμό των δράσεων που εντάσσονται στην αναδιάρθρωση, αναδιοργάνωση και ανάπτυξη των αστικών συγκοινωνιών των Αθηνών με βάση το σχέδιο αναδιάρθρωσης, όπως αυτό περιγράφεται στο παράρτημα (Ι) του παρόντος.
β. Τη λεπτομερή ανάλυση του Έργου, ειδικές δράσεις, σχέδια εργασίας για τον καθορισμό / προσαρμογή συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων, οροσήμων και παραδοτέων καθώς και την παρακολούθηση και τον έλεγχο δράσεων, χρονοδιαγραμμάτων, οροσήμων, και παραδοτέων, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
γ. Την υποβολή προτάσεων για την αναγκαία διαδικασία, οργανωτικές και νομοθετικές αλλαγές.
δ. Τη διασφάλιση της εναρμόνισης ή και της ενσωμάτωσης στη στρατηγική των πιθανών δράσεων άλλων φορέων με το ίδιο αντικείμενο. Για το σκοπό αυτό, η Επιτροπή παρακολουθεί και ενημερώνεται για τις δράσεις και τα έργα των φορέων του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα, ιδίως σε επίπεδο σχεδιασμού, επισημαίνει τυχόν αποκλίσεις από τις κατευθύνσεις, προτείνει διαρθρωτικές παρεμβάσεις και ενημερώνει τους οικείους φορείς για τις συνέπειες των αποκλίσεων.
ε. Την παροχή ενημέρωσης ανά δίμηνο προς το αρμόδιο Υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων για την εξέλιξη των δράσεων με την υποβολή έκθεσης, επισημαίνοντας τυχόν αποκλίσεις και προτείνοντας διαρθρωτικές παρεμβάσεις
όπου θεωρεί ότι αυτό είναι απαραίτητο για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη υλοποίηση του Έργου.
4. Στο άρθρο 6 του ν. 3920/2011 (Α΄33) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η εκτέλεση του μεταφορικού έργου από τον ΟΑΣΑ αναστέλλεται αυτοδικαίως για όσο χρονικό διάστημα, δεν καταβάλλει το αντισυμβαλλόμενο Υπουργείο, το σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης αντίτιμο ή τη διαφορά του κομίστρου από την πίστωση αυτή.»
5. Στο άρθρο 6 του ν. 3920/2011 (Α΄33) προστίθεται παράγραφος 10 ως εξής:
«10. Με αποφάσεις του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων: α. Καθορίζεται ο τρόπος πώλησης, η κατανομή των εισπράξεων και το ύψος του αποδιδόμενου ποσοστού επ' αυτών, μεταξύ του ΟΑΣΑ και των παρόχων σιδηροδρομικού έργου, αν προηγηθεί αντίστοιχη συμφωνία μεταξύ τους. β. Εξειδικεύονται, τροποποιούνται ή αντικαθίστανται οι δείκτες έργου, κόστους και ποιότητας της περίπτωσης δ' της παραγράφου 6 ή θεσπίζονται νέοι, καθορίζεται η βαρύτητα κάθε δείκτη και ρυθμίζεται οποιοδήποτε άλλο σχετικό θέμα.»
6. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 218 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος κατ’ επάγγελμα καταρτίζει πλαστά ή νοθεύει γνήσια προϊόντα κομίστρου των δημοσίων συγκοινωνιών (ισχύοντα εισιτήρια ή κάρτες- κουπόνια απεριορίστων διαδρομών) με σκοπό να τα χρησιμοποιήσει ή τα προσφέρει στην αγορά ή να τα εισάγει σε κυκλοφορία.»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ΄
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
Άρθρο 16
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος, καταργούνται:
1. Το άρθρο 5 και η παρ. 4 του άρθρου 9 του ν.396/1976 «Περί οινολογικών κατεργασιών και εμπορίας των οίνων» (Α′ 198).
2. Το σημείο (α) της παρ. 2 του άρθρου 1, το άρθρο 3, η παρ. 11 του άρθρου 5 και το σημείο (α) της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.δ. 243/19.07.1969 «Περί βελτιώσεως και προστασίας της αμπελουργικής παραγωγής» (Α′ 144).
3. Το σημείο (α) της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.427/1976 «Περί αντικαταστάσεως, συμπληρώσεως και καταργήσεως ενίων διατάξεων του ν.δ. 243/1969 περί βελτιώσεως και προστασίας της αμπελουργικής παραγωγής» (Α′ 230).
Άρθρο 17
1. Η παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.δ. 243/19.07.1969 «Περί βελτιώσεως και προστασίας της αμπελουργικής παραγωγής» (Α′ 144) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι οίνοι οι δικαιούμενοι ονομασίας προελεύσεως διαιρούνται σε οίνους ελεγχόμενης ονομασίας προελεύσεως και οίνους ονομασίας προελεύσεως ανωτέρας ποιότητας».
2. Η παρ. 2 του άρθρου 19 του ν.396/1976 «Περί οινολογικών κατεργασιών και εμπορίας των οίνων» (Α′ 198), αντικαθίσταται ως εξής:
«Απαγορεύεται η συστέγαση οινοποιείων και οινοπνευματοποιείων Β′ κατηγορίας. Όσες εγκαταστάσεις χρησιμοποιούν σάκχαρη, σακχαρούχες και οινοπνευματώδεις ύλες, απαγορεύεται να συστεγάζονται με οινοποιεία με την επιφύλαξη των διατάξεων της υποπαραγράφου Δ.6 του ν.4336/2015 (Α′ 94). Οι εγκαταστάσεις παραγωγής ζυμομυκήτων αρτοποιίας, σταφιδίνης, καθαρής γλυκόζης (δεξτρόζης) και μαρμελάδας από ξηρή σταφίδα, απαγορεύεται να συστεγάζονται με οινοποιεία.»
Άρθρο 18
1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, καθορίζονται οι προϋποθέσεις χρήσης της ένδειξης «όνομα αμπελουργικής εκμετάλλευσης» στην επισήμανση των Ελληνικών οίνων.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την παραγωγή ανακαθαρισμένου συμπυκνωμένου γλεύκους σταφυλής.
3. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού καθορίζονται οι λεπτομέρειες περί των ειδικών όρων εμφιαλώσεως οίνων.
4. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του κατά περίπτωση συναρμόδιου Υπουργού καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 2 παρ. 2 του παρόντος.
ΜΕΡΟΣ Γ΄
Άρθρο 19 Έναρξη ισχύος
Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις διατάξεις του.