Yποθέσεις C‑355/18 έως C‑357/18 και C‑479/18 Ασφάλιση ζωής – Οδηγίες 90/619/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ – Δικαίωμα υπαναχωρήσεως – Εσφαλμένη ενημέρωση σχετικά με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος υπαναχωρήσεως – Προϋποθέσεις όσον αφορά τον

Yποθέσεις C‑355/18 έως C‑357/18 και C‑479/18 Ασφάλιση ζωής – Οδηγίες 90/619/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ – Δικαίωμα υπαναχωρήσεως – Εσφαλμένη ενημέρωση σχετικά με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος υπαναχωρήσεως – Προϋποθέσεις όσον αφορά τον

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 19ης Δεκεμβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ασφάλιση ζωής – Οδηγίες 90/619/ΕΟΚ, 92/96/ΕΟΚ, 2002/83/ΕΚ και 2009/138/ΕΚ – Δικαίωμα υπαναχωρήσεως – Εσφαλμένη ενημέρωση σχετικά με τον τρόπο άσκησης του δικαιώματος υπαναχωρήσεως – Προϋποθέσεις όσον αφορά τον τύπο της δηλώσεως υπαναχωρήσεως – Συνέπειες ως προς τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής επιχειρήσεως – Προθεσμία – Απόσβεση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως – Δυνατότητα υπαναχωρήσεως μετά την καταγγελία της συμβάσεως – Καταβολή της αξίας εξαγοράς της συμβάσεως – Επιστροφή των ασφαλίστρων που καταβλήθηκαν – Δικαίωμα σε τόκους – Παραγραφή»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑355/18 έως C‑357/18 και C‑479/18,

με αντικείμενο τέσσερις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, εκ των οποίων τρεις αιτήσεις τις οποίες υπέβαλε το Landesgericht Salzburg (πρωτοδικείο Σάλτσμπουργκ, Αυστρία) με αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2018, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 31 Μαΐου 2018 (C‑355/18 έως C‑357/18), και μία αίτηση την οποία υπέβαλε το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία) με απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 20 Ιουλίου 2018 (C‑476/18), στο πλαίσιο των δικών

Barbara Rust-Hackner (C‑355/18),

Christian Gmoser (C‑356/18),

Bettina Plackner (C‑357/18),

κατά

Nürnberger Versicherung Aktiengesellschaft Österreich,

και

KL

κατά

UNIQA Österreich Versicherungen AG,

LK

κατά

DONAU Versicherung AG Vienna Insurance Group,

MJ

κατά

Allianz Elementar Lebensversicherungs-Aktiengesellschaft,

NI

κατά

Allianz Elementar Lebensversicherungs-Aktiengesellschaft (C‑479/18),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, L. S. Rossi (εισηγήτρια), M. Ilešič, J. Malenovský και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Απριλίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η B. Rust-Hackner, ο C. Gmoser και η B. Plackner καθώς και η KL, εκπροσωπούμενοι από τον N. Nowak, Rechtsanwalt,

–        η LK, εκπροσωπούμενη από τον M. Poduschka, Rechtsanwalt,

–        οι MJ και NI, εκπροσωπούμενοι από τον P. Mandl, Rechtsanwalt,

–        η Nürnberger Versicherung Aktiengesellschaft Österreich, η UNIQA Österreich Versicherungen AG και η Allianz Elementar Lebensversicherungs-Aktiengesellschaft, εκπροσωπούμενες από τον P. Konwitschka, Rechtsanwalt,

–        η DONAU Versicherung AG Vienna Insurance Group, εκπροσωπούμενη από τους D. Altenburger και G. Hoffmann, Rechtsanwälte,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll,

–        η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek και J. Vláčil,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Garofoli, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την Ε. Τσερέπα-Lacombe καθώς και από τους K.-P. Wojcik και G. Braun,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιουλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 1990, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση ζωής και τη θέσπιση διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ (ΕΕ 1990, L 330, σ. 50), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992 (ΕΕ 1992, L 360, σ. 1, στο εξής: οδηγία 90/619), του άρθρου 31 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής) (ΕΕ 1992, L 360, σ. 1), του άρθρου 35, παράγραφος 1, και του άρθρου 36 της οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ 2002, L 345, σ. 1), καθώς και του άρθρου 185, παράγραφος 1, και του άρθρου 186, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ 2009, L 335, σ. 1).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο επτά ενδίκων διαφορών εκ των οποίων τρεις εκκρεμούν ενώπιον του Landesgericht Salzburg (πρωτοδικείου Σάλτσμπουργκ, Αυστρία), μεταξύ, αντιστοίχως, της Barbara Rust-Hackner, του Christian Gmoser καθώς και της Bettina Plackner και της Nürnberger Versicherung Aktiengesellschaft Österreich (στο εξής: Nürnberger), και τέσσερις εκκρεμούν ενώπιον του Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείου Βιέννης αρμόδιου για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία), μεταξύ, αντιστοίχως, της KL και της UNIQA Österreich Versicherungen AG (στο εξής: UNIQA), της LK και της Donau Versicherung AG Vienna Insurance Group (στο εξής: DONAU), του MJ και της Allianz Elementar Lebensversicherungs-Aktiengesellschaft (στο εξής: Allianz), καθώς και του NI και της Allianz, σχετικά με το περιεχόμενο του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από τις συμβάσεις ασφαλίσεως ζωής και την αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως του δικαιώματος αυτού .

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 90/619

3        Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, που καταργήθηκε με την οδηγία 2002/83, προέβλεπε τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος ορίζει ότι ο αντισυμβαλλόμενος με σύμβαση ατομικής ασφαλίσεως ζωής διαθέτει προθεσμία υπαναχώρησης μεταξύ 14 και 30 ημερολογιακών ημερών από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης.

Η κοινοποίηση υπαναχώρησης του αντισυμβαλλόμενου συνεπάγεται την εφεξής απαλλαγή του από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή.

Οι λοιπές έννομες συνέπειες και οι όροι της υπαναχώρησης ρυθμίζονται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 4, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο ο αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της σύμβασης.»

 Η οδηγία 92/96

4        Η εικοστή Τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/96, η οποία επίσης καταργήθηκε με την οδηγία 2002/83, είχε ως εξής:

«[εκτιμώντας ότι,] στα πλαίσια της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς, ο καταναλωτής θα διαθέτει μεγαλύτερο πεδίο επιλογής και μεγαλύτερη ποικιλία συμβάσεων· [ότι,] για να επωφεληθεί πλήρως από την ποικιλομορφία και τον αυξημένο ανταγωνισμό, πρέπει να είναι επαρκώς ενημερωμένος ώστε να επιλέγει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του· ότι αυτή η ανάγκη ενημέρωσης αποβαίνει σημαντικότερη και λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας των υποχρεώσεων· ότι πρέπει, ως εκ τούτου, να επέλθει συντονισμός ενός ελάχιστου αριθμού διατάξεων ώστε ο καταναλωτής να ενημερώνεται με [σαφήνεια] και ακρίβεια ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και ως προς τα στοιχεία των φορέων που είναι αρμόδιοι για την εξέταση απαιτήσεων των αντισυμβαλλομένων, των ασφαλισμένων ή των δικαιούχων της συμβάσεως».

5        Το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96 όριζε τα ακόλουθα:

«1.      Πριν συναφθεί η ασφαλιστική σύμβαση, πρέπει να ανακοινώνονται στον αντισυμβαλλόμενο τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙI, σημείο Α.

[...]

4.      Οι λεπτομέρειες εφαρμογής τους παρόντος άρθρου και του παραρτήματος ΙΙ θεσπίζονται από το κράτος μέλος της υποχρέωσης.»

6        Το παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους», όριζε τα εξής:

«Οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο είτε (Α) πριν από τη σύναψη της σύμβασης είτε (Β) κατά τη διάρκεια της σύμβασης, διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια και παρέχονται γραπτώς σε μία επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης.

[...]

[...]

A. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική επιχείρηση

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική υποχρέωση

[...]

[...]

α. 13. Τρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης


[...]»


A. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική επιχείρηση

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική υποχρέωση

[...]

[...]

α. 13. Τρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης


[...]»

 


 Η οδηγία 2002/83

7        Οι αιτιολογικές σκέψεις 46 και 52 της οδηγίας 2002/83, η οποία καταργήθηκε με την οδηγία 2009/138, είχαν ως εξής:

«(46)      Στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, η δυνατότητα πρόσβασης σε ένα ευρύτερο φάσμα ασφαλιστικών προϊόντων στην Κοινότητα, προκειμένου να είναι δυνατή η επιλογή του καταλληλότερου για τις ανάγκες του προϊόντος, αποβαίνει προς το συμφέρον του αντισυμβαλλομένου. Εναπόκειται στο κράτος μέλος της υποχρέωσης να μεριμνά, ώστε να μην υπάρχει στο έδαφός του κανένα εμπόδιο για την εμπορία όλων των ασφαλιστικών προϊόντων που προσφέρονται στην Κοινότητα, εφόσον η εμπορία των προϊόντων αυτών δεν αντιβαίνει στις διατάξεις περί προστασίας του γενικού συμφέροντος που ισχύουν στο κράτος μέλος της υποχρέωσης και, στο μέτρο που το γενικό συμφέρον δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες του κράτους μέλους καταγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές πρέπει να εφαρμόζονται, κατά τρόπο που δεν εισάγει διακρίσεις, σε κάθε επιχείρηση, η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της στο εν λόγω κράτος μέλος και είναι αντικειμενικά απαραίτητες και ανάλογες με τον επιδιωκόμενο στόχο.

[...]

(52)      Στα πλαίσια μιας εσωτερικής αγοράς στον τομέα των ασφαλίσεων, ο καταναλωτής θα διαθέτει μεγαλύτερο πεδίο επιλογής και μεγαλύτερη ποικιλία συμβάσεων. Για να επωφεληθεί πλήρως από την ποικιλομορφία και τον αυξημένο ανταγωνισμό, θα πρέπει να είναι επαρκώς ενημερωμένος, ώστε να επιλέγει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του. Αυτή η ανάγκη ενημέρωσης αποβαίνει σημαντικότερη και λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας των υποχρεώσεων. Πρέπει, ως εκ τούτου, να επέλθει συντονισμός ενός ελάχιστου αριθμού διατάξεων, ώστε ο καταναλωτής να ενημερώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και ως προς τα στοιχεία των φορέων που είναι αρμόδιοι για την εξέταση απαιτήσεων των αντισυμβαλλομένων, των ασφαλισμένων ή των δικαιούχων της συμβάσεως.»

8        Το άρθρο 35 της οδηγίας 2002/83, με τίτλο «Χρόνος καταγγελίας», όριζε στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος ορίζει ότι ο αντισυμβαλλόμενος με σύμβαση ατομικής ασφαλίσεως ζωής διαθέτει προθεσμία υπαναχώρησης μεταξύ 14 και 30 ημερολογιακών ημερών από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης.

Η κοινοποίηση υπαναχώρησης του αντισυμβαλλόμενου συνεπάγεται την εφεξής απαλλαγή του από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή.

Οι λοιπές έννομες συνέπειες και οι όροι της υπαναχώρησης ρυθμίζονται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 31, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο ο αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της σύμβασης.»

9        Το άρθρο 36 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πληροφόρηση των αντισυμβαλλομένων», όριζε τα εξής:

«1. Πριν συναφθεί η ασφαλιστική σύμβαση, πρέπει να ανακοινώνονται στον αντισυμβαλλόμενο τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙI σημείο Α.

[...]

4.      Οι λεπτομέρειες εφαρμογής τους παρόντος άρθρου και του παραρτήματος ΙΙΙ θεσπίζονται από το κράτος μέλος της υποχρέωσης.»

10      Το παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους», όριζε τα εξής:

«Οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο είτε (Α) πριν από τη σύναψη της σύμβασης είτε (Β) κατά τη διάρκεια της σύμβασης, διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, και παρέχονται γραπτώς σε μια επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης.

[...]

A. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική επιχείρηση

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική υποχρέωση

[...]

[...]

α. 13. Τρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης


[...]»


A. Πριν από τη σύναψη της σύμβασης

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική επιχείρηση

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική υποχρέωση

[...]

[...]

α. 13. Τρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης


[...]»




 Η οδηγία 2009/138

11      Η αιτιολογική σκέψη 79 της οδηγίας 2009/138 έχει ως εξής:

«Σε μια εσωτερική αγορά στον τομέα των ασφαλίσεων, οι καταναλωτές διαθέτουν μεγαλύτερο πεδίο επιλογής και μεγαλύτερη ποικιλία συμβάσεων. Για να επωφεληθούν πλήρως από την ποικιλομορφία και τον αυξημένο ανταγωνισμό, θα πρέπει να ενημερώνονται επαρκώς πριν από τη σύναψη της σύμβασης και καθ’ όλη τη διάρκειά της, προκειμένου να είναι δυνατή η επιλογή του καταλληλότερου για τις ανάγκες τους προϊόντος.»

12      Το άρθρο 185 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους», προβλέπει τα εξής:

«1.      Πριν να συναφθεί η σύμβαση ασφάλισης ζωής, ανακοινώνονται στον αντισυμβαλλόμενο τουλάχιστον οι πληροφορίες που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 4.

[...]

3.      Ανακοινώνονται οι ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική υποχρέωση:

[...]

ι)      Τρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης·

[...]

6.      Οι πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 5 διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, και παρέχονται γραπτώς σε μια επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης.

[...]

8.      Οι λεπτομέρειες εφαρμογής των παραγράφων 1 έως 7 θεσπίζονται από το κράτος μέλος της υποχρέωσης.»

13      Το άρθρο 186 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Χρόνος καταγγελίας», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη ορίζουν ότι οι αντισυμβαλλόμενοι συμβάσεων ατομικής ασφάλισης ζωής διαθέτουν προθεσμία υπαναχώρησης μεταξύ 14 και 30 ημερών από τη στιγμή που πληροφορήθηκαν τη σύναψη της σύμβασης.

Η κοινοποίηση υπαναχώρησης των αντισυμβαλλομένων συνεπάγεται την εφεξής απαλλαγή τους από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή.

Οι λοιπές έννομες συνέπειες και οι όροι της υπαναχώρησης ρυθμίζονται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, ιδίως όσον αφορά τον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο ο αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της σύμβασης.»

 Το αυστριακό δίκαιο

14      Το άρθρο 165a του Bundesgesetz über den Versicherungsvertrag (ομοσπονδιακού νόμου περί ασφαλιστικών συμβάσεων), της 2ας Δεκεμβρίου 1958 (BGBl. 2/1959, στο εξής: VersVG), ως ίσχυε κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1997 και 30ής Σεπτεμβρίου 2004, όριζε τα εξής:

«(1)      Ο ασφαλισμένος δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εντός δύο εβδομάδων από τη σύναψή της. Εάν ο ασφαλιστής παρέσχε προσωρινή κάλυψη, δικαιούται το ασφάλιστρο που αντιστοιχεί στη διάρκειά της.

(2)       Εάν ο ασφαλιστής δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση γνωστοποιήσεως της διευθύνσεώς του (άρθρο 9a, παράγραφος 1, σημείο 1, του [Bundesgesetz über den Betrieb und die Beaufsichtigung der Vertragsversicherung (Versicherungsaufsichtsgesetz) (ομοσπονδιακού νόμου σχετικά με τη λειτουργία και την εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης) (νόμου περί εποπτείας των ασφαλίσεων), της 18ης Οκτωβρίου 1978 (BGBl. 569/1978)], η προθεσμία υπαναχωρήσεως κατά την παράγραφο 1 δεν εκκινεί πριν γίνει γνωστή στον ασφαλισμένο η διεύθυνση αυτή.

(3)      Οι προηγούμενες παράγραφοι δεν ισχύουν για συμβάσεις ομαδικής ασφαλίσεως και για συμβάσεις με διάρκεια έως έξι μήνες.»

15      Το άρθρο 165a του VersVG, ως ίσχυε κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2007 και 30ής Ιουνίου 2012, προέβλεπε τα εξής:

«(1)      Ο ασφαλισμένος δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εντός 30 ημερών από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη σύναψή της. Εάν ο ασφαλιστής παρέσχε προσωρινή κάλυψη, δικαιούται το ασφάλιστρο που αντιστοιχεί στη διάρκειά της.

(2)      Εάν ο ασφαλιστής δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση γνωστοποιήσεως της διευθύνσεώς του (άρθρο 9a, παράγραφος 1, σημείο 1, του ομοσπονδιακού νόμου σχετικά με τη λειτουργία και την εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης), η προθεσμία υπαναχωρήσεως κατά την παράγραφο 1 δεν εκκινεί πριν γίνει γνωστή στον ασφαλισμένο η διεύθυνση αυτή.

(3)      Οι προηγούμενες παράγραφοι δεν ισχύουν για συμβάσεις ομαδικής ασφαλίσεως και για συμβάσεις με διάρκεια έως έξι μήνες.»

16      Το άρθρο 165a του VersVG, ως ίσχυε κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Ιουλίου 2012 και 31ης Δεκεμβρίου 2015, όριζε τα εξής:

«(1)      Ο ασφαλισμένος δικαιούται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εντός 30 ημερών από την ενημέρωσή του για τη σύναψή της. Εάν ο ασφαλιστής παρέσχε προσωρινή κάλυψη, δικαιούται το ασφάλιστρο που αντιστοιχεί στη διάρκειά της.

(2)      Εάν ο ασφαλιστής δεν εκπλήρωσε την υποχρέωση γνωστοποιήσεως της διευθύνσεώς του (άρθρο 9a, παράγραφος 1, σημείο 1, του ομοσπονδιακού νόμου σχετικά με τη λειτουργία και την εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης), η προθεσμία υπαναχωρήσεως κατά την παράγραφο 1 δεν εκκινεί πριν γίνει γνωστή στον ασφαλισμένο η διεύθυνση αυτή.

(2a)      Εάν ο ασφαλισμένος είναι καταναλωτής [άρθρο 1, παράγραφος 1, σημείο 2, του Konsumentenschutzgesetz (νόμου περί προστασίας των καταναλωτών), της 8ης Μαρτίου 1979 (BGBl. 140/1979)], η προθεσμία υπαναχωρήσεως κατά τις παραγράφους 1 και 2 δεν εκκινεί πριν του γνωστοποιηθεί και αυτό το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

(3)      Οι προηγούμενες παράγραφοι δεν ισχύουν για συμβάσεις ομαδικής ασφαλίσεως και για συμβάσεις με διάρκεια έως έξι μήνες.»

17      Το άρθρο 176 του VersVG, όπως δημοσιεύθηκε στην BGBl. 509/1994, προβλέπει τα εξής:

«(1)      Εάν αρθεί μέσω υπαναχωρήσεως, καταγγελίας ή προσφυγής μια ασφάλιση κεφαλαιοποιήσεως για την περίπτωση θανάτου, η οποία είναι διαμορφωμένη κατά τρόπο ώστε να είναι βέβαιη η γένεση της υποχρεώσεως του ασφαλιστή προς καταβολή του συμφωνημένου κεφαλαίου, ο ασφαλιστής οφείλει να καταβάλει την αξία εξαγοράς που αναλογεί στην ασφάλιση.

[...]

(3)      Η αξία εξαγοράς πρέπει να υπολογίζεται κατά τους αναγνωρισμένους κανόνες της αναλογιστικής βάσει των παραμέτρων του υπολογισμού ασφαλίστρων για τη λήξη της τρέχουσας ασφαλιστικής περιόδου, ως τρέχουσα αξία της ασφαλίσεως. Τυχόν οφειλόμενα ασφάλιστρα αφαιρούνται από την αξία εξαγοράς.

(4)      Ο ασφαλιστής δικαιούται να προβεί σε κρατήσεις μόνο εάν αυτές έχουν συμφωνηθεί και είναι εύλογες.»

18      Το άρθρο 9a του ομοσπονδιακού νόμου για τη διαχείριση και την εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης, ως ίσχυε κατά την περίοδο μεταξύ 1ης Αυγούστου 1996 και 9ης Δεκεμβρίου 2007, όριζε τα εξής:

«(1)      Κατά τη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως για κίνδυνο στην ημεδαπή ο αντισυμβαλλόμενος πρέπει να ενημερώνεται εγγράφως πριν προβεί σε δήλωση βουλήσεως περί συνάψεως της συμβάσεως για

1.      την επωνυμία, τη διεύθυνση της έδρας και τη νομική μορφή της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και, κατά περίπτωση, του υποκαταστήματός της μέσω του οποίου συνάπτεται η ασφαλιστική σύμβαση,

[...]

6.      τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να ανακαλέσει τη δήλωσή του περί συνάψεως της ασφαλιστικής συμβάσεως ή να υπαναχωρήσει από αυτήν.»

19      Το άρθρο 9a του ομοσπονδιακού νόμου για τη διαχείριση και την εποπτεία της ιδιωτικής ασφάλισης, ως ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 10ης Δεκεμβρίου 2007 και 31ης Δεκεμβρίου 2015, όριζε τα εξής:

«(1)      Κατά τη σύναψη συμβάσεως άμεσης ασφαλίσεως για κίνδυνο στην ημεδαπή ο ασφαλισμένος πρέπει να ενημερώνεται εγγράφως πριν προβεί σε δήλωση βουλήσεως περί συνάψεως της συμβάσεως για

1.      την επωνυμία, τη διεύθυνση της έδρας και τη νομική μορφή της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και, κατά περίπτωση, του υποκαταστήματός της μέσω του οποίου συνάπτεται η ασφαλιστική σύμβαση,

[...]

6.      τις περιστάσεις υπό τις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος δύναται να ανακαλέσει τη δήλωσή του περί συνάψεως της ασφαλιστικής συμβάσεως ή να υπαναχωρήσει από αυτήν.»

 Οι διαφορές των κύριων δικών, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 Οι υποθέσεις C355/18 έως C357/18

20      Η B. Rust-Hackner, ο C. Gmoser και η B. Plackner συνήψαν έκαστος με τη Nürnberger σύμβαση ασφαλίσεως ζωής συνδεόμενη με επενδυτικά κεφάλαια. Από τις αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι καθεμία από τις συμβάσεις αυτές περιείχε την πληροφορία κατά την οποία, προκειμένου η υπαναχώρηση από την ασφαλιστική σύμβαση να είναι έγκυρη, έπρεπε να υποβληθεί εγγράφως.

21      Η B. Rust-Hackner κατήγγειλε τη σύμβασή της ασφαλίσεως ζωής στις 14 Μαρτίου 2017. Στις 23 Μαΐου 2017, δήλωσε ότι υπαναχωρεί από τη σχετική σύμβαση λόγω εσφαλμένης ενημέρωσης ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

22      Ο C. Gmoser προέβη, το 2010, στην εξαγορά της συμβάσεως που είχε συνάψει το 1998. Μόλις στις 3 Μαΐου 2017 δήλωσε ότι υπαναχωρεί από τη σχετική σύμβαση, λόγω ομοίως της παροχής εσφαλμένης ενημέρωσης ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

23      Για τον ίδιο ως άνω λόγο, η B. Plackner δήλωσε, στις 27 Μαΐου 2017, ότι υπαναχωρεί από τη σύμβασή της η οποία είχε συναφθεί το 2000 και εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ισχύ.

24      Το πρωτοβάθμιο αυστριακό δικαστήριο έκανε δεκτές τις αιτήσεις της B. Rust-Hackner, του C. Gmoser και της B. Plackner περί επιστροφής του συνόλου των καταβληθέντων ασφαλίστρων καθώς και περί καταβολής τόκων λόγω του αδικαιολόγητου πλουτισμού της Nürnberger. Συγκεκριμένα, κατά το δικαστήριο αυτό, δεδομένου ότι το αυστριακό δίκαιο δεν προέβλεπε ότι η υπαναχώρηση έπρεπε να υποβληθεί εγγράφως, η ενημέρωση την οποία παρέσχε η Nürnberger προς τους αντισυμβαλλομένους ήταν εσφαλμένη. Όπως, όμως, προκύπτει από την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C‑209/12, EU:C:2013:864), η εσφαλμένη ενημέρωση ισοδυναμεί με έλλειψη ενημέρωσης, πράγμα που σημαίνει ότι δεν εκκινεί η αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, οπότε το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί χωρίς χρονικό περιορισμό, ακόμη και μετά την καταγγελία της συμβάσεως.

25      Επιληφθέν σε δεύτερο βαθμό, το Landesgericht Salzburg (πρωτοδικείο Σάλτσμπουργκ, Αυστρία) διερωτάται αν, παρά το γεγονός ότι η ενημέρωση σχετικά με την υποχρέωση υποβολής έγγραφης δηλώσεως υπαναχωρήσεως δεν δημιουργεί εσφαλμένη αντίληψη στον αντισυμβαλλόμενο όσον αφορά την ύπαρξη του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, εντούτοις η ενημέρωση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφαλμένη υπό το πρίσμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, οπότε το δικαίωμα υπαναχωρήσεως θα πρέπει να ασκείται χωρίς χρονικό περιορισμό.

26      Ειδικότερα, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, η παρασχεθείσα ενημέρωση ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις του νόμου και ανέφερε ορθώς την προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, οπότε ο αντισυμβαλλόμενος είχε ενημερωθεί για το δικαίωμά του. Εξάλλου, ο έγγραφος τύπος δεν απαγορεύεται στο αυστριακό δίκαιο και αποσκοπεί στην προστασία της ασφάλειας δικαίου, ακόμη και προς το συμφέρον του ίδιου του αντισυμβαλλόμενου. Επιπλέον, η επισήμανση όσον αφορά την υποβολή της υπαναχωρήσεως εγγράφως δεν φαίνεται, καταρχήν, να εμποδίζει τον αντισυμβαλλόμενο να υπαναχωρήσει εμπροθέσμως.

27      Τούτου δοθέντος, λαμβανομένης υπόψη τόσο της αποφάσεως της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C‑209/12, EU:C:2013:864), όσο και του επιδιωκόμενου με την παροχή ενημέρωσης σκοπού, περί του οποίου γίνεται λόγος στην εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/96, το Landesgericht Salzburg (πρωτοδικείο Σάλτσμπουργκ) διερωτάται αν η σύμφωνη με την εν λόγω οδηγία ερμηνεία του αυστριακού δικαίου απαιτεί να θεωρηθεί ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως χωρίς χρονικό περιορισμό.

28      Επιπλέον, στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑355/18 και C‑356/18, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται επίσης αν η υπαναχώρηση από τη σύμβαση ασφαλίσεως ζωής μπορεί, λόγω της εσφαλμένης ενημέρωσης ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, να πραγματοποιηθεί ακόμη και μετά τη λύση της συμβάσεως κατόπιν καταγγελίας της ή εξαγοράς της από τον αντισυμβαλλόμενο.

29      Πράγματι, μετά τη λήξη της συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής και την εκπλήρωση των εκατέρωθεν σχετικών παροχών, δεν υφίστανται πλέον υποχρεώσεις απορρέουσες από τη σύμβαση από τις οποίες θα μπορούσε να απαλλαγεί εφεξής ο αντισυμβαλλόμενος κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619. Αντιθέτως, η υπαναχώρηση μετά τη λήξη της συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής θα παρείχε στον αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα μεθοδεύσεων σε βάρος της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και των λοιπών ασφαλισμένων, πράγμα το οποίο δεν συνάδει με τον επιδιωκόμενο σκοπό προστασίας των καταναλωτών.

30      Στο πλαίσιο αυτό, το Landesgericht Salzburg (πρωτοδικείο Σάλτσμπουργκ) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει, στο πλαίσιο των υποθέσεων C‑355/18 και C‑356/18, τα ακόλουθα δύο προδικαστικά ερωτήματα, καθώς και, στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑357/18, το πρώτο από τα ερωτήματα αυτά:

«1)      Έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της [οδηγίας 90/619], σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της [οδηγίας 92/96], την έννοια ότι η ενημέρωση σχετικά με τη δυνατότητα υπαναχωρήσεως πρέπει να περιλαμβάνει και την επισήμανση ότι η υπαναχώρηση δεν προϋποθέτει την τήρηση συγκεκριμένου τύπου;

2)      Είναι δυνατή η υπαναχώρηση λόγω πλημμελούς ενημερώσεως σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως ακόμη και μετά τη λύση της συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής κατόπιν καταγγελίας (και εξαγοράς) από τον αντισυμβαλλόμενο;»

 Υπόθεση C479/18

31      Για τους σκοπούς της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑479/18, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις, Αυστρία) προέβη στη συνεκδίκαση τεσσάρων εκκρεμών ενώπιόν του υποθέσεων, τις οποίες ονόμασε «διαδικασίες A, B, C και D».

32      Η «διαδικασία A» αφορά διαφορά μεταξύ της KL και της UNIQA. Η KL συνήψε με την προκάτοχο της UNIQA σύμβαση ασφαλίσεως ζωής η οποία κάλυπτε την περίοδο από την 1η Αυγούστου 1997 έως την 1η Αυγούστου 2032. Με το έντυπο της συμβάσεως αυτής, η KL ενημερώθηκε ότι η υπαναχώρηση από τη σύμβαση έπρεπε να υποβληθεί εγγράφως προκειμένου να είναι έγκυρη.

33      Στις 24 Οκτωβρίου 2017 η KL δήλωσε προς την UNIQA ότι υπαναχωρεί από την ασφαλιστική σύμβαση. Δεδομένου ότι η τελευταία δεν αποδέχθηκε ρητώς την υπαναχώρηση αυτή, η KL ζητεί την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων από αυτήν ασφαλίστρων, εκτός κόστους κινδύνων, πλέον τόκων.

34      Η «διαδικασία Β» αφορά διαφορά μεταξύ της LK και της DONAU. Η LK συνήψε με την DONAU σύμβαση ασφαλίσεως ζωής η οποία κάλυπτε την περίοδο από την 1η Δεκεμβρίου 2003 έως την 1η Δεκεμβρίου 2022. Η LK δεν ενημερώθηκε πριν από τη σύναψη της συμβάσεως αυτής για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως το οποίο διέθετε.

35      Η LK, αφού κατήγγειλε το 2013 την εν λόγω σύμβαση και έλαβε ως εκ τούτου την αξία εξαγοράς της, δήλωσε προς την DONAU, στις 4 Ιανουαρίου 2018, ότι υπαναχωρούσε από την ασφαλιστική αυτή σύμβαση για τον λόγο ότι είχε δεν της είχε παρασχεθεί επαρκής ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμά της υπαναχωρήσεως. Δεδομένου ότι η DONAU δεν απάντησε, η LK αξιώνει τώρα την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων από αυτή ασφαλίστρων, εκτός κόστους κινδύνων, πλέον τόκων, αφαιρουμένου του ποσού της αξίας εξαγοράς το οποίο της είχε καταβληθεί ήδη το έτος 2013.

36      Οι «διαδικασίες C και D» αφορούν διαφορές μεταξύ, αντιστοίχως, του MJ και του NI και της Allianz. Οι MJ και NI συνήψαν με την Allianz σύμβαση ασφαλίσεως ζωής η οποία κάλυπτε την περίοδο από την 1η Δεκεμβρίου 2011 έως την 1η Δεκεμβρίου 2037. Με το έντυπο των συμβάσεων αυτών, η Allianz ενημέρωσε τους MJ και NI ότι είχαν το δικαίωμα να υπαναχωρήσουν «εγγράφως» από τη σύμβαση.

37      Το 2017 οι MJ και NI δήλωσαν στην Allianz ότι υπαναχωρούσαν από την ασφαλιστική σύμβαση. Δεδομένου ότι η Allianz δεν αποδέχθηκε ρητώς την υπαναχώρηση αυτή, οι MJ και NI αξιώνουν επί του παρόντος την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων ασφαλίστρων, εκτός κόστους κινδύνων, πλέον τόκων.

38      Το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) υπενθυμίζει ότι οι προϋποθέσεις του κύρους της υπαναχωρήσεως, πλην εκείνων που ρυθμίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, διέπονται, σύμφωνα με το δίκαιο αυτό, από το εθνικό δίκαιο. Πλην όμως, κατά το εν λόγω δικαστήριο, στο αυστριακό δίκαιο, η δήλωση υπαναχωρήσεως δεν υπόκειται σε καμία ιδιαίτερη προϋπόθεση όσον αφορά τον τύπο. Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι δυνατό να εκκινεί, παρά την εσφαλμένη ενημέρωση ως προς τον τρόπο ασκήσεώς του. Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής, εν προκειμένω, της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C‑209/12, EU:C:2013:864). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση δεν παρέσχε στον αντισυμβαλλόμενο καμία ενημέρωση σχετικά με το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, δεν μπορεί να αντιτάξει στον τελευταίο την πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα αν τούτο ισχύει και στην περίπτωση κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος ενημερώθηκε ορθώς για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως και για την προθεσμία που έχει στη διάθεσή του προκειμένου να το ασκήσει, αλλά του επισημάνθηκε εσφαλμένα ότι ήταν αναγκαίο να υποβάλει εγγράφως τη δήλωσή του.

39      Δεύτερον, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) ζητεί να πληροφορηθεί αν, εν πάση περιπτώσει, η προθεσμία υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση εκκινεί από τη στιγμή που ο αντισυμβαλλόμενος έλαβε πράγματι γνώση της υπάρξεως αυτού του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, παρά την εσφαλμένη ενημέρωση εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Μια καταφατική απάντηση θα δικαιολογείτο στην περίπτωση κατά την οποία αποκλειστικός σκοπός του εφαρμοστέου εν προκειμένω δικαίου της Ένωσης είναι να διασφαλίσει ότι ο αντισυμβαλλόμενος γνωρίζει τα δικαιώματά του και μπορεί, επομένως, να τα ασκήσει. Η απάντηση θα ήταν, ωστόσο, διαφορετική αν ο σκοπός του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι επίσης να παροτρύνει τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να τηρούν τις υποχρεώσεις ενημερώσεως που υπέχουν.

40      Τρίτον, όσον αφορά τη «διαδικασία Β», στο πλαίσιο της οποίας η LK κατήγγειλε τη σύμβαση ασφαλίσεως ζωής και αποκόμισε την αξία της εξαγοράς της, με συνέπεια μην υφίσταται εφεξής καμία συμβατική υποχρέωση, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται, επίσης, αν το δικαίωμα υπαναχωρήσεως εν πάση περιπτώσει αποσβέννυται, λαμβανομένου υπόψη ότι το δικαίωμα αυτό θεωρείται ότι έχει ως αποκλειστικό σκοπό την εφεξής απαλλαγή του αντισυμβαλλομένου από οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση.

41      Τέταρτον, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν, σε περίπτωση υπαναχωρήσεως κατόπιν καθυστερημένης ενημέρωσης σχετικά με τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να αξιώσει μόνον την επιστροφή της αξίας εξαγοράς της συμβάσεώς του ή, αντιθέτως, την επιστροφή κάθε καταβληθέντος ποσού, αφαιρουμένων των ασφαλίστρων που οφείλονται για την περίοδο κατά την οποία του παρασχέθηκε κάλυψη. Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας αν ο αντισυμβαλλόμενος δεν μπορεί να αποκτήσει, διά της υπαναχωρήσεως, τίποτε περισσότερο από την αξία εξαγοράς.

42      Τέλος, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν η γενική τριετής προθεσμία παραγραφής δύναται να τύχει εφαρμογής στην άσκηση του δικαιώματος εισπράξεως τόκων το οποίο προβλέπεται σε περίπτωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, γεγονός που περιορίζει το ποσό των τόκων αυτών στο τμήμα που αναλογεί στο εν λόγω χρονικό διάστημα των τριών ετών.

43      Το εν λόγω δικαστήριο διευκρινίζει ότι, κατά τη νομολογία του Oberster Gerichtshof (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αυστρία), προκειμένου να διασφαλιστεί η συμβατότητα του άρθρου 165a, παράγραφος 2, του VersVG με το δίκαιο της Ένωσης, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η εσφαλμένη ενημέρωση ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως εξομοιώνεται με έλλειψη ενημέρωσης και ότι η παροχή τέτοιας ενημέρωσης συνεπάγεται ότι ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως χωρίς χρονικό περιορισμό.

44      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της [οδηγίας 90/619] σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της [οδηγίας 92/96], ή κατά περίπτωση το άρθρο 35, παράγραφος 1, [της οδηγίας 2002/83,] σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της [οδηγίας αυτής] ή κατά περίπτωση το άρθρο 185, παράγραφος 1, [της οδηγίας 2009/138], σε συνδυασμό με το άρθρο 186, παράγραφος 1, της [οδηγίας αυτής] την έννοια ότι, σε περίπτωση ελλείψεως εθνικών διατάξεων για τις έννομες συνέπειες μιας εσφαλμένης ενημερώσεως σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως πριν τη σύναψη της συμβάσεως, η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν εκκινεί εάν η ασφαλιστική επιχείρηση αναφέρει στην ενημέρωση ότι η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως πρέπει να γίνει εγγράφως, μολονότι κατά το εθνικό δίκαιο είναι δυνατή η υπαναχώρηση χωρίς τήρηση κάποιου ιδιαίτερου τύπου;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έχει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της [οδηγίας 90/619] σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της [οδηγίας 92/96] την έννοια ότι αντίκειται σε έναν εθνικό κανόνα δικαίου κατά τον οποίο, σε περίπτωση παραλειφθείσης ή εσφαλμένης ενημερώσεως σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως πριν τη σύναψη της συμβάσεως, η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως εκκινεί όταν ο αντισυμβαλλόμενος (ασφαλισμένος) λαμβάνει –με οποιονδήποτε τρόπο– γνώση του δικαιώματός του προς υπαναχώρηση;

3)      Έχει το άρθρο 35, παράγραφος 1, [της οδηγίας 2002/83] σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της [οδηγίας αυτής] την έννοια ότι, σε περίπτωση ελλείψεως εθνικών διατάξεων σχετικά με τις έννομες συνέπειες μιας παραλειφθείσης ή εσφαλμένης ενημερώσεως ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως πριν τη σύναψη της συμβάσεως, το δικαίωμα του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση αποσβέννυται το αργότερο αφού του καταβληθεί, λόγω καταγγελίας της συμβάσεως από αυτόν, η αξία εξαγοράς και έτσι εκπληρωθούν πλήρως από τα συμβαλλόμενα μέρη οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και/ή αρνητικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, έχουν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της [οδηγίας 90/619] ή κατά περίπτωση το άρθρο 35, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2002/83] ή κατά περίπτωση το άρθρο 186, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2009/138] την έννοια ότι αντίκεινται σε έναν εθνικό κανόνα δικαίου κατά τον οποίο, σε περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως του αντισυμβαλλομένου, πρέπει να του καταβληθεί η αξία εξαγοράς (ήτοι το ποσό που αντιστοιχεί στην υπολογιζόμενη κατά τους αναγνωρισμένους κανόνες της αναλογιστικής τρέχουσα αξία της ασφαλίσεως);

5)      Σε περίπτωση που εξετασθεί το τέταρτο ερώτημα και δοθεί καταφατική απάντηση σε αυτό, έχουν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της [οδηγίας 90/619] ή κατά περίπτωση το άρθρο 35, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2002/83] ή κατά περίπτωση το άρθρο 186, παράγραφος 1, της [οδηγίας 2009/138] την έννοια ότι αντίκεινται σε εθνικό κανόνα δικαίου κατά τον οποίο, σε περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, η αξίωση για κατ’ αποκοπήν τόκους επί των επιστρεφομένων ασφαλίστρων δύναται να περιοριστεί λόγω παραγραφής για το μέρος που αναφέρεται στο χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών ετών πριν την άσκηση αγωγής;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

45      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2018 αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑355/18 έως C‑357/18 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως. Με απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2019, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των τριών αυτών υποθέσεων με την υπόθεση C‑479/19 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

46      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2019, οι Nürnberger, UNIQA και Allianz ζήτησαν την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

47      Προς στήριξη του αιτήματός τους προβάλλουν, πρώτον, ότι η απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Romano (C‑43/18, EU:C:2019:701), η οποία δημοσιεύθηκε δύο μήνες μετά την ανάπτυξη των προτάσεων της γενικής εισαγγελέα στις υπό κρίση υποθέσεις, θα έπρεπε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων, δεύτερον, ότι τα επιχειρήματα που έγιναν δεκτά στο σημείο 51 των προτάσεων αυτών, και τα οποία αναφέρονταν στις προϋποθέσεις όσον αφορά τον τύπο της δηλώσεως υπαναχωρήσεως, ήταν νέα και έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο συζητήσεως και, τρίτον, ότι διάφορες σημαντικές πτυχές των εν λόγω προτάσεων είχαν επικριθεί από την αυστριακή και την ελβετική θεωρία, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα ποιο τμήμα των ασφαλίστρων θα έπρεπε να επιστραφεί σε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως ασφαλίσεως.

48      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο Οργανισμός του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου δεν προβλέπουν δυνατότητα των κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού αυτού ενδιαφερομένων να διατυπώνουν παρατηρήσεις σε απάντηση των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα [αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 26, καθώς και της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 61].

49      Αφετέρου, δυνάμει του άρθρου 252, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημοσία, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί των υποθέσεων οι οποίες, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτούν την παρέμβασή του. Το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται ούτε από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα ούτε από την αιτιολογία βάσει της οποίας αυτός καταλήγει στις εν λόγω προτάσεις. Κατά συνέπεια, η διαφωνία οποιουδήποτε ενδιαφερομένου με τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, όποια και αν είναι τα ζητήματα που εξετάζει ο γενικός εισαγγελέας με τις προτάσεις του αυτές, δεν μπορεί να συνιστά αυτή καθεαυτή λόγο που δικαιολογεί την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας [αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2018, Achmea, C‑284/16, EU:C:2018:158, σκέψη 27, καθώς και της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου), C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 62].

50      Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί ανά πάσα στιγμή, αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κανονισμού του Διαδικασίας, ιδίως αν κρίνει ότι δεν έχει διαφωτισθεί επαρκώς ή όταν ένας διάδικος, μετά τη λήξη της διαδικασίας αυτής, επικαλείται νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί της αποφάσεως του Δικαστηρίου, ή ακόμη όταν η διαφορά πρέπει να επιλυθεί βάσει επιχειρήματος επί του οποίου δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων.

51      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, κρίνει, εντούτοις, ότι από την υποβληθείσα ενώπιόν του αίτηση περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας δεν προκύπτει κανένα νέο πραγματικό περιστατικό δυνάμενο να ασκήσει επιρροή επί της αποφάσεως που καλείται να εκδώσει στις υπό κρίση υποθέσεις. Όσον αφορά, ειδικότερα, την απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2019, Romano (C‑143/18, EU:C:2019:701), αυτή έχει ως αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 2, του άρθρου 5, παράγραφος 1, του άρθρου 6, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, δεύτερη περίπτωση, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 6, καθώς και του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ 2002, L 271, σ. 16), οδηγία η οποία ουδόλως αμφισβητείται στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων.

52      Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο εκτιμά ότι, κατά το πέρας της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας στις εν λόγω υποθέσεις, έχει στη διάθεσή του όλα τα αναγκαία στοιχεία για να απαντήσει στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα και ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά δεν χρειάζεται να στηριχθούν σε επιχειρήματα, όπως αυτά τα οποία εκτίθενται στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, επί των οποίων δεν διεξήχθη συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων.

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν συντρέχει λόγος να διαταχθεί η επανάληψη της προφορικής διαδικασίας.

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

54      Η B. Rust-Hackner, o C. Gmoser και η B. Plackner και, όσον αφορά το τρίτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της υποθέσεως C‑479/18, οι Allianz και UNIQA αμφισβητούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει σε ερωτήματα που αφορούν αποκλειστικά το εθνικό δίκαιο. Συγκεκριμένα, αφενός, ο τρόπος ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως πρέπει να ρυθμίζεται από τα κράτη μέλη. Αφετέρου, το εφαρμοστέο αυστριακό δίκαιο προβλέπει ρητώς την υποχρέωση της ασφαλιστικής επιχειρήσεως να ενημερώνει τους αντισυμβαλλομένους, πριν από τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως και εγγράφως, σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι αυτοί μπορούν να προβούν σε καταγγελία της εν λόγω συμβάσεως ή να υπαναχωρήσουν από αυτή.

55      Αρκεί, συναφώς, η επισήμανση ότι, όπως τονίζει η γενική εισαγγελέας με τα σημεία 23 έως 25 των προτάσεών της, είναι ασφαλώς αληθές ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 90/619 και το άρθρο 31, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 92/96, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ, σημείο Α, υπό α.13, της οδηγίας αυτής, αναθέτουν στα κράτη μέλη την ευθύνη θεσπίσεως των κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως καθώς και των κανόνων που αφορούν την ανακοίνωση, μεταξύ άλλων, των σχετικών με την άσκηση του δικαιώματος αυτού πληροφοριών. Εντούτοις, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι, θεσπίζοντας τους κανόνες αυτούς, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των εν λόγω οδηγιών, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Επομένως, το Δικαστήριο καλείται να ερμηνεύσει τις εφαρμοστέες εν προκειμένω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης και, συνεπώς, είναι αρμόδιο να απαντήσει στα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως στις υποθέσεις C355/18 έως 357/18

57      Η B. Rust-Hackner, o C. Gmoser και η B. Plackner εκφράζουν αμφιβολίες για το παραδεκτό των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως στις υποθέσεις C‑355/18 έως C‑357/18, για τον λόγο ότι οι αποφάσεις περί παραπομπής στις εν λόγω υποθέσεις εκθέτουν ανεπαρκώς το εθνικό νομικό πλαίσιο υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

58      Συναφώς επισημαίνεται ότι τα υποβληθέντα στο πλαίσιο των ως άνω υποθέσεων προδικαστικά ερωτήματα αφορούν άμεσα την ερμηνεία διατάξεων του δικαίου της Ένωσης και ότι, με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διαφωτιστεί σχετικά με τα όρια της αρμοδιότητας των κρατών μελών να καθορίζουν τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως το οποίο προβλέπουν οι εν λόγω διατάξεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο τρόπος εκθέσεως του εθνικού κανονιστικού πλαισίου στις εν λόγω αποφάσεις περί παραπομπής ουδόλως εμποδίζει το Δικαστήριο ή τους ενδιαφερομένους να κατανοήσουν τα εν λόγω ερωτήματα, καθώς και το πλαίσιο εντός του οποίου υποβλήθηκαν.

59      Ως εκ τούτου οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτές.

 Επί του μοναδικού ερωτήματος στην υπόθεση C357/18 και του πρώτου ερωτήματος στις υποθέσεις C355/18, C356/18 και C479/18

60      Με το μοναδικό ερώτημα στην υπόθεση C‑357/18 και το πρώτο ερώτημα στις υποθέσεις C‑355/18, C‑356/18 και C‑479/18, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96, το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, και το άρθρο 185, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138, σε συνδυασμό με το άρθρο 186, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι η προθεσμία ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από σύμβαση ασφαλίσεως ζωής εκκινεί από τη στιγμή που ο αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της συμβάσεως, καίτοι η ενημέρωση που παρέσχε η ασφαλιστική επιχείρηση στον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο είτε δεν διευκρινίζει ότι το εφαρμοστέο στη σύμβαση εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει καμία προϋπόθεση για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος υπαναχωρήσεως είτε αναφέρει προϋποθέσεις, όσον αφορά τον τύπο, οι οποίες, στην πραγματικότητα, δεν απαιτούνται από το εφαρμοστέο στην εν λόγω σύμβαση εθνικό δίκαιο.

61      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, επισημαίνεται ευθύς εξ αρχής ότι οι εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, οι οποίες έχουν εφαρμογή ratione temporis στις διαφορές των κυρίων δικών, ορίζουν, κατ’ ουσίαν, όλες ότι, αφενός, ο αντισυμβαλλόμενος μιας συμβάσεως ατομικής ασφάλισης ζωής διαθέτει προθεσμία υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση μεταξύ δεκατεσσάρων και τριάντα ημερών από τη στιγμή κατά την οποία ο εν λόγω αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της συμβάσεως, η δε υπαναχώρηση συνεπάγεται την εφεξής απαλλαγή του από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή, και, αφετέρου, ότι οι λοιπές έννομες συνέπειες και οι όροι της υπαναχωρήσεως ρυθμίζονται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ο αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της συμβάσεως.

62      Όπως αναφέρθηκε στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει, συναφώς, ότι τα κράτη μέλη έχουν, ασφαλώς, το δικαίωμα να θεσπίζουν κανόνες σχετικούς με τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως και ότι οι κανόνες αυτοί δύνανται να περιλαμβάνουν, ως εκ της φύσεώς τους, ορισμένους περιορισμούς του δικαιώματος αυτού. Εντούτοις, θεσπίζοντας τους κανόνες αυτούς, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν για τη διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας των οδηγιών 90/619 και 92/96, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους.

63      Όσον αφορά, όμως, τον σκοπό των εν λόγω οδηγιών, υπενθυμίζεται ότι η εικοστή τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/96 ανέφερε ότι, «στα πλαίσια της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς, ο καταναλωτής θα [διαθέτει] μεγαλύτερο πεδίο επιλογής και μεγαλύτερη ποικιλία συμβάσεων». Επιπλέον, σύμφωνα με την ως άνω αιτιολογική σκέψη, «για να επωφεληθεί πλήρως από την ποικιλομορφία και τον αυξημένο ανταγωνισμό, [ο εν λόγω καταναλωτής πρέπει] να είναι επαρκώς ενημερωμένος ώστε να επιλέγει τη σύμβαση που [ανταποκρίνεται] καλύτερα στις ανάγκες του». Τέλος, με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη διευκρινιζόταν ότι «αυτή η ανάγκη ενημέρωσης [απέβαινε] σημαντικότερη και λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας των υποχρεώσεων» (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 24).

64      Για την επίτευξη του σκοπού αυτού ενημερώσεως, το άρθρο 31, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/96, σε συνδυασμό με το παράρτημα II, μέρος A, σημείο α.13, αυτής, όριζε ότι στον αντισυμβαλλόμενο έπρεπε να γνωστοποιείται «τουλάχιστον» ο «[τ]ρόπος άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης» και τούτο «[π]ριν από τη σύναψη της σύμβασης» (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 25).

65      Το Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι εθνική διάταξη η οποία προβλέπει την απόσβεση του δικαιώματος του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση σε χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτός δεν έχει ενημερωθεί για το εν λόγω δικαίωμά του αντιβαίνει στην επίτευξη ενός ουσιώδους σκοπού τον οποίο επιδιώκουν οι οδηγίες 90/619 και 92/96 και, κατά συνέπεια, θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητά τους.

66      Οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν και για τις οδηγίες 2002/83 και 2009/138, των οποίων, αντιστοίχως, οι αιτιολογικές σκέψεις 52 και 79 προβλέπουν κατ’ ουσίαν τους ίδιους σκοπούς.

67      Επομένως, πρώτον, εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος δεν έλαβε καμία ενημέρωση σχετικά με την ίδια την ύπαρξη του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, δεν εκκινεί η αποσβεστική προθεσμία που προβλέπεται για την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

68      Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, δεδομένου ότι ο αντισυμβαλλόμενος δεν γνώριζε την ύπαρξη του εν λόγω δικαιώματος, αδυνατεί να το ασκήσει (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 27).

69      Επιπροσθέτως, η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί βασίμως να επικαλείται λόγους ασφάλειας δικαίου έναντι καταστάσεως την οποία προκάλεσε η δική της παράλειψη συμμόρφωσης προς την απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης απαίτηση να γνωστοποιήσει συγκεκριμένες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι σχετικές με το δικαίωμα του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 30).

70      Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι ο αντισυμβαλλόμενος όχι μόνον πρέπει να ενημερώνεται για την ύπαρξη του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, αλλά πρέπει επίσης, σύμφωνα με το παράρτημα II, μέρος A, στοιχείο α.13, της οδηγίας 92/96, με το παράρτημα III, μέρος A, στοιχείο α.13, της οδηγίας 2002/83, καθώς και με το άρθρο 185, παράγραφος 3, στοιχείο ιʹ, και παράγραφος 6, της οδηγίας 2009/138, να λαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που αναφέρονται στον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος αυτού, οι δε πληροφορίες αυτές πρέπει να διατυπώνονται γραπτώς, με σαφήνεια και ακρίβεια.

71      Συνεπώς, από τις κρίσιμες διατάξεις των εν λόγω οδηγιών προκύπτει σαφώς ότι αυτές σκοπούν να διασφαλίσουν ότι ο αντισυμβαλλόμενος θα λάβει ακριβή ενημέρωση σχετικά, μεταξύ άλλων, με το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 25).

72      Ειδικότερα, η ενημέρωση σχετικά με τις προϋποθέσεις όσον αφορά τον τύπο της δηλώσεως υπαναχωρήσεως πρέπει να του παρέχεται, καθόσον είναι αναγκαία προκειμένου ο αντισυμβαλλόμενος να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του. Τούτο ισχύει, ιδίως, οσάκις το εθνικό δίκαιο επιβάλλει υποχρεωτικά τέτοιες προϋποθέσεις στα συμβαλλόμενα μέρη συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής. Πράγματι, δήλωση παραιτήσεως η οποία υποβάλλεται κατ’ άλλο τύπο, πέραν των υποχρεωτικώς προβλεπομένων, θα μπορούσε να θεωρηθεί μη έγκυρη.

73      Από τις υποβληθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφίες προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το εφαρμοστέο στις υποθέσεις της κύριας δίκης αυστριακό δίκαιο προέβλεπε ότι η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν υπέκειτο σε καμία ιδιαίτερη προϋπόθεση όσον αφορά τον τύπο. Αντιθέτως, από τις δικογραφίες αυτές δεν προκύπτει σαφώς αν το αυστριακό δίκαιο επέτρεπε στα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως ασφαλίσεως να εξαρτούν την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος από την τήρηση προϋποθέσεων όσον αφορά τον τύπο.

74      Συναφώς επισημαίνεται, αφενός, ότι, αν το αυστριακό δίκαιο δεν επέτρεπε στα συμβαλλόμενα μέρη της ασφαλιστικής συμβάσεως να συμφωνήσουν συγκεκριμένο τύπο για τη δήλωση υπαναχωρήσεως, δεν θα ήταν αναγκαίο, προκειμένου να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, να απαιτείται να ενημερώνεται υποχρεωτικά ο αντισυμβαλλόμενος ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο αντισυμβαλλόμενος θα μπορούσε εγκύρως να ανακοινώσει στην ασφαλιστική επιχείρηση, με οποιονδήποτε τρόπο αυτός επέλεγε, την πρόθεσή του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και, επομένως, χωρίς η επιχείρηση αυτή να μπορεί να απαιτήσει την τήρηση συγκεκριμένου τύπου για την υποβολή της δηλώσεως υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, οπότε η άσκηση του προβλεπόμενου από τη νομοθεσία της Ένωσης δικαιώματος υπαναχωρήσεως ουδόλως θα περιοριζόταν. Εξυπακούεται ότι, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η ασφαλιστική επιχείρηση διατηρεί την ευχέρεια να ενημερώσει τον αντισυμβαλλόμενο ότι το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει την τήρηση τύπου.

75      Αν, αντιθέτως, το αυστριακό δίκαιο παρείχε στα συμβαλλόμενα μέρη της συμβάσεως τη δυνατότητα να παρεκκλίνουν από την κατά το δίκαιο αυτό έλλειψη τύπου, ο αντισυμβαλλόμενος θα έπρεπε οπωσδήποτε να ενημερωθεί σχετικά με τις προϋποθέσεις του δικαιώματος υπαναχωρήσεως όσον αφορά τον τύπο.

76      Αφετέρου, για να είναι ακριβής η ενημέρωση, είτε υποχρεωτική είτε προαιρετική, σχετικά με τις προϋποθέσεις όσον αφορά τον τύπο του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, πρέπει να είναι σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο ή με τις συμβατικές ρήτρες που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων τηρουμένου του εφαρμοστέου στη σύμβαση αυτή δικαίου.

77      Επομένως, πρέπει να θεωρείται εσφαλμένη η ενημέρωση που παρέχεται από ασφαλιστική επιχείρηση και κατά την οποία για την υποβολή της δηλώσεως υπαναχωρήσεως απαιτείται η τήρηση προϋποθέσεων όσον αφορά τον τύπο, οσάκις οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι σύμφωνες με τις επιτακτικές απαιτήσεις του εφαρμοστέου δικαίου ή των ρητρών της συμβάσεως, πράγμα το οποίο εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξακριβώσουν.

78      Ωστόσο, αν και η εσφαλμένη ενημέρωση του αντισυμβαλλομένου σχετικά με τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι ασφαλώς ικανή να παραπλανήσει τον αντισυμβαλλόμενο ως προς το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως και, ως εκ τούτου, να εξομοιωθεί με έλλειψη κάθε σχετικής ενημέρωσης (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Hamilton, C‑412/06, EU:C:2008:215, σκέψη 35), εντούτοις δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οποιοδήποτε σφάλμα σχετικά με τις εν λόγω απαιτήσεις όσον αφορά τον τύπο, το οποίο περιέχεται στην παρασχεθείσα από την ασφαλιστική επιχείρηση προς τον αντισυμβαλλόμενο ενημέρωση, συνιστά έλλειψη ενημέρωσης.

79      Ειδικότερα, εφόσον η ενημέρωση, έστω και εσφαλμένη, δεν στερεί από τον αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, υπό τους ίδιους, κατ’ ουσίαν, όρους με εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν η ενημέρωση ήταν ακριβής, θα ήταν δυσανάλογο ο τελευταίος να μπορεί να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από καλοπίστως συναφθείσα σύμβαση.

80      Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, ο αντισυμβαλλόμενος, έχοντας ενημερωθεί για το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, θα διατηρούσε άθικτη τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα αυτό και να επανεξετάσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε, οπότε θα εξυπηρετούνταν ο σκοπός των οδηγιών 90/619, 92/96, 2002/83 και 2009/138, ο οποίος μνημονεύεται στις σκέψεις 63 έως 66 της παρούσας αποφάσεως.

81      Στις υποθέσεις της κύριας δίκης, εναπόκειται στα αιτούντα δικαστήρια να εξακριβώσουν αν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις παρέσχαν ενημέρωση σχετικά με τις προϋποθέσεις όσον αφορά τον τύπο της δηλώσεως υπαναχωρήσεως. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, εναπόκειται ομοίως στα εν λόγω δικαστήρια να εκτιμήσουν αν η ενημέρωση αυτή ήταν ορθή ή σε τέτοιο βαθμό εσφαλμένη ώστε, βάσει σφαιρικής εκτιμήσεως λαμβάνουσας ιδίως υπόψη το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, στερούσε τους αντισυμβαλλομένους από τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους υπαναχωρήσεως υπό τους ίδιους όρους με εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν η ενημέρωση αυτή ήταν ακριβής.

82      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο μοναδικό ερώτημα στην υπόθεση C‑357/18 και στο πρώτο ερώτημα στις υποθέσεις C‑355/18, C‑356/18 και C‑479/18 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96, το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, καθώς και το άρθρο 185, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138, σε συνδυασμό με το άρθρο 186, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι η προθεσμία ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από σύμβαση ασφαλίσεως ζωής εκκινεί από τη στιγμή που ο αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της συμβάσεως, καίτοι η ενημέρωση που παρέσχε η ασφαλιστική επιχείρηση στον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο

–        είτε δεν διευκρινίζει ότι το εφαρμοστέο στη σύμβαση εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει καμία προϋπόθεση όσον αφορά τον τύπο για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος υπαναχωρήσεως

–        είτε αναφέρει προϋποθέσεις όσον αφορά τον τύπο οι οποίες, στην πραγματικότητα, δεν απαιτούνται από το εφαρμοστέο στην εν λόγω σύμβαση εθνικό δίκαιο ή από τις συμβατικές ρήτρες της εν λόγω συμβάσεως, εφόσον μια τέτοια αναφορά δεν στερεί τους αντισυμβαλλομένους από τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους υπαναχωρήσεως υπό τους ίδιους όρους με εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν η ενημέρωση ήταν ακριβής. Στα αιτούντα δικαστήρια απόκειται να εξακριβώσουν, βάσει σφαιρικής εκτιμήσεως λαμβάνουσας ιδίως υπόψη το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, αν το σφάλμα που περιλαμβάνεται στην παρασχεθείσα προς τον αντισυμβαλλόμενο ενημέρωση του στερεί τη δυνατότητα αυτή.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος στην υπόθεση C479/18

83      Με το δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C‑479/18, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση παραλείψει να ενημερώσει τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως ή σε περίπτωση που η εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως ενημέρωση είναι εσφαλμένη σε βαθμό τέτοιο ώστε να στερεί από τον αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως υπό τους ίδιους, κατ’ ουσίαν, όρους με εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν η ενημέρωση ήταν ακριβής, η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν εκκινεί, ακόμη και αν ο αντισυμβαλλόμενος έλαβε γνώση της υπάρξεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως με άλλον τρόπο.

84      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επισημαίνεται ότι ούτε το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619 ούτε το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96 διευκρινίζουν ρητώς ότι οι πληροφορίες στις οποίες αναφέρονται οι διατάξεις αυτές πρέπει να κοινοποιούνται στους αντισυμβαλλομένους από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

85      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στην ασφαλιστική επιχείρηση υποχρέωση γνωστοποιήσεως στον αντισυμβαλλόμενο συγκεκριμένων πληροφοριών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, ιδίως, οι σχετικές με το δικαίωμα του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 30).

86      Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι ο αντισυμβαλλόμενος έλαβε με άλλο τρόπο το ακριβές περιεχόμενο μιας πληροφορίας την οποία όφειλε να του κοινοποιήσει η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να έχει τις ίδιες έννομες συνέπειες επί της προθεσμίας υπαναχωρήσεως με την κοινοποίηση στον αντισυμβαλλόμενο της ίδιας πληροφορίας από την εν λόγω επιχείρηση, με συνέπεια αυτή να απαλλάσσεται από κάθε σχετική υποχρέωση.

87      Συγκεκριμένα, καταρχάς, τυχόν αντίθετη ερμηνεία θα αντέβαινε προς τον σκοπό της οδηγίας 2002/83 που μνημονεύθηκε στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως και συνίσταται στο να διασφαλίσει ότι ο αντισυμβαλλόμενος θα λάβει ακριβή ενημέρωση σχετικά, μεταξύ άλλων, με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, ενημέρωση η οποία πρέπει να παρέχεται, όπως διευκρινίστηκε στη σκέψη 85 της παρούσας αποφάσεως, από την ασφαλιστική επιχείρηση.

88      Εν συνεχεία, όπως επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, η γενική εισαγγελέας με το σημείο 65 των προτάσεών της, το γεγονός ότι ο αντισυμβαλλόμενος λαμβάνει γνώση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως εκτός της συμβατικής σχέσεως που υφίσταται μεταξύ αυτού και της ασφαλιστικής επιχειρήσεως θα μπορούσε να προκαλέσει δυσχέρειες σε επίπεδο αποδείξεως, ιδίως όσον αφορά το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτός έλαβε γνώση και, επομένως, τον καθορισμό της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

89      Τέλος, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, αν η ασφαλιστική επιχείρηση απαλλασσόταν από την υποχρέωση ενημέρωσης που υπέχει με την αιτιολογία ότι ο αντισυμβαλλόμενος έλαβε γνώση του περιεχομένου της ενημέρωσης αυτής με άλλο τρόπο, δεν θα ενθαρρυνόταν να τηρήσει την υποχρέωσή της περί παροχής ακριβούς ενημέρωσης στον αντισυμβαλλόμενο.

90      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα στην υπόθεση C‑479/18 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση παραλείψει να ενημερώσει τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως ή σε περίπτωση που η εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως ενημέρωση είναι εσφαλμένη σε βαθμό τέτοιο ώστε να στερεί από τον αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως υπό τους ίδιους, κατ’ ουσίαν, όρους με εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν η ενημέρωση ήταν ακριβής, η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν εκκινεί, ακόμη και αν ο αντισυμβαλλόμενος έλαβε γνώση της υπάρξεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως με άλλον τρόπο.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος στις υποθέσεις C355/18 και C356/18, καθώς και επί του τρίτου ερωτήματος στην υπόθεση C479/18

91      Με το δεύτερο ερώτημα στις υποθέσεις C‑355/18 και C‑356/18, καθώς και με το τρίτο ερώτημα στην υπόθεση C‑479/18, τα αιτούντα δικαστήρια ζητούν, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96, και το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι, μετά την καταγγελία της συμβάσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η καταβολή, εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, της αξίας εξαγοράς, ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, εφόσον το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της παραλειφθείσης ή εσφαλμένης ενημερώσεως ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

92      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 90/619 και το άρθρο 35, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/83, η κοινοποίηση της υπαναχωρήσεως του αντισυμβαλλομένου συνεπάγεται την εφεξής απαλλαγή του από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση αυτή.

93      Εξ αυτού συνάγεται ότι από τη στιγμή που ο αντισυμβαλλόμενος κοινοποίησε τη δήλωση υπαναχωρήσεώς του εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, απαλλάσσεται εφεξής από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση, την εκτέλεση της οποίας δεν είναι δυνατό να απαιτήσει η ασφαλιστική επιχείρηση.

94      Οι διατάξεις αυτές δεν ρυθμίζουν ούτε τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να υποβάλλεται η δήλωση υπαναχωρήσεως ούτε τις έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως αυτής επί των υποχρεώσεων, όπως είναι η υποχρέωση επιστροφής, τις οποίες το εθνικό δίκαιο ενδεχομένως επιβάλλει στην ασφαλιστική επιχείρηση.

95      Πράγματι, τέτοιοι όροι και συνέπειες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των εν λόγω διατάξεων και, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 90/619 και το άρθρο 35, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2002/83, ρυθμίζονται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση.

96      Επομένως, οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι επιβάλλουν στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εξαρτούν από το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η εκτέλεση μιας συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής τη δυνατότητα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση αυτή ή τις έννομες συνέπειες της υποβαλλόμενης εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας δηλώσεως υπαναχωρήσεως από μια τέτοια σύμβαση, όπως είναι η ενδεχόμενη υποχρέωση επιστροφής. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, εφόσον το αυστριακό δίκαιο δεν περιέχει πρόβλεψη ως προς το σημείο αυτό, το δικαίωμα υπαναχωρήσεως μπορεί να ασκηθεί ακόμη και μετά τη λύση της συμβάσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν.

97      Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η Donau και η Αυστριακή Κυβέρνηση με τις παρατηρήσεις τους, μια τέτοια ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων δεν αναιρείται από την απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Hamilton (C‑412/06, EU:C:2008:215), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως που προβλέπεται από την οδηγία 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος (ΕΕ 1985, L 372, σ. 31), δεν μπορεί να ασκηθεί όταν δεν υφίσταται πλέον καμία υποχρέωση. Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση αφορά τη συμβατότητα με την ως άνω οδηγία εθνικής διατάξεως η οποία προέβλεπε την απόσβεση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως έναν μήνα μετά την εκπλήρωση εκ μέρους των συμβαλλομένων του συνόλου των υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση. Στις υποθέσεις των κύριων δικών, όμως, δεν υφίσταται ανάλογη διάταξη, δεδομένου ότι ο Αυστριακός νομοθέτης δεν θέσπισε τέτοια διάταξη όσον αφορά τις συμβάσεις ασφαλίσεως ζωής (πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 31).

98      Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα στις υποθέσεις C‑355/18 και C‑356/18 καθώς και στο τρίτο ερώτημα στην υπόθεση C‑479/18 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96, και το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι, μετά την καταγγελία της συμβάσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η καταβολή, εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, της αξίας εξαγοράς, ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, υπό τον όρον ότι το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της παραλειφθείσης ή εσφαλμένης ενημερώσεως ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος στην υπόθεση C479/18

99      Με το τέταρτο ερώτημά του, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 και το άρθρο 186, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση ασκήσεως από τον αντισυμβαλλόμενο του δικαιώματός του υπαναχωρήσεως, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν μόνον την αξία εξαγοράς.

100    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 61, 62 και 66 της παρούσας αποφάσεως, οι έννομες συνέπειες της υπαναχωρήσεως, πέραν εκείνων που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ρυθμίζονται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση και ότι, θεσπίζοντας τους κανόνες αυτούς, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα των οδηγιών 90/619, 92/96, 2002/83 και 2009/138, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού τους.

101    Συναφώς, όπως ήδη επισημάνθηκε, κατ’ ουσίαν, στη σκέψη 63 της παρούσας αποφάσεως, ο σκοπός του δικαιώματος υπαναχωρήσεως είναι να παράσχει στον αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να επιλέξει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του και, επομένως, να υπαναχωρήσει από μια σύμβαση η οποία, μετά τη σύναψή της, αποδεικνύεται, εντός της προθεσμίας που παρέχεται για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, μη κατάλληλη για τις ανάγκες του εν λόγω αντισυμβαλλομένου.

102    Στην απαίτηση διασφαλίσεως της ελευθερίας αυτής επιλογής ανταποκρίνονται ακριβώς οι διατάξεις του άρθρου 15, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 90/619, του άρθρου 35, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2002/83 και του άρθρου 186, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2009/138, κατά τις οποίες, από τη στιγμή που ο αντισυμβαλλόμενος κοινοποιήσει τη δήλωσή του υπαναχωρήσεως εντός της προβλεπόμενης προς τούτο προθεσμίας, απαλλάσσεται εφεξής από όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση.

103    Πράγματι, αν ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθούσε να δεσμεύεται από τη σύμβαση για το μέλλον, ακόμη και μετά την υπαναχώρησή του από αυτή, θα αποθαρρυνόταν από το να κάνει χρήση του δικαιώματός του υπαναχωρήσεως και θα στερείτο, επομένως, τη δυνατότητα να επιλέξει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του.

104    Οι λοιπές έννομες συνέπειες τις οποίες το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο αναγνωρίζει στην άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως πρέπει, ομοίως, προς διασφάλιση της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος αυτού, να μην αποθαρρύνουν τον αντισυμβαλλόμενο από την άσκησή του.

105    Εν προκειμένω, όμως, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής στην υπόθεση C‑479/18, το άρθρο 176 του VersVG, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των υποθέσεων των κύριων δικών, όριζε, κατ’ ουσίαν, ότι, εάν μια ασφάλιση όπως οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών παύσει κατόπιν υπαναχωρήσεως, καταγγελίας ή προσφυγής, η ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να καταβάλει την αξία εξαγοράς που αναλογεί στην ασφάλιση.

106    Επομένως, η διάταξη αυτή ρυθμίζει κατά τον ίδιο τρόπο, αφενός, την κατάσταση ενός αντισυμβαλλομένου ο οποίος, κρίνοντας ότι η σύμβαση ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, αποφάσισε να μην κάνει χρήση του δικαιώματός του υπαναχωρήσεως και αποφάσισε να καταγγείλει τη σύμβασή του για άλλους λόγους και, αφετέρου, την κατάσταση ενός αντισυμβαλλομένου ο οποίος, κρίνοντας αντιθέτως ότι η σύμβαση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, άσκησε το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως.

107    Ως εκ τούτου, στο μέτρο που η εν λόγω διάταξη αναγνωρίζει τις ίδιες έννομες συνέπειες μεταξύ άλλων στην υπαναχώρηση και στην καταγγελία της συμβάσεως καθιστά άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας το προβλεπόμενο από το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

108    Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός, το οποίο επικαλέστηκε ιδίως η Allianz, ότι, αν ο αντισυμβαλλόμενος είχε δικαίωμα στην επιστροφή των καταβληθέντων ποσών, τα οικονομικά μειονεκτήματα θα βάρυναν κυρίως την κοινότητα των ασφαλισμένων και ότι το Δικαστήριο, με την απόφαση της 15ης Απριλίου 2010, E. Friz (C‑215/08, EU:C:2010:186), έχει αναγνωρίσει ότι, σε περίπτωση καθυστερημένης υπαναχωρήσεως, ο ενδιαφερόμενος έπρεπε να φέρει μέρος των κινδύνων.

109    Πράγματι, αφενός, αν η ασφαλιστική επιχείρηση παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο ακριβή ενημέρωση ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, αυτός έχει στη διάθεσή του μόνο μια σύντομη σχετικά προθεσμία για να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, οπότε οι οικονομικές συνέπειες της ενδεχόμενης υπαναχωρήσεως για την κοινότητα των ασφαλισμένων μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στη γενική διαχείριση των ασφαλιζομένων κινδύνων. Αν, αντιθέτως, η υπαναχώρηση ασκείται με καθυστέρηση λόγω παραλειφθείσης ή εσφαλμένης ενημέρωσης σε βαθμό τέτοιο ώστε να στερεί από τον ασφαλιζόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως υπό τους ίδιους, κατ’ ουσίαν, όρους με εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν η ενημέρωση ήταν ακριβής, απόκειται, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 69 της παρούσας αποφάσεως, στην ίδια την ασφαλιστική επιχείρηση να επανορθώσει κατάσταση την οποία προκάλεσε η δική της παράλειψη συμμόρφωσης προς την απορρέουσα από το δίκαιο της Ένωσης απαίτηση όπως αυτή γνωστοποιήσει συγκεκριμένες πληροφορίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι σχετικές με το δικαίωμα του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

110    Αφετέρου, το περιεχόμενο της αποφάσεως της 15ης Απριλίου 2010, E. Friz (C‑215/08, EU:C:2010:186), περιορίζεται ρητώς, σύμφωνα με τη σκέψη 24 της αποφάσεως αυτής, στην προσχώρηση καταναλωτή σε εταιρία επενδύσεων σε ακίνητα, σταθερού κεφαλαίου, συσταθείσα υπό τη μορφή προσωπικής εταιρίας και, επομένως, δεν αφορά γενικά κάθε σύμβαση.

111    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τέταρτο ερώτημα στην υπόθεση C‑479/18 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 και το άρθρο 185, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση ασκήσεως από τον αντισυμβαλλόμενο του δικαιώματός του υπαναχωρήσεως, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν μόνον την αξία εξαγοράς.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος στην υπόθεση C479/18

112    Με το πέμπτο ερώτημά του, το Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 και το άρθρο 186, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής για την άσκηση του δικαιώματος εισπράξεως τόκων επί των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών των οποίων την επιστροφή ζητεί ο αντισυμβαλλόμενος που άσκησε το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως.

113    Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, επισημαίνεται ότι οι ως άνω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, καθόσον προβλέπουν ότι ο αντισυμβαλλόμενος μιας σύμβασης ατομικής ασφάλισης ζωής διαθέτει προθεσμία μεταξύ δεκατεσσάρων και τριάντα ημερών από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης, προκειμένου να υπαναχωρήσει από αυτή, παρέχουν στον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

114    Επομένως, ο αντισυμβαλλόμενος αποκτά το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση ασφαλίσεως ζωής με τη σύναψη και μόνον της συμβάσεως αυτής, η δε ενημέρωση του αντισυμβαλλομένου από την ασφαλιστική επιχείρηση σχετικά με τον τρόπο ασκήσεως του δικαιώματος αυτού έχει ως μοναδική συνέπεια ότι κινεί την αποσβεστική προθεσμία.

115    Από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία στην υπόθεση C‑479/18 προκύπτει ότι, προκειμένου να ρυθμίσει τις συνέπειες της υπαναχωρήσεως, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, το αυστριακό δίκαιο το οποίο διέπει τις επίδικες συμβάσεις στις υποθέσεις των κύριων δικών προβλέπει ότι, αφενός, η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως συνεπάγεται υποχρέωση επιστροφής των καταβληθέντων ποσών και, αφετέρου, ότι τα προς επιστροφή ποσά προσαυξάνονται με τόκους. Επιπλέον, το δικαίωμα εισπράξεως τέτοιων τόκων παραγράφεται εντός προθεσμίας τριών ετών, η δε προθεσμία αυτή είναι η γενικώς προβλεπόμενη από τον Allgemeines Bürgerliches Gesetzbuch (Αστικό Κώδικα) για τις ληξιπρόθεσμες ετήσιες παροχές.

116    Δεδομένου, όμως, ότι η εν λόγω προθεσμία αφορά μόνον τους τόκους, δεν επηρεάζει άμεσα το δικαίωμα του αντισυμβαλλομένου να υπαναχωρήσει από τη σύμβασή του.

117    Εντούτοις, στο Bezirksgericht für Handelssachen Wien (ειρηνοδικείο Βιέννης αρμόδιο για εμπορικές υποθέσεις) απόκειται να εξακριβώσει αν η εφαρμογή προθεσμίας παραγραφής για την άσκηση του δικαιώματος εισπράξεως τόκων είναι ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος υπαναχωρήσεως αυτού καθεαυτό, το οποίο οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης αναγνωρίζουν στον αντισυμβαλλόμενο.

118    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, οι συμβάσεις ασφαλίσεως αποτελούν νομικώς περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ουσιωδώς ανάλογα με τον ασφαλιστή που τα προσφέρει και να συνεπάγονται την ανάληψη σημαντικών και δυνητικώς μακροχρόνιων οικονομικών υποχρεώσεων (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress, C‑209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 29).

119    Αν, υπό τις περιστάσεις αυτές, η παραγραφή της αξιώσεως για οφειλόμενους τόκους πέραν της τριετίας έχει ως συνέπεια να μην ασκήσει ο αντισυμβαλλόμενος το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, τούτο δε ακόμη και αν η σύμβαση δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του, η προθεσμία αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το εν λόγω δικαίωμα, ιδίως εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος αυτός δεν έχει λάβει ακριβή ενημέρωση σχετικά με τον τρόπο ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος.

120    Αφετέρου, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι ανάγκες του αντισυμβαλλομένου πρέπει να εκτιμώνται κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, ανεξάρτητα από τα οφέλη που αυτός θα μπορούσε να αντλήσει από την καθυστερημένη υπαναχώρηση, καθόσον η υπαναχώρηση αυτή δεν αποσκοπεί στην προστασία της ελευθερίας επιλογής του αντισυμβαλλομένου, αλλά στο να του παράσχει τη δυνατότητα να επιτύχει μεγαλύτερη απόδοση ή ακόμη και να κερδοσκοπήσει επί της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής αποδόσεως της συμβάσεως και του επιτοκίου των τόκων.

121    Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πέμπτο ερώτημα στην υπόθεση C‑479/18 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 και το άρθρο 186, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής για την άσκηση του δικαιώματος εισπράξεως τόκων επί των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών των οποίων την επιστροφή ζητεί ο αντισυμβαλλόμενος που άσκησε το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, υπό τον όρον ότι ο καθορισμός της προθεσμίας αυτής δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος υπαναχωρήσεως του αντισυμβαλλομένου, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑479/18 απόκειται να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

122    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της δεύτερης οδηγίας 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 1990, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση ζωής και τη θέσπιση διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής), το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, καθώς και το άρθρο 185, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II), σε συνδυασμό με το άρθρο 186, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι η προθεσμία ασκήσεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από σύμβαση ασφαλίσεως ζωής εκκινεί από τη στιγμή που ο αντισυμβαλλόμενος πληροφορείται τη σύναψη της συμβάσεως, καίτοι η ενημέρωση που παρέσχε η ασφαλιστική επιχείρηση στον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο

–        είτε δεν διευκρινίζει ότι το εφαρμοστέο στη σύμβαση εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει καμία προϋπόθεση όσον αφορά τον τύπο για την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος υπαναχωρήσεως

–        είτε αναφέρει προϋποθέσεις όσον αφορά τον τύπο οι οποίες, στην πραγματικότητα, δεν απαιτούνται από το εφαρμοστέο στην εν λόγω σύμβαση εθνικό δίκαιο ή από τις συμβατικές ρήτρες της εν λόγω συμβάσεως, εφόσον μια τέτοια αναφορά δεν στερεί τους αντισυμβαλλομένους από τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους υπαναχωρήσεως υπό τους ίδιους όρους με εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν η ενημέρωση ήταν ακριβής. Στα αιτούντα δικαστήρια απόκειται να εξακριβώσουν, βάσει σφαιρικής εκτιμήσεως λαμβάνουσας ιδίως υπόψη το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, αν το σφάλμα που περιλαμβάνεται στην παρασχεθείσα προς τον αντισυμβαλλόμενο ενημέρωση του στερεί τη δυνατότητα αυτή.

2)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/96, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που η ασφαλιστική επιχείρηση παραλείψει να ενημερώσει τον αντισυμβαλλόμενο σχετικά με το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως ή σε περίπτωση που η εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως ενημέρωση είναι εσφαλμένη σε βαθμό τέτοιο ώστε να στερεί από τον αντισυμβαλλόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως υπό τους ίδιους, κατ’ ουσίαν, όρους με εκείνους οι οποίοι θα ίσχυαν αν η ενημέρωση ήταν ακριβής, η προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως δεν εκκινεί, ακόμη και αν ο αντισυμβαλλόμενος έλαβε γνώση της υπάρξεως του δικαιώματος υπαναχωρήσεως με άλλον τρόπο.

3)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/96, σε συνδυασμό με το άρθρο 31 της οδηγίας 92/96, και το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, έχουν την έννοια ότι, μετά την καταγγελία της συμβάσεως και την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η καταβολή, εκ μέρους της ασφαλιστικής επιχειρήσεως, της αξίας εξαγοράς, ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, υπό τον όρον ότι το εφαρμοστέο στη σύμβαση δίκαιο δεν ρυθμίζει τις έννομες συνέπειες της παραλειφθείσης ή εσφαλμένης ενημερώσεως ως προς το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

4)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/96, το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 και το άρθρο 185, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία δυνάμει της οποίας, σε περίπτωση ασκήσεως από τον αντισυμβαλλόμενο του δικαιώματός του υπαναχωρήσεως, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν μόνον την αξία εξαγοράς.

5)      Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 90/619, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/96, το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 και το άρθρο 186, παράγραφος 1, της οδηγίας 2009/138 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει τριετή προθεσμία παραγραφής για την άσκηση του δικαιώματος εισπράξεως τόκων επί των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών των οποίων την επιστροφή ζητεί ο αντισυμβαλλόμενος που άσκησε το δικαίωμά του υπαναχωρήσεως, υπό τον όρον ότι ο καθορισμός της προθεσμίας αυτής δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματος υπαναχωρήσεως του αντισυμβαλλομένου, πράγμα το οποίο στο αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C479/18 απόκειται να εξακριβώσει.

Πηγή: Taxheaven