Υπόθεση C-450/18 Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και εργασίας – Εθνική νομοθεσία που αναγνωρίζει το δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξης σε γυναίκες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα και λαμβάνουν ανταποδοτική

Υπόθεση C-450/18 Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και εργασίας – Εθνική νομοθεσία που αναγνωρίζει το δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξης σε γυναίκες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα και λαμβάνουν ανταποδοτική

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 12ης Δεκεμβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 79/7/ΕΟΚ – ʹΙση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης – Άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2 – Άρθρο 7, παράγραφος 1 – Υπολογισμός των παροχών – Οδηγία 2006/54/ΕΚ – Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και εργασίας – Εθνική νομοθεσία που αναγνωρίζει το δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξης σε γυναίκες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα και λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία – Μη χορήγηση του δικαιώματος αυτού σε άνδρες που τελούν σε πανομοιότυπη κατάσταση – Συγκρίσιμη κατάσταση – Άμεση διάκριση λόγω φύλου – Παρεκκλίσεις – Δεν χωρούν»

Στην υπόθεση C‑450/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Juzgado de lo Social n° 3 de Gerona (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 3 Ζιρόνας, Ισπανία) με απόφαση της 21ης Μαΐου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Ιουλίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

WA

κατά

Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, M. Safjan (εισηγητή), L. Bay Larsen και C. Toader, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Bobek

γραμματέας: L. Carrasco Marco, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Ιουνίου 2019,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο WA, εκπροσωπούμενος από τον F. Casas Corominas, abogado,

–        το Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS), εκπροσωπούμενο αρχικώς από τους A. R. Trillo García και L. Martínez-Sicluna Sepúlveda καθώς και από την P. García Perea, στη συνέχεια, από τον L. Martínez-Sicluna Sepúlveda και την P. García Perea, letrados,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον N. Ruiz García καθώς και από τις C. Valero και I. Galindo Martín, στη συνέχεια από τον N. Ruiz García και τη C. Valero,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 157 ΣΛΕΕ και της οδηγίας 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του WA, πατέρα δύο τέκνων, και του Instituto Nacional de la Seguridad Social (INSS) (Εθνικού Ιδρύματος Κοινωνικής Ασφάλισης, Ισπανία) σχετικά με την άρνηση να χορηγηθεί στον WA προσαύξηση σύνταξης η οποία χορηγείται σε γυναίκες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ

3        Η δεύτερη και η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160), έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως πρέπει να εφαρμοσθεί καταρχήν στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία από τους κινδύνους ασθενείας, αναπηρίας, γήρατος, εργατικού ατυχήματος, επαγγελματικής ασθενείας και ανεργίας, καθώς και στις διατάξεις που αφορούν την κοινωνική πρόνοια κατά το μέτρο που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τα προαναφερθέντα συστήματα,

ότι η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως δεν θίγει την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν την προστασία της γυναίκας λόγω μητρότητας και ότι, εντός αυτού του πλαισίου, δύνανται τα κράτη μέλη να θεσπίζουν υπέρ των γυναικών ειδικές διατάξεις, προοριζόμενες να άρουν τις ανισότητες που υπάρχουν στην πράξη.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως και των άλλων στοιχείων κοινωνικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 3, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, η οποία καλείται στο εξής “αρχή της ίσης μεταχειρίσεως”.»

5        Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται επί του ενεργού πληθυσμού, συμπεριλαμβανομένων και των ανεξάρτητα εργαζομένων, των εργαζομένων των οποίων η δραστηριότης έχει διακοπεί λόγω ασθενείας, ατυχήματος ή μη ηθελημένης ανεργίας και επί των προσώπων που αναζητούν εργασία, καθώς και επί των συνταξιούχων και των αναπήρων εργαζομένων.»

6        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται:

α)      στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά των ακολούθων κινδύνων:

–        ασθενείας,

–        αναπηρίας,

–        γήρατος,

–        εργατικού ατυχήματος και επαγγελματικής ασθενείας,

–        ανεργίας·

[...]».

7        Το άρθρο 4 της οδηγίας 79/7 ορίζει τα εξής:

«1.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά:

–        το πεδίο εφαρμογής των συστημάτων και τους όρους προσβάσεως στα συστήματα αυτά,

–        την υποχρέωση καταβολής εισφορών και τον υπολογισμό των εισφορών,

–        τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένου προσώπου και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών.

2.      Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν θίγει τις διατάξεις περί προστασίας της γυναίκας λόγω μητρότητος.»

8        Το άρθρο 7 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της:

[...]

β)      τα πλεονεκτήματα που παρέχονται επί ασφαλίσεως γήρατος στα πρόσωπα που έχουν αναθρέψει τέκνα· την απόκτηση δικαιωμάτων επί παροχών μετά από περιόδους διακοπής της εργασίας, λόγω μορφώσεως των τέκνων·

[...]

2.      Τα κράτη μέλη προβαίνουν περιοδικά στην εξέταση των θεμάτων που εξαιρούνται κατά την παράγραφο 1, προκειμένου να εξακριβώσουν αν δικαιολογείται, λαμβανομένης υπόψη της κοινωνικής εξελίξεως, η διατήρηση των εν λόγω εξαιρέσεων.»

 Η οδηγία 2006/54

9        Η οδηγία 2006/54 κατάργησε την οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2002/73/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ 2002, L 269, σ. 15).

10      Η αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2006/54 έχει ως εξής:

«Με την απόφαση της 17ης Μαΐου 1990[, Barber (C-262/88, EU:C:1990:209)], το Δικαστήριο έκρινε ότι όλες οι μορφές επαγγελματικών συντάξεων αποτελούν στοιχείο αμοιβής κατά την έννοια του άρθρου 141 της συνθήκης [ΕΚ].»

11      Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να εξασφαλισθεί η εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης.

Για το σκοπό αυτό, η παρούσα οδηγία περιέχει διατάξεις για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ως προς:

[...]

β)      τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της αμοιβής·

γ)      τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

[...]»

12      Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[...]

στ)      “επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης”: συστήματα που δεν διέπονται από την οδηγία [79/7] και που έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση στους εργαζόμενους, μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους, στα πλαίσια επιχείρησης ή ομάδας επιχειρήσεων, οικονομικού κλάδου ή επαγγελματικού ή διεπαγγελματικού τομέα, παροχών που προορίζονται να συμπληρώσουν ή να υποκαταστήσουν τις παροχές των εκ του νόμου συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ανεξαρτήτως του αν η υπαγωγή στα συστήματα αυτά είναι υποχρεωτική.»

 Το ισπανικό δίκαιο

13      Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του Ley General de la Seguridad Social (γενικού νόμου περί κοινωνικής ασφάλισης), όπως κωδικοποιήθηκε και εγκρίθηκε με το Real Decreto Legislativo 8/2015 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2015), της 30ής Οκτωβρίου 2015 (BOE αριθ. 261, της 31ης Οκτωβρίου 2015, σ. 103291) (στο εξής: LGSS), προβλέπει τα εξής:

«Ανεξαρτήτως φύλου, προσωπικής κατάστασης και επαγγέλματος, οι Ισπανοί πολίτες που κατοικούν στην Ισπανία και οι αλλοδαποί που κατοικούν ή βρίσκονται νομίμως στην ισπανική επικράτεια υπάγονται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για τη χορήγηση ανταποδοτικών παροχών, υπό την επιφύλαξη ότι, και στις δύο περιπτώσεις, ασκούν δραστηριότητα στην εθνική επικράτεια και εμπίπτουν σε μια από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)      εργαζόμενοι που παρέχουν τις υπηρεσίες τους για λογαριασμό τρίτου, υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, του αναδιατυπωμένου κειμένου του Estatuto de los Trabajadores [Εργατικού Κώδικα], στους διάφορους κλάδους της οικονομίας ή οι εργαζόμενοι που εξομοιώνονται με αυτούς, είτε πρόκειται για προσωρινούς, εποχιακούς, μονίμους, ή ακόμη και “fijos discontinuos”, συμπεριλαμβανομένων των τηλεεργαζομένων και, σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως της επαγγελματικής κατηγορίας του εργαζομένου, της μορφής και του ύψους των αποδοχών που λαμβάνει και του γενικού χαρακτήρα της εργασιακής του σχέσης·

β)      ελεύθεροι επαγγελματίες, ανεξαρτήτως του αν είναι κύριοι ατομικών ή οικογενειακών επιχειρήσεων, ηλικίας άνω των 18 ετών, οι οποίοι πληρούν όλες τις προϋποθέσεις που ορίζονται ρητώς από τον παρόντα νόμο ή από την κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζεται για την εφαρμογή του·

γ)      εργαζόμενοι που είναι μέλη εργατικών συνεταιρισμών·

δ)      φοιτητές·

ε)      δημόσιοι υπάλληλοι, πολιτικό και στρατιωτικό προσωπικό.»

14      Το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS ορίζει τα ακόλουθα:

«Λόγω της δημογραφικής συνεισφοράς τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, χορηγείται προσαύξηση της σύνταξης στις γυναίκες που έχουν αποκτήσει φυσικά ή θετά τέκνα και δικαιούνται στο πλαίσιο οποιουδήποτε καθεστώτος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ανταποδοτική σύνταξη λόγω γήρατος, χηρείας ή μόνιμης ανικανότητας προς εργασία.

Το ποσό της προσαύξησης αυτής, το οποίο έχει, από κάθε άποψη, τη νομική φύση ανταποδοτικής σύνταξης που χορηγείται από το Δημόσιο, προκύπτει από το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του αρχικού ποσού της εν λόγω σύνταξης επί ορισμένο ποσοστό που συναρτάται προς τον αριθμό των τέκνων με βάση την ακόλουθη κλίμακα:

α)      στην περίπτωση 2 τέκνων: 5 τοις εκατό.

β)      στην περίπτωση 3 τέκνων: 10 τοις εκατό.

γ)      στην περίπτωση 4 ή περισσοτέρων τέκνων: 15 τοις εκατό.

Για να κριθεί αν υφίσταται δικαίωμα χορήγησης προσαύξησης και για τον υπολογισμό του ποσού της προσαύξησης λαμβάνονται υπόψη μόνον τα τέκνα που γεννήθηκαν ή υιοθετήθηκαν πριν από την επέλευση της γενεσιουργού αιτίας της οικείας σύνταξης.»

15      Κατά το άρθρο 196, παράγραφος 3, του LGSS:

«Η χρηματική παροχή που αντιστοιχεί στην περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας προς εργασία συνίσταται σε ισόβια σύνταξη.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16      Με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, το INSS χορήγησε στον WA σύνταξη λόγω μόνιμης ολικής ανικανότητας προς εργασία ίση με το 100 % του βασικού ποσού υπολογισμού (στο εξής: απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017). Η σύνταξη αυτή ανερχόταν σε 1 603,43 ευρώ μηνιαίως, πλέον αναπροσαρμογών.

17      Ο WA άσκησε ενδικοφανή προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, υποστηρίζοντας ότι, καθώς είναι πατέρας δύο θυγατέρων, έπρεπε, βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 1, του LGSS, να του χορηγηθεί η προσαύξηση σύνταξης που προβλέπεται στη διάταξη αυτή (στο εξής: επίμαχη προσαύξηση σύνταξης), η οποία αντιστοιχεί στο 5 % του αρχικού ποσού της σύνταξής του, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις που χορηγείται και στις γυναίκες που είναι μητέρες δύο τέκνων και οι οποίες λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία βάσει του ισπανικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

18      Με απόφαση της 9ης Ιουνίου 2017, το INSS απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή του WA και επικύρωσε την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017. Συναφώς, το INSS επισήμανε ότι η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης παρέχεται αποκλειστικά στις γυναίκες που λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη στο πλαίσιο της ισπανικής κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον είναι μητέρες δύο ή περισσοτέρων τέκνων, λόγω της δημογραφικής συνεισφοράς τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.

19      Εν τω μεταξύ, στις 23 Μαΐου 2017, ο WA άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της 25ης Ιανουαρίου 2017 ενώπιον του Juzgado de lo Social n.° 3 de Gerona (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 3 Ζιρόνας, Ισπανία), ζητώντας να του αναγνωριστεί δικαίωμα να λάβει την επίμαχη προσαύξηση σύνταξης.

20      Στις 18 Μαΐου 2018, γνωστοποιήθηκε στο Juzgado de lo Social n° 3 de Gerona (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 3 Ζιρόνας) ότι ο WA απεβίωσε στις 9 Δεκεμβρίου 2017. Η DC, σύζυγός του, διαδέχθηκε τον αποβιώσαντα ως προσφεύγουσα στη διαφορά της κύριας δίκης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, ως εκ τούτου, η ενδεχόμενη καταβολή της επίμαχης προσαύξησης σύνταξης θα αφορούσε το διάστημα μέχρι τον θάνατο του WA.

21      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS παρέχει την επίμαχη προσαύξηση σύνταξης στις γυναίκες που έχουν τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα, λόγω της δημογραφικής συνεισφοράς τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ενώ στους άνδρες που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση δεν χορηγείται το δικαίωμα αυτό. Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα της διάταξης αυτής με το δίκαιο της Ένωσης.

22      Ειδικότερα, η έννοια της «δημογραφικής συνεισφοράς στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης», κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS, καλύπτει τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άνδρες, δεδομένου ότι η αναπαραγωγή και η ευθύνη της φροντίδας, διατροφής και ανατροφής των τέκνων, καθώς και η προσοχή που πρέπει να δίδεται σε αυτά, αφορά κάθε πρόσωπο που έχει την ιδιότητα της μητέρας ή του πατέρα. Κατά συνέπεια, η διακοπή της εργασίας λόγω της γέννησης, της υιοθεσίας ή της φροντίδας τέκνων μπορεί να θίξει κατά τον ίδιο τρόπο άνδρες και γυναίκες, ανεξαρτήτως της δημογραφικής συνεισφοράς τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS εισάγει αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση υπέρ των γυναικών και εις βάρος των ανδρών που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση.

23      Ωστόσο, η αναπαραγωγή συνεπάγεται μεγαλύτερη θυσία για τις γυναίκες σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, οι γυναίκες πρέπει να αντιμετωπίσουν την περίοδο κύησης και τον τοκετό, που έχουν προφανείς συνέπειες από βιολογικής και φυσιολογικής απόψεως, και να υποστούν τα προκύπτοντα εξ αυτών μειονεκτήματα όχι μόνο από σωματικής απόψεως αλλά επίσης και στην επαγγελματική τους ζωή και στις εύλογες προσδοκίες επαγγελματικής ανέλιξης στη σταδιοδρομία τους. Επομένως, από βιολογικής απόψεως, οι διατάξεις του άρθρου 60, παράγραφος 1, του LGSS δικαιολογούνται ενδεχομένως καθόσον αποσκοπούν στην προστασία της γυναίκας από τις συνέπειες της εγκυμοσύνης και της μητρότητας.

24      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Juzgado de lo Social n° 3 de Gerona (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών και κοινωνικοασφαλιστικών διαφορών αριθ. 3 Ζιρόνας) ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης που απαγορεύει οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 157 [ΣΛΕΕ] και στην οδηγία [76/207], όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία [2002/73] και αναδιατυπώθηκε με την οδηγία [2006/54], εθνική διάταξη (ήτοι το άρθρο 60, παράγραφος 1, του [LGSS]) η οποία αναγνωρίζει δικαίωμα προσαύξησης σύνταξης, λόγω της δημογραφικής τους συνεισφοράς στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, στις γυναίκες που έχουν αποκτήσει φυσικά ή θετά τέκνα και δικαιούνται στο πλαίσιο καθεστώτος του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ανταποδοτική σύνταξη λόγω γήρατος, χηρείας ή μόνιμης ανικανότητας προς εργασία και, αντιθέτως, δεν αναγνωρίζει τέτοιο δικαίωμα στους άνδρες που τελούν σε πανομοιότυπη κατάσταση;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

25      Στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου που προβλέπει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Ειδικότερα, αποστολή του Δικαστηρίου είναι να ερμηνεύει όλες τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που έχουν ανάγκη τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να αποφανθούν επί των διαφορών των οποίων έχουν επιληφθεί, ακόμη και όταν οι διατάξεις αυτές δεν μνημονεύονται ρητώς στα ερωτήματα που του υποβάλλουν τα εν λόγω δικαστήρια (αποφάσεις της 26ης Ιουνίου 2008, Wiedemann και Funk, C‑329/06 και C-343/06, EU:C:2008:366, σκέψη 45, καθώς και της 8ης Μαΐου 2019, PI, C-230/18, EU:C:2019:383, σκέψη 42).

26      Στην παρούσα υπόθεση, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο περιόρισε το ερώτημά του στην ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 157 ΣΛΕΕ και της οδηγίας 2006/54, το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να του είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υπόθεσης της οποίας έχει επιληφθεί, ασχέτως του αν το αιτούν δικαστήριο έχει κάνει σχετική μνεία κατά τη διατύπωση του ερωτήματός του. Συναφώς, στο Δικαστήριο εναπόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του έχει παράσχει το αιτούν δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της απόφασης περί παραπομπής, τα στοιχεία εκείνα του εν λόγω δικαίου που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς της κύριας δίκης (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2010, Wolf, C‑229/08, EU:C:2010:3, σκέψη 32, και της 8ης Μαΐου 2019, PI, C-230/18, EU:C:2019:383, σκέψη 43).

27      Εν προκειμένω, ο WA, πατέρας δύο τέκνων, ζήτησε, βάσει του άρθρου 60, παράγραφος 1, του LGSS, να του χορηγηθεί η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης, η οποία θα αθροιζόταν στην ανταποδοτική σύνταξη που λάμβανε λόγω μόνιμης ολικής ανικανότητας προς εργασία.

28      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι εμπίπτουν στην έννοια της «αμοιβής» του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ οι συντάξεις που καταβάλλονται δυνάμει της σχέσης εργασίας μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη, αποκλειομένων εκείνων που καταβάλλονται στο πλαίσιο εκ του νόμου προβλεπομένου συστήματος, για τη χρηματοδότηση του οποίου οι εργαζόμενοι, οι εργοδότες και, ενδεχομένως, οι δημόσιες αρχές συμβάλλουν όχι βάσει μιας τέτοιας σχέσης εργασίας, αλλά προς εξυπηρέτηση επιδιώξεων κοινωνικής πολιτικής. Επομένως, δεν μπορούν να περιληφθούν στην έννοια αυτή τα συστήματα ή οι παροχές κοινωνικής ασφάλισης, όπως οι συντάξεις γήρατος, οι οποίες ρυθμίζονται απευθείας από τον νόμο χωρίς κανένα στοιχείο διαβούλευσης στο πλαίσιο της επιχείρησης ή του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου και έχουν υποχρεωτική εφαρμογή σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων (απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C-385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

29      Πλην όμως, η ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία, όπως αυτή που έλαβε ο WA, βάσει της οποίας υπολογίζεται η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης, αποτελεί σύνταξη η οποία δεν συναρτάται τόσο με σχέση εργασίας μεταξύ εργαζομένων και εργοδότη αλλά με επιδιώξεις κοινωνικού χαρακτήρα, υπό την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας απόφασης.

30      Επιπλέον, το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS διευκρινίζει ότι η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης έχει από κάθε άποψη τη νομική φύση δημόσιας ανταποδοτικής σύνταξης.

31      Ασφαλώς, εκτιμήσεις κοινωνικής πολιτικής, οργάνωσης του κράτους, ηθικής φύσεως, ή ακόμη και προβληματισμοί δημοσιονομικής φύσεως, που επηρέασαν ή θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει τον εθνικό νομοθέτη σχετικά με τη δημιουργία ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, είναι άνευ σημασίας αν η σύνταξη αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αν τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και αν το ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού (αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Beune, C-7/93, EU:C:1994:350, σκέψη 45, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C-385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 23).

32      Συναφώς, όπως υποστηρίζει το INSS, η πρώτη από τις τρεις ανωτέρω προϋποθέσεις δεν πληρούται, δεδομένου ότι η δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν περιλαμβάνει καμία ένδειξη από την οποία να προκύπτει ότι μια ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, αφορά μόνο μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων.

33      Επομένως, μια τέτοια ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία δεν εμπίπτει στην έννοια της «αμοιβής» κατά το άρθρο 157, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ, και της οδηγίας 2006/54 (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996, Gillespie κ.λπ., C-342/93, EU:C:1996:46, σκέψη 14, της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C-385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 25, καθώς και της 14ης Ιουλίου 2016, Ornano, C-335/15, EU:C:2016:564, σκέψη 38).

34      Επιπλέον, από το άρθρο 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2006/54, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται επί των νομικών συστημάτων που διέπονται από την οδηγία 79/7.

35      Αντιθέτως, η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης ενδέχεται να εμπίπτει στην οδηγία 79/7, στο μέτρο που αποτελεί μέρος συστήματος που προβλέπεται από τη νομοθεσία για την προστασία έναντι ενός από τους κινδύνους που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, δηλαδή την αναπηρία, και έχει άμεση και πραγματική σχέση με την προστασία από τον κίνδυνο αυτό (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1999, Taylor, C-382/98, EU:C:1999:623, σκέψη 14, και της 22ας Νοεμβρίου 2012, Elbal Moreno, C-385/11, EU:C:2012:746, σκέψη 26).

36      Πράγματι, η ως άνω προσαύξηση σύνταξης αποσκοπεί στην προστασία των γυναικών που έχουν τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα και οι οποίες λαμβάνουν σύνταξη αναπηρίας και διασφαλίζει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ότι μπορούν να έχουν στη διάθεσή τους τα αναγκαία μέσα λαμβανομένων ιδίως υπόψη των αναγκών τους.

37      Υπό τις συνθήκες αυτές, το υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα αν η οδηγία 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, λόγω της δημογραφικής συνεισφοράς των γυναικών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, προβλέπει το δικαίωμα χορήγησης προσαύξηση σύνταξης σε γυναίκες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα, οι οποίες λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία βάσει εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ενώ οι άνδρες που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση δεν δικαιούνται τέτοια προσαύξηση σύνταξης.

 Επί της ουσίας

38      Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, τρίτη περίπτωση, της οδηγίας 79/7, η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την απουσία κάθε διάκρισης που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά τον υπολογισμό των παροχών.

39      Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τον υπολογισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία ενός άνδρα με δύο τέκνα, ο οποίος ζητούσε να λάβει την επίμαχη προσαύξηση σύνταξης.

40      Κατά το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS, λαμβανομένης υπόψη της δημογραφικής συνεισφοράς των γυναικών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης χορηγείται στις γυναίκες που έχουν τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα και λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία βάσει συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Αντιθέτως, οι άνδρες, όταν βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση, δεν λαμβάνουν την προσαύξηση αυτή.

41      Επομένως, η εθνική ρύθμιση αυτή επιφυλάσσει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στους άνδρες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα. Μια τέτοια λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση βασίζεται στο φύλο και ενδέχεται να συνιστά άμεση διάκριση υπό την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7.

42      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η δυσμενής διάκριση συνίσταται στην εφαρμογή διαφορετικών κανόνων σε συγκρίσιμες καταστάσεις ή στην εφαρμογή του ίδιου κανόνα σε διαφορετικές καταστάσεις (αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1996, Gillespie κ.λπ., C-342/93, EU:C:1996:46, σκέψη 16, καθώς και της 8ης Μαΐου 2019, Praxair MRC, C-486/18, EU:C:2019:379, σκέψη 73).

43      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η διαφορετική μεταχείριση ανδρών και γυναικών, την οποία προβλέπει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση, αφορά κατηγορίες προσώπων που βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις.

44      Συναφώς, η απαίτηση περί συγκρισιμότητας των καταστάσεων δεν συνεπάγεται ότι οι καταστάσεις πρέπει να ταυτίζονται, αλλά απλώς ότι πρέπει να είναι παρεμφερείς [απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος), C-451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

45      Η εκτίμηση της συγκρισιμότητας των καταστάσεων δεν πρέπει να γίνεται κατά τρόπο γενικό και αφηρημένο αλλά κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που τις χαρακτηρίζουν, ιδίως δε υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της εθνικής ρύθμισης που εισάγει την επίμαχη διάκριση καθώς και, αναλόγως της περιπτώσεως, υπό το πρίσμα των αρχών και των σκοπών του τομέα στον οποίον εμπίπτει η οικεία εθνική ρύθμιση [απόφαση της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος), C-451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46      Όσον αφορά τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS, ήτοι την ανταμοιβή της δημογραφικής συνεισφοράς των γυναικών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, διαπιστώνεται ότι η δημογραφική συνεισφορά των ανδρών είναι εξίσου αναγκαία με εκείνη των γυναικών.

47      Ως εκ τούτου, μόνον ο λόγος της δημογραφικής συνεισφοράς στην κοινωνική ασφάλιση δεν μπορεί να δικαιολογήσει την άποψη ότι οι άνδρες και οι γυναίκες δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση όσον αφορά τη χορήγηση της επίμαχης προσαύξησης σύνταξης.

48      Ωστόσο, απαντώντας σε γραπτή ερώτηση του Δικαστηρίου, η Ισπανική Κυβέρνηση υπογράμμισε ότι ο σκοπός που επιδιώκεται με αυτήν την προσαύξηση σύνταξης δεν συνίσταται μόνο στην ανταμοιβή των γυναικών που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο τέκνα για τη δημογραφική τους συνεισφορά στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η εν λόγω προσαύξηση σχεδιάστηκε επίσης ως μέτρο που αποσκοπεί στη μείωση της απόκλισης μεταξύ των ποσών της σύνταξης ανδρών και των γυναικών, η οποία απορρέει από τις διαφορές ως προς την επαγγελματική τους πορεία. Ο επιδιωκόμενος σκοπός συνίσταται στη διασφάλιση της χορήγησης επαρκών συντάξεων στις γυναίκες των οποίων η ικανότητα καταβολής εισφορών και, ως εκ τούτου, το ύψος της σύνταξης μειώθηκαν κατόπιν της διακοπής ή συντόμευσης της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, λόγω της απόκτησης δύο τουλάχιστον τέκνων.

49      Επιπλέον, το INSS, με τις γραπτές παρατηρήσεις του, υποστηρίζει ότι η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης δικαιολογείται από λόγους κοινωνικής πολιτικής. Προς τούτο, το INSS παρέχει πολυάριθμα στατιστικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει διαφορά μεταξύ των ποσών των συντάξεων ανδρών και των γυναικών, καθώς και διαφορά, αφενός, μεταξύ των ποσών των συντάξεων των γυναικών χωρίς τέκνα ή με ένα τέκνο και, αφετέρου, των ποσών των συντάξεων των γυναικών που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο τέκνα.

50      Συναφώς, όσον αφορά τον σκοπό που συνίσταται στη μείωση της απόκλισης μεταξύ των ποσών της σύνταξης γυναικών και ανδρών μέσω της χορήγησης της επίμαχης προσαύξησης σύνταξης, επισημαίνεται ότι το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS αποσκοπεί, τουλάχιστον εν μέρει, στην προστασία των γυναικών υπό την ιδιότητά τους ως γονέων.

51      Πλην όμως, αφενός, πρόκειται για ιδιότητα την οποία μπορούν να έχουν συγχρόνως και οι άνδρες και οι γυναίκες και, αφετέρου, η κατάσταση ενός πατέρα και η κατάσταση μιας μητέρας μπορούν να είναι συγκρίσιμες όσον αφορά την ανατροφή των τέκνων (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2001, Griesmar, C‑366/99, EU:C:2001:648, σκέψη 56, και της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C-559/07, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2009:198, σκέψη 69).

52      Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι οι γυναίκες θίγονται περισσότερο από τα μειονεκτήματα επαγγελματικής φύσεως που προκύπτουν από την ανατροφή των τέκνων, επειδή κατά γενικό κανόνα αυτές εξασφαλίζουν την ανατροφή, δεν μπορεί να αποκλείσει την ομοιότητα της κατάστασής τους με την κατάσταση άνδρα που ασχολήθηκε με την ανατροφή των τέκνων του και, ως εκ τούτου, εξετέθη στα ίδια μειονεκτήματα όσον αφορά τη σταδιοδρομία (πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2001, Griesmar, C-366/99, EU:C:2001:648, σκέψη 56).

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 66 των προτάσεών του, η ύπαρξη στατιστικών στοιχείων που αναφέρονται σε διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ των ποσών των συντάξεων των γυναικών και των ανδρών δεν αρκεί προκειμένου να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, όσον αφορά την επίμαχη προσαύξηση σύνταξης, οι γυναίκες και οι άνδρες δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση ως γονείς.

54      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, εξαίρεση από την απαγόρευση, στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7, κάθε άμεσης διάκρισης λόγω φύλου χωρεί μόνο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται εξαντλητικώς στη συγκεκριμένη οδηγία [πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, X, C-318/13, EU:C:2014:2133, σκέψεις 34 και 35, καθώς και της 26ης Ιουνίου 2018, MB (Αλλαγή φύλου και σύνταξη γήρατος), C-451/16, EU:C:2018:492, σκέψη 50].

55      Όσον αφορά τους λόγους αυτούς εξαίρεσης, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/7, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν θίγει τις διατάξεις περί προστασίας της γυναίκας λόγω μητρότητας.

56      Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, επιφυλάσσοντας υπέρ των κρατών μελών το δικαίωμα διατήρησης σε ισχύ ή θέσπισης διατάξεων με σκοπό την κατοχύρωση της προστασίας αυτής, το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/7 αναγνωρίζει τη νομιμότητα, από πλευράς της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ των φύλων, της προστασίας, αφενός, της βιολογικής καταστάσεως της γυναίκας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της και μετά από αυτήν και, αφετέρου, των ειδικών σχέσεων μεταξύ της γυναίκας και του τέκνου της κατά τον μετά τον τοκετό χρόνο (πρβλ., όσον αφορά την οδηγία 76/207, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, Hofmann, 184/83, EU:C:1984:273, σκέψη 25, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, Betriu Montull, C-5/12, EU:C:2013:571, σκέψη 62).

57      Πλην όμως, εν προκειμένω, το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS δεν περιέχει κανένα στοιχείο που να συνδέει τη χορήγηση της επίμαχης προσαύξησης σύνταξης με τη λήψη άδειας μητρότητας ή με τα μειονεκτήματα που υφίσταται μια γυναίκα στη σταδιοδρομία της λόγω της απομάκρυνσής της από την υπηρεσία κατά την περίοδο που ακολουθεί τον τοκετό.

58      Ειδικότερα, η εν λόγω προσαύξηση χορηγείται στις γυναίκες που έχουν υιοθετήσει τέκνα, πράγμα που μαρτυρεί ότι ο εθνικός νομοθέτης δεν θέλησε να περιορίσει την εφαρμογή του άρθρου 60, παράγραφος 1, του LGSS στην προστασία της βιολογικής κατάστασης των γυναικών που έχουν γεννήσει.

59      Επιπλέον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 54 των προτάσεών του, η διάταξη αυτή δεν απαιτεί οι γυναίκες να έχουν πράγματι παύσει να εργάζονται κατά τον χρόνο κατά τον οποίο απέκτησαν τα τέκνα τους και, επομένως, δεν πληρούται η προϋπόθεση σχετικά με τη λήψη άδειας μητρότητας. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, στην περίπτωση κατά την οποία μια γυναίκα γέννησε πριν από την είσοδό της στην αγορά εργασίας.

60      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι μια προσαύξηση σύνταξης όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης από την απαγόρευση των διακρίσεων που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 79/7.

61      Δεύτερον, η οδηγία αυτή, κατά το άρθρο της 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της «τα πλεονεκτήματα που παρέχονται επί ασφαλίσεως γήρατος στα πρόσωπα που έχουν αναθρέψει τέκνα» και «την απόκτηση δικαιωμάτων επί παροχών μετά από περιόδους διακοπής της εργασίας, λόγω μορφώσεως των τέκνων».

62      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 60, παράγραφος 1, του LGSS εξαρτά τη χορήγηση της επίμαχης προσαύξησης σύνταξης όχι από την ανατροφή των τέκνων ή την ύπαρξη περιόδων διακοπής της εργασίας λόγω ανατροφής τέκνων, αλλά αποκλειστικά από το ότι οι γυναίκες που το δικαιούνται απέκτησαν τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα και εισπράττουν ανταποδοτική σύνταξη γήρατος, χηρείας ή μόνιμης ανικανότητας προς εργασία δυνάμει συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.

63      Κατά συνέπεια, το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 79/7 δεν εφαρμόζεται σε παροχή όπως η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης.

64      Τέλος, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 157, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ, προκειμένου να εξασφαλιστεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

65      Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 60, παράγραφος 1, του LGSS, δεδομένου ότι η επίμαχη προσαύξηση σύνταξης περιορίζεται στη χορήγηση στις γυναίκες ενός επιπλέον ποσού κατά τον χρόνο χορήγησης σύνταξης, ιδίως σε περίπτωση μόνιμης αναπηρίας, χωρίς να αποκαθιστά τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζουν κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας και δεν μπορεί να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα στα οποία εκτίθεται η σταδιοδρομία των γυναικών βοηθώντας τη σταδιοδρομία τους και να εξασφαλίσει, επομένως, εμπράκτως πλήρη ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην επαγγελματική ζωή (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2001, Griesmar, C-366/99, EU:C:2001:648, σκέψη 65, και της 17ης Ιουλίου 2014, Leone, C-173/13, EU:C:2014:2090, σκέψη 101).

66      Ως εκ τούτου, διαπιστώνεται ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου και απαγορεύεται, ως εκ τούτου, από την οδηγία 79/7.

67      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 79/7 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει το δικαίωμα χορήγησης προσαύξησης σύνταξης σε γυναίκες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα και οι οποίες λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία βάσει εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ενώ οι άνδρες που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση δεν δικαιούνται τέτοια προσαύξηση σύνταξης.

 Επί των δικαστικών εξόδων

68      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία προβλέπει το δικαίωμα χορήγησης προσαύξησης σύνταξης σε γυναίκες που έχουν αποκτήσει τουλάχιστον δύο φυσικά ή θετά τέκνα και οι οποίες λαμβάνουν ανταποδοτική σύνταξη λόγω μόνιμης ανικανότητας προς εργασία βάσει εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, ενώ οι άνδρες που βρίσκονται σε πανομοιότυπη κατάσταση δεν δικαιούνται τέτοια προσαύξηση σύνταξης.

Πηγή: Taxheaven