Υποθέσεις C-708/17 και C-725/17 Σύμβαση που αφορά παροχή τηλεθέρμανσης – Άρθρο 27 – Παροχή μη παραγγελθέντων – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά – Άρθρο 5 – Απαγόρευση των αθέμιτων

Υποθέσεις C-708/17 και C-725/17 Σύμβαση που αφορά παροχή τηλεθέρμανσης – Άρθρο 27 – Παροχή μη παραγγελθέντων – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά – Άρθρο 5 – Απαγόρευση των αθέμιτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 5ης Δεκεμβρίου 2019  «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Οδηγία 2011/83/ΕΕ – Δίκαιο των καταναλωτών – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Έννοια του όρου “καταναλωτής” – Άρθρο 3, παράγραφος 1 – Σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή – Σύμβαση που αφορά παροχή τηλεθέρμανσης – Άρθρο 27 – Παροχή μη παραγγελθέντων – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά – Άρθρο 5 – Απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών – Παράρτημα I – Παροχή μη παραγγελθέντων – Εθνική νομοθεσία που απαιτεί από κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης να συμβάλλει στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου – Ενεργειακή απόδοση – Οδηγία 2006/32/ΕΚ – Άρθρο 13, παράγραφος 2 – Οδηγία 2012/27/ΕΕ – Άρθρο 10, παράγραφος 1 – Πληροφορίες τιμολόγησης – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις για την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-708/17 και C-725/17,

με αντικείμενο δύο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλαν το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad, Βουλγαρία) (C-708/17) και το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας, Βουλγαρία) (C-725/17) με αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2017 και της 5ης Δεκεμβρίου 2017 αντιστοίχως, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο, στις 19 Δεκεμβρίου 2017 και στις 27 Δεκεμβρίου 2017 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

«EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD

κατά

Nikolina Stefanova Dimitrova (C-708/17),

και

«Toplofikatsia Sofia» EAD

κατά

Mitko Simeonov Dimitrov (C-725/17),

παρισταμένων των:

«Termokomplekt» OOD,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά, πρόεδρο τμήματος, S. Rodin, D. Šváby (εισηγητή), K. Jürimäe και N. Piçarra, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: C. Strömholm, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Δεκεμβρίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η «EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD, εκπροσωπούμενη από τους S. Radev και S. Popov,

–        η «Toplofikatsia Sofia» EAD, εκπροσωπούμενη από τους S. Chakalski, I. Epitropov και V. Ivanov,

–        η Ν. Dimitrova, εκπροσωπούμενη από τους S. Memtsov και D. Dekov, advokati,

–        η Λιθουανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις G. Taluntytė και J. Prasauskienė καθώς και από τον D. Kriaučiūnas,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον N. Ruiz García καθώς και από τις K. Talabér-Ritz και N. Nikolova,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Απριλίου 2019,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές») (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22), του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2006, L 114, σ. 64), των άρθρων 5 και 27 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64), καθώς και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ (ΕΕ 2012, L 315, σ. 1).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών, αφενός, μεταξύ της «EVN Bulgaria Toplofikatsia» EAD (στο εξής: EVN) και της Nikolina Stefanova Dimitrova (C-708/17) και, αφετέρου, μεταξύ της «Toplofikatsia Sofia» EAD και του Mitko Simeonov Dimitrov (C-725/18), με αντικείμενο αγωγές για την πληρωμή λογαριασμών σχετικών με την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης κτιρίων επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 2005/29

3        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2005/29 προβλέπει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία ισχύει υπό την επιφύλαξη του δικαίου των συμβάσεων και, ιδίως, των κανόνων εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης.»

4        Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

[...]

5.      Το παράρτημα Ι περιέχει τον κατάλογο των εμπορικών πρακτικών που θεωρούνται αθέμιτες υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις. [...]»

5        Το παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Εμπορικές πρακτικές οι οποίες, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, κρίνονται αθέμιτες», περιλαμβάνει το ακόλουθο χωρίο:

«Επιθετικές εμπορικές πρακτικές

[...]

29)      Απαίτηση άμεσης ή μεταγενέστερης πληρωμής ή επιστροφής ή φύλαξης για προϊόντα που έχει προμηθεύσει ο εμπορευόμενος αλλά δεν έχουν παραγγελθεί από τον καταναλωτή, εκτός αν το προϊόν αποτελεί υποκατάστατο που παρέχεται σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας 97/7/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19)] (παροχή μη παραγγελθέντων).»

 Η οδηγία 2011/83

6        Οι αιτιολογικές σκέψεις 14 και 60 της οδηγίας 2011/83 έχουν ως εξής:

«(14)      Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την εθνική νομοθεσία σε θέματα δικαίου των συμβάσεων για ζητήματα σχετιζόμενα με το δίκαιο των συμβάσεων που δεν ρυθμίζονται από την παρούσα οδηγία. Κατά συνέπεια, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει για παράδειγμα τη σύναψη ή την εγκυρότητα μιας σύμβασης (όπως σε περίπτωση απουσίας συγκατάθεσης). Ομοίως, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να επηρεάζει την εθνική νομοθεσία σε σχέση με τα γενικά συμβατικά ένδικα μέσα, τους κανόνες περί δημόσιας οικονομικής τάξης, π.χ. κανόνες περί υπερβολικών ή εκβιαστικών τιμών, και τους κανόνες περί αντιδεοντολογικών νομικών συναλλαγών.

[...]

(60)      Καθώς η παροχή μη παραγγελθέντων, η οποία συνίσταται στη μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε καταναλωτές, απαγορεύεται από την οδηγία 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά (13) («Οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), αλλά χωρίς να παρέχεται σε αυτή συμβατική επανόρθωση, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί στην παρούσα οδηγία η συμβατική πρόβλεψη της απαλλαγής του καταναλωτή από την υποχρέωση να λάβει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο υπόψη αυτή την προμήθεια ή παροχή μη παραγγελθέντων.»

7        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “καταναλωτής” : κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, όσον αφορά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα·

[...]».

8        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή. Εφαρμόζεται επίσης σε συμβάσεις προμήθειας νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης, μεταξύ άλλων και από δημόσιους παρόχους, στον βαθμό που τα προϊόντα αυτά παρέχονται σε συμβατική βάση.

[...]

5.      Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην παρούσα οδηγία δεν ρυθμίζονται γενικές έννοιες του δικαίου των συμβάσεων.

[...]»

9        Το άρθρο 27 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Παροχή μη παραγγελθέντων», ορίζει τα ακόλουθα:

«Ο καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση να λάβει κατ’ οποιονδήποτε τρόπο υπόψη την παροχή μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσης παροχής υπηρεσιών, που απαγορεύεται από το άρθρο 5 παράγραφος 5 και το παράρτημα I σημείο 29 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η απουσία απάντησης από τον καταναλωτή ύστερα από περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων δεν ισοδυναμεί με συγκατάθεση.»

10      Το άρθρο 28, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/83 προβλέπει ότι «[οι] διατάξεις της […] εφαρμόζονται σε συμβάσεις συναφθείσες μετά τη 13η Ιουνίου 2014».

 Η οδηγία 2006/32

11      Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 12, 20 και 29 της οδηγίας 2006/32:

«(1)      Εντός της Κοινότητας υφίσταται η ανάγκη βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, κατά την τελική χρήση, διαχείρισης της ζήτησης ενεργείας και προώθησης της παραγωγής ανανεώσιμης ενεργείας, επειδή είναι σχετικώς περιορισμένες οι δυνατότητες, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, κάθε άλλης επιρροής στους όρους του ενεργειακού εφοδιασμού και στις συνθήκες διανομής, είτε με αύξηση της δυναμικότητας είτε με βελτίωση της μεταφοράς και διανομής. Συνεπώς, η παρούσα οδηγία συμβάλλει στη βελτίωση της ασφαλείας εφοδιασμού.

[...]

(12)      Η παρούσα οδηγία επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση και η επίτευξη των στόχων της εξαρτάται από τις επιπτώσεις των δράσεων αυτών στους τελικούς καταναλωτές ενέργειας. Όθεν, το τελικό αποτέλεσμα των δράσεων των κρατών μελών εξαρτάται από πολλούς εξωτερικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των καταναλωτών όσον αφορά τη χρήση της ενέργειας και την προθυμία τους να χρησιμοποιούν μεθόδους και συσκευές εξοικονόμησης ενέργειας. Συνεπώς, μολονότι τα κράτη μέλη δεσμεύονται να καταβάλλουν προσπάθεια για την επίτευξη του στόχου του 9 %, ο εθνικός στόχος εξοικονόμησης ενέργειας είναι από τη φύση του ενδεικτικός και δεν περιλαμβάνει νομικώς εκτελεστή υποχρέωση των κρατών μελών να τον επιτύχουν.

[...]

(20)      Οι διανομείς ενέργειας, οι διαχειριστές συστημάτων διανομής και οι εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας μπορούν να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εφόσον προσφέρονται στην αγορά ενεργειακές υπηρεσίες που περιλαμβάνουν αποτελεσματική τελική χρήση, όπως εσωτερική θερμική άνεση, ζεστό νερό για οικιακή κατανάλωση, ψύξη, κατασκευή προϊόντων, φωτισμό και κινητήρια ισχύ. Η μεγιστοποίηση του κέρδους για τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας, συσχετίζεται με τον τρόπο αυτό στενότερα με την πώληση ενεργειακών υπηρεσιών σε όσους το δυνατόν περισσότερους πελάτες αντί της πώλησης όσο το δυνατόν περισσότερης ενέργειας σε κάθε μεμονωμένο πελάτη. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καταβάλουν προσπάθειες για την αποφυγή οποιασδήποτε στρέβλωσης του ανταγωνισμού στον τομέα αυτό, προκειμένου να διασφαλίζονται ισότιμοι όροι μεταξύ όλων των παρόχων υπηρεσιών ενέργειας· μπορούν, ωστόσο, να αναθέσουν το καθήκον αυτό στον εθνικό ρυθμιστή.

[...]

(29)      Για να μπορούν οι τελικοί καταναλωτές να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την ατομική τους κατανάλωση ενέργειας, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο αριθμό πληροφοριών και άλλη συναφή ενημέρωση, π.χ. για τα υπάρχοντα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, συγκριτικές περιγραφές τελικών καταναλωτών ή αντικειμενικές τεχνικές προδιαγραφές για τις συσκευές που χρησιμοποιούν ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του “τετραπλασιαστή” (“factor four”) ή παρόμοιων συσκευών. [...]

[...]»

12      Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι να ενισχυθεί η οικονομικώς αποτελεσματική βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση στα κράτη μέλη με:

α)      την παροχή των αναγκαίων ενδεικτικών στόχων καθώς και μηχανισμών, κινήτρων και θεσμικών, χρηματοδοτικών και νομικών πλαισίων για την άρση των υφιστάμενων φραγμών και ατελειών της αγοράς που παρεμποδίζουν την αποδοτική τελική χρήση της ενέργειας·

β)      τη δημιουργία των συνθηκών για την ανάπτυξη και την προώθηση της αγοράς ενεργειακών υπηρεσιών και για την παροχή, στους τελικούς καταναλωτές, άλλων μέτρων βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.»

13      Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης, και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.

Όταν αντικαθίστανται υπάρχοντες μετρητές, διατίθενται πάντα ατομικοί μετρητές σε ανταγωνιστική τιμή, εκτός αν τούτο είναι τεχνικώς αδύνατο ή δεν είναι οικονομικώς αποδοτικό σε σχέση με τις εκτιμώμενες δυνατότητες μακροπρόθεσμης εξοικονόμησης ενέργειας. Στις νέες συνδέσεις σε νέα κτίρια, ή σε κτίριο που υποβάλλεται σε ανακαινίσεις μεγάλης κλίμακας, σύμφωνα με την οδηγία 2002/91/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων (ΕΕ 2003, L 1, σ. 65)], διατίθενται πάντα ατομικοί μετρητές σε ανταγωνιστική τιμή.

2.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά περίπτωση, η χρέωση που πραγματοποιείται από τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας, βασίζεται στην πραγματική ενεργειακή κατανάλωση, και να παρουσιάζεται με σαφή και κατανοητό τρόπο. Στο λογαριασμό του τελικού καταναλωτή πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες πληροφορίες, ώστε να έχει πλήρη εικόνα του τρέχοντος ενεργειακού του κόστους. Η χρέωση με βάση την πραγματική κατανάλωση ενέργειας πρέπει να είναι αρκετά συχνή, ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να ρυθμίζουν την ενεργειακή τους κατανάλωση.»

14      Δυνάμει του άρθρου 27 της οδηγίας 2012/27, η οδηγία 2006/32 καταργήθηκε από τις 5 Ιουνίου 2014, υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων.

 Η οδηγία 2012/27

15      Οι αιτιολογικές σκέψεις 8 και 20 της οδηγίας 2012/27 έχουν ως εξής:

«(8)      Στις 8 Μαρτίου 2011 η Επιτροπή ενέκρινε την ανακοίνωσή της σχετικά με σχέδιο για την ενεργειακή απόδοση 2011. Η ανακοίνωση επιβεβαίωσε ότι η πορεία της Ένωσης δεν οδηγεί στην επίτευξη του στόχου ενεργειακής απόδοσης. Τούτο παρά την πρόοδο στις εθνικές πολιτικές ενεργειακής απόδοσης που περιγράφονται στο πρώτο εθνικό σχέδιο δράσης ενεργειακής απόδοσης το οποίο υπέβαλαν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οδηγίας [2006/32]. Η αρχική ανάλυση του δεύτερου σχεδίου δράσης επιβεβαιώνει ότι η Ένωση δεν βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Για να αντιμετωπιστεί αυτό, το σχέδιο ενεργειακής απόδοσης 2011 καθόρισε μια δέσμη πολιτικών και μέτρων ενεργειακής απόδοσης που καλύπτουν ολόκληρη την αλυσίδα ενέργειας, όπου συμπεριλαμβάνονται η παραγωγή ενέργειας, η μεταφορά και διανομή, ο ηγετικός ρόλος του δημόσιου τομέα στην ενεργειακή απόδοση, τα κτίρια και οι συσκευές, η βιομηχανία, καθώς και η ανάγκη να αποκτήσουν οι τελικοί καταναλωτές τη δύναμη να διαχειρίζονται την ενεργειακή τους κατανάλωση. [...]

[...]

(20)      Η εκτίμηση της δυνατότητας καθιέρωσης ενός καθεστώτος “λευκών πιστοποιητικών” σε επίπεδο Ένωσης κατέδειξε ότι, στην παρούσα κατάσταση, ένα τέτοιο καθεστώς θα δημιουργούσε υπερβολικό διοικητικό κόστος και ότι υπάρχει κίνδυνος η εξοικονόμηση ενέργειας να συγκεντρωθεί σε ορισμένα κράτη μέλη και να μην καθιερωθεί σε ολόκληρη την Ένωση. Ο στόχος ενός τέτοιου συστήματος εξοικονόμησης ενέργειας σε επίπεδο Ένωσης είναι δυνατόν να επιτευχθεί καλύτερα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, μέσω εθνικών καθεστώτων επιβολής της υποχρέωσης ενεργειακής απόδοσης στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα ή μέσω άλλων εναλλακτικών μέτρων πολιτικής που επιτυγχάνουν την ίδια ποσότητα εξοικονόμησης ενέργειας. Είναι σκόπιμο οι φιλόδοξοι στόχοι των εν λόγω καθεστώτων να τεθούν σε ένα κοινό πλαίσιο σε επίπεδο Ένωσης, ενώ παράλληλα θα παρέχεται σημαντική ευελιξία στα κράτη μέλη να λαμβάνουν πλήρως υπόψη την εθνική οργάνωση των παραγόντων της αγοράς, το συγκεκριμένο πλαίσιο του ενεργειακού τομέα και τις συνήθειες των τελικών καταναλωτών. Το κοινό πλαίσιο θα πρέπει να παρέχει στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα τη δυνατότητα να παρέχουν ενεργειακές υπηρεσίες σε όλους τους τελικούς καταναλωτές, και όχι μόνο σε εκείνους στους οποίους πωλούν ενέργεια. Έτσι αυξάνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά ενέργειας, διότι οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας του ενεργειακού τομέα μπορούν να διαφοροποιούν το προϊόν τους παρέχοντας συμπληρωματικές ενεργειακές υπηρεσίες. Το κοινό πλαίσιο θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να συμπεριλάβουν στο εθνικό τους καθεστώς απαιτήσεις που επιδιώκουν κοινωνικούς σκοπούς, κυρίως προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι ευάλωτοι πελάτες έχουν πρόσβαση στα οφέλη της μεγαλύτερης ενεργειακής απόδοσης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να καθορίσουν, βάσει αντικειμενικών και αμερόληπτων κριτηρίων, ποιοι διανομείς ενέργειας ή εταιρείες λιανικής πώλησης ενέργειας θα πρέπει να υποχρεωθούν να επιτύχουν τον στόχο εξοικονόμησης ενέργειας κατά την τελική χρήση που θέτει η παρούσα οδηγία.

[...]»

16      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχει ως εξής:

«Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κοινό πλαίσιο μέτρων για την προώθηση της ενεργειακής απόδοσης εντός της Ένωσης προκειμένου να διασφαλίσει την επίτευξη του πρωταρχικού στόχου 2020 της Ένωσης για 20 % στην ενεργειακή απόδοση και να προετοιμάσει το έδαφος για περαιτέρω βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης πέραν της προαναφερόμενης χρονολογίας.

Η παρούσα οδηγία θεσπίζει κανόνες που αποσκοπούν στην άρση των φραγμών στην αγορά ενέργειας και στην υπερνίκηση των αδυναμιών της αγοράς που παρεμποδίζουν την απόδοση στον εφοδιασμό και τη χρήση ενέργειας και προβλέπει τη θέσπιση ενδεικτικών εθνικών στόχων ενεργειακής απόδοσης για το 2020.»

17      Το άρθρο 9 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης και ζεστού νερού για οικιακή κατανάλωση, ατομικοί μετρητές που να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωση του τελικού καταναλωτή και να παρέχουν πληροφορίες όσον αφορά τον πραγματικό χρόνο χρήσης.

[...]

3.      Στην περίπτωση που η θέρμανση και η ψύξη ή το ζεστό νερό ενός κτιρίου παρέχονται από δίκτυο τηλεθέρμανσης ή από κεντρική πηγή που εξυπηρετεί πολλαπλά κτίρια, εγκαθίσταται συσκευή μέτρησης της κατανάλωσης θερμότητας ή ζεστού νερού στον εναλλάκτη θερμότητας ή στο σημείο διανομής.

Σε πολυκατοικίες και σε κτίρια πολλαπλών χρήσεων όπου η θέρμανση/ψύξη παρέχεται από κεντρική πηγή ή δίκτυο τηλεθέρμανσης ή από κεντρικό σημείο παραγωγής που εξυπηρετεί πολλαπλά κτίρια, εγκαθίστανται επίσης ατομικοί μετρητές κατανάλωσης έως την 31η Δεκεμβρίου 2016 για τη μέτρηση της κατανάλωσης για θέρμανση ή ψύξη ή για ζεστό νερό σε κάθε μονάδα, εφόσον αυτό είναι τεχνικά εφικτό και οικονομικώς αποδοτικό. Σε περίπτωση που η χρήση ατομικών μετρητών δεν είναι τεχνικά εφικτή ή οικονομικώς αποδοτική για τη μέτρηση της θερμότητας, χρησιμοποιούνται ατομικοί κατανεμητές κόστους θερμότητας για τη μέτρηση της κατανάλωσης θερμότητας σε κάθε θερμαντικό σώμα, εκτός εάν το κράτος μέλος καταδεικνύει ότι η εγκατάσταση των εν λόγω κατανεμητών κόστους θερμότητας δεν είναι οικονομικώς αποδοτική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να αναζητούνται εναλλακτικές, οικονομικώς αποδοτικές μέθοδοι για τη μέτρηση της κατανάλωσης θερμότητας.

Στις περιπτώσεις πολυκατοικιών στις οποίες παρέχεται τηλεθέρμανση ή τηλεψύξη ή που τα κοινόχρηστα συστήματα ψύξης ή θέρμανσης σε παρόμοια κτίρια είναι διαδεδομένα, τα κράτη μέλη μπορούν να εισάγουν διαφανείς κανόνες για την κατανομή του κόστους της κατανάλωσης θερμότητας ή ζεστού νερού στα εν λόγω κτίρια για να διασφαλίζουν τη διαφάνεια και την ακρίβεια του καταμερισμού της ατομικής κατανάλωσης. Όπου συντρέχει περίπτωση, οι κανόνες αυτοί περιλαμβάνουν κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο κατανομής του κόστους για τη θέρμανση ή/και το ζεστό νερό ως εξής:

α)      ζεστό νερό για οικιακές ανάγκες,

β)      θερμότητα που εκλύεται από την εγκατάσταση του κτιρίου με σκοπό τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων (στην περίπτωση που τα κλιμακοστάσια και οι διάδρομοι είναι εξοπλισμένοι με θερμαντικά σώματα),

γ)      θέρμανση διαμερισμάτων.»

18      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«Στις περιπτώσεις που οι τελικοί καταναλωτές δεν διαθέτουν τους έξυπνους μετρητές που αναφέρονται στις οδηγίες 2009/72/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενεργείας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 55),] και 2009/73/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ 2009, L 211, σ. 94)], τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ότι οι πληροφορίες τιμολόγησης είναι ακριβείς και βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση, σύμφωνα με το παράρτημα VΙΙ σημείο 1.1, για όλους τους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, συμπεριλαμβανομένων των διανομέων ενέργειας, των διαχειριστών συστημάτων διανομής και των εταιρειών λιανικής πώλησης ενέργειας, εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατό και οικονομικά αιτιολογημένο.»

19      Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27:

«Η οδηγία [2006/32] καταργείται από τις 5 Ιουνίου 2014, εκτός από το άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 4, και τα παραρτήματα Ι, ΙΙΙ και IV, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με την προθεσμία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Το άρθρο 4 παράγραφοι 1 έως 4 και τα παραρτήματα Ι, ΙΙΙ και IV της οδηγίας [2006/32] καταργούνται με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2017.»

20      Το άρθρο 28, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27 έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο έως τις 5 Ιουνίου 2014.»

21      Το παράρτημα VII της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Ελάχιστες απαιτήσεις τιμολόγησης και πληροφοριών τιμολόγησης με βάση την πραγματική κατανάλωση», ορίζει στο σημείο 1.1 τα ακόλουθα:

«Προκειμένου οι τελικοί καταναλωτές να μπορούν να ρυθμίζουν την ενεργειακή τους κατανάλωση, η τιμολόγηση θα πρέπει να γίνεται με βάση την πραγματική κατανάλωση τουλάχιστον άπαξ ετησίως, οι δε πληροφορίες για την τιμολόγηση θα πρέπει να διατίθενται τουλάχιστον ανά τρίμηνο εφόσον έχουν ζητηθεί ή οι καταναλωτές έχουν επιλέξει να λαμβάνουν ηλεκτρονική τιμολόγηση, διαφορετικά δύο φορές ανά έτος. Το φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται μόνο για μαγειρική δύναται να εξαιρείται από την απαίτηση αυτή.»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

 Ο νόμος περί ενέργειας

22      Ο zakon za energetikata (νόμος περί ενέργειας), της 9ης Δεκεμβρίου 2003 (DV αριθ. 107, της 9ης Δεκεμβρίου 2003), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο στις κύριες δίκες χρόνο (στο εξής: νόμος περί ενέργειας), περιλαμβάνει τις ακόλουθες διατάξεις:

«133.      (2)      Η σύνδεση με δίκτυο παροχής ενέργειας των εγκαταστάσεων των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται με τη γραπτή συναίνεση αριθμού ιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.

[...]

139.      (1)      Η κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται σύμφωνα με σύστημα κατανομής της κατανάλωσης.

[...]

140.      (1)      Η κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας μεταξύ των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται μέσω:

[...]

2.      συσκευών για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας, δηλαδή ατομικών κατανεμητών κόστους θέρμανσης που ανταποκρίνονται στις ισχύουσες στη χώρα προδιαγραφές ή ατομικών μετρητών θέρμανσης·

[...]

(3)      Οι κεντρικές εγκαταστάσεις θέρμανσης και ζεστού νερού στο κτίριο αποτελούν κοινόχρηστα μέρη της συνιδιοκτησίας.

[...]

142.      (1)      Η θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία ισούται με τη διαφορά μεταξύ της συνολικής ποσότητας θερμικής ενέργειας που προορίζεται για τη διανομή σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και της ποσότητας θερμικής ενέργειας για το ζεστό νερό, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 141, παράγραφος 1.

(2)      Η θερμική ενέργεια για τη θέρμανση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία διαιρείται σε θερμότητα που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου, σε θερμική ενέργεια για τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων και σε θερμική ενέργεια για τη θέρμανση των διαμερισμάτων.

[...]

149a.            (1)      Οι καταναλωτές θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία μπορούν να αγοράζουν τη θερμική ενέργεια από επιλεγμένο προμηθευτή με τη γραπτή συναίνεση αριθμού συνιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.

[...]

153.      (1)      Όλοι οι ιδιοκτήτες και φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας και οφείλουν να εγκαταστήσουν τις προβλεπόμενες στο άρθρο 140, παράγραφος 1, σημείο 2, συσκευές κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους και να πληρώνουν το κόστος της καταναλισκόμενης θερμικής ενέργειας, υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει το σχετικό διάταγμα του άρθρου 36, παράγραφος 3.

(2)      Όταν αριθμός ιδιοκτητών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, δεν επιθυμούν να είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας για θέρμανση ή ζεστό νερό, οφείλουν να το δηλώσουν γραπτώς στην εταιρία παροχής τηλεθέρμανσης και να ζητήσουν την παύση της παροχής θερμικής ενέργειας για θέρμανση ή ζεστό νερό στον εν λόγω θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή σε αυτόνομη διακλάδωσή του.

[...]

(5)      Όταν προβλέπεται σύστημα κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας, οι καταναλωτές που κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία δεν έχουν δικαίωμα να εμποδίσουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους αποσυνδέοντάς τα υλικώς από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου.

(6)      Οι καταναλωτές που κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι εμποδίζουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους, παραμένουν καταναλωτές θερμικής ενέργειας όσον αφορά τη θερμότητα που εκλύουν η κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου και τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου.»

 Ο νόμος για την προστασία των καταναλωτών

23      Το άρθρο 62 του zakon za zashtita na potrebitelite (νόμου για την προστασία των καταναλωτών, DV αριθ. 99, της 9ης Δεκεμβρίου 2005), με τον οποίο μεταφέρθηκε στη βουλγαρική έννομη τάξη το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, ορίζει τα εξής :

«1.      Απαγορεύεται η εξ επαχθούς αιτίας παροχή προς τον καταναλωτή μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσας παροχής υπηρεσιών.

2.      Σε περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή μη ζητηθείσας παροχής υπηρεσιών, ο καταναλωτής δεν υποχρεούται να επιστρέψει το αγαθό και δεν οφείλει αμοιβή για το αγαθό ή την υπηρεσία στο πρόσωπο που παρέσχε το εν λόγω αγαθό ή την υπηρεσία.

3.      Η μη απάντηση εκ μέρους του καταναλωτή όσον αφορά την παροχή των αγαθών και των υπηρεσιών που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν ισοδυναμεί με συναίνεση.»

 Ο νόμος περί ιδιοκτησίας

24      Το άρθρο 38, παράγραφος 1, του zakon za sobstvenostta (νόμου περί ιδιοκτησίας, DV αριθ. 92, της 16ης Νοεμβρίου 1951), ορίζει τα εξής:

«Στα κτίρια των οποίων οι όροφοι ή τμήματα ορόφων ανήκουν σε διαφορετικούς ιδιοκτήτες, το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε το κτίριο, η αυλή, τα θεμέλια, οι εξωτερικοί τοίχοι, οι εσωτερικοί διαχωριστικοί τοίχοι, οι εσωτερικοί φέροντες τοίχοι, οι κολώνες, οι δοκοί, οι πλάκες, τα πατόξυλα, οι σκάλες, τα πλατύσκαλα, οι στέγες, οι τοίχοι ανάμεσα στις σοφίτες και στις αποθήκες των διαφόρων ιδιοκτητών, οι καμινάδες, οι εξωτερικές πόρτες εισόδου του κτιρίου και οι πόρτες που οδηγούν σε σοφίτες και σε κοινόχρηστες αποθήκες, οι κύριοι αγωγοί όλων των ειδών εγκαταστάσεων και οι κεντρικές συσκευές τους, οι ανελκυστήρες, οι υδρορροές, το θυρωρείο και οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο, από τη φύση ή τον προορισμό του, χρησιμεύει για κοινή χρήση, ανήκει σε όλους τους ιδιοκτήτες.»

 Το διάταγμα περί τηλεθέρμανσης

25      Το άρθρο 70, παράγραφος 1, του naredba za toplosnabdyavaneto αριθ. 16-334 (διατάγματος αριθ. 16-334 περί τηλεθέρμανσης), της 6ης Απριλίου 2007, ορίζει τα ακόλουθα:

«Η ποσότητα θερμικής ενέργειας που μετράται με μετρητή θερμικής ενέργειας σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένων των διαμερισμάτων των καταναλωτών που δεν διαθέτουν συσκευές για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας ή εκείνων των οποίων τα θερμαντικά σώματα αφαιρέθηκαν, κατανέμεται σύμφωνα με τους κανόνες που προβλέπονται στο παράρτημα.»

26      Το σημείο 6.1 του παραρτήματος του διατάγματος αυτού προβλέπει ότι «[η] ποσότητα θερμικής ενέργειας […] που καταναλώνεται για τη θέρμανση περιλαμβάνει τις ποσότητες θερμότητας που εκλύονται από την κεντρική εγκατάσταση, από τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους και από τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στα διαμερίσματα».

27      Περαιτέρω, στο σημείο 6.1.3 του παραρτήματος αυτού αναφέρεται ότι «[η] ποσότητα της θερμικής ενέργειας Qi, εκφραζόμενη σε kWh, η οποία εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση κατανέμεται κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο των διαμερισμάτων σύμφωνα με το σχέδιο κατόψεως».

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Η υπόθεση  C-708/17

28      Η N. Dimitrova έχει στην κυριότητά της διαμέρισμα σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με το δίκτυο τηλεθέρμανσης.

29      Δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου περί ενέργειας, η EVN παρέχει στο εν λόγω κτίριο τη θερμική ενέργεια που χρησιμοποιείται για τη θέρμανση, για την παροχή ζεστού νερού και για τη θερμότητα που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση.

30      Στο πλαίσιο της σύμβασης αυτής, η εταιρία που πραγματοποιεί την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας χρέωσε στο διαμέρισμα της N. Dimitrova κατανάλωση αξίας 266,25 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 136 ευρώ) για την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2012 έως τις 30 Απριλίου 2015.

31      Επειδή η N. Dimitrova δεν κατέβαλε το ποσό αυτό, η EVN πέτυχε την έκδοση διαταγής πληρωμής από το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad, Βουλγαρία).

32      Η N. Dimitrova προσέβαλε τη διαταγή πληρωμής, προβάλλοντας ότι δεν υπήρχε ενοχική σχέση μεταξύ αυτής και της EVN, ότι δεν αποδείχθηκε η πραγματική ποσότητα θερμικής ενέργειας που καταναλώθηκε και ότι η κατανάλωση που αναγραφόταν στα τιμολόγια που προσκόμισε η EVN δεν αντιστοιχούσε στην πραγματική κατανάλωση ενέργειας, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32.

33      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι, στην υπόθεση αυτή, το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης αφορά τη μη καταβολή των ποσών για την κατανάλωση ενέργειας που εκλύθηκε από την κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου, δηλαδή από το σύνολο των αγωγών και των εγκαταστάσεων διανομής και προμήθειας θερμικής ενέργειας εντός του κτιρίου, συμπεριλαμβανομένων των ανοδικών αγωγών της θέρμανσης που διέρχονται από κάθε διαμέρισμα.

34      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά τη νομιμότητα της χρέωσης της κατανάλωσης της ενέργειας που εκλύθηκε, σε κάθε διαμέρισμα, από την κεντρική εγκατάσταση ενός κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, η χρέωση αυτή καθορίστηκε κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματος σύμφωνα με το κατασκευαστικό σχέδιο του κτιρίου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ποσότητα θερμότητας που πράγματι εκλύθηκε στο διαμέρισμα αυτό. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η N. Dimitrova δεν χρησιμοποιεί θερμική ενέργεια ούτε για τη θέρμανση του διαμερίσματός της ούτε για την παροχή ζεστού νερού για οικιακή χρήση.

35      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα, βάσει του άρθρου 27 της οδηγίας 2011/83, να μην καταβάλει τη δαπάνη για την παρασχεθείσα θερμική ενέργεια την οποία δεν ζήτησε. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, με την ερμηνευτική απόφαση της 25ης Μαΐου 2017, η οποία είναι δεσμευτική για τα κατώτερα δικαστήρια, το Varhoven kasatsionen sad (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) έκρινε ότι ο νόμος περί ενέργειας, ειδικότερα το άρθρο 153, παράγραφος 6, του νόμου αυτού, δεν αντίκειται στο άρθρο 62 του νόμου για την προστασία των καταναλωτών, δεδομένου ότι δεν εναπόκειται σε κάθε μεμονωμένο συνιδιοκτήτη, αλλά στην πλειοψηφία των συνιδιοκτητών να ζητήσει την παροχή θέρμανσης στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και, γενικώς, να αποφασίζει αν και πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται τα κοινόχρηστα μέρη και, ως εκ τούτου, ως καταναλώτρια της υπηρεσίας αυτής πρέπει να θεωρηθεί η ένωση συνιδιοκτητών στο σύνολό της.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Assénovgrad) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι αντίθετη προς το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας [2006/32] η δυνατότητα της εταιρίας παροχής τηλεθερμάνσεως να τιμολογεί την καταναλισκόμενη θερμότητα που εκλύεται από τροφοδοτούμενη με τηλεθέρμανση εγκατάσταση κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο των ιδιόκτητων διαμερισμάτων σύμφωνα με το σχέδιο κατόψεως, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματική ποσότητα θερμότητας που εκλύεται στα επιμέρους διαμερίσματα;

2)      Είναι συμβατή με το άρθρο 27 της οδηγίας [2011/83] εθνική ρύθμιση κατά την οποία οι καταναλωτές που είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων σε κτίρια υπαγόμενα στις διατάξεις περί οριζοντίου ιδιοκτησίας και οι οποίοι διέκοψαν τη χρήση της θερμότητας, είτε επειδή αφαίρεσαν οι ίδιοι τα θερμαντικά σώματα στα διαμερίσματά τους είτε επειδή, κατόπιν αιτήματός τους, η εκπομπή θερμότητας από τα θερμαντικά σώματα κατέστη τεχνικά αδύνατη κατόπιν ενεργειών υπαλλήλων της εταιρίας παροχής τηλεθερμάνσεως, πρέπει να χρεώνονται για παρασχεθείσα αλλά μη χρησιμοποιηθείσα θερμότητα, η οποία εκλύεται από την τροφοδοτούμενη με τηλεθέρμανση εγκατάσταση του κτιρίου;

3)      Συνεπάγεται μια τέτοια εθνική ρύθμιση αθέμιτες εμπορικές πρακτικές κατά την έννοια της οδηγίας [2005/29];»

 Η υπόθεση C-725/17

37      Ο M. Dimitrov έχει στην κυριότητά του, από τις 2 Δεκεμβρίου 2003, ένα διαμέρισμα σε κτίριο που διαθέτει κεντρική εγκατάσταση θέρμανσης και ζεστού νερού, η οποία διέρχεται από κάθε διαμέρισμα της συνιδιοκτησίας και εξέρχεται από τον θερμικό υποσταθμό καταναλωτή που είναι εξοπλισμένος με κοινό μετρητή θέρμανσης.

38      Η θερμική ροή που τροφοδοτεί τη συγκεκριμένη εγκατάσταση παρέχεται από την Toplofikatsia Sofia δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ της τελευταίας και της ένωσης συνιδιοκτητών του κτιρίου στο οποίο βρίσκεται η κατοικία του M. Dimitrov. Η σύμβαση αυτή συνήφθη στις 4 Δεκεμβρίου 2004 με τη διαμεσολάβηση της «Termokomplekt» OOD, η οποία ήταν επίσης επιφορτισμένη με τον καταμερισμό της ατομικής κατανάλωσης θερμότητας.

39      Επειδή ο M. Dimitrov δεν κατέβαλε τη δαπάνη παροχής θέρμανσης και ζεστού νερού από την Toplofikatsia Sofia για την περίοδο από την 1η Μαΐου 2014 έως τις 30 Απριλίου 2016, η EVN προσέφυγε ενώπιον του Sofiyski rayonen sad (περιφερειακού δικαστηρίου Σόφιας, Βουλγαρία) ζητώντας την καταβολή των οφειλόμενων ποσών.

40      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τα ζητήματα αν, εν προκειμένω, έχει γεννηθεί συμβατική σχέση, αν πρέπει να καταβάλλονται οι δαπάνες που αφορούν την κατανομή της κατανάλωσης και τις ζημίες σε κοινόχρηστα μέρη του κτιρίου όταν χρησιμοποιούνται ή δεν χρησιμοποιούνται στοιχεία της σύνθετης υπηρεσίας που συνίσταται στην παροχή θέρμανσης και ζεστού νερού και, τέλος, αν ο ιδιοκτήτης κατοικίας που βρίσκεται σε κτίριο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη πρέπει να θεωρηθεί ως καταναλωτής.

41      Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει ότι, με απόφαση της 22ας Απριλίου 2010, το Konstitutsionen sad (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) έκρινε ότι, δυνάμει του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου για την ενέργεια, όλοι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπραγμάτου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του, είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας και οφείλουν να εγκαταστήσουν στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους συσκευές κατανομής της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας και να πληρώνουν τη δαπάνη για την καταναλισκόμενη θερμική ενέργεια υπό τις προϋποθέσεις και σύμφωνα με τους κανόνες που θέτει το διάταγμα το οποίο μνημονεύεται στη διάταξη αυτή.

42      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι οι συμβαλλόμενοι δεν μπορούν να συνομολογούν συμβατικές ρήτρες, καθόσον οι ρήτρες αυτές καθορίζονται μονομερώς από την Toplofikatsia Sofia στους γενικούς όρους πώλησης και καθόσον η τιμή καθορίζεται με διοικητική πράξη από την Komisia za energiyno i vodno regulirane (Ρυθμιστική επιτροπή ενέργειας και υδάτων, Βουλγαρία). Επομένως, η επίμαχη έννομη σχέση ομοιάζει περισσότερο με φορολογική υποχρέωση παρά με σύμβαση, λαμβανομένου επίσης υπόψη του γεγονότος ότι η Toplofikatsia Sofia είναι οντότητα που κατέχει μονοπώλιο και ανήκει στον Δήμο Σόφιας (Βουλγαρία).

43      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η σχετική ρύθμιση επιτρέπει στους καταναλωτές να εμποδίσουν τη ροή ζεστού νερού και να σφραγίσουν τα θερμαντικά σώματα σε συγκεκριμένο διαμέρισμα, αλλά δεν τους επιτρέπει να διακόψουν το τελευταίο μέρος της παροχής υπηρεσιών από την Toplofikatsia Sofia, δηλαδή την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας.

44      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, το Sofiyski Rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      H οδηγία [2011/83] εξαιρεί μεν από το πεδίο εφαρμογής της τις διατάξεις του κλασικού ενοχικού δικαίου που αφορούν τη σύναψη συμβάσεων, εξαιρεί όμως και τη ρύθμιση αυτού του άκρως ιδιάζοντος και εκ του νόμου προβλεπόμενου πλαισίου δημιουργίας συμβατικών σχέσεων;

2)      Εφόσον η οδηγία δεν εξαιρεί στην περίπτωση αυτή μια εθνική ρύθμιση: πρόκειται για σύμβαση κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας αυτής ή για άλλου είδους σχέση; Είτε πρόκειται περί συμβάσεως είτε όχι, τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση η οδηγία;

3)      Εμπίπτει το συγκεκριμένο είδος de facto συμβάσεων στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ανεξάρτητα από τον χρόνο γενέσεώς τους ή ισχύει αυτή μόνο για νεοαποκτηθείσες ή, υπό τη στενότερη έννοια, νεόδμητες κατοικίες (ήτοι εγκαταστάσεις καταναλωτή για τις οποίες έχει υποβληθεί αίτηση συνδέσεως στο δίκτυο παροχής τηλεθερμάνσεως);

4)      Σε περίπτωση που η οδηγία [2011/83] τυγχάνει εφαρμογής: αντιβαίνει η εθνική ρύθμιση στις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, σε συνδυασμό με την παράγραφο 2, οι οποίες προβλέπουν το δικαίωμα ή την κατ’ αρχήν δυνατότητα καταγγελίας της εννόμου σχέσεως;

5)      Επομένως, σε περίπτωση που θα πρέπει να συναφθεί σύμβαση, απαιτείται συγκεκριμένη μορφή συμβάσεως και ποιο θα πρέπει να είναι το εύρος των παρεχόμενων στον καταναλωτή (εν προκειμένω στον κάθε ιδιοκτήτη κατοικίας και όχι στην κοινωνία των συνιδιοκτητών) πληροφοριών; Επηρεάζει η έλλειψη έγκαιρης και προσβάσιμης πληροφορήσεως τη γένεση της εννόμου σχέσεως;

6)      Απαιτείται ρητό αίτημα του καταναλωτή, ήτοι εκπεφρασμένη βούλησή του που έχει περιβληθεί ορισμένο τύπο, προκειμένου αυτός να καταστεί μέρος μιας τέτοιας εννόμου σχέσεως;

7)      Σε περίπτωση συνάψεως συμβάσεως, είτε αυτή έχει περιβληθεί ορισμένο τύπο είτε όχι, αποτελεί η θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου (ιδίως του κλιμακοστασίου) μέρος του αντικειμένου της συμβάσεως και θεωρείται ότι ο καταναλωτής έχει ζητήσει το συγκεκριμένο μέρος της υπηρεσίας σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετικό ρητό αίτημα από μέρους του ή ακόμη και από την κοινωνία των συνιδιοκτητών (στην περίπτωση που, επί παραδείγματι, αφαιρέθηκαν τα θερμαντικά σώματα, πράγμα που ισχύει στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, οι δε εμπειρογνώμονες δεν αναφέρουν την ύπαρξη θερμαντικών σωμάτων στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου);

8)      Κατόπιν των ανωτέρω, έχει σημασία (ή συνεπάγεται κάποια διαφορά) για την ιδιότητα του ιδιοκτήτη διαμερίσματος ως καταναλωτή που έχει ζητήσει τη θέρμανση των κοινόχρηστων χώρων του κτιρίου το ότι έχει διακοπεί η παροχή θερμάνσεως στο διαμέρισμά του;»

45      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2018 αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C-47/17 και C‑48/17, προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής απόφασης.

 Εισαγωγικές παρατηρήσεις

46      Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, το εθνικό δικαστήριο διατύπωσε το προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, στο Δικαστήριο εναπόκειται να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που του παρέχει το εθνικό δικαστήριο και ιδίως από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC, C-492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Πρώτον, στο πλαίσιο της υπόθεσης C-725/17, τα ερωτήματα που υπέβαλε το Sofiyski rayonen sad (περιφερειακό δικαστήριο Σόφιας) αφορούν, εν μέρει, τον τρόπο γενέσεως της σύμβασης για την παροχή θερμικής ενέργειας από τον προμηθευτή τηλεθέρμανσης και, ειδικότερα, την έλλειψη συναίνεσης του ιδιοκτήτη διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία κατά τη σύναψη της σύμβασης παροχής ενέργειας.

48      Σύμφωνα με το άρθρο της 3, παράγραφος 5, η οδηγία 2011/83 δεν θίγει το εθνικό γενικό δίκαιο περί συμβάσεων, όπως τους κανόνες εγκυρότητας, διαμόρφωσης ή αποτελέσματος μιας σύμβασης, στον βαθμό που στην οδηγία αυτή δεν ρυθμίζονται γενικές έννοιες του δικαίου των συμβάσεων. Η αιτιολογική σκέψη 14 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει συναφώς ότι η οδηγία δεν θα πρέπει, κατά συνέπεια, να θίγει την εθνική νομοθεσία που ρυθμίζει για παράδειγμα τη σύναψη ή την εγκυρότητα μιας σύμβασης, όπως ιδίως σε περίπτωση απουσίας συναίνεσης.

49      Εξάλλου, από τα στοιχεία που προσκόμισαν τα αιτούντα δικαστήρια προκύπτει ότι οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η Ν. Dimitrova και ο Μ. Dimitrov αμφισβητούν, στηριζόμενοι στο άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, τα ποσά που τους χρέωσε ο προμηθευτής θερμικής ενέργειας, διότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή της εν λόγω θερμικής ενέργειας και διότι δεν τη χρησιμοποιούν.

50      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17, καθώς και με τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-725/17, τα αιτούντα δικαστήρια ερωτούν, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.

51      Δεύτερον, για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί στο πλαίσιο της υπόθεσης C-708/17, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad), με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει τις διατάξεις της οδηγίας 2006/32, ειδικότερα το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν ότι οι χρεώσεις των τελικών καταναλωτών ενέργειας βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση.

52      Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27, η οποία αντικατέστησε την οδηγία 2006/32, η οδηγία 2006/32 καταργήθηκε από τις 5 Ιουνίου 2014. Ομοίως, δυνάμει του άρθρου 28, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27, τα κράτη μέλη όφειλαν να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτήν το αργότερο έως τις 5 Ιουνίου 2014. Εξάλλου, η οδηγία αυτή δεν περιέχει καμία ειδική διάταξη όσον αφορά τη διαχρονική εφαρμογή των διατάξεων της οδηγίας 2006/32 τις οποίες αντικατέστησε.

53      Επομένως, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης στο πλαίσιο της υποθέσεως C-708/17 αφορούν την περίοδο από την 1η Νοεμβρίου 2012 έως τις 30 Απριλίου 2015, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 67 των προτάσεών του, πρέπει, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το πρώτο ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 να εξεταστεί υπό το πρίσμα των διατάξεων των οδηγιών 2006/32 και 2012/27.

54      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad) ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του δευτέρου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C708/17 και επί των προδικαστικών ερωτημάτων στην υπόθεση C-725/17

 Ως προς τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2011/83

55      Υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2011/83 εφαρμόζεται, κατά το άρθρο της 3, παράγραφος 1, βάσει των όρων και στον βαθμό που ορίζεται στις διατάξεις της, σε οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται μεταξύ ενός εμπόρου και ενός καταναλωτή. Κατά την ίδια διάταξη, η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται επίσης σε συμβάσεις προμήθειας νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης, μεταξύ άλλων και από δημόσιους παρόχους, στον βαθμό που τα προϊόντα αυτά παρέχονται βάσει συμβάσεως.

56      Εξάλλου, το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83 ορίζει ως «καταναλωτή» κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο των συμβάσεων που καλύπτει η οδηγία, ενεργεί για λόγους οι οποίοι δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή ελευθέρια επαγγελματική του δραστηριότητα. Το Δικαστήριο έχει κρίνει, συναφώς, ότι η έννοια αυτή καλύπτει κάθε ιδιώτη που δεν αναπτύσσει εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kamenova, C-105/17, EU:C:2018:808, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Επομένως, για την ερμηνεία της οδηγίας αυτής, η έννοια του «καταναλωτή» έχει πρωταρχική σημασία και οι διατάξεις της έχουν διαμορφωθεί κατά βάση με γνώμονα τη θέση του καταναλωτή ως αποδέκτη και ως θύματος αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2013, Zentrale zur Bekämpfung unlauteren Wettbewerbs, C-59/12, EU:C:2013:634, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που παρέσχαν τα αιτούντα δικαστήρια προκύπτει ότι, τόσο στην υπόθεση C-708/17 όσο και στην υπόθεση C‑725/17, υφίσταται σύμβαση παροχής θερμικής ενέργειας για την τροφοδοσία του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και ότι, βάσει της σύμβασης αυτής, οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων του κτιρίου αυτού είναι αποδέκτες των χρεώσεων για την κατανάλωση θερμικής ενέργειας των κεντρικών εγκαταστάσεων και των κοινόχρηστων μερών του εν λόγω κτιρίου.

59      Συγκεκριμένα, από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 149a, παράγραφος 1, και του άρθρου 153, παράγραφος 1, του νόμου περί ενέργειας προκύπτει ότι, βάσει της συναφθείσας με τον προμηθευτή ενέργειας σύμβασης, πελάτες του είναι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του. Στον βαθμό που οι εν λόγω ιδιοκτήτες ή φορείς είναι φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν αναπτύξει εμπορικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες, είναι καταναλωτές, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83. Συνεπώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 52 των προτάσεών του, οι επίμαχες στην κύρια δίκη συμβάσεις εμπίπτουν στην κατηγορία των συμβάσεων προμήθειας τηλεθέρμανσης που έχουν συναφθεί μεταξύ εμπόρου και καταναλωτή, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

60      Όσον αφορά τη ratione temporis εφαρμογή της οδηγίας 2011/83, η εν λόγω οδηγία περιλαμβάνει μια ειδική διάταξη η οποία καθορίζει ρητώς τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής των διατάξεών της. Συγκεκριμένα, το άρθρο 28, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται στις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 13 Ιουνίου 2014.

61      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι στις δικογραφίες που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις ημερομηνίες συνάψεως των επίμαχων στην κύρια δίκη συμβάσεων, στα εθνικά δικαστήρια εναπόκειται να προσδιορίσουν αν οι συμβάσεις αυτές συνήφθησαν μετά την εν λόγω ημερομηνία της 13ης Ιουνίου 2014, προκειμένου να κρίνουν αν η οδηγία 2011/83 έχει εφαρμογή ratione temporis.

 Επί της ουσίας

62      Με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑708/17 και με τα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C-725/17, τα αιτούντα δικαστήρια διερωτώνται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.

63      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αντιπαροχής για τη μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών, νερού, φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεθέρμανσης ή ψηφιακού περιεχομένου ή παροχή υπηρεσιών, που απαγορεύεται από το άρθρο 5, παράγραφος 5, και από το παράρτημα I, σημείο 29, της οδηγίας 2005/29, και ότι η μη απάντηση εκ μέρους του καταναλωτή σε περίπτωση παροχής μη παραγγελθέντων δεν ισοδυναμεί με συναίνεση. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 60 της οδηγίας 2011/83, η πρακτική αυτή συνιστά, πράγματι, αθέμιτη εμπορική πρακτική η οποία απαγορεύεται από την οδηγία 2005/29.

64      Η παροχή μη παραγγελθέντων ορίζεται στην αιτιολογική αυτή σκέψη ως η «μη παραγγελθείσα προμήθεια αγαθών ή παροχή υπηρεσιών σε καταναλωτές». Το Δικαστήριο έχει επισημάνει, συναφώς, ότι «παροχή μη παραγγελθέντων», κατά την έννοια του σημείου 29 του παραρτήματος I της οδηγίας 2005/29, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, αποτελεί, μεταξύ άλλων, η απαίτηση του εμπόρου προς τον καταναλωτή να καταβάλει πληρωμή για προϊόν ή υπηρεσία που δεν έχει ζητήσει (απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Wind Tre και Vodafone Italia, C-54/17 και C-55/17, EU:C:2018:710, σκέψη 43).

65      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 58 των προτάσεών του, το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83 αποσκοπεί επομένως στο να εμποδίσει τον έμπορο να επιβάλει στον καταναλωτή συμβατική σχέση στην οποία ο καταναλωτής δεν συναίνεσε ελεύθερα.

66      Εν προκειμένω, το άρθρο 133, παράγραφος 2, του νόμου περί ενέργειας προβλέπει ότι η σύνδεση των εγκαταστάσεων των καταναλωτών σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία πραγματοποιείται με τη γραπτή συναίνεση αριθμού ιδιοκτητών που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα της ιδιοκτησίας του κτιρίου.

67      Όπως προκύπτει εξάλλου και από τα παρασχεθέντα από τα αιτούντα δικαστήρια στοιχεία, το άρθρο 153, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες και οι φορείς εμπράγματου δικαιώματος που αφορά τη χρήση διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με θερμικό υποσταθμό καταναλωτή ή με αυτόνομη διακλάδωσή του είναι καταναλωτές θερμικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, υποχρεούνται να τοποθετούν συσκευές για την κατανομή της κατανάλωσης θερμικής ενέργειας στα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους και να πληρώνουν τις σχετικές με την κατανάλωση θερμικής ενέργειας δαπάνες. Περαιτέρω, το άρθρο 153, παράγραφος 6, του εν λόγω νόμου διευκρινίζει ότι οι καταναλωτές οι οποίοι κατοικούν σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και οι οποίοι εμποδίζουν τη ροή θερμικής ενέργειας προς τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στο διαμέρισμά τους παραμένουν καταναλωτές θερμικής ενέργειας όσον αφορά τη θερμότητα που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση του κτιρίου και τα θερμαντικά σώματα που βρίσκονται στους κοινόχρηστους χώρους του κτιρίου.

68      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παροχή της θέρμανσης σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία απορρέει από αίτηση που υποβλήθηκε για λογαριασμό του συνόλου των συνιδιοκτητών, σύμφωνα με τους ειδικούς κανόνες που προβλέπει το εθνικό δίκαιο περί συνιδιοκτησίας.

69      Συναφώς, όσον αφορά το γεγονός ότι, όπως εν προκειμένω, οι συγκεκριμένοι συνιδιοκτήτες δεν συμμετείχαν στη λήψη της απόφασης αυτής ή αντιτάχθηκαν σε αυτήν, το Δικαστήριο έχει κρίνει προσφάτως ότι, στο πλαίσιο διαφοράς που αφορά υποχρέωση πληρωμής απορρέουσα από απόφαση της ειδικά συσταθείσας βάσει του βουλγαρικού νόμου γενικής συνέλευσης των συνιδιοκτητών, κάθε συνιδιοκτήτης, αποκτώντας και διατηρώντας την ιδιότητα αυτή, συμφωνεί να υπόκειται στο σύνολο των διατάξεων της πράξεως που ρυθμίζει τη συγκεκριμένη συνιδιοκτησία, όπως και στις αποφάσεις που λαμβάνονται από τη γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας αυτής (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr, C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψη 29).

70      Υπό τις συνθήκες αυτές, η τροφοδοσία με θερμική ενέργεια της κεντρικής εγκατάστασης και, κατά συνέπεια, των κοινόχρηστων μερών κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η οποία πραγματοποιείται κατόπιν της αποφάσεως που έλαβαν οι συνιδιοκτήτες του κτιρίου αυτού να το συνδέσουν με τηλεθέρμανση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μη ζητηθείσα παροχή τηλεθέρμανσης, κατά την έννοια του άρθρου 27 της οδηγίας 2011/83.

71      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 και στα προδικαστικά ερωτήματα στην υπόθεση C‑725/17 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C-708/17

72      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17, το Rayonen sad Asenovgrad (περιφερειακό δικαστήριο του Asenovgrad) ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.

73      Για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια μέθοδος χρέωσης δεν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, η αναιρεσίβλητη της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑708/17 υπενθυμίζει ότι η μέθοδος αυτή δεν επιτρέπει να προσδιοριστεί, για κάθε ένοικο του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, η πραγματική κατανάλωση θερμικής ενέργειας που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση η οποία διέρχεται από το διαμέρισμά του. Οι οδηγίες 2006/32 και 2012/27 επιβάλλουν, όμως, στους προμηθευτές ενέργειας την υποχρέωση να χρεώνουν στον τελικό καταναλωτή μόνον αυτό που πράγματι καταναλώνει, γεγονός που αποκλείει, επομένως, τη χρέωση που υπολογίζεται κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του συγκεκριμένου διαμερίσματος.

74      Εντούτοις, ούτε από το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 ούτε από την όλη οικονομία και τον σκοπό της ρύθμισης στην οποία εντάσσονται οι διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι εν λόγω διατάξεις επιβάλλουν μια τέτοια υποχρέωση.

75      Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι οδηγίες 2006/32 και 2012/27 έχουν ως σκοπό, όπως υπενθυμίζεται στο άρθρο 1 αμφοτέρων των εν λόγω οδηγιών, να προωθήσουν τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης. Στο πλαίσιο αυτό και όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 20 της οδηγίας 2006/32 και από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2012/27, για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού απαιτείται η συμμετοχή ολόκληρης της ενεργειακής αλυσίδας, από τον παραγωγό ενέργειας έως τον τελικό καταναλωτή.

76      Συναφώς, η αιτιολογική σκέψη 29 της οδηγίας 2006/32 διευκρινίζει ότι, για να μπορούν οι τελικοί καταναλωτές να λαμβάνουν καλύτερα ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με την ατομική τους κατανάλωση ενέργειας, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους εύλογο αριθμό πληροφοριών και άλλη συναφή ενημέρωση, π.χ. για τα υπάρχοντα μέτρα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης, συγκριτικές περιγραφές τελικών καταναλωτών ή αντικειμενικές τεχνικές προδιαγραφές για τις συσκευές που χρησιμοποιούν ενέργεια, συμπεριλαμβανομένου, ενδεχομένως, του «τετραπλασιαστή» ή παρόμοιων συσκευών.

77      Για τον λόγο αυτό, το άρθρο 13 παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά περίπτωση, η χρέωση που πραγματοποιείται από τους διανομείς ενέργειας, τους διαχειριστές συστημάτων διανομής και τις εταιρίες λιανικής πώλησης ενέργειας βασίζεται στην πραγματική ενεργειακή κατανάλωση.

78      Γεγονός παραμένει ότι, όπως τόνισε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 74 των προτάσεών του, η χρήση, στη διάταξη αυτή, της φράσης «κατά περίπτωση» καταδεικνύει ότι η εν λόγω διάταξη πρέπει κατ’ ανάγκην να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

79      Ωστόσο, η τελευταία αυτή διάταξη αναφέρει ότι, εφόσον είναι «τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας», τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι παρέχονται στους τελικούς καταναλωτές, μεταξύ άλλων, ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεθέρμανσης ατομικοί μετρητές που μετρούν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωσή τους.

80      Όπως προκύπτει από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2006/32 και, ειδικότερα, από την έκθεση του Κοινοβουλίου, της 2ας Μαΐου 2005, σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί της ενεργειακής απόδοσης κατά την τελική χρήση και των ενεργειακών υπηρεσιών (A6-0130/2005), ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να λάβει υπόψη, όσον αφορά την εγκατάσταση των ατομικών μετρητών που καθιστούν δυνατή τη μέτρηση της πραγματικής και αποτελεσματικής κατανάλωσης του τελικού καταναλωτή, το εφικτό της εγκατάστασης αυτής σε ενίοτε πολύ παλαιά κτίρια, εκτιμώντας ότι δεν είναι πάντοτε ρεαλιστικό, εύλογο ή αναλογικό να πραγματοποιηθεί η εγκατάσταση αυτή, λαμβανομένων υπόψη των υπερβολικών δαπανών που θα μπορούσε να προκαλέσει.

81      Επομένως, στο μέτρο που δεν είναι πάντοτε εφικτή η εγκατάσταση ατομικών μετρητών, οι χρεώσεις μπορούν να στηρίζονται στην πραγματική κατανάλωση ενέργειας μόνον όταν αυτό είναι τεχνικά εφικτό, πράγμα που επιβεβαιώνει εξάλλου η χρήση, στο άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32, της φράσης «κατά περίπτωση».

82      Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της οδηγίας 2012/27, ειδικότερα δε από την έκθεση του Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου που αφορά την ενεργειακή απόδοση και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ, της 30ής Ιουλίου 2012 (A7‑0265/2012), καθίσταται προφανές ότι οι ίδιες ανησυχίες ελήφθησαν υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης κατά την αναδιατύπωση της οδηγίας 2006/32 και εκφράζονται εκ νέου στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στο άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, και στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27.

83      Συγκεκριμένα, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής επιβάλλει στα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι, εφόσον είναι τεχνικώς εφικτό, οικονομικώς εύλογο και ανάλογο προς τη δυνητική εξοικονόμηση ενέργειας, παρέχονται σε ανταγωνιστική τιμή στους τελικούς καταναλωτές ενέργειας ατομικοί μετρητές που αναγράφουν επακριβώς την πραγματική ενεργειακή κατανάλωσή τους. Όσον αφορά τη χρέωση, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι, στις περιπτώσεις που οι τελικοί καταναλωτές δεν διαθέτουν τους ευφυείς μετρητές που αναφέρονται στις οδηγίες 2009/72 και 2009/73, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν, έως την 31η Δεκεμβρίου 2014, ότι οι πληροφορίες τιμολόγησης είναι ακριβείς και βασίζονται στην πραγματική κατανάλωση, σύμφωνα με το παράρτημα VII, σημείο 1.1, εφόσον αυτό είναι τεχνικά δυνατόν και οικονομικά αιτιολογημένο.

84      Πρέπει να προστεθεί ότι η ιδιαιτερότητα των κτιρίων επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και τα οποία τροφοδοτούνται από δίκτυο θέρμανσης ελήφθη υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης στην οδηγία 2012/27. Πράγματι, μολονότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εξασφαλίζουν την τοποθέτηση ατομικών μετρητών στα εν λόγω κτίρια έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016, η ίδια διάταξη ορίζει ότι, όταν δεν είναι οικονομικά αποδοτικό ή τεχνικά εφικτό να χρησιμοποιηθούν αυτοί οι ατομικοί μετρητές, χρησιμοποιούνται ατομικοί κατανεμητές κόστους θέρμανσης για τη μέτρηση της κατανάλωσης θέρμανσης σε κάθε θερμαντικό σώμα, εκτός εάν το κράτος μέλος αποδείξει ότι η εγκατάσταση των εν λόγω κατανεμητών δεν είναι οικονομικά αποδοτική. Στις περιπτώσεις αυτές, μπορούν να αναζητηθούν άλλες οικονομικά αποδοτικές μέθοδοι για τη μέτρηση της κατανάλωσης θέρμανσης.

85      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση του Δικαστηρίου, σε τέτοια κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη, δύσκολα μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι δυνατή η πλήρης εξατομίκευση των χρεώσεων που αφορούν τη θέρμανση, ιδίως ως προς την κεντρική εγκατάσταση και τα κοινόχρηστα μέρη.

86      Όσον αφορά, ειδικότερα, την κεντρική εγκατάσταση, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι μπορεί να είναι δυσχερές, αν όχι αδύνατο, όπως υποστηρίζει η EVN, να καθοριστεί με ακρίβεια η ποσότητα της θερμότητας που εκλύεται από την εγκατάσταση αυτή σε κάθε διαμέρισμα. Πράγματι, η ποσότητα αυτή δεν περιλαμβάνει μόνον τη θερμότητα που εκλύεται στο εσωτερικό του συγκεκριμένου διαμερίσματος από τα υλικά στοιχεία της κεντρικής εγκατάστασης, όπως είναι οι αγωγοί και οι σωληνώσεις που διέρχονται από το διαμέρισμα αυτό, αλλά και τις ανταλλαγές θερμότητας μεταξύ των θερμαινόμενων και των μη θερμαινόμενων χώρων. Επομένως, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 85 των προτάσεών του, τα διαμερίσματα σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία δεν είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους από άποψη θέρμανσης, δεδομένου ότι η θερμότητα κυκλοφορεί μεταξύ των θερμαινόμενων και των λιγότερο ή καθόλου θερμαινόμενων χώρων.

87      Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι είναι τεχνικώς δυσχερής ο προσδιορισμός της ατομικής κατανάλωσης κάθε ενοίκου του κτιρίου επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία όσον αφορά τη θερμική ενέργεια που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση.

88      Όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού για τη χρέωση που αφορά την κατανάλωση θερμικής ενέργειας στα κτίρια επί των οποίων έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, επισημαίνεται ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρύ περιθώριο χειρισμών. Πράγματι, όπως προκύπτει τόσο από την αιτιολογική σκέψη 12 και από το άρθρο 1 της οδηγίας 2006/32 όσο και από την αιτιολογική σκέψη 20 και από το άρθρο 1 της οδηγίας 2012/27, σκοπός των δύο αυτών οδηγιών είναι να παράσχουν στα κράτη μέλη ένα κοινό πλαίσιο που θα τους επιτρέψει να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, καταλείποντας συγχρόνως σε αυτά την επιλογή του τρόπου εφαρμογής του (πρβλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Saras Energía, C‑561/16, EU:C:2018:633, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Προς τούτο, το άρθρο 9, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2012/27 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να θεσπίζουν διαφανείς κανόνες για την κατανομή των δαπανών που αφορούν τη θερμική κατανάλωση ή το ζεστό νερό, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καθίσταται εφικτή η διάκριση μεταξύ των δαπανών που προκύπτουν από την κατανάλωση, αντιστοίχως, του ζεστού νερού που προορίζεται για τις οικιακές ανάγκες, της θερμότητας που εκλύεται από την εγκατάσταση του κτιρίου για τη θέρμανση των κοινοχρήστων χώρων και της θέρμανσης των διαμερισμάτων.

90      Εν προκειμένω η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση συνάδει, κατά τα φαινόμενα, προς τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στη διάταξη αυτή, καθόσον προβλέπει ότι οι δαπάνες θερμικής κατανάλωσης κατανέμονται μεταξύ των δαπανών που αντιστοιχούν στη θερμότητα που εκλύει η κεντρική εγκατάσταση, των δαπανών για τη θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση των κοινοχρήστων μερών και των δαπανών που αφορούν τη θερμική ενέργεια που προορίζεται για τη θέρμανση των διαμερισμάτων.

91      Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος περιθωρίου χειρισμών που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η οδηγία 2006/32 και η οδηγία 2012/27 δεν αντιτίθενται σε μέθοδο υπολογισμού της θερμότητας που εκλύεται από την κεντρική εγκατάσταση η οποία βασίζεται στην αναλογία του θερμαινόμενου όγκου κάθε διαμερίσματος.

92      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-708/17 πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27 έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.

 Επί των δικαστικών εξόδων

93      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων, σ’ αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 27 της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου («οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές»), έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι ιδιοκτήτες διαμερίσματος σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία και το οποίο είναι συνδεδεμένο με δίκτυο τηλεθέρμανσης υποχρεούνται να συμβάλλουν στις δαπάνες κατανάλωσης θερμικής ενέργειας των κοινόχρηστων μερών και της κεντρικής εγκατάστασης του κτιρίου, μολονότι δεν υπέβαλαν ατομικό αίτημα για την παροχή θέρμανσης και δεν τη χρησιμοποιούν στο διαμέρισμά τους.

2)      Το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2006/32/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, για την ενεργειακή απόδοση κατά την τελική χρήση και τις ενεργειακές υπηρεσίες και για την κατάργηση της οδηγίας 93/76/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2012/27/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για την ενεργειακή απόδοση, την τροποποίηση των οδηγιών 2009/125/ΕΚ και 2010/30/ΕΕ και την κατάργηση των οδηγιών 2004/8/ΕΚ και 2006/32/ΕΚ, έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι, σε κτίριο επί του οποίου έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, οι χρεώσεις που αφορούν την κατανάλωση θερμικής ενέργειας της κεντρικής εγκατάστασης καθορίζονται, για κάθε ιδιοκτήτη διαμερίσματος του κτιρίου, κατ’ αναλογία προς τον θερμαινόμενο όγκο του διαμερίσματός του.

(υπογραφές)

Πηγή: Taxheaven