ΣτΕ 1162/2019 'Οταν εκδοθεί οριστική πράξη φόρου προστιθεμένης αξίας, δεν δύναται, πλέον, να εξακολουθήσει να ισχύει η τυχόν ήδη εκδοθείσα, για την αυτή διαχειριστική περίοδο, προσωρινή πράξη ούτε δύναται εφ’ εξής να εκδοθεί προσωρινή πράξη

ΣτΕ 1162/2019 'Οταν εκδοθεί οριστική πράξη φόρου προστιθεμένης αξίας, δεν δύναται, πλέον, να εξακολουθήσει να ισχύει η τυχόν ήδη εκδοθείσα, για την αυτή διαχειριστική περίοδο, προσωρινή πράξη ούτε δύναται εφ’ εξής να εκδοθεί προσωρινή πράξη


Περίληψη

'Οταν εκδοθεί οριστική πράξη φόρου προστιθεμένης αξίας, δεν δύναται, πλέον, να εξακολουθήσει να ισχύει η τυχόν ήδη εκδοθείσα, για την αυτή διαχειριστική περίοδο, προσωρινή πράξη ούτε δύναται εφ’ εξής να εκδοθεί προσωρινή πράξη. Τούτο ισχύει, δε, έστω κι αν η αρχικώς εκδοθείσα προσωρινή πράξη έχει ακυρωθεί για τυπικό λόγο, υπό την έννοια ότι, εάν μετά την έκδοση της οριστικής πράξεως εκδοθεί νέα προσωρινή πράξη, πρέπει, πάντως, η προσωρινή πράξη να ακυρωθεί.

Η ένδικη προσωρινή πράξη της φορολογικής αρχής περί προσδιορισμού φόρου προστιθεμένης αξίας, εάν όντως αφορά σε χρονικό διάστημα περιλαμβανόμενο εντός της διαχειριστικής περιόδου, στην οποία αφορά η αντίστοιχη οριστική πράξη, θα έπρεπε να ακυρωθεί από το δικάσαν διοικητικό εφετείο (βλ. και ΣτΕ 882/2002, ΣτΕ 103/2003 - πρβλ. ΣτΕ 2968/2011). Επομένως, για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται παραδεκτώς και βασίμως, πρέπει η κρινομένη αίτηση να γίνει δεκτή, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως.




Αριθμός 1162/2019

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Μαρτίου 2019, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Αγ. Σδράκα, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

Για να δικάσει την από 5 Μαΐου 2016 αίτηση:

της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "............................." και τον διακριτικό τίτλο "...................", που εδρεύει στη ................(οδός ......................), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χρυσόγονο (Α.Μ. 2387 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Κοραντζάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 412/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως.

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1404324-5, 4165935/2016 ειδικά γραμμάτια παραβόλου σειράς Α΄).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με δικόγραφο προσθέτων λόγων, ζητείται η αναίρεση της 412/2015 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, με την οποία απερρίφθη προσφυγή της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 6/13-4-2011 προσωρινής πράξεως της Προϊσταμένης της ΔΟΥ Νεμέας περί προσδιορισμού φόρου προστιθεμένης αξίας, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της, για το χρονικό διάστημα 1-2-1999 έως 28-2-1999, κύριος και πρόσθετος φόρος ποσού 15.456.211 και 36.863.063 δραχμών, αντιστοίχως.

3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ.3 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση». Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ως άνω άρθρου 53 του π.δ/τος 18/1989, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, «Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ ...». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3900/2010, παραδεκτώς ασκείται αίτηση αναιρέσεως επί διαφοράς με χρηματικό αντικείμενο, εφ’ όσον, σωρευτικώς, αφ’ ενός μεν το ποσό της υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ, αφ’ ετέρου δε με το εισαγωγικό δικόγραφο προβάλλονται ισχυρισμοί σύμφωνα με το περιεχόμενο που προβλέπεται από το άρθρο 12 του ν. 3900/2010. Ειδικότερα, ως προς την δεύτερη αυτή προϋπόθεση, πρέπει να προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, ήτοι επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, η οποία (ερμηνεία) είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγομένης διαφοράς, έρχεται σε αντίθεση προς νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου, νοουμένου ως τέτοιου και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) αλλά και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ), ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου είτε ότι δεν υφίσταται σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 2987, 1405/2017 επταμ., 4040/2015, 3969/2014). Επομένως, η ως άνω αντίθεση ή η έλλειψη νομολογίας πρέπει να μην αναφέρεται σε ζητήματα αιτιολογίας, εκτιμήσεως των αποδείξεων ή εσφαλμένης υπαγωγής στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, συνδεόμενα με το πραγματικό της υποθέσεως, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία κανόνα δικαίου, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στην μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλομένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (ΣτΕ 1405/2017 επταμ., 2637/2016). Eξάλλου, το αναιρετικό δικαστήριο δεν μπορεί να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την συνδρομή λόγων που θεμελιώνουν το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατ’ άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, όταν δεν περιέχεται στο εισαγωγικό δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως σχετικός, κατά τα προαναφερθέντα, ειδικός ισχυρισμός (ΣτΕ 2359/2018, ΣτΕ 4105/2015, ΣτΕ 4016/2015, ΣτΕ 1393/2014, ΣτΕ 1303/2014), δεν αρκεί δε η τυχόν επίκληση στο δικόγραφο δικαστικών αποφάσεων, η οποία γίνεται στο πλαίσιο της επιχειρηματολογίας για την βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως χωρίς σύνδεσή τους με το παραδεκτό της αιτήσεως (ΣτΕ 2111/2018, ΣτΕ 2176/2015, ΣτΕ 945/2014, ΣτΕ 2582/2014 κ.ά.). Περαιτέρω, εφ’ όσον στο εισαγωγικό δικόγραφο είτε δεν υπάρχουν, είτε δεν προβάλλονται παραδεκτώς ή βασίμως ισχυρισμοί προς άρση του απαραδέκτου των προβαλλομένων με το δικόγραφο αυτό λόγων αναιρέσεως, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί με την εκ των υστέρων προβολή τέτοιων ισχυρισμών με άλλο δικόγραφο του αναιρεσείοντος, το δε ένδικο μέσο ασκείται απαραδέκτως, χωρίς να ασκεί επιρροή τυχόν προβολή πρόσθετων λόγων αναιρέσεως και ισχυρισμών προς άρση του απαραδέκτου των λόγων αυτών (ΣτΕ 1538, 1993, 2103, 2359, 2464/2018, 1703, 1405 7μ., 741, 568, 173/2017, 2977, 3888, ΣτΕ 849/2015, 2221, ΣτΕ 1080/2014, ΣτΕ 4667/2012). Επίκληση, όμως, ειδικώς, αντιθέσεως προς νομολογία του ΕΔΔΑ μπορεί, κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 53 παρ. 3 του π.δ. 18/1989 ερμηνευομένου υπό το φως της ανωτέρω διεθνούς υποχρεώσεως της χώρας κατά το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ, να γίνει, κατ’ εξαίρεση, και με δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, εφ’ όσον η απόφαση του ΕΔΔΑ δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως και ο θέτων το σχετικό νομικό ζήτημα λόγος είχε προβληθεί με το εισαγωγικό δικόγραφο (ΣτΕ 2987/2017 επταμ.).

4. Επειδή, εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος επιτρέπεται μεν στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως αυτές πρέπει, αφ’ ενός μεν να συνάπτονται -και να είναι ανάλογες- με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αφ’ ετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων θα συνεπήγοντο την κατάλυση του, κατά την εν λόγω διάταξη, δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν κατοχυρώνει μεν την ύπαρξη και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, διέπει όμως, όταν αυτή προβλέπεται νομοθετικώς, και την άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΣτΕ 1626/2017, 1619/2012 Ολομ., 3470/2007 Ολομ.). Επομένως, η ρύθμιση του άρθρου 6 παρ. 2 περ. β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), σύμφωνα με την οποία η φορολογικές διαφορές με αντικείμενο άνω των εκατόν πενήντα χιλιάδων ευρώ εκδικάζονται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό από το διοικητικό εφετείο, δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 και 13 της ΕΣΔΑ και 47 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, με τις οποίες δεν κατοχυρώνεται δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας [πρβλ. ΣτΕ 1863/2017, 4343, 3979/2013, Ολομ. 1619/2012, 3470/2007, ΣτΕ σε Συμβούλιο 2901, 2413/2014, 1421-3/2013, ΕΔΔΑ αποφάσεις της 9.9.2014, Gajtani κατά Ελβετίας (43730/07), σκ. 63, της 15.10.2009, Κ. Πετρόπουλος κατά Ελλάδας (55484/07), σκ. 19, της 17.1.1970, Delcourt κατά Βελγίου (2689/65), σκ. 25, ΔΕΕ αποφάσεις της 17.7.2014, C-169/14, Morcillo, σκ. 36, και της 28.7.2011, C-69/10, Samba Diouf, σκ. 69]. Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως του παραδεκτού ή μη της προβολής τους το πρώτον με το δικόγραφο των προσθέτων λόγων - δεδομένου ότι, κατά τα εκτεθέντα στην σκέψη 3, όταν με το κύριο δικόγραφο δεν προβάλλεται παραδεκτός ισχυρισμός προς άρση του απαραδέκτου της κρινομένης αιτήσεως, η προβολή το πρώτον με το πρόσθετο δικόγραφο ισχυρισμών περί θεμελιώσεως του παραδεκτού δεν μπορεί να καλύψει το ως άνω απαράδεκτο - είναι απορριπτέα, πάντως, ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το πρόσθετο δικόγραφο, τα οποία, εξάλλου, δεν πλήττουν σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ομοίως απορριπτέα είναι και τα συναφώς προβαλλόμενα, περί του ότι τίθεται ζήτημα συνακόλουθης αναρμοδιότητας του δικάσαντος διοικητικού εφετείου.

5. Επειδή, με την ΣτΕ 2691/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. και ΣτΕ 882/2002, πρβλ. ΣτΕ 2968/2011) κρίθηκε, καθ’ ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 40 του ν. 1642/1986 (Α΄ 125), το οποίο κωδικοποιήθηκε με την διάταξη του εν προκειμένω εφαρμοστέου άρθρου 50 του ν. 2859/2000 (Α΄ 248) και αφορά στις προϋποθέσεις εκδόσεως προσωρινής πράξεως φόρου προστιθεμένης αξίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 32 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 περί καταργήσεως της δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας επί ανακλήσεως, ακυρώσεως ή εξαφανίσεως της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως ή δικαστικής αποφάσεως, ότι, στην περίπτωση που εκδοθεί πράξη προσδιορισμού του ως άνω φόρου ύστερα από τακτικό έλεγχο, η δίκη επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά της τελεσίδικης αποφάσεως που αφορά στην προγενέστερη της οριστικής προσωρινή πράξη δεν έχει αντικείμενο και πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη καθώς και ότι το ζήτημα αυτό, ως αναγόμενο στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως. Καθ’ ερμηνεία του περιεχομένου της αποφάσεως αυτής συνάγεται έμμεση ερμηνευτική κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του ότι δεν δύνανται να συνισχύουν, για την αυτή διαχειριστική περίοδο, η οριστική με την προσωρινή πράξη περί προσδιορισμού φόρου προστιθεμένης αξίας. Ειδικότερα, συνάγεται ότι, όταν εκδοθεί οριστική πράξη φόρου προστιθεμένης αξίας, δεν δύναται, πλέον, να εξακολουθήσει να ισχύει η τυχόν ήδη εκδοθείσα, για την αυτή διαχειριστική περίοδο, προσωρινή πράξη ούτε δύναται εφ’ εξής να εκδοθεί προσωρινή πράξη. Τούτο ισχύει, δε, έστω κι αν η αρχικώς εκδοθείσα προσωρινή πράξη έχει ακυρωθεί για τυπικό λόγο, υπό την έννοια ότι, εάν μετά την έκδοση της οριστικής πράξεως εκδοθεί νέα προσωρινή πράξη, πρέπει, πάντως, η προσωρινή πράξη να ακυρωθεί.

6. Επειδή, εν προκειμένω, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απερρίφθη λόγος προσφυγής περί του ότι η ένδικη, αφορώσα, κατά τα προεκτεθέντα, στο χρονικό διάστημα από 1-2-1999 έως 28-2-1999, προσωρινή πράξη της φορολογικής αρχής του έτους 2011, η οποία, όπως ρητώς αναφέρεται στην ως άνω απόφαση, είχε εκδοθεί κατόπιν ακυρώσεως, με την 19/2009 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ................, της αρχικής 10/2003 αντίστοιχης προσωρινής πράξεως, ήταν ακυρωτέα, διότι είχε ήδη εκδοθεί η 853/19-12-2007 οριστική πράξη ΦΠΑ για το μείζον χρονικό διάστημα από 1-12-1997 έως 30-6-1999.

Η απόρριψη εχώρησε με την αιτιολογία ότι η έκδοση προσωρινής πράξεως επιτρέπεται, εφ’ όσον η ανακρίβεια της δηλωθείσης αξίας ή ο εσφαλμένος υπολογισμός των ποσοστών ή εκπτώσεων προκύπτει από τα βιβλία και στοιχεία του υποχρέου στον φόρο, στα πλαίσια δε του ελέγχου των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων δεν αποκλείεται ο έλεγχος της γνησιότητας και του αληθούς εν γένει της συναλλαγής, για την οποία εκδόθηκαν τα τιμολόγια και άλλα στοιχεία, με βάση τα οποία η ελεγχομένη επιχείρηση προέβη σε έκπτωση φόρου εισροών, όταν, μάλιστα, με βάση αυτά έτυχε επιστροφής φόρου, εάν είτε λόγω του εμφανούς της μη γνησιότητας ή του μη αληθούς της συναλλαγής είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο ο έλεγχος αχθεί αιτιολογημένα στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία δεν ανταποκρίνονται σε συναλλαγές εν όλω ή εν μέρει. Καθ’ ερμηνεία του περιεχομένου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται έμμεση ερμηνευτική κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου περί του ότι η έκδοση οριστικής πράξεως προσδιορισμού φόρου προστιθεμένης αξίας για ορισμένη διαχειριστική περίοδο ουδεμία επιρροή ασκεί σε τυχόν εκδοθείσα προσωρινή πράξη προσδιορισμού του ως άνω φόρου για χρονικό διάστημα περιλαμβανόμενο εντός της διαχειριστικής περιόδου, στην οποία αφορά η οριστική πράξη, ούτε σε εκκρεμή δίκη, η οποία έχει ως αντικείμενο την νομιμότητα της ως άνω προσωρινής πράξεως. Με την κρινομένη αίτηση επαναλαμβάνεται ο ως άνω λόγος προσφυγής και, προς θεμελίωση του παραδεκτού, η αναιρεσείουσα επικαλείται αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως στην παρατεθείσα στην προηγουμένη σκέψη 2691/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, δεδομένου ότι, κατά τα προεκτεθέντα, πράγματι η προπαρατεθείσα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας αντίκειται στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, της οποίας γίνεται επίκληση, συνακολούθως, δε, η ένδικη προσωρινή πράξη της φορολογικής αρχής περί προσδιορισμού φόρου προστιθεμένης αξίας, εάν όντως αφορά σε χρονικό διάστημα περιλαμβανόμενο εντός της διαχειριστικής περιόδου, στην οποία αφορά η αντίστοιχη οριστική πράξη, θα έπρεπε να ακυρωθεί από το δικάσαν διοικητικό εφετείο (βλ. και ΣτΕ 882/2002, ΣτΕ 103/2003 - πρβλ. ΣτΕ 2968/2011). Επομένως, για τον λόγο αυτό, ο οποίος προβάλλεται παραδεκτώς και βασίμως, πρέπει η κρινομένη αίτηση να γίνει δεκτή, παρελκούσης ως αλυσιτελούς της εξετάσεως των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

7. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η κρινομένη αίτηση να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση, η δε υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.

Διά ταύτα

Δέχεται την αίτηση.

Αναιρεί την 412/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.

Επιβάλλει στο Δημόσιο την δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2019 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 13ης Ιουνίου 2019.

Η Πρόεδρος του Β´ Τμήματος
Ε. Σάρπ

Η Γραμματέας
Α. Ζυγουρίτσα

Πηγή: Taxheaven