Υπόθεση C-610/18 Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Priit Pikamäe Προδικαστική παραπομπή - Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας - Κανονισμός (EOK) 1408/71 - Άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ - Κανονισμός (EK) 883/2004 - Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεί

Υπόθεση C-610/18 Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Priit Pikamäe Προδικαστική παραπομπή - Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας - Κανονισμός (EOK) 1408/71 - Άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ - Κανονισμός (EK) 883/2004 - Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχεί

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PRIIT PIKAMÄE

της 26ης Νοεμβρίου 2019 (1)


Υπόθεση C‑610/18

AFMB Ltd κ.λπ.
κατά
Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank


[αίτηση του Centrale Raad van Beroep (εφετείου για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας – Κανονισμός (EOK) 1408/71 – Άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ – Κανονισμός (EK) 883/2004 – Άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ – Οδηγοί φορτηγών σε διεθνείς μεταφορές – Σύσταση εταιρίας σε άλλο κράτος μέλος – Έννοια του εργοδότη – Έννοια της καταχρήσεως δικαίου»

1. Στην παρούσα διαδικασία εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, το Centrale Raad van Beroep (εφετείο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες) υποβάλλει στο Δικαστήριο τρία ερωτήματα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (2) (στο εξής: κανονισμός 1408/71), και του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας (3), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 465/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012 (4) (στο εξής: κανονισμός 883/2004).

2. Το προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός της AFMB Ltd (στο εξής: AFMB), εταιρίας με έδρα στην Κύπρο, καθώς και διαφόρων οδηγών φορτηγών διεθνών μεταφορών, και, αφετέρου, του Raad van bestuur van de Sociale verzekeringsbank (διοικητικού συμβουλίου του ταμείου κοινωνικής ασφαλίσεως, Κάτω Χώρες, στο εξής: RSVB), με αντικείμενο την απόφαση του τελευταίου κατά την οποία στους οδηγούς αυτούς δεν εφαρμόζεται η κυπριακή νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως αλλά, αντιθέτως, τυγχάνει εφαρμογής η ολλανδική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Η εν λόγω διοικητική απόφαση προσβλήθηκε από την AFMB, η οποία χρησιμοποιεί, για τους σκοπούς εφαρμογής της κυπριακής νομοθεσίας, συμβάσεις εργασίας που έχουν συναφθεί με τους εν λόγω οδηγούς, στις οποίες η AFMB ρητώς ορίζεται ως ο «εργοδότης» και τούτο παρά το γεγονός ότι οι εν λόγω οδηγοί συνήθως τίθενται στη διάθεση ολλανδικών επιχειρήσεων μεταφορών με τις οποίες η AFMB έχει συνάψει συμφωνίες διαχειρίσεως του στόλου των οχημάτων.

3. Στην προκειμένη περίπτωση, οι διευκρινίσεις σχετικά με το ποιος θα πρέπει να θεωρηθεί ως «εργοδότης» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004 στην υπόθεση της κύριας δίκης –η AFMB ή οι ολλανδικές επιχειρήσεις– είναι μείζονος σημασίας, κατά το μέτρο που επιτρέπουν τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας κοινωνικοασφαλιστικής εθνικής νομοθεσίας, με σκοπό να διασφαλιστεί στους οδηγούς φορτηγών διεθνών μεταφορών το δικαίωμα προσβάσεως στα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας ανεξαρτήτως του γεγονότος εάν προσλήφθηκαν εντός κρατών μελών διαφορετικών από το κράτος της προελεύσεώς τους. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει στην ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως όσον αφορά τις αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας και του ελεύθερου ανταγωνισμού, η εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας κράτους μέλους που προβλέπει ενδεχομένως λιγότερες δαπάνες κοινωνικής ασφαλίσεως σε σχέση με εκείνες του κράτους μέλους στο οποίο συνήθως εργάζεται ή διαμένει ο εργαζόμενος. Δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης, στο παρόν στάδιο της εξελίξεώς του, απλώς συντονίζει τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλειας, χωρίς να τα εναρμονίζει (5), οι διαφορές μεταξύ των εν λόγω συστημάτων ενδέχεται να είναι μεγάλες. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο, σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτό που θεωρείται από κράτος μέλος ως θεμιτό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που συνδέεται με την έδρα της επιχειρήσεως μπορεί να γίνεται αντιληπτό από άλλο κράτος μέλος ως καταχρηστική πρακτική έναντι των θεμελιωδών ελευθεριών που προβλέπονται στις Συνθήκες. Οι εν λόγω περιπτώσεις συνιστούν απλώς ορισμένα παραδείγματα ιδιαιτέρως ευαίσθητων πτυχών που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της αναλύσεως των σχετικών νομικών ζητημάτων.

I. Το νομικό πλαίσιο

1. Ο κανονισμός 1408/71


4. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1408/71 εκδόθηκε στις 14 Ιουνίου 1971 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Οκτωβρίου 1972. Έκτοτε, ο κανονισμός αυτός έχει υποστεί πολλές τροποποιήσεις. Ο εν λόγω κανονισμός εφαρμόζεται επίσης στα κράτη της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), δυνάμει της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Συμφωνία ΕΟΧ) (6) και των διμερών συμφωνιών που συνήφθησαν με την Ελβετική Συνομοσπονδία (7) αντίστοιχα (8).

5. Ο τίτλος ΙΙ του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», περιέχει τα άρθρα 13 έως 17.

6.  Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, με τίτλο «Γενικοί κανόνες», προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 14γ και 14στ, τα πρόσωπα για τα οποία ισχύει ο παρών κανονισμός υπόκεινται στη νομοθεσία ενός μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος τίτλου.»

7. Το άρθρο 13, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των άρθρων 14 έως 17:

α) το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος κράτους μέλους υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν κατοικεί στο έδαφος άλλου κράτους μέλους ή αν η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολεί έχει την έδρα της ή την κατοικία του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους·

[...]».

8. Το άρθρο 14, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τα πρόσωπα που ασκούν μισθωτή δραστηριότητα εκτός από τους ναυτικούς», ορίζει τα εξής:

«Ο κανόνας του άρθρου 13, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ισχύει, με την επιφύλαξη των ακόλουθων εξαιρέσεων και ειδικών περιπτώσεων:

1) α) Το πρόσωπο το οποίο εργάζεται ως μισθωτός στο έδαφος κράτους μέλους σε επιχείρηση, στην οποία κανονικά υπάγεται και η οποία τον αποσπά στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προς εκτέλεση εργασίας για λογαριασμό της, εξακολουθεί να υπόκειται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρον ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας αυτής δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και ότι δεν αποστέλλεται σε αντικατάσταση άλλου προσώπου του οποίου έληξε η περίοδος αποσπάσεως·

[...]».

9. Το άρθρο 14, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, ορίζει τα ακόλουθα:

«Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα στο έδαφος δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών υπόκειται στη νομοθεσία η οποία προσδιορίζεται ως εξής:

α) το πρόσωπο που είναι μέλος του προσωπικού που ταξιδεύει διά ξηράς, θαλάσσης ή αέρος, μιας επιχειρήσεως η οποία διενεργεί, για λογαρι[α]σμό δικό της ή τρίτων διεθνείς σιδηροδρομικές, οδικές, αεροπορικές ή πλωτές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων, έχει δε την έδρα στο έδαφος κράτους μέλους, υπόκειται στη νομοθεσία του τελευταίου αυτού κράτους. Ωστόσο:

[...]

ii) το πρόσωπο, που απασχολείται κυρίως στο έδαφος του κράτους μέλους όπου κατοικεί, υπόκειται στη νομοθεσία του κράτους αυτού, ακόμη και αν η επιχείρηση η οποία τον απασχολεί δεν έχει ούτε έδρα, ούτε υποκατάστημα, ούτε μόνιμη αντιπροσωπεία στο έδαφος αυτό.

[...]»

2. Ο κανονισμός 883/2004

10. Ο κανονισμός 1408/71 καταργήθηκε από τον κανονισμό 883/2004, που εκδόθηκε στις 29 Απριλίου 2004 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2010. Ο κανονισμός αυτός εφαρμόζεται επίσης στα κράτη της ΕΖΕΣ, δυνάμει της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (9) και των διμερών συμφωνιών που συνήφθησαν με την Ελβετική Συνομοσπονδία (10) αντίστοιχα.

11. Ο τίτλος ΙΙ, του κανονισμού 883/2004, με τίτλο «Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας», περιέχει τα άρθρα 11 έως 16.

12. Το άρθρο 11, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, που επιγράφεται «Γενικοί κανόνες», ορίζει τα ακόλουθα:

«Τα πρόσωπα στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός υπάγονται στη νομοθεσία ενός και μόνον κράτους μέλους. Η νομοθεσία αυτή προσδιορίζεται σύμφωνα με τον παρόντα τίτλο.»

13. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού φέρει τον τίτλο «Ειδικοί κανόνες» και στην παράγραφο 1 προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το πρόσωπο που ασκεί μισθωτή δραστηριότητα σε κράτος μέλος για λογαριασμό εργοδότη ο οποίος ασκεί κανονικά τις δραστηριότητές του εκεί και το οποίο έχει αποσπασθεί από τον εργοδότη του σε άλλο κράτος μέλος προκειμένου να εκτελέσει εργασία για λογαριασμό του εργοδότη του, εξακολουθεί να υπάγεται στη νομοθεσία του πρώτου κράτους μέλους, υπό τον όρο ότι η προβλεπόμενη διάρκεια της εργασίας δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει αποσταλεί σε αντικατάσταση άλλου προσώπου.»

14. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται:

α) στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας εφόσον ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο εν λόγω κράτος μέλος· ή

β) εφόσον δεν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητας στο κράτος μέλος κατοικίας:

i) στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή του εργοδότη, εάν απασχολείται από μία επιχείρηση ή έναν εργοδότη· ή

[...]».

15. Το άρθρο 90 του κανονισμού 883/2004, που επιγράφεται «Κατάργηση», στην παράγραφο 1 ορίζει τα εξής:

«Ο κανονισμός [1408/71] καταργείται από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Ωστόσο, ο κανονισμός [1408/71] παραμένει σε ισχύ και συνεχίζει να παράγει έννομα αποτελέσματα για τους σκοπούς:

[...]

γ) της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και άλλων συμφωνιών που περιέχουν παραπομπή στον κανονισμό [1408/71], έως ότου οι εν λόγω συμφωνίες τροποποιηθούν, υπό το πρίσμα του παρόντος κανονισμού.»

II. Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

16. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της AFMB και διαφόρων οδηγών φορτηγών διεθνών μεταφορών που κατοικούν στις Κάτω Χώρες και, αφετέρου, του RSVB, σχετικά με τα «πιστοποιητικά Α1» (11) που χορηγήθηκαν μεταξύ της 2ας Οκτωβρίου 2013 και της 9ης Ιουλίου 2014, στα οποία το RSVB βεβαίωνε ότι οι εν λόγω εργαζόμενοι υπάγονταν στην ολλανδική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περίοδοι τις οποίες αφορούσαν τα πιστοποιητικά αυτά διαφέρουν ανά περίπτωση, ωστόσο κανένα από αυτά δεν φέρει ημερομηνία προγενέστερη της 1ης Οκτωβρίου 2011 ούτε μεταγενέστερη της 26ης Μαΐου 2015 (στο εξής: επίδικες περίοδοι).

17. To RSVB έκρινε ότι οι ολλανδικές επιχειρήσεις μεταφορών που προσέλαβαν τους οδηγούς οι οποίοι τέθηκαν στην πλήρη διάθεσή τους για αόριστο χρόνο, οι οποίες ασκούν στην πράξη τη διευθυντική εξουσία επ’ αυτών και τις οποίες βαρύνουν στην πράξη τα μισθολογικά έξοδα, πρέπει να θεωρηθούν «εργοδότες» για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

18. Η AFMB αμφισβητεί την εν λόγω εκτίμηση, υποστηρίζοντας κατ’ ουσίαν ότι εκείνη πρέπει να θεωρηθεί ως «εργοδότης», λόγω των συμβάσεων εργασίας που έχει συνάψει με τους οδηγούς, στις οποίες έχει συμφωνηθεί ρητώς η εφαρμογή του κυπριακού δικαίου, και ότι, για τον λόγο αυτό, πρέπει να κριθεί ως εφαρμοστέα η κυπριακή νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως.

19. Με διάφορες αποφάσεις που εξέδωσε τον Ιούλιο του 2014, το RSVB έκρινε ως αβάσιμες τις αιτιάσεις της AFMB κατά των αποφάσεων του Οκτωβρίου του 2013.

20. Με απόφαση της 25ης Μαρτίου 2016, το Rechtbank Amsterdam (Πρωτοδικείο του Άμστερνταμ, Κάτω Χώρες) απέρριψε ως αβάσιμες τις προσφυγές που ασκήθηκαν από την AFMB κατά των ως άνω αποφάσεων του Ιουλίου του 2014.

21.  Το αιτούν δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί επί του παρόντος η ένδικη διαδικασία, είναι της απόψεως ότι η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την ερμηνεία των κανόνων του δικαίου της Ένωσης σχετικά με τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως. Το δικαστήριο αυτό επιθυμεί να λάβει διευκρινίσεις όσον αφορά το ζήτημα ποιος είναι ο «εργοδότης» των οδηγών κατά τη διάρκεια των επίδικων περιόδων –οι επιχειρήσεις μεταφορών με έδρα στις Κάτω Χώρες ή η AFMB– και να προσδιοριστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο ποιο είναι το κράτος μέλος του οποίου πρέπει να εφαρμοσθεί η κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία.

22. Στο πλαίσιο αυτό, το Centrale Raad van Beroep (εφετείο για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις, Κάτω Χώρες) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1) α) Έχει το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο α’, του [κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71] την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων της κύριας δίκης, ο μισθωτός οδηγός φορτηγών διεθνών μεταφορών χαρακτηρίζεται ως ανήκων στο μετακινούμενο προσωπικό: της επιχειρήσεως μεταφορών που προσέλαβε τον ενδιαφερόμενο, στην πλήρη διάθεση της οποίας τίθεται στην πράξη ο ενδιαφερόμενος για αόριστο χρόνο, η οποία ασκεί στην πράξη τη διευθυντική εξουσία επί του ενδιαφερομένου και την οποία βαρύνουν στην πράξη τα μισθολογικά έξοδα, ή

i  της επιχειρήσεως η οποία συνήψε επισήμως σύμβαση εργασίας με τον οδηγό φορτηγών και η οποία, κατόπιν συμφωνίας με την υπό σημείο i επιχείρηση μεταφορών, κατέβαλε μισθό στον ενδιαφερόμενο και αντίστοιχες εισφορές στο κράτος μέλος όπου ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως αυτής και όχι στο κράτος μέλος όπου ευρίσκεται η έδρα της υπό σημείο i επιχειρήσεως μεταφορών, ή

ii. τόσο της υπό σημείο i όσο και της υπό σημείο ii επιχειρήσεως;

β)  Έχει το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο β’, του [κανονισμού (ΕΚ) 883/2004] την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων της κύριας δίκης, ως εργοδότης του μισθωτού οδηγού φορτηγών διεθνών μεταφορών χαρακτηρίζεται:

i. η επιχείρηση μεταφορών που προσέλαβε τον ενδιαφερόμενο, στην πλήρη διάθεση της οποίας τίθεται στην πράξη ο ενδιαφερόμενος για αόριστο χρόνο, η οποία ασκεί στην πράξη τη διευθυντική εξουσία επί του ενδιαφερομένου και την οποία βαρύνουν στην πράξη τα μισθολογικά έξοδα, ή

ii. η επιχείρηση η οποία συνήψε επισήμως σύμβαση εργασίας με τον οδηγό φορτηγών και η οποία, κατόπιν συμφωνίας με την υπό σημείο i επιχείρηση μεταφορών, κατέβαλε μισθό στον ενδιαφερόμενο και αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές στο κράτος μέλος όπου ευρίσκεται η έδρα της επιχειρήσεως αυτής και όχι στο κράτος μέλος όπου ευρίσκεται η έδρα της υπό στοιχείο i επιχειρήσεως μεταφορών, ή

iii. τόσο η υπό σημείο i όσο και η υπό σημείο ii επιχείρηση;

2) Σε περίπτωση κατά την οποία, υπό περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων της κύριας δίκης, ως εργοδότης θεωρείται η προαναφερθείσα στο ερώτημα 1α, σημείο ii, και στο ερώτημα 1β, σημείο ii, επιχείρηση:
για την εφαρμογή του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού [ 883/2004] ισχύουν αναλογικώς στις υποθέσεις της κύριας δίκης, ολικώς ή εν μέρει, οι ειδικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες εργοδότες όπως οι εταιρίες προσωρινής απασχολήσεως και άλλοι διαμεσολαβητές μπορούν να επικαλεστούν τις διαλαμβανόμενες στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του [κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71] και στο άρθρο 12 του κανονισμού [(ΕΚ) 883/2004] εξαιρέσεις από την αρχή της προτιμήσεως του κράτους απασχολήσεως;

3) Σε περίπτωση κατά την οποία, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ως εργοδότης θεωρείται η προαναφερθείσα στο ερώτημα 1α, σημείο ii, και στο ερώτημα 1β, σημείο ii, επιχείρηση και δοθεί αρνητική απάντηση στο ερώτημα 2:

Πρόκειται, στην περίπτωση των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων που παρατίθενται στην παρούσα αίτηση, για κατάσταση η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση του δικαίου της ΕΕ ή κατάχρηση του δικαίου της ΕΖΕΣ; Εάν ναι, ποιες συνέπειες συνεπάγεται τούτο;»

III. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23. Η απόφαση περί παραπομπής, με ημερομηνία 20 Σεπτεμβρίου 2018, περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 25 Σεπτεμβρίου 2018.

24. Οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Ολλανδική, η Τσεχική, η Γαλλική, η Κυπριακή, η Ουγγρική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

25. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 17ης Σεπτεμβρίου 2019 εμφανίστηκαν οι δικαστικοί πληρεξούσιοι των διαδίκων της κύριας δίκης, της Γαλλικής, της Κυπριακής, της Αυστριακής και της Ολλανδικής Κυβερνήσεως, καθώς και της Επιτροπής, και ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους.

IV. Νομική ανάλυση

1.  Εισαγωγικές παρατηρήσεις

1.  Οι σκοποί και η λειτουργία των κανόνων της Ένωσης για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας


26. Προκαταρκτικώς, προκειμένου να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί από το αιτούν δικαστήριο και οι προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπο το δικαστήριο αυτό στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να υπομνησθούν οι σκοποί και η λειτουργία των κανόνων της Ένωσης για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

27. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 45 του κανονισμού 883/2004 –με τον οποίο εκσυγχρονίσθηκαν και απλοποιήθηκαν οι κανόνες που περιλαμβάνονταν στον κανονισμό 1408/71 ενώ διατηρήθηκε παράλληλα ο ίδιος σκοπός με αυτόν του κανονισμού 1408/71– ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπεί να εξασφαλίσει τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας των κρατών μελών, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων μπορεί να ασκείται αποτελεσματικά και, με τον τρόπο αυτό, να συμβάλλει στη βελτίωση του επιπέδου ζωής και των συνθηκών εργασίας των προσώπων που διακινούνται εντός της Ένωσης (12).

28. Οι διατάξεις του τίτλου ΙΙ («Προσδιορισμός της εφαρμοστέας νομοθεσίας») των εν λόγω κανονισμών, στις οποίες περιλαμβάνονται εκείνες που καλείται να ερμηνεύσει το Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, συνιστούν πλήρες και ενιαίο σύστημα κανόνων σύγκρουσης, σκοπός του οποίου είναι η υπαγωγή των εργαζομένων που διακινούνται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους, ώστε να αποφεύγεται η συρροή εφαρμοστέων εθνικών νομοθεσιών και οι εξ αυτής δυνάμενες να προκύψουν περιπλοκές, αλλά και με σκοπό να διασφαλίζεται ότι τα πρόσωπα που υπάγονται στους εν λόγω κανονισμούς δεν θα στερηθούν την κοινωνικοασφαλιστική κάλυψη, λόγω ελλείψεως εφαρμοστέας για την περίπτωσή τους νομοθεσίας (13).

29. Η νομοθεσία της Ένωσης για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας θεσπίζει επομένως αντικειμενικά κριτήρια που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των εθνικών νομοθετικών διατάξεων που εφαρμόζονται σε έναν εργαζόμενο στην περίπτωση καταστάσεως διασυνοριακού χαρακτήρα. Το άρθρο 11, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004 θεσπίζει τη γενική αρχή της «lex loci laboris», σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο ασκεί τη μισθωτή του δραστηριότητα. Σκοπός της εν λόγω γενικής αρχής είναι όλοι οι εργαζόμενοι που ασκούν δραστηριότητα εντός του ίδιου κράτους να υπάγονται στην ίδια νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως και να λαμβάνουν τις ίδιες παροχές (14). Μόνον με τον τρόπο αυτό μπορούν να αποφευχθούν μη επιθυμητές μορφές ανταγωνισμού μέσω του μισθολογικού κόστους και, συνακολούθως, η άσκηση πίεσης στα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως.

30. Εντούτοις, πολλές εξαιρέσεις από την εν λόγω αρχή εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις που ακολουθούν, και, ιδίως, στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 883/2004, από το οποίο προκύπτει ότι το πρόσωπο που ασκεί κανονικά μισθωτή δραστηριότητα σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη υπάγεται στη νομοθεσία του κράτους μέλους κατοικίας, εάν ασκεί ουσιώδες μέρος της δραστηριότητάς του στο κράτος αυτό. Αντιθέτως, στην περίπτωση που το εν λόγω πρόσωπο δεν ασκεί ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων του στο κράτος μέλος της κατοικίας, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει την εφαρμογή της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο έχουν την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων τους η επιχείρηση ή ο εργοδότης που το απασχολούν.

31. Από την απόφαση περί παραπομπής (15) προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο φρονεί ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης εφαρμόζεται το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004, δεδομένου ότι οι οδηγοί ασκούσαν κανονικά τις δραστηριότητές τους σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη της Ένωσης ή της ΕΖΕΣ. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, οι οδηγοί παρείχαν εργασία, κατά ένα μέρος αλλά όχι κυρίως, στη χώρα κατοικίας τους, δηλαδή στις Κάτω Χώρες, και δεν ασκούσαν στη χώρα αυτή ουσιώδες μέρος των δραστηριοτήτων τους που πρέπει να ληφθούν υπόψη. Εκ των ανωτέρω συμπεραίνει ότι η ολλανδική νομοθεσία δεν μπορεί να κηρυχθεί εφαρμοστέα βάσει του [κανόνα] καθορισμού της χώρας κατοικίας που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, αλλά μόνον βάσει του [κανόνα] καθορισμού της χώρας της έδρας του εργοδότη που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού. Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί ότι η ιδιότητα του «εργοδότη» έχει καθοριστική σημασία για την εκδίκαση της διαφοράς της κύριας δίκης κατά το μέτρο που η AFMB έχει την έδρα της στην Κύπρο. Κατά την κρίση μου, η εν λόγω εκτίμηση δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω, δεδομένου ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως της κύριας δίκης και να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

32. Δεδομένου ότι η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς της κύριας δίκης, η εν λόγω διάταξη πρέπει να εξεταστεί αναλυτικότερα. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το συνδετικό στοιχείο για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας είναι η έδρα του εργοδότη. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι ο νομοθέτης δεν επανέλαβε το γράμμα του προϊσχύσαντος άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, το οποίο περιείχε ειδική διάταξη για τους εργαζόμενους στις διεθνείς μεταφορές, που διενεργούν, για λογαριασμό τρίτων, διεθνείς οδικές μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων, και το οποίο επίσης προέβλεπε ότι εφαρμοστέα είναι η εθνική νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο είχε την έδρα του ο εργοδότης. Επισημαίνεται ότι παρά τη διαφορά αυτή στο γράμμα των δύο διατάξεων, οι διατάξεις αυτές έχουν ακριβώς τον ίδιο σκοπό (16). Πράγματι, φαίνεται ότι ο νομοθέτης απλώς εγκατέλειψε τη λεπτομερέστερη διατύπωση της προϊσχύσασας διατάξεως, η οποία αναφερόταν στην ειδική περίπτωση των διεθνών οδικών μεταφορών, προκρίνοντας μια διάταξη με γενικότερη διατύπωση. Η νέα διάταξη είναι πλέον διατυπωμένη με αρκετά ευρύ τρόπο ώστε να μην περιλαμβάνει μόνον τις διεθνείς οδικές μεταφορές αλλά και άλλες μισθωτές δραστηριότητες που ασκούνται σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Το αιτούν δικαστήριο φαίνεται ότι είχε επίγνωση των ανωτέρω, και για τον λόγο αυτό στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα αναφέρθηκε και στις δύο αυτές διατάξεις. Συνεπώς, τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των δύο αυτών διατάξεων. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι είναι καταρχήν δυνατό να δοθεί κοινή ερμηνεία στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004.

2. Ratione locis και ratione temporis εφαρμογή των κανονισμών 1408/71 και 883/2004 στην υπό κρίση υπόθεση

33. Παρά το γεγονός ότι οι δύο κανονισμοί διέπονται από τον ίδιο νομοθετικό σκοπό, κρίνεται εντούτοις απαραίτητη η εξέταση του ζητήματος της ratione loci και ratione temporis εφαρμογής των δύο αυτών κανονισμών, δεδομένου ότι ορισμένα από τα κράτη μέλη που κατέθεσαν παρατηρήσεις εξέφρασαν αμφιβολίες όσον αφορά το παραδεκτό της υποβολής του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος, υπό αʹ, σε σχέση με την ερμηνεία του κανονισμού 1408/71.

34.  Όπως επισημάνθηκε κατά την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, διαπιστώνεται ότι, πρώτον, η AFMB συνεστήθη στις 10 Μαΐου 2011 και, δεύτερον, οι επίδικες περίοδοι της επαγγελματικής δραστηριότητας των οδηγών αφορούσαν το διάστημα από 1ης Οκτωβρίου 2011 έως 26 Μαΐου 2015. Με άλλα λόγια, όλα τα πραγματικά περιστατικά έλαβαν χώρα μετά την 1η Μαΐου 2010, ημερομηνία κατά την οποία τέθηκε σε ισχύ ο κανονισμός 883/2004 στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκ των ανωτέρω φαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι στην υπό κρίση υπόθεση επιβάλλεται η αποκλειστική εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού.

35. Εντούτοις, φρονώ ότι η ερμηνεία του κανονισμού 883/2004 θα μπορούσε να είναι επίσης χρήσιμη προκειμένου να διασφαλιστεί η καλύτερη κατανόηση του κανονισμού 1408/71, πολλώ δεν μάλλον καθόσον ο τελευταίος εξακολούθησε να ισχύει για ορισμένο χρονικό διάστημα στα κράτη της ΕΖΕΣ (17), στα οποία φαίνεται ότι εργάσθηκαν επίσης οι οδηγοί κατά τη διάρκεια των επίδικων περιόδων. Η κοινή ερμηνεία των διατάξεων των δύο αυτών κανονισμών από το Δικαστήριο θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο οδηγό για λοιπές παρόμοιες υποθέσεις, οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ενός ή του άλλου, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ομοιόμορφη εφαρμογή τους στην επικράτεια της Ένωσης και των κρατών της ΕΖΕΣ (18). Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, υπό αʹ, με το οποίο ζητείται επίσης από το Δικαστήριο να προβεί στην ερμηνεία του κανονισμού 1408/71, πρέπει να κριθεί παραδεκτό.

36. Δυνάμει των ανωτέρω, κατά την ανάλυσή μου θα εξετασθούν ειδικότερα οι διατάξεις του κανονισμού 883/2004, με αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού 1408/71, κατά το μέτρο που κρίνεται αναγκαίο. Οι παρατηρήσεις που διατυπώνονται στη συνέχεια αφορούν τις αντίστοιχες διατάξεις των δύο κανονισμών (19).

2. Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

1. Ανάγκη κριτηρίων για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας


37. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα –στο οποίο, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, πρέπει να δοθεί κοινή απάντηση επί των ζητημάτων που σχετίζονται και με τους δύο κανονισμούς στους οποίους αναφέρεται το ερώτημα αυτό– το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσίαν ποιος, για τους σκοπούς του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 (20), έχει την ιδιότητα του «εργοδότη» ενός μισθωτού οδηγού φορτηγών διεθνών οδικών μεταφορών, όταν ο οδηγός αυτός έχει τεθεί στην πλήρη διάθεση μιας επιχειρήσεως μεταφορών την οποία βαρύνουν στην πράξη τα μισθολογικά έξοδα και η οποία ασκεί την πραγματική εξουσία επί του προσώπου αυτού, αλλά ο οδηγός έχει συνάψει τη σύμβαση εργασίας με άλλη επιχείρηση, η οποία καταβάλλει τον μισθό δυνάμει συμφωνίας που έχει συναφθεί με την επιχείρηση μεταφορών.

38. Η έννοια του «εργοδότη» δεν ορίζεται στο δίκαιο της Ένωσης. Οι δε κανονισμοί για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας δεν κάνουν ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών προκειμένου να προσδιοριστεί η σημασία και το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω έννοιας. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η επίμαχη έννοια πρέπει να ερμηνεύεται, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο (21), λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου χρησιμοποιείται η διάταξη αυτή και του σκοπού που επιδιώκουν οι κανονισμοί περί συντονισμού (22).

39. Η αυτοτελής ερμηνεία φρονώ ότι είναι κατά μείζονα λόγο απαραίτητη, δεδομένου ότι η έννοια του «εργοδότη» συνιστά το συνδετικό στοιχείο για την εφαρμογή του κανόνα συγκρούσεως που αποσκοπεί στον ορισμό ως εφαρμοστέου δικαίου τη νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως ενός μόνον κράτους μέλους. Ο εν λόγω σκοπός προδήλως δεν επιτυγχάνεται εάν διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών οδηγούν σε διαφορετικά νομικά καθεστώτα.

40. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με το ζήτημα αν πρέπει να λαμβάνεται αποκλειστικά υπόψη η σύμβαση εργασίας ή περισσότερα αντικειμενικά κριτήρια ή, ενδεχομένως, να γίνεται συνδυασμός μεταξύ των δύο επιλογών, προκειμένου να προσδιοριστεί ποιος έχει την ιδιότητα του «εργοδότη» υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες της κύριας δίκης. Κατά την άποψή μου, θα ήταν υπερβολικά τυπολατρική η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία λαμβάνεται αποκλειστικά υπόψη η ύπαρξη συμβατικής σχέσεως. Συντρέχουν βάσιμοι λόγοι για την απόρριψη μιας τέτοιας προσεγγίσεως, ιδίως δε ο κίνδυνος καταστρατηγήσεως, μέσω τεχνητών νομικών κατασκευών, της προστασίας που παρέχουν οι κανονισμοί συντονισμού. Φαίνεται, επομένως, περισσότερο πρόσφορη μια προσέγγιση που να λαμβάνει δεόντως υπόψη την πραγματικότητα των εργαζομένων στην ενιαία αγορά καθώς και την πολυπλοκότητα των σχέσεων εργασίας στην εποχή μας. Πράγματι, η ποικιλομορφία των νομικών κατασκευών ιδιωτικού δικαίου που θα μπορούσαν να υπάρξουν μεταξύ του αιτούντος και του παρέχοντος την υπηρεσία, ο οποίος μπορεί με τη σειρά του να παράσχει ο ίδιος την υπηρεσία, να καταφύγει σε ένα υπεργολάβο ή αποσπασμένο υπάλληλο ή να χρησιμοποιήσει άλλα μέσα για να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, απαιτεί μια πιο ευέλικτη προσέγγιση στην ανάλυση. Τούτου λεχθέντος, ο χαρακτηρισμός του «εργοδότη» με βάση την εξέταση ανά περίπτωση όλων των συναφών περιστάσεων και με τη χρήση αντικειμενικών κριτηρίων μου φαίνεται η πιο ενδεδειγμένη προσέγγιση. Με τον τρόπο αυτό αποτρέπεται το ενδεχόμενο της εργαλειοποιήσεως των θεμελιωδών ελευθεριών της ενιαίας αγοράς ή της συμβολής τους σε μεθοδεύσεις καταστρατηγήσεως.

2. Ανάλυση της νομολογίας του Δικαστηρίου

41. Η νομολογία του Δικαστηρίου επί ζητημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως, εργασιακών ζητημάτων και ζητημάτων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου φρονώ ότι προσφέρει πολλά σημεία αναφοράς για μια διαφοροποιημένη προσέγγιση. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα αποπειραθώ να εντοπίσω ορισμένα χρήσιμα κριτήρια για την πραγματοποίηση της εν λόγω κατά περίπτωση εξετάσεως.

1) Στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια σχέση εργασίας

42. Κρίνω σκόπιμο να υπογραμμίσω ότι η νομολογία φαίνεται να έχει αποδώσει περισσότερη προσοχή στον ρόλο του «εργαζόμενου» παρά στον ρόλο του «εργοδότη». Πράγματι, στη νομολογία υπάρχουν σχετικά λίγα στοιχεία που θα επέτρεπαν να συναχθούν τα χαρακτηριστικά του ρόλου του «εργοδότη». Φυσικά, είναι προφανώς αδύνατο να εξετασθούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ενός μισθωτού χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα αντίστοιχα δικαιώματα και υποχρεώσεις του εργοδότη, δεδομένου ότι, εν τέλει, τα δύο αυτά μέρη συνδέονται μεταξύ τους με σχέση εργασίας.

43. Ως εκ τούτου, για να διευκρινιστεί ο ρόλος του «εργοδότη», πρέπει να ληφθεί καταρχάς υπόψη ο γενικός ορισμός της σχέσεως εργασίας, όπως αυτός έχει διαμορφωθεί στη νομολογία. Σύμφωνα με πάγια νομολογία, το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς ένα άλλο πρόσωπο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (23). Τούτου λεχθέντος, πρέπει να εντοπιστούν τα κριτήρια που ανέπτυξε το Δικαστήριο για τον προσδιορισμό της υπάρξεως μιας σχέσεως εξαρτήσεως μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη, η οποία χαρακτηρίζει μια σχέση εργασίας στους τρεις ως άνω αναφερόμενους τομείς του δικαίου της Ένωσης.

2) Κριτήρια που αντλούνται από τη νομολογία σε υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως

44. Από τη νομολογία σε υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως προκύπτει ότι δεν ασκούν επιρροή μόνον οι συμβατικές σχέσεις αλλά και η πραγματική κατάσταση του εργαζομένου. Λαμβάνονται υπόψη όλες οι κρίσιμες αντικειμενικές περιστάσεις της υποθέσεως προκειμένου να προσδιοριστεί η σχέση εξαρτήσεως που χαρακτηρίζει μια σχέση εργασίας.

45. Κατά πάγια νομολογία, η εφαρμογή του συστήματος συγκρούσεως νόμων των κανονισμών συντονισμού εξαρτάται μόνον από την αντικειμενική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο εργαζόμενος, όπως αυτή προκύπτει από το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων του φακέλου (24). Συγκεκριμένα, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Format (25), το Δικαστήριο υπέδειξε τα απαραίτητα βήματα για τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας εθνικής κοινωνικοασφαλιστικής νομοθεσίας στην περίπτωση που ο μισθωτός έχει εργασθεί σε δύο ή περισσότερα κράτη μέλη. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι «εκτός από τα οριζόμενα στα συμβατικά έγγραφα» πρέπει να λαμβάνονται ενδεχομένως υπόψη και «στοιχεία όπως ο τρόπος με τον οποίο εκτελέστηκαν στο παρελθόν στην πράξη οι συμβάσεις εργασίας μεταξύ του οικείου εργοδότη και του οικείου εργαζομένου, οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές και, γενικότερα, τα χαρακτηριστικά και το είδος των δραστηριοτήτων της οικείας επιχειρήσεως, στον βαθμό που τα στοιχεία αυτά μπορούν να φωτίσουν την πραγματική φύση της επίμαχης εργασίας». Το Δικαστήριο πρόσθεσε ότι «[ο αρμόδιος φορέας που καλείται να πραγματοποιήσει την εν λόγω εξέταση], ανεξαρτήτως του γράμματος των συμβατικών εγγράφων, οφείλει να στηρίξει τα πορίσματά του στην πραγματική κατάσταση του μισθωτού» (26).

46. Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Manpower (27), που αφορούσε τη απόσπαση των εργαζομένων μέσω επιχειρήσεως προσωρινής απασχολήσεως προσωπικού, θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, κατά το μέτρο που στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο θέσπισε ορισμένα χρήσιμα κριτήρια. Από την ως άνω απόφαση μπορεί να συναχθεί ότι μπορεί να κριθεί ως «εργοδότης», κατά την έννοια των κανονισμών συντονισμού, το μέρος που έχει την ευθύνη να προσλάβει τον εργαζόμενο, να του καταβάλει τον μισθό, καθώς και να του επιβάλει κυρώσεις και να τον απολύσει (28). Τούτο καταδεικνύει ότι το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση εργασίας και δεν βασίζεται αποκλειστικά στη σύμβαση εργασίας.

3) Κριτήρια που αντλούνται από τη νομολογία στον τομέα των σχέσεων εργασίας

47. Από την ανάλυση της νομολογίας στον τομέα των σχέσεων εργασίας μπορεί ομοίως να συναχθεί ότι ο προσδιορισμός του εργοδότη πρέπει να πραγματοποιείται βάσει του συνόλου των κρίσιμων αντικειμενικών περιστάσεων της υποθέσεως. Από την άποψη αυτή, το πρόσωπο με το οποίο ο εργαζόμενος συνήψε τυπικά σύμβαση εργασίας δεν είναι κατ’ ανάγκην ο «εργοδότης».

48. Στην απόφαση Danosa (29), η οποία αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ (30), το Δικαστήριο υπενθύμισε καταρχάς το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας, το οποίο επισημάνθηκε ήδη ανωτέρω (31) και το οποίο συνίσταται στη σχέση εξαρτήσεως στο πλαίσιο της οποίας ο εργαζόμενος αποτελεί αντικείμενο ελέγχου (32), και εν συνεχεία διευκρίνισε ότι «ο νομικός χαρακτηρισμός κατά το εθνικό δίκαιο και η μορφή της σχέσεως αυτής όσο και η φύση του νομικού δεσμού που συνδέει τα δύο πρόσωπα δεν ασκούν καθοριστικό ρόλο [ως προς το ζήτημα αυτό]» (33).

49. Αξίζει επίσης να μνημονευθεί η απόφαση Albron Catering (34), η οποία αφορούσε την ερμηνεία της οδηγίας 2001/23/ΕΚ (35) και στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εργοδότης μπορεί να είναι επίσης η επιχείρηση στην οποία είναι τοποθετημένοι οι εργαζόμενοι «μολονότι δεν έχει συνάψει σύμβαση με τους εργαζομένους αυτούς» (36).

50. Τέλος, όσον αφορά το στοιχείο της εξαρτήσεως το οποίο χαρακτηρίζει κάθε σχέση εργασίας, πρέπει να γίνει μνεία στην απόφαση Χαραλαμπίδης (37), η οποία αφορούσε το ζήτημα εάν ο πρόεδρος μιας λιμενικής αρχής είχε την ιδιότητα του «εργαζομένου» υπό την έννοια του άρθρου 45, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Το Δικαστήριο απάντησε επ’ αυτού καταφατικά, κρίνοντας ότι ο πρόεδρος της λιμενικής αρχής τελούσε υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο του Ιταλού Υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, ο οποίος, πέραν των εξουσιών αυτών, μπορούσε να του επιβάλει ενδεχομένως και κυρώσεις (38). Όσον αφορά τη νομική φύση της σχέσεως μεταξύ των δύο αυτών προσώπων, το Δικαστήριο υπενθύμισε την πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία «είναι αδιάφορο αν η σχέση εργασίας είναι, από νομική άποψη, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου» (39).

4) Κριτήρια που αντλούνται από τη νομολογία σε ζητήματα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου

51. Το Δικαστήριο τάχθηκε επίσης υπέρ της εκτιμήσεως του συνόλου των περιστάσεων μιας υποθέσεως στο πλαίσιο της ερμηνείας των κανόνων συγκρούσεως στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου. Σύμφωνα με την εν λόγω νομολογία, για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου τόπου στον οποίο ο εργαζόμενος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη δέσμη ενδείξεων.

52. Στην απόφαση Voogsgeerd (40), που αφορούσε την ερμηνεία των διατάξεων της Συμβάσεως σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η οποία άνοιξε προς υπογραφή στη Ρώμη στις 19 Ιουνίου 1980 (στο εξής: Σύμβαση της Ρώμης) (41), το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο, προκειμένου να εκτιμήσει εάν μια επιχείρηση έχει πράγματι την ιδιότητα του «εργοδότη», οφείλει να λάβει υπόψη του «όλα τα αντικειμενικά στοιχεία που καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί η ύπαρξη πραγματικής καταστάσεως διαφέρουσας από εκείνη που απορρέει από το γράμμα της συμβάσεως»(42).

53. Στην απόφαση Koelzsch (43), η οποία είχε επίσης ως αντικείμενο την ερμηνεία των διατάξεων της ανωτέρω συμβάσεως και αφορούσε, όπως και η υπό κρίση υπόθεση, την εργασία στον τομέα των μεταφορών, το Δικαστήριο έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα του εργαζομένου και, ιδίως, «σε ποιο κράτος μέλος βρίσκεται ο τόπος από τον οποίο ο εργαζόμενος ασκεί τις σχετικές με τη μεταφορά δραστηριότητες, λαμβάνει οδηγίες για τις δραστηριότητές του αυτές και οργανώνει την εργασία του, καθώς και ο τόπος στον οποίο βρίσκονται τα εργαλεία για την εκτέλεση της εργασίας του» (44). Το εθνικό δικαστήριο «πρέπει επίσης να ελέγξει ποιοι είναι οι τόποι στους οποίους πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο η μεταφορά, οι τόποι εκφορτώσεως του εμπορεύματος, καθώς και ο τόπος όπου ο εργαζόμενος επιστρέφει μετά την εργασία του» (45).

54. Για τους σκοπούς του προσδιορισμού του τόπου στον οποίο ο εργαζόμενος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του έναντι του εργοδότη, κρίσιμη είναι επίσης η απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (46), η οποία είχε ως αντικείμενο την ερμηνεία του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (47) στον τομέα της αεροπορικής μεταφοράς επιβατών. Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο επανέλαβε τη σημασία των ανωτέρω ενδείξεων οι οποίες εφαρμόζονται στις σχέσεις εργασίας στον τομέα των μεταφορών και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τα εθνικά δικαστήρια(48). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η εν λόγω μέθοδος η οποία στηρίζεται σε ενδείξεις «καθιστά δυνατή την καλύτερη αποτύπωση της πραγματικότητας των εννόμων σχέσεων, καθόσον πρέπει να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που χαρακτηρίζουν τη δραστηριότητα του εργαζομένου» (49). Υπογραμμίζεται, στο πλαίσιο αυτό, ότι το Δικαστήριο επισήμανε τον κίνδυνο το στοιχείο σύνδεσης για την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης «να εργαλειοποιείται ή να συμβάλλει στην εφαρμογή μεθοδεύσεων καταστρατηγήσεως» (50).

55. Πιο προσφάτως, στην απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Bosworth και Hurley (51), το Δικαστήριο κλήθηκε να ερμηνεύσει τη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (52), ιδίως δε την έννοια του «εργαζομένου». Αφού προηγουμένως υπενθύμισε τη σχέση εξαρτήσεως στην οποία στηρίζεται κάθε σχέση εργασίας, καθώς και το ότι επιβάλλεται να αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως σε συνάρτηση με όλα τα στοιχεία και όλες τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των μερών, το Δικαστήριο έκρινε ότι «το ότι τυπικά δεν έχει συναφθεί σύμβαση δεν αποκλείει την ύπαρξη σχέσεως εργασίας» κατά την έννοια των συναφών διατάξεων της εν λόγω Συμβάσεως (53).

3. Εφαρμογή των προαναφερθέντων κριτηρίων στις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης

56. Αφού εντοπίσθηκαν διάφορα χρήσιμα κριτήρια για τον προσδιορισμό της ιδιότητας του εργοδότη σε μια σχέση εργασίας, πρέπει, εν συνεχεία, τα κριτήρια αυτά να εφαρμοσθούν στις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης. Καίτοι απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στην απαιτούμενη εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και να εφαρμόσει, ενδεχομένως, το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 (54) στη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί, εντούτοις το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύσει το δίκαιο της Ένωσης με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (55).

57. Πρέπει καταρχήν να επισημανθεί ότι ο συμβατικός δεσμός, βάσει του οποίου η AFMB είναι τυπικά ο εργοδότης των οδηγών, έχει ενδεικτική μόνον αξία. Επομένως, ευλόγως τίθεται εν αμφιβόλω η ιδιότητα του «εργοδότη» την οποία επικαλείται η AFMB –τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους κανόνες συντονισμού στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως– εφόσον αυτή δεν αντανακλά την πραγματικότητα όσον αφορά τη σχέση εργασίας, πράγμα που πρέπει να ελεγχθεί κατωτέρω με βάση τα στοιχεία του φακέλου.

58. Όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο (56), οι εργαζόμενοι, τόσο πριν από όσο και κατά τη διάρκεια των κρίσιμων περιόδων, εργάζονταν ως μισθωτοί οδηγοί φορτηγών οδικών διεθνών μεταφορών και οδηγούσαν αποκλειστικά και μόνο φορτηγά των οποίων η εκμετάλλευση γινόταν για λογαριασμό και με κίνδυνο των επιχειρήσεων μεταφορών οι οποίες είχαν την έδρα τους στις Κάτω Χώρες. Κατά τις επίδικες περιόδους οι οδηγοί στην πραγματικότητα είχαν τεθεί, για αόριστο χρονικό διάστημα, στην πλήρη διάθεση των επιχειρήσεων μεταφορών και απασχολούνταν από τις εταιρίες αυτές, των οποίων, οι περισσότεροι εξ αυτών, ήταν μισθωτοί πριν από τις κρίσιμες περιόδους.

59. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο (57), δεν μεταβλήθηκε τίποτα ή σχεδόν τίποτα στη σχέση μεταξύ των εργαζομένων και των αρχικών τους εργοδοτών με έδρα στις Κάτω Χώρες ως προς τις συνήθεις δραστηριότητές τους μετά την τυπική μεσολάβηση της AFMB τον Οκτώβριο του 2011. Πράγματι, οι εργοδότες εξακολούθησαν να λαμβάνουν αποφάσεις όσον αφορά την πρόσληψη, τους βασικούς όρους εργασίας, τα καθήκοντα και την απόλυση των εργαζομένων. Φαίνεται ότι δεν προσέλαβε η ίδια η AFMB τους οδηγούς, αλλά αντιθέτως οι επιχειρήσεις μεταφορών με έδρα στις Κάτω Χώρες ενέταξαν εργαζομένους τους στο προσωπικό της AFMB. Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει (58) ως παράδειγμα σχετικά με την εξουσία ελέγχου επί των βασικών όρων εργασίας που ασκούσαν οι επιχειρήσεις μεταφορών με έδρα στις Κάτω Χώρες, στην πρακτική της AFMB να απολύει αμελλητί τους οδηγούς τους οποίους δεν χρειάζονταν πλέον οι εν λόγω επιχειρήσεις.

60. Όσον αφορά τα μισθολογικά έξοδα, πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμη και αν η AFMB κατέβαλλε απευθείας τον μισθό στους οδηγούς, εντούτοις ο μισθός αυτός προφανώς χρηματοδοτούνταν από τις επιχειρήσεις με έδρα στις Κάτω Χώρες, οι οποίες, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρασχέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο (59), ήταν υπόχρεες καταβολής στην AFMB ορισμένων ποσών δυνάμει των συμβάσεων που είχαν συνάψει με την AFMB. Τούτου λεχθέντος, έστω και αν η AFMB δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι απλώς μια «εταιρία-γραμματοκιβώτιο», μπορεί εντούτοις να χαρακτηρισθεί ως ένα είδος διαχειριστή των μισθών, όχι όμως ως πραγματικός εργοδότης. Κατά την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών (60) το αιτούν δικαστήριο φτάνει μέχρι του σημείου να υποστηρίξει ότι η AFMB ήταν ο εργοδότης «σχεδόν μόνο στα χαρτιά». Τα εν λόγω στοιχεία καθώς και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εξουσία διευθύνσεως και ελέγχου όσον αφορά τους οδηγούς ανήκε στις επιχειρήσεις με έδρα στις Κάτω Χώρες.

61. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και με την επιφύλαξη της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, για την οποία αρμόδιο είναι το αιτούν δικαστήριο, φρονώ ότι μόνον οι επιχειρήσεις μεταφορών με έδρα στις Κάτω Χώρες πρέπει να θεωρηθούν ως οι «εργοδότες» των οδηγών στις υποθέσεις της κύριας δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004.

62. Συνεπώς, η κοινωνικοασφαλιστική νομοθεσία που είναι εφαρμοστέα σε κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης είναι η νομοθεσία του κράτους της επιχειρήσεως μεταφορών η οποία προσέλαβε τον ενδιαφερόμενο, στης οποίας την πλήρη διάθεση έχει τεθεί στην πράξη ο ενδιαφερόμενος για αόριστο χρόνο, η οποία ασκεί πραγματική εξουσία επί του ενδιαφερομένου και η οποία φέρει στην πράξη τις μισθολογικές δαπάνες, ήτοι εν προκειμένω η νομοθεσία την Κάτω Χωρών.  

4. Η απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα

63. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004 έχει την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές των διαφορών της κύριας δίκης, εργοδότης των μισθωτών οδηγών φορτηγών διεθνών οδικών μεταφορών θεωρείται ότι είναι η επιχείρηση μεταφορών που προσέλαβε τον ενδιαφερόμενο, στης οποίας την πλήρη διάθεση έχει τεθεί στην πράξη ο ενδιαφερόμενος για αόριστο χρόνο, η οποία ασκεί πραγματική εξουσία επί του ενδιαφερομένου και η οποία φέρει στην πράξη τις μισθολογικές δαπάνες, με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών από το αιτούν δικαστήριο.  

3. Επί του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος

64. Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο υποβάλλεται επικουρικώς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν, σε περίπτωση που η AFMB θεωρηθεί ως ο «εργοδότης», ισχύουν αναλογικώς στις υποθέσεις της κύριας δίκης, ολικώς ή εν μέρει, οι ειδικές προϋποθέσεις που αφορούν την περίπτωση της αποσπάσεως των εργαζομένων, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και του άρθρου 12 του κανονισμού 883/2004. Γίνεται λόγος για πιθανή αναλογική εφαρμογή, λόγω του ότι δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους της κυρίας δίκης ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής στις υποθέσεις της κύριας δίκης.

65. Δεδομένου ότι προτείνεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα να δοθεί η απάντηση ότι μόνον οι επιχειρήσεις που έχουν έδρα στις Κάτω Χώρες πρέπει να θεωρηθούν ως «εργοδότες», παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει σε άλλο συμπέρασμα, φρονώ ότι πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, για τους λόγους που θα εκθέσω κατωτέρω.

66. Όπως και στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, θα επικεντρωθώ στην ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού 883/2004, δεδομένου ότι το άρθρο αυτό περιέχει, κατ’ ουσίαν, την ίδια διάταξη με το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, παρά τις μικρές διαφορές στη διατύπωσή τους (61).

67. Το άρθρο 12 του κανονισμού 883/2004 δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να τύχει εφαρμογής, κατά το μέτρο που στις υποθέσεις της κύριας δίκης δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για «απόσπαση» αλλά για «διάθεση» εργαζομένων για αόριστο χρόνο από την AFMB στις επιχειρήσεις με έδρα στις Κάτω Χώρες.

68. Η ανάγκη να γίνεται με σαφήνεια αυτή η διάκριση καθίσταται εμφανής υπό το πρίσμα της ερμηνείας που δίνει στην έννοια της «αποσπάσεως» η νομολογία. Στην απόφαση FTS (62), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παρεκκλίσεις από τον κανόνα του κράτους απασχολήσεως, οι οποίες προβλέπονται από τις ως άνω διατάξεις, μπορούν να εφαρμοστούν στις περιπτώσεις παρεμβάσεως μιας επιχειρήσεως εξευρέσεως προσωρινής εργασίας μόνον εάν πληρούνται δύο προϋποθέσεις: σύμφωνα με την πρώτη προϋπόθεση, η οποία αφορά τον αναγκαίο σύνδεσμο μεταξύ της επιχειρήσεως που αποσπά τον εργαζόμενο σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο αυτή είναι εγκατεστημένη και του αποσπασμένου εργαζόμενου, πρέπει να διατηρείται ένας οργανικός δεσμός μεταξύ της εν λόγω επιχειρήσεως και του εργαζομένου για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η απόσπαση. Σύμφωνα με την δεύτερη προϋπόθεση, η οποία αφορά τη σχέση που υφίσταται μεταξύ της εν λόγω επιχειρήσεως και του κράτους μέλους όπου αυτή είναι εγκαταστημένη, απαιτείται η τελευταία αυτή επιχείρηση να ασκεί συνήθως σημαντικές δραστηριότητες στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους (63).

69. Για να αποδειχθεί η ύπαρξη ενός τέτοιου οργανικού συνδέσμου, κατά τη νομολογία (64), είναι ουσιώδες, από το σύνολο των σχετικών περιστάσεων, να συνάγεται ότι ο εργαζόμενος έχει τεθεί υπό την εξουσία της εν λόγω επιχειρήσεως εξευρέσεως προσωρινής εργασίας. Η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι η εν λόγω επιχείρηση πρέπει να διαθέτει εξουσίες διευθύνσεως και ελέγχου καθώς και, κατά περίπτωση, κυρωτικές εξουσίες επί του εργαζομένου. Με άλλα λόγια, η επιχείρηση εξευρέσεως προσωρινής εργασίας πρέπει να ασκεί τα καθήκοντα που επιφυλάσσονται τυπικά στον «εργοδότη». Όμως, έχει ήδη διαπιστωθεί στο πλαίσιο της απαντήσεως στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ότι, στις υποθέσεις της κύριας δίκης, ο ρόλος αυτός ανατίθεται στις επιχειρήσεις μεταφορών με έδρα στις Κάτω Χώρες (65). Επιπλέον, προκύπτει από τη δικογραφία ότι ο σύνδεσμος μεταξύ των οδηγών και της AFMB περιορίζεται ουσιαστικά στην πληρωμή του μισθού και στην καταβολή των κοινωνικών εισφορών στην αρμόδια κυπριακή αρχή. Εξάλλου, πρέπει να επισημανθεί ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν αμφισβητήθηκαν από την AFMB στις παρατηρήσεις της. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω φαίνεται ότι δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση.

70. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, πρέπει να διαπιστωθεί εξαρχής ότι –όπως επισημαίνουν πολλοί από τους μετέχοντες στη διαδικασία– η προϋπόθεση αυτή δεν προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004 (66). Το στοιχείο σύνδεσης που προβλέπεται στην ως άνω διάταξη είναι απλώς ο τόπος εγκαταστάσεως του εργοδότη. Τούτου λεχθέντος, φρονώ ότι θα ήταν προβληματικό να εισαχθεί διά της ερμηνευτικής οδού μια συμπληρωματική προϋπόθεση κατά την οποία απαιτούνται «ουσιώδεις δραστηριότητες στην επικράτεια του κράτους μέλους εγκατάστασης [της επιχειρήσεως]», παρά το σαφές γράμμα των εν λόγω διατάξεων. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η επίμαχη προϋπόθεση θεσπίστηκε αρχικά διά της νομολογιακής οδού στο πλαίσιο διαφορετικής διατάξεως, ήτοι του άρθρου 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 (67), που αντιστοιχεί στο άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 883/2004, το οποίο αποτελεί τη διάταξη που είναι πλέον σε ισχύ. Η εφαρμογή της σε άλλη διάταξη χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητά της θα ισοδυναμούσε με υπέρβαση των ορίων του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως που προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004. Στα ανωτέρω προστίθεται το γεγονός ότι η πρόταση σχετικής νομοθετικής τροποποιήσεως απορρίφθηκε πρόσφατα από το Συμβούλιο, όπως επισήμανε η Επιτροπή στις παρατηρήσεις της (68). Ανεξαρτήτως των αμφιβολιών που εγείρει η πρακτική εφαρμογή μιας τέτοιας προσεγγίσεως, επισημαίνεται ότι το ίδιο το αιτούν δικαστήριο αδυνατεί να εφαρμόσει την προτεινόμενη προϋπόθεση περί «ουσιαστικής δραστηριότητας», λόγω της ελλείψεως σχετικών στοιχείων. Πράγματι, προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί εάν η AFMB πληροί ή όχι την εν λόγω προϋπόθεση (69). Ως εκ τούτου, δεν αντιλαμβάνομαι πώς η εν λόγω προσέγγιση θα μπορούσε να επηρεάσει την επίλυση των διαφορών της κύριας δίκης.

71. Για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω, προτείνω να δοθεί αρνητική απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

4. Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

1. Η έννοια της «καταχρήσεως δικαίου» σύμφωνα με τη νομολογία


72. Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο προβάλλεται όλως επικουρικώς, το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης –στην περίπτωση που η AFMB ήθελε θεωρηθεί ως ο «εργοδότης» και εάν δεν εφαρμόζονται οι ειδικές προϋποθέσεις περί αποσπάσεως των εργαζομένων– συνιστούν κατάσταση που υποκρύπτει κατάχρηση του δικαίου της Ένωσης(70).

73. Λαμβανομένων υπόψη των απαντήσεων που προτείνονται στο πρώτο και δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, θα απαντήσω μόνο χάριν πληρότητας στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, για την υποθετική περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο προβεί σε διαφορετική κρίση ως προς τα δύο πρώτα προδικαστικά ερωτήματα.

74. Κατά πάγια νομολογία, οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται τους κανόνες της Ένωσης δολίως ή καταχρηστικώς (71). Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τους κανόνες των νομικών πράξεων της Ένωσης που ενσωματώθηκαν στη Συμφωνία ΕΟΧ (72) και στις διμερείς συμφωνίες με την Ελβετική Συνομοσπονδία. Προκειμένου να υφίσταται καταχρηστική πρακτική απαιτείται να πληρούται ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό στοιχείο (73). Αφενός, ως προς το αντικειμενικό στοιχείο, η διαπίστωση αυτή απαιτεί να προκύπτει από ένα σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η ρύθμιση της Ένωσης, δεν επετεύχθη ο επιδιωκόμενος με τη ρύθμιση αυτή σκοπός (74). Αφετέρου, μια τέτοια διαπίστωση προϋποθέτει την ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, υπό την έννοια ότι από ένα σύνολο αντικειμενικών περιστάσεων πρέπει να προκύπτει ότι κύριος σκοπός των επίμαχων πράξεων είναι η άντληση αδικαιολόγητου οφέλους (75). Πράγματι, η απαγόρευση καταχρηστικών πρακτικών δεν ασκεί επιρροή οσάκις οι επίμαχες πράξεις μπορούν να έχουν άλλη δικαιολόγηση πλην της απλής αποκομίσεως οφέλους.

2. Εφαρμογή, στην παρούσα υπόθεση, των κριτηρίων που διαμορφώθηκαν από τη νομολογία

75. Από την απόφαση περί παραπομπής (76) προκύπτει μια κριτική στάση απέναντι στη νομική κατασκευή που χρησιμοποίησε η AFMB και οι αντισυμβαλλόμενοι της, ήτοι οι επιχειρήσεις οδικών μεταφορών που εδρεύουν εκτός Κύπρου. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης νομική κατασκευή που επιτρέπει σε εταιρία να επιλέγει συγκεκριμένη καταστατική έδρα με ουσιαστικό σκοπό τη νόμιμη υπαγωγή των εργαζομένων της στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως κράτους μέλους της ΕΕ ή της ΕΖΕΣ δυνάμει της οποίας εισπράττονται σχετικώς χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές

76.  Πριν δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να κρίνει εάν μια συμπεριφορά πρέπει να θεωρηθεί καταχρηστική. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει, σύμφωνα με τους περί αποδείξεως κανόνες του εθνικού δικαίου, αν τυχόν συντρέχουν, στην περίπτωση της διαφοράς της κύριας δίκης, οι περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν καταχρηστική πρακτική (77). Το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, μπορεί, ωστόσο, να παράσχει διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης(78).

1) Επαλήθευση του αντικειμενικού στοιχείου

77. Κατόπιν της ενδελεχούς εξετάσεως του πραγματικού πλαισίου, και όσον αφορά το αντικειμενικό στοιχείο, θεωρώ ότι για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, οι προϋποθέσεις που απαιτούνται προκειμένου να αναγνωρίζεται η ιδιότητα του «εργοδότη» πληρούνται από την AFMB σε τυπικό μόνον επίπεδο στις υποθέσεις της κύριας δίκης. Όπως επισημαίνεται ανωτέρω (79), η AFMB απέκτησε την ιδιότητα αυτή μόνο μέσω μιας πολύπλοκης νομικής κατασκευής του ιδιωτικού δικαίου, ενώ ο πραγματικός έλεγχος επί των μισθωτών, ο οποίος εμπίπτει κατά κανόνα στο διευθυντικό δικαίωμα εντός του πλαισίου μιας σχέσεως εργασίας, ασκούνταν από τους αντισυμβαλλομένους της (80). Στα ανωτέρω προστίθεται το γεγονός ότι η AFMB έκανε χρήση των θεμελιωδών ελευθεριών της εσωτερικής αγοράς προκειμένου να εγκατασταθεί στην Κύπρο και να παρέχει από το εν λόγω κράτος υπηρεσίες –που αφορούν τη διαχείριση των μισθών και των ασφαλιστικών εισφορών– σε επιχειρήσεις που εδρεύουν στις Κάτω Χώρες. Χάρη στο σύνολο των ως άνω παραγόντων, η AFMB κατόρθωσε να παρουσιαστεί τυπικά ως «εργοδότης» ενώπιον των αρμοδίων αρχών κοινωνικής ασφαλίσεως και, μάλιστα, κατάφερε να αναγνωριστεί υπό την ιδιότητα αυτή σε ορισμένα κράτη μέλη (81).

78. Κατά την άποψή μου, το γεγονός ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές αναγνώρισαν την AFMB ως «εργοδότη» και ως εκ τούτου χορήγησαν τα πιστοποιητικά Α1 με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στους φακέλους των υποθέσεων της κύριας δίκης, συνιστά εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004, κατά το μέτρο που είχε ως αποτέλεσμα να εφαρμόζεται στους οδηγούς η κυπριακή νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως και όχι η ολλανδική νομοθεσία, παρά το γεγονός ότι οι πραγματικοί εργοδότες εδρεύουν στις Κάτω Χώρες (82). Το αποτέλεσμα αυτό αντίκειται στον νομοθετικό σκοπό που διέπει τους κανόνες συγκρούσεως, οι οποίοι συνίστανται στην παροχή δυνατότητας στις εθνικές αρχές να διαπιστώσουν ευχερώς, ήτοι με βάση αντικειμενικά, σαφή και προκαθορισμένα κριτήρια, τον πραγματικό εργοδότη του εργαζόμενου, καθώς και την έδρα ή τον τόπο δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να καθορίσουν τελικά το σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως που εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση. Επισημαίνεται επιπλέον ότι, παρά τη σχετική απλότητα που διέπει τους κανόνες συγκρούσεως, η διαφορά μεταξύ της φαινομενικής και της πραγματικής καταστάσεως στην παρούσα υπόθεση μπορεί να οδηγήσει τις αρμόδιες εθνικές αρχές σε σύγχυση και, για τον λόγο αυτό, πρέπει να κριθεί ότι δύναται να θίξει την ορθή λειτουργία του μηχανισμού συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης.

2) Επαλήθευση του υποκειμενικού στοιχείου

79. Όσον αφορά το υποκειμενικό στοιχείο, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη αυτού του δεύτερου στοιχείου, που συνδέεται με την πρόθεση των ενδιαφερομένων, μπορεί να ληφθεί μεταξύ άλλων υπόψη ο αμιγώς τεχνητός χαρακτήρας των οικείων πράξεων (83). Το υποκειμενικό στοιχείο φαίνεται ότι προκύπτει, εν προκειμένω, από την πρόδηλη πρόθεση της AFMB και των αντισυμβαλλομένων της να παρακάμψουν την ολλανδική νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως, για σκοπούς βελτιστοποιήσεως των οικονομικών τους δραστηριοτήτων (84). Όπως αναφέρεται ανωτέρω (85), η πλειονότητα των οδηγών ήταν μισθωτοί εγκατεστημένοι στις Κάτω Χώρες πριν προσληφθούν από την AFMB. Η τυπική πρόσληψη από την AFMB φαίνεται ότι είχε ως σκοπό την εξαίρεσή τους από την εφαρμογή της ολλανδικής νομοθεσίας, η οποία θα εφαρμοζόταν κανονικά, δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 883/2004.

80. Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο στη νομολογία του (86), οι κανόνες συγκρούσεως που προβλέπονται από τους κανονισμούς είναι δεσμευτικοί για τα κράτη μέλη και δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται οι ασφαλισμένοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων αυτών να μπορούν να παρακάμψουν τις συνέπειές τους, επιλέγοντας να εξαιρεθούν από αυτούς. Ο επιτακτικός χαρακτήρας των εν λόγω κανόνων επιτρέπει να διασφαλιστεί η ορθή λειτουργία του θεσπισθέντος μηχανισμού συντονισμού. Τούτου λεχθέντος, επιβάλλεται οι κανόνες αυτοί να τηρούνται και από τους λοιπούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτών, οι οποίοι συνήθως βαρύνονται με την υποχρέωση καταβολής των κοινωνικών εισφορών.

81. Με την επιφύλαξη της εκτιμήσεως που πρέπει να πραγματοποιηθεί από το αιτούν δικαστήριο, η εφαρμογή της εν λόγω νομικής κατασκευής φαίνεται να είχε ως συνέπεια την επιδείνωση της κοινωνικής προστασίας των οδηγών, ενώ οι πρώην εργοδότες τους φαίνεται ότι επωφελήθηκαν από απόψεως μισθολογικού κόστους. Αυτός εξάλλου φαίνεται ότι ήταν ακριβώς ο σκοπός της AFMB, εάν ληφθούν υπόψη διάφορες μαρτυρίες των πελατών της που μνημονεύονται από το αιτούν δικαστήριο (87) και δημοσιεύονται στον διαδικτυακό τόπο της AFMB, και σύμφωνα με τους οποίους οι πελάτες αυτοί επωφελούνται των εν λόγω πλεονεκτημάτων, ήτοι μειώνουν το μισθολογικό κόστος ενώ διατηρούν τον πραγματικό έλεγχο επί των οδηγών.

82. Ως εκ τούτου, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία τείνω να συμπεράνω ότι στοιχειοθετείται κατάχρηση δικαίου.

83. Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι πληρούνται οι δύο προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση της καταχρήσεως δικαίου, πρέπει να συναγάγει εξ αυτών τις συνέπειες που επιβάλλονται και να απόσχει από την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 (88) στις υποθέσεις της κύριας δίκης. Η AFMB, επομένως, δεν θα μπορεί να επικαλεστεί την προβαλλόμενη ιδιότητά της ως εργοδότη προκειμένου να απαιτήσει από το RSVB να δηλώσει ότι εφαρμόζεται η κυπριακή νομοθεσία ως προς τους εν λόγω οδηγούς (89).

3. Η απάντηση στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα

84. Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα πραγματικά περιστατικά και οι περιστάσεις που περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής στοιχειοθετούν την ύπαρξη καταστάσεως στην οποία υφίσταται κατάχρηση δικαίου. Ως εκ τούτου, η AFMB δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 προκειμένου να αποδείξει ότι υφίσταται σύνδεσμος με την κυπριακή νομοθεσία κοινωνικής ασφαλίσεως.

V. Πρόταση

85. Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να δώσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Centrale Raad van Beroep (εφετείου αρμόδιου για υποθέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως και δημοσιοϋπαλληλικές υποθέσεις) την ακόλουθη απάντηση:

1) Το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1606/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, και το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 465/2012, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2012, έχουν την έννοια ότι, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, εργοδότης των μισθωτών οδηγών φορτηγών διεθνών οδικών μεταφορών θεωρείται ότι είναι η επιχείρηση μεταφορών που προσέλαβε τον ενδιαφερόμενο, στης οποίας την πλήρη διάθεση έχει τεθεί στην πράξη ο ενδιαφερόμενος για αόριστο χρόνο, η οποία ασκεί πραγματική εξουσία επί του ενδιαφερομένου και η οποία φέρει στην πράξη τις μισθολογικές δαπάνες, με την επιφύλαξη της εξακριβώσεως των πραγματικών περιστατικών από το αιτούν δικαστήριο.

2) Οι ειδικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες εργοδότες όπως οι εταιρίες προσωρινής απασχολήσεως και άλλοι διαμεσολαβητές μπορούν να επικαλεστούν τις εξαιρέσεις από την αρχή της προτιμήσεως του κράτους απασχολήσεως που προβλέπονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 και στο άρθρο 12 του κανονισμού 883/2004, δεν ισχύουν αναλογικώς για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού 1408/71 και του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004.

3) Τα πραγματικά γεγονότα και οι περιστάσεις που περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής στοιχειοθετούν την ύπαρξη καταστάσεως στην οποία υφίσταται κατάχρηση δικαίου. Συνεπώς, η AFMB δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71 ούτε το άρθρο 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 προκειμένου να αποδείξει ότι υφίσταται σύνδεσμος με την κυπριακή νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως.




1 Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.
2 ΕΕ 1998, L 209, σ. 1.
3 ΕΕ 2004, L 166, σ. 1.
4 ΕΕ 2012, L 149, σ. 4.
5 Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, van Delft κ.λπ. (C‑345/09, EU:C:2010:610, σκέψη 84).
6 Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΕ 1994, L 1, σ. 3). Ο κανονισμός 1408/71 αποτελούσε μέρος της εν λόγω Συμφωνίας κατά τη στιγμή της υπογραφής της και τέθηκε σε ισχύ μαζί της από την 1η Ιανουαρίου 1994.
7 Συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου (ΕΕ 2002, L 114, σ. 6).
8 Για λόγους απλούστευσης, ο όρος «κράτος μέλος», όπως χρησιμοποιείται στις παρούσες προτάσεις, έχει την έννοια ότι περιλαμβάνει τα κράτη της Ένωσης, τα κράτη του ΕΟΧ, καθώς και την Ελβετική Συνομοσπονδία.
9 Ο κανονισμός 883/2004 ενσωματώθηκε στη Συμφωνία ΕΟΧ με την απόφαση 76/2011 της Μεικτής επιτροπής του ΕΟΧ, της 1ης Ιουλίου 2011, για την τροποποίηση του παραρτήματος VI (κοινωνικές ασφαλίσεις) και του πρωτοκόλλου 37 στη Συμφωνία ΕΟΧ (EE 2011, L 262, σ. 33). Εφαρμόζεται στην Ισλανδία, στο Λιχτενστάιν και στη Νορβηγία από την 1η Ιουνίου 2012.
10 Ο κανονισμός 883/2004 ενσωματώθηκε στη συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, με την απόφαση 1/2012 της 31ης Μαρτίου 2012, της Μεικτής επιτροπής που συστάθηκε βάσει της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και των κρατών μελών της, αφενός, και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, αφετέρου, για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, που αντικαθιστά το παράρτημα ΙΙ της εν λόγω συμφωνίας για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ 2012, L 103, σ. 51). Εφαρμόζεται στην Ελβετική Συνομοσπονδία από την 1η Απριλίου 2012.
11 Το «πιστοποιητικό Α1» είναι έγγραφο το οποίο εκδίδεται από τον αρμόδιο φορέα κράτους μέλους, δυνάμει του κανονισμού 883/2004 (παλαιότερα καλούμενο «πιστοποιητικό Ε101» δυνάμει του κανονισμού 1408/71), και το οποίο βεβαιώνει την υπαγωγή διακινούμενου στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης εργαζομένου στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω κράτους μέλους. Το πιστοποιητικό αυτό χρησιμεύει προκειμένου να αποδεικνύεται η καταβολή κοινωνικών εισφορών σε άλλο κράτος μέλος της Ένωσης, παραδείγματος χάριν για τους αποσπασμένους εργαζομένους ή για τα άτομα που εργάζονται ταυτοχρόνως σε περισσότερα κράτη μέλη.
12 Απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Szoja (C‑89/16, EU:C:2013:538, σκέψη 34).
13 Πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2006, Piatkowski (C‑493/04, EU:C:2006:167, σκέψη 21).
14 Απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Alpenrind κ.λπ. (C‑527/16, EU:C:2018:669, σκέψεις 97 και 98).
15  Βλ. σκέψη 7.1.3 της διατάξεως περί παραπομπής.
16 Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Y. Bot στις προτάσεις του στην υπόθεση Chain (C‑189/14, EU:C:2015:345, σημείο 25), το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 883/2004 δεν υπέστη σημαντικές μεταβολές.
17 Έως τις 31 Μαΐου 2012 στην Ισλανδία, στο Λιχτενστάιν και στη Νορβηγία, έως τις 31 Μαρτίου 2012 στην Ελβετία.
18 Όσον αφορά την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία, όπως έχει επισημανθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου, η αρμοδιότητα του τελευταίου για την ερμηνεία της συμφωνίας ΕΟΧ βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ισχύει μόνο για την Ένωση, ενώ το Δικαστήριο της ΕΖΕΣ είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας της εφαρμοστέας εντός των κρατών της ΕΖΕΣ συμφωνίας ΕΟΧ δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, της συμφωνίας αυτής καθώς και του άρθρου 34 της συμφωνίας ΕΖΕΣ περί εποπτείας (βλ. απόφαση της 15ης Ιουνίου 1999, Andersson και Wåkerås-Andersson, C‑321/97, EU:C:1999:307, σκέψεις 28 και 29). Παρά την εν λόγω κατανομή της διεθνούς δικαιοδοσίας, η οποία εκφράζει τη θεσμική δομή των «δύο πυλώνων» του ΕΟΧ –που είναι η Ένωση και η ΕΖΕΣ– έχει αναπτυχθεί ένας δικαστικός διάλογος που συμβάλλει στην ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή των κοινών νομικών πράξεων (βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα V. Trstenjak στην υπόθεση Marques Almeida, C‑300/10, EU:C:2012:414, υποσημείωση 25). Όσον αφορά την Ελβετία, υφίσταται ομοίως ένας θεσμικός παραλληλισμός, υπό την έννοια ότι η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να ερμηνεύει τις διμερείς συμφωνίες βάσει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ ισχύει μόνο για την Ένωση, ενώ τα δικαστήρια της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, και, στον τελευταίο βαθμό, το ομοσπονδιακό δικαστήριο, παραμένουν αρμόδια για την επικράτεια της Ελβετίας (βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011, Graf και Engel, C‑506/10, EU:C:2011:643). Εντούτοις, το ομοσπονδιακό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, ιδίως όσον αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, τη συναφή νομολογία του Δικαστηρίου. Επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο το Δικαστήριο ΕΖΕΣ και τα ελβετικά δικαστήρια να χρειαστεί στο μέλλον να εξετάσουν τη δυνατότητα εφαρμογής της νομολογίας του Δικαστηρίου που θα προκύψει από την παρούσα υπόθεση όσον αφορά τους κανονισμούς συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως οι οποίοι ενσωματώθηκαν στη Συμφωνία ΕΟΧ και στη διμερή συμφωνία για την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων.
19 Βλ., όσον αφορά την πρακτική του Δικαστηρίου για την αναδιατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων με γνώμονα τη δυνατότητα εφαρμογής ratione temporis του δικαίου της Ένωσης προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο, απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Delgado Mendes (C‑503/16, EU:C:2017:681, σκέψεις 31 και 32), καθώς και απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Roche Lietuva (C‑413/17, EU:C:2018:865, σκέψεις 17 έως 20).
20 Διάταξη αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, για τους σκοπούς της νομικής αναλύσεως.
21 Βλ., μεταξύ πολλών, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2016, Νικηφορίδης (C‑135/15, EU:C:2016:774, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
22 Βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Alpenrind κ.λπ. (C‑527/16, EU:C:2018:669, σκέψεις 88 έως 98).
23 Απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2014, FNV Kunsten Informatie en Media (C‑413/13, EU:C:2014:2411, σκέψη 34).
24 Βλ. αποφάσεις της 14ης Οκτωβρίου 2010, van Delft κ.λπ. (C‑345/09, EU:C:2010:2010, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), καθώς και της 16ης Μαΐου 2013, Wencel (C‑589/10, EU:C:2013:303, σκέψη 52).
25 C‑115/11, EU:C:2012:606.
26 Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2012, Format Urządzenia i Montaże Przemysłowe (C‑115/11, EU:C:2017:606, σκέψεις 45 και 46).
27 35/70, EU:C:1970:120.
28 Απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1970, Manpower (35/70, EU:C:1970:120, σκέψεις 17 και 18).
29 Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2010, Danosa, (C‑232/09, EU:C:2010:674).
30 Οδηγία του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (EE 1992, L 348, σ. 1).
31 Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.
32 Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2010, Danosa (C‑232/09, EU:C:2010:674, σκέψεις 46 και 47).
33 Απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2010, Danosa (C‑232/09, EU:C:2010:674, σκέψεις 39 και 40).
34 Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Albron Catering (C‑242/09, EU:C:2015:625).
35 Οδηγία του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16).
36 Απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Albron Catering (C‑242/09, EU:C:2010:625, σκέψεις 21 και 31).
37 Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Χαραλαμπίδης (C‑270/13, EU:C:2014:2185).
38 Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Χαραλαμπίδης (C‑270/13, EU:C:2014:2185, σκέψη 30).
39 Απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Χαραλαμπίδης (C‑270/13, EU:C:2014:2185, σκέψη 40).
40 Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd, (C‑384/10, EU:C:2011:842).
41 ΕΕ 1980, L 266, σ. 1.
42 Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2011, Voogsgeerd (C‑384/10, EU:C:2011:842, σκέψη 62).
43 Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch (C‑29/10, EU:C:2011:151).
44 Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch (C‑29/10, EU:C:2011:151, σκέψη 49).
45 Απόφαση της 15ης Μαρτίου 2011, Koelzsch (C‑29/10, EU:C:2011:151, σκέψη 49).
46 C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688.
47 ΕΕ 2001, L 12, σ. 1.
48 Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688, σκέψεις 59 και 60).
49 Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688, σκέψη 62).
50 Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Nogueira κ.λπ. (C‑168/16 και C‑169/16, EU:C:2017:688, σκέψη 62).
51 C‑603/17, EU:C:2019:310.
52 Σύμβαση που υπεγράφη στο Λουγκάνο στις 30 Οκτωβρίου 2007 της οποίας η σύναψη εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2009/430/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2008 (ΕΕ 2009, L 147, σ. 1).
53 Απόφαση της 11ης Απριλίου 2019, Bosworth και Hurley (C‑603/17, EU:C:2018:310, σκέψη 27).
54 Ή, ενδεχομένως, το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, βάσει της κατά τόπον και τη χρονική εφαρμογή των κανόνων συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως.
55 Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2006, Chateignier (C‑346/05, EU:C:2006:711, σκέψη 22).
56 Βλ. σημείο 5.2.2 της αποφάσεως περί παραπομπής.
57 Βλ. σημείο 5.2.6 της αποφάσεως περί παραπομπής.
58 Βλ. σημείο 5.2.6 της αποφάσεως περί παραπομπής.
59 Βλ. σημείο 5.2.3 της αποφάσεως περί παραπομπής.
60 Βλ. σημείο 7.1.5 της αποφάσεως περί παραπομπής.
61 Βλ. σημείο 36 των παρουσών προτάσεων.
62 Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75).
63 Αποφάσεις της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2005:75, σκέψεις 21 έως 24), καθώς και της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 34).
64 Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 24).
65 Βλ. σημείο 61 των παρουσών προτάσεων.
66 Ούτε στο άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, που αποτελεί ισοδύναμη διάταξη.
67 Απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000, FTS (C‑202/97, EU:C:2000:75, σκέψη 40).
68 Το 2016, η Επιτροπή πρότεινε, μέσω της προτάσεως του κανονισμού σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας και του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 883/2004 [έγγραφο COM(2016) 815], την αντικατάσταση του άρθρου 5α του κανονισμού (ΕΚ) 987/2009 με την ακόλουθη παράγραφο: «5α. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του τίτλου II του βασικού κανονισμού, ως “έδρα ή τόπος δραστηριοτήτων” νοείται η έδρα ή ο τόπος δραστηριοτήτων όπου λαμβάνονται σημαντικές αποφάσεις της επιχείρησης και εκτελούνται οι λειτουργίες της κεντρικής της διοίκησης, με την προϋπόθεση ότι η επιχείρηση πραγματοποιεί ουσιώδεις δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος». Η υπογράμμιση δική μου. Εντούτοις, το Συμβούλιο Υπουργών απέρριψε την εισαγωγή του κριτηρίου των «ουσιωδών δραστηριοτήτων».
69 Βλ. σημείο 7.2.5 της αποφάσεως περί παραπομπής.
70 Στο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο κάνει μνεία στην έννοια του «δικαίου της ΕΖΕΣ». Εντούτοις, είναι πιθανόν το αιτούν δικαστήριο να αναφέρεται στην πραγματικότητα στο δίκαιο του ΕΟΧ και στη συμφωνία συνδέσεως με την Ελβετική Συνομοσπονδία. Κατά συνέπεια, τα δύο αυτά ερωτήματα πρέπει να αναδιατυπωθούν.
71 Βλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2006, Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2006:121, σκέψη 68), και της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 37).
72 Βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Yara International ASA (E‑15/16, EFTA Court Report 2017, 434, σκέψη 49), στην οποία κρίθηκε ότι η απαγόρευση της καταχρήσεως δικαίου συνιστά «ουσιώδες χαρακτηριστικό του δικαίου του ΕΟΧ», καθώς και της 3ης Οκτωβρίου 2012, Arcade Drilling (E‑15/11, EFTA Court Report 2012, 676, σκέψεις 88 και 89), στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο ΕΖΕΣ βασίστηκε στη νομολογία του Δικαστηρίου.
73 Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 38).
74 Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
75 Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
76 Βλ. σημείο 7.3 της αποφάσεως περί παραπομπής.
77 Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψεις 41 και 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
78 Βλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 34), και της 22ας Νοεμβρίου 2017, Cussens, κ.λπ. (C-251/16, EU:C:2017:881, σκέψη 59).
79 Βλ. σημεία 57 έως 61 των παρουσών προτάσεων.
80 Βλ., στο πλαίσιο αυτό, απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, WebMindLicenses (C‑419/14, EU:C:2015:832, σκέψη 50), στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο απορρίπτει τις καταχρηστικές πρακτικές, αναφέροντας ως παράδειγμα τη σύναψη συμβάσεων που συνιστούν ένα καθαρά επίπλαστο σχήμα για τη συγκάλυψη της ταυτότητας του παρόχου μιας υπηρεσίας.
81 Σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από την AFMB, κράτη μέλη όπως το Βέλγιο, η Γερμανία, η Ισπανία, η Πολωνία και η Ρουμανία αναγνώρισαν την AFMB ως εργοδότη και έκριναν ότι στους εργαζομένους που κατοικούσαν στην επικράτειά τους εφαρμόζεται, με βάση την εταιρική έδρα της AFMB, η κυπριακή νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως.
82 Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C‑359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 51), το υποκειμενικό στοιχείο συνίσταται στο γεγονός ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση και τη χρήση του πιστοποιητικού E 101.
83 Βλ. απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Kratzer (C‑423/15, EU:C:2016:604, σκέψεις 41 και 42, και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
84 Βλ. απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2018, Altun κ.λπ. (C-359/16, EU:C:2018:63, σκέψη 52) από την οποία προκύπτει ότι το υποκειμενικό στοιχείο υφίσταται κατά κανόνα λόγω της πρόθεσης των ενδιαφερομένων να παρακάμψουν ή να αποφύγουν την εφαρμογή των προϋποθέσεων έκδοσης του πιστοποιητικού Ε101, προκειμένου να αποκτήσουν το εξ αυτού απορρέον πλεονέκτημα.
85 Βλ. σημείο 58 των παρουσών προτάσεων.
86 Βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, van Delft κ.λπ. (C‑345/09, EU:C:2010:610), και απόφαση της 13ης Ιουλίου 2017, Szoja (C‑89/16, EU:C:2017:538, σκέψη 42).
87 Βλ. σημείο 5.2.9 της αποφάσεως περί παραπομπής.
88 Τα ίδια ισχύουν όσον αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1408/71, βάσει της κατά τόπον και της χρονικής εφαρμογής των κανόνων συντονισμού των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως.
89 Η εν λόγω συνέπεια προκύπτει κατά την άποψή μου από τη συλλογιστική που αναπτύχθηκε από τον γενικό εισαγγελέα Poiares Maduro στις προτάσεις του στην υπόθεση Halifax κ.λπ. (C‑255/02, EU:C:2005:200, σκέψεις 68, 71 και 97), σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η επίκληση νομικής διατάξεως που απονέμει ένα δικαίωμα για να επιτευχθούν παράνομα οφέλη και προδήλως ξένα προς τον σκοπό της εν λόγω διατάξεως. Στην πράξη, τούτο σημαίνει ότι η επίμαχη νομική διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί, αντιθέτως προς την κατά λέξη σημασία της, ως μη απονέμουσα το δικαίωμα στην πραγματικότητα.

Πηγή: Taxheaven