Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - περαιτέρω εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2008/52/εκ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις - περαιτέρω εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2008/52/εκ του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Στο σχέδιο νόμου «ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ - ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/52/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 21ης ΜΑΙΟΥ 2008»

Α. ΓΕΝΙΚΑ- ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ

Ο στόχος της διασφάλισης καλύτερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη, ο οποίος αποτελεί μέρος της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη δημιουργία ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, περιλαμβάνει την πρόσβαση στις δικαστικές καθώς και στις εξωδικαστικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών. Με την Οδηγία 2008/52/ΕΚ, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των υποθέσεων οικογενειακού δικαίου, επιχειρείται η διευκόλυνση της πρόσβασης στην εναλλακτική επίλυση των διαφορών και η προαγωγή του φιλικού διακανονισμού. Ενθαρρύνεται η προσφυγή στη διαμεσολάβηση και δίδεται μέριμνα αφενός προς την κατεύθυνση δημιουργίας ισόρροπης σχέσης μεταξύ αυτής και των δικαστικών διαδικασιών, αφετέρου προς την κατεύθυνση εξασφάλισης ότι τα μέρη που θα προσφύγουν, μπορούν να βασίζονται σε ένα σαφώς οριοθετημένο νομικό πλαίσιο.

Ειδικότερα, η διαμεσολάβηση, προσφέρει την ελευθερία εξεύρεσης λύσεων από κοινού, σε σύντομο χρόνο, με μικρότερο οικονομικό κόστος, ενώ ταυτόχρονα συμβάλει ουσιαστικά στην απλούστευση και βελτίωση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη. Τούτο δε συμβαίνει διότι, η επίτευξη της διευθετήσεως μιας ιδιωτικής διαφοράς εκτός του συνηθισμένου μοντέλου της διαδικασίας που περατώνεται με την έκδοση δικαστικής απόφασης, έχει ως άμεση συνέπεια την μείωση του αριθμού των διαφορών που εισάγονται στα δικαστήρια και την βελτίωση του χρόνου απονομής δικαιοσύνης στις υποθέσεις, όπου η έκδοση δικαστικής απόφασης αποτελεί τον ενδεδειγμένο και μόνο τρόπο για την αυθεντική επίλυσή τους. Επιπροσθέτως, τα πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης, είναι σημαντικά στον τομέα της ενίσχυσης των οικονομικών συναλλαγών και της επιχειρηματικότητας, δια της εξισορρόπησης των συμφερόντων και της εξεύρεσης λύσεων αποτελεσματικών και προσαρμοσμένων στις εκάστοτε ανάγκες των εμπλεκομένων μερών.

Η οδηγία 2008/52/ΕΚ, εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη με την ψήφιση του Ν. 3893/2010, οπότε ξεκίνησε και η προσπάθεια εξοικείωσης, κατ' αρχήν του νομικού κόσμου της χώρας, με τον θεσμό. Μετά από δέκα σχεδόν έτη θέσπισης του νόμου 3898/2010, εκτιμάται ότι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της ανωτέρω Οδηγίας υπήρξε επιτυχημένη, στο μέτρο που εισήγαγε το θεσμό της διαμεσολάβησης στην έννομη τάξη και οδήγησε στην εκπαίδευση και επιστημονική κατάρτιση σημαντικού αριθμού διαμεσολαβητών, απαραίτητων για τη σκοπούμενη ευρεία εφαρμογή του θεσμού στην πράξη στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο, ο νομοθέτης υπήρξε εξαιρετικά επιφυλακτικός είτε στη θέσπιση κινήτρων νια την εφαρμογή της διαμεσολάβησης είτε κυρώσεων για τη μη χρήση αυτής, πολλώ δε μάλλον για την υποχρεωτική εφαρμογή της, αφήνοντας την εφαρμογή της στην διακριτική ευχέρεια των εμπλεκομένων μερών. Η επιλογή αυτή είχε σαν αποτέλεσμα ο ν. 3898/2010 μετά από οκτώ σχεδόν έτη εφαρμογής, να μην έχει αποδώσει τα αναμενόμενα, ο δε αριθμός των έως σήμερα διαμεσολαβήσεων παραμένει πολύ χαμηλός, χωρίς να έχει δημιουργηθεί μια σχετική κουλτούρα εξωδικαστικής διευθέτησης των υποθέσεων, γεγονός που καταστρατηγεί την επιταγή του κοινοτικού νομοθέτη σύμφωνα με την οποία πρέπει τα Κράτη Μέλη να εξασφαλίσουν τη «δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών». Η δε ισόρροπη αυτή σχέση δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και ποσοτική εξομοίωση, κάτι που δεν επιτυγχάνεται όταν σχεδόν το σύνολο των υποθέσεων επιλύεται δικαστικά καίτοι στην συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική συγκυρία, καθίσταται επιβεβλημένη η ανάγκη να ενθαρρυνθούν οι εξωδικαστικές διαδικασίες, με παράλληλη διασφάλιση της ποιότητας και της συνεργασίας των συστημάτων απονομής της δικαιοσύνης, ώστε να δοθεί ώθηση στη δημιουργία ενός χώρου ασφάλειας, ειρήνης και ανάπτυξης.

Για τους ανωτέρω λόγους, ο νομοθέτης με τα άρθρα 178 έως 206 του ν.4512/2018 θέσπισε επιπλέον κανόνες, με σκοπό να εξασφαλίσει την εφαρμογή της διαμεσολάβησης στην πράξη. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα προκύπτει ότι η χώρα της Ε.Ε. όπου η διαμεσολάβηση είναι ευρύτερα διαδεδομένη και χαίρει της προτίμησης μεγάλης μερίδας του πληθυσμού ως εναλλακτικός τρόπος επίλυσης διαφορών είναι η Ιταλία, η οποία μετά από ένα διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών εθελοντικής διαμεσολάβησης χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, υιοθέτησε σε αρχικά περιορισμένο αριθμό υποθέσεων το μοντέλο της υποχρεωτικής συμμετοχής σε ενημερωτική περί τη διαμεσολάβηση συνάντηση προ της δικαστικής προσφυγής, με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά ποσοστά επιτυχίας. Συγκεκριμένα, έχοντας προβλέψει την παραπάνω υποχρεωτικότητα σε μόλις το 8% των υποθέσεων, διαπιστώθηκε ενδεικτικά ότι το έτος 2015 έλαβαν χώρα 196,247 διαμεσολαβήσεις, με ποσοστό επιτυχίας 44%, ενώ σημειώθηκαν και 16,288 αμιγώς εκούσιες διαμεσολαβήσεις, με ποσοστό επιτυχίας 60%, οι οποίες προέκυψαν προφανώς λόγω της εξοικείωσης του κοινού με το θεσμό. Επίσης, στις υποθέσεις, όπου προβλέπεται η παραπάνω υποχρεωτική ρύθμιση, έχει σημειωθεί μείωση κατά 16% στον αριθμό των νέων αγωγών, που κατατίθενται στα δικαστήρια, γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο, όταν στη χώρα μας υφίσταται έντονο πρόβλημα συμφόρησης των δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, στον νόμο 4512/2018 προκρίθηκε η ανάγκη να υιοθετηθεί το παραπάνω μοντέλο διαμεσολάβησης, το οποίο διασφαλίζει αφενός την εύρυθμη λειτουργία του θεσμού και αφετέρου τη συμμόρφωση με την ίδια την Οδηγία, που προβλέπει μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ δικαστικής και εξωδικαστικής διευθέτησης των διαφορών.

Εντούτοις, όμως, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν.4512/2018 δεν επιτεύχθηκε ο σκοπός για τον οποίο αυτές θεσπίστηκαν, δεδομένου ότι το στάδιο της υποχρεωτικής υπαγωγής κάποιων διαφορών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης που προβλέφθηκε στο άρθρο 182 του ανωτέρω νόμου ουδέποτε εφαρμόστηκε στην πράξη, διότι ανεστάλη η ισχύς του. Περαιτέρω, οι διατάξεις που αφορούσαν στην υποχρεωτικότητα κρίθηκαν
αντισυνταγματικές από τη Διοικητική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την με αριθμό 34/2018 απόφαση του.

Κατόπιν τούτου, προέκυψε η ανάγκη θέσπισης νέων διατάξεων προκειμένου να εισαχθεί ο εναλλακτικός αυτός τρόπος επίλυσης των διαφορών στην ελληνική κοινωνία και η όποια υποχρεωτικότητα να αναφέρεται στη συμμετοχή σε μία αρχική συνεδρία των μερών με το διαμεσολαβητή και σε καμία περίπτωση στην επίτευξη συμφωνίας, που παραμένει πάντοτε αναφαίρετο δικαίωμα των μερών, ενώ σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων, τα μέρη ανεμπόδιστα δύνανται να προσφύγουν στη τακτική δικαιοσύνη.

Εξάλλου, η υπαγωγή των μερών στη διαμεσολάβηση, αποτελεί από μόνη της μια μορφή πρόσβασης σε ένα εναλλακτικό μέσο διευθέτησης διαφορών
Ως εκ τούτου, γίνεται πλέον αποδεκτό ότι παρόμοιες ρυθμίσεις υποχρεωτικής διαμεσολάβησης είναι συμβατές με τη ενωσιακή νομοθεσία, με συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, αναφορικά με το υποχρεωτικό στάδιο διαπραγματεύσεων που προηγείται της δικαστικής προσφυγής και το ενδεχόμενο τυχόν ανεπίτρεπτου περιορισμού του δικαιώματος του πολίτη για πρόσβαση στο φυσικό του δικαστή, το ίδιο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει ήδη αποφανθεί, κρίνοντας ότι παρόμοια μέτρα δεν βρίσκονται σε αντίθεση με τις αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας, καθώς και της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό τον όρο ότι «η διαδικασία αυτή δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, αναστέλλει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων και δεν προκαλεί έξοδα, ή προκαλεί ελάχιστα έξοδα, στα ενδιαφερόμενα μέρη». Σε πρόσφατη δε υπόθεση (Υπόθεση C-75/16 Livio Menini και Maria Antonia Rampanelli κατά Banco Popolare Societa Cooperativa) αναφορικά με το άνω αναφερόμενο στάδιο διαμεσολάβησης, προ της δικαστικής προσφυγής, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απεφάνθη εκ νέου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία, η οποία προβλέπει ότι πριν από οποιαδήποτε ένδικη προσφυγή, πρέπει υποχρεωτικώς να προηγείται διαμεσολάβηση, ο δε ορισμός μιας διαδικασίας διαμεσολαβήσεως που συνίσταται σε μία και μόνο αρχική συνεδρία των μερών με το διαμεσολαβητή, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της συζήτησης της ένδικης προσφυγής δύναται να αποδειχθεί συμβατός προς την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας υπό ορισμένες προϋποθέσεις και πιο συγκεκριμένα εφόσον η διαδικασία 1) δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, 2) δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος 3) αναστέλλει την απόσβεση των οικείων δικαιωμάτων και 4) δεν προκαλεί σημαντικά έξοδα, εφόσον 5) η ηλεκτρονική οδός δεν αποτελείτο μοναδικό μέσο προσβάσεως στην εν λόγω διαδικασία συμβιβασμού και 6) είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στη Ελλάδα δε, είχε επίσης αντιμετωπιστεί το ζήτημα αυτό, όταν θεσπίστηκε διοικητική προδικασία για την επίλυση διοικητικών διαφορών (ν. 4223/2013), όπου και κρίθηκε ότι η καθιέρωσή τους δεν αποτελεί παρεμπόδιση ή υπέρμετρο περιορισμό της συνταγματικώς εγγυημένης δικαστικής προστασίας των ιδιωτών, εφόσον με την άσκησή τους αναστέλλεται μόνο η προθεσμία άσκησης του
ενδίκου βοηθήματος, διότι επιφέρουν «μόνο προσωρινή και βραχύχρονη αναβολή της παραδεκτής υποβολής του ενδίκου βοηθήματος».

Στην περίπτωση της διαμεσολάβησης και στον νέο νόμο που σήμερα καταργεί τις διατάξεις του ν. 4512/2018 (178-206) και θεσπίζει νέες για την καλύτερη εναρμόνιση της ανωτέρω οδηγίας στην ελληνική κοινωνία, οι ως άνω όροι νομιμότητας πληρούνται εις στο ακέραιο, δεδομένου ότι για κάθε από τα παραπάνω προαπαιτούμενα, έχει προβλεφθεί σχετική ρύθμιση. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη υποχρεωτική προσφυγή στη διαμεσολάβηση, βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τους ως άνω περιορισμούς, ο δε προσωρινός περιορισμός του δικαιώματος της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας είναι σύννομος και ανάλογος προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα του συμβιβασμού των μερών.

Περαιτέρω, κατόπιν καταγγελίας που υποβλήθηκε στις υπηρεσίες της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διατηρώντας αμφιβολίες ως προς το αν ο νόμος 3898/2010 (άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2 και άρθρο 7, παράγραφος 2), το ΠΔ 123/2011 και η υπουργική απόφαση 109088/2011, όπως έχει τροποποιηθεί, συμβιβάζονται με τις οδηγίες 2006/123 και 2005/36, άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την από 22 Δεκεμβρίου 2017 προσφυγή κατά της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Κατόπιν της από 6-12-2018 ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέδωσε την με αριθμό C-729/2017 απόφασή του και αποφάσισε ότι:

«- Η Ελληνική Δημοκρατία, περιορίζοντας τη νομική μορφή των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών σε μη κερδοσκοπικές εταιρίες τις οποίες πρέπει να συνιστούν από κοινού ένας τουλάχιστον δικηγορικός σύλλογος και ένα τουλάχιστον επιμελητήριο της Ελλάδας, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 15, παράγραφος 2, στοιχεία β' και γ', και παράγραφος 3, της οδηγίας 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά· η Ελληνική Δημοκρατία, επιβάλλοντας, στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγνώρισης των ακαδημαϊκών προσόντων, πρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με το περιεχόμενο των απαιτούμενων πιστοποιητικών και αντισταθμιστικά μέτρα χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση της ύπαρξης πιθανών ουσιωδών διαφορών με την εθνική εκπαίδευση και διατηρώντας σε ισχύ διατάξεις που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, καθόσον υποχρεώνουν τους αιτούντες διαπίστευση της ιδιότητας του διαμεσολαβητή που κατέχουν τίτλους διαπίστευσης αποκτηθέντες στην αλλοδαπή ή από αναγνωρισμένου κύρους φορέα κατάρτισης αλλοδαπής προέλευσης, κατόπιν εκπαίδευσης παρασχεθείσας στην Ελλάδα, να διαθέτουν εμπειρία τριών τουλάχιστον συμμετοχών σε διαδικασία διαμεσολάβησης, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 13 και 14, από το άρθρο 50, παράγραφος 1, καθώς και από το παράρτημα VII της οδηγίας 2005/36/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 2013/55/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Νοεμβρίου 2013.»

Ακολούθως με την με αριθμό Ref. Ares (2019) 4256081-04/07/2019 επιστολή, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνέχεια της ανωτέρω απόφασης, ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να την ενημερώσουν εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής, ήτοι έως 4-9-2019, για τα μέτρα που έλαβαν προκειμένου να συμμορφωθούν με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Κατά συνέπεια και προκειμένου να επιτευχθούν άπαντες οι ανωτέρω στόχοι, η συμμόρφωση της Ελλάδος με την απόφαση του ΔΕΕ, αλλά και η επίλυση πρακτικών και τεχνικών θεμάτων, τα οποία εντοπίστηκαν κατά την διάρκεια ισχύος του νόμου 4512/2018, αλλά και για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, με τις παρούσες αλλαγές αναθεωρείται, εξορθολογίζεται και βελτιώνεται η νομοθεσία, που ρυθμίζει τη λειτουργία της, κινούμενη στους ακόλουθους άξονες:

1) Θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος εφαρμογής της διαμεσολάβησης, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση των πολιτών σε αυτό και να αποτελέσει ένα αποτελεσματικό εργαλείο φιλικής επίλυσης των αστικών και εμπορικών διαφορών.

2) Θέσπιση συγκεκριμένων κανόνων για την κατανόηση του πεδίου εφαρμογής της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης, του τρόπου προσφυγής σε αυτή, την διαδικασία εφαρμογής της και την εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση και αυτά, σε αντιδιαστολή με τη δικαστική μεσολάβηση και τη διαιτησία.

3) Υπαγωγή συγκεκριμένων ιδιωτικών διαφορών στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, με ταυτόχρονη πρόβλεψη σαφών δικονομικών κυρώσεων σε περίπτωση απευθείας προσφυγής στην τακτική δικαιοσύνη.

4) Διασφάλιση των μερών που επιλέγουν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση, ότι δεν θα απωλέσουν το δικαίωμα τους να κινήσουν δικαστικές διαδικασίες, λόγω επέλευσης της παραγραφής ή λήξεως των αποσβεστικών προθεσμιών κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης.

5) Διασφάλιση υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και εξέτασης των διαμεσολαβητών με την διεύρυνση της δυνατότητας οργάνωσης εκπαιδευτικών κέντρων από Φορείς κατάρτισης.

Οι αλλαγές που επέρχονται με τη διαμεσολάβηση στον κλάδο της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, συνιστούν νέο σταθμό για την ισόρροπη προώθηση ενός πλήρους δικαιϊκού συστήματος, το οποίο συνδράμει σε μια ταχεία, αποτελεσματική, οικονομικά ορθότερη και εκσυγχρονισμένη με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές επιδιώξεις, πρόσβαση στην δικαιοσύνη.

Β. ΕΙΔΙΚΑ ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ

Άρθρο 1 Σκοπός

Στο άρθρο 1 προσδιορίζεται ο σκοπός του παρόντος νόμου, ο οποίος συνίσταται στη ρύθμιση της διαδικασίας διαμεσολάβησης και την περαιτέρω ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις επί διαφορών με εθνικό ή διασυνοριακό χαρακτήρα. Επίσης, επισημαίνεται ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δεν τυγχάνουν εφαρμογής στη δικαστική διαμεσολάβηση, όπως αυτή ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Στο παρόν άρθρο παρατίθενται οι ορισμοί εννοιών που απαντώνται συχνά στο κείμενο του νόμου, που είναι χρήσιμοι και επιβοηθητικοί ως προς την κατανόηση του από πλευράς του εφαρμοστή του δικαίου. Συγκεκριμένα, παρατίθενται οι ορισμοί των εννοιών της ιδιωτικής διαφοράς, της διαμεσολάβησης, του διαμεσολαβητή, του νομικού παραστάτη, της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης, της διασυνοριακής διαφοράς και της ρήτρας διαμεσολάβησης.

Ειδικότερα, ως ιδιωτική διαφορά νοείται εκείνη που ανακύπτει επί αμφισβήτησης της ύπαρξης, της έκτασης, του περιεχομένου ή των υποκειμένων ιδιωτικού δικαιώματος, δηλαδή, του δικαιώματος που αναγνωρίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο. Συνακόλουθα, οι διατάξεις του νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε διοικητικές, φορολογικές και τελωνειακές διαφορές και επί αξιώσεων που εγείρονται συνεπεία πράξεων ή παραλείψεων κατά την ενάσκηση δημόσιας εξουσίας.

Προς ενοποίηση των κανόνων που διέπουν τη διαμεσολαβητική διαδικασία στα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το έργο του διαμεσολαβητή μπορεί να ανατεθεί σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο έχει λάβει νόμιμη διαπίστευση από τους αρμόδιους φορείς κατά το εθνικό δίκαιο ή έχει ακολουθήσει τις προβλεπόμενες στο δίκαιο κράτους - μέλους διαδικασίες για την απόκτηση της ιδιότητας του διαμεσολαβητή. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ο διαμεσολαβητής να φέρει την ιδιότητα του Δικηγόρου.

Ως νομικός παραστάτης νοείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος καθενός μέρους, που συμμετέχει στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παρέχοντας νομικές συμβουλές, ενώ ως υποχρεωτική αρχική συνεδρία προσδιορίζεται εκείνη, στην οποία τα μέρη προσέρχονται υποχρεωτικά προκειμένου να ενημερωθούν από τον διαμεσολαβητή για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης σε σχέση με τη διαφορά που έχει ανακύψει μεταξύ τους και τη δυνατότητα επίλυσής της διαμέσου του εναλλακτικού αυτού θεσμού.

Τέλος, ορίζεται ως ρήτρα διαμεσολάβησης η εγγράφως συναπτόμενη μεταξύ των μερών συμφωνία περί προσφυγής στη διαμεσολάβηση, αναφερόμενη σε συγκεκριμένη έννομη σχέση, από την οποία ενδεχομένως θα προκύψουν μελλοντικά διαφορές.

Άρθρο 3
Υπαγόμενες διαφορές - Υποχρέωση ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο

Στην παράγραφο 1 του άρθρου προσδιορίζονται οι διαφορές που μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Ειδικότερα προβλέπεται ότι αυτές πρέπει να είναι αστικές ή εμπορικές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου τους κατά τα ισχύοντα από απόψεως ουσιαστικού δικαίου. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η υπαγωγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης παρουσιάζεται ως δυνατότητα για τα μέρη και επαφίεται στη βούληση τους να προσφύγουν σε αυτήν.

Στην παράγραφο 2 ανάγεται σε υποχρέωση του πληρεξούσιου δικηγόρου να ενημερώνει τον εντολέα του εγγράφως, αφενός για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής επίλυσης της διαφοράς ή μέρους αυτής, επ' αφορμή της οποίας έχει απευθυνθεί στο δικηγόρο, αφετέρου για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία που προβλέπεται στο άρθρο 6 του νόμου. Το σχετικό ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται τόσο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο, όσο και από τον εντολέα του και κατατίθεται μαζί με το δικόγραφο της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησής της. Μέσω της παρούσας ρύθμισης προωθείται η εξοικείωση των πολιτών με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και η υποχρεωτική ενημέρωσή τους σχετικά με αυτήν και τα οφέλη της, ως εναλλακτική οδό επίλυσης των διαφορών και όχι ως υποκατάστατο της προσφυγής στη δικαιοσύνη. Σκοπός είναι να άγεται μία διαφορά στην δικαιοσύνη μετά από επίγνωση των μερών ότι αυτή δεν δύναται να επιλυθεί μέσω ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, που δεν κρίνει τα μέρη και τη διαφορά, αλλά συμβάλει στην επικοινωνία των μερών για την εύρεση του κοινού τόπου που θα οδηγήσει στην αποκατάσταση της μεταξύ τους σχέσης.

Άρθρο 4 Προσφυγή στη διαμεσολάβηση

Με την πρώτη παράγραφο της παρούσας διάταξης ορίζεται ότι η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επιτρέπεται στις περιπτώσεις που τα μέρη συμφωνούν προς τούτο είτε αφότου ανέκυψε η μεταξύ τους διαφορά (περ. α), είτε εφόσον είχαν περιλάβει ρήτρα διαμεσολάβησης σε μεταξύ τους έγγραφη συμφωνία πριν ανακύψει η διαφορά (περ. ε). Περαιτέρω, επιτρέπεται στις περιπτώσεις που τα μέρη κληθούν να επιλύσουν διαμεσολαβητικά τη διαφορά τους με προτροπή του Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η εκδίκασή της και συμφωνούν προς τούτο (περ. β), στις περιπτώσεις που η προσφυγή στη διαμεσολάβηση διαταχθεί από δικαστική αρχή άλλου κράτους - μέλους και η σχετική υπαγωγή της διαφοράς δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη και την ελληνική δημόσια τάξη (περ. γ) και τέλος, στις περιπτώσεις που η προσφυγή στη διαδικασία είναι επιβεβλημένη έκτου νόμου (περ. δ).

Στη δεύτερη παράγραφο περιγράφεται η διαδικασία που ακολουθείται στις περιπτώσεις που η εκδίκαση της διαφοράς εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου, το οποίο σε κάθε στάση της δίκης δύναται να συστήσει στα διάδικα μέρη να προσφύγουν στη διαδικασία διαμεσολάβησης προς επίλυση της διαφοράς τους. Ειδικότερα, προβλέπεται ότι, εφόσον τα μέρη οδηγηθούν σε σχετική συμφωνία που υποβάλλεται σε έγγραφο τύπο και περιλαμβάνεται στα πρακτικά συνεδρίασης του επιληφθέντος Δικαστηρίου, η συζήτηση της υπόθεσης αναβάλλεται σε δικάσιμο που απέχει τουλάχιστον τρεις (3) μήνες και όχι πάνω από έξι (6) μήνες, διάστημα που κρίνεται αναγκαίο και επαρκές για την ολοκλήρωση της διαδικασίας διαμεσολάβησης, αλλά και την αποφυγή ενδεχόμενης απόπειρας στρεψοδικίας. Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση που τα διάδικα μέρη παρίστανται ενώπιον του δικαστηρίου δια πληρεξουσίου δικηγόρου, η πληρεξουσιότητα θεωρείται ότι καλύπτει και την επίτευξη συμφωνίας περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση.

Στην τρίτη παράγραφο προβλέπεται η δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων, υπό τις προϋποθέσεις που τάσσονται στις οικείες διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Επίσης προβλέπεται η δυνατότητα στο δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων να ορίσει με την απόφασή του ως προθεσμία για την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση, εφόσον αυτή δεν έχει ακόμα ασκηθεί, χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών (3) μηνών κατά παρέκκλιση των προβλεπόμενων στην παράγραφο α' του άρθρου 693 ΚΠολΔ. Η χρονική αυτή απόκλιση κρίνεται σκόπιμη προκειμένου να δοθεί επαρκής χρόνος στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και να μην ματαιωθεί η πιθανότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω αυτής.

Περαιτέρω, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να υποδειχθεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων του, κατά το άρθρο 25 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών.

Τέλος, διευκρινίζεται ότι η συμφωνία των μερών για προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης διέπεται από τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις για τις συμβάσεις και πρέπει να περιγράφει το αντικείμενο αυτής.

Άρθρο 5
Διαδικασία διαμεσολάβησης και αμοιβή νομικού παραστάτη

Με την παρούσα διάταξη ρυθμίζεται η διαδικασία της εκούσιας διαμεσολάβησης.

Ειδικότερα, προβλέπεται η υποχρεωτική συμμετοχή του νομικού παραστάτη στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, πλην των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και των μικροδιαφορών, όπου τα μέρη μπορεί να προσέρχονται και να συμμετέχουν αυτοπροσώπως, καθώς και η δυνατότητα συμμετοχής τρίτων - σε σχέση με τη διαφορά - προσώπων, εφόσον η συμβολή τους κριθεί επιβοηθητική προς την κατεύθυνση επίλυσης της διαφοράς. Η υποχρεωτική παράσταση των νομικών παραστατών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης προκρίνεται για την ασφάλεια των συναλλαγών, δεδομένου ότι ο διαμεσολαβητής δεν έχει υποχρεωτικά νομική κατάρτιση και η τυχόν συμφωνία στην οποία θα καταλήξουν τα μέρη θα έχει έννομες συνέπειες γι' αυτά. Ειδικότερα, η έγγραφη συμφωνία των μερών θα δύναται να είναι εκτελεστή σύμφωνα με το άρθρο 8 του παρόντος, η άσκηση αγωγής για την ίδια διαφορά θα είναι απαράδεκτη και η τυχόν εκκρεμής δίκης θα καταργείται. Επίσης, για τη συμμετοχή του νομικού παραστάτη στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ορίζονται τα ποσά έκδοσης γραμματίου προκαταβολής εισφορών σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων ανάλογα με την καθ' ύλην αρμοδιότητα της διαφοράς, καθώς και η δυνατότητα με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για την αναπροσαρμογή τους. Ακόμα προβλέπεται η δυνατότητα ελεύθερης συμφωνίας για κάθε πρόσθετη αμοιβή του νομικού παραστάτη του κάθε μέρους.

Προς διαφύλαξη των αρχών της ιδιωτικής αυτονομίας και αυτοπροσδιορισμού των εμπλεκομένων μερών, ορίσθηκε ότι τα μέρη μπορούν να συμφωνήσουν ότι θα επιχειρήσουν την επίλυση της διαφοράς τους με τη συμβολή περισσότερων του ενός διαμεσολαβητών.

Ο διαμεσολαβητής σε συμφωνία με τα μέρη αναλαμβάνει να καθορίσει τις διαδικαστικές λεπτομέρειες της διαδικασίας της διαμεσολάβησης. Επί αδυναμίας παράστασης όλων των εμπλεκομένων στη διαδικασία μερών στον ίδιο τόπο συγχρόνως, προβλέπεται η δυνατότητα υπερκέρασης του εμποδίου μέσω της διαδικασίας της τηλεδιάσκεψης.

Οι συμμετέχοντες συμφωνούν εγγράφως για το απόρρητο της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, εκτός αν συμφωνήσουν διαφορετικά. Επίσης, έχουν την ευχέρεια να συμφωνήσουν αν η σχετική συμφωνία για το απόρρητο καταλαμβάνει και το περιεχόμενο της συμφωνίας, εκτός αν η γνωστοποίησή του είναι απαραίτητη για την εκτέλεση αυτής, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 ή αυτό επιβάλλεται για λόγους δημόσιας τάξης.

Σε κάθε περίπτωση, ο διαμεσολαβητής οφείλει να διασφαλίσει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της διαδικασίας - στην οποία δεν τηρούνται πρακτικά - και να μην γνωστοποιήσει τις πληροφορίες που αντλεί από έκαστο των μερών χωρίς τη ρητή και καθ' εκάστη περίπτωση συναίνεση του άλλου μέρους.

Προς διασφάλιση της αρχής της εμπιστευτικότητας και του απορρήτου της διαμεσολάβησης αποκλείσθηκε η ενώπιον δικαστικής ή διαιτητικής αρχής μαρτυρική κατάθεση ή χορήγηση άλλων αποδεικτικών στοιχείων από μέρους των διαμεσολαβητών, των μερών, των νομικών παραστατών και πάντων των συμμετεχόντων, αναφορικά με τις πληροφορίες που τους γνωστοποιήθηκαν ή υπέπεσαν στην αντίληψη τους, τις συζητήσεις, δηλώσεις, προτάσεις των μερών και απόψεις του διαμεσολαβητή κατά τη σχετική διαδικασία ή επ' αφορμής αυτής, εκτός αν επιβάλλεται για λόγους δημόσιας τάξης, ιδίως δε για την προστασία της ανηλικότητας ή της σωματικής ακεραιότητας και ψυχικής υγείας φυσικού προσώπου.

Επίσης, ορίζεται ότι ο διαμεσολαβητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του υπέχει αστική ευθύνη μόνο για δόλο.

Άρθρο 6
Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης - Υπαγόμενες Διαφορές

Στην παράγραφο 1 του άρθρου προσδιορίζονται οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ). Ως τέτοια νοείται η συνεδρία, στην οποία τα μέρη δέχονται ενημέρωση, κατευθύνσεις, οδηγίες και διασαφήσεις επί της διαδικασίας της διαμεσολάβησης και των ωφελειών της από πλευράς του διαμεσολαβητή σε σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση. Η υποχρεωτικότητα της συνεδρίας έγκειται στο γεγονός ότι η συζήτηση της τυχόν ασκηθησομένης αγωγής κηρύσσεται απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί πρακτικό υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης.

Περαιτέρω, αναφορικά με την επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της αγωγής της υπόθεσης, δέον όπως επισημανθούν τα ακόλουθα: Στην αιτιολογική σκέψη 13 της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης, διευκρινίσθηκε ότι ο προαιρετικός χαρακτήρας της διαμεσολάβησης δεν συνίσταται στην ελευθερία των μερών να προσφύγουν στη σχετική διαδικασία, αλλά στο γεγονός ότι «τα μέρη έχουν την ευθύνη της διαδικασίας και μπορούν να την οργανώσουν κατά την επιθυμία τους και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή». Η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται, στις διαφορές του παρόντος άρθρου, συνιστά συμπληρωματικό, πλην όμως προσωρινό και βραχύχρονο, στάδιο πριν την προσφυγή στην τακτική δικαιοσύνη. Άλλωστε, κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΕ, τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά υπόκεινται σε περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται πράγματι στους σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκονται με το επίμαχο μέτρο και δεν αποτελούν, ενόψει του επιδιωκομένου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που προσβάλλει την ουσία των διασφαλιζομένων δικαιωμάτων (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2010, Alassini κ.λπ., C 317/08 έως C 320/08, EU :C:2010:146, σκέψη 62 και 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Εν προκειμένω, η συμμετοχή των μερών σε μία υποχρεωτική αρχική συνεδρία ως προϋπόθεσης για το παραδεκτό της συζήτησης της διαφοράς, συνιστά σύννομο και ανάλογο προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα περιορισμό, ο οποίος είναι συμβατός με την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας και δεν τελεί σε αντίθεση με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, καθώς η διαδικασία δεν καταλήγει σε δεσμευτική για τα εμπλεκόμενα μέρη απόφαση, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση αγωγής, οι προθεσμίες παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας, καθώς και σχετικές δικονομικές προθεσμίες αναστέλλονται ενόσω διαρκεί η διαδικασία διαμεσολάβησης, δεν προκαλούνται ή προκαλούνται ελάχιστα έξοδα στα μέρη και δεν αποκλείεται η λήψη ασφαλιστικών μέτρων (ΔΕΚ υπόθεση C-317- 320/2008, απόφαση της 18ης.03.2010, σκέψεις 54-57 και 61-63, ΔΕΕ υπόθεση C 75/16,με αντικείμενο αίτηση προ- δικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Πρωτοδικείο της Βερόνας, Ιταλία, με απόφαση της 28ης.01.2016). Σε κάθε περίπτωση, η υπαγωγή στη διαμεσολάβηση αναφέρεται στη συμμετοχή των μερών σε μία υποχρεωτική αρχική συνεδρία και όχι στην επίτευξη συμφωνίας, καθώς τα μέρη διατηρούν τη δυνατότητα να αποχωρήσουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης ανά πάσα στιγμή και να προ¬σφύγουν στη τακτική δικαιοσύνη, ασκώντας τη σχετική αγωγή καιπροσκομίζοντας, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησής της, το πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας.

Οι διαφορές που υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της διαφοράς, είναι: α) οι οικογενειακές διαφορές, πλην των γαμικών διαφορών που αφορούν στο διαζύγιο, στην ακύρωση του γάμου, στην αναγνώριση της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας γάμου και των διαφορών από τις σχέσεις γονέων και τέκνων (προσβολή πατρότητας, μητρότητας κλπ) (παράγραφος 1 περιπτώσεις α', β' και. γ' και παράγραφος 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ), β) όλες οι διαφορές που εμπίπτουν στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου και εκδικάζονται κατά την Τακτική Διαδικασία του ΚΠολΔ και γ) οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης.

Στην παράγραφο 3, αναφέρονται οι διαφορές που εξαιρούνται ρητά από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία (ΥΑΣ) και είναι οι διαφορές με το Δημόσιο ή ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ.

Διευκρινίζεται ότι σε περίπτωση που τα μέρη αποφασίσουν την επίλυση της διαφοράς τους μέσω της δικαστικής μεσολάβησης, δεν απαλλάσσονται από την υποχρέωση συμμετοχής τους στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία.

Άρθρο 7
Διαδικασία της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης και αμοιβή νομικού παραστάτη

Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται η διαδικασία της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας και προσδιορίζονται τα στάδια της διαδικασίας, οι προβλεπόμενες γνωστοποιήσεις και προθεσμίες των επιμέρους διαδικαστικών πράξεων, ο τρόπος παράστασης των συμμετεχόντων μερών και άλλες λεπτομέρειες.
Ειδικότερα, ορίζεται ο τρόπος επιλογής του διαμεσολαβητή τόσο αν υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς το πρόσωπο του όσο και επί μη συμφωνίας των μερών. Ειδικά στην δεύτερη περίπτωση ορίζεται ότι επιλέγεται αυτός από την Κ.Ε.Δ. με αμερόληπτο τρόπο, κατά σειρά προτεραιότητας με βάση τον αύξοντα αριθμό Ειδικού Μητρώου Διαμεσολαβητών του άρθρου 29 του νόμου , σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας που ισχύουν για την κατά τόπον αρμοδιότητα. Επίσης προσδιορίζεται η διαδικασία αποστολής του αιτήματος του μέρους που επισπεύδει προς το διαμεσολαβητή, η γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέρη για την πραγματοποίηση της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας και η σύνταξη πρακτικού αυτής. Προβλέπεται ρητά στην περίπτωση άσκησης αγωγής η κατάθεση του πρακτικού με τις προτάσεις επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης.

Περαιτέρω, ορίζεται ο τρόπος παράστασης των μερών και η υποχρεωτική συμμετοχή του νομικού παραστάτη στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία, καθόσον η παρουσία του βοηθάει το έργο του διαμεσολαβητή με την παροχή των απαιτούμενων εξηγήσεων αναφορικά με τα νομικά θέματα της διαφοράς, δεδομένου ότι ο διαμεσολαβητής δεν είναι απαραίτητα νομικός, ενώ η διαδικασία της διαμεσολάβησης και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας έχει έννομες συνέπειες για τα μέρη. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3 του νόμου αποτελεί υποχρέωση του πληρεξούσιου δικηγόρου να ενημερώνει τον εντολέα του εγγράφως για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής.

Τέλος, αν αχθεί η υπόθεση στο δικαστήριο προβλέπεται η δυνατότητα να επιβληθεί στο μέρος που δεν προσήλθε στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, παρότι είχε κληθεί προς τούτο, χρηματική ποινή η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκατό (100) ευρώ και μεγαλύτερη από πεντακόσια (500) ευρώ, συνεκτιμώμενης της εν γένει συμπεριφοράς του και των λόγων μη προσέλευσης, καθώς και ότι προσβολή της απόφασης με ένδικα μέσα, ως προς τη χρηματική ποινή, δεν επιτρέπεται αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης.

Άρθρο 8
Εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση

Οι συμφωνίες που προκύπτουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης προσφέρονται για εκούσια εκτέλεση προς διασφάλιση φιλικής και βιώσιμης σχέσης των μερών. Ωστόσο, αναγκαίο κρίθηκε να προβλεφθεί η εκτελεστότητα των συμφωνιών που επιτυγχάνονται με διαμεσολάβηση, προκειμένου αφενός να ενθαρρύνεται η προσφυγή στη σχετική διαδικασία, αφετέρου να καθορίζεται με ασφάλεια το νομικό πλαίσιο υλοποίησης της συμφωνίας, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία περαιτέρω αντιδικιών. Με το σχετικό άρθρο καθορίζεται το περιεχόμενο του πρακτικού που συντάσσεται από το διαμεσολαβητή και ορίζεται ότι από τον χρόνο κατάθεσής του στη γραμματεία του καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης, για την οποία έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση ή στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του νόμου στη γραμματεία του δικαστηρίου που εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης, συνιστά εκτελεστό τίτλο κατ' άρθρο 904 ΚΠολΔ, εφόσον περιέχει συμφωνία που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης. Επίσης, ορίζεται ότι το απόγραφο εκδίδεται ατελώς από το δικαστή ή τον πρόεδρο του κατά τα ανωτέρω αρμόδιου δικαστηρίου. Περαιτέρω, αναφέρεται ρητά στην περίπτωση που μέρος της συμφωνίας των μερών αφορά δικαιοπραξίες, για την εγκυρότητα των οποίων απαιτείται συμβολαιογραφικός τύπος και μεταγραφή, να υποβάλλονται αυτές στον νόμιμο αυτό τύπο και τις απαιτούμενες διατυπώσεις δημοσιότητας. Τέλος ορίζεται ότι το πρακτικό της διαμεσολάβησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης σύμφωνα με το εδάφιο γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 293 ΚΠολΔ.

Άρθρο 9
Αποτελέσματα της διαμεσολάβησης στην παραγραφή, την αποσβεστική προθεσμία και τις δικονομικές προθεσμίες

Η συστηματική ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης και η ασφάλεια δικαίου επιβάλλει τη ρύθμιση των θεμάτων που αναφέρονται στην παραγραφή των αξιώσεων και την τήρηση της αποσβεστικής προθεσμίας άσκησης δικαιωμάτων, που υπάγονται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Με το ως άνω άρθρο ορίζεται ότι η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία άσκησης δικαιωμάτων, καθώς και οι δικονομικές προθεσμίες, αναστέλλονται από την έγγραφη γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέρη για τη διεξαγωγή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ή στην περίπτωση της εκούσιας προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης του άρθρου 5, από τη συμφωνία υπαγωγής σε αυτήν, καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, ενώ αυτές συνεχίζονται την επομένη της σύνταξης του πρακτικού μη επίτευξης συμφωνίας ή της επίδοσης δήλωσης αποχώρησης από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης του ενός μέρους προς το άλλο και προς το διαμεσολαβητή ή της με οποιονδήποτε τρόπο ολοκλήρωσης ή κατάργησης της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, με την επιφύλαξη των άρθρων 261, 262 και 263 ΑΚ.

Άρθρο 10 Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης

Στο άρθρο 10 προβλέπεται η συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης (Κ.Ε.Δ.) με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Η Επιτροπή αυτή αποτελείται από δεκατρία (13) μέλη και έχει ληφθεί μέριμνα, ώστε να εκπροσωπούνται ισόποσα οι καθ' ύλην αρμόδιοι δικαστικοί λειτουργοί για την εκδίκαση των υποθέσεων που υπάγονται σε διαμεσολάβηση, καθώς και οι δικηγόροι και οι καθηγητές των Α.Ε.Ι., που έχουν πρακτική και θεωρητική συνεισφορά στο αντικείμενο της διαμεσολάβησης.
Έτσι, τόσο οι εν ενεργεία ή επί τιμή δικαστικοί λειτουργοί, όσο και οι εκπρόσωποι της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων και οι καθηγητές των Α.Ε.Ι. που απαρτίζουν την Κ.Ε.Δ. ορίζονται σε δύο (2). Πιο αυξημένη κρίθηκε η συμμετοχή των εκπροσώπων του Υπουργείου Δικαιοσύνης και των ίδιων των διαμεσολαβητών, καθώς σε περισσότερα άρθρα του παρόντος νόμου προβλέπεται ότι το Υπουργείο θα παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εφαρμογή του θεσμού, προκειμένου να προβεί σε βελτίωση του θεσμού με νομοθετικές παρεμβάσεις όπου απαιτείται, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις των διαμεσολαβητών και της Κ.Ε.Δ. Για τον λόγο αυτό, τόσο οι εκπρόσωποι του Υπουργείου όσο και των διαμεσολαβητών που απαρτίζουν την Κ.Ε.Δ. ορίζονται σε τρεις (3).
Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, στους εκπροσώπους της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, τους καθηγητές Α.Ε.Ι. και τους δικαστικούς λειτουργούς, ορίζεται ότι απαιτείται η προηγούμενη εμπειρία ή εξειδίκευση στη διαμεσολάβηση και προτιμώνται οι κάτοχοι διαπίστευσης στη διαμεσολάβηση. Για τους διαμεσολαβητές που συμμετέχουν στην Κ.Ε.Δ. απαιτείται τουλάχιστον τετραετής επαγγελματική εμπειρία στο γνωστικό τους αντικείμενο και πρόσθετη εμπειρία στη διαμεσολάβηση, η οποία αποδεικνύεται προσηκόντως. Προβλέπεται, ακόμη, ότι ως Πρόεδρος της Κ.Ε.Δ. ορίζεται ο αρχαιότερος από τους δικαστικούς λειτουργούς. Τέλος, θεσπίζεται κώλυμα των μελών της Κ.Ε.Δ., το οποίο ισχύει και για τα τρίτα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη της Επιτροπής Εξετάσεων, σχετικά με την οποιαδήποτε ισχύουσα σχέση συνεργασίας τους με φορείς κατάρτισης.

Άρθρο 11
Αρμοδιότητες Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης

Στο παρόν άρθρο απαριθμούνται οι αρμοδιότητες της Κ.Ε.Δ., οι οποίες είναι ελεγκτικές και πειθαρχικές. Επισημαίνεται ότι η Κ.Ε.Δ. συνιστά το αρμόδιο όργανο για τον έλεγχο εφαρμογής του θεσμού της διαμεσολάβησης. Στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, η Κ.Ε.Δ. συστήνει, εκ των μελών της, τέσσερις (4) υποεπιτροπές με ρητή εξουσιοδότηση για την οριστική διευθέτηση των ζητημάτων που αναλαμβάνει η κάθε μία, εξαιρουμένων των ζητημάτων αρμοδιότητας της Ολομέλειας. Πρόκειται για την Επιτροπή Μητρώου Διαμεσολαβητών, την Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου, την Επιτροπή Ελέγχου Φορέων Κατάρτισης και την Επιτροπή Εξετάσεων.

Άρθρα 12-16

Τα άρθρα αυτά περιλαμβάνουν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που πρέπει να διαθέτει ο διαμεσολαβητής, ώστε να είναι σε θέση να εγγυηθεί την αμερόληπτη διεξαγωγή της διαδικασίας διαμεσολάβησης από πρόσωπο με υψηλή εκπαίδευση, κατάρτιση, εξειδίκευση, πρακτική εμπειρία και δεξιότητες και με γνώμονα το σεβασμό των αρχών της ουδετερότητας και της ανεξαρτησίας έναντι των μερών, της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών και της εμπιστευτικότητας της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Επισημαίνεται ότι αποκλείονται της άσκησης του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή όσοι υπηρετούν ως δημόσιοι, δημοτικοί και δικαστικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι νομικών προσώπων και ιδρυμάτων δημοσίου δικαίου, καθώς και οι εν ενεργεία δικαστικοί ή δημόσιοι λειτουργοί, ενώ εξαιρούνται της απαγόρευσης αυτής όσοι δημόσιοι λειτουργοί παράλληλα ασκούν νομίμως ελεύθερο επάγγελμα. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι ΝΠΔΔ δύνανται να δραστηριοποιούνται ως διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο και για τις ανάγκες της υπηρεσίας τους.

Άρθρο 17 Πειθαρχικό Δίκαιο

Το άρθρο αυτό αφορά το σύνολο της πειθαρχικής διαδικασίας και του πειθαρχικού δικαίου που διέπει τους διαπιστευμένους διαμεσολαβητές. Εξάλλου, η ιδιότητα του διαμεσολαβητή δύναται να αντιστοιχεί σε αυτοτελές επάγγελμα, σύμφωνα με το άρθρο 19 του παρόντος νόμου. Στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος άρθρου περιλαμβάνονται οι γενικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου των διαμεσολαβητών, τα πειθαρχικά τους παραπτώματα και ο χρόνος παραγραφής τους, οι πειθαρχικές ποινές και οι συνέπειες της ανάκλησης της διαπίστευσης, καθώς και τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα για την εξέταση αναφορών κατά διαμεσολαβητών και την επιβολή των αντίστοιχων ποινών σε βάρος τους.

Άρθρο 18
Αμοιβή διαμεσολαβητή

Στη διάταξη αυτή ρυθμίζεται το ζήτημα της αμοιβής του διαμεσολαβητή και προβλέπεται η δυνατότητα να προσδιορισθεί αυτή ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία των μερών.
Σε περίπτωση μη ύπαρξης συμφωνίας για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται στο ποσό των πενήντα (50,00) ευρώ, ενώ για κάθε συνεδρία που έπεται της αρχικής μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας, η αμοιβή του διαμεσολαβητή προσδιορίζεται σε ωριαία βάση και ορίζεται στο ποσό των ογδόντα (80,00) ευρώ. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, καθώς και για την εκούσια διαδικασία διαμεσολάβησης βαρύνει τα μέρη κατ7 ισομοιρία. Στην περίπτωση της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας η αμοιβή προκαταβάλλεται από το επισπεύδον μέρος και σε περίπτωση που ακολουθήσει δίκη επί της διαφοράς, το μέρος που δεν κατέβαλε τη συμμετοχή του στην αμοιβή του διαμεσολαβητή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία ή δεν προσήλθε σ' αυτήν παρότι κλήθηκε νομότυπα, καταδικάζεται σε ολόκληρο το ποσό αυτής σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ και η αμοιβή σε αυτήν την περίπτωση λογίζεται ως δικαστικό έξοδο ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης. Επιπλέον, ορίζεται ότι τα ανωτέρω ποσά για την αμοιβή του διαμεσολαβητή δύνανται να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

Άρθρα 19 - 20

Σύμφωνα με τα άρθρα αυτά, το επάγγελμα του διαμεσολαβητή μπορεί να ασκηθεί είτε αυτοτελώς, είτε παράλληλα με άλλη επιτρεπτή, κατά τις κείμενες διατάξεις και τον παρόντα νόμο, κύρια επαγγελματική δραστηριότητα. Προβλέπεται, επίσης, ότι οι διαμεσολαβητές μπορούν να οργανώνονται και να παρέχουν τις υπηρεσίες τους υπό τη μορφή ενώσεων προσώπων διαπιστευμένων διαμεσολαβητών.

Άρθρο 21

Το παρόν άρθρο προβλέπει την υποχρεωτική υποβολή τετραμηνιαίας έκθεσης από το διαμεσολαβητή προς την Κ.Ε.Δ. για τα πεπραγμένα του, καθώς και τον τρόπο υποβολής της έκθεσης αυτής και τα κατ7 ελάχιστο απαιτούμενα στοιχεία που θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε αυτή. Τα στατιστικά αυτά στοιχεία θα αξιοποιούνται στο πλαίσιο της έκθεσης για την εφαρμογή του θεσμού, την οποία υποβάλλει ετησίως η Κ.Ε.Δ. προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης.

Άρθρα 22 Φορείς κατάρτισης

Στο άρθρο αυτό διευρύνεται η δυνατότητα σύστασης φορέων κατάρτισης από φυσικό ή νομικό πρόσωπο με κύριο αντικείμενο την εκπαίδευση στη διαμεσολάβηση και στους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης των διαφορών, σε συμμόρφωση με την υπ' αριθμό C-729/2017 απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σκοπός είναι η εκπαίδευση των διαμεσολαβητών, που πραγματοποιείται από τους Φορείς κατάρτισης να εξασφαλίζει ότι η διαδικασία διαμεσολάβησης διεξάγεται με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο έναντι των μερών.
Φορέας κατάρτισης διαμεσολαβητών μπορεί να είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δικαίωμα σύστασης του οποίου έχουν δικηγορικοί σύλλογοι είτε κατά μόνας, είτε από κοινού, είτε και σε σύμπραξη με άλλους επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματικούς φορείς ή επιμελητήρια της ημεδαπής αλλά και της αλλοδαπής. Δυνατότητα σύστασης φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών έχουν και τα Κέντρα δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ) των ΑΕΙ, τα οποία υποχρεούνται να τηρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται στον παρόντα νόμο, αναφορικά με τα προσόντα των εκπαιδευτών, την εκπαίδευση με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση, καθώς και τον ελάχιστο αριθμό εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων.
Ορίζεται ο ελάχιστος αριθμός εκπαιδευτών για κάθε φορέα κατάρτισης σε τρεις (3), με βασική προϋπόθεση την τετραετή εμπειρία στη διαμεσολάβηση και διαζευκτικά τα λοιπά προσόντα, όπως μεταπτυχιακό, διδακτορικό τίτλο, εκατόν εξήντα (160) ώρες μετεκπαίδευσης επιπλέον της βασικής εκπαίδευσης στη διαμεσολάβηση ή εκατόν εξήντα (160) ώρες αποδεδειγμένης εμπειρίας ως εκπαιδευτών διαμεσολαβητών. Επίσης, προβλέπεται η δυνατότητα ανάθεσης στους συνταξιούχους ή επί τιμή δικαστικούς λειτουργούς καθηκόντων εκπαίδευσης διαμεσολαβητών μόνο στα Κέντρα δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ) των ΑΕΙ, εφόσον είναι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές και έχουν εμπειρία στη δικαστική μεσολάβηση. Τέλος ορίζεται ο μέγιστος αριθμός υποψήφιων διαμεσολαβητών για κάθε εκπαιδευτικό κύκλο σε είκοσι ένα (21) με τουλάχιστον δύο (2) εκπαιδευτές.

Άρθρο 23-25 Αδειοδότηση Φορέων κατάρτισης

Κύριος και πρωταρχικός στόχος των σχετικών διατάξεων είναι η διασφάλιση της ποιότητας της λειτουργίας των Φορέων Κατάρτισης διαμεσολαβητών και ως εκ τούτου ρυθμίζονται λεπτομερώς οι προϋποθέσεις, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και η εν γένει διαδικασία αδειοδότησης των φορέων αυτών, ενώ προβλέπεται η δυνατότητα τροποποίησης των όρων και των προϋποθέσεων αδειοδότησης και λειτουργίας τους με απόφαση του υπουργού Δικαιοσύνης.

Στα άρθρα 24 και 25 απαριθμούνται τα δικαιολογητικά που υποχρεούνται να προσκομίσουν οι ενδιαφερόμενοι Φορείς κατάρτισης, προκειμένου να λάβουν άδεια λειτουργίας, εφόσον είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα αντίστοιχα. Τα δικαιολογητικά αυτά υποβάλλονται επιπλέον των γενικών δικαιολογητικών που απαριθμούνται στο άρθρο 23 του παρόντος. Ειδικότερα, απαιτούνται συμπληρωματικά δικαιολογητικά τόσο για τα φυσικά όσο και για τα νομικά πρόσωπα και τους νόμιμους εκπροσώπους τους, που κρίθηκαν αναγκαία λόγω των εγγυήσεων αξιοπιστίας και καλής λειτουργίας που πρέπει να παρέχουν.

Άρθρο 26 Υποψήφιοι διαμεσολαβητές

Στο παρόν άρθρο ορίζονται τα ελάχιστα προσόντα που πρέπει να κατέχουν οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές προκειμένου να υποβάλουν αίτηση για συμμετοχή τους σε πρόγραμμα βασικής εκπαίδευσης διαμεσολαβητών. Ειδικότερα, οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι κάτοχοι πτυχίου Α.Ε.Ι. της ημεδαπής ή αντίστοιχου τίτλου σπουδών σχολής της αλλοδαπής, νόμιμα αναγνωρισμένου στην ημεδαπή, καθώς και να προσκομίσουν απόσπασμα ποινικού μητρώου.

Άρθρο 27 Πρόγραμμα σπουδών

Στο άρθρο αυτό καθορίζεται το περιεχόμενο του βασικού προγράμματος σπουδών που πρέπει να παρακολουθήσουν οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές προκειμένου να συμμετέχουν στις εξετάσεις για τη διαπίστευσή τους. Παράλληλα παρέχεται η διακριτική ευχέρεια στους δικαστικούς λειτουργούς, τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους να εξαιρούνται από την παρακολούθηση των νομικών μαθημάτων του προγράμματος σπουδών όσον αφορά τις Θεμελιώδεις έννοιες Ιδιωτικού Δικαίου, το Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, τις Εταιρείες και τα Αξιόγραφα. Η ανωτέρω εξαίρεση προβλέπεται με δεδομένο ότι τα συγκεκριμένα μαθήματα αποτελούν βασικά μαθήματα κορμού του προγράμματος σπουδών κατά τις προπτυχιακές σπουδές στις Νομικές Σχολές της χώρας. Η εξαίρεση από την παρακολούθηση των μαθημάτων αυτών δεν συνεπάγεται απαλλαγή από την εξέτασή τους για τη διαπίστευση διαμεσολαβητών. Επιπρόσθετα, προβλέπεται η υποχρεωτική μετεκπαίδευσή τους ελάχιστης διάρκειας είκοσι (20) ωρών ανά τριετία που παρέχεται αποκλειστικά από αδειοδοτημένους φορείς ή από αναγνωρισμένους φορείς της αλλοδαπής.

Άρθρο 28 Διαπίστευση διαμεσολαβητών

Στο άρθρο αυτό περιγράφεται αναλυτικά η διαπίστευση των διαμεσολαβητών και η διαδικασία των εξετάσεων. Οι εξετάσεις διεξάγονται από την Επιτροπή Εξετάσεων, όπως αυτή έχει οριστεί από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία είναι αρμόδια να καθορίσει τον τόπο, χρόνο και τρόπο διεξαγωγής των εξετάσεων. Οι εξετάσεις είναι γραπτές και προφορικές και συμπεριλαμβάνουν οπωσδήποτε αξιολόγηση σε προσομοιώσεις.
Οι προφορικές εξετάσεις προϋποθέτουν την επιτυχή ολοκλήρωση των γραπτών. Επιπροσθέτως, προϋπόθεση για την επιτυχία στις εξετάσεις είναι η λήψη μέσου όρου βαθμολογίας τουλάχιστον εβδομήντα τοις εκατό (70%) υπό την προϋπόθεση ότι θα λάβουν βαθμολογία τουλάχιστον πενήντα τοις εκατό (50%) και στις γραπτές και στις προφορικές. Οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές που απέτυχαν σε τρεις (3) εξεταστικές περιόδους πρέπει να προσκομίσουν νέο πιστοποιητικό εκπαίδευσης από Φορέα κατάρτισης, καθώς θεωρείται ότι η τριπλή αποτυχία στις εξετάσεις είναι ενδεικτική της ελλιπούς κατανόησης του εν γένει μηχανισμού της διαμεσολάβησης.

Άρθρο 29
Ενημέρωση κοινού - Μητρώα Διαμεσολαβητών

Στο άρθρο αυτό ρυθμίζονται τα θέματα της ενημέρωσης του κοινού σχετικά με το θεσμό της διαμεσολάβησης, καθώς και τον τρόπο πρόσβασης στις υπηρεσίες των διαμεσολαβητών. Επιπρόσθετα, ρυθμίζεται η κατάρτιση και η τήρηση των Μητρώων Διαμεσολαβητών - Γενικού και Ειδικού Μητρώου - και προβλέπεται η δυνατότητα εγγραφής σε αυτά διαμεσολαβητών που έχουν διαπιστευθεί σε άλλο κράτος-μέλος

Άρθρο 30
Εκούσια παραίτηση - Αναστολή άσκησης καθηκόντων διαμεσολάβησης

Στο παρόν άρθρο ρυθμίζεται η δυνατότητα παραίτησης του διαμεσολαβητή και η διαγραφή του από τα Μητρώα Διαμεσολαβητών. Προβλέπονται ακόμη οι όροι και οι προϋποθέσεις για την επανεγγραφή του στα Μητρώα εντός πενταετίας από την παραίτησή του, καθώς και η δυνατότητα αναστολής των καθηκόντων του.

Άρθρο 31
Καταργούμενες και Μεταβατικές διατάξεις

Στο άρθρο αυτό προβλέπονται οι αναγκαίες μεταβατικές διατάξεις για την ομαλή εφαρμογή του νόμου.

Άρθρο 32

Με το παρόν άρθρο εισάγεται, τμηματικά και διαδοχικά, η εφαρμογή του θεσμού της διαμεσολάβησης, με διττό σκοπό. Κατά πρώτον, σκοπός του νομοθέτη είναι η σταδιακή εξοικείωση με το θεσμό της διαμεσολάβησης τόσο των νομικών παραστατών και των διαμεσολαβητών όσο και των μερών και κατά δεύτερον, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση των όποιων πρωτοεμφανιζόμενων δυσλειτουργιών προκύψουν από την εφαρμογή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας των άρθρων 6 και 7 του νόμου.
Επίσης, προβλέπεται η αξιολόγηση από το Υπουργείο Δικαιοσύνης του θεσμού της διαμεσολάβησης και της πρακτικής εφαρμογής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας, μετά την πάροδο διετίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που θα προκύψουν από την προβλεπόμενη στην παράγραφο 5 του άρθρου 11 του παρόντος Ετήσια Έκθεση της Κ.Ε.Δ., σε συνδυασμό με τα στατιστικά στοιχεία που θα συγκεντρώνονται ανά τετράμηνο από τις Εκθέσεις Πεπραγμένων των διαμεσολαβητών του άρθρου 21 του νόμου.


ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ - ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2008/52/ΕΚ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 21ης ΜΑΙΟΥ 2008»

Άρθρο 1 Σκοπός

Ο παρών νόμος έχει σκοπό τη ρύθμιση του θεσμού της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και την περαιτέρω εναρμόνιση της Ελληνικής Νομοθεσίας με τις διατάξεις της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα.
Οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται στη δικαστική μεσολάβηση, όπως αυτή ρυθμίζεται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος Κεφαλαίου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1. Ως ιδιωτική διαφορά νοείται η αμφισβήτηση για την ύπαρξη, την έκταση, το περιεχόμενο ή τα υποκείμενα ιδιωτικού δικαιώματος και ως ιδιωτικά δικαιώματα νοούνται όσα αναγνωρίζονται από το ιδιωτικό δίκαιο.
2. Ως διαμεσολάβηση νοείται μια διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας με βασικά χαρακτηριστικά την εμπιστευτικότητα και την ιδιωτική αυτονομία, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη επιχειρούν εκουσίως, με καλόπιστη συμπεριφορά και συναλλακτική ευθύτητα, να επιλύσουν με συμφωνία μία διαφορά τους με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.
3. Ως διαμεσολαβητής νοείται τρίτο πρόσωπο σε σχέση με τα συμμετέχοντα μέρη και τη διαφορά, το οποίο αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει με κατάλληλο, αποτελεσματικό και αμερόληπτο τρόπο, διευκολύνοντάς τα να βρουν μια κοινά αποδεκτή λύση για τη διαφορά τους.
4. Ως νομικός παραστάτης νοείται ο πληρεξούσιος δικηγόρος εκάστου μέρους, ο οποίος παρίσταται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και παρέχει νομικές συμβουλές στον εντολέα του.
5. Ως υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης νοείται η συνεδρία μεταξύ του διαμεσολαβητή και των μερών, η οποία λαμβάνει χώρα υποχρεωτικά στις περιπτώσεις των ιδιωτικών διαφορών που προβλέπονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6 του παρόντος, πριν τη συζήτηση της υπόθεσης στο δικαστήριο. Κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ο διαμεσολαβητής ενημερώνει τα μέρη για τη διαδικασία της διαμεσολάβησης και για τις βασικές αρχές που τη διέπουν, καθώς και για τη δυνατότητα εξωδικαστικής επίλυσης της διαφοράς τους με βάση τις ιδιαιτερότητές της και τη φύση αυτής.
6. Ως διασυνοριακή διαφορά νοείται εκείνη στην οποία τουλάχιστον ένα από τα μέρη κατοικεί μονίμως ή διαμένει συνήθως σε κράτος-μέλος διαφορετικό από εκείνο οποιουδήποτε άλλου μέρους, κατά την ημερομηνία στην οποία: α) τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά, β) έχει διαταχθεί η διαμεσολάβηση από δικαστήριο κράτους-μέλους, γ) υφίσταται υποχρέωση διαμεσολάβησης δυνάμει του εθνικού δικαίου ή δ) κληθούν τα μέρη από αρμόδιο δικαστήριο. Ως διασυνοριακή διαφορά νοείται επίσης η διαφορά στην οποία μετά από διαδικασία διαμεσολάβησης ακολουθούν δικαστικές ή διαιτητικές διαδικασίες μεταξύ των μερών σε κράτος-μέλος άλλο από εκείνο της μόνιμης κατοικίας ή συνήθους διαμονής των μερών κατά την ημερομηνία που έλαβαν χώρα οι περιπτώσεις α', β' ή γ' της παρούσας παραγράφου.
7. Ως ρήτρα διαμεσολάβησης νοείται έγγραφη συμφωνία των μερών για προσφυγή στη διαμεσολάβηση, που αφορά μελλοντικές διαφορές και αναφέρεται σε συγκεκριμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέρη έχουν την εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου των διαφορών σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.

Άρθρο 3
Υπαγόμενες διαφορές-Υποχρέωση ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο

1. Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης μπορούν να υπαχθούν αστικές και εμπορικές διαφορές, εθνικού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, υφιστάμενες ή μέλλουσες, εφόσον τα μέρη έχουν την εξουσία να διαθέτουν το αντικείμενο της διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου.

2. Πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς ή μέρους αυτής σύμφωνα με την παράγραφο 1, καθώς και για την υποχρέωση προσφυγής στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία και τη διαδικασία αυτής των άρθρων 6 και 7 του παρόντος. Το ενημερωτικό έγγραφο συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής που τυχόν ασκηθεί επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της.

Άρθρο 4 Προσφυγή στη διαμεσολάβηση

1. Προσφυγή στη διαμεσολάβηση για τις υπαγόμενες σε αυτή διαφορές του παρόντος επιτρέπεται:
α) αν τα μέρη συμφωνούν να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αφότου ανέκυψε η διαφορά,
β) αν τα μέρη κληθούν να προσφύγουν στη διαμεσολάβηση και συναινούν σε αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 2,
γ) αν η προσφυγή στη διαμεσολάβηση διαταχθεί από δικαστική αρχή άλλου κράτους- μέλους και η σχετική υπαγωγή της διαφοράς δεν προσβάλλει τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη,
δ) αν η προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επιβάλλεται από το νόμο, ε) αν σε έγγραφη συμφωνία των μερών υπάρχει ρήτρα διαμεσολάβησης.

2. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί ιδιωτική διαφορά που δύναται να υπαχθεί στη διαδικασία της διαμεσολάβησης σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος, μπορεί σε κάθε στάση της δίκης, ανάλογα με την περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη κατά την ελεύθερη κρίση του όλες τις περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης, να καλεί τα μέρη να προσφύγουν στη διαδικασία της διαμεσολάβησης για να επιλύσουν τη διαφορά. Εφόσον τα μέρη συμφωνούν, η σχετική έγγραφη συμφωνία περιλαμβάνεται στα πρακτικά του Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο αναβάλλει υποχρεωτικά τη συζήτηση της υπόθεσης σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου και όχι πέραν του εξαμήνου, μη συνυπολογιζόμενου του χρονικού διαστήματος των δικαστικών διακοπών. Εφόσον τα διάδικα μέρη ή ένα εξ αυτών παρίστανται ενώπιον του Δικαστηρίου διά πληρεξουσίου δικηγόρου, η πληρεξουσιότητα προς αυτόν καλύπτει και τη συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαμεσολάβηση.

3. Η υπαγωγή μιας διαφοράς ιδιωτικού δικαίου στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν αποκλείει τη λήψη ασφαλιστικού μέτρου για αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Ο δικαστής που διατάσσει το ασφαλιστικό μέτρο μπορεί να ορίσει κατά την κρίση του προθεσμία, όχι μικρότερη από τρεις (3) μήνες, για την άσκηση της αγωγής για την κύρια υπόθεση.

4. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών, στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων του σύμφωνα με την περίπτωση α' της παρ. 4 του άρθρου 25 του ν. 1756/1988 (Α' 35), δικαιούται να συστήνει σε όσους φιλονικούν την προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, όπου αυτό είναι δυνατό.

5. Η συμφωνία των μερών για προσφυγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης διέπεται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου για τις συμβάσεις και πρέπει να περιγράφει το αντικείμενο αυτής.

Άρθρο 5
Διαδικασία διαμεσολάβησης και αμοιβή νομικού παραστάτη

1. Στη διαδικασία διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται μετά του νομικού παραστάτη τους, εξαιρουμένων των υποθέσεων των καταναλωτικών διαφορών και των μικροδιαφορών, όπου επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση των μερών. Στη διαδικασία δύναται να μετέχει και τρίτο πρόσωπο, εφόσον αυτό κρίνεται απαραίτητο σε συμφωνία με τα μέρη και το διαμεσολαβητή. Για τη συμμετοχή του νομικού παραστάτη των μερών εκδίδεται για όλη τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, σύμφωνα με τον Κώδικα Δικηγόρων, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ποσού εξήντα (60,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου, ποσού εκατό (100,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Μονομελούς Πρωτοδικείου και ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ για υποθέσεις αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου. Τα ανωτέρω ποσά δύνανται να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Οποιαδήποτε πρόσθετη αμοιβή του νομικού παραστάτη κάθε μέρους συμφωνείται ελεύθερα.

2. Ο διαμεσολαβητής ορίζεται από τα μέρη ή από τρίτο πρόσωπο της κοινής τους επιλογής, συμπεριλαμβανομένων των κέντρων διαμεσολάβησης. Ο διαμεσολαβητής είναι ένας (1), εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν εγγράφως ότι οι διαμεσολαβητές θα είναι περισσότεροι.

3. Ο χρόνος, ο τόπος και οι λοιπές διαδικαστικές λεπτομέρειες της διεξαγωγής της διαμεσολάβησης καθορίζονται από το διαμεσολαβητή σε συμφωνία με τα μέρη. Αν δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία αμφότερων των μερών και του διαμεσολαβητή στον ίδιο τόπο και χρόνο, η διαμεσολάβηση μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλου συστήματος τηλεδιάσκεψης, στο οποίο έχουν πρόσβαση τα άλλα μέρη της διαφοράς.

4. Ο διαμεσολαβητής δύναται, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να επικοινωνεί με καθένα από τα μέρη και να τα συναντά, είτε χωριστά είτε από κοινού. Πληροφορίες που αντλεί ο διαμεσολαβητής κατά τις επαφές του με το ένα μέρος δεν γνωστοποιούνται στο άλλο μέρος χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του μέρους που τις έδωσε.

5. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης έχει κατ' αρχήν εμπιστευτικό χαρακτήρα, δεν τηρούνται πρακτικά και πρέπει να διεξάγεται κατά τρόπο που να μην παραβιάζει το απόρρητο αυτής, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν άλλως. Πριν από την έναρξη της διαδικασίας όλοι οι συμμετέχοντες δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν το απόρρητο της διαδικασίας της διαμεσολάβησης. Την ίδια υποχρέωση έχει και οποιοσδήποτε τρίτος συμμετέχει στη διαδικασία. Τα μέρη, εφόσον το επιθυμούν, δεσμεύονται εγγράφως να τηρήσουν και το απόρρητο του περιεχομένου της συμφωνίας, στην οποία ενδέχεται να καταλήξουν κατά τη διαμεσολάβηση, εκτός αν η γνωστοποίησή του είναι απαραίτητη για την εκτέλεση αυτής, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 8 ή αυτό επιβάλλεται για λόγους δημόσιας τάξης.

6. Εφόσον η διαφορά αχθεί ενώπιον των δικαστηρίων ή σε διαιτησία, ο διαμεσολαβητής, τα μέρη, οι νομικοί παραστάτες αυτών και όσοι συμμετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν εξετάζονται ως μάρτυρες και εμποδίζονται να προσκομίσουν στοιχεία που προκύπτουν από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης ή έχουν σχέση με αυτήν, ιδίως να αναφερθούν στις συζητήσεις, δηλώσεις και προτάσεις των μερών, καθώς και στις απόψεις του διαμεσολαβητή, παρά μόνο εφόσον τούτο επιβάλλεται από λόγους δημόσιας τάξης, κυρίως για να εξασφαλιστεί η προστασία των ανηλίκων ή για να αποφευχθεί ο κίνδυνος να θιγεί η σωματική ακεραιότητα ή η ψυχική υγεία προσώπου.

7. Ο διαμεσολαβητής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του υπέχει αστική ευθύνη μόνο για δόλο.

Άρθρο 6
Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης - Υπαγόμενες διαφορές

1. Οι παρακάτω αστικές και εμπορικές διαφορές υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, εφόσον τα μέρη έχουν εξουσία διαθέσεως του αντικειμένου της μεταξύ τους διαφοράς:
α) Οι οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α', β και γ' της παραγράφου 1, καθώς και εκείνες της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ,
β) Οι διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς και Πολυμελούς Πρωτοδικείου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας,
γ) Οι διαφορές για τις οποίες σε έγγραφη συμφωνία των μερών προβλέπεται και είναι σε ισχύ ρήτρα διαμεσολάβησης.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγής που τυχόν θα ασκηθεί, κατατίθεται πρακτικό της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης μαζί με τις προτάσεις της συζήτησης της υπόθεσης.

2. Εξαιρούνται από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης της παραγράφου 1 οι διαφορές στις οποίες διάδικο μέρος είναι το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.

3. Η προσφυγή των μερών στην δικαστική μεσολάβηση δεν απαλλάσσει τα μέρη από την υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης.

Άρθρο 7
Διαδικασία της Υποχρεωτικής Αρχικής Συνεδρίας Διαμεσολάβησης και αμοιβή νομικού παραστάτη

1. Για τις διαφορές της παραγράφου 1 του άρθρου 6 του παρόντος, ο διαμεσολαβητής ορίζεται κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 5 του παρόντος. Ειδικότερα, το επισπεύδον μέρος έχει τη δυνατότητα είτε να επικοινωνήσει με το άλλο ή τα άλλα μέρη της διαφοράς για το διορισμό διαμεσολαβητή κοινής αποδοχής είτε να απευθυνθεί σε διαμεσολαβητή της επιλογής του. Στην περίπτωση αυτή, ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί με το άλλο ή τα άλλα μέρη με κάθε πρόσφορο μέσο, για να διαπιστώσει αν επιτυγχάνεται συμφωνία ως προς το πρόσωπο του και λαμβάνει σχετική έγγραφη έγκρισή τους. Αν δεν καταστεί δυνατή η επικοινωνία ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, τότε διορίζεται διαμεσολαβητής από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης με επιμέλεια του επισπεύδοντος μέρους. Ο διορισμός γίνεται κατά σειρά προτεραιότητας με βάση τον αύξοντα αριθμό Ειδικού Μητρώου Διαμεσολαβητών του άρθρου 29 του παρόντος, σύμφωνα τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για την κατά τόπο αρμοδιότητα. Στην περίπτωση επιλογής του διαμεσολαβητή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ο τελευταίος υποχρεούται μέσα σε προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών να δηλώσει αν αποδέχεται το διορισμό του. Αν η προθεσμία των τριών (3) εργάσιμων ημερών, παρέλθει άπρακτη τεκμαίρεται η μη αποδοχή του. Σε περίπτωση μη αποδοχής του διορισμού του διαμεσολαβητή επιλέγεται ο επόμενος κατά σειρά προτεραιότητας από το ως άνω Ειδικό Μητρώο.

2. Το επισπεύδον μέρος υποβάλλει στον διαμεσολαβητή που έχει οριστεί από τα μέρη ή από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αποστέλλοντάς του ηλεκτρονικά ή με άλλο πρόσφορο τρόπο συμπληρωμένο έντυπο, στο οποίο υποχρεωτικά αναγράφονται τα στοιχεία των μερών σύμφωνα με την περίπτωση 3 του άρθρου 118 ΚΠολΔ, καθώς και το αντικείμενο της διαφοράς και λαμβάνει απόδειξη παραλαβής. Ο διαμεσολαβητής επικοινωνεί με κάθε πρόσφορο μέσο με τα μέρη για τον ορισμό της ημερομηνίας και του τόπου διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας διαμεσολάβησης. Σε περίπτωση μη συμφωνίας, ο διαμεσολαβητής ορίζει την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας. Και στις δύο περιπτώσεις γνωστοποιεί τα παραπάνω στοιχεία στα μέρη εγγράφως, με συστημένη επιστολή ή ηλεκτρονικά και λαμβάνει απόδειξη παραλαβής της γνωστοποίησης. Τα έξοδα της γνωστοποίησης προκαταβάλλονται από το επισπεύδον μέρος και επιδικάζονται ως δικαστικά έξοδα, εφόσον επακολουθήσει δίκη.

3. Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης λαμβάνει χώρα το αργότερο εντός είκοσι (20) ημερών από την επομένη της αποστολής στο διαμεσολαβητή του αιτήματος προσφυγής στη διαδικασία διαμεσολάβησης από το επισπεύδον μέρος. Αν κάποιο από τα μέρη διαμένει στο εξωτερικό η ως άνω προθεσμία παρεκτείνεται έως την τριακοστή (30η) ημέρα από την επομένη της αποστολής του αιτήματος στο διαμεσολαβητή. Η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης έχει εμπιστευτικό χαρακτήρα, δεν τηρούνται πρακτικά και εφαρμόζονται αναλόγως οι παράγραφοι 4, 6 και 7 του άρθρου 5 του παρόντος.

4. Εφόσον τα μέρη αποφασίσουν να συνεχίσουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, είτε με τον ίδιο είτε με διαφορετικό διαμεσολαβητή, συντάσσεται έγγραφο συμφωνίας υπαγωγής της διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και ακολουθείται η διαδικασία του άρθρου 5 του παρόντος, η οποία θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός σαράντα (40) ημερών, που εκκινούν από την επομένη της λήξης της ανωτέρω εικοσαήμερης ή τριακονθήμερης προθεσμίας. Τα μέρη δύνανται να συμφωνούν παράταση της προθεσμίας των σαράντα (40) ημερών. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στις παραπάνω προθεσμίες.

5. Μετά το πέρας της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας συντάσσεται πρακτικό από το διαμεσολαβητή που υπογράφεται από τον ίδιο και όλους τους συμμετέχοντες και αν επακολουθήσει άσκηση αγωγής ή αν έχει ήδη ασκηθεί, αυτό κατατίθεται στο δικαστήριο επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης της υπόθεσης μαζί με τις προτάσεις. Στο πρακτικό αυτό αναγράφεται υποχρεωτικά ο τρόπος γνωστοποίησης της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας στα μέρη και η συμμετοχή τους ή μη σε αυτήν.

6. Στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία τα μέρη παρίστανται μαζί με νομικό παραστάτη, του οποίου η αμοιβή συμφωνείται ελεύθερα. Στην περίπτωση νομικών προσώπων ο νόμιμος εκπρόσωπος δύναται να διορίζει αντιπρόσωπο με εξουσιοδότηση και θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία δυνάμει εξουσιοδότησης μόνη η συμμετοχή του νομικού παραστάτη του μέρους, του οποίου αποδεδειγμένα δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία, ιδίως στις περιπτώσεις που αντιμετωπίζει δυσκολία μετακίνησης λόγω σοβαρής ασθένειας ή αν δεν υπάρχει δυνατότητα τηλεδιάσκεψης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλου συστήματος τηλεδιάσκεψης ή αν είναι κάτοικος εξωτερικού.

7. Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της διαφοράς δύναται να επιβάλλει στο μέρος που δεν προσήλθε στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης, παρότι έχει κληθεί προς τούτο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, χρηματική ποινή η οποία δεν μπορεί να είναι κατώτερη από εκατό (100) ευρώ και μεγαλύτερη από πεντακόσια (500) ευρώ, συνεκτιμώμενης της εν γένει συμπεριφοράς του και των λόγων μη προσέλευσης. Οι χρηματικές ποινές του προηγούμενου εδαφίου περιέρχονται στο ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ., στο οποίο κοινοποιείται με επιμέλεια του γραμματέα του Δικαστηρίου αντίγραφο της απόφασης και δύνανται να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Προσβολή της απόφασης με ένδικα μέσα, ως προς τη χρηματική ποινή, δεν επιτρέπεται αν δεν περιλαμβάνει και την ουσία της υπόθεσης.

Άρθρο 8
Εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση

1. Ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό διαμεσολάβησης που πρέπει να περιέχει: α) το ονοματεπώνυμο, τον αριθμό φορολογικού μητρώου του διαμεσολαβητή, β) την ημερομηνία και το τόπο που έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση, γ) τα πλήρη στοιχεία των μερών που προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση και τα ονόματα των νομικών παραστατών τους, δ) αναφορά στη συμφωνία ή τον ειδικότερο τρόπο με τον οποίο τα μέρη προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση κατά τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 του παρόντος, ε) τα πλήρη στοιχεία τυχόν άλλων προσώπων που μετείχαν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης και στ) τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση ή τη διαπίστωση περί μη επίτευξης συμφωνίας .

2. Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης, το πρακτικό υπογράφεται από τον διαμεσολαβητή, τα μέρη και τους νομικούς παραστάτες τους. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, το πρακτικό μπορεί να υπογράφεται μόνο από το διαμεσολαβητή. Κάθε μέρος δύναται να καταθέσει το πρακτικό επίτευξης συμφωνίας οποτεδήποτε στη γραμματεία του καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιου δικαστηρίου για την εκδίκαση της υπόθεσης, για την οποία έλαβε χώρα η διαμεσολάβηση ή στις περιπτώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του παρόντος στη γραμματεία του δικαστηρίου που εκκρεμεί η εκδίκαση της υπόθεσης. Μετά την κατάθεση του πρακτικού στο δικαστήριο η άσκηση αγωγής για την ίδια διαφορά είναι απαράδεκτη στο μέτρο που το αντικείμενο της καλύπτεται από τη συμφωνία των μερών, τυχόν δε εκκρεμής δίκη καταργείται. Κατά την κατάθεση προσκομίζεται παράβολο ποσού πενήντα (50) ευρώ, το ύψος του οποίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Η δαπάνη για το παράβολο βαρύνει τον καταθέτη, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά.

3. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης του παρόντος άρθρου αποτελεί, από την κατάθεσή του στη γραμματεία του κατά την παράγραφο 2 αρμόδιου δικαστηρίου, εκτελεστό τίτλο σύμφωνα με την περίπτωση ζ' της παραγράφου 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ, εφόσον η συμφωνία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης. Το απόγραφο εκδίδεται ατελώς από το δικαστή ή τον πρόεδρο του κατά την παράγραφο 2 αρμόδιου δικαστηρίου.

4. Αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει και διατάξεις που αφορούν δικαιοπραξίες, οι οποίες υπόκεινται εκ του νόμου σε συμβολαιογραφικό τύπο, οι δικαιοπραξίες αυτές πρέπει να περιβληθούν το συμβολαιογραφικό τύπο. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις που διέπουν τη σύνταξη τέτοιων συμβολαιογραφικών εγγράφων και τη μεταγραφή τους.

5. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης του παρόντος άρθρου από την κατάθεσή του στη γραμματεία του κατά την παράγραφο 2 αρμόδιου δικαστηρίου, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τίτλος προς εγγραφή ή εξάλειψη υποθήκης σύμφωνα με το εδάφιο γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 293 ΚΠολΔ.

Άρθρο 9
Αποτελέσματα της διαμεσολάβησης στην παραγραφή, την αποσβεστική προθεσμία και τις δικονομικές προθεσμίες

1. Η έγγραφη γνωστοποίηση του διαμεσολαβητή προς τα μέρη για τη διεξαγωγή της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας ή στην περίπτωση της εκούσιας προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης του άρθρου 5, η συμφωνία υπαγωγής σε αυτήν, αναστέλλει την παραγραφή και την αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων και των δικαιωμάτων, εφόσον αυτές έχουν αρχίσει σύμφωνα με τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, καθώς και τις δικονομικές προθεσμίες των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, για όσο χρόνο διαρκεί η διαδικασία διαμεσολάβησης.

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 261, 262 και 263 ΑΚ, η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία άσκησης των αξιώσεων και των δικαιωμάτων του ουσιαστικού δικαίου που ανεστάλησαν, συνεχίζονται την επομένη της σύνταξης του πρακτικού μη επίτευξης συμφωνίας ή της επίδοσης δήλωσης αποχώρησης από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης του ενός μέρους προς το άλλο και προς το διαμεσολαβητή ή της με οποιονδήποτε τρόπο ολοκλήρωσης ή κατάργησης της διαδικασίας της διαμεσολάβησης. Αν η συμφωνία που περιέχεται στο πρακτικό διαμεσολάβησης περιλαμβάνει αιρέσεις ή προθεσμίες ή οποιονδήποτε άλλον όρο από τον οποίο εξαρτάται η ενάσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συμφωνία, τότε η παραγραφή και η αποσβεστική προθεσμία που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται από την πλήρωση της αιρέσεως ή του όρου ή την παρέλευση της προθεσμίας.

3. Οι δικονομικές προθεσμίες της παραγράφου 1 συνεχίζονται από τη σύνταξη πρακτικού μη επίτευξης συμφωνίας ή από την επίδοση δήλωσης αποχώρησης από τη διαδικασία της διαμεσολάβησης του ενός μέρους προς το άλλο και προς το διαμεσολαβητή ή από την με οποιονδήποτε τρόπο ολοκλήρωση ή κατάργηση της διαδικασίας της διαμεσολάβησης.

Άρθρο 10 Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης

1. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης αποτελείται από δεκατρία (13) μέλη και συγκροτείται, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, από:
α) Δύο (2) δικαστικούς λειτουργούς της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης εκ των οποίων ένας με βαθμό Αρεοπαγίτη εν ενεργεία ή επί τιμή και ένας (1) με βαθμό τουλάχιστον Προέδρου Πρωτοδικών έως Προέδρου Εφετών, με εμπειρία ή εξειδίκευση και κατά προτίμηση με διαπίστευση στη διαμεσολάβηση, που ορίζονται μετά από γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, εφόσον είναι εν ενεργεία.
β) Δύο (2) καθηγητές ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, εν ενεργεία ή ομότιμους, με εμπειρία ή εξειδίκευση στη διαμεσολάβηση και κατά προτίμηση με διαπίστευση, εκ των οποίων τουλάχιστον ο ένας να έχει διατελέσει καθηγητής Νομικής Σχολής της χώρας.
γ) Δύο (2) εκπροσώπους της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων της χώρας, με εμπειρία ή εξειδίκευση στη διαμεσολάβηση και κατά προτίμηση με διαπίστευση, μετά από σύμφωνη γνώμη της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων.
δ) Τρεις (3) εκπροσώπους του Υπουργείου Δικαιοσύνης από τους υπηρετούντες στην Κεντρική Υπηρεσία υπαλλήλους βαθμού τουλάχιστον Β', ή από τους υπηρετούντες μετακλητούς νομικούς στο πολιτικό γραφείο του Υπουργού ή Υφυπουργού Δικαιοσύνης ή του Γενικού Γραμματέα.
ε) Έναν (1) διαμεσολαβητή εκπρόσωπο επαγγελματικών φορέων της χώρας, μετά από πρόσκληση ενδιαφέροντος που αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
στ) Τρεις (3) διαμεσολαβητές, μετά από πρόσκληση ενδιαφέροντος που αναρτάται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίοι διαθέτουν τουλάχιστον τετραετή επαγγελματική εμπειρία στο γνωστικό τους αντικείμενο και εμπειρία στη διαμεσολάβηση, που προκύπτει είτε λόγω συμμετοχής στην εκπαίδευση διαμεσολαβητών, είτε λόγω συμμετοχής σε διαδικασίες διαμεσολάβησης ως διαμεσολαβητές ή βοηθοί διαμεσολαβητή ή νομικοί παραστάτες, είτε λόγω συμμετοχής σε συνέδρια, σεμινάρια και ερευνητικά προγράμματα συναφή με τη διαμεσολάβηση.

2. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης ορίζεται ο αρχαιότερος από τους δικαστικούς λειτουργούς.

3. Με την απόφαση της παραγράφου 1, για κάθε τακτικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης ορίζεται ένα αναπληρωματικό μέλος.

4. Τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, καθώς και τρίτα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη στην υποεπιτροπή της περίπτωσης δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του παρόντος, απαγορεύεται να διατηρούν οποιαδήποτε σχέση συνεργασίας με Φορείς κατάρτισης του παρόντος.

5. Η θητεία του Προέδρου και των μελών είναι τριετής και μπορεί να ανανεώνεται άπαξ. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης αντικαθίστανται στην περίπτωση που έχουν διοριστεί κατά παράβαση της παραγράφου 4.

6. Χρέη Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης εκτελεί ένας ή περισσότεροι υπάλληλοι της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης ή των Δικαστηρίων ή άλλης Δημόσιας Υπηρεσίας ή ΝΠΔΔ, οι οποίοι αποσπώνται με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση από την Υπηρεσία τους στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Για την απόσπαση αυτή εκδίδεται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης κατόπιν ερωτήματος του μετά από γνώμη του Προέδρου της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης και σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο υπάλληλος.

Άρθρο 11
Αρμοδιότητες Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης

1. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης είναι αρμόδια να επιλαμβάνεται κάθε ζητήματος που αφορά τον έλεγχο εφαρμογής του θεσμού της διαμεσολάβησης.

2. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης δύναται να συστήνει, κατά την κρίση της, υποεπιτροπές για την ταχεία επίλυση και τον έλεγχο ζητημάτων που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος νόμου. Οι ανωτέρω υποεπιτροπές απαρτίζονται από μέλη της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης χωρίς να υφίσταται περιορισμός για τη συμμετοχή κάποιου μέλους σε παραπάνω από μία υποεπιτροπές. Οι υποεπιτροπές αυτές εξουσιοδοτούνται ρητά από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης για την οριστική διευθέτηση των ζητημάτων που αναλαμβάνουν, εκτός αν ειδικότερα ορίζεται στον παρόντα νόμο ότι αρμόδια είναι η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης.

3. Σε κάθε περίπτωση, στο πλαίσιο της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης συγκροτούνται υποχρεωτικά τέσσερις (4) υποεπιτροπές, η θητεία των οποίων είναι διετής, με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) «Επιτροπή Μητρώου Διαμεσολαβητών», η οποία είναι αρμόδια για την τήρηση των Μητρώων του άρθρου 29 του παρόντος, για κάθε σχετικό ζήτημα ή έκδοση πράξης που αφορά τα τηρούμενα Μητρώα και για τη συγκέντρωση των ετήσιων Εκθέσεων Πεπραγμένων σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος.
β) «Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου», η οποία είναι αρμόδια για τη συμμόρφωση των διαμεσολαβητών με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα νόμο και για την εφαρμογή του πειθαρχικού δικαίου και την επιβολή πειθαρχικών ποινών. Η συγκρότηση της υποεπιτροπής αυτής γίνεται σύμφωνα με την παράγραφο Ε.1. του άρθρου 17 του παρόντος.
γ) «Επιτροπή Ελέγχου Φορέων Κατάρτισης», η οποία είναι αρμόδια για κάθε ζήτημα που αφορά τους Φορείς Κατάρτισης Διαμεσολαβητών.
δ) «Επιτροπή Εξετάσεων», η οποία είναι αρμόδια και έχει την ευθύνη για τη διεξαγωγή των γραπτών και προφορικών εξετάσεων και τη βαθμολόγηση των εξεταζόμενων, προς το σκοπό της διαπίστευσης, υποψήφιων διαμεσολαβητών. Η Επιτροπή Εξετάσεων απαρτίζεται από τρία (3) μέλη, που προέρχονται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, με ισάριθμους αναπληρωτές, από τα οποία ένα τουλάχιστον μέλος είναι δικαστικός λειτουργός και προεδρεύει της επιτροπής. Η Επιτροπή Εξετάσεων δύναται, ανάλογα με τον εκάστοτε συνολικό αριθμό των εξεταζόμενων, να ορίζει δύο (2) επιπλέον μέλη χωρίς αναπληρωτές, τα οποία πρέπει να έχουν την ιδιότητα του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή.

4. Η συγκρότηση των παραπάνω υποεπιτροπών και ο αριθμός των μελών που τις απαρτίζουν καθορίζονται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Για την επιτρεπτή συμμετοχή των ανωτέρω μελών στις υποεπιτροπές λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, ζητήματα που άπτονται της σύγκρουσης συμφερόντων και αρμοδιοτήτων των μελών αυτών με άλλες ισχύουσες διατάξεις και κανονισμούς του κύριου επαγγέλματος τους.

5. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης υποβάλλει στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, Ετήσια Έκθεση για τον έλεγχο εφαρμογής του θεσμού, συνοδευόμενη από προτάσεις για τη βελτίωσή του.

Άρθρο 12 Προσόντα διαμεσολαβητών

1. Οι διαμεσολαβητές πρέπει να είναι: α) απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή κάτοχοι ισότιμου πτυχίου της αλλοδαπής, β) εκπαιδευμένοι από Φορέα Κατάρτισης διαμεσολαβητών, αναγνωρισμένο από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ή κάτοχοι τίτλου διαπίστευσης από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γ) διαπιστευμένοι από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης και εγγεγραμμένοι στο Μητρώα του άρθρου 29 του παρόντος.
Κάτοχος διδακτορικού τίτλου ΑΕΙ ή ισότιμου τίτλου της αλλοδαπής με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση δεν απαιτείται να εκπαιδευθεί περαιτέρω από φορέα Κατάρτισης διαμεσολαβητών, προκειμένου να διαπιστευθεί και δύναται να συμμετέχει απευθείας στις εξετάσεις για τη διαπίστευσή του σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 28 του παρόντος. Αποκλείονται της άσκησης του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή όσοι υπηρετούν ως δημόσιοι, δημοτικοί και δικαστικοί υπάλληλοι ή υπάλληλοι νομικών προσώπων και ιδρυμάτων δημοσίου δικαίου, καθώς και οι εν ενεργεία δικαστικοί ή δημόσιοι λειτουργοί. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι ΝΠΔΔ δύνανται να δραστηριοποιούνται ως διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο και για τις ανάγκες της υπηρεσίας τους. Από την ανωτέρω απαγόρευση εξαιρούνται όσοι δημόσιοι λειτουργοί παράλληλα ασκούν νομίμως ελεύθερο επάγγελμα.

2. Ο διαμεσολαβητής αναλαμβάνει καθήκοντα μόνο εφόσον, κατά την κρίση του, μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της συγκεκριμένης διαδικασίας διαμεσολάβησης σύμφωνα με την επαγγελματική του κατάρτιση, την πρακτική του εμπειρία και τις δεξιότητες που κατέχει.

3. Ο διαμεσολαβητής διεξάγει τη διαμεσολάβηση τηρώντας τα προβλεπόμενα στον Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών. Δύναται να προβάλλει τις υπηρεσίες που προσφέρει, υπό τον όρο ότι ενεργεί κατά τρόπο επαγγελματικό, ειλικρινή και αξιοπρεπή.

Άρθρο 13 Αμεροληψία - Ουδετερότητα

1. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να ενεργεί έναντι των μερών κατά τρόπο απαλλαγμένο από προσωπικές κρίσεις, πεποιθήσεις και προκαταλήψεις και να μεριμνά για την ισότιμη συμμετοχή και διευκόλυνση όλων των μερών στο πλαίσιο της διαδικασίας της διαμεσολάβησης.
Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται καταρχήν να μην αναλαμβάνει τη διενέργεια διαμεσολάβησης και, εάν έχει ήδη αναλάβει να μην τη συνεχίσει, προτού γνωστοποιήσει στα μέρη τυχόν στοιχεία ή γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν ή να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την αμεροληψία του. Κατ' εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να αναλάβει καθήκοντα διαμεσολάβησης ή να εξακολουθεί να τα ασκεί μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των μερών και εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με αμεροληψία.

2. Ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να παραμένει ουδέτερος ως προς το αποτέλεσμα της διαμεσολάβησης και δεν επιτρέπεται να κατευθύνει τα μέρη και να τους επιβάλλει τη λύση που ο ίδιος προκρίνει. Δύναται να διατυπώνει την προσωπική του άποψη, η οποία δεν είναι δεσμευτική, μόνο εφόσον τα μέρη το επιθυμούν.

Άρθρο 14 Σύγκρουση συμφερόντων

1. Ο διαμεσολαβητής δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνει τη διενέργεια διαμεσολάβησης και, εάν την έχει ήδη αναλάβει δεν επιτρέπεται να τη συνεχίσει, προτού γνωστοποιήσει τυχόν στοιχεία ή γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν ή να δώσουν την εντύπωση ότι επηρεάζουν την ανεξαρτησία του.

2. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται καταρχήν να μην αναλαμβάνει καθήκοντα και, εάν έχει ήδη αναλάβει, να μην εξακολουθήσει να τα ασκεί, σε περίπτωση σύγκρουσης των συμφερόντων του με την έκβαση της διαφοράς. Κατ' εξαίρεση, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, ο διαμεσολαβητής επιτρέπεται να αναλάβει καθήκοντα και, εάν τα έχει ήδη αναλάβει να εξακολουθήσει να τα ασκεί, μόνο με τη ρητή συγκατάθεση των μερών και εφόσον είναι βέβαιος ότι είναι σε θέση να διεξαγάγει τη διαμεσολάβηση με τρόπο που να μην υπονομεύει την ανεξαρτησία της διαδικασίας.
Σύγκρουση συμφερόντων συντρέχει, ιδίως, στις περιπτώσεις:
α) προσωπικής ή επαγγελματικής σχέσης του διαμεσολαβητή με ένα από τα μέρη ή τους νόμιμους παραστάτες τους ή λήψης αμοιβής στο παρελθόν για παροχή υπηρεσιών σε οποιοδήποτε από τα μέρη,
β) οποιουδήποτε οικονομικού ή άλλου συμφέροντος, άμεσου ή έμμεσου, που αντλείται από την έκβαση της διαμεσολάβησης,
γ) ανάμιξης του διαμεσολαβητή, κατά οποιονδήποτε τρόπο, στο αντικείμενο της διαφοράς,
δ) ενέργειας, κατά το παρελθόν, του ίδιου του διαμεσολαβητή ή συνεργάτη του ή άλλου στελέχους της εταιρίας για την οποία εργάζεται, εκπροσωπώντας κάποιο από τα μέρη με ιδιότητα άλλη πλην του διαμεσολαβητή,
ε) οποιασδήποτε μορφής επαγγελματικής συνεργασίας του διαμεσολαβητή με φυσικά ή νομικά πρόσωπα που εμπλέκονται στην παροχή συμβουλών προς ένα από τα συμμετέχοντα μέρη για θέματα που αφορούν το αντικείμενο της διαμεσολάβησης.

3. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του να γνωστοποιήσει στα μέρη εάν συντρέχει περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων. Την ίδια υποχρέωση έχει και εάν προκύψει τέτοια περίπτωση μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ή κατά τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης.

4. Μετά την περάτωση της διαμεσολάβησης και ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, δεν επιτρέπεται στο διαμεσολαβητή να ασχοληθεί υπό άλλη επαγγελματική ιδιότητα με τη συγκεκριμένη υπόθεση που χειρίστηκε, μεταξύ των ίδιων μερών.

Άρθρο 15
Αρχή της ελεύθερης βούλησης των μερών

1. Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να διεξάγει τη διαμεσολάβηση με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας των μερών. Μεριμνά ώστε τα μέρη να κατανοούν τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας που πρόκειται να ακολουθηθεί, καθώς και το ρόλο αυτού και όλων των συμμετεχόντων και ενημερώνει τα μέρη ότι είναι ελεύθερα ανά πάσα στιγμή να αποχωρήσουν από τη διαδικασία χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία, κύρωση ή ποινή.

2. Ο διαμεσολαβητής βεβαιώνεται, ιδίως, ότι πριν από την έναρξη της διαδικασίας της διαμεσολάβησης τα μέρη έχουν συμφωνήσει ρητώς τους όρους και τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της διαφοράς τους στη διαμεσολάβηση, συμπεριλαμβανομένων ιδίως των διατάξεων που διέπουν την υποχρέωση εχεμύθειας του διαμεσολαβητή και των μερών.

3. Ο διαμεσολαβητής μεριμνά για την προσήκουσα διεξαγωγή της διαδικασίας διαμεσολάβησης.

4. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να περατώσει τη διαδικασία διαμεσολάβησης, μετά από αιτιολογημένη ενημέρωση των μερών, εφόσον:
α) επέρχεται διευθέτηση της διαφοράς κατά τρόπο αντίθετο με τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη ή
β) θεωρεί ότι η συνέχιση της διαμεσολάβησης είναι απολύτως αδύνατο να οδηγήσει στη διευθέτηση της διαφοράς.

5. Ο διαμεσολαβητής λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η λύση που θα εξευρεθεί για τη διευθέτηση της διαφοράς είναι προϊόν επίγνωσης και εμπεριστατωμένης συναίνεσης των μερών, καθώς επίσης και ότι τα μέρη κατανοούν τους όρους της συμφωνίας.

6. Ο διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώνει τα μέρη για τον τρόπο που μπορούν να καταστήσουν τη μεταξύ τους συμφωνία εκτελεστή, όπου αυτό είναι δυνατό.

Άρθρο 16 Εχεμύθεια

Ο διαμεσολαβητής υποχρεούται να τηρεί απόρρητες τις πληροφορίες που έχουν προκύψει από τη διαμεσολάβηση ή σε σχέση με αυτήν, συνεκτιμωμένου του γεγονότος ότι πρόκειται να διεξαχθεί ή έχει διεξαχθεί διαμεσολάβηση, εκτός αν υποχρεούται να πράξει διαφορετικά από διάταξη νόμου ή για λόγους δημόσιας τάξης ή εφόσον τα μέρη συναινούν ρητά στην αποκάλυψη των πληροφοριών.

Άρθρο 17 Πειθαρχικό Δίκαιο

Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

1. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από κάθε άλλη διαδικασία.
2. Οι πειθαρχικές ποινές επιβάλλονται από την Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου και από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης.
3. Κανένας δεν διώκεται για δεύτερη φορά για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο επιβάλλεται μόνο μία πειθαρχική ποινή. Νέα πειθαρχική δίωξη για το ίδιο παράπτωμα είναι απαράδεκτη.
4. Η με οποιονδήποτε τρόπο άρση του ποινικά κολάσιμου χαρακτήρα της πράξης ή η ολική ή μερική άρση των συνεπειών της ποινικής καταδίκης, δεν αίρουν τον πειθαρχικά κολάσιμο χαρακτήρα της πράξης.

Β. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ

1. Πειθαρχικό παράπτωμα μπορεί να τελεστεί με πράξη ή παράλειψη του διαμεσολαβητή στο πλαίσιο των καθηκόντων του, η οποία είναι αντίθετη προς τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές απορρέουν από τον παρόντα νόμο και συνδέονται άρρηκτα με τη διαμεσολάβηση, καθώς και από τον Κώδικα Δεοντολογίας Διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών.
2. Πειθαρχικά παραπτώματα του διαμεσολαβητή αποτελούν, ιδίως η χρησιμοποίηση της ιδιότητας του για την επιδίωξη παράνομων σκοπών και η εν γένει αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά του.
3. Κάθε κακούργημα που τελείται από διαμεσολαβητή ως και κάθε εκ δόλου πλημμέλημα ασυμβίβαστο με την ιδιότητα του διαμεσολαβητή, αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα.
4. Η μη τήρηση της αρχής της αμεροληψίας από μέρους του διαμεσολαβητή συνιστά σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα.

Γ. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ

1. Τα πειθαρχικά παραπτώματα παραγράφονται δύο (2) έτη μετά την τέλεσή τους.
2. Ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες, με την υποβολή της πειθαρχικής αναφοράς ενώπιον της Επιτροπής Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου, από τα μέρη ή οποιονδήποτε τρίτο συμμετέχει στη διαδικασία διαμεσολάβησης ή από τον Πρόεδρο της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, ευθύς ως λάβει αναφορά με την οποία καταγγέλλονται πειθαρχικά επιλήψιμες πράξεις διαμεσολαβητή ή λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση τέτοιων πράξεων.

Δ. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΕΣ ΠΟΙΝΕΣ

1. Οι πειθαρχικές ποινές είναι:
α) η σύσταση,
β) η έγγραφη επίπληξη,
γ) η προσωρινή ανάκληση της διαπίστευσης έως και ένα (1) έτος, δ) η οριστική ανάκληση της διαπίστευσης.
2. Η ποινή της οριστικής ανάκλησης της διαπίστευσης επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων. Τέτοιες προϋποθέσεις συντρέχουν ιδίως αν ο διαμεσολαβητής:
α) καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα ή για οποιοδήποτε εκ δόλου πλημμέλημα, ασυμβίβαστο με το θεσμό της διαμεσολάβησης,
β) τιμωρήθηκε κατ' επανάληψη με ποινή προσωρινής ανάκλησης της διαπίστευσης τουλάχιστον για έξι (6) μήνες εντός τριετίας,
3. Όταν πρόκειται για παράπτωμα που οφείλεται σε ελαφρά αμέλεια, το αρμόδιο πειθαρχικό όργανο μπορεί να μην επιβάλει ποινή, εκτιμώντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχει τελεστεί το παράπτωμα.

Δ. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΑΝΑΚΛΗΣΗΣ ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΣΗΣ

1. Ο διαμεσολαβητής στον οποίο έχει επιβληθεί οριστική ή προσωρινή ανάκληση διαπίστευσης δεν επιτρέπεται να ενεργεί ως διαμεσολαβητής για όσο χρόνο αυτή διαρκεί.
2. Το κύρος της επιτυχούς έκβασης της διαμεσολάβησης και του συμφωνητικού που καταρτίστηκε δεν θίγεται από την ποινή που επιβλήθηκε στο διαμεσολαβητή.
3. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης οφείλει να ενημερώνει τα μητρώα του άρθρου 29 του παρόντος για την επιβληθείσα προσωρινή ή οριστική ανάκληση της διαπίστευσης του διαμεσολαβητή από τα καθήκοντά του.

Ε. ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

1. Η Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου ορίζεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης και διακρίνεται σε πρωτοβάθμια επιτροπή μονομελούς σύνθεσης και δευτεροβάθμια επιτροπή τριμελούς σύνθεσης, με ισάριθμα αναπληρωματικά μέλη. Η θητεία των μελών της είναι διετής και μπορεί να ανανεώνεται. Μέλος της δευτεροβάθμιας επιτροπής δεν μπορεί να είναι το μέλος που εξέδωσε την πρωτοβάθμια πειθαρχική απόφαση. Αν η Επιτροπή Δεοντολογίας και Πειθαρχικού Ελέγχου κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί η ποινή της οριστικής ανάκλησης της διαπίστευσης, τότε αρμόδια προς τούτο είναι η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης που συνεδριάζει σε ολομέλεια.

2. Οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τις δηλώσεις αποχής και εξαίρεσης των δικαστών ισχύουν αναλογικά.

3. Αίτηση εξαίρεσης είναι απαράδεκτη όταν αφορά τόσα μέλη του πειθαρχικού οργάνου ώστε να καθίσταται αδύνατη η νόμιμη συγκρότησή του.

4. Για κάθε ειδικότερο θέμα πειθαρχικού ελέγχου αποφασίζει η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, οι αποφάσεις της οποίας εκτελούνται με επιμέλεια του Προέδρου της ή του μέλους της που ειδικά ορίστηκε από αυτόν.

5. Για την υποβολή αναφοράς κατά διαμεσολαβητή απαιτείται επί ποινή απαραδέκτου η κατάθεση παράβολου, ποσού τριάντα (30) ευρώ, το ύφος του οποίου αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.

Άρθρο 18 Αμοιβή διαμεσολαβητή

1. Η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία του διαμεσολαβητή και των μερών.

2. Εάν δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία, η αμοιβή του διαμεσολαβητή ορίζεται ως εξής: α) στις περιπτώσεις του άρθρου 6 του παρόντος, το επισπεύδον μέρος προκαταβάλλει στο διαμεσολαβητή ποσό πενήντα (50,00) ευρώ ως αμοιβή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Το ποσό αυτό βαρύνει τα μέρη κατ' ισομοιρία. Σε περίπτωση που η διαφορά αχθεί ενώπιον δικαστηρίου, το μέρος της διαφοράς που δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παρότι κλήθηκε νομότυπα προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος ή δεν κατέβαλε το ποσό που του αναλογεί για την αμοιβή του διαμεσολαβητή για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία, καταδικάζεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176 επ. ΚΠολΔ σε ολόκληρο το ποσό που κατέβαλε το επισπεύδον μέρος για την υποχρεωτική αρχική συνεδρία. Το ποσό αυτό λογίζεται ως δικαστικό έξοδο ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, β) για κάθε ώρα διαμεσολάβησης μετά την υποχρεωτική αρχική συνεδρία η ελάχιστη αμοιβή ορίζεται στο ποσό των ογδόντα (80,00) ευρώ και βαρύνει τα μέρη κατ' ισομοιρία.

3. Τα ποσά της παραγράφου 2 μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης.

4. Ο διαμεσολαβητής οφείλει να παρέχει στα μέρη πλήρη ενημέρωση για τον τρόπο καταβολής της αμοιβής του σύμφωνα με την παράγραφο 2.

Άρθρο 19
Κωδικός Αριθμός Δραστηριότητας (ΚΑΔ)

Επιτρέπεται η άσκηση αποκλειστικά και μόνο του επαγγέλματος του διαμεσολαβητή. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται η δημιουργία Κωδικού Αριθμού Δραστηριότητος (ΚΑΔ) για το επάγγελμα του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή για όσους επιθυμούν να το ασκήσουν και δεν διαθέτουν άλλον και οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του.

Άρθρο 20 Ενώσεις προσώπων διαμεσολαβητών

Ενώσεις προσώπων διαπιστευμένων διαμεσολαβητών με σκοπό την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης συνιστώνται και λειτουργούν με τη συμμετοχή διαμεσολαβητών, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις.

Άρθρο 21
Εκθέσεις Πεπραγμένων Διαμεσολαβητών

Κάθε διαπιστευμένος διαμεσολαβητής υποχρεούται ανά τετράμηνο κάθε ημερολογιακού έτους και μέσα στις επόμενες δεκαπέντε (15) ημέρες από την λήξη του, να ενημερώνει για τα πεπραγμένα του την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία προβαίνει στον έλεγχο τους. Η ενημέρωση πραγματοποιείται αποκλειστικά μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με την αποστολή ανωνυμοποιημένης Έκθεσης Πεπραγμένων, πρότυπο της οποίας αναρτάται στον ιστότοπο της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Η Έκθεση Πεπραγμένων περιλαμβάνει κατ' ελάχιστο τον αριθμό των διαμεσολαβήσεων που πραγματοποίησε ο διαμεσολαβητής, το αποτέλεσμα και τη διάρκεια κάθε διαμεσολάβησης, τη φύση της υπόθεσης και την κατάθεση ή μη πρακτικού στο αρμόδιο δικαστήριο. Η υποχρέωση αποστολής της Έκθεσης Πεπραγμένων υφίσταται για κάθε διαμεσολαβητή, ανεξαρτήτως αν έχει διεξάγει διαμεσολαβήσεις ή όχι εντός του τετραμήνου.

Άρθρο 22 Φορείς κατάρτισης

1. Φορέας κατάρτισης διαμεσολαβητών (εφεξής «Φορέας»), που λειτουργεί με άδεια, η οποία χορηγείται κατόπιν ειδικής και αιτιολογημένης απόφασης της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, είναι:
Α. Νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δικαίωμα σύστασης του οποίου έχουν:
α) ένας δικηγορικός σύλλογος ή περισσότεροι από κοινού,
β) ένας ή περισσότεροι δικηγορικοί σύλλογοι σε σύμπραξη με επιστημονικούς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματικούς φορείς ή επιμελητήρια.
Στις περιπτώσεις α' και β' είναι δυνατή η σύμπραξη και με φορέα κατάρτισης της αλλοδαπής, εγνωσμένου κύρους και διεθνούς αναγνώρισης και εμπειρίας στην παροχή εκπαίδευσης διαμεσολάβησης και γενικότερα στις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών ή στη διενέργεια διαμεσολαβήσεων.
Β. Κέντρο Επιμόρφωσης και Δια Βίου Μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.) Ανώτατου Εκπαιδευτικού Ιδρύματος (Α.Ε.Ι.), το οποίο διαθέτει σχετικό πρόγραμμα και η λειτουργία του διέπεται αποκλειστικά από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις περί λειτουργίας των Α.Ε.Ι., υπό τον όρο ότι τηρούνται όλες οι προϋποθέσεις του παρόντος νόμου για τα προσόντα των εκπαιδευτών, για την εκπαίδευση με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση και τον ελάχιστο αριθμό εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων.
Γ. φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο που έχει συσταθεί σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα στην ελληνική νομοθεσία ή στη νομοθεσία κράτους - μέλους, το οποίο έχει ως κύριο σκοπό την παροχή εκπαίδευσης με αντικείμενο τη διαμεσολάβηση και τους λοιπούς εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών.
Οι ανωτέρω Φορείς, αδειοδοτούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 έως 25 του παρόντος.

2. Ο Φορέας έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, εξαιρουμένων των Κέντρων Δια Βίου Μάθησης.

3. Ο Φορέας υποχρεούται να απασχολεί κατ' ελάχιστο: α) ένα (1) Διευθυντή του Φορέα και β) ένα (1) Διευθυντή Κατάρτισης. Οι ανωτέρω πρέπει να κατέχουν τίτλο σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της ημεδαπής ή αντίστοιχο τίτλο σπουδών σχολής της αλλοδαπής.

4. Ο Φορέας υποχρεούται να απασχολεί διοικητικό προσωπικό για γραμματειακή υποστήριξη.

5. Ο σκοπός του Φορέα είναι: α) ο σχεδιασμός προγραμμάτων και η παροχή υπηρεσιών βασικής εκπαίδευσης κατ' ελάχιστο ογδόντα (80) ωρών,
β) ο σχεδιασμός προγραμμάτων μετεκπαίδευσης πέραν των ογδόντα (80) ωρών της βασικής εκπαίδευσης των υποψήφιων διαμεσολαβητών, για την περαιτέρω απόκτηση των αναγκαίων για την άσκηση της διαμεσολάβησης γνώσεων και δεξιοτήτων και για την επιμόρφωση τους.

6. Οι Φορείς Κατάρτισης υποχρεούνται να συνεργάζονται με τουλάχιστον τρεις (3) εκπαιδευτές, προκειμένου να παρέχουν ποιοτική εκπαίδευση. Οι εκπαιδευτές πρέπει να είναι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές, να διαθέτουν τετραετή επαγγελματική εμπειρία στο γνωστικό τους αντικείμενο, να έχουν εμπειρία στη διαμεσολάβηση, η οποία προκύπτει είτε από τη συμμετοχή τους στην εκπαίδευση διαμεσολαβητών, είτε από τη συμμετοχή τους σε διαδικασίες διαμεσολάβησης υπό την ιδιότητα του διαμεσολαβητή ή βοηθού διαμεσολαβητή ή νομικού παραστάτη, είτε από την συμμετοχή τους σε συνέδρια, σεμινάρια, ερευνητικά προγράμματα συναφή με τη διαμεσολάβηση, καθώς και:
α) να κατέχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο στον τομέα της εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών ή σε συναφή επιστημονικό κλάδο (ιδίως νομικής επιστήμης ή επιστημών οικονομίας ή διοίκησης ή κοινωνικών επιστημών) ή
β) να έχουν τουλάχιστον εκατόν εξήντα (160) ώρες είτε αποδεδειγμένης μετεκπαίδευσης πέραν της βασικής εκπαίδευσης στη διαμεσολάβηση είτε αποδεδειγμένης εμπειρίας ως εκπαιδευτές διαμεσολαβητών.

7. Σε συνταξιούχους ή επί τιμή δικαστικούς λειτουργούς, εφόσον είναι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές και έχουν εμπειρία στη δικαστική μεσολάβηση, μπορούν να ανατίθενται καθήκοντα εκπαίδευσης υποψήφιων διαμεσολαβητών αποκλειστικά και μόνο σε Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ. των Α.Ε.Ι.

8. Ο αριθμός των υποψήφιων διαμεσολαβητών που συμμετέχουν σε κάθε εκπαιδευτικό κύκλο στα προγράμματα βασικής εκπαίδευσης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους είκοσι ένα (21). Οι εκπαιδευτές δεν δύνανται να είναι λιγότεροι από δύο (2) για κάθε εκπαιδευτικό κύκλο.

Άρθρο 23 Αδειοδότηση Φορέων κατάρτισης

1. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας, προκειμένου να λάβει άδεια λειτουργίας, υποβάλλει στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης φάκελο που περιλαμβάνει:
α) την αίτησή του για αδειοδότηση,
β) θεωρημένο αντίγραφο βεβαίωσης έναρξης εργασιών του από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Η υποχρέωση αυτή δεν υφίσταται για τα Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ. των ΑΕΙ.
γ) κατάλογο με το εκπαιδευτικό προσωπικό, με τα βιογραφικά αυτού, συνοδευόμενα από επικυρωμένα αποδεικτικά τίτλων σπουδών και εκπαιδευτικής ή επαγγελματικής εμπειρίας, όπως πιστοποιητικά προϋπηρεσίας, βεβαιώσεις φορέων, επίσημα έγγραφα επαγγελματικής εμπειρίας, καθώς και κατάλογο του λοιπού προσωπικού,
δ) οποιοδήποτε νόμιμο έγγραφο που αποδεικνύει νομή, κατοχή, χρήση ή κυριότητα του χώρου εκπαίδευσης,
ε) διάγραμμα κάτοψης του χώρου εκπαίδευσης, υπογεγραμμένο από μηχανικό, στο οποίο εμφαίνεται ότι ο εν λόγω χώρος διαθέτει τουλάχιστον τρεις χωριστές αίθουσες διδασκαλίας και ειδικότερα δύο αίθουσες κατάλληλες για τη διεξαγωγή των μαθημάτων και προσομοιώσεων και μία αίθουσα διαλέξεων, καθώς και αποτύπωση της προσβασιμότητας ΑΜΕΑ. Ειδικότερα, το ελάχιστο εμβαδόν αιθουσών διδασκαλίας θα πρέπει να είναι δεκαπέντε (15) τετραγωνικά μέτρα και ενάμιση (1,5) τετραγωνικό μέτρο ανά εκπαιδευόμενο.
στ) υπεύθυνη δήλωση του ν. 1599/1986 υπογεγραμμένη από τον ενδιαφερόμενο ή το νόμιμο εκπρόσωπο του, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, στην οποία βεβαιώνεται ότι οι αίθουσες διδασκαλίας πληρούν τους ισχύοντες όρους ασφαλείας, είναι κατάλληλες για το σκοπό της εκπαίδευσης και έχουν επαρκή υλικοτεχνική υποδομή και ειδικότερα, ότι διαθέτουν τον κατ' ελάχιστο απαιτούμενο εξοπλισμό, ο οποίος περιλαμβάνει:
1. ένα διαφανοσκόπειο (overhead projector) και μία οθόνη προβολής ή οποιοδήποτε άλλο μέσο προβολής ήχου και εικόνας,
ii. πίνακα ανά αίθουοα,
iii. φωτοαντιγραφικό μηχάνημα,
iv. μία τηλεόραση και ένα μαγνητοσκόπιο ή μία συσκευή αναπαραγωγής ψηφιακών δίσκων (νίαβο ή DVD player),
ν. τραπέζια και καθίσματα ανά αίθουσα, ανάλογα με τη δυναμικότητα της κάθε αίθουσας,
ζ) πιστοποιητικό πυροπροστασίας για χρήση εκπαιδευτηρίου σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις,
η) σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης τουλάχιστον για ποσό διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ,
θ) παράβολο χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
Οι ήδη αδειοδοτημένοι Φορείς θεωρούνται ότι πληρούν τις προϋποθέσεις του παρόντος και η αδειοδότησή τους εξακολουθεί να ισχύει. Σε κάθε περίπτωση οι Φορείς αυτοί θα πρέπει να καταθέσουν τυχόν πρόσθετα δικαιολογητικά που προβλέπονται από τον παρόντα εντός εύλογης προθεσμίας από τη δημοσίευση του.

2. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης εντός δύο (2) μηνών από την κατάθεση πλήρους φακέλου με τα δικαιολογητικά, ελέγχει την πληρότητά του. Σε περίπτωση που τα δικαιολογητικά είναι ελλιπή, ζητείται εγγράφως από τον αντίστοιχο Φορέα να αποστείλει, εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από τη γνωστοποίηση, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά δεόντως συμπληρωμένα. Μετά την παραλαβή, τα δικαιολογητικά εξετάζονται εκ νέου και η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης αποφαίνεται για την πληρότητα του φακέλου. Ο παραπάνω έλεγχος καταλαμβάνει και τους ήδη αδειοδοτημένους φορείς.

3. Σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος Φορέας, είτε δεν προσκομίσει τα δικαιολογητικά εντός της ανωτέρω προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών είτε αυτά που προσκομίζει είναι ελλιπή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 και στα άρθρα 24 και 25 του παρόντος, η αίτηση απορρίπτεται με αιτιολογημένη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας του οποίου απορρίφθηκε η αίτηση, δύναται να επανυποβάλει νέα αίτηση.

4. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας του οποίου ο φάκελος κρίνεται πλήρης, υπόκειται σε αξιολόγηση. Η αξιολόγησή του γίνεται με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης, βάσει των παρακάτω πέντε κριτηρίων:
α) Οργάνωση, Λειτουργία β) Επιστημονικό και λοιπό Προσωπικό γ) Υλικοτεχνική Υποδομή δ) Εκπαιδευτικό πρόγραμμα ε) Επιθεώρηση του χώρου εκπαίδευσης.

5. Μετά την επιτυχή αξιολόγηση του πλήρους φακέλου χορηγείται στον ενδιαφερόμενο Φορέα άδεια λειτουργίας, άλλως η αίτησή του απορρίπτεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης.

6. Κάθε έτος, εντός του πρώτου δεκαπενθημέρου του Ιουλίου, οι Φορείς υποβάλλουν αναλυτική έκθεση για τη λειτουργία τους στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία προβαίνει σε έλεγχο και αξιολόγηση της κατάστασης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παρόν και σε περίπτωση ανεπάρκειας επιβάλλει τις ποινές της παραγράφου 8.

7. Αν διαπιστωθεί ότι για την αδειοδότηση και λειτουργία του Φορέα, δηλώθηκαν ή κατατέθηκαν στοιχεία ανακριβή, η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης ανακαλεί οριστικά την άδεια λειτουργίας του Φορέα.

8. Σε περίπτωση μη τήρησης των νόμιμων υποχρεώσεων του Φορέα κατά το στάδιο λειτουργίας του, η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης επιβάλλει αιτιολογημένα, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, το βαθμό υπαιτιότητας και την τυχόν υποτροπή, μία από τις παρακάτω κυρώσεις:
α) σύσταση προς συμμόρφωση,
β) προσωρινή ανάκληση της άδειας του Φορέα από ένα (1) μήνα έως και έξι (6) μήνες, γ) οριστική ανάκληση της άδειας του Φορέα.

9. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης μπορούν να τροποποιούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις αδειοδότησης και λειτουργίας των φορέων κατάρτισης διαμεσολαβητών.

Άρθρο 24 Αδειοδότηση φυσικών προσώπων

Ο ενδιαφερόμενος Φορέας, εφόσον είναι φυσικό πρόσωπο, πέραν των δικαιολογητικών του άρθρου 23 του παρόντος υποβάλλει:
α) δήλωση του ν. 1599/1986 θεωρημένη με το γνήσιο της υπογραφής, στην οποία θα αναγράφεται:
αα) ότι ο αιτών δεν έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. και κληρικού,
ββ) ότι εν έχει καταδικαστεί ή παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, Α' 26), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
γγ) ότι δεν έχει απολυθεί από θέση δημόσιου υπαλλήλου ή ιδιωτικού εκπαιδευτικού για λόγους πειθαρχικούς,
δδ) ότι δεν του έχει επιβληθεί η διοικητική κύρωση της ανάκλησης της άδειας ίδρυσης ή της άδειας λειτουργίας για ίδιο ή άλλο ιδιωτικό φορέα εκπαίδευσης και κατάρτισης την τελευταία δεκαετία) και
εε) ο τόπος μόνιμης κατοικίας του αιτούντος,
β) Ασφαλιστική ενημερότητα (ως εργοδότης και ως ασφαλισμένος),
γ) Φορολογική ενημερότητα,
δ) Πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου περί μη κατάθεσης αίτησης για κήρυξη του φυσικού προσώπου σε κατάσταση πτώχευσης και περί μη κήρυξης σε κατάσταση πτώχευσης ή ισοδύναμο έγγραφο αρμόδιας αρχής κράτους-μέλους, εφόσον τέτοιο έγγραφο προβλέπεται κατά το δίκαιο του.

Άρθρο 25 Αδειοδότηση νομικών προσώπων

1. Ο ενδιαφερόμενος Φορέας εφόσον είναι νομικό πρόσωπο, πέραν των δικαιολογητικών του άρθρου 23 του παρόντος, υποβάλλει:
α) Επικυρωμένο αντίγραφο του καταστατικού του από το οποίο προκύπτει με σαφήνεια ο σκοπός του και πρόσφατο πιστοποιητικό μεταβολών του Γενικού Εμπορικού Μητρώο (ΓΕΜΗ),
β) Ασφαλιστική ενημερότητα,
γ) Φορολογική ενημερότητα,
δ) Πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου περί μη κατάθεσης αίτησης για κήρυξη του νομικού προσώπου σε κατάσταση πτώχευσης και περί μη κήρυξης σε κατάσταση πτώχευσης ή ισοδύναμο έγγραφο αρμόδιας αρχής του κράτους-μέλους, στο οποίο το νομικό πρόσωπο έχει την έδρα του, εφόσον τέτοιο έγγραφο προβλέπεται κατά το δίκαιο του.

2. Ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου, υποβάλλει:
α) δήλωση του ν. 1599/1986, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής, στην οποία θα αναγράφεται:
αα) ότι δεν έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου, υπαλλήλου Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. και κληρικού,
ββ) ότι δεν έχει καταδικαστεί ή παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 9 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, Α 26), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει,
γγ) ότι δεν έχει απολυθεί από θέση δημόσιου υπαλλήλου ή ιδιωτικού εκπαιδευτικού για λόγους πειθαρχικούς,
δδ) ότι δεν του έχει επιβληθεί η διοικητική κύρωση της ανάκλησης της άδειας ίδρυσης ή της άδειας λειτουργίας για ίδιο ή άλλο ιδιωτικό φορέα εκπαίδευσης και κατάρτισης την τελευταία δεκαετία,
εε) ότι δεν έχει επιβληθεί στο νομικό πρόσωπο η διοικητική κύρωση της ανάκλησης της άδειας ίδρυσης ή της άδειας λειτουργίας για ίδιο ή άλλο ιδιωτικό φορέα εκπαίδευσης και κατάρτισης την τελευταία δεκαετία και στστ) ο τόπος μόνιμης διαμονής του.
β) Ασφαλιστική ενημερότητα εκπροσώπου (ως εργοδότης και ως ασφαλισμένος),
γ) φορολογική ενημερότητα εκπροσώπου,
δ) Πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου περί μη κατάθεσης αίτησης για κήρυξη του φυσικού προσώπου σε κατάβαση πτώχευσης και περί μη κήρυξης σε κατάσταση πτώχευσης ή ισοδύναμο έγγραφο αρμόδιας αρχής κράτους-μέλους, εφόσον τέτοιο έγγραφο προβλέπεται κατά το δίκαιο του.

Άρθρο 26 Υποψήφιοι διαμεσολαβητές

Οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση στο Φορέα για τη συμμετοχή τους σε προγράμματα βασικής εκπαίδευσης, εφόσον κατέχουν τίτλο σπουδών ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της ημεδαπής ή αντίστοιχο τίτλο σπουδών σχολής της αλλοδαπής, νομίμως αναγνωρισμένο στην ημεδαπή και προσκομίσουν απόσπασμα ποινικού μητρώου που αποδεικνύει ότι δεν συντρέχουν τα κωλύματα του άρθρου 8 του ν. 3528/2007 (Α" 26).

Άρθρο 27 Πρόγραμμα σπουδών

Α. Το ελάχιστο περιεχόμενο του βασικού εκπαιδευτικού προγράμματος σπουδών και της εξεταστέας ύλης υποψηφίων διαμεσολαβητών, απαιτεί τουλάχιστον ογδόντα (80) ώρες διδασκαλίας και έχει ως εξής:

• Η διαμεσολάβηση και λοιπές μορφές εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Η εξέλιξη του θεσμού διεθνώς.
• Η Οδηγία 2008/52/ΕΚτου Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.
• Θεμελιώδη χαρακτηριστικά, βασικές έννοιες και αρχές, ως και ορισμός του θεσμού της διαμεσολάβησης κατά το ελληνικό και ευρωπαϊκό δίκαιο.
• Πεδίο εφαρμογής - Προϋποθέσεις υπαγωγής διαφορών στη διαμεσολάβηση.
• Τρόποι προσφυγής στη διαμεσολάβηση - Συμφωνία υπαγωγής στη διαμεσολάβηση - Συνέπειες.
• Διαδικασία διεξαγωγής της διαμεσολάβησης. Στάδια. Νομικοί παραστάτες και άλλα πρόσωπα.
• Πρακτικό διαμεσολάβησης - Εκτελεστότητα.
• Διαμεσολαβητής - Ρόλος - Ευθύνη διαμεσολαβητή.
• Κώδικας Πειθαρχικός και Δεοντολογίας.
• Δεξιότητες και τεχνικές διαμεσολάβησης - Τεχνικές Διαπραγμάτευσης και Επικοινωνίας - Βασικές έννοιες της ψυχολογίας στη διαμεσολάβηση.
• Προσομοιώσεις διαμεσολάβησης. Πρακτική Εφαρμογή αυτών.
• Θεμελιώδεις έννοιες Ιδιωτικού Δικαίου.
• Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, Εταιρείες, Αξιόγραφα.
Οι δικαστικοί λειτουργοί, οι δικηγόροι και οι συμβολαιογράφοι δύνανται να εξαιρούνται από την παρακολούθηση των νομικών μαθημάτων του Προγράμματος Σπουδών του παρόντος άρθρου, δηλαδή, τις Θεμελιώδεις έννοιες Ιδιωτικού Δικαίου, το Γενικό Εμπορικό Δίκαιο, τις Εταιρείες και τα Αξιόγραφα.

Β. Μετεκπαίδευση διαμεσολαβητών:

Η μετεκπαίδευση των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών συνίσταται στην ανά τριετία υποχρεωτική πρόσθετη εκπαίδευσή τους, ελάχιστης διάρκειας είκοσι (20) ωρών, η οποία παρέχεται από αδειοδοτημένους φορείς ή από αναγνωρισμένους φορείς της αλλοδαπής.

Άρθρο 28 Διαπίστευση διαμεσολαβητών

1. Η διαπίστευση των διαμεσολαβητών και η εγγραφή τους στα Μητρώα του άρθρου 29 του παρόντος, γίνεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης κατόπιν εξετάσεων. Οι ήδη διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατηρούν τη διαπίστευσή τους.

2. Οι εξετάσεις των υποψήφιων διαμεσολαβητών διενεργούνται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο από την Επιτροπή Εξετάσεων όπως αυτή έχει οριστεί από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Οι εξετάσεις είναι γραπτές και προφορικές και συμπεριλαμβάνουν αξιολόγηση σε προσομοιώσεις.

Α. Εξετάσεις - Γραμματειακή υποστήριξη
1. Η Επιτροπή Εξετάσεων συνεδριάζει κατά την περίοδο των εξετάσεων. Χρέη Γραμματέα της Επιτροπής εκτελεί το πρόσωπο που έχει ορισθεί Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 10 του παρόντος.

Β. Τρόπος, κριτήρια, προϋποθέσεις και όροι εξετάσεων ενώπιον της Επιτροπής Εξετάσεων
1. Ο τόπος, ο χρόνος και ο τρόπος διεξαγωγής των εξετάσεων καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Εξετάσεων, η οποία κοινοποιείται στους αδειοδοτημένους φορείς κατάρτισης και αναρτάται στην οικεία ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης τουλάχιστον τριάντα (30) ημέρες πριν από τη διεξαγωγή τους.
2. Προϋπόθεση για τη συμμετοχή των υποψηφίων στις εξετάσεις είναι η υποβολή στην Επιτροπή Εξετάσεων αίτησης, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από πιστοποιητικό του Φορέα κατάρτισης, στο οποίο βεβαιώνεται ότι οι υποψήφιοι διαμεσολαβητές έχουν λάβει τη βασική εκπαίδευση και κατάρτιση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στον παρόντα.
Η Επιτροπή Εξετάσεων ορίζει τον τρόπο υποβολής της αίτησης και των συνοδευτικών εγγράφων. Η αίτηση συνοδεύεται από παράβολο εκατό (100) ευρώ υπέρ του Δημοσίου, το οποίο μπορεί να αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης.

3. Στις γραπτές εξετάσεις οι υποψήφιοι διαγωνίζονται σε εβδομήντα (70) ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής και δύο (2) ερωτήσεις με απαντήσεις σύντομης ανάπτυξης έως εκατό πενήντα (150) λέξεις η κάθε μία. Η βαθμολόγηση γίνεται σε κλίμακα των εκατό (100) μονάδων. Κάθε σωστή απάντηση στις ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής αντιστοιχεί σε μία μονάδα. Τα αποτελέσματα των γραπτών εξετάσεων ανακοινώνονται υποχρεωτικά εντός τριάντα ημερών από το πέρας τους.

4. Αν ένας από τους υποψηφίους είναι απών κατά τη στιγμή της έναρξης εκφώνησης των θεμάτων, αποκλείεται από τις εξετάσεις. Τα γραπτά των εξετάσεων φέρουν τη μονογραφή ενός εκ των μελών της Επιτροπής. Δεν επιτρέπεται να φέρουν στο σώμα τους υπογραφή ή άλλο διακριτικό γνώρισμα πλην των ατομικών στοιχείων του υποψηφίου στο πάνω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας. Αφού γίνει η παραβολή με επίδειξη του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας ή άλλου αποδεικτικού ταυτοπροσωπίας, οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων του υποψηφίου καλύπτονται με αδιαφανή ταινία, η οποία αφαιρείται μόνο μετά την οριστικοποίηση της βαθμολογίας παρουσία όλων των μελών της Εξεταστικής Επιτροπής.

5. Μετά την ολοκλήρωση των γραπτών εξετάσεων κατά τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους, οι επιτυχόντες καλούνται εντός τριάντα (30) εργάσιμων ημερών σε προφορικές εξετάσεις ενώπιον της Επιτροπής Εξετάσεων. Οι προφορικές εξετάσεις συνίστανται στην εξέταση επί των τεχνικών της διαμεσολάβησης από τουλάχιστον δύο (2) μέλη της Επιτροπής Εξετάσεων με χρησιμοποίηση ρόλων και προσομοιώσεων κατά τα συνήθη πρότυπα που εφαρμόζονται διεθνώς. Η επίδοση των υποψηφίων στις προφορικές εξετάσεις αξιολογείται με βάση κριτήρια αξιολόγησης για την χρήση τεχνικών και δεξιοτήτων, που ορίζονται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης. Επάρκεια διαμεσολαβητικών ικανοτήτων και δεξιοτήτων συντρέχει όταν ο υποψήφιος διαμεσολαβητής έχει ανταποκριθεί επιτυχώς σε περισσότερες από τις μισές απαιτούμενες διαμεσολαβητικές ικανότητες και δεξιότητες με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης και δεν έχει επιδείξει κάποια μορφή απαγορευμένης συμπεριφοράς.

6. Επιτυχόντες είναι εκείνοι που έχουν λάβει μέσο όρο βαθμολογίας των δύο εξετάσεων, γραπτών και προφορικών, τουλάχιστον εβδομήντα τοις εκατό (70%), υπό την προϋπόθεση ότι σε καμία από τις δύο εξετάσεις δεν έχουν λάβει βαθμολογία κατώτερη του πενήντα τοις εκατό (50%). Οι γραπτές και οι προφορικές εξετάσεις ολοκληρώνονται σε μία περίοδο.

7. Η απόφαση της Επιτροπής Εξετάσεων γνωστοποιείται στην Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία διαπιστεύει τους οριστικούς επιτυχόντες.

8. Ο υποψήφιος διαμεσολαβητής που απέτυχε σε τρεις (3) εξεταστικές περιόδους οφείλει να προσκομίσει νέο πιστοποιητικό εκπαίδευσης από Φορέα κατάρτισης, προκειμένου να έχει εκ νέου δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις.

9. Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων και εντός δεκαπέντε (15) ημερών, η Επιτροπή Εξετάσεων ορίζει ημερομηνία κατά την οποία οι αποτυχόντες υποψήφιοι δύνανται να λάβουν γνώση των γραπτών τους και της προφορικής τους βαθμολογίας, χωρίς να έχουν δικαίωμα αναβαθμολόγησης. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας τα γραπτά και οι προφορικές βαθμολογίες καταστρέφονται.

10. Για την επίλυση οποιουδήποτε ζητήματος ανακύπτει σχετικά με την εφαρμογή ή ερμηνεία του παρόντος άρθρου αρμόδια είναι η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης.

Άρθρο 29
Ενημέρωση κοινού - Μητρώα Διαμεσολαβητών

1. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης παρέχει πληροφόρηση σχετικά με τον θεσμό της διαμεσολάβησης και τον τρόπο πρόσβασης στις υπηρεσίες των διαμεσολαβητών.

2. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης καταρτίζει και τηρεί σε ηλεκτρονική μορφή τα παρακάτω Μητρώα Διαμεσολαβητών, τα οποία αναρτώνται στον ιστότοπο του Υπουργείου Δικαιοσύνης: α) Γενικό Μητρώο Διαμεσολαβητών, στο οποίο εγγράφονται οι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές όλης της επικράτειας κατ' απόλυτη αλφαβητική σειρά και β) Ειδικό Μητρώο Διαμεσολαβητών, στο οποίο εγγράφονται οι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές που εδρεύουν στην περιφέρεια κάθε Πρωτοδικείου της επικράτειας κατ' αύξοντα αριθμό μητρώου διαπίστευσης.

3. Σε κάθε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή αποδίδεται ένας μοναδικός αριθμός μητρώου.

4. Τα Μητρώα Διαμεσολαβητών περιέχουν υποχρεωτικά τις ακόλουθες πληροφορίες του διαπιστευμένου διαμεσολαβητή: α) τα προσωπικά στοιχεία της ταυτότητας του, την ηλεκτρονική διεύθυνση, τα λοιπά στοιχεία επικοινωνίας του και τον αριθμό μητρώου του, β) το είδος της βασικής επαγγελματικής του δραστηριότητας, τον τίτλο των βασικών σπουδών και τους τυχόν μεταπτυχιακούς τίτλους του, γ) το Φορέα εκπαίδευσης διαμεσολαβητών, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών του και τις ώρες διδασκαλίας του προγράμματος του, δ) μετεκπαιδεύσεις και άλλες επιστημονικές δραστηριότητές του συναφείς με τη διαμεσολάβηση και ε) κατηγορίες των υποθέσεων που αναλαμβάνει.

5. Ο διαμεσολαβητής είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει άμεσα την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης για κάθε αλλαγή των ανωτέρω προσωπικών του στοιχείων, η οποία τα ελέγχει και δύναται να καλεί το διαμεσολαβητή σε παροχή διευκρινίσεων.

6. Διαμεσολαβητής, ο οποίος έχει διαπιστευθεί σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τηρώντας τις διατάξεις που προβλέπονται στο κράτος-μέλος,, ώστε νομίμως να ασκεί το επάγγελμα του διαμεσολαβητή, εγγράφεται στα Μητρώα Διαμεσολαβητών κατόπιν αιτήσεώς του. Η αίτηση συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα: α) αποδεικτικό της ιθαγένειας του αιτούντος, β) αντίγραφο των βεβαιώσεων επάρκειας ή του τίτλου εκπαίδευσης που παρέχει πρόσβαση στο επάγγελμα του διαμεσολαβητή στο άλλο κράτος- μέλος, γ) βεβαίωση τυχόν επαγγελματικής εμπειρίας του αιτούντος στη διαμεσολάβηση. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης εξετάζει τα έγγραφα που προσκόμισε ο ενδιαφερόμενος και δύναται να τον καλέσει για παροχή διευκρινήσεων σχετικά με την εκπαίδευσή του.

7. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης δύνανται να καθορίζονται οι λεπτομέρειες για την τήρηση των Μητρώων του παρόντος.

Άρθρο 30
Εκούσια παραίτηση - Αναστολή άσκησης καθηκόντων διαμεσολάβησης

1. Κάθε διαμεσολαβητής έχει το δικαίωμα παραίτησης από την ιδιότητα αυτή. Η αίτηση παραίτησης υποβάλλεται ηλεκτρονικά προς την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, η οποία τον διαγράφει από τα Μητρώα του άρθρου 29 του παρόντος. Από την ημερομηνία κατάθεσης της σχετικής αίτησης, επέρχεται αυτοδικαίως η παύση των καθηκόντων και υποχρεώσεων του διαμεσολαβητή, με εξαίρεση την υποχρέωση του να υποβάλει Έκθεση Πεπραγμένων για όσο χρονικό διάστημα ασκούσε τα καθήκοντά του.

2. Διαμεσολαβητής που παραιτήθηκε από τα καθήκοντά του δύναται να επανεγγραφεί στα Μητρώα του άρθρου 29 του παρόντος, εφόσον δεν έχουν παρέλθει πέντε (5) χρόνια από την παραίτησή του. Για την επανεγγραφή του υποχρεούται να υποβάλει ηλεκτρονικά αίτηση προς την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης και να συμπληρώσει τον ελάχιστο χρόνο μετεκπαίδευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος.

3. Δεν επιτρέπεται επανεγγραφή διαμεσολαβητή που απώλεσε την ιδιότητά του, αν έχει επιβληθεί σε βάρος του ποινή οριστικής ανάκλησης της διαπίστευσης.

4. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου ισχύουν και στην περίπτωση που ο διαμεσολαβητής επιθυμεί να προβεί σε αναστολή των καθηκόντων του για οποιοδήποτε.

5. Στις παραπάνω περιπτώσεις αποδοχής παραίτησης, αναστολής καθηκόντων ή επαναδιορισμού δεν απαιτείται η έκδοση διοικητικής πράξης και αρκεί η σχετική σημείωση στα Μητρώα διαμεσολαβητών. Σε περίπτωση θανάτου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή αυτός διαγράφεται από τα μητρώα του παρόντος νόμου, με μόνη την προσκόμιση ληξιαρχικής πράξης θανάτου, χωρίς την περαιτέρω έκδοση σχετικής διοικητικής πράξης.

Άρθρο 31
Καταργούμενες και Μεταβατικές διατάξεις

1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 178 έως 206, πλην του άρθρου 205, του ν. 4512/2018 (Α' 5), καθώς και κάθε αντίθετη διάταξη που ρυθμίζει θέματα σχετικά με τη διαμεσολάβηση.

2. Η θητεία των μελών της λειτουργούσας κατά τη δημοσίευση του παρόντος Κεντρικής Επιτροπής Διαμεσολάβησης παρατείνεται μέχρι να συγκροτηθεί η νέα Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, το αργότερο εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.

Άρθρο 32 Έναρξη ισχύος

Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, πλην των άρθρων 6 και 7 του παρόντος, τα οποία τίθενται σε ισχύ και καταλαμβάνουν τις αγωγές που κατατίθενται μετά την παρέλευση των κατωτέρω ημερομηνιών, ως εξής:
α) από την 15η Ιανουαρίου 2020 για τις διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, β) από την 15η Μαρτίου 2020 για τις οικογενειακές διαφορές, εκτός από αυτές των περιπτώσεων α', β' και γ' της παραγράφου 1, καθώς και της παραγράφου 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ και γ) από την 15η Μαΐου 2020 για τις διαφορές που εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία και υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. 
Μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την τελευταία ημερομηνία, το Υπουργείο Δικαιοσύνης θα αξιολογήσει τα αποτελέσματα του θεσμού της διαμεσολάβησης και της υποχρεωτικής αρχικής συνεδρίας των άρθρων 6 και 7 του παρόντος.

Πηγή: Taxheaven