ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα) της 24ης Οκτωβρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων – Ίση μεταχείριση – Φόρος εισοδήματος – Εθνική νομοθεσία – Φορολογική απαλλαγή των επιδομάτων που χορηγούνται σε πρόσωπα με αναπηρία – Επιδόματα που ελήφθησαν σε άλλο κράτος μέλος – Αποκλείονται – Διαφορετική μεταχείριση»
Στην υπόθεση C-35/19,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal de première instance de Liège (πρωτοδικείο Λιέγης, Βέλγιο) με απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Ιανουαρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης
BU
κατά
État belge,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),
συγκείμενο από τους L. S. Rossi, πρόεδρο τμήματος, J. Malenovský και F. Biltgen (εισηγητή), δικαστές,
γενική εισαγγελέας: E. Sharpston
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η BU, εκπροσωπούμενη από τον M. Levaux, avocat,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους P. Cottin και J.-C. Halleux, καθώς και από την C. Pochet,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την N. Gossement και τον B.‑R. Killmann,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 45 και 56 ΣΛΕΕ.
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της BU και του État belge (Βελγικού Δημοσίου), όσον αφορά τη φορολογία των επιδομάτων τα οποία έλαβε η BU στις Κάτω Χώρες.
Το νομικό πλαίσιο
3 Κατά το άρθρο 38, παράγραφος 1, 4°, του code des impôts sur les revenus 1992 (κώδικα φορολογίας εισοδήματος του 1992), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης:
«1. Απαλλάσσονται από τη φορολογία:
[...]
4° τα επιδόματα που βαρύνουν το δημόσιο ταμείο και χορηγούνται στους ανάπηρους, σε εκτέλεση της σχετικής νομοθεσίας».
Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
4 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης, γεννηθείσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ζει στο Βέλγιο από το 1973 και απέκτησε τη βελγική ιθαγένεια το 2009.
5 To 1996, υπήρξε θύμα ατυχήματος στο Βέλγιο καθ’ οδόν προς τον τόπο εργασίας της στο Limbourg, στις Κάτω Χώρες. Το ατύχημα αυτό της προκάλεσε ανικανότητα προς εργασία και συνεπεία αυτού απολύθηκε το 2000.
6 Καθόσον, κατά την ημερομηνία του ατυχήματος, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης εργαζόταν στις Κάτω Χώρες, υπάγεται στην ολλανδική κοινωνική ασφάλιση και λαμβάνει, έκτοτε, επιδόματα βάσει του Wet arbeidsongeschiktheid (WAO) (νόμου περί ασφαλίσεως κατά της ανικανότητας προς εργασία) (στο εξής: επιδόματα WAO) και επιδόματα βάσει του Algemeen Burgerlijk Pensioenfonds (ABP) (ταμείου συντάξεως δημοσίων υπαλλήλων που περιλαμβάνει τις συντάξεις γήρατος, τις συντάξεις επιζώντων και τις συντάξεις αναπηρίας) (στο εξής: επιδόματα ΑΒΡ).
7 Με έγγραφο της 23ης Αυγούστου 2016, η βελγική φορολογική αρχή απέστειλε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης διορθωτική πράξη της φορολογικής δήλωσης φυσικού προσώπου που υπέβαλε για το φορολογικό έτος 2014, αναφέροντας ότι τα εν λόγω επιδόματα εισπράττονται ως συντάξεις και, επομένως, πρέπει να φορολογηθούν στο Βέλγιο.
8 Με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής, υποστηρίζοντας ότι τα επιδόματα αυτά απαλλάσσονται από τον φόρο στο Βέλγιο, δεδομένου ότι τα επιδόματα WAO δεν αποτελούν, κατά την άποψή της, συντάξεις, αλλά επιδόματα για πρόσωπα με αναπηρία, όπως ακριβώς τα επιδόματα ΑΒΡ αποτελούν συντάξεις λόγω αναπηρίας.
9 Μολονότι, στη συνέχεια, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δέχθηκε τη φορολόγηση των επιδομάτων ΑΒΡ στο Βέλγιο, αμφισβήτησε εντούτοις τον χαρακτηρισμό τους από τη βελγική φορολογική αρχή και ενέμεινε στη θέση της ότι τα επιδόματα WAO δεν πρέπει να φορολογηθούν στο Βέλγιο.
10 Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2017, η διοικητική ένσταση που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα της κύριας δίκης απορρίφθηκε με το αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την αναπηρία της ούτε ότι τα λαμβανόμενα στις Κάτω Χώρες επιδόματα WAO συνιστούσαν επιδόματα χορηγούμενα σε πρόσωπα με αναπηρία. Ως εκ τούτου, η βελγική φορολογική αρχή διατήρησε τον χαρακτηρισμό των επιδομάτων αυτών ως «επιδόματος λόγω ανικανότητας προς εργασία» το οποίο εμπίπτει στο σύστημα συντάξεων που φορολογείται στο Βέλγιο.
11 Η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προσέβαλε την απόφαση της βελγικής φορολογικής αρχής ενώπιον του Tribunal de première instance de Liège (πρωτοδικείου Λιέγης, Βέλγιο).
12 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά το κατά πόσον τα επιδόματα WAO που έλαβε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης στις Κάτω Χώρες φορολογούνται στο Βέλγιο.
13 Κατά το δικαστήριο αυτό, από τα έγγραφα που προσκόμισε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης προκύπτει ότι τα επιδόματα αυτά προορίζονται να αντισταθμίσουν την απώλεια εισοδημάτων λόγω της αναπηρίας, καθόσον καθορίζονται σε σχέση με τον μισθό που λάμβανε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης πριν από το ατύχημά της, σε σύγκριση με τον μισθό που μπορεί να λάβει βάσει των σημερινών ικανοτήτων της.
14 Το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι τα επιδόματα WAO αποσκοπούν στο να παροτρύνουν τα πρόσωπα με αναπηρία να εργάζονται στο μέτρο της εναπομείνασας ικανότητάς τους, λαμβάνοντας επίδομα προς αντιστάθμιση της απώλειας εισοδήματος λόγω της μείωσης της ικανότητάς τους προς εργασία. Κατά συνέπεια, τα επιδόματα WAO που καταβλήθηκαν στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν αποτελούν σύνταξη, αλλά επίδομα για πρόσωπα με αναπηρία.
15 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η επίμαχη βελγική ρύθμιση προβλέπει, για τα επιδόματα που χορηγούνται στα πρόσωπα με αναπηρία, απαλλαγή από τον φόρο η οποία έχει εφαρμογή μόνον όταν τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται από το Δημόσιο Ταμείο, οπότε, μολονότι τα επιδόματα WAO συνιστούν επιδόματα για πρόσωπα με αναπηρία, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν δικαιούται την απαλλαγή αυτή για τα επιδόματα WAO που εισέπραξε.
16 Το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν, όπως προβάλλει η Βελγική Κυβέρνηση, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης είχε υποβάλει αίτηση στο Βέλγιο, ζητώντας να λάβει τα επιδόματα για πρόσωπα με αναπηρία, ούτως ώστε να της παρασχεθεί η απαλλαγή από τον φόρο, πράγμα το οποίο δεν έπραξε, η προσφεύγουσα της κύριας δίκης δεν είχε, στην πραγματικότητα, συμφέρον να υποβάλει τέτοια αίτηση, διότι λαμβάνει ήδη τέτοια επιδόματα στις Κάτω Χώρες. Περαιτέρω, δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορούσε να λάβει το επίδομα αυτό στο Βέλγιο.
17 Ως εκ τούτου, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη βελγική ρύθμιση ενδέχεται να εμποδίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, καθόσον συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των επιδομάτων για πρόσωπα με αναπηρία που λαμβάνουν οι κάτοικοι του Βελγίου, αναλόγως του αν καταβάλλονται από το Βελγικό Δημόσιο ή από άλλο κράτος μέλος.
18 Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal de première instance de Liège (πρωτοδικείο Λιέγης) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα:
«Παραβαίνει το άρθρο 38[, παράγραφος 1, 4°, του κώδικα φορολογίας εισοδήματος του 1992, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης], τα άρθρα 45 επ. (αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων) και τα άρθρα 56 επ. (αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών) [ΣΛΕΕ] κατά το ότι απαλλάσσει από τη φορολογία τα επιδόματα αναπηρίας μόνον αν τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται από το δημόσιο ταμείο, δηλαδή από το Βελγικό Δημόσιο, δυνάμει της βελγικής νομοθεσίας, δημιουργώντας έτσι διάκριση μεταξύ του φορολογουμένου, κατοίκου Βελγίου, ο οποίος λαμβάνει επιδόματα αναπηρίας τα οποία καταβάλλει το Βελγικό Δημόσιο δυνάμει της νομοθεσίας του και τα οποία απαλλάσσονται από τη φορολογία, και του φορολογουμένου, κατοίκου Βελγίου, ο οποίος λαμβάνει επιδόματα που προορίζονται για την αντιστάθμιση αναπηρίας και καταβάλλονται από άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία δεν απαλλάσσονται από τη φορολογία;»
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
19 Εισαγωγικά, πρέπει να τονιστεί ότι, στο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται τόσο στην αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ όσο και στην αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που προβλέπεται στο άρθρο 56 ΣΛΕΕ.
20 Όταν ένα εθνικό μέτρο περιορίζει τόσο την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων όσο και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, το Δικαστήριο το εξετάζει, κατ’ αρχήν, ενόψει μιας μόνον από τις δύο αυτές θεμελιώδεις ελευθερίες, εάν προκύπτει ότι, υπό τις συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως, η μία από τις ελευθερίες αυτές έχει εντελώς δευτερεύουσα σημασία σε σχέση με την άλλη και μπορεί να συνδέεται με αυτήν (πρβλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004, Omega, C-36/02, EU:C:2004:614, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
21 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι ούτε η απόφαση περί παραπομπής ούτε η δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο περιέχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών έχει σημασία στην υπόθεση της κύριας δίκης.
22 Αντιθέτως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι η προσφεύγουσα της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, καθόσον έκανε χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και άσκησε, επί πολλά έτη, επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της κατοικίας της.
23 Κατά πάγια δε νομολογία, κάθε πολίτης της Ένωσης ο οποίος, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του και της ιθαγενείας του, έχει κάνει χρήση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και έχει ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος της κατοικίας του εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 45 ΣΛΕΕ (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C-174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 21 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
24 Επομένως, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο, το προδικαστικό ερώτημα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
25 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 45 ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία προβλέπει ότι η φορολογική απαλλαγή των επιδομάτων για πρόσωπα με αναπηρία εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται από οργανισμό του συγκεκριμένου κράτους μέλους και, επομένως, αποκλείει τη χορήγηση της απαλλαγής αυτής για τα επιδόματα ιδίας φύσεως που καταβάλλονται από άλλο κράτος μέλος.
Επί του παραδεκτού
26 Η Βελγική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι είναι εσφαλμένη η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το αιτούν δικαστήριο στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, κατά την οποία τα επιδόματα WAO που εισέπραξε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης αποτελούν επιδόματα για πρόσωπα με αναπηρία ιδίας φύσεως με τα βελγικά επιδόματα που χορηγούνται στα πρόσωπα με αναπηρία και για τα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από το βελγικό δίκαιο απαλλαγή από τον φόρο.
27 Με την επιχειρηματολογία αυτή, η Βελγική Κυβέρνηση αμφισβητεί την προκείμενη επί της οποίας στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και, ως εκ τούτου, το παραδεκτό της.
28 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της προδικαστικής διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία στηρίζεται σε σαφή διάκριση των λειτουργιών των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, η διαπίστωση και η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο αποκλειστικώς να αποφαίνεται επί της ερμηνείας ή του κύρους του δικαίου της Ένωσης με βάση την έννομη κατάσταση και τα πραγματικά περιστατικά όπως τα περιγράφει το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο αυτό τα στοιχεία που είναι χρήσιμα για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (απόφαση της 20ής Δεκεμβρίου 2017, Schweppes, C-291/16, EU:C:2017:990, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
29 Επομένως, τα σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ερωτήματα που υποβάλλονται από το εθνικό δικαστήριο, εντός του πραγματικού και κανονιστικού πλαισίου το οποίο αυτό προσδιορίζει με δική του ευθύνη και την ακρίβεια του οποίου δεν οφείλει να ελέγξει το Δικαστήριο, θεωρούνται κατά τεκμήριο λυσιτελή. Το εν λόγω τεκμήριο λυσιτέλειας δεν ανατρέπεται για τον λόγο και μόνον ότι ένας εκ των διαδίκων της κύριας δίκης αμφισβητεί ορισμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι κρίσιμα για τον προσδιορισμό του αντικειμένου της διαφοράς, αλλά ως προς τα οποία δεν απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει κατά πόσον είναι ακριβή (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2016, Polkomtel, C-397/14, EU:C:2016:256, σκέψεις 37 και 38).
30 Δεδομένου ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αμφισβητήσει τις εκτιμήσεις επί των πραγματικών περιστατικών στις οποίες στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εν προκειμένω τις εκτιμήσεις σχετικά με τη φύση των ολλανδικής προελεύσεως παροχών που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης, πρέπει, στο πλαίσιο της απαντήσεως που θα δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα, να γίνει δεκτό ότι τα επιδόματα WAO που έλαβε η προσφεύγουσα της κύριας δίκης συνιστούν επιδόματα για πρόσωπα με αναπηρία ιδίας φύσεως με τα βελγικά επιδόματα που χορηγούνται στα πρόσωπα με αναπηρία και για τα οποία παρέχεται η απαλλαγή από τον φόρο που προβλέπει το βελγικό δίκαιο, πράγμα που θα πρέπει, ενδεχομένως, να εξακριβώσει το αιτούν δικαστήριο.
Επί της ουσίας
Ως προς το αν υφίσταται περιορισμός του άρθρου 45 ΣΛΕΕ
31 Πρέπει να υπομνησθεί, εισαγωγικά, ότι κατά πάγια νομολογία, μολονότι η άμεση φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη οφείλουν κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2014, Επιτροπή κατά Βελγίου, C‑296/12, EU:C:2014:24, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, μολονότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα, στο πλαίσιο διμερών συμβάσεων για την αποφυγή της διπλής φορολογίας, να καθορίζουν τα κριτήρια συνδέσεως με σκοπό την κατανομή των φορολογικών αρμοδιοτήτων τους, εντούτοις αυτή η κατανομή αρμοδιοτήτων δεν τους παρέχει την ευχέρεια να εφαρμόζουν μέτρα αντίθετα προς τις σχετικές με την κυκλοφορία ελευθερίες, τις οποίες εγγυάται η Συνθήκη ΛΕΕ. Συγκεκριμένα, όσον αφορά την άσκηση της φορολογικής εξουσίας που έχει κατανεμηθεί κατά τον τρόπο αυτό, τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται προς τους κανόνες της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C-174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 25 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
32 Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη βελγική ρύθμιση προβλέπει ρητώς ότι απαλλάσσονται από τον φόρο μόνον τα επιδόματα για πρόσωπα με αναπηρία που καταβάλλονται από το Δημόσιο Ταμείο. Επομένως, η ρύθμιση αυτή αποκλείει την εν λόγω απαλλαγή για επιδόματα για πρόσωπα με αναπηρία που καταβάλλονται από άλλο κράτος μέλος πλην του Βελγίου.
33 Η επίμαχη στην κύρια δίκη βελγική ρύθμιση εισάγει, επομένως, διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των κατοίκων Βελγίου αναλόγως της προελεύσεως των εισοδημάτων τους, η οποία είναι ικανή να εμποδίσει την εκ μέρους τους άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ.
34 Το Δικαστήριο, όμως, έχει κρίνει ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ αποκλείει ρύθμιση που εισάγει διαφορετική φορολογική μεταχείριση μεταξύ των ζευγών πολιτών της Ένωσης που κατοικούν στο έδαφος του Βελγίου με κριτήριο την προέλευση των εισοδημάτων τους, η δε μεταχείριση αυτή ενδέχεται να τους αποτρέψει από το να ασκήσουν ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη και, ιδίως, το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων που εγγυάται το άρθρο 45 ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Imfeld και Garcet, C-303/12, EU:C:2013:822, σκέψεις 51 και 52, καθώς και της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C-174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 43 και διατακτικό.
35 Επομένως, η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων ο οποίος, καταρχήν, απαγορεύεται από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ.
Επί της υπάρξεως δικαιολογητικού λόγου
36 Κατά πάγια νομολογία, μέτρο ικανό να εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων που κατοχυρώνεται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ μπορεί να επιτρέπεται μόνον αν εξυπηρετεί θεμιτό σκοπό, συμβατό με τη Συνθήκη, και δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Περαιτέρω επιβάλλεται, σε μια τέτοια περίπτωση, η εφαρμογή του να είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και να μην υπερβαίνει το αναγκαίο για την επίτευξη αυτή μέτρο (πρβλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2019, Jacob και Lennertz, C-174/18, EU:C:2019:205, σκέψη 44 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
37 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο δεν επικαλέσθηκε δικαιολογητικούς λόγους και η Βελγική Κυβέρνηση, η οποία, στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, περιορίστηκε στο να αμφισβητήσει τη φύση των ολλανδικών παροχών που χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης, δεν επικαλέσθηκε άλλους δικαιολογητικούς λόγους.
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο συνάγει ότι δεν υφίσταται δικαιολογητικός λόγος, πράγμα το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.
39 Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 45 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, χωρίς να προβλέπει συναφώς δικαιολογητικούς λόγους, πράγμα το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ορίζει ότι η φορολογική απαλλαγή των επιδομάτων για πρόσωπα με αναπηρία εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται από οργανισμό του συγκεκριμένου κράτους μέλους και αποκλείει, επομένως, από την απαλλαγή αυτή τα επιδόματα ιδίας φύσεως που καταβάλλονται από άλλο κράτος μέλος, παρά το γεγονός ότι ο δικαιούχος των εν λόγω επιδομάτων κατοικεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.
Επί των δικαστικών εξόδων
40 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 45 ΣΛΕΕ αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία, χωρίς να προβλέπει συναφώς δικαιολογητικούς λόγους, πράγμα το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ορίζει ότι η φορολογική απαλλαγή των επιδομάτων για πρόσωπα με αναπηρία εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι τα επιδόματα αυτά καταβάλλονται από οργανισμό του συγκεκριμένου κράτους μέλους και αποκλείει, επομένως, από την απαλλαγή αυτή τα επιδόματα ιδίας φύσεως που καταβάλλονται από άλλο κράτος μέλος, παρά το γεγονός ότι ο δικαιούχος των εν λόγω επιδομάτων κατοικεί στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.
(υπογραφές)
Πηγή: Taxheaven