ΚΑΤ' ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2019/758 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
της 31ης Ιανουαρίου 2019
για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις ελάχιστες ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβαίνουν και το είδος των επιπρόσθετων μέτρων που πρέπει να λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί για τον μετριασμό του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε ορισμένες τρίτες χώρες
(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)
Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,
Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής 'Ένωσης,
Έχοντας υπόψη την οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (1), και ιδίως το άρθρο 45 παράγραφος 7,
Εκτιμώντας τα ακόλουθα:
(1) Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί υποχρεούνται να εντοπίζουν, να εκτιμούν και να διαχειρίζονται τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στον οποίο εκτίθενται, ιδιαίτερα όταν έχουν ιδρύσει υποκαταστήματα ή θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής σε τρίτες χώρες ή καθώς εξετάζουν το ενδεχόμενο ίδρυσης υποκαταστημάτων ή θυγατρικών πλειοψηφικής συμμετοχής σε τρίτες χώρες. Ως εκ τούτου, στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849 θεσπίζονται πρότυπα για την αποτελεσματική εκτίμηση και διαχείριση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο ομίλου.
(2) Η συνεπής εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο ομίλου είναι ουσιώδους σημασίας για την ισχυρή και αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας εντός του ομίλου.
(3) Προκύπτουν, ωστόσο, καταστάσεις στις οποίες ένας όμιλος διαθέτει υποκαταστήματα ή θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής σε τρίτη χώρα το δίκαιο της οποίας δεν επιτρέπει την εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο ομίλου. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να προκύψει, για παράδειγμα, στην περίπτωση που το δίκαιο της τρίτης χώρας όσον αφορά την προστασία δεδομένων ή το τραπεζικό απόρρητο περιορίζει τη δυνατότητα του ομίλου να έχει πρόσβαση, να επεξεργάζεται και να ανταλλάσσει πληροφορίες σχετικά με τους πελάτες των υποκαταστημάτων ή θυγατρικών πλειοψηφικής συμμετοχής στην τρίτη χώρα.
(4) Στις περιπτώσεις αυτές, και σε καταστάσεις όπου η ικανότητα των αρμόδιων αρχών να εποπτεύουν αποτελεσματικά τη συμμόρφωση του ομίλου με τις απαιτήσεις της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 παρεμποδίζεται λόγω αδυναμίας πρόσβασης των αρμόδιων αρχών σε σχετικές πληροφορίες που τηρούνται σε υποκαταστήματα ή σε θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής σε τρίτες χώρες, απαιτούνται επιπρόσθετες πολιτικές και διαδικασίες για την αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στις επιπρόσθετες αυτές πολιτικές και διαδικασίες μπορούν να περιλαμβάνονται η εξασφάλιση της συγκατάθεσης των πελατών, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει για την αντιμετώπιση ορισμένων νομικών φραγμών που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο ομίλου, σε τρίτες χώρες όπου άλλες επιλογές είναι περιορισμένες.
(5) Η ανάγκη διασφάλισης συνεπούς σε ενωσιακό επίπεδο αντιμετώπισης των νομικών φραγμών που παρεμποδίζουν την εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών σε επίπεδο ομίλου δικαιολογεί την επιβολή ειδικών, ελάχιστων ενεργειών στις οποίες θα πρέπει να προβαίνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί σε τέτοιου είδους καταστάσεις. Ωστόσο, οι επιπρόσθετες αυτές πολιτικές και διαδικασίες θα πρέπει να βασίζονται στους κινδύνους.
(6) Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να είναι σε θέση να καταδεικνύουν στην οικεία αρμόδια αρχή ότι η έκταση των επιπρόσθετων μέτρων που έχουν λάβει είναι επαρκής με βάση τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ωστόσο, στην περίπτωση που η αρμόδια αρχή θεωρήσει ότι τα επιπρόσθετα μέτρα που έχει λάβει το πιστωτικό ίδρυμα ή ο χρηματοπιστωτικός οργανισμός είναι ανεπαρκή για τη διαχείριση του κινδύνου, θα πρέπει να είναι σε θέση να δώσει εντολή στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό να λάβει ειδικά μέτρα για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού με τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
(7) Ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2), ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3) και ο κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) εξουσιοδοτούν την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA) και την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA), αντιστοίχως, να εκδίδουν κοινές κατευθυντήριες γραμμές για την εξασφάλιση της κοινής, ομοιόμορφης και συνεπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Κατά τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 17 και το άρθρο 18 παράγραφος 4 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 σχετικά με την απλουστευμένη και την ενισχυμένη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και με τους παράγοντες τους οποίους θα πρέπει να εξετάζουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί κατά την εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με συγκεκριμένες επιχειρηματικές σχέσεις και περιστασιακές συναλλαγές και να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη συμμόρφωσή τους με τις εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές.
(8) Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν θίγουν την υποχρέωση των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους καταγωγής να εφαρμόζει συμπληρωματικές εποπτικές δράσεις όπως ορίζεται στο άρθρο 45 παράγραφος 5 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 στις περιπτώσεις όπου η εφαρμογή επιπρόσθετων μέτρων όπως ορίζονται στον παρόντα κανονισμό αποδεικνύεται ανεπαρκής.
(9) Οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού δεν θίγουν επίσης τα μέτρα ενισχυμένης δέουσας επιμέλειας τα οποία οφείλουν/ υποχρεούνται να λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί όταν συναλλάσσονται με φυσικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που είναι εγκατεστημένες σε χώρες οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί από την Επιτροπή ως χώρες υψηλού κινδύνου, δυνάμει του άρθρου 9 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849.
(10) Θα πρέπει να παρασχεθεί επαρκής χρόνος στα πιστωτικά ιδρύματα και στους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς ώστε να προσαρμόσουν τις οικείες πολιτικές και διαδικασίες στις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτόν, κρίνεται σκόπιμο ο παρών κανονισμός να αρχίσει να εφαρμόζεται τρεις μήνες μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του.
(11) Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που εκπόνησαν και υπέβαλαν στην Επιτροπή οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές (η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών).
(12) Οι Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές διενέργησαν ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις σχετικά με τα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων στα οποία βασίζεται ο παρών κανονισμός, ανέλυσαν το ενδεχόμενο συναφές κόστος και τις ωφέλειες και ζήτησαν τη γνώμη της ομάδας τραπεζικών συμφεροντούχων που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:
Άρθρο 1
Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής
Ο παρών κανονισμός θεσπίζει σύνολο επιπρόσθετων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων ελάχιστων ενεργειών, που πρέπει να λαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί προκειμένου να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας στις περιπτώσεις στις οποίες το δίκαιο τρίτης χώρας δεν επιτρέπει την εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών σε επίπεδο ομίλου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 45 παράγραφοι 1 και 3 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, σε υποκαταστήματα ή θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που ανήκουν στον όμιλο και είναι εγκατεστημένα/εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα.
Άρθρο 2
Γενικές υποχρεώσεις για κάθε τρίτη χώρα
Για κάθε τρίτη χώρα στην οποία έχουν ιδρύσει υποκατάστημα ή στην οποία είναι εγκατεστημένη θυγατρική της οποίας έχουν την κυριότητα κατά πλειοψηφία, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί προβαίνουν τουλάχιστον στις εξής ενέργειες:
α) εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας για τον όμιλό τους, καταγραφή της εν λόγω εκτίμησης, επικαιροποίησή της και διατήρησή της ώστε να είναι δυνατή η κοινοποίησή της στην οικεία αρμόδια αρχή·
β) διασφάλιση ότι ο κίνδυνος που αναφέρεται στο στοιχείο α) αντικατοπτρίζεται επαρκώς στις οικείες πολιτικές και διαδικασίες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο ομίλου·
γ) εξασφάλιση έγκρισης από ανώτερο διοικητικό στέλεχος σε επίπεδο ομίλου για την εκτίμηση του κινδύνου που αναφέρεται στο στοιχείο α) και για τις πολιτικές και τις διαδικασίες καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σε επίπεδο ομίλου που αναφέρονται στο στοιχείο β)·
δ) παροχή στοχευμένης κατάρτισης σε συναφή μέλη του προσωπικού στην τρίτη χώρα ώστε να είναι σε θέση να εντοπίζουν δείκτες κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, και διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της κατάρτισης.
Άρθρο 3
Εκτιμήσεις συγκεκριμένου κινδύνου
1. Στην περίπτωση που το δίκαιο τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει την εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών οι οποίες είναι απαραίτητες για τον εντοπισμό και την επαρκή εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με επιχειρηματική σχέση ή περιστασιακή συναλλαγή, λόγω περιορισμών πρόσβασης στις σχετικές πληροφορίες πελάτη και πραγματικού δικαιούχου ή λόγω περιορισμών στη χρήση των πληροφοριών αυτών για σκοπούς δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί προβαίνουν τουλάχιστον στις ακόλουθες ενέργειες:
α) ενημέρωση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 28 ημερολογιακών ημερών από τον προσδιορισμό της τρίτης χώρας, σχετικά με τα εξής:
i) την ονομασία της οικείας τρίτης χώρας·
ii) τον τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή του δικαίου της τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει την εφαρμογή πολιτικών και διαδικασιών οι οποίες είναι απαραίτητες για τον εντοπισμό και την εκτίμηση του κινδύνου νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με πελάτη·
β) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα προσδιορίζουν αν είναι δυνατή η χρήση της συγκατάθεσης των πελατών τους και, κατά περίπτωση, των πραγματικών δικαιούχων των πελατών τους, προκειμένου να αντιμετωπιστούν νομίμως οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο ii)·
γ) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα απαιτούν από τους πελάτες τους και, κατά περίπτωση, από τους πραγματικούς δικαιούχους των πελατών τους, να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο ii) στον βαθμό που αυτό συνάδει με το δίκαιο της τρίτης χώρας.
2. Στην περίπτωση που η συγκατάθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) δεν είναι εφικτή, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν επιπρόσθετα μέτρα, επιπλέον των συνήθων μέτρων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, προκειμένου να διαχειριστούν τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Στα εν λόγω επιπρόσθετα μέτρα περιλαμβάνονται το επιπρόσθετο μέτρο που αναφέρεται στο άρθρο 8 στοιχείο γ) και ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 8 στοιχεία α), β), δ), ε) και στ).
Όταν πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:
α) διασφαλίζει ότι το υποκατάστημα ή η θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής τερματίζει την επιχειρηματική σχέση·
β) διασφαλίζει ότι το υποκατάστημα ή η θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής δεν εκτελεί την περιστασιακή συναλλαγή·
γ) παύει μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων που ασκούνται από το οικείο υποκατάστημα ή την οικεία θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη στην τρίτη χώρα.
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί καθορίζουν την έκταση των επιπρόσθετων μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 βάσει ευαισθησίας του κινδύνου και είναι σε θέση να καταδείξουν στην οικεία αρμόδια αρχή ότι η έκταση των επιπρόσθετων μέτρων είναι κατάλληλη με βάση τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Άρθρο 4
Ανταλλαγή και επεξεργασία δεδομένων πελατών
1. Στην περίπτωση που το δίκαιο τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει την ανταλλαγή ή επεξεργασία δεδομένων πελατών για τους σκοπούς της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας εντός του ομίλου, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί προβαίνουν τουλάχιστον στις ακόλουθες ενέργειες:
α) ενημέρωση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 28 ημερών από τον προσδιορισμό της τρίτης χώρας, σχετικά με τα εξής:
i) την ονομασία της οικείας τρίτης χώρας·
ii) τον τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή του δικαίου της τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει την ανταλλαγή ή επεξεργασία δεδομένων πελατών για τους σκοπούς της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
β) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα προσδιορίζουν αν είναι δυνατή η χρήση της συγκατάθεσης των πελατών τους και, κατά περίπτωση, των πραγματικών δικαιούχων των πελατών τους, προκειμένου να αντιμετωπιστούν νομίμως οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο ii)·
γ) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα απαιτούν από τους πελάτες τους και, κατά περίπτωση, από τους πραγματικούς δικαιούχους των πελατών τους, να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο ii) στον βαθμό που αυτό συνάδει με το δίκαιο της τρίτης χώρας.
2. Στις περιπτώσεις στις οποίες η συγκατάθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) δεν είναι εφικτή, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν επιπρόσθετα μέτρα, επιπλέον των συνήθων μέτρων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, προκειμένου να διαχειριστούν τον κίνδυνο. Στα εν λόγω επιπρόσθετα μέτρα περιλαμβάνεται το επιπρόσθετο μέρος που αναφέρεται στο άρθρο 8 στοιχείο α) ή το επιπρόσθετο μέτρο που αναφέρεται στο άρθρο 8 στοιχείο γ). Στην περίπτωση που ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης τρομοκρατίας είναι αρκετά υψηλός ώστε να απαιτούνται περαιτέρω επιπρόσθετα μέτρα, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί εφαρμόζουν ένα ή περισσότερα από τα υπόλοιπα επιπρόσθετα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 8 στοιχεία α) έως γ).
3. Όταν πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, παύει μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων που ασκούνται από το οικείο υποκατάστημα ή την οικεία θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη στην τρίτη χώρα.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί καθορίζουν την έκταση των επιπρόσθετων μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 βάσει ευαισθησίας του κινδύνου και είναι σε θέση να καταδείξουν στην οικεία αρμόδια αρχή ότι η έκταση των επιπρόσθετων μέτρων είναι κατάλληλη με βάση τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Άρθρο 5
Γνωστοποίηση πληροφοριών που σχετίζονται με ύποπτες συναλλαγές
1. Στην περίπτωση που το δίκαιο της τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει την ανταλλαγή πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 από υποκαταστήματα και θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα με άλλες οντότητες εντός του ομίλου, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί προβαίνουν τουλάχιστον στις ακόλουθες ενέργειες:
α) ενημέρωση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 28 ημερών από τον προσδιορισμό της τρίτης χώρας, σχετικά με τα εξής:
i) την ονομασία της οικείας τρίτης χώρας·
ii) τον τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή του δικαίου της τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει την ανταλλαγή ή επεξεργασία του περιεχόμενου των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 οι οποίες εντοπίζονται από υποκατάστημα ή θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχή που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα με άλλες οντότητες εντός του ομίλου·
β) απαίτηση από το υποκατάστημα ή τη θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής να παράσχει σχετικές πληροφορίες σε ανώτερο διοικητικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού ώστε το τελευταίο να είναι σε θέση να εκτιμήσει τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με τη λειτουργία του εν λόγω υποκαταστήματος ή της εν λόγω θυγατρικής πλειοψηφικής συμμετοχής και τον αντίκτυπο του κινδύνου αυτού για τον όμιλο, όπως:
i) τον αριθμό των ύποπτων συναλλαγών που αναφέρθηκαν εντός καθορισμένης περιόδου·
ii) συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία που παρέχουν επισκόπηση των περιστάσεων βάσει των οποίων δημιουργήθηκαν υποψίες.
2. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν επιπρόσθετα μέτρα, επιπλέον των συνήθων μέτρων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προκειμένου να διαχειριστούν τον κίνδυνο.
Στα εν λόγω επιπρόσθετα μέτρα περιλαμβάνονται ένα ή περισσότερα από τα επιπρόσθετα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 8 στοιχεία α) έως γ) και ζ) έως θ).
3. Όταν τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί δεν είναι σε θέση να διαχειριστούν αποτελεσματικά τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, παύουν μέρος ή το σύνολο των δραστηριοτήτων που ασκούνται από το οικείο υποκατάστημα ή την οικεία θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής στην τρίτη χώρα.
4. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί καθορίζουν την έκταση των επιπρόσθετων μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 βάσει ευαισθησίας του κινδύνου και είναι σε θέση να καταδείξουν στην οικεία αρμόδια αρχή ότι η έκταση των επιπρόσθετων μέτρων είναι κατάλληλη με βάση τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Άρθρο 6
Διαβίβαση δεδομένων πελατών στα κράτη μέλη
Στην περίπτωση που το δίκαιο της τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει τη διαβίβαση δεδομένων τα οποία αφορούν πελάτες υποκαταστήματος ή θυγατρικής πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα προς το κράτος μέλος για τον σκοπό της εποπτείας όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί προβαίνουν τουλάχιστον στις ακόλουθες ενέργειες:
α) ενημέρωση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 28 ημερολογιακών ημερών από τον προσδιορισμό της τρίτης χώρας, σχετικά με τα εξής:
i) την ονομασία της οικείας τρίτης χώρας·
ii) τον τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή του δικαίου της τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει τη διαβίβαση δεδομένων τα οποία αφορούν πελάτες για τον σκοπό της εποπτείας όσον αφορά την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
β) διενέργεια ενισχυμένων ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων, όπου αυτό είναι αναλογικό προς τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με τη λειτουργία του υποκαταστήματος ή της θυγατρικής πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη στην τρίτη χώρα, επιτόπιων ή ανεξάρτητων ελέγχων, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το υποκατάστημα ή η θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής εφαρμόζει αποτελεσματικά πολιτικές και διαδικασίες σε επίπεδο ομίλου και ότι εντοπίζει, εκτιμά και διαχειρίζεται επαρκώς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
γ) υποβολή των πορισμάτων των ελέγχων που αναφέρονται στο στοιχείο β) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, κατόπιν αιτήματος·
δ) απαίτηση από το υποκατάστημα ή τη θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη στην τρίτη χώρα να παρέχει ανά τακτά διαστήματα σχετικές πληροφορίες σε ανώτερο διοικητικό στέλεχος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού, στις οποίες περιλαμβάνονται τουλάχιστον τα εξής:
i) ο αριθμός των πελατών υψηλού κινδύνου και συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία τα οποία παρέχουν επισκόπηση των λόγων για τους οποίους οι πελάτες χαρακτηρίστηκαν ως πελάτες υψηλού κινδύνου, όπως στην περίπτωση πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων·
ii) ο αριθμός των ύποπτων συναλλαγών που εντοπίζονται και αναφέρονται και συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία που παρέχουν επισκόπηση των περιστάσεων βάσει των οποίων δημιουργήθηκαν υποψίες·
ε) διάθεση των πληροφοριών που αναφέρονται στο στοιχείο δ) στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, κατόπιν αιτήματος.
Άρθρο 7
Τήρηση αρχείων
1. Στην περίπτωση που το δίκαιο της τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει την εφαρμογή μέτρων τήρησης αρχείων ισοδύναμων με αυτά που προσδιορίζονται στο κεφάλαιο V της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί προβαίνουν τουλάχιστον στις ακόλουθες ενέργειες:
α) ενημέρωση της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός 28 ημερών από τον προσδιορισμό της τρίτης χώρας, σχετικά με τα εξής:
i) την ονομασία της οικείας τρίτης χώρας·
ii) τον τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή του δικαίου της τρίτης χώρας απαγορεύει ή περιορίζει την εφαρμογή μέτρων τήρησης αρχείων ισοδύναμων με αυτά που προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2015/849·
β) προσδιορισμός του αν είναι δυνατή η χρήση της συγκατάθεσης του πελάτη και, κατά περίπτωση, του πραγματικού δικαιούχου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν νομίμως οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο ii)·
γ) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα απαιτούν από τους πελάτες τους και, κατά περίπτωση, από τους πραγματικούς δικαιούχους των πελατών τους, να παράσχουν τη συγκατάθεσή τους προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι περιορισμοί ή οι απαγορεύσεις που αναφέρονται στο στοιχείο α) σημείο ii) στον βαθμό που αυτό συνάδει με το δίκαιο της τρίτης χώρας.
2. Στις περιπτώσεις στις οποίες η συγκατάθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο γ) δεν είναι εφικτή, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν επιπρόσθετα μέτρα, επιπλέον των συνήθων μέτρων καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 προκειμένου να διαχειριστούν τον κίνδυνο. Στα εν λόγω επιπρόσθετα μέτρα περιλαμβάνονται ένα ή περισσότερα από τα επιπρόσθετα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 8 στοιχεία α) έως γ) και ι).
3. Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί καθορίζουν την έκταση των επιπρόσθετων μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 βάσει ευαισθησίας του κινδύνου και είναι σε θέση να καταδείξουν στην οικεία αρμόδια αρχή ότι η έκταση των επιπρόσθετων μέτρων είναι κατάλληλη με βάση τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Άρθρο 8
Επιπρόσθετα μέτρα
Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν τα ακόλουθα επιπρόσθετα μέτρα δυνάμει του άρθρου 3 παράγραφος 2, του άρθρου 4 παράγραφος 2, του άρθρου 5 παράγραφος 2 και του άρθρου 7 παράγραφος 2 αντιστοίχως:
α) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα περιορίζουν τη φύση και το είδος των χρηματοπιστωτικών προϊόντων και υπηρεσιών που παρέχονται από το υποκατάστημα ή τη θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής στην τρίτη χώρα στα προϊόντα και στις υπηρεσίες που παρουσιάζουν χαμηλό κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και έχουν χαμηλό αντίκτυπο στην έκθεση του ομίλου σε κίνδυνο·
β) διασφάλιση ότι άλλες οντότητες του ίδιου ομίλου δεν βασίζονται σε μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη τα οποία εφαρμόζονται από υποκατάστημα ή θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη στην τρίτη χώρα, αλλά αντιθέτως εφαρμόζουν οι ίδιες μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σχετικά με οποιονδήποτε πελάτη υποκαταστήματος ή θυγατρικής πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα, ο οποίος επιθυμεί να προμηθευτεί προϊόντα ή υπηρεσίες από τις εν λόγω άλλες οντότητες του ίδιου ομίλου, ακόμη και αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849·
γ) διενέργεια ενισχυμένων ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων, όπου αυτό είναι αναλογικό προς τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με τη λειτουργία του υποκαταστήματος ή της θυγατρικής πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη στην τρίτη χώρα, επιτόπιων ή ανεξάρτητων ελέγχων, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το υποκατάστημα ή η θυγατρική πλειοψηφικής συμμετοχής εντοπίζει, εκτιμά και διαχειρίζεται επαρκώς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
δ) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα εξασφαλίζουν την έγκριση ανώτερου διοικητικού στελέχους του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού για τη σύναψη και τη διατήρηση επιχειρηματικών σχέσεων υψηλότερου κινδύνου ή για την εκτέλεση περιστασιακής συναλλαγής υψηλότερου κινδύνου·
ε) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα προσδιορίζουν την πηγή και, κατά περίπτωση, τον προορισμό των κεφαλαίων που θα χρησιμοποιηθούν στην επιχειρηματική σχέση ή την περιστασιακή συναλλαγή·
στ) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα προβαίνουν σε ενισχυμένη συνεχή παρακολούθηση της επιχειρηματικής σχέσης, συμπεριλαμβανομένης ενισχυμένης παρακολούθησης της συναλλαγής, έως ότου τα υποκαταστήματα ή οι θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής έχουν εξασφαλίσει εύλογη βεβαιότητα ότι κατανοούν τον κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που συνδέεται με την επιχειρηματική σχέση·
ζ) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα κοινοποιούν στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό πληροφορίες από αναφορές σχετικά με ύποπτες συναλλαγές βάσει των οποίων διαπιστώθηκε ή δημιουργήθηκε η υποψία ή διατυπώθηκαν βάσιμοι λόγοι υποψίας ότι πραγματοποιήθηκε απόπειρα ή σημειώθηκε περιστατικό νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως γεγονότα, συναλλαγές, περιστάσεις και έγγραφα στα οποία βασίζονται οι υποψίες, συμπεριλαμβανομένων προσωπικών πληροφοριών στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό βάσει του δικαίου της τρίτης χώρας·
η) διενέργεια ενισχυμένης συνεχούς παρακολούθησης οποιουδήποτε πελάτη και, κατά περίπτωση, πραγματικού δικαιούχου πελάτη υποκαταστήματος ή θυγατρικής πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη στην τρίτη χώρα, ο οποίος είναι γνωστό ότι έχει αποτελέσει αντικείμενο αναφορών ύποπτων συναλλαγών από άλλες οντότητες του ίδιου ομίλου·
θ) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα εφαρμόζουν αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για τον εντοπισμό και την αναφορά ύποπτων συναλλαγών·
ι) διασφάλιση ότι τα οικεία υποκαταστήματα ή οι οικείες θυγατρικές πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένα/ εγκατεστημένες στην τρίτη χώρα μεριμνούν για την επικαιροποίηση και την ασφάλεια του προφίλ κινδύνου και των πληροφοριών δέουσας επιμέλειας που συνδέονται με πελάτη υποκαταστήματος ή θυγατρικής πλειοψηφικής συμμετοχής που είναι εγκατεστημένο/εγκατεστημένη στην τρίτη χώρα, στον βαθμό που αυτό είναι νομίμως δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον για τη διάρκεια της επιχειρηματικής σχέσης.
Άρθρο 9
Έναρξη ισχύος
Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρχίζει να εφαρμόζεται από τις 3 Σεπτεμβρίου 2019.
Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.
Βρυξέλλες, 31 Ιανουαρίου 2019.
Για την Επιτροπή
Ο Πρόεδρος
Jean-Claude JUNCKER
(1)ΕΕ L 141 της 5.6.2015, σ. 73.
(2)Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 12).
(3)Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 48).
(4)Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).
31 Jan, 2019