Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και 6 του Νόμου
765/1943 προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και
μόνον εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι
συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή εργασίας και στον μισθό που
συμφωνήθηκε και ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον
εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να
δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο, αναφορικά με τον τρόπο, τον τόπο και τον
χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί σ' αυτό εποπτεία και
έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις
οδηγίες του, δηλαδή κρίσιμο στοιχείο είναι ο μονομερής καθορισμός από
τον εργοδότη του χρόνου και του τόπου, κατά τον οποίον ο εργαζόμενος
παρέχει την εργασία του, άσχετα με το εάν ο εργοδότης ασκεί το δικαίωμα
αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον το
τελευταίο δεν εξικνείται μέχρι την κατάλυση της υποχρεώσεως υπακοής στον
εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος υπηρεσιακής δράσεως,
ελεύθερης από τον έλεγχο του εργοδότη.
Οπωσδήποτε το δικαίωμα του
εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και
τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του
εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων
του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η
οποία όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων
από τα στοιχεία αυτά, γιατί εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία
από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση
περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό,
δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει,
για τον υποβαλλόμενο σ' αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν
απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεως του με τον εργοδότη και
δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο.
Το" ποιοτικό
αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών
παροχής της εργασίας και διαφέρει, κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος
και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις
εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της
εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Α.Π. 312/2011, Α.Π. 229/2011).
Με την έννοια αυτή ο παραγωγός πωλήσεων "πλασιέ" συνδέεται με σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας, εάν υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη,
αδιάφορα από τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του (πάγιος μισθός ή
ποσοστά στις πωλήσεις ή μικτό σύστημα) και ανεξάρτητα εάν παρέχει την
εργασία του μέσα στο γραφείο ή στο κατάστημα της επιχειρήσεως του
εργοδότη ή έξω από τους τόπους αυτούς, εφόσον η νομική εξάρτηση
εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου, να καθορίζει όχι μόνον τους
γεωγραφικούς τομείς ( περιοχές ), μέσα στους οποίους οφείλει να κινείται
αυτός, αλλά και τον χρόνο μεταβάσεως σ' αυτούς και να δίνει εντολές
στον εργαζόμενο για τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας του (τρόπο
εξοφλήσεως του τιμήματος των πωλουμένων, ύψος της πιστώσεως, σειρά
επισκέψεως των πελατών κ.λ.π.), ο δε εργαζόμενος οφείλει να εκτελεί τις
εντολές και να ακολουθεί επακριβώς τις οδηγίες του εργοδότη, να δέχεται
την άσκηση του ελέγχου του εργοδότη προς διαπίστωση της συμμορφώσεώς του
σ' αυτές ( Α.Π. 1247/1994 ) και να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με
την διάθεση των προϊόντων του εργοδότη, χωρίς να μπορεί να ασχολείται
συγχρόνως και με την διάθεση των προϊόντων τρίτων ή να θέτει γενικώς τις
υπηρεσίες του στην διάθεση τρίτων (Α.Π. 940/2011 ).
Αντίθετα, υφίσταται
σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όταν ο εργαζόμενος δεν
υποβάλλεται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη. Ειδικότερα, η
σύμβαση παραγωγού πωλήσεων " πλασιέ " έχει χαρακτήρα παροχής ανεξαρτήτων
υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον τρόπο της αμοιβής του (πάγιος μισθός ή
ποσοστά στις πωλήσεις ή μικτό σύστημα), εάν αναπτύσσει απόλυτη
πρωτοβουλία στην επιλογή των πελατών και στην διάθεση των προϊόντων,
χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ως προς
τον τρόπο, τον χρόνο και τον τόπο παροχής των υπηρεσιών του ( Α.Π.
1403/2000 ). Στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται, πάντως, χωρίς τούτο να
μεταβάλει το είδος της συμβάσεως, μία κάποια χαλαρή εξάρτηση του
εργαζομένου από τον εργοδότη. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως
εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή
συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σ' αυτήν
από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο
σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο
των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται ( Ολ. Α.Π. 28/2005, Α.Π.
940/2011, Α.Π. 666/2009 ).
Αριθμός 1432/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά - Εισηγητή, Θεόδωρο
Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, με την
παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής
υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Π. Κ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρύσανθο Κετίκογλου, που
κατέθεσε προτάσεις. Του αναιρεσιβλήτου - καθού η κλήση: Ε. Κ. του Δ.,
κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του
Ηλία Σαρακενίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14/12/2008 αγωγή του ήδη
αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 35903/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 2092/2012
του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο
αναιρεσείων με την από 11/5/2015 αίτησή του, επί της οποίος εκδόθηκε η
295/2016 απόφαση του δικαστηρίου τούτου που ανέβαλε την συζήτηση της
υπόθεσης. Στη συνέχεια, κατόπιν της από 29/6/2016 κλήσεως του
αναιρεσείοντος εκδόθηκε η 912/2017 απόφαση, η οποία κήρυξε απαράδεκτη τη
συζήτηση της αίτησης αναίρεσης. H υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με
την από 10/10/2017 κλήση του αναιρεσείοντος-καλούντος. Κατά τη συζήτηση
της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι
παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος
Μιχολιάς ανέγνωσε την από 10/11/2015 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει
στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Γεώργιου Παπαηλιάδη, με την οποία εισηγήθηκε την
απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και την από 25/11/2016
συμπληρωματική έκθεσή του με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή εν μέρει
του πέμπτου λόγου αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών. Ο πληρεξούσιος
του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης, ο
πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την
καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.- Με την από 10-10-2017 κλήση του αναιρεσείοντος φέρεται προς συζήτηση
κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο, η από 11-5-2015
αίτηση αναίρεσης κατά της 2092/2012 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης,
μετά την έκδοση α) της 295/2016 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την
οποία διατάχθηκε η συμπλήρωση της εισήγησης του ορισθέντος προς τούτο
Αρεοπαγίτη Εισηγητή ως προς τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης και β) της
912/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία κηρύχθηκε
απαράδεκτη η συζήτηση της παραπάνω αίτησης αναίρεσης κατά τη δικάσιμο
της 13-12-2016, επειδή ο αναιρεσείων δεν εμφανίσθηκε κατ' αυτή και
επειδή από το φάκελο της δικογραφίας δεν προέκυπτε ποιος από τους
διαδίκους επέσπευδε τη συζήτηση.
Με την ως άνω αίτηση αναίρεσης με αριθμό κατάθεσης 149/18-5-2015
προσβάλλεται η 2092/31-10-2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, η
οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την απόφαση
αυτή απορρίφθηκε κατά το ουσιαστικό της μέρος η έφεση του εκκαλούντος
και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 35903/2009 απόφασης του Μονομελούς
Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε απορριφθεί η από 14-12-2008
αγωγή αυτού κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσιβλήτου κατά την κυρία,
από την επικαλούμενη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, βάση της, καθόσον
έγινε δεκτό ότι η μεταξύ των διαδίκων επικαλούμενη στην αγωγή σύμβαση
είναι αυτή των ανεξάρτητων υπηρεσιών, ενώ παραπέμφθηκε η επικουρική (από
τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών) βάση της αγωγής να δικασθεί στο
αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο δικαστήριο με την τακτική διαδικασία. Η
αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από ηττηθέντα διάδικο και στρέφεται κατά
αποφάσεως του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία δεν υπόκειται σε
ανακοπή ερημοδικίας και της οποίας δεν γίνεται επίκληση επίδοσής της,
αλλά ούτε και προκύπτει επίδοση αυτής από τα έγγραφα της δικογραφίας.
Επομένως, ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 552, 553,556
παρ.1,558 , και 564 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. ως η παρ. αυτή ίσχυε πριν από την
αντικατάστασή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν 4335/2015 και 566
του ΚΠολΔ. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω
ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.1 και 3
του ΚΠολΔ).
2 .- Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και 6 του Νόμου
765/1943 προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και
μόνον εφαρμόζονται οι κανόνες του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι
συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή εργασίας και στον μισθό που
συμφωνήθηκε και ο εργαζόμενος υποβάλλεται σε νομική εξάρτηση από τον
εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να
δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο, αναφορικά με τον τρόπο, τον τόπο και τον
χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί σ' αυτό^ εποπτεία και
έλεγχο για την διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις
οδηγίες του, δηλαδή κρίσιμο στοιχείο είναι ο μονομερής καθορισμός από
τον εργοδότη του χρόνου και του τόπου, κατά τον οποίον ο εργαζόμενος
παρέχει την εργασία του, άσχετα με το εάν ο εργοδότης ασκεί το δικαίωμα
αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον το
τελευταίο δεν εξικνείται μέχρι την κατάλυση της υποχρεώσεως υπακοής στον
εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος υπηρεσιακής δράσεως,
ελεύθερης από τον έλεγχο του εργοδότη. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του
εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και
τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του
εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων
του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της υπάρξεως εξαρτήσεως, η
οποία όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων
από τα στοιχεία αυτά, γιατί εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία
από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση
περισσοτέρων ενδείξεων δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, αλλά το ποιοτικό,
δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δεσμεύσεως και εξαρτήσεως, η οποία έχει,
για τον υποβαλλόμενο σ' αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν
απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσεως του με τον εργοδότη και
δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το" ποιοτικό
αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών
παροχής της εργασίας και διαφέρει, κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος
και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις
εξαρτήσεως, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της
εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (Α.Π. 312/2011, Α.Π. 229/2011).
Με την έννοια αυτή ο παραγωγός πωλήσεων "πλασιέ" συνδέεται με σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας, εάν υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη,
αδιάφορα από τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής του (πάγιος μισθός ή
ποσοστά στις πωλήσεις ή μικτό σύστημα) και ανεξάρτητα εάν παρέχει την
εργασία του μέσα στο γραφείο ή στο κατάστημα της επιχειρήσεως του
εργοδότη ή έξω από τους τόπους αυτούς, εφόσον η νομική εξάρτηση
εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου, να καθορίζει όχι μόνον τους
γεωγραφικούς τομείς ( περιοχές ), μέσα στους οποίους οφείλει να κινείται
αυτός, αλλά και τον χρόνο μεταβάσεως σ' αυτούς και να δίνει εντολές
στον εργαζόμενο για τον τρόπο εκτελέσεως της εργασίας του (τρόπο
εξοφλήσεως του τιμήματος των πωλουμένων, ύψος της πιστώσεως, σειρά
επισκέψεως των πελατών κ.λ.π.), ο δε εργαζόμενος οφείλει να εκτελεί τις
εντολές και να ακολουθεί επακριβώς τις οδηγίες του εργοδότη, να δέχεται
την άσκηση του ελέγχου του εργοδότη προς διαπίστωση της συμμορφώσεώς του
σ' αυτές ( Α.Π. 1247/1994 ) και να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με
την διάθεση των προϊόντων του εργοδότη, χωρίς να μπορεί να ασχολείται
συγχρόνως και με την διάθεση των προϊόντων τρίτων ή να θέτει γενικώς τις
υπηρεσίες του στην διάθεση τρίτων (Α.Π. 940/2011 ). Αντίθετα, υφίσταται
σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όταν ο εργαζόμενος δεν
υποβάλλεται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη. Ειδικότερα, η
σύμβαση παραγωγού πωλήσεων " πλασιέ " έχει χαρακτήρα παροχής ανεξαρτήτων
υπηρεσιών, ανεξάρτητα από τον τρόπο της αμοιβής του (πάγιος μισθός ή
ποσοστά στις πωλήσεις ή μικτό σύστημα), εάν αναπτύσσει απόλυτη
πρωτοβουλία στην επιλογή των πελατών και στην διάθεση των προϊόντων,
χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη ως προς
τον τρόπο, τον χρόνο και τον τόπο παροχής των υπηρεσιών του ( Α.Π.
1403/2000 ). Στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται, πάντως, χωρίς τούτο να
μεταβάλει το είδος της συμβάσεως, μία κάποια χαλαρή εξάρτηση του
εργαζομένου από τον εργοδότη. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως ως
εξαρτημένης εργασίας ή συμβάσεως παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή
συμβάσεως έργου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίδεται σ' αυτήν
από τους διαδίκους, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο
σχηματίζει την κρίση του για τον χαρακτήρα της συμβάσεως από το σύνολο
των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται ( Ολ. Α.Π. 28/2005, Α.Π.
940/2011, Α.Π. 666/2009 ).
Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 559
αριθμ. 1 του Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, αν παραβιάσθηκε κανόνας
του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί
κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο,
ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Η παραβίαση των
διδαγμάτων της κοινής πείρας αποτελεί λόγο αναιρέσεως μόνον, αν τα
διδάγματα αυτά αφορούν την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή των
πραγματικών γεγονότων σ' αυτούς. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν
αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή
αν εφαρμόσθηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε
στον εφαρμοστέο κανόνα, έννοια διαφορετική από την αληθινή ( Ολ. Α.Π.
2/2013, Ολ. Α.Π. 7/2006, Ολ. Α.Π. 36/1988, Α.Π. 1632/2013 ).
Στην
περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση
κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών γεγονότων,
που ανελέγκτως δέχθηκε, ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και
της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως, αν οι
πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση (
Α.Π, 625/2008, Α.Π. 38/2008). Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559
αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και εάν η απόφαση δεν έχει
νόμιμη βάση και ιδίως εάν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει
αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη
επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την διάταξη αυτή, που αποτελεί
κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι
ο προβαλλόμενος, από αυτήν, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν στην
ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά
περιστατικά ( έλλειψη αιτιολογίας ) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν
όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου
κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή
την άρνησή της ( ανεπαρκής αιτιολογία ) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους
(αντιφατική αιτιολογία Ολ. Α.Π. 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια
αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές μεν, αλλά πλήρεις
αιτιολογίες (Α.Π. 622/1983).
Εξάλλου το, κατά νόμο, αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται, πλήρως, από τις παραδοχές της αποφάσεως κατά την διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος, ώστε να μην καταλείπονται αμφιβολίες ( Α.Π. 413/1993 ). Ελλείψεις, αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και, γενικότερα, στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες ( Ολ. Α.Π. 861/1984 ). Δηλαδή, μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε ( Α.Π. 1547/1997 ). Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούν αιτιολογία της αποφάσεως, επιδεχόμενη μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια (Α.Π. 365/2010 ).
3.- Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο Θεσσαλονίκης όπως προκύπτει από
την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά,
περί των πραγμάτων, κρίση του τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά
περιστατικά: "Ο εναγόμενος διατηρεί και εκμεταλλεύεται στην Θεσσαλονίκη
ατομική επιχείρηση εμπορίας φροντιστηριακού υλικού σε έντυπη και
ηλεκτρονική μορφή, η οποία απευθύνεται σε μαθητές της πρωτοβάθμιας και
της δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως. Για τις ανάγκες της επιχειρήσεώς του
αυτής, που φέρει τον διακριτικό τίτλο "ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ", στις αρχές
του έτους 1993 συμφώνησε προφορικά με τον ενάγοντα, να παρέχει τις
υπηρεσίες του ο δεύτερος, ως περιοδεύων - πλασιέ και συγκεκριμένα να
παρέχει τις υπηρεσίες του για την προώθηση του φροντιστηριακού υλικού
της ανωτέρω επιχειρήσεώς του, κυρίως εκτός της πόλεως της Θεσσαλονίκης.
Ειδικότερα, ο ενάγων ανέλαβε την υποχρέωση, να προβαίνει στην διάδοση
και διάθεση των εμπορευμάτων και υπηρεσιών της επιχειρήσεως του
εναγομένου, σε πελάτες που ο ίδιος ο ενάγων θα εξεύρισκε. Κατά την
σύμβασή τους αυτή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες του ο ενάγων θα ελάμβανε
ως αμοιβή ποσοστό 40% επί των πωλήσεων που θα πραγματοποιούσε, εφόσον
όμως ο πελάτης δεν θα πλήρωνε τουλάχιστον το 40% της αξίας του προϊόντος
ο ενάγων δεν θα δικαιούνταν, να λάβει προμήθεια. Με τους όρους αυτούς ο
ενάγων ο οποίος είχε προηγουμένη εμπειρία στο ίδιο αντικείμενο, καθώς
υπήρξε πωλητής - πλασιέ σχολικών βιβλίων κ.λ.π. άλλης επιχειρήσεως,
μετέβαινε σε διάφορες περιοχές της χώρας, επισκεπτόταν γονείς μαθητών
πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως στην οικία τους και, αφού
επιτύγχανε συμφωνίες αγοραπωλησίας των προϊόντων του εναγομένου,
συντάσσονταν σχετικά συμβόλαια σε ειδικά έντυπα πωλήσεως ( ιδιωτικά
συμφωνητικά ) της επιχειρήσεως του εναγομένου, όπου αναφέρονταν οι όροι
της πωλήσεως και ο τρόπος πληρωμής, που καθορίζονταν τοις μετρητοίς ή σε
δόσεις. Για την μετάβασή του στις περιοχές, όπου πραγματοποιούσε την
παραπάνω δραστηριότητά του, ο ενάγων χρησιμοποιούσε αυτοκίνητο της
ιδιοκτησίας του, τα έξοδα κινήσεως του οποίου κατέβαλλε ο ίδιος, η
επιλογή δε των περιοχών αυτών γινόταν από τον ίδιο τον ενάγοντα που,
προκειμένου να επιτύχει μεγαλύτερο κέρδος αξιολογούσε τις συνθήκες της
καθεμιάς περιοχής ως προς την δυνατότητα πραγματοποιήσεως περισσοτέρων
πωλήσεων. Τούτο δεν αναιρείται από το κατατεθέν, από τον μάρτυρα
αποδείξεως, γεγονός, ότι όλοι οι πωλητές - πλασιέ του εναγομένου
συνεννοούνταν μεταξύ τους, ώστε να μην μεταβαίνουν περισσότεροι του ενός
στην ίδια περιοχή. Όμως, πολλές φορές όταν ήσαν μεγάλες οι πιθανότητες,
να πραγματοποιηθεί σημαντικός αριθμός πωλήσεων, η μετάβαση του
ενάγοντος με το δικό του αυτοκίνητο, εκτός της πόλεως της Θεσσαλονίκης,
γινόταν και με άλλους συναδέλφους του, οι οποίοι δεν κατείχαν άδεια
οδηγήσεως αυτοκινήτου, οπότε τα εν γένει έξοδα της μετακινήσεώς τους τα
κατέβαλε ο εναγόμενος.
Συνεπώς ο εναγόμενος δεν καθόριζε την περιοχή στην οποίαν ο ενάγων,
εκδήλωνε κάθε φορά την δραστηριότητά του, περιοριζόμενος απλώς στο να
αποκομίζει το κέρδος από τις πωλήσεις των προϊόντων της επιχειρήσεώς του
μετά την αφαίρεση της συμφωνημένης προμήθειας. Η κρίση αυτή, ότι δηλαδή
ο τόπος εργασίας του ενάγοντος ήταν αδιάφορος για τον εναγόμενο, αρκεί
να πραγματοποιούνταν όσο το δυνατό περισσότερες πωλήσεις, ενισχύεται και
από το γεγονός ότι κατά σύστημα εξεύρισκε αυτός νέους πωλητές - πλασιέ
μέσω σχετικών καθημερινών αγγελιών σε εφημερίδες, όπως κατέθεσε και ο
μάρτυρας αποδείξεως. Ενισχύεται επίσης και από την κατάθεση του ιδίου
μάρτυρα ότι, για χρονικό διάστημα πλέον των τριών ετών ( 2001 - 2004 ), ο
ενάγων διέμενε μόνιμα στην Αθήνα και μετέβαινε για τον προαναφερόμενο
σκοπό ( εργασία ως πλασιέ της επιχειρήσεώς του εναγομένου ) σε κάποια
νησιά, όπως στην ..., ... και αλλού. Κατόπιν τούτων προκύπτει, ότι ο
ενάγων δεν τελούσε υπό τις οδηγίες του εναγομένου ως προς τον τόπο
παροχής των υπηρεσιών του προς αυτόν. Εξάλλου ο εναγόμενος, αποβλέποντας
αποκλειστικά στο μέγιστο αριθμό πωλήσεων του ενάγοντος, όπως
προαναφέρθηκε, δεν ενδιαφερόταν ούτε και για τον χρόνο εργασίας του (
ημερήσιο ωράριο ή ανά εβδομάδα ημέρες εργασίας ) κατά τον οποίον θα
επιτυγχάνονταν το αποτέλεσμα αυτό, ώστε και κατά τούτο ο ενάγων δεν
τελούσε υπό τις οδηγίες του εναγομένου. Άλλωστε, αυτό προκύπτει και από
το γεγονός ότι ο ενάγων, το χρονικό διάστημα που διέμενε στην Αθήνα (
2001 - 2004 ) εργαζόταν παράλληλα σε κέντρα διασκεδάσεως, ως
τραγουδιστής. Καθόσον αφορά στους όρους πωλήσεως των προϊόντων και
υπηρεσιών του εναγομένου, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων είχε χαλαρή εξάρτηση
από τον εναγόμενο, καθώς κατά τις διαπραγματεύσεις με τους γονείς και
τους κηδεμόνες των μαθητών δεσμεύονταν από τις εντολές του τελευταίου,
ως προς το ύψος του τιμήματος των εμπορευμάτων του, την προκαταβολή
αυτού και τον χρόνο της εξοφλήσεώς του. Στο πλαίσιο όμως των δεσμεύσεων
αυτών είχε την δυνατότητα να καθορίζει ο ίδιος τον αριθμό και το ποσό
των δόσεων μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος, ενώ είχε απόλυτη
ελευθερία στην επιλογή των πελατών, από τους οποίους ελάμβανε
παραγγελίες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι καθ' όλη την διάρκεια της
συνεργασίας του με τον εναγόμενο, ο ενάγων ουδέποτε έλαβε μισθούς και
επιδόματα εορτών και αδείας, αυτά άλλωστε αποτελούν και ένα μέρος του
αντικειμένου της αγωγής του. Δεν ήταν ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α., αντίθετα
κατά τα έτη 2001 έως 2006 ήταν ασφαλισμένος στον Ο.Γ.Α., όπως τούτο
προκύπτει από την νομίμως επικαλουμένη και προσκομιζόμενη με αριθμό
πρωτοκόλλου .../29-5-2007 βεβαίωση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων
Κεντρικής Μακεδονίας. Παράλληλα, είχε την δυνατότητα, με την προώθηση
των εμπορευμάτων του εναγομένου, να απασχολείται επαγγελματικά και με
άλλα αντικείμενα, όπως γεωργικές εργασίες και με μουσική σε κέντρα
διασκεδάσεως, όπως τούτο προκύπτει και από την κατάθεση της μάρτυρος
ανταποδείξεως. Ακόμη, αντίθετα με ότι συνέβη με τον ενάγοντα, ο
εναγόμενος σε άλλες περιπτώσεις πωλητών του - πλασιέ, που συνδέονταν
μαζί του με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, φρόντιζε να συντάσσεται
ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο, μεταξύ άλλων, καθορίζονταν ο μηνιαίος
μισθός και η επιπλέον προμήθεια επί των πωλήσεων, η υποχρέωση του
εναγομένου να ασφαλίσει τον εργαζόμενο, ο χρόνος εργασίας του τελευταίου
και οι εν γένει υποχρεώσεις του ή άλλες συνθήκες εργασίας που διέπονται
από την εργατική νομοθεσία (βλ. το από 4-10-1994 ιδιωτικό συμφωνητικό
μεταξύ του εναγομένου και του μάρτυρα αποδείξεως του ενάγοντος Ι. Σ. του
Π.). Τέλος, αποδείχθηκε ότι, μετά από μακροχρόνια συνεργασία των
διαδίκων περί τις αρχές του έτους 2006 η σχέση τους άρχισε να
διαρρηγνύεται αποκλειστικά από λόγους που αφορούσαν στο ύψος των
χρηματικών ποσών από τις προμήθειες των πωλήσεων, που ο ενάγων είχε
μέχρι τότε πραγματοποιήσει. Αποτέλεσμα αυτού ήταν η ανταλλαγή μεταξύ
τους αλλεπάλληλων εξωδίκων προσκλήσεων και υποβολή εκατέρωθεν μηνύσεων
και αγωγών, ενώ από 24-5-2006 ο ενάγων έπαυσε να παρέχει τις υπηρεσίες
του στον εναγόμενο. Παρόμοια προβλήματα είχε ο εναγόμενος, κατά τον ίδιο
περίπου χρόνο και με άλλους πωλητές - πλασιέ της επιχειρήσεώς του, με
τους οποίους επίσης ενεπλάκη σε δικαστικούς αγώνες και συγκεκριμένα με
τους Ι. Σ., μάρτυρα αποδείξεως του ενάγοντος στο ακροατήριο του
πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και Η. Κ. του Χ., που κατέθεσε ενόρκως ενώπιον
του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης. Τούτο όμως δεν υποδηλώνει οπωσδήποτε και
όμοια έννομη σχέση μεταξύ όλων των προαναφερομένων προσώπων και του
εναγομένου. Ειδικότερα, καθόσον αφορά στον Ι. Σ., συνάδελφο του
ενάγοντος (πωλητής - πλασιέ και αυτός του εναγομένου), από κοινού με τον
οποίον ο ενάγων πραγματοποίησε μεγάλο αριθμό πωλήσεων με δικαίωμα
λήψεως ισόποσης προμήθειας, με την προσκομιζόμενη στο παρόν στάδιο
διαδικασίας υπ' αριθμ. 2.653/2009 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης,
πράγματι, κρίθηκε αμετάκλητα, όπως τούτο προκύπτει από την υπ' αριθμ.
940/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου, ότι συνδέονταν αυτός με τον εναγόμενο
με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Και τούτο διότι από το γεγονός ότι οι
συνθήκες, υπό τις οποίες ο ενάγων παρείχε στον εναγόμενο τις υπηρεσίες
του και οι οποίες προαναφέρθηκαν, δεν αποδείχθηκε η επικαλουμένη με την
ένδικη αγωγή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, σε αντίθεση με την περίπτωση
του Ι. Σ., ο οποίος, κατά το αιτιολογικό της προαναφερομένης δικαστικής
αποφάσεως, ελάμβανε πάγιο μηνιαίο μισθό, ήταν ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α.,
τηρούσε συγκεκριμένο ημερήσιο ωράριο εργασίας, απασχολούνταν όλες τις
ημέρες της εβδομάδος, εκπαίδευε και καθοδηγούσε νέους πωλητές και
τελούσε υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του εναγομένου ως προς τον τόπο
εργασίας του και τον τρόπο με τον οποίον παρείχε τις υπηρεσίες του. Από
τα πιο πάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με τη νομική
σκέψη που προεκτέθηκε προκύπτει ότι η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση έχει
τον χαρακτήρα της μισθώσεως των ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όπως βάσιμα
ισχυρίζεται ο εναγόμενος και όχι εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα
ισχυρίζεται ο ενάγων, καθόσον ο τελευταίος δεν δεχόταν οδηγίες από τον
εναγόμενο σχετικά, είτε με τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του, είτε
με τον τόπο στον οποίον θα πραγματοποιούσε τις πωλήσεις, είτε με τον
χρόνο κατά τον οποίον θα πραγματοποιούνταν αυτές, δηλαδή δεν τελούσε σε
νομική εξάρτηση ούτε εποπτεύονταν από τον εναγόμενο ως προς τον τρόπο,
τον τόπο και τον χρόνο της εργασίας του. Τούτο δε, σύμφωνα με την ίδια
νομική σκέψη, δεν αναιρείται από μόνο το γεγονός, ότι ο ενάγων κατά την
σύναψη των συμβολαίων πωλήσεως των προϊόντων του εναγομένου, έπρεπε να
συμμορφώνεται εν μέρει με τις βασικές οδηγίες και εντολές του (τίμημα
του εμπορεύματος και χρόνος εξοφλήσεώς του). Ας σημειωθεί ότι, ο ενάγων,
πέραν του ποσού των προμηθειών από πωλήσεις, που κατά τους ισχυρισμούς
του, δεν του καταβλήθηκαν, της αποζημιώσεως της απολύσεώς του και των μη
καταβληθεισών αποδοχών του, διεκδικεί με την αγωγή του και διαφυγόντα
κέρδη, ύψους 27.251 ΕΥΡΩ τα οποία θα αποκόμιζε από ανανεώσεις συμβολαίων
δικών του πελατών, εάν δεν είχε αποχωρήσει από την εργασία του. Όμως, η
αξίωσή του αυτή δεν συνάδει με σχέση εξαρτημένης εργασίας, εφόσον από
καμία διάταξη της εργατικής νομοθεσίας δεν προβλέπεται και μόνο ως
απορρέουσα από σχέση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών ή άλλη έννομη σχέση
μπορεί, κατά το νόμο και την συνδρομή άλλων προϋποθέσεων, να εγερθεί.
Επομένως, η αγωγή κατά την κυρία βάση της είναι αβάσιμη από ουσιαστική
άποψη, διότι στηρίζεται σε ανακριβή προϋπόθεση, ότι δηλαδή η ένδικη
διαφορά απορρέει από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ενώ κάτι τέτοιο, όπως
προαναφέρθηκε, δεν συμβαίνει, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την
εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και την απέρριψε για τον ίδιο
λόγο, δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, ώστε είναι αβάσιμος και
απορριπτέος ο μοναδικός λόγος της εφέσεως, με τον οποίον υποστηρίζονται
τα αντίθετα. Ύστερα από αυτά, πρέπει η έφεση να απορριφθεί, ως αβάσιμη."
4.- Υπό τις ως άνω παραδοχές το Εφετείο δεν παραβίασε, αλλά ορθά
ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις
των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και 6 του Νόμου 765/ 1943, που διατηρήθηκε
σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου
38 του Εισαγ. Νόμου του Α.Κ, στις οποίες στήριξε την απόφασή του, ενώ
με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον
αναιρετικό έλεγχο, ορθά κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του ότι η
σύμβαση εργασίας που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή των ανεξάρτητων
υπηρεσιών, αφού, σύμφωνα με τα γενόμενα δεκτά από το Δικαστήριο, ο
αναιρεσείων δεν τελούσε σε νομική εξάρτηση ούτε εποπτεύονταν από τον
εναγόμενο ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο της εργασίας του
αλλά παρείχε τις υπηρεσίες του, έναντι προμήθειας, χωρίς να υπόκειται
στον έλεγχο και στην εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι
υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως
ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Το
ότι ο αναιρεσείων είχε από την σύμβαση ορισμένες δεσμεύσεις , όπως ως
προς το ύψος του τιμήματος των εμπορευμάτων, την προκαταβολή αυτού και
τον χρόνο της εξόφλησής του, δεν καθιστά την σύμβαση ως εξαρτημένης
εργασίας, δεδομένου ότι σε κάθε ενοχική σύμβαση αναλαμβάνονται
υποχρεώσεις, οι δε ως άνω δεσμεύσεις δεν υποδηλώνουν εξάρτηση του
αναιρεσείοντος από τον αναιρεσίβλητο με την αναφερόμενη στη μείζονα
σκέψη έννοια ώστε να χαρακτηριστεί η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως με τον οποίο
προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι από το άρθρο 559 αριθμ. 1 και
19 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Οι λοιπές
αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που προβάλλονται ως πλημμέλειες από τον
ίδιο αναιρετικό λόγο αναφέρονται στην ανάλυση του αποδεικτικού
πορίσματος και σε επιχειρηματολογία του δικαστηρίου της ουσίας, που δεν
ελέγχονται αναιρετικά, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ.
5.- Κατά το άρθρο 1 παρ.1 εδ. α" του ν. 2639/1998 (όπως ίσχυε πριν από
την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 3846/2010), "Η μεταξύ
εργοδότη και απασχολούμενου συμφωνία για παροχή υπηρεσιών ή έργου, για
ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ιδίως στις περιπτώσεις αμοιβής κατά μονάδα
εργασίας (φασόν), τηλεργασίας ή κατ' οίκον απασχόλησης, τεκμαίρεται ότι
δεν υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, εφ' όσον η συμφωνία αυτή
καταρτίζεται εγγράφως και γνωστοποιείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες στην
οικεία επιθεώρηση εργασίας". Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, "Μέσα
σε διάστημα εννέα (9) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, κάθε
εργοδότης υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία επιθεώρηση εργασίας
συγκεντρωτική κατάσταση, αναφορικά με τις υφιστάμενες συμφωνίες μεταξύ
αυτού και των απασχολούμενων για παροχή υπηρεσιών ή έργου, στην οποία θα
αναγράφονται η χρονολογία κατάρτισης της καθεμιάς και το ονοματεπώνυμο
του απασχολούμενου. Σε περίπτωση παραλείψεως υποβολής της κατάστασης
αυτής, θεωρείται ότι η σχετική συμφωνία υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας". Με τις διατάξεις αυτές, όπως σαφώς προκύπτει από τη διατύπωση
και το περιεχόμενο τους, δεν επιχειρείται παρέμβαση του νομοθέτη στο
ουσιαστικό μέρος των εν λόγω συμβάσεων, έτσι, ώστε αυτές να ερμηνεύονται
αυθεντικά ως συμβάσεις έργου ή ανεξάρτητων υπηρεσιών στις περιπτώσεις
της παρ. 1 ή ως συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας στην περίπτωση της παρ.2,
αλλά, απλώς, τόσο με τον όρο "τεκμαίρεται" της πρώτης όσο και με τον
ταυτόσημο όρο "θεωρείται" της δεύτερης, καθιερώνονται μαχητά τεκμήρια
υπέρ του ότι στη μεν πρώτη περίπτωση δεν υποκρύπτεται, στις μεταξύ
εργοδότη και εργαζόμενου συμφωνίες, σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στη δε
δεύτερη ότι πράγματι υποκρύπτεται τέτοια σύμβαση και, συνεπώς,
παρέχεται δυνατότητα ανταπόδειξης (ΚΠολΔ 338 παρ. 2, ΑΠ 1242/2014, ΑΠ
229/2011). Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου
559 του Κ.Πολ.Δ, ο αναιρεσείων επικαλείται παραβίαση της παραπάνω
διάταξης του άρθρου 1 του ν. 2639/1998 με το να μη δεχθεί το Εφετείο ότι
η σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ αυτού και του αναιρεσιβλήτου είναι
αυτή της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας, σύμφωνα με σχετικό τεκμήριο που
καθιερώνεται από τις παραπάνω διατάξεις .
Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος , διότι με την ως άνω κρίση
του το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις, που
αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις. Και αυτό διότι, αν και δεν
υπάρχει ειδική αναφορά στα τεκμήρια του άρθρου 1 του ν. 2639/1998, το
δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε αιτιολογημένα ότι ουδεμία σχέση
εξαρτημένης εργασίας συνδέει τους διαδίκους, εφόσον , όπως προεκτέθηκε, ο
αναιρεσείων δεν υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον
αναιρεσίβλητο, Με τον τρόπο αυτό, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε, κατ'
αποτέλεσμα, ότι ανατρέπονται τα τεκμήρια από την μη γνωστοποίηση στην
επιθεώρηση εργασίας έγγραφης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μέσα σε 15
ημέρες από την σύναψή της ή από την μη υποβολή στην Επιθεώρηση Εργασίας
κατάστασης της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών. Τα ως άνω, επομένως,
μαχητά τεκμήρια ανετράπησαν από τις προσκομισθείσες από τον
αναιρεσίβλητο αποδείξεις, όπως αυτό συνάγεται από τις παραδοχές της
προσβαλλόμενης που εκτέθηκαν παραπάνω, έστω και αν δεν γίνεται ρητή
αναφορά στην απόφαση περί τούτου.
6.- Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 20 Κ.Πολ.Δ λόγος αναιρέσεως
για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, όταν το δικαστήριο
της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος, αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση
του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προδήλως
διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το
περιεχόμενο του εγγράφου, το οποίο σωστά διέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό
πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι,
στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναφερόμενο στην
εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό
έλεγχο (Α.Π. 15/2014). Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος
αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το
αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το
περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει
συνεκτιμήσει απλώς, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το
έγγραφο, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη
του αποδεικτέου γεγονότος (Ολομ. Α Π 2/2008). Εξ άλλου κατά το άρθρο 561
παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ ορίζεται: "1. Η εκτίμηση από το δικαστήριο της
ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν
υπόκειται στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν
παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι
ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και
20. 2. Η εκτίμηση του περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων της ίδιας ή
άλλης δίκης, ιδίως αγωγών, παρεμβάσεων, ενδίκων μέσων, προτάσεων ή
δικαστικών αποφάσεων, ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο". Με τον δεύτερο λόγο
αναιρέσεως (κατά το πρώτο σκέλος του), ο αναιρεσείων προσάπτει στην
προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δ., αναιρετική
πλημμέλεια, με την αιτίαση ότι: α) το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο
της υπ' αριθμ. 2653/2009 τελεσίδικης αποφάσεως του ιδίου Εφετείου,
καθώς και το περιεχόμενο της υπ' αριθμ. 940/2011 αμετάκλητης αποφάσεως
του Αρείου Πάγου, με το να δεχθεί πραγματικά γεγονότα διαφορετικά από
εκείνα που αναφέρονται στα έγγραφα αυτά, ως προς τη σύμβαση που συνέδεε
αυτόν (αναιρεσείοντα) με τον εναγόμενο (αναιρεσίβλητο), μολονότι με τις
ως άνω αποφάσεις είχε κριθεί για τα έτη 2004 έως 2006 ότι ο συνεργάτης
του Ι. Σ. με τον οποίο συνήψε κοινά συμβόλαια πώλησης για τον
αναιρεσίβλητο την ως άνω περίοδο συνδεόταν με σύμβαση εξηρτημένης
εργασίας με τον τελευταίο και β) ότι το Εφετείο παραμόρφωσε την υπ'
αριθμόν 6564/2004 απόφαση του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης δίνοντας σ'
αυτή εντελώς άλλο περιεχόμενο όσον αφορά τη σύμβαση που συνέδεε αυτόν
(αναιρεσείοντα) με τον εναγόμενο (αναιρεσίβλητο) μολονότι αυτός , όταν
διαδέχθηκε τον Η. Κ. προσέφερε την ίδια με αυτόν εργασία.
Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφενός μεν διότι με τις
παραδοχές της απόφασης που προεκτέθηκαν σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο
δεν στήριξε το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο
στα έγγραφα αυτά, το περιεχόμενο των οποίων φέρεται ότι παραμορφώθηκε,
αλλά ότι απλώς τα συνεκτίμησε, μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να
τα εξαίρει, αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή
μη του αποδεικτέου γεγονότος, αφετέρου δε διότι, υπό την επίφαση της
ρηθείσας αναιρετικής πλημμέλειας, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για
αιτίαση σχετική με την εκτίμηση των πραγμάτων, που είναι αναιρετικά
ανέλεγκτη.
Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του ως άνω αναιρετικού λόγου προσάπτεται
στη προσβαλλόμενη απόφαση η ίδια αναιρετική πλημμέλεια για παραμόρφωση
του περιεχομένου των εγγράφων του ΙΚΑ και του ΟΑΕΕΔ, που ο αναιρεσείων
προσήγαγε και επικαλέστηκε με την έφεσή του και με τις προτάσεις του στο
Εφετείο, χωρίς όμως αυτός να αναφέρει στο αναιρετήριο τα συγκεκριμένα
έγγραφα που παραμορφώθηκαν κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά τους,
το διαφορετικό από αυτά περιεχόμενο που δέχθηκε το δικαστήριο, καθώς
και το επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα συμπέρασμα, στο οποίο κατέληξε το
δικαστήριο εξαιτίας της παραμορφώσεως σε σχέση με τη συνδρομή ή όχι
ορισμένων κρισίμων πραγματικών γεγονότων.
Συνεπώς, κατά το δεύτερο σκέλος του, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι
απορριπτέος ως αόριστος, δεδομένου ότι η μη παράθεση στο αναιρετήριο των
ως άνω στοιχείων καθιστά το σχετικό λόγο αόριστο κατά το άρθρο 566
ΚΠολΔ (Α.Π. 1654/2005)..
7.- Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης (κατά το πρώτο και δεύτερο σκέλος του), ο
αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλομένη απόφαση την από τους αριθμούς 1
και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλειες, με την αιτίαση ότι, ενώ το
Δικαστήριο έλαβε υπόψη διαδικαστικά έγγραφα άλλης δίκης, ήτοι τις
αποφάσεις 2653/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης και 940/2011 του Αρείου
Πάγου, που αφορούν τον άμεσο συνεργάτη μου I. Σ., με τον οποίο το 2004 -
2006 συνήπταν κοινά συμβόλαια πώλησης εμπορευμάτων του αναιρεσιβλήτου,
τελικά, αν και αναγράφει το ακριβές περιεχόμενο των αποφάσεων αυτών,
οδηγείται σε αντίθετα γι' αυτόν (αναιρεσείοντα) συμπεράσματα από τα ορθά
συμπεράσματα που κατέληξαν οι ως άνω αποφάσεις για τον άμεσο συνεργάτη
του, καθώς και ότι το Δικαστήριο, εάν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά
περιστατικά στον κανόνα δικαίου και η προσβαλλομένη απόφαση δεν περιείχε
ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες, θα κατέληγε στο ίδιο με τις
προαναφερόμενες αποφάσεις συμπέρασμα, ήτοι ότι η καταρτισθείσα μεταξύ
αυτού και του αναιρεσιβλήτου σύμβαση είναι αυτή της εξαρτημένης
εργασίας. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι
το Εφετείο δεν υπέπεσε σε λάθος αναγόμενο στην ανάγνωση των πιο πάνω
εγγράφων, αλλά, αφού τα διέγνωσε σωστά, τα συνεκτίμησε με τα άλλα
αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα, στην κρίση του δε
αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ,
εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται
αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος, το οποίο στην υπό κρίση περίπτωση δεν
συμβαίνει. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης (κατά το τρίτο σκέλος του), με τον
οποίο ο αναιρεσείων, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δ,
ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραμόρφωση του περιεχομένου των ως άνω
δικαστικών αποφάσεων, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Και αυτό
διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αίτηση, ο αναιρεσείων δέχεται ότι το
Δικαστήριο αναγράφει στην προσβαλλομένη απόφασή του "λέξη - λέξη" το
περιεχόμενο των δικαστικών αυτών αποφάσεων και άρα ότι δεν περιλαμβάνει
περιστατικά προδήλως διαφορετικά από εκείνα που πράγματι οι αποφάσεις
περιέχουν.
Συνεπώς, σε ουδεμία παραμόρφωση του περιεχομένου τους το Δικαστήριο
προέβη, απλώς κατέληξε σε διαφορετικό πόρισμα από αυτό που ο αναιρεσείων
θεωρεί ορθό, μετά συνεκτίμηση και των άλλων αποδεικτικών μέσων.
8.- Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης απόφασης
ιδρύεται "αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε πράγματα που δεν
προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη
επιρροή στην έκβαση της δίκης". Ως πράγματα (δηλαδή πραγματικοί
ισχυρισμοί) κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι οι ασκούντες
ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των
διαδίκων, δηλαδή κάθε περιστατικό το οποίο αφηρημένα λαμβανόμενο, οδηγεί
κατά το νόμο στη γέννηση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκείται με
την αγωγή, την ένσταση, ή την αντένσταση (Ολ. Α.Π. 3/1997, ΑΠ.
1798/2008). Πράγματα, επομένως, αποτελούν και οι λόγοι εφέσεως, που
αφορούν αυτοτελείς ισχυρισμούς και διατυπώνουν παράπονο κατά της κρίσεως
του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Αντίθετα δεν αποτελούν πράγματα οι
αρνητικοί ισχυρισμοί (ΑΠ 1573/2006). Δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός
αναιρέσεως όταν ο ισχυρισμός δεν είναι νόμιμος, αφού ο ισχυρισμός αυτός
δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Β' Ολ. ΑΠ 14/2004).
Όμως, δεν αποτελούν "πράγματα" οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της
αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από την
εκτίμηση των αποδείξεων, καθώς και οι ισχυρισμοί που αποτελούν
αμφισβήτηση της βαρύτητας ορισμένου αποδεικτικού μέσου. (ΑΠ 22/2005). Με
τον πέμπτο λόγο αναίρεσης κατά το ένα σκέλος του, ο αναιρεσείων,
επικαλούμενος την από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια,
προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τους προταθέντες
απ' αυτόν ισχυρισμούς και συγκεκριμένα: α) το γεγονός ότι ο
αναιρεσίβλητος, έστω και περιστασιακά, τον είχε ασφαλίσει στο ΙΚΑ,
αναφέροντας στην προσβαλλομένη απόφαση, προκειμένου να διαμορφώσει την
κρίση του για το αν η σχέση που συνδέει τους διαδίκους είναι αυτή της
εξαρτημένης εργασίας ή των ανεξαρτήτων υπηρεσιών ότι ο αναιρεσείων δεν
ήταν ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και ότι κατά τα έτη 2001 - 2006 ήταν
ασφαλισμένος στον ΟΓΑ, και β) την απόφαση 2653/2009 του Εφετείου
Θεσσαλονίκης και την 940/201 του Αρείου Πάγου, που ρητά αναφέρουν ότι
αυτός (αναιρεσείων) ήταν συνεργάτης του I. Σ. και είχαν κοινά συμβόλαια,
τα οποία είχαν προσκομισθεί με επίκληση με τις προτάσεις του,
προκειμένου να κριθεί αν η σχέση του με τον αναιρεσίβλητο είναι αυτή της
εξαρτημένης εργασίας ή των ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Ο λόγος αυτός
αναίρεσης είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον οι παραπάνω
ισχυρισμοί δεν αποτελούν "πράγματα" με την έννοια που προεκτέθηκε, αλλά
επιχειρήματα που αντλούνται από την εκτίμηση των αποδείξεων και
αμφισβήτηση της βαρύτητας αποδεικτικών μέσων.- 9.- Από τις διατάξεις των
άρθρων 335, 338, 339 και 349 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι το δικαστήριο για
να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση συνεκτιμά ελεύθερα όλα τα
αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι
για την απόδειξη των ισχυρισμών τους. Και έχει μεν υποχρέωση το
δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόφασή του, ν' αναφέρει δηλαδή τους
λόγους που το οδήγησαν στο σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όχι
όμως και να κάμει ειδική μνεία καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που
επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι για άμεση ή έμμεση απόδειξη.
Αν όμως από το όλο περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται αδίστακτα
βέβαιο ότι ως προς το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης του δικαστηρίου
επί ενός ουσιώδους ζητήματος δεν λήφθηκαν υπόψη, ούτε συνεκτιμήθηκαν όλα
τα αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίσθηκαν, τότε ιδρύεται ο
λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 11 εδ γ Κ.Πολ.Δ.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπάρχουσα στην προσβαλλόμενη απόφαση
βεβαίωση του Εφετείου ότι για το σχηματισμό του ανωτέρω αποδεικτικού του
πορίσματος έλαβε υπόψη, πλην άλλων, και όλα τα έγγραφα που νόμιμα
προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αλλά και από το σκεπτικό της
προσβαλλομένης απόφασης, καθίσταται απολύτως βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε
υπόψη και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις τόσο την 2653/2009
απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης και την 940/2011 απόφαση του Αρείου
Πάγου (των οποίων άλλωστε γίνεται και ρητή μνεία στην απόφαση) όσο και
τα αναφερόμενα στον πέμπτο λόγο αναίρεσης έγγραφα του ΙΚΑ, τα οποία είχε
επικαλεσθεί και προσκομίσει ο αναιρεσείων, παραδεκτά με τις προτάσεις
του ενώπιον του Εφετείου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη, μολονότι δεν
έκανε ειδική μνεία περί αυτών στην απόφαση.
Επομένως, ο προβαλλόμενος εκ του άρθρου 559 αρ. 11 γ' Κ.Πολ.Δ.
αναιρετικός αυτός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.- Κατ'
ακολουθίαν των ανωτέρω, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς
έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο
αναιρεσείων, ως ηττηθείς στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που
κατέθεσε προτάσεις κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα του τελευταίου
(άρθρα 176,183, και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 11-5-2015 αίτηση του Π. Κ. του Κ. για αναίρεση της 2092/2012 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα
οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 25 Σεπτεμβρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ