Του Γιώργου Δαλιάνη*
www.artion.gr
Οι κοινοί τραπεζικοί λογαριασμοί (joint accounts) αποτελούν μία μορφή τραπεζικού λογαριασμού που υπάρχει από τις αρχές του 20ου αιώνα, είναι μάλιστα θα λέγαμε ο δημοφιλέστερος τύπος λογαριασμών, καθώς στατιστικά οι περισσότεροι τραπεζικοί λογαριασμοί έχουν περισσότερους του ενός καταθέτες. Ο ν. 5638/1932 δίνει τον ορισμό του κοινού λογαριασμού, βασικό στοιχείο του οποίου είναι ότι έχει πλείονες δικαιούχους, ο καθένας από τους οποίους μπορεί να κάνει εν όλω ή εν μέρει χρήση του λογαριασμού, χωρίς τη σύμπραξη των υπολοίπων συνδικαιούχων. Αυτή η μορφή χρηματοπιστωτικού προϊόντος διευκολύνει τις συναλλαγές, ιδίως σε επίπεδο οικογενειακών ή εταιρικών σχέσεων, ακριβώς όμως λόγω της ιδιαιτερότητάς του από νομικής σκοπιάς, ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός έχει κατά καιρούς γεννήσει πολλά ερωτηματικά ως προς την φορολογική αντιμετώπισή του.
Η εσωτερική σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους μπορεί να είναι «επαχθής» (εταιρία, δάνειο, εντολή κ.α) ή «χαριστική» (δωρεά εν ζωή, κληροδοσία κ.α). Θα πρέπει, όμως, να γίνει αντιληπτό ότι η είσοδος ενός δικαιούχου σε έναν τραπεζικό λογαριασμό δεν αποτελεί από μόνη της φορολογητέα πράξη. Αντιθέτως, φορολογητέα πράξη μπορεί να προκύψει εάν εν συνεχεία κάποιος συνδικαιούχος χρησιμοποιήσει τα χρήματα του κοινού λογαριασμό (μεταφέροντάς τα π.χ. σε ατομικό του λογαριασμό), εφόσον δεν είναι σε θέση να αποδείξει σε τυχόν γενόμενο έλεγχο ότι τα μεταφερόμενα χρήματα προέρχονται από τα παρελθόντα εισοδήματά του.
Στην περίπτωση αυτή θα επιβληθεί φόρος δωρεάς για τα ποσά που ο συνδικαιούχος αυτός δεν καλύπτει με τα φορολογηθέντα ή νομίμως απαλλαγέντα εκ του φόρου εισοδήματά του.
Όπως θα αναλύσουμε στη συνέχεια, οι κοινοί τραπεζικοί λογαριασμοί πέραν των λειτουργικών πλεονεκτημάτων τους, έχουν και ένα σημαντικό φορολογικό πλεονέκτημα. Υπό προϋποθέσεις, χρήματα τα οποία ανήκαν σε θανόντα συνδικαιούχο απαλλάσσονται φορολόγησης για τους συνδικαιούχους που τα αναλαμβάνουν.
Ο θεσμός των κοινών τραπεζικών λογαριασμών, για φορολογικούς λόγους είναι επωφελής, όμως η διατήρηση του λογαριασμού αυτού έχει και μερικούς εν δυνάμει κινδύνους ιδιαίτερα σε αυτούς που έχουν οφειλές στο Δημόσιο, Ασφαλιστικούς φορείς και τράπεζες. Η συστηματική προσπάθεια των φορολογικών αρχών να ενισχύσουν τις ελεγκτικές τους δραστηριότητες σε συνδυασμό με τα σύγχρονα εργαλεία ελέγχου και διασύνδεσης με το Ελληνικό και Διεθνές Τραπεζικό Σύστημα έχει οδηγήσει σε πολλές περιπτώσεις όπου επιβλήθηκαν φόροι και πρόστιμα, να υπάρχει δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών. Μάλιστα, όπως προκύπτει και με βάση την πρόσφατη απόφαση ΔΕΔ 2522/2018, τα κριτήρια απαλλαγής φορολόγησης που ισχύουν για τους κοινόχρηστους τραπεζικούς λογαριασμούς Ελλάδος, δεν ισχύουν και για τους κοινούς τραπεζικούς λογαριασμούς εξωτερικού.
Τι είναι ο κοινόχρηστος τραπεζικός λογαριασμός
Κάθε πολίτης έχει τη δυνατότητα να ανοίξει έναν τραπεζικό λογαριασμό σε μία Τράπεζα στον οποίο δικαιούχος δεν θα είναι μόνο αυτός αλλά και άλλα φυσικά πρόσωπα τα οποία θα συμπράξουν ή και δεν θα συμπράξουν κατά την κατάρτιση της σύμβασης αλλά θα έχουν σε κάθε περίπτωση δικαίωμα χρήσης των καταθέσεων.
Ας δούμε όμως περιπτώσεις χρήσης των λογαριασμών αυτών, οι οποίες παρουσιάζουν ενδιαφέρον τόσο από φορολογική όσο και από νομική πλευρά.
Ανάληψη καταθέσεων από τον συνδικαιούχο
Η ιδιομορφία του κοινόχρηστου τραπεζικού λογαριασμού έγκειται στο ότι χρήση αυτού μπορεί να κάνει κάθε συνδικαιούχος έχοντας δικαίωμα ανάληψης σε ολόκληρο το ποσό ανεξάρτητα του ποιος ήταν ο καταθέτης αυτού.
Με αυτόν τον τρόπο συχνό είναι το φαινόμενο οικογενειακών-προσωπικών ερίδων που οδήγησαν σε ακραίες ενέργειες συζύγων-συγγενών οι οποίοι για προσωπικούς εκδικητικούς ή άλλους λόγους ανέλαβαν ολόκληρο το ποσό ενός κοινόχρηστου λογαριασμού, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, οδηγώντας στην οικονομική καταστροφή τον πραγματικό χρήστη-καταθέτη του λογαριασμού αυτού.
Κατάσχεση κοινόχρηστου τραπεζικού λογαριασμού
Ο κοινόχρηστος λογαριασμός όσον αφορά τις κατασχέσεις διαιρείται ανάλογα με τον αριθμό των συνδικαιούχων. Τεκμαίρεται δηλαδή πως στον συνδικαιούχο αναλογεί το υπάρχον κατατεθειμένο χρηματικό ποσό διαιρεμένο με το σύνολο των συνδικαιούχων.
Σε περίπτωση που συνδικαιούχος λογαριασμού οφείλει σε τρίτο και ο τρίτος αυτός προβεί σε κατάσχεση του κοινόχρηστου λογαριασμού, το μέγιστο ποσό που δύναται να κατάσχει είναι το ½ ή 1/3 ή ¼ (ανάλογα με τον αριθμό των συνδικαιούχων). Αυτό συμβαίνει διότι ο τρίτος δεν γνωρίζει το ιστορικό κινήσεων του τραπεζικού λογαριασμού, οπότε στα μάτια του οι συνδικαιούχοι έχουν εισφέρει ισομερώς τις καταθέσεις.
Προσοχή: Να σημειώσουμε εδώ πως το ίδιο δεν ισχύει στην περίπτωση που δανειστής είναι η ίδια η Τράπεζα στην οποία τηρείται ο τραπεζικός λογαριασμός, η οποία μπορεί να κατασχέσει όλο το διαθέσιμο ποσό (ΑΠ 1812/2007).
Σε περίπτωση λοιπόν που οφείλετε σε Τράπεζα από δανειακή σύμβαση και διατηρείτε κοινόχρηστο λογαριασμό, η πρακτική που ακολουθείται είναι να σας κοινοποιηθεί μια επιστολή Συμψηφισμού για ικανοποίηση ληξιπρόθεσμης απαίτησης με βάση την οποία σας γνωστοποιούν την κατάσχεση ολόκληρου του ποσού. Η κοινοποίηση της επιστολής αυτής (δήλωση) είναι απαραίτητη. Ανερυθρίαστα μάλιστα τα τραπεζικά ιδρύματα κάνουν χρήση του δικαιώματος συμψηφισμού των απαιτήσεών τους από τον οφειλέτη πελάτη τους, όταν οι ίδιες στις δανειακές συμβάσεις, περιλαμβάνουν προδιατυπωμένο όρο με βάση τον οποίο υποχρεώνουν τον δανειολήπτη σε παραίτηση από το δικό του δικαίωμα συμψηφισμού έναντι απαιτήσεών του από την τράπεζα.
Φορολογικοί έλεγχοι και κοινόχρηστοι λογαριασμοί
Σε φορολογικό έλεγχο πολλές φορές ζητείται από τον ελεγχόμενο να αποδείξει από πού προέρχονται τα εισοδήματα και η ρευστότητά του με τις φορολογικές του δηλώσεις και τα τεκμήριά του. Εάν ο ελεγχόμενος αυτός συμμετέχει σε κοινόχρηστο λογαριασμό, ίσως να χρειαστεί να αποδείξει στους υπαλλήλους του Υπ. Οικονομικών πως η συμμετοχή του στις τραπεζικές καταθέσεις είναι μεγαλύτερη της τεκμαιρόμενης αναλογίας με βάση την οποία κάνουν τους υπολογισμούς τους οι φορολογικές αρχές.
Στην πράξη δεν μπορεί να εξακριβωθεί με ακρίβεια η αιτία κάθε κατάθεσης ή ανάληψης η οποία γινόταν σε τέτοιο λογαριασμό αφού ζητούμε από τους ελεγχόμενους να επιδείξουν λεπτομερή στοιχεία για συναλλαγές που έλαβαν χώρα πολλά χρόνια στο παρελθόν. Οι ελεγκτές του Υπ. Οικονομικών επειδή αδυνατούν να διασταυρώσουν τον πραγματικό καταθέτη καταμερίζουν το κατατεθειμένο κοινόχρηστο ποσό αναλογικά μετακυλώντας το βάρος απόδειξης στον ελεγχόμενο φορολογούμενο. Έτσι οδηγηθήκαμε σε επιβολές υπέρογκων φόρων και προστίμων αφού τα χρησιμοποιούμενα ποσά θεωρούνταν ως εισόδημα από άγνωστη πηγή.
Φόρος κληρονομιάς και κοινόχρηστες τραπεζικές καταθέσεις Ελλάδας και Εξωτερικού
Η Φορολογία Κληρονομιών και Δωρεών προβλέπει απαλλαγή φόρου εφόσον συνδικαιούχος (ακόμη και κληρονόμος) προχωρήσει σε ανάληψη χρημάτων (μέρους ή και όλου του ποσού) μετά τον θάνατο κάποιου άλλου από τους συνδικαιούχους (άρθρο 25 παρ.2 ν.2961/2001). Μόνη προϋπόθεση για την απαλλαγή από το φόρο κληρονομιάς ή δωρεάς που θα όφειλε κανονικά ο συνδικαιούχος είναι να έχει τεθεί ρητά στην τραπεζική σύμβαση ο πρόσθετος όρος ότι με το θάνατο οποιουδήποτε δικαιούχου η κατάθεση και ο λογαριασμός αυτής περιέρχεται αυτοδίκαια στους λοιπούς επιζώντες μέχρι τον τελευταίο από αυτούς. Η διάταξη αυτή βασίζεται στον προϋπάρχοντα άρθρο 2 του Ν.5638/1932 που εξακολουθεί να ισχύει.
Η απαλλαγή αυτή δεν ισχύει για κοινόχρηστες καταθέσεις εξωτερικού (joint account) ακόμη και αν τέτοιος όρος υφίσταται στην σχετική αλλοδαπή τραπεζική σύμβαση. Όπως διευκρινίζεται στον επικαιροποιημένο οδηγό Κατοίκων Εξωτερικού σε Φορολογικά και Τελωνειακά Θέματα της Γ.Γ.Δ.Ε. (πλέον Α.Α.Δ.Ε.), σε φόρο κληρονομιάς υποβάλλεται η κινητή περιουσία που βρίσκεται στην αλλοδαπή, ανήκε σε Έλληνα υπήκοο και κληρονομείται, αναφέροντας ότι η απαλλαγή της παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 2961/2001 αφορά τραπεζική κατάθεση σε κοινό λογαριασμό μόνο ελληνικής τράπεζας (ΔΕΔ 2522/2018).
Μόνη περίπτωση απαλλαγής των καταθέσεων εξωτερικού από φόρο κληρονομιάς ή δωρεάς υπάρχει για την κινητή περιουσία Έλληνα υπηκόου που είναι εγκατεστημένος στο εξωτερικό για δέκα (10) τουλάχιστον συναπτά έτη.
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτά τα χρήματα για κάλυψη τεκμηρίου αγοράς ή τεκμηρίου διαβίωσης;
Ο φορολογούμενος πολίτης, μετά τον θάνατο του συνδικαιούχου, μπορεί να αναλάβει το ποσό του ελληνικού τραπεζικού λογαριασμού και να απαλλαγεί έτσι από τον φόρο κληρονομιών-δωρεών (περίπτωση άρθρου 2 Ν.5638/1932). Τα χρήματα αυτά μπορεί να τα επικαλεστεί για δικαιολόγηση τεκμηρίων αγοράς ή διαβίωσης. Ο φορολογούμενος υποχρεούται στην υποβολή δήλωσης φόρου κληρονομιάς με απαλλαγή του από την υποχρέωση καταβολής φόρου δυνάμει του άρθρου 25 παρ.2 ν.2961/2001.
Ο νόμος λοιπόν, όπως παντού, καθορίζει ένα γενικό πλαίσιο και η μεμονωμένη περίπτωση κάθε πολίτη εμπίπτει στο πλαίσιο αυτό ανάλογα με τα προσωπικά του πραγματικά περιστατικά. Άλλη φορολογική μεταχείριση θα υπάρξει εάν η ανάληψη γίνει μετά τον θάνατο του συνδικαιούχου και άλλη αν γίνει πριν. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, εκτός αν μελλοντικά η Διοίκηση ορίσει διαφορετικά, τα οφέλη της απαλλαγής από φόρο κληρονομιάς-δωρεάς έχουν εφαρμογή μόνο σε κοινόχρηστους ελληνικούς τραπεζικούς λογαριασμούς. Επίσης, πρέπει να προσέξουμε τι προβλέπει η τραπεζική σύμβασή μας για τη δημιουργία του κοινόχρηστου λογαριασμού ώστε να μην υποπέσουμε σε σφάλματα που μπορεί να επισύρουν και πρόστιμα για αποκρυφθέν αδήλωτο εισόδημα.
* O κ. Γιώργος Δαλιάνης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Artion Α.Ε. & ιδρυτής του Ομίλου Artion, Οικονομολόγος – Φοροτεχνικός.
28 Feb, 2019