Περίληψη
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 287, 185, 189, 192, 193,
195 και 164 του ΑΚ συνάγεται ότι επί καταρτισθείσας σύμβασης, με την
οποία ο ένας των συμβαλλομένων υπόσχεται στον άλλον ορισμένη παροχή
(ενταύθα χρηματική), όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατάρτισης μεταξύ του
εργοδότη και του μισθωτού συμφωνίας οικειοθελούς αποχώρησης του
τελευταίου ή συναινετικής "καταγγελίας" από τον εργοδότη της σύμβασης
εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού με την παροχή στον τελευταίο
οικονομικών προς τούτο κινήτρων από τον εργοδότη, η μείωση του ύψους της
οφειλομένης κατά τη σύμβαση από τον εργοδότη προς τον μισθωτό
οικονομικής παροχής προϋποθέτει κατάρτιση τροποποιητικής προς τούτο
συμφωνίας μεταξύ των μερών, η οποία, όπως κάθε σύμβαση, συντελείται με
την αποδοχή από το μισθωτό της περί τούτου πρότασης του εργοδότη.
Η
αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει είτε ρητά, δηλαδή με την περί
τούτου σαφή και μη καταλείπουσα αμφιβολία περί της σημασίας της δήλωση
βούλησης του λήπτη της πρότασης μισθωτού, είτε σιωπηρά, εφόσον από τη
συμπεριφορά του λήπτη της πρότασης μισθωτού σε συνδυασμό προς τα
αντικειμενικά δεδομένα και τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες
εκδηλώνεται η συμπεριφορά αυτή, προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως η περί
τούτου δικαιοπρακτική βούληση του μισθωτού.
Μόνη η σιωπή του λήπτη της
πρότασης δεν αρκεί για την κατάφαση της κατά τα άνω αποδοχής.
Επίσης η
δήλωση του μισθωτού κατά την αποχώρηση από την εργασία του προς τον
εργοδότη του ότι εισέπραξε τη συμφωνηθείσα μεγαλύτερη της νομίμου
αποζημίωση απόλυσης και ότι δεν διατηρεί άλλες αξιώσεις κατ’ αυτού, ως
αφορώσα εργατική απαίτηση, ακόμη και εάν έγινε χωρίς επιφύλαξη, πολύ δε
περισσότερο εάν ο μισθωτός επιφυλάχθηκε περαιτέρω αξιώσεων του, δεν
υποδηλώνει αποδοχή της πρότασης του εργοδότη για την καταβολή μικρότερης
της συμφωνηθείσας αποζημίωσης εξ αιτίας της αποχώρησης του μισθωτού,
κατά τροποποίηση της αρχικής περί τούτου συμφωνίας (σχετ. ΑΠ 166/2016,
ΑΠ 1418/2008, ΑΠ 1402/2006, ΑΠ 1089/2006, ΑΠ 811/2006, ΑΠ 232/2005 επί
του συναφούς ζητήματος της παραίτησης του μισθωτού από εργατικές
αξιώσεις του που υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια της εργατικής νομοθεσίας).
Συνακόλουθα εάν δεν καταρτισθεί προς τούτο τροποποιητική της αρχικής
σύμβαση, μεταβάλλουσα τους όρους της τελευταίας, ισχύουν, όπως είναι
εύλογο, οι όροι της αρχικής συμφωνίας.
Περαιτέρω οι διατάξεις των άρθρων
195 και 196 του ΑΚ που αφορούν την τύχη της σύμβασης, αναφέρονται η μεν
πρώτη στις περιπτώσεις της φανεράς ασυμφωνίας, εκφράζουσα τον κανόνα
ότι για την κατάρτιση σύμβασης απαιτείται η πρόταση και η αποδοχή να
καλύπτονται αμοιβαίως, δηλαδή να υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς όλα
τα σημεία της συμφωνίας, ουσιώδη και επουσιώδη, επί των οποίων κατά την
επίγνωση των μερών έπρεπε να υπάρχει συμφωνία, άλλως η σύμβαση εν
αμφιβολία δεν είναι καταρτισμένη, η δε δεύτερη στις περιπτώσεις
λανθάνουσας ασυμφωνίας, όπου, ενώ υπάρχει ασυμφωνία ως προς κάποιον
επουσιώδη όρο, τα μέρη ή το ένα εξ αυτών διατηρούν την εντύπωση ότι έχει
καταρτισθεί συμφωνία, οπότε ισχύει το συμφωνηθέν, υπό την προϋπόθεση
ότι συνάγεται από τις περιστάσεις ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν και
χωρίς τα μέρη να συμφωνήσουν επί του μη συμφωνηθέντος ως άνω επουσιώδους
όρου.
Εάν αντιθέτως στην τελευταία περίπτωση υπάρχει ασυμφωνία ως προς
κάποιο ουσιώδη όρο, η σύμβαση δεν έχει καταρτισθεί (ΑΠ 1042/1982).
Επομένως οι διατάξεις αυτές δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, εάν δεν
υφίσταται αμφιβολία ότι η σύμβαση, αρχική ή τροποποιητική αυτής, έχει
καταρτισθεί και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν έχει κενά ή αμφίβολα σημεία, που
καλύπτονται δια της ερμηνείας αυτής κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ ή,
αντιστρόφως, ότι αυτή δεν έχει καταρτισθεί, λόγω ασυμφωνίας των μερών,
κατά την περί τούτου δικαιοπρακτική τους βούληση (ΑΠ 1340/1977).
Τέλος
από τις διατάξεις των άρθρων 343 εδ. α και 345 του ΑΚ σε συνδυασμό προς
εκείνες των άρθρων 361, 287 και 330 του ΑΚ προκύπτει ότι εάν ο εργοδότης
(οφειλέτης), παρά την συμφωνία, καταβάλει από υπαιτιότητά του [και στο
πλαίσιο σχετικής μονομερούς απόφασης του οργάνου του επί νομικών
προσώπων] μέρος μόνο της οφειλομένης χρηματικής παροχής στον μισθωτό
(δανειστή) κατά την αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του ή την
συναινετική καταγγελία αυτής, ο δικαιούχος μισθωτός μπορεί να αξιώσει το
υπόλοιπο της συμφωνηθείσας και οφειλομένης εισέτι σε αυτόν χρηματικής
παροχής, με τους νόμιμους τόκους από την υπερημερία του εργοδότη και επί
πλέον κάθε θετική ζημία που αυτός υπέστη από την καθυστέρηση.
'Αρειος πάγος 1081/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Λουκά Μόρφη
και Γεώργιο Δημάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 13 Μαρτίου 2018, με την
παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής
υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ..."" που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία
εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο - Σέργιο Σακαλή,
που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Γ. Ν. του Δ., κατοίκου ..., και 2)Ι. Π. του Ν.,
κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της
Βασίλειο Βραχιώτη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/6/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1632/2014 του ίδιου Δικαστηρίου και 2411/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα εταιρεία με την από 16/1/2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο
πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την
καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 16.1.2017 και με αριθ. κατάθ. .../19.1.2017 αίτηση αναίρεσης
προσβάλλεται η με αριθ. 2411/25.10.2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου
Αθηνών, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης της από
2.6.2014 και με αριθ. κατάθ. .../2014 έφεσης της εναγομένης και ήδη
αναιρεσείουσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας κατά της εκδοθείσας κατά
την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 1632/2014 απόφασης
του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση του
δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ’ ουσία
η ανωτέρω έφεση της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της
προαναφερθείσας οριστικής απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την
οποία είχε γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η από
27.6.2011 και με αριθ. κατάθ. .../27.6.2011 αγωγή των εναγόντων και ήδη
αναιρεσιβλήτων. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα
(άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί
ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 287, 185, 189, 192, 193,
195 και 164 του ΑΚ συνάγεται ότι επί καταρτισθείσας σύμβασης, με την
οποία ο ένας των συμβαλλομένων υπόσχεται στον άλλον ορισμένη παροχή
(ενταύθα χρηματική), όπως συμβαίνει στην περίπτωση κατάρτισης μεταξύ του
εργοδότη και του μισθωτού συμφωνίας οικειοθελούς αποχώρησης του
τελευταίου ή συναινετικής "καταγγελίας" από τον εργοδότη της σύμβασης
εξαρτημένης εργασίας του μισθωτού με την παροχή στον τελευταίο
οικονομικών προς τούτο κινήτρων από τον εργοδότη, η μείωση του ύψους της
οφειλομένης κατά τη σύμβαση από τον εργοδότη προς τον μισθωτό
οικονομικής παροχής προϋποθέτει κατάρτιση τροποποιητικής προς τούτο
συμφωνίας μεταξύ των μερών, η οποία, όπως κάθε σύμβαση, συντελείται με
την αποδοχή από το μισθωτό της περί τούτου πρότασης του εργοδότη. Η
αποδοχή της πρότασης μπορεί να γίνει είτε ρητά, δηλαδή με την περί
τούτου σαφή και μη καταλείπουσα αμφιβολία περί της σημασίας της δήλωση
βούλησης του λήπτη της πρότασης μισθωτού, είτε σιωπηρά, εφόσον από τη
συμπεριφορά του λήπτη της πρότασης μισθωτού σε συνδυασμό προς τα
αντικειμενικά δεδομένα και τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες
εκδηλώνεται η συμπεριφορά αυτή, προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως η περί
τούτου δικαιοπρακτική βούληση του μισθωτού. Μόνη η σιωπή του λήπτη της
πρότασης δεν αρκεί για την κατάφαση της κατά τα άνω αποδοχής. Επίσης η
δήλωση του μισθωτού κατά την αποχώρηση από την εργασία του προς τον
εργοδότη του ότι εισέπραξε τη συμφωνηθείσα μεγαλύτερη της νομίμου
αποζημίωση απόλυσης και ότι δεν διατηρεί άλλες αξιώσεις κατ’ αυτού, ως
αφορώσα εργατική απαίτηση, ακόμη και εάν έγινε χωρίς επιφύλαξη, πολύ δε
περισσότερο εάν ο μισθωτός επιφυλάχθηκε περαιτέρω αξιώσεων του, δεν
υποδηλώνει αποδοχή της πρότασης του εργοδότη για την καταβολή μικρότερης
της συμφωνηθείσας αποζημίωσης εξ αιτίας της αποχώρησης του μισθωτού,
κατά τροποποίηση της αρχικής περί τούτου συμφωνίας (σχετ. ΑΠ 166/2016,
ΑΠ 1418/2008, ΑΠ 1402/2006, ΑΠ 1089/2006, ΑΠ 811/2006, ΑΠ 232/2005 επί
του συναφούς ζητήματος της παραίτησης του μισθωτού από εργατικές
αξιώσεις του που υπερβαίνουν τα νόμιμα όρια της εργατικής νομοθεσίας).
Συνακόλουθα εάν δεν καταρτισθεί προς τούτο τροποποιητική της αρχικής
σύμβαση, μεταβάλλουσα τους όρους της τελευταίας, ισχύουν, όπως είναι
εύλογο, οι όροι της αρχικής συμφωνίας. Περαιτέρω οι διατάξεις των άρθρων
195 και 196 του ΑΚ που αφορούν την τύχη της σύμβασης, αναφέρονται η μεν
πρώτη στις περιπτώσεις της φανεράς ασυμφωνίας, εκφράζουσα τον κανόνα
ότι για την κατάρτιση σύμβασης απαιτείται η πρόταση και η αποδοχή να
καλύπτονται αμοιβαίως, δηλαδή να υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς όλα
τα σημεία της συμφωνίας, ουσιώδη και επουσιώδη, επί των οποίων κατά την
επίγνωση των μερών έπρεπε να υπάρχει συμφωνία, άλλως η σύμβαση εν
αμφιβολία δεν είναι καταρτισμένη, η δε δεύτερη στις περιπτώσεις
λανθάνουσας ασυμφωνίας, όπου, ενώ υπάρχει ασυμφωνία ως προς κάποιον
επουσιώδη όρο, τα μέρη ή το ένα εξ αυτών διατηρούν την εντύπωση ότι έχει
καταρτισθεί συμφωνία, οπότε ισχύει το συμφωνηθέν, υπό την προϋπόθεση
ότι συνάγεται από τις περιστάσεις ότι η σύμβαση θα καταρτιζόταν και
χωρίς τα μέρη να συμφωνήσουν επί του μη συμφωνηθέντος ως άνω επουσιώδους
όρου. Εάν αντιθέτως στην τελευταία περίπτωση υπάρχει ασυμφωνία ως προς
κάποιο ουσιώδη όρο, η σύμβαση δεν έχει καταρτισθεί (ΑΠ 1042/1982).
Επομένως οι διατάξεις αυτές δεν ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής, εάν δεν
υφίσταται αμφιβολία ότι η σύμβαση, αρχική ή τροποποιητική αυτής, έχει
καταρτισθεί και μάλιστα ανεξαρτήτως εάν έχει κενά ή αμφίβολα σημεία, που
καλύπτονται δια της ερμηνείας αυτής κατά τα άρθρα 173 και 200 του ΑΚ ή,
αντιστρόφως, ότι αυτή δεν έχει καταρτισθεί, λόγω ασυμφωνίας των μερών,
κατά την περί τούτου δικαιοπρακτική τους βούληση (ΑΠ 1340/1977). Τέλος
από τις διατάξεις των άρθρων 343 εδ. α και 345 του ΑΚ σε συνδυασμό προς
εκείνες των άρθρων 361, 287 και 330 του ΑΚ προκύπτει ότι εάν ο εργοδότης
(οφειλέτης), παρά την συμφωνία, καταβάλει από υπαιτιότητά του [και στο
πλαίσιο σχετικής μονομερούς απόφασης του οργάνου του επί νομικών
προσώπων] μέρος μόνο της οφειλομένης χρηματικής παροχής στον μισθωτό
(δανειστή) κατά την αποχώρηση του τελευταίου από την εργασία του ή την
συναινετική καταγγελία αυτής, ο δικαιούχος μισθωτός μπορεί να αξιώσει το
υπόλοιπο της συμφωνηθείσας και οφειλομένης εισέτι σε αυτόν χρηματικής
παροχής, με τους νόμιμους τόκους από την υπερημερία του εργοδότη και επί
πλέον κάθε θετική ζημία που αυτός υπέστη από την καθυστέρηση. Κατά τη
διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο,
αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο
περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο
αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς
δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ
συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν
εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν
εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία
του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε
αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι
εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που
καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ
1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006).
Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης
ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της
νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των
διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την
έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση
του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με
βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι
αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013).
Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση
επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει
καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε
ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη
αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α
του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι
ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος
από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του
δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά
"έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα
στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα
ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που
απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν
μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα ανεπάρκεια
αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα
περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη
συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε,
είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις
στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον
το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και
πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της
ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα
ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται
πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να
μην καταλείπονται αμφιβολίες. Περαιτέρω λόγος αναίρεσης που ερείδεται
σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση η οποία συντρέχει όταν με
αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε
ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από τον έλεγχο αυτής στο πλαίσιο
εφαρμογής του άρθρου 561 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει το αντίθετο,
απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1
του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των
πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον
δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους
περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει
λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ,
είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το
περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις
προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό την επίφαση
συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν
υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου
απορρίπτεται ως απαράδεκτος.
Με την προσβαλλομένη απόφαση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με αναφορά στα
επί μέρους αποδεικτικά μέσα δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση
του τα ακόλουθα: "Οι ενάγοντες [και ήδη αναιρεσίβλητοι] προσλήφθηκαν από
την εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία [και ήδη αναιρεσείουσα] ο
1ος τον Μάιο του 1985 και ο 2ος το έτος 1979 με σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας αορίστου χρόνου και εξελίχθηκαν βαθμολογικώς, μετά από
διαδοχικές προαγωγές τους, ο μεν πρώτος στο βαθμό του Συντονιστή
Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού Οργάνωσης και Διαχείρισης Έργων, ο δε
δεύτερος στο βαθμό του Συντονιστή Διευθυντή Εξυπηρέτησης Ιδιωτών
Πελατών. Στις 25 - 6 - 2009 ανακοινώθηκε από την εναγομένη το με αριθμό
πρωτοκόλλου 31 "Πρόγραμμα Συναινετικών Καταγγελιών για ανώτερα στελέχη
της εταιρείας που δεν υπάγονται στο από 25 - 11 - 2008 πρακτικό
συμφωνίας με το Σύλλογο", που αφορούσε στο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου
των Διευθυντών και των συνδικαλιστών που εξομοιώνονται με Διευθυντές. Το
εν λόγω πρόγραμμα κατατέθηκε και ενεκρίθη, τόσο από την Εκτελεστική
Επιτροπή της 9 - 6 - 2009, όσο και από τη Γενική Συνέλευση της 29 - 6 -
2009. Προέβλεπε δε ρητώς ως κίνητρα για την πρόωρη αποχώρηση των ανωτέρω
Διευθυντών, την καταβολή του 120% της αποζημίωσης απόλυσης του Ν.
2112/1920 και επί πλέον ένα αριθμό πρόσθετων μισθών που κλιμακώνονταν
(από 10 έως 28) αναλόγως με το χρόνο συμπλήρωσης του ορίου αποχώρησης
του κάθε στελέχους σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό Εργασίας. Σύμφωνα
με τους όρους του προγράμματος οι αποχωρήσεις των πιο πάνω στελεχών της
εναγομένης θα έπρεπε να ολοκληρωθούν το αργότερο μέχρι την 31 - 12 -
2010. Το συγκεκριμένο χρονικό σημείο αποχώρησης κάθε στελέχους εντός του
παραπάνω χρονικού διαστήματος θα καθοριζόταν ατομικά μαζί του
προκειμένου να υλοποιηθούν ομαλά οι αντικαταστάσεις των αποχωρούντων.
Περαιτέρω σύμφωνα με τους υπολογισμούς που είχε επεξεργασθεί η τότε
Διοίκηση της εναγομένης, από τη συμμετοχή των συγκεκριμένων στελεχών στο
Πρόγραμμα Συναινετικών Καταγγελιών θα προέκυπτε πολύ σημαντικό όφελος
για την επιχείρηση, το οποίο καθιστούσε την καταρτισθείσα συμφωνία
αμοιβαίως συμφέρουσα. Οι υπολογισμοί αυτοί είχαν περιληφθεί στον
προϋπολογισμό της εταιρείας, ο οποίος είχε εγκριθεί από το Διοικητικό
Συμβούλιο και αποτελούσε μέρος του τριετούς επιχειρηματικού σχεδίου
δράσεως (business plan) της εταιρείας. Κατόπιν τούτων άρχισε η
διαδικασία υλοποίησης του συμφωνηθέντος προγράμματος. Για το λόγο αυτό
άλλωστε η εναγομένη σχημάτισε πρόβλεψη για το πλήρες κόστος σε βάρος των
οικονομικών αποτελεσμάτων της, ήδη στις πρώτες επίσημες δημοσιευμένες
Οικονομικές Καταστάσεις της 30 - 9 - 2009 που ακολούθησαν την από 31 - 8
- 2009 έγκριση του Προγράμματος από την Εκτελεστική Επιτροπή, καθώς και
σε όλες τις επόμενες, ήτοι αυτές της 31 - 12 - 2009 και 31 - 3 - 2010.
Μάλιστα ο υπολογισμός των προβλέψεων αυτών γινόταν αναλυτικά και
εξατομικευμένα για καθένα από τους συμμετέχοντες στο πρόγραμμα
καταγγελιών, ενώ στις ανωτέρω δημοσιευθείσες Οικονομικές Καταστάσεις
οριζόταν ρητώς ότι το ποσό αυτό επρόκειτο να καταβληθεί στους
δικαιούχους μέχρι την 31 - 3 - 2010. Ως εκ τούτου η εναγομένη
προϋπολόγισε και δημοσίευσε ήδη εντός του έτους 2009, το ακριβές ύψος
των συμφωνημένων συναινετικών καταγγελιών προς τα ανωτέρω στελέχη της,
ορίζοντας μάλιστα ως απώτερη ημερομηνία υλοποίησής τους την 31 - 3 -
2010. Αποδείχθηκε επίσης ότι οι ενάγοντες υπέβαλαν εμπρόθεσμη αίτηση
συμμετοχής στο προκηρυχθέν Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου, ο 1ος ενάγων
στις 10 - 7 - 2009 και ο 2ος ενάγων στις 9 - 7 - 2009. Οι ως άνω
αιτήσεις των εναγόντων, όπως και άλλων στελεχών της εναγομένης,
ενεκρίθησαν και ονομαστικώς με την από 31 - 8 - 2009 απόφαση της
Εκτελεστικής Επιτροπής της εναγομένης εταιρείας. Στην ως άνω απόφαση
αναφερόταν, εκτός άλλων, ότι οι αποχωρήσεις των παραπάνω στελεχών θα
πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι 31 - 12 - 2010 και ότι θα
συζητηθεί στους επόμενους δύο μήνες, μεμονωμένα για κάθε στέλεχος η
συγκεκριμένη ημερομηνία αποχώρησής του, ώστε να μπορεί να συνεχίζεται η
ομαλή λειτουργία της εταιρείας. Έτσι στις 31 - 8 - 2009 με την εγκριτική
απόφαση των αιτήσεων συμμετοχής, ολοκληρώθηκε η εκπόνηση του
Προγράμματος Εθελουσίας Εξόδου με κίνητρα για τα ανώτερα στελέχη της
εναγομένης και το εξομοιούμενο με ανώτερα στελέχη προσωπικό της. Σύμφωνα
με την προαναφερθείσα συμφωνία ο αναλυτικός προγραμματισμός της
ακριβούς ημερομηνίας αποχώρησης του κάθε στελέχους μεμονωμένα θα
καταρτιζόταν εντός των επόμενων δύο μηνών, δηλαδή από 1 - 9 - 2009 έως 1
- 11 - 2009. Ενώ όμως, όπως προαναφέρθηκε, εντός του ως άνω διμήνου θα
έπρεπε να γίνει ο αναγκαίος προγραμματισμός αντικατάστασης των υπό
αποχώρηση στελεχών, η διοίκηση της εναγομένης δεν προέβη σε αναζήτηση
αντικαταστατών. Εν τούτοις, μετά την πάροδο του προϋπολογισθέντος
διμήνου, το ως άνω πρόγραμμα ξεκίνησε να υλοποιείται σταδιακά και
αποχώρησαν κατά χρονολογική σειρά οι κατωτέρω: Μ. Π., Διευθυντής
Πληροφορικής την 27 - 11 - 2009, Φ. Δ., συνδικαλιστής εξομοιούμενος με
Διευθυντή, την 30 - 11 - 2009, Κ. Α.. συνδικαλίστρια εξομοιούμενη με
Διευθύντρια την 17 - 12 - 2009, Ν. Β. συνδικαλιστής εξομοιούμενος με
Διευθυντή την 17 - 12 - 2009. Επίσης την 30 - 11 - 2009, σε εκτέλεση του
συμφωνημένου Προγράμματος Εθελουσίας Εξόδου των στελεχών της
εναγομένης, καταγγέλθηκε η σύμβαση εργασίας του Συντονιστή Διευθυντή Π.
Δ.. Στη συνέχεια, στις 15 - 2 - 2010 αποχώρισε ο Κ. Μ., συνδικαλιστής
εξομοιούμενος με Διευθυντή, στις 28 - 2 - 2010 καταγγέλθηκε η σύμβαση
της, επίσης συμμετέχουσας στο πρόγραμμα ανωτέρων στελεχών, Προϊσταμένης
της Διεύθυνσης Τεχνικών Ασφαλίσεων Αστικής Ευθύνη και Μεταφορών -
Πλοίων, Διευθύντριας Π. Ε., στελέχους της εταιρείας και στις 17 - 3 -
2010 η σύμβαση του Σ. Λ., Γενικού Διευθυντή της εναγομένης, ο οποίος
συμμετείχε στο συγκεκριμένο πρόγραμμα συναινετικών καταγγελιών. Σε όλους
τους ανωτέρω καταβλήθηκαν όλες οι παροχές, όπως είχαν συμφωνηθεί στο
Πρόγραμμα Συναινετικών Καταγγελιών. Τον Μάρτιο του 2010 παραιτήθηκε ο
μέχρι τότε Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εναγομένης, στη θέση του
οποίου τοποθετήθηκε ο Μ. Μ., ως Διευθύνων Σύμβουλος και ο Λ. Θ., ως
Πρόεδρος. Περαιτέρω στις 23.4.2010 έλαβε χώρα έκτακτη Γενική Συνέλευση
των Μετόχων της εναγομένης με μόνο θέμα την εθελούσια έξοδο των
Διευθυντών των οποίων η σύμβαση δεν είχε καταγγελθεί βάσει του
συμφωνηθέντος Προγράμματος Αποχώρησης εθελουσίας [ενν. εξόδου] και
αποφασίσθηκε: α) να περιορισθεί η αποζημίωση του ν. 2112/1920 στο 100%
αντί του 120% που προβλεπόταν στο συμφωνηθέν Πρόγραμμα Εθελουσίας [ενν.
Εξόδου] και β) να περιορισθεί η πρόσθετη αποζημίωση στο 50% αυτής που
ίσχυε προηγουμένως σύμφωνα με το συμφωνηθέν Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου
των Διευθυντών της εναγομένης εταιρείας. Κατόπιν των ανωτέρω η εναγομένη
την 30 - 12 - 2010 κατήγγειλε τη σύμβαση των εναγόντων και κατέβαλε
στους ενάγοντες τα κάτωθι αναφερόμενα μειωμένα ποσά αποζημίωσης με βάση
την από 23 - 4 - 2010 απόφαση της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των
Μετόχων της. Σημειώνεται ότι οι ενάγοντες υπέγραψαν τα έγγραφα
καταγγελίας με επιφύλαξη κάθε δικαιώματός τους. Από τα παραπάνω σαφώς
προκύπτει ότι η εναγομένη με τις από 23 - 4 - 2010 αποφάσεις της
Διοίκησης και της έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων και τις
συνακόλουθες από 30 - 10 - 2010 [ενν. 30 - 12 - 2010] καταγγελίες των
μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων εργασίας, τροποποίησε μονομερώς και
αντισυμβατικά την καταρτισθείσα μεταξύ αυτής και των εναγόντων συμφωνία
περί συναινετικής καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους, με την οποία
είχε αναλάβει την υποχρέωση να τους καταβάλει αυξημένη αποζημίωση
απολύσεως και τις προαναφερόμενες πρόσθετες παροχές (πρόσθετους
μισθούς).
Ως εκ τούτου οφείλει να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το
υπολειπόμενο μέχρι το ύψος της συμφωνίας τους ποσό, όπως αυτό αναλύεται
κατωτέρω". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αφού προέβη σε
αναλυτικούς υπολογισμούς της αυξημένης αποζημίωσης και των προσθέτων
παροχών (επί πλέον μισθοί) με βάση το από 25.6.2009 Πρόγραμμα
Συναινετικών Καταγγελιών για κάθε ενάγοντα και των μειωμένων χρηματικών
ποσών που έκαστος εξ αυτών έλαβε με βάση την από 23.4.2010 απόφαση της
έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εναγομένης, έκρινε, όπως και
η εκκαλουμένη απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που είχε δεχθεί ως
ουσιαστικά βάσιμη την περί τούτου αγωγή των εναγόντων στο σύνολό της
κατά το κεφάλαιο αυτό και είχε επιδικάσει σε αυτούς τις περί τούτου
διαφορές, ότι η εναγομένη οφείλει στους ενάγοντες προς συμπλήρωση της
αποζημίωσης αυτών με βάση τους όρους του ως άνω από 25.6.2009
Προγράμματος τα συνολικά χρηματικά ποσά των 158.631,90 ευρώ και των
159.446 ευρώ αντιστοίχως και συνακόλουθα απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο
τον περί του αντιθέτου μοναδικό λόγο έφεσης περί κατάρτισης
τροποποιητικής συμφωνίας ως προς το ύψος της οφειλομένης αποζημίωσης και
την έφεση στο σύνολό της της εναγομένης [ήδη αναιρεσείουσας] ανώνυμης
ασφαλιστικής εταιρείας. Με τον πρώτο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του
ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, η αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία προσάπτει στην
προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι παραβίασε τις διατάξεις των
άρθρων 195 και 196 του ΑΚ, με το να δεχθεί εσφαλμένα ότι οι
αναιρεσίβλητοι εισέπραξαν με επιφύλαξη την μειωμένη αποζημίωση και ότι
έλαβε χώρα αντισυμβατικά μονομερής εκ μέρους της (αναιρεσείουσας)
τροποποιητική της αρχικής σύμβασης συμφωνία ενώ μετά την κατάρτιση της
αρχικής σύμβασης μεταξύ των μερών, διά της οποίας συμφωνήθηκε η
αποχώρησή τους από την εναγομένη με την παροχή σε αυτούς των
αναγραφομένων στο από 25.6.2009 Πρόγραμμα Εθελουσίας Εξόδου οικονομικών
κινήτρων, έλαβε χώρα τροποποιητική συμφωνία αφορώσα μείωση του ύψους των
πιο πάνω οικονομικών παροχών, με πρόταση της αναιρεσείουσας που έλαβε
χώρα με την από 23.4.2010 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της
και σιωπηρή αποδοχή αυτής εκ μέρους των αναιρεσιβλήτων, συναγομένη από
το ότι αυτοί δεν αντέδρασαν σε αυτήν μέχρι την καταγγελία στις
30.12.2010 των συμβάσεων αυτών και εισέπραξαν την μειωμένη αποζημίωση
για την αποχώρησή τους με επιφύλαξη που αφορούσε το ύψος του ληφθέντος
ποσού και όχι το κύρος της τροποποιητικής συμφωνίας, ενόψει του ότι δεν
ήταν δυνατή η μονομερής τροποποίηση της αρχικής συμφωνίας, και ότι χωρίς
τη νέα συμφωνία των μερών ως προς το ύψος της οφειλομένης χρηματικής
παροχής, που συνιστά ουσιώδη όρο αυτής, δεν θα ήταν εφικτή η συναινετική
λύση της εργασιακής σχέσης των αναιρεσίβλητων με καταγγελία.
Ο λόγος
αυτός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης
προϋπόθεσης και κατά συνέπεια απαράδεκτος. Και τούτο διότι το
δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την περί τούτου αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση
του δεν δέχθηκε ότι μετά την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης για τη λύση
των εργασιακών συμβάσεων αυτών με συναινετική καταγγελία στο πλαίσιο
του από 25.6.2009 Προγράμματος Εθελούσιας Εξόδου και των οικονομικών
κινήτρων που τούτο προέβλεπε για όσους μετείχαν σε αυτό, στους οποίους
περιλαμβάνονταν οι αναιρεσίβλητοι, συνήφθη τροποποιητική σύμβαση μεταξύ
των μερών, αφορώσα συμφωνία για μείωση των παροχών αυτών, αλλά αντιθέτως
έκρινε ότι με μονομερή απόφαση της η αναιρεσείουσα εταιρεία κατέβαλε
στους αναιρεσίβλητους στις 30.12.2010 κατά την από αυτήν συναινετική
καταγγελία των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αυτών μειωμένη αποζημίωση,
σύμφωνα με τα όσα αποφάσισε η από 23.4.2010 Γενική Συνέλευση των
μετόχων αυτής για εκείνους που δεν είχαν εισέτι αποχωρήσει από την
εργασία τους, στους οποίους περιλαμβάνονταν οι αναιρεσίβλητοι, σε σχέση
με τα όσα αρχικά είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των μερών. Αυτή είναι η έννοια
της διαλαμβανομένης στην προσβαλλομένη απόφαση φράσης ότι η
αναιρεσείουσα με τις από 23.4.2010 αποφάσεις των οργάνων της
"τροποποίησε μονομερώς και αντισυμβατικά την καταρτισθείσα μεταξύ αυτής
και των εναγόντων συμφωνία περί συναινετικής καταγγελίας των συμβάσεων
εργασίας τους, με την οποία είχε αναλάβει την υποχρέωση να τους
καταβάλει αυξημένη αποζημίωση απολύσεως και τις προαναφερόμενες
πρόσθετες παροχές (πρόσθετους μισθούς)" και όχι ότι η αναιρεσείουσα θα
μπορούσε μονομερώς να προβεί σε τροποποίηση του σχετικού όρου, ως
αβασίμως διαλαμβάνεται στο αναιρετήριο ότι εσφαλμένως κρίθηκε με την
προσβαλλομένη απόφαση.
Σε κάθε δε περίπτωση η έλλειψη αντίδρασης των
αναιρεσιβλήτων στην από 23.4.2010 απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των
μετόχων της αναιρεσείουσας μέχρι τη λήξη στις 30.12.2010 της μεταξύ των
διαδίκων σύμβασης εργασίας και η από αυτούς είσπραξη με επιφύλαξη της
μειωμένης αποζημίωσης που είχε αποφασίσει να καταβάλει η αναιρεσείουσα,
δεν υποδηλώνει σιωπηρή εκ μέρους τους αποδοχή της κατά τα άνω πρότασης
της αναιρεσείουσας για την καταβολή μικρότερης της συμφωνηθείσας
αποζημίωσης, κατά τροποποίηση της αρχικής περί τούτου συμφωνίας, και
επομένως ο ως άνω λόγος αναίρεσης κατά το μέρος αυτό είναι αβάσιμος.
Κατά το μέρος δε που με αυτόν πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του
δικαστηρίου ότι, πλην της αρχικής, δεν καταρτίσθηκε μεταξύ των μερών
άλλη συμφωνία τροποποιητική της πρώτης, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος.
Εφόσον δε κατά τις ως άνω παραδοχές της προσβαλλομένης απόφασης δεν
καταρτίσθηκε καμία συμφωνία τροποποιητική της αρχικής σύμβασης, δεν
ευρίσκουν έδαφος εφαρμογής οι επικαλούμενες διατάξεις των άρθρων 195 και
196 του ΑΚ και ισχύουν οι όροι της αρχικής σύμβασης, της οποίας δεν
αμφισβητείται η κατάρτιση. Με τον δεύτερο από τον αριθμό 19 του άρθρου
559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα προσάπτει στην
προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι περιέχει ανεπαρκείς
αιτιολογίες, καθότι δεν διευκρινίζεται σε αυτήν εάν, μετά την λήψη της
από 23.4.2010 απόφασης της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων αυτής με την
οποία αποφασίσθηκε για οικονομικούς λόγους η μείωση των οικονομικών
κινήτρων σε σχέση με τα όσα προέβλεπε το αρχικό από 25.6.2009 Πρόγραμμα
Εθελουσίας Εξόδου, οι αναιρεσίβλητοι αντέδρασαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο
στην απόφαση αυτή μέχρι την ημερομηνία λύσης της σύμβασης εργασίας τους
στις 30.12.2010 ή εάν αντιθέτως ενέμειναν στην αρχική σύμβαση,
προκειμένου να κριθεί εάν η σχετική πρόταση της αναιρεσείουσας έγινε
σιωπηρά αποδεκτή από αυτούς, με συνέπεια την τροποποίηση της αρχικής
συμφωνίας ως προς το ύψος των οφειλομένων σε αυτούς παροχών. Ο λόγος
αυτός είναι αβάσιμος, διότι μόνη η επικαλουμένη έλλειψη αντίδρασης των
αναιρεσιβλήτων στην πιο πάνω απόφαση της αναιρεσείουσας δεν αρκεί για
την κατάφαση εκ μέρους των αναιρεσίβλητων σιωπηράς αποδοχής της πρότασης
της αναιρεσείουσας για την καταβολή σε αυτούς μειωμένων οικονομικών
παροχών κατά τη λύση της σύμβασης εργασίας των αναιρεσίβλητων με
συναινετική καταγγελία και συνακόλουθα για την κατάρτιση της περί τούτου
τροποποιητικής συμφωνίας. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να
απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί η
αναιρεσείουσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία στην πληρωμή των δικαστικών
εξόδων των αναιρεσίβλητων, που παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις, λόγω
της ήττας αυτής (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16.1.2017 και με αριθ. κατάθ. .../19.1.2017 αίτηση
αναίρεσης της υπ’ αριθ. 2411/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου
Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία στην πληρωμή των
δικαστικών εξόδων των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει στο ποσό των
χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ