Αριθμός 1303/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Περίληψη
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
174, 180, 281, 288, 349, 350, 361, 648, 652, 656, 669 ΑΚ και 7 εδ. α ν.
2112/1920 προκύπτει ότι: Η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου
είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι’ αυτό δεν είναι
απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα. Αποτελεί όμως
ενάσκηση δικαιώματος και κατά συνέπειαν είναι απαγορευμένη όταν γίνεται
καταχρηστικά, δηλαδή υπό περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν προφανή
υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή
τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η
καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην
έγινε, ο δε εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του
εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή του
μισθού προς αυτόν. Η καταγγελία είναι καταχρηστική και όταν γίνεται από
λόγους αντεκδικήσεως ή εχθρότητας συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του
εργαζόμενου, νόμιμης μεν αλλά μη αρεστής στον εργοδότη.
Αντίθετα η
καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο
την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την παράβαση των
συμβατικών του υποχρεώσεων. Ως παράβαση όμως των συμβατικών υποχρεώσεων
του εργαζομένου δεν μπορεί να νοηθεί το ότι αυτός αρνείται να αποδεχθεί
τη μονομερή εκ μέρους του εργοδότη βλαπτική μεταβολή των όρων της
συμβάσεως εργασίας του. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία που αληθώς
γίνεται για το λόγο αυτό διατηρεί την καταχρηστικότητά της (ΑΠ 315/2014).
Β1’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους δικαστές: Ευφημία Λαμπροπούλου, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Στυλιανή Γιαννούκου, Χαράλαμπο Μαχαίρα
και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2017,
με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την
υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." που εδρεύει
στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηρακλή Τσάγκα με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2
Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) α) Ι. Μ. του Κ., χήρας Ι. Ρ. ατομικά και ως
προσωρινής δικαστικής συμπαραστάτριας της θυγατέρας της Ρ.-Σ. Ρ. του Ι.
και β) Μ.-Χ. Ρ. του Ι., κατοίκων ..., ως μόνων εξ αδιαθέτου κληρονόμων
του αποβιώσαντος αρχικά πρώτου αναιρεσιβλήτου Ι. Ρ., 2) Χ. Κ. του Α.,
κατοίκου ... και 3) Ι. Π. του Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν
από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αχιλλέα Κοτσώνα με δήλωση του άρθρου
242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-5-2012 αγωγή του ήδη αποβιώσαντος
αρχικά πρώτου αναιρεσιβλήτου Ι. Ρ. και των ήδη δευτέρου και τρίτου
αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λιβαδειάς.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 32/2013 του ίδιου δικαστηρίου και 17/2014 του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας (μεταβατικής έδρας Λιβαδειάς).
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6-12-2014 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Νικολακέα ανέγνωσε την από 18-1-2016
έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 286 περ. α, 287 και 291 Κ.Πολ.Δ., που
εφαρμόζονται κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου κώδικα και στην
αναιρετική δίκη, προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται αν μετά την άσκηση της
αιτήσεως αναιρέσεως και μέχρι να τελειώσει η προφορική συζήτηση μετά
την οποία εκδίδεται η οριστική απόφαση του Αρείου Πάγου, αποβιώσει
κάποιος διάδικος. Η διακοπή επέρχεται από τη γνωστοποίηση προς τον
αντίδικο του λόγου διακοπής με επίδοση δικογράφου ή με προφορική δήλωση
στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση της
διαδικαστικής πράξεως. Η δίκη που διακόπηκε μπορεί να επαναληφθεί
εκουσίως ρητώς με δήλωση των κληρονόμων του θανόντος στο ακροατήριο κατά
την εκφώνηση της υποθέσεως προς συζήτηση, ακόμα και ταυτόχρονα με τη
δήλωση διακοπής, εφόσον παρίσταται ο αντίδικος, είτε με την επίδοση
ιδιαιτέρου δικογράφου ή και με εξώδικη δήλωση αλλά και σιωπηρώς με την
κοινοποίηση κλήσεως προς συζήτηση της υποθέσεως (Α.Π. 43/2014). Στην
προκειμένη περίπτωση φέρεται για συζήτηση η από 6-12-2014 αίτηση για
αναίρεση της 17/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας
(μεταβατικής έδρας Λιβαδειάς), η οποία στρέφεται κατά των Ι. Ρ., Χ. Κ.
και Ι. Π.. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου
πινακίου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσης νόμιμη μετά από
αναβολή δικάσιμο αυτής (24-1-2017), δεν εμφανίσθηκε ο πρώτος
αναιρεσίβλητος Ι. Ρ. αλλά οι Ι. Μ. του Κ. χήρα Ι. Ρ., ατομικά και ως
προσωρινή δικαστική συμπαραστάτρια της θυγατέρας της Ρ.-Σ. Ρ. του Ι.,
καθώς και η Μ.-Χ. Ρ. του Ι., σύζυγος και θυγατέρες του αντίστοιχα, οι
οποίες με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Β. Κ. που
είχε καταχωρηθεί στα πρακτικά κατά τη δικάσιμο της 2-2-2016, κατά την
οποία αναβλήθηκε η συζήτηση για τις 24-5-2016 και από εκείνη για την πιο
πάνω δικάσιμο (24-1-2017), είχαν γνωστοποιήσει στην αντίδικο αυτών
αναιρεσείουσα τη βιαία διακοπή της δίκης για το λόγο ότι στις 21-1-2015,
δηλαδή μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως που έλαβε χώρα στις
9-12-2014, απεβίωσε ο αρχικά πρώτος αναιρεσίβλητος, δήλωσαν δε ότι
επαναλαμβάνουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη ως μόνες εξ αδιαθέτου
κληρονόμοι του. Εφόσον δε η ιδιότητα αυτών ως μόνων εξ αδιαθέτου
κληρονόμων του αρχικά πρώτου αναιρεσιβλήτου δεν αμφισβητείται αλλά
αντίθετα αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από αυτές έγγραφα
(απόσπασμα της ...-1-2015 ληξιαρχικής πράξεως θανάτου της Ληξιάρχου της
..., .../2015 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του ..., ...1-2017
πιστοποιητικό μη αποποιήσεως κληρονομίας της γραμματέως του
Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς, .../4-2-2015 και ...-2-2015 πιστοποιητικά μη
δημοσιεύσεως διαθήκης των γραμματέων του Πρωτοδικείου Αθηνών και του
Ειρηνοδικείου Λιβαδειάς αντίστοιχα) η βιαίως διακοπείσα δίκη νομίμως
επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται από αυτές. Από τις διατάξεις των άρθρων
118 αριθ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στο
έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο
και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της
ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί αν και ποιο λόγο αναιρέσεως
από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 Κ.Πολ.Δ. θεμελιώνει η
προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικά για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως
για παραβίαση από το δικαστήριο της ουσίας κανόνων ουσιαστικού δικαίου
(άρθρο 559 αριθ. 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ.) πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη
διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην
απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού
νόμου. Αν δε το δικαστήριο ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της πρέπει
να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά
περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η
προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (Ολ. Α.Π.
20/2005). Στην προκειμένη περίπτωση με το μόνο λόγο αναιρέσεως η
αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ανωτέρω αναιρετική
πλημμέλεια, για δε τη θεμελίωσή του παραθέτει τις παραδοχές της
προσβαλλόμενης αποφάσεως και αναφέρει τις φερόμενες ως παραβιασθείσες
ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, ήτοι εκείνες των άρθρων 174, 281, 288 και
652 Α.Κ., όχι όμως και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό
σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή τους αλλά μόνο απαράδεκτες
αιτιάσεις για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ. 1
Κ.Πολ.Δ.).
Συνεπώς ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Σε κάθε
περίπτωση, και αν ακόμα κρινόταν παραδεκτός ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως,
πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων
174, 180, 281, 288, 349, 350, 361, 648, 652, 656, 669 ΑΚ και 7 εδ. α ν.
2112/1920 προκύπτει ότι: Η καταγγελία συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου
είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και γι’ αυτό δεν είναι
απαραίτητο να δικαιολογείται από τον καταγγέλλοντα. Αποτελεί όμως
ενάσκηση δικαιώματος και κατά συνέπειαν είναι απαγορευμένη όταν γίνεται
καταχρηστικά, δηλαδή υπό περιστάσεις οι οποίες στοιχειοθετούν προφανή
υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή
τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στην περίπτωση αυτή η
καταγγελία της συμβάσεως εργασίας είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην
έγινε, ο δε εργοδότης, αρνούμενος να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του
εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή του
μισθού προς αυτόν. Η καταγγελία είναι καταχρηστική και όταν γίνεται από
λόγους αντεκδικήσεως ή εχθρότητας συνεπεία προηγούμενης συμπεριφοράς του
εργαζόμενου, νόμιμης μεν αλλά μη αρεστής στον εργοδότη.
Αντίθετα η
καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική όταν έχει ως πραγματικό κίνητρο
την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του εργαζομένου ή την παράβαση των
συμβατικών του υποχρεώσεων. Ως παράβαση όμως των συμβατικών υποχρεώσεων
του εργαζομένου δεν μπορεί να νοηθεί το ότι αυτός αρνείται να αποδεχθεί
τη μονομερή εκ μέρους του εργοδότη βλαπτική μεταβολή των όρων της
συμβάσεως εργασίας του. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία που αληθώς
γίνεται για το λόγο αυτό διατηρεί την καταχρηστικότητά της (Α.Π.
315/2014).
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφασή του το
εφετείο δέχθηκε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει τον αναιρετικό έλεγχο, τα
εξής: "Οι ενάγοντες [ήδη αναιρεσίβλητοι] προσελήφθησαν ο πρώτος την
1-7-2008, ο δεύτερος την 30-6-2009 και ο τρίτος την 3-9-2007 με σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την εναγόμενη [ήδη
αναιρεσείουσα] εταιρεία, η οποία διατηρεί εργοστάσιο παραγωγής
πλαστικών, βυτίων, δεξαμενών κ.λπ. στο 5 χιλ. Π.Ε.Ο. Λιβαδειάς - Θηβών,
προκειμένου να εργασθούν ως οδηγοί φορτηγού, με ωράριο οκτώ ώρες
ημερησίως, με πενθήμερη εργασία, έναντι μηνιαίων αποδοχών το έτος 2012 ο
πρώτος 1.167 ευρώ (βασικός μισθός + επίδομα γάμου + επίδομα 2 τέκνων), ο
δεύτερος 1.118,95 ευρώ (βασικός μισθός + επίδομα γάμου + επίδομα 1
τέκνου) και ο τρίτος 1.264,9 ευρώ (βασικός μισθός + επίδομα γάμου +
επίδομα 2 τέκνων + επίδομα πολυετίας). Στις 30 Μαΐου 2011 ο πρώτος και ο
δεύτερος αυτών προσέφυγαν στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπου και δήλωσαν τα
ακόλουθα: "...υπάρχει έντονη φημολογία και από υπαλλήλους γραφείων ότι
επίκειται απόλυσή τους, την οποία απόλυση ή απειλή απόλυσης θεωρούν ως
άσκηση ψυχολογικής βίας προκειμένου να αποδεχθούν βλαπτική μεταβολή των
όρων εργασίας τους, μείωση μισθού και ωραρίου και να μην διεκδικήσουν
νόμιμες αποδοχές, υπερωρίες, νυχτερινά, εργασία Σαββάτου...". Η
εναγομένη δήλωσε επ’ αυτού ότι "...δεν έχει προβεί σε καμία καταγγελία
της σύμβασης εργασίας με τους εργαζόμενους και συνεχίζεται κανονικά η
εργασιακή τους σχέση...". Στις 9 Φεβρουαρίου 2012 ο πρώτος και ο τρίτος
των εναγόντων κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του συμβολαιογράφου Λιβαδειάς Κ.
Κ., στην... .../9-2-2012 ένορκη βεβαίωσή τους, σε δικαστική αντιδικία
που υπήρχε μεταξύ της τελευταίας και του εργαζομένου της και συναδέλφου
τους Φ. Μ., ο οποίος είχε ασκήσει εναντίον της εναγομένης την από 2
Σεπτεμβρίου 2011 αγωγή του, ότι τόσο οι ίδιοι όσο και ο Φ. Μ.
εξοφλούνταν κανονικά για τις αποδοχές και τις υπερωρίες τους.
Συγκεκριμένα στην εν λόγω ένορκη βεβαίωσή τους ανέφεραν τα ακόλουθα:
"...ικανοποιημένοι από τις συνθήκες εργασίας, ...εξοφλούνται για τις
νόμιμες αποδοχές τους, ...και για τις υπερωρίες... ο Φ. Μ. αμειβόταν κι
αυτός κανονικά... χωρίς ποτέ να έχει διαμαρτυρηθεί..., η εταιρεία ήταν
συνεπής σε ό,τι είχαμε συμφωνήσει...". Όπως αποδεικνύεται όμως... η
παραπάνω ένορκη βεβαίωση έγινε από τους πρώτο και τρίτο των εναγόντων
κατόπιν πιέσεων της εναγόμενης και με το φόβο της απολύσεώς τους από
αυτήν... Στη συνέχεια όμως και συγκεκριμένα στις 23 Φεβρουαρίου 2012 οι
πρώτος και τρίτος των εναγόντων για λόγους συνειδήσεως μετέβαλαν γνώμη
και απέστειλαν στην εναγομένη την από 23 Φεβρουαρίου 2012 εξώδικη
δήλωση- πρόσκλησή τους, η οποία επιδόθηκε στην τελευταία την επόμενη
μέρα, με την οποία της ζητούσαν να μη χρησιμοποιήσει την ως άνω ένορκη
βεβαίωση, δηλώνοντας παραλλήλως ότι όλα όσα κατέθεσαν και περιέχονταν σ’
αυτήν εις βάρος του συναδέλφου τους και αντιδίκου της ήταν ψευδή.
Κατόπιν αυτών μετά την πάροδο ελαχίστων ημερών, στις 28 Φεβρουαρίου
2012, η εναγομένη επέδωσε στους ενάγοντες την από 22 Φεβρουαρίου 2012
εξώδικη πρόσκλησή της, με την οποία τους καλούσε να αποδεχθούν πρότασή
της για εκ περιτροπής εργασία δύο ημερών την εβδομάδα ο καθένας,
επικαλούμενη προβλήματα στο εμπορικό της τμήμα εξαιτίας της ραγδαίας
πτώσεως των πωλήσεων από την οικονομική κρίση, ενώ τους επεσήμανε ότι
διαφορετικά θα ήταν υποχρεωμένη να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας τους.
Οι ενάγοντες την επομένη ημέρα της απάντησαν εγγράφως ότι αρνούνται την
πρότασή της. Αυθημερόν η εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας
τους, τις οποίες οι εναγόμενοι παρέλαβαν με επιφύλαξη. Σύμφωνα με τα
παραπάνω η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των εναγόντων από την
εναγομένη έγινε μόνο από λόγους εμπάθειας και εκδικητικότητας της
τελευταίας, λόγω της προηγηθείσας ως άνω μη αρεστής σ’ αυτήν
συμπεριφοράς των εναγόντων, η οποία απέβλεπε αποκλειστικώς και μόνο στην
προστασία με νόμιμο τρόπο των δικαιωμάτων τους και στην υποστήριξη των
δικαιωμάτων του συναδέλφου τους. Η τελευταία ισχυρίζεται ότι προέβη στην
απόλυση των εναγόντων λόγω της μεγάλης πτώσεως των πωλήσεων και
συνακολούθως της μειώσεως των δρομολογίων των φορτηγών της, αφού αυτοί
δεν αποδέχθηκαν την πρόταση της για εκ περιτροπής εργασία.
Ο ισχυρισμός
της όμως αυτός δεν αποδεικνύεται ως βάσιμος και κατ’ ουσίαν. Και τούτο
διότι αυτή, πλέον του ότι δεν αποδείχθηκε ότι ακολούθησε όλη τη νόμιμη
και απαιτούμενη διαδικασία για την ενημέρωση των εργαζομένων της για εκ
περιτροπής εργασία αυτών... δεν αποδείχθηκε ότι κατά τον ίδιο ως άνω
χρόνο πρότεινε εκ περιτροπής εργασία και στους άλλους δύο οδηγούς που
απασχολούσε από το έτος 2010 Κ. Κ. και Ν. Κ.... Εκτός αυτών λίγους μήνες
πριν την απόλυση των εναγόντων η εναγομένη δεν έκανε λόγο στην
Επιθεώρηση Εργασίας για οποιουδήποτε είδους προβλήματα και δήλωνε ότι η
εργασιακή σχέση με τους ενάγοντες θα συνεχισθεί κανονικά.
Όπως ήδη
προαναφέρθηκε η εναγόμενη ουδόλως ακολούθησε την προβλεπόμενη διαδικασία
για την πρόταση στους εργαζομένους της εκ περιτροπής εργασίας τους αλλά
αυτή αυθαιρέτως το πρότεινε στους ενάγοντες και μόλις αυτοί αρνήθηκαν
άνευ ετέρου προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας τους.
Αποδεικνύεται κατόπιν αυτών ότι η καταγγελία αυτή έγινε αποκλειστικώς
και μόνο λόγω της προαναφερθείσας αναλυτικώς συμπεριφοράς των εναγόντων,
η οποία δεν ήταν αρεστή στην εναγομένη και δεν στηριζόταν σε νομίμους
λόγους.
Ως εκ τούτου η εν λόγω καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των
εναγόντων υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη
και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του σχετικού δικαιώματος της
εναγομένης και συνεπώς είναι καταχρηστική κατ’ άρθρον 281 του Α.Κ. και
άκυρη σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 Α.Κ. Ενόψει αυτού η εναγόμενη
πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες τις οφειλόμενες για
την αιτία αυτή αποδοχές υπερημερίας, δεδομένου ότι μεταξύ των διαδίκων
υφίστατο έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία δεν λύθηκε με
νόμιμο τρόπο και η εναγομένη αρνήθηκε να αποδεχθεί εφεξής τις
πραγματικές και προσήκουσες υπηρεσίες των εναγόντων, περιερχόμενη έτσι
σε κατάσταση υπερημερίας εργοδότη, έχοντας περαιτέρω την υποχρέωση να
καταβάλλει στους τελευταίους τις αποδοχές τις οποίες εκείνοι θα
ελάμβαναν σύμφωνα με την εργασιακή σύμβαση και το νόμο εάν δεν
μεσολαβούσε η άρνηση της εναγομένης να αποδεχθεί τις υπηρεσίες τους. Ως
εκ τούτου οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν για το χρονικό διάστημα από
29-2-2012 έως 29-11-2012 ο πρώτος συνολικό ποσό 10.503 ευρώ, ο τρίτος
[προδήλως εννοείται: ο δεύτερος] συνολικό ποσό 10.071 ευρώ και ο τρίτος
συνολικό ποσό 11.385 ευρώ. Τέλος ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο
τρίτος των εναγόντων αμέσως μετά τη απόλυσή του από αυτήν απασχολήθηκε
από άλλον εργοδότη, είναι απορριπτέος ως αόριστος καθόσον δεν αναφέρεται
ποιος είναι ο εργοδότης αυτός".
Με βάση αυτές τις παραδοχές το εφετείο
δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της εναγομένης κατά
της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία είχε γίνει εν
μέρει δεκτή η αγωγή, είχε αναγνωρισθεί η ακυρότητα της εκ μέρους της
εναγομένης από 29-2-2012 καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των
εναγόντων, είχε υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες
υπηρεσίες τους και να τους καταβάλει τα ποσά των 10.503, 10.071 και
11.385 ευρώ αντίστοιχα με το νόμιμο τόκο κατά τις αναφερόμενες σ’ αυτήν
διακρίσεις. Έτσι που έκρινε το εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη
ερμηνεία ή εφαρμογή τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 174,
281, 288 και 652 Α.Κ. αφού με βάση τα δεκτά γενόμενα από αυτό ως
αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά η εκ μέρους της εναγομένης
καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των εναγόντων ήταν καταχρηστική και
συνακόλουθα άκυρη διότι έγινε από λόγους αντεκδικήσεως εξαιτίας νόμιμης
μεν, μη αρεστής όμως σ’ αυτήν (την εναγομένη) συμπεριφοράς τους και
συγκεκριμένα διότι: α) οι πρώτος και δεύτερος προσέφυγαν στην οικεία
Επιθεώρηση Εργασίας παραπονούμενοι για άσκηση "ψυχολογικής βίας" εκ
μέρους της εναγομένης με την κυκλοφορία φημών για απολύσεις εργαζομένων
της, β) οι πρώτος και τρίτος επέδωσαν στην εναγομένη εξώδικη δήλωση με
την οποία ανακαλούσαν ως αναληθή ένορκη βεβαίωση που είχαν δώσει υπό το
φόβο της απολύσεώς τους σε βάρος άλλου συναδέλφου τους, προκειμένου να
χρησιμοποιηθεί σε δίκη μεταξύ της εναγομένης και του συναδέλφου τους
εκείνου και γ) και οι τρεις αρνήθηκαν να συναινέσουν στη μονομερή
βλαπτική μεταβολή των όρων των συμβάσεων εργασίας τους, την οποία αυτή
επιχείρησε να τους επιβάλει μετά τις προαναφερθείσες με τα στοιχεία α
και β νόμιμες ενέργειές τους. Επομένως, και αν ακόμα ο ανωτέρω λόγος
αναιρέσεως κρινόταν παραδεκτός, θα ήταν απορριπτέος ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αίτηση και
να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, λόγω της ήττας της, στη δικαστική
δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά των τελευταίων
(άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 6-12-2014 αίτηση για αναίρεση της 17/2014 αποφάσεως
του Μονομελούς Εφετείου Λαμίας (μεταβατικής έδρας Λιβαδειάς).
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαΐου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 23 Ιουλίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ