Υπόθεση C-49/18 Μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας – Μείωση των αποδοχών στην εθνική δημόσια διοίκηση – Σχετικές λεπτομέρειες – Διαφοροποιημένες επιπτώσεις – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2, π

Υπόθεση C-49/18 Μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας – Μείωση των αποδοχών στην εθνική δημόσια διοίκηση – Σχετικές λεπτομέρειες – Διαφοροποιημένες επιπτώσεις – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2, π

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 7ης Φεβρουαρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας – Μείωση των αποδοχών στην εθνική δημόσια διοίκηση – Σχετικές λεπτομέρειες – Διαφοροποιημένες επιπτώσεις – Κοινωνική πολιτική – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 21 – Ανεξαρτησία των δικαστών – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ»

Στην υπόθεση C‑49/18,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Catalunya (ανώτερο δικαστήριο Καταλονίας, Ισπανία) με απόφαση της 28ης Δεκεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιανουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης

Carlos Escribano Vindel

κατά

Ministerio de Justicia,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Arabadjiev (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits, M. Berger, C. Vajda και P. G. Xuereb, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: H. Saugmandsgaard Øe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο C. Escribano Vindel, αυτοπροσώπως,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. García-Valdecasas Dorrego και A. Gavela Llopis,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους L. Flynn, H. Krämer και J. Baquero Cruz,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καθώς και του άρθρου 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Carlos Escribano Vindel και του Ministerio de Justicia (Υπουργείου Δικαιοσύνης, Ισπανία) σχετικά με τη μείωση του ποσού των αποδοχών του πρώτου στο πλαίσιο των κατευθυντηρίων γραμμών της δημοσιονομικής πολιτικής του Ισπανικού Κράτους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78:

«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»

4        Το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:

[...]

β)      συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν

i)      η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, [...]

[...]».

5        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.

Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει:

[...]

β)      τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση».

 Το ισπανικό δίκαιο

6        Το άρθρο 299 του Ley Orgánica 6/1985 del Poder Judicial (οργανικού νόμου 6/1985 περί οργανισμού των δικαστηρίων), της 1ης Ιουλίου 1985 (BOE αριθ. 157, της 2ας Ιουλίου 1985, σ. 20632), προβλέπει ότι το δικαστικό σώμα περιλαμβάνει τρεις βαθμούς, ήτοι τους βαθμούς του δικαστή πρώτου βαθμού (magistrado) του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), του δικαστή πρώτου βαθμού (magistrado) και του δικαστή δευτέρου βαθμού (juez).

7        Το άρθρο 32.Uno.II, παράγραφος 1, του Ley 26/2009 de Presupuestos Generales del Estado para el año 2010 (νόμου 26/2009 περί γενικού προϋπολογισμού του κράτους για το έτος 2010), της 23ης Δεκεμβρίου 2009 (BOE αριθ. 309, της 23ης Δεκεμβρίου 2009, σ. 108804, στο εξής: LPGE του 2010), προβλέπει ότι, από την 1η Ιουνίου 2010, οι βασικές αποδοχές των διαφόρων κατηγοριών των μελών του δικαστικού σώματος θα μειωθούν κατά 9,73 % σε σχέση με τις αποδοχές που προβλέπονταν μέχρι τότε.

8        Το άρθρο 32.Uno.II, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του LPGE του 2010 έχει ως εξής:

«Σε ετήσια βάση, οι πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού και του εισαγγελικού σώματος θα μειωθούν κατά 6 % στην περίπτωση των δικαστών πρώτου βαθμού και των εισαγγελέων πρώτου βαθμού, και κατά 5 % στην περίπτωση των δικαστών δευτέρου βαθμού και των εισαγγελέων δευτέρου βαθμού, σε σχέση με τις ισχύουσες στις 31 Μαΐου 2010 αποδοχές.»

9        Το άρθρο 1 του Real Decreto-Ley 8/2010 (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 8/2010), της 20ής Μαΐου 2010 (BOE αριθ. 126, της 24ης Μαΐου 2010, σ. 45070), τροποποίησε το άρθρο 32 του LPGE του 2010 όσον αφορά τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου έως τις 31 Μαΐου 2010.

10      Το άρθρο 31.Uno του Ley 39/2010 de Presupuestos Generales del Estado para el año 2011 (νόμου 39/2010 περί γενικού προϋπολογισμού του κράτους για το έτος 2011), της 22ας Δεκεμβρίου 2010 (BOE αριθ. 311, της 23ης Δεκεμβρίου 2010, σ. 105744) (στο εξής: LPGE του 2011), προβλέπει, αφενός, ότι τα ποσά των αποδοχών των διαφόρων κατηγοριών των μελών του δικαστικού σώματος είναι πανομοιότυπα με εκείνα που ορίζονται στο άρθρο 32.Uno.II, παράγραφος 1, του LPGE του 2010, όπως τροποποιήθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 8/2010, της 20ής Μαΐου 2010, και, αφετέρου, ότι οι πρόσθετες αποδοχές δεν υπόκεινται σε καμία αύξηση σε σχέση με τις ισχύουσες στις 31 Δεκεμβρίου 2010 αποδοχές.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Ο C. Escribano Vindel, δικαστής πρώτου βαθμού, υπηρετών στο μονομελές Juzgado de lo Social n° 26 de Barcelona (δικαστήριο εργατικών διαφορών αριθ. 26 της Βαρκελώνης, Ισπανία), προσέβαλε ενώπιον του Tribunal Superior de Justicia de Catalunya (ανώτερου δικαστηρίου Καταλονίας, Ισπανία) τα δελτία μισθοδοσίας του για το έτος 2011, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι αυτά αποτελούσαν διοικητικές πράξεις εκδοθείσες βάσει του άρθρου 31.Uno του LPGE του 2011 και, αφετέρου, ότι συνεπάγονταν «σημαντική μείωση σε σχέση με τις αντίστοιχες περιόδους του προηγούμενου έτους» αντίθετη προς το ισπανικό Σύνταγμα.

12      Με διάταξη της 30ής Μαρτίου 2015, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε στο Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο, Ισπανία) ερώτημα όσον αφορά το συμβατό του άρθρου 31.Uno του LPGE του 2011 με το ισπανικό Σύνταγμα, με το οποίο επισήμανε ότι από έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης προκύπτει ότι η μισθολογική μείωση είναι 7,16 % για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5, των οποίων οι αποδοχές είναι οι χαμηλότερες, 6,64 % για τους δικαστές πρώτου βαθμού που υπηρετούν σε μονομελή δικαστήρια και υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, στο οποίο υπάγεται, εξάλλου, ο C. Escribano Vindel, και 5,90 % για τους δικαστές πρώτου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 1, των οποίων οι αποδοχές είναι οι υψηλότερες.

13      Με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2015, η ολομέλεια του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) έκρινε ότι το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο και ότι η επίμαχη διάταξη δεν παραβιάζει, μεταξύ άλλων, την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 14 του ισπανικού Συντάγματος. Συγκεκριμένα, το Tribunal Constitucional (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε ότι τα οικεία μέλη του ισπανικού δικαστικού σώματος δεν τελούν σε αντικειμενικά συγκρίσιμη κατάσταση, δεδομένου ότι εντάσσονται σε χωριστές κατηγορίες και κατέχουν διαφορετικές θέσεις εργασίας.

14      Με διάταξη της 24ης Φεβρουαρίου 2016, το αιτούν δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του ζητήματος αν τα ληφθέντα μέτρα μειώσεως των αποδοχών εισάγουν διακρίσεις υπό το πρίσμα του Χάρτη. Στην απάντησή του, ο C. Escribano Vindel ισχυρίστηκε ότι τα εν λόγω μέτρα συνεπάγονται έμμεση διάκριση λόγω ηλικίας ή αρχαιότητας, δεδομένου ότι η μείωση των αποδοχών είναι πιο σημαντική για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5, που είναι η βαθμίδα εισόδου στο δικαστικό σώμα στην οποία καταλέγονται οι νεότεροι σε ηλικία δικαστές με τη μικρότερη αρχαιότητα. Ως εκ τούτου, μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη δημιουργεί δυσανάλογα αρνητικό αποτέλεσμα ανάλογα με την ηλικία ή την αρχαιότητα.

15      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη εθνική ρύθμιση, η οποία αποσκοπεί στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος που επιβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, η οποία απαγορεύεται από τον Χάρτη και την οδηγία 2000/78. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι ο συντελεστής της μειώσεως των αποδοχών στην οποία προβαίνει η ρύθμιση αυτή είναι υψηλότερος για τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5 και για τους δικαστές πρώτου βαθμού που υπηρετούν σε μονομελή δικαστήρια, οι οποίοι υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, από ό,τι για τις λοιπές κατηγορίες δικαστικών λειτουργών. Κατά το αιτούν δικαστήριο, οι νεότεροι σε ηλικία και έχοντες μικρότερη αρχαιότητα δικαστές συμβάλλουν επομένως σε μεγαλύτερο βαθμό στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος, χωρίς η ειδική αυτή επιβάρυνση που τους επιβάλλεται να δικαιολογείται από πρόσφορο αντικειμενικό λόγο.

16      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η επίμαχη εθνική ρύθμιση παραβιάζει τη γενική αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι καθορίζει μείωση των αποδοχών σύμφωνα με κριτήρια τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη ούτε τα ασκούμενα καθήκοντα ούτε την αρχαιότητα και προβλέπει μεγαλύτερο ποσοστό μειώσεως των αποδοχών για τους δικαστικούς λειτουργούς με τις χαμηλότερες αποδοχές.

17      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, κατ’ αρχάς, στο άρθρο 6 του Ευρωπαϊκού Χάρτη για το καθεστώς των δικαστών, ο οποίος εκδόθηκε στις 8 – 10 Ιουλίου 1998 από το Συμβούλιο της Ευρώπης, στη συνέχεια, στη σύσταση CM/Rec(2010)12 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης προς τα κράτη μέλη για τους δικαστές: ανεξαρτησία, αποτελεσματικότητα και αρμοδιότητες, η οποία εκδόθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2010, και, τέλος, στα σημεία 74 έως 79 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:395).

18      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Superior de Justicia de Catalunya (ανώτερο δικαστήριο Καταλονίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί της απαγορεύσεως των διακρίσεων την έννοια ότι δεν αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 31.Uno του [LPGE του 2010], η οποία ορίζει διαφορετικά ποσοστά μειώσεως τα οποία είναι επαχθέστερα για τα μέλη του δικαστικού σώματος που λαμβάνουν τις χαμηλότερες αποδοχές, επιβάλλοντάς τους μεγαλύτερες θυσίες στο πλαίσιο της συνεισφοράς στα δημόσια οικονομικά (αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων);

2)      Έχει η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης μέσω δίκαιων, σταθερών και ανάλογων με τα ασκούμενα από το δικαστικό σώμα καθήκοντα αποδοχών την έννοια ότι αποκλείει εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως αυτή του άρθρου 31.Uno του [LPGE του 2011], η οποία δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τη φύση των ασκουμένων καθηκόντων, ούτε την αρχαιότητα, ούτε τη σπουδαιότητα του λειτουργήματος των μελών του δικαστικού σώματος, και απαιτεί μόνον από τα μέλη του δικαστικού σώματος με τις χαμηλότερες αποδοχές μεγαλύτερες θυσίες για τη βιωσιμότητα των δημόσιων δαπανών (αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης);»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως

19      Η Ισπανική Κυβέρνηση θεωρεί ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτη δεδομένου ότι δεν παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο οι πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να αποφανθεί επί των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων. Συγκεκριμένα, η αίτηση αυτή δεν εκθέτει επαρκώς ούτε τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης ούτε την κρίσιμη εθνική ρύθμιση, ούτε το δίκαιο της Ένωσης του οποίου ζητείται η ερμηνεία.

20      Ειδικότερα, δεν αναφέρονται η ηλικία, η αρχαιότητα και το μισθολογικό καθεστώς του C. Escribano Vindel. Επιπλέον, η έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης δεν καλύπτει το μισθολογικό κλιμάκιο 1, στο οποίο υπάγεται ο C. Escribano Vindel, αλλά τα μισθολογικά κλιμάκια 4 και 5.

21      Όσον αφορά την παρουσίαση του εθνικού νομικού πλαισίου, δεν αρκούν οι αναφορές μόνον στο άρθρο 31.Uno του LPGE του 2011 και στο άρθρο 301 του οργανικού νόμου 6/1985 περί οργανισμού των δικαστηρίων για να γίνει κατανοητό το καθεστώς αποδοχών των δικαστικών λειτουργών στην Ισπανία και ο τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκε στους εν λόγω λειτουργούς η αφορώσα όλους τους υπαλλήλους του δημόσιου τομέα μισθολογική μείωση.

22      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου, τονίζει ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα στοιχείο σχετικό με τις πραγματικές οικονομικές επιπτώσεις της μειώσεως των αποδοχών για τον C. Escribano Vindel ή για τους άλλους δικαστές του πρώτου ή του δευτέρου βαθμού και αναφέρει απλώς ποσοστά χωρίς να διευκρινίζει τα ποσά επί των οποίων εφαρμόζονται τα ποσοστά αυτά.

23      Περαιτέρω, δεν παρέχεται καμία πληροφορία σχετικά με τον αντίκτυπο της μειώσεως των αποδοχών για τους δικαστές του πρώτου βαθμού του Audiencia Provincial (περιφερειακού δικαστηρίου, Ισπανία) ή του Audiencia Nacional (κεντρικού δικαστηρίου, Ισπανία), ή για τους δικαστές του πρώτου βαθμού του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Εξάλλου, η έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης συγκρίνει μόνον την κατάσταση τριών τύπων θέσεως εργασίας που επελέγησαν «εν είδει παραδείγματος», προκειμένου «να γίνει κατανοητός» ο τρόπος με τον οποίο το συνολικό ποσοστό μειώσεως ποικίλλει ανάλογα με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία των πρόσθετων αποδοχών επί των συνολικών αποδοχών.

24      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της καθιερούμενης με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και το οποίο φέρει την ευθύνη της εκδοθησομένης δικαστικής αποφάσεως να αξιολογήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής του αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται, καταρχήν, να αποφανθεί (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Συνεπώς, για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για το εθνικό δικαστήριο απαιτεί το δικαστήριο αυτό να προσδιορίζει το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγεί τις αναφερόμενες στα πραγματικά περιστατικά υποθέσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι το αιτούν δικαστήριο επισήμανε σαφώς, αντιθέτως προς όσα διατείνεται η Ισπανική Κυβέρνηση, τις αρχές του δικαίου της Ένωσης τις οποίες αφορούν τα προδικαστικά ερωτήματα.

28      Στη συνέχεια, η Ισπανική Κυβέρνηση επισημαίνει ορθώς ότι η παρουσίαση του εθνικού νομικού πλαισίου στην απόφαση περί παραπομπής είναι υποτυπώδης. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν η εν λόγω κυβέρνηση και η Επιτροπή, οι οποίες επιβεβαιώνουν και αποσαφηνίζουν το νομικό αυτό πλαίσιο, από το σύνολο των στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η απόφαση περί παραπομπής περιέχει παρ’ όλ’ αυτά τα ουσιώδη στοιχεία του κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο.

29      Τέλος, όσον αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ορθώς επισημαίνουν τον ελλιπή χαρακτήρα των παρασχεθεισών πληροφοριών. Πάντως, η απόφαση περί παραπομπής περιέχει επαρκή στοιχεία για την κατανόηση των προδικαστικών ερωτημάτων και του περιεχομένου τους.

30      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί παραπομπής περιέχει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που παρέχουν στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να δώσει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο.

31      Συνεπώς, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

32      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου, στο Δικαστήριο εναπόκειται να δώσει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα να επιλύσει τη διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του υποβάλλονται. Το γεγονός ότι, από τυπικής απόψεως, εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα τεθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, όλων των στοιχείων που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο καθώς και των παρατηρήσεων που υπέβαλαν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, πρέπει, προκειμένου να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο τέτοια χρήσιμα ερμηνευτικά στοιχεία, να αναδιατυπωθούν τα υποβληθέντα ερωτήματα.

34      Συγκεκριμένα, πρώτον, καθόσον το πρώτο ερώτημα αφορά ερμηνεία της «γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί της απαγορεύσεως των διακρίσεων», από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ειδικότερα αν το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

35      Δεύτερον, καθόσον το ίδιο αυτό ερώτημα αφορά ειδικά τις μειώσεις των μισθών των «μελών του δικαστικού σώματος που λαμβάνουν τις χαμηλότερες αποδοχές», από την εν λόγω απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, αφενός, ότι η κατηγορία αυτή αποτελείται από τους δικαστές δευτέρου βαθμού του μισθολογικού κλιμακίου 5 και, αφετέρου, ότι ο C. Escribano Vindel δεν υπάγεται στο μισθολογικό αυτό κλιμάκιο. Πράγματι, ενώ η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή θεωρούν ότι από τα πραγματικά στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο καταδεικνύεται ότι ο C. Escribano Vindel υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 1, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να θεωρεί ότι υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4.

36      Τρίτον, καίτοι το δεύτερο ερώτημα αφορά, σύμφωνα με το γράμμα του, την ερμηνεία «της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί διασφαλίσεως της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης μέσω δίκαιων, σταθερών και ανάλογων με τα ασκούμενα από το δικαστικό σώμα καθήκοντα αποδοχών», από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

37      Τέταρτον, δεδομένου ότι ο C. Escribano Vindel ενεργεί αποκλειστικά για λογαριασμό του, προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η δική του κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 28).

 Επί του πρώτου ερωτήματος, σχετικά με την ύπαρξη διακρίσεως λόγω ηλικίας ή αρχαιότητας

38      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει καθορίσει, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μειώσεως των μισθών τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους.

39      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 21 του Χάρτη ο οποίος, από την 1η Δεκεμβρίου 2009, έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες και ότι η απαγόρευση αυτή συγκεκριμενοποιήθηκε με την οδηγία 2000/78 στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Hennigs και Mai, C‑297/10 και C‑298/10, EU:C:2011:560, σκέψη 47).

40      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, το καθεστώς αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων των δικαστικών λειτουργών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ., C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 37, καθώς και της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Unland, C‑20/13, EU:C:2015:561, σκέψη 29).

41      Τρίτον, πρέπει να επισημανθεί ότι, βάσει του άρθρου 1 και του άρθρου 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, απαγορεύονται οι έμμεσες διακρίσεις «λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας».

42      Τέταρτον, όσον αφορά την περίπτωση έμμεσης διακρίσεως λόγω ηλικίας, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78, συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου ορισμένης ηλικίας σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από θεμιτό σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2018, Stollwitzer, C-482/16, EU:C:2018:180, σκέψη 22).

43      Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετασθεί αν υπάλληλος όπως ο C. Escribano Vindel τυγχάνει, λόγω της ηλικίας του, λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από άλλον υπάλληλο ευρισκόμενο σε παρεμφερή κατάσταση ή αν η επίμαχη στην κύρια δίκη διάταξη ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση όσον αφορά την ηλικιακή κατηγορία στην οποία ανήκει, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2018, John, C‑46/17, EU:C:2018:131, σκέψη 22).

44      Συναφώς, επισημαίνεται, κατ’ αρχάς, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν διευκρίνισε την ηλικία του C. Escribano Vindel ούτε προσδιόρισε άλλο πρόσωπο ευρισκόμενο σε παρεμφερή κατάσταση με την κατάσταση του C. Escribano Vindel, αλλά επισήμανε απλώς τις λιγότερο ευνοϊκές συνέπειες της επίμαχης στην κύρια δίκη ρυθμίσεως για τα μέλη του δικαστικού σώματος που υπάγονται στα μισθολογικά κλιμάκια 4 και 5 σε σχέση με τα μέλη του δικαστικού σώματος που υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 1.

45      Περαιτέρω, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, αν ο C. Escribano Vindel υπάγεται, όπως υποστηρίζουν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, στο μισθολογικό κλιμάκιο 1, δεν μπορεί να θεωρηθεί θύμα δυσμενούς διακρίσεως λόγω ηλικίας, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται μεταξύ των δικαστικών λειτουργών οι οποίοι, κατά το αιτούν δικαστήριο, έχουν ευνοηθεί από την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική ρύθμιση σε σχέση με άλλους.

46      Τέλος, αν, όπως φαίνεται να εκτιμά το αιτούν δικαστήριο, ο C. Escribano Vindel υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, πρέπει να εξεταστεί αν οι δικαστικοί λειτουργοί που υπάγονται στο εν λόγω μισθολογικό κλιμάκιο ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία η οποία διακρίνεται από την ηλικιακή κατηγορία στην οποία ανήκουν οι δικαστικοί λειτουργοί που υπάγονται στο μισθολογικό κλιμάκιο 1.

47      Ωστόσο, ως προς το ζήτημα αυτό, αφενός, το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιόρισε καμία συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία η οποία να τυγχάνει δυσμενούς μεταχειρίσεως, αλλά απλώς επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ότι, κατά μέσο όρο, οι δικαστικοί λειτουργοί του μισθολογικού κλιμακίου 5 είναι νεότερης ηλικίας από τους δικαστικούς λειτουργούς των μισθολογικών κλιμακίων 4 και 1. Ειδικότερα, από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε συγκεκριμένη διαφορά ηλικίας μεταξύ του μισθολογικού κλιμακίου 4 και του μισθολογικού κλιμακίου 1.

48      Αφετέρου, η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι στα εν λόγω μισθολογικά κλιμάκια δεν περιλαμβάνονται δικαστές συγκεκριμένης ηλικίας, δεδομένου ότι το μόνο όριο ηλικίας για την είσοδο στο δικαστικό σώμα είναι να μην έχει συμπληρωθεί πριν από την ανάληψη καθηκόντων η ηλικία συνταξιοδοτήσεως από το δικαστικό σώμα και ότι οι δικαστικοί λειτουργοί δεν έχουν καμία υποχρέωση να καταλάβουν ανώτερες θέσεις εργασίας, να υπαχθούν σε ανώτερες βαθμίδες ή ανώτερα μισθολογικά κλιμάκια, αλλά μπορούν να παραμείνουν σε θέσεις δικαστών δευτέρου βαθμού ανεξαρτήτως ηλικίας.

49      Εναπόκειται, πάντως, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση της ενώπιόν του διαφοράς, να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις προκειμένου να καθοριστεί αν στα εν λόγω μισθολογικά κλιμάκια περιλαμβάνονται δικαστικοί λειτουργοί συγκεκριμένης ηλικιακής κατηγορίας.

50      Πέμπτον, όσον αφορά την προϋπόθεση της συγκρισιμότητας των περιπτώσεων, διευκρινίζεται ότι, αφενός, δεν είναι αναγκαίο οι περιπτώσεις να είναι πανομοιότυπες, αλλά αρκεί να είναι συγκρίσιμες και, αφετέρου, η εξέταση της συγκρισιμότητας των περιπτώσεων δεν πρέπει να είναι γενική και αφηρημένη αλλά ειδική και συγκεκριμένη, λαμβανομένης υπόψη της εκάστοτε παροχής (απόφαση της 19ης Ιουλίου 2017, Abercrombie & Fitch Italia, C‑143/16, EU:C:2017:566, σκέψη 25).

51      Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να κρίνει αν οι δικαστές του μισθολογικού κλιμακίου 4 τελούν σε κατάσταση συγκρίσιμη με αυτήν των δικαστών του μισθολογικού κλιμακίου 1 (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2018, Grupo Norte Facility, C‑574/16, EU:C:2018:390, σκέψη 49).

52      Πάντως, από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι δεν αμφισβητείται ότι οι βασικές αποδοχές των διαφόρων κατηγοριών των μελών του δικαστικού σώματος μειώθηκαν ομοιόμορφα κατά 9,73 % και ότι η προβαλλόμενη διαφορετική μεταχείριση στην υπόθεση της κύριας δίκης προκύπτει, αφενός, από τη λιγότερο σημαντική μείωση των πρόσθετων αποδοχών των μελών του δικαστικού σώματος και, αφετέρου, από τα διαφορετικά ποσοστά που αντιπροσωπεύουν, αναλόγως των μισθολογικών κλιμακίων, οι βασικές αποδοχές και οι πρόσθετες αποδοχές επί των συνολικών αποδοχών.

53      Στο πλαίσιο αυτό, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή διευκρινίζουν ότι στις πρόσθετες αποδοχές περιλαμβάνονται επίδομα αρχαιότητας, επίδομα θέσεως, το οποίο λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τον τόπο διορισμού και τις αντικειμενικές συνθήκες παραστάσεως που έχουν σχέση με τα ασκούμενα καθήκοντα, καθώς και ένα ειδικό επίδομα, το οποίο αντισταθμίζει το επίπεδο ευθύνης, την κατάρτιση, την πολυπλοκότητα ή τον επίπονο χαρακτήρα της εργασίας που συνεπάγονται τα εν λόγω καθήκοντα. Η κυβέρνηση αυτή και το εν λόγω θεσμικό όργανο υποστηρίζουν ότι, εφόσον οι πρόσθετες αποδοχές ποικίλλουν, κατά τα προεκτεθέντα, ανάλογα με αντικειμενικά στοιχεία που διαφοροποιούν τις διάφορες κατηγορίες των δικαστικών λειτουργών, οι κατηγορίες αυτές δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμες καταστάσεις.

54      Εξάλλου, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι η ολομέλεια του Tribunal Constitucional (Συνταγματικού Δικαστηρίου) έκρινε, με διάταξη της 15ης Δεκεμβρίου 2015, ότι οι ενδιαφερόμενοι δεν βρίσκονταν σε αντικειμενικώς συγκρίσιμη κατάσταση, δεδομένου ότι τα μέλη του δικαστικού σώματος εντάσσονται σε διαφορετικές κατηγορίες και κατέχουν διαφορετικές θέσεις εργασίας.

55      Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει πάντως να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη διαφορετική μεταχείριση αφορά συγκρίσιμες καταστάσεις ή ότι συνδέεται έμμεσα με την ηλικία.

56      Κατά συνέπεια, πρέπει να θεωρηθεί ότι από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει διάκριση λόγω ηλικίας.

57      Έκτον, όσον αφορά την περίπτωση διακρίσεως λόγω αρχαιότητας, αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το κριτήριο αυτό δεν περιλαμβάνεται στα κριτήρια που απαριθμούνται στην απαγόρευση του άρθρου 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78. Αντιθέτως, το εν λόγω κριτήριο περιλαμβάνεται μεταξύ των κριτηρίων του άρθρου 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής, τα οποία μπορούν να δικαιολογήσουν διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.

58      Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 21 του Χάρτη έχει εν προκειμένω εφαρμογή εκτός του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, επισημαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο ούτε διευκρίνισε την προϋπηρεσία του C. Escribano Vindel ούτε προσδιόρισε άλλο πρόσωπο ευρισκόμενο σε κατάσταση συγκρίσιμη με την κατάσταση του C. Escribano Vindel, ούτε τέλος προσδιόρισε συγκεκριμένη κατηγορία ως προς την αρχαιότητα η οποία να αντιμετωπίζεται λιγότερο ευνοϊκά. Ειδικότερα, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων της Ισπανικής Κυβερνήσεως που συνοψίζονται στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, δεν είναι δυνατόν να συναχθεί τεκμήριο ότι οι διάφορες κατηγορίες αποδοχών αντικατοπτρίζουν συγκεκριμένες κατηγορίες ως προς την αρχαιότητα.

59      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει διαφορετική μεταχείριση λόγω αρχαιότητας η οποία θα μπορούσε να προσκρούει στο άρθρο 21 του Χάρτη ή στο άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78.

60      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 21 του Χάρτη καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία καθόρισε, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους.

 Επί του δευτέρου ερωτήματος, σχετικά με την ανεξαρτησία των δικαστών

61      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών αποκλείει την εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία έχει καθορίσει, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από τους δεύτερους.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ προβλέπει ότι τα κράτη μέλη καθιερώνουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται ο σεβασμός του δικαιώματος των ιδιωτών σε αποτελεσματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ειδικότερα, στα κράτη μέλη εναπόκειται να προβλέπουν σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων καθώς και διαδικασιών ικανών να διασφαλίσουν τον αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο στους εν λόγω τομείς (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 34).

63      Επομένως, κάθε κράτος μέλος οφείλει να διασφαλίζει ότι τα όργανα που εντάσσονται, ως «δικαστήρια», υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, στο εθνικό σύστημα ενδίκων βοηθημάτων και μέσων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 37).

64      Στα στοιχεία όμως που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της ιδιότητας του «δικαστηρίου» περιλαμβάνονται η ίδρυση του σχετικού οργάνου με νόμο, η μονιμότητά του, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της δικαιοδοσίας του, ο κατ’ αντιμωλίαν χαρακτήρας της ενώπιόν του διαδικασίας, η εκ μέρους του οργάνου εφαρμογή κανόνων δικαίου καθώς και η ανεξαρτησία του (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 38).

65      Η εγγύηση της ανεξαρτησίας, η οποία είναι συμφυής προς το δικαιοδοτικό έργο, ισχύει υποχρεωτικώς όχι μόνο σε επίπεδο Ένωσης, για τους δικαστές και τους γενικούς εισαγγελείς του Δικαστηρίου, όπως προβλέπει το άρθρο 19, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ, αλλά και σε επίπεδο κρατών μελών, για τα εθνικά δικαστήρια (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 42).

66      Η έννοια της ανεξαρτησίας προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι το σχετικό όργανο ασκεί τα δικαιοδοτικά καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση εξαρτήσεως έναντι οποιουδήποτε και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως και ότι, ως εκ τούτου, προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους. Πάντως, όπως και η ισοβιότητα των μελών εντός τέτοιου οργάνου, η καταβολή στα μέλη αυτά αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν αποτελεί εγγύηση συμφυή με την ανεξαρτησία των δικαστών (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses, C‑64/16, EU:C:2018:117, σημεία 44 και 45).

67      Εν προκειμένω, κατ’ αρχάς, από τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι, όπως και υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σημεία 46 έως 49), τα μέτρα μισθολογικής μειώσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης θεσπίσθηκαν λόγω επιταγών περί της εξαλείψεως του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος του οικείου κράτους μέλους και προέβλεπαν περιορισμένη μείωση του ύψους των αποδοχών, μέχρι ενός ποσοστού το οποίο ποικίλλει ανάλογα με το επίπεδο των αποδοχών αυτών. Τα ως άνω μέτρα δεν εφαρμόστηκαν μόνο στα μέλη των ισπανικών δικαστηρίων, αλλά ευρύτερα σε διάφορους δημόσιους λειτουργούς και πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα στον δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εκπροσώπων της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, προσομοιάζουν με μέτρα γενικής εφαρμογής που αποσκοπούν στη συμβολή ενός συνόλου μελών της εθνικής δημόσιας διοικήσεως στην προσπάθεια περιορισμού των δαπανών η οποία υπαγορεύεται από τις επιταγές περί περιορισμού του υπερβολικού ελλείμματος του προϋπολογισμού του Ισπανικού Κράτους.

68      Περαιτέρω, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η κατάσταση του C. Escribano Vindel, η εξέταση που πρέπει εν προκειμένω να γίνει υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ περιορίζεται στην εξακρίβωση του αν ο ενδιαφερόμενος λαμβάνει, κατ’ εφαρμογή της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, αποδοχές επιπέδου ανάλογου με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί.

69      Επομένως, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, δεν παρίστανται κρίσιμα για την εκτίμηση στην οποία πρέπει, εν προκειμένω, να προβεί το αιτούν δικαστήριο η μέθοδος της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, η οποία, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν έλαβε υπόψη τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την προϋπηρεσία ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, ή το γεγονός ότι, κατά το εν λόγω δικαστήριο, η μέθοδος αυτή αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για τα μέλη του δικαστικού σώματος που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος.

70      Τέλος, όσον αφορά το ζήτημα αν ο C. Escribano Vindel λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, αποδοχές επιπέδου ανάλογου με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί, επισημαίνεται ότι η απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο όσον αφορά το ύψος του μισθού του C. Escribano Vindel. Στις παρατηρήσεις της, η Επιτροπή υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι αποδοχές που εισπράττει, σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατ’ εφαρμογήν της εν λόγω μισθολογικής μειώσεως, ένας δικαστής μονομελούς δικαστηρίου στη Βαρκελώνη, όπως ο C. Escribano Vindel, ο οποίος υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 4, είναι επαρκείς, λαμβανομένων υπόψη των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην πόλη αυτή και των μέσων αποδοχών των Ισπανών δημόσιων υπαλλήλων, τις οποίες η εν λόγω έκθεση αναφέρει επίσης, για την προστασία του από τον κίνδυνο τυχόν εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις να υπονομεύσουν την ουδετερότητα των δικαστικών αποφάσεων τις οποίες καλείται να εκδίδει.

71      Πρέπει να προστεθεί ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο C. Escribano Vindel υπάγεται στο μισθολογικό κλιμάκιο 1, όπως υποστηρίζουν η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία της Επιτροπής πρέπει κατά μείζονα λόγο να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 12 της παρούσας αποφάσεως, οι αποδοχές των υπαγομένων στο κλιμάκιο αυτό είναι υψηλότερες από τις αποδοχές του μισθολογικού κλιμακίου 4.

72      Εναπόκειται, πάντως, στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο που έχει άμεση γνώση της ενώπιόν του διαφοράς, να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, ο C. Escribano Vindel συνάδει με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί και διασφαλίζει, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία της κρίσης του.

73      Κατόπιν τούτων, από τις περιστάσεις τις οποίες εκθέτει το αιτούν δικαστήριο δεν προκύπτει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση ενέχει παραβίαση της αρχής της ανεξαρτησίας των δικαστών, όπως αυτή διασφαλίζεται με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.

74      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αποκλείει την εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει καθορίσει, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από τους δεύτερους, εφόσον το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, ο προσφεύγων της κύριας δίκης τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί και διασφαλίζει, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία της κρίσης του, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

75      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και το άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2000/78/ΕΕ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχουν την έννοια ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες πρέπει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία καθόρισε, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές, είναι συνήθως νεότερης ηλικίας και έχουν κατά κανόνα μικρότερη αρχαιότητα από τους δεύτερους.

2)      Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών δεν αποκλείει την εφαρμογή στον προσφεύγοντα της κύριας δίκης εθνικής ρυθμίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία έχει καθορίσει, ανεξάρτητα από τη φύση των ασκούμενων καθηκόντων, την αρχαιότητα ή τη σπουδαιότητα του επιτελούμενου λειτουργήματος, στο πλαίσιο γενικών μέτρων μισθολογικής μειώσεως τα οποία υπαγορεύονται από επιταγές περί εξαλείψεως υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος, διαφορετικά ποσοστά μισθολογικής μειώσεως για τις βασικές και τις πρόσθετες αποδοχές των μελών του δικαστικού σώματος, γεγονός το οποίο, κατά το αιτούν δικαστήριο, αποδείχθηκε ότι είχε ως αποτέλεσμα μεγαλύτερες ποσοστιαίες περικοπές μισθών για εκείνους που υπάγονται σε δύο μισθολογικά κλιμάκια των χαμηλότερων βαθμίδων του δικαστικού σώματος από ό,τι για εκείνους που υπάγονται σε μισθολογικό κλιμάκιο ανώτερης βαθμίδας του εν λόγω σώματος, ενώ οι πρώτοι λαμβάνουν χαμηλότερες αποδοχές από τους δεύτερους, εφόσον το επίπεδο των αποδοχών που λαμβάνει, κατ’ εφαρμογήν της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης μισθολογικής μειώσεως, ο προσφεύγων της κύριας δίκης τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκεί και διασφαλίζει, ως εκ τούτου, την ανεξαρτησία της κρίσης του, γεγονός το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

Πηγή: Taxheaven