ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Ιανουαρίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και στην εργασία – Άρθρο 2 – Απόπειρα ασέλγειας από δημόσιο υπάλληλο σε βάρος αρρένων ανηλίκων – Πειθαρχική ποινή που επιβλήθηκε το έτος 1975 – Πρόωρη συνταξιοδότηση με μειωμένη σύνταξη – Δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού – Συνέπειες που έχει για την πειθαρχική ποινή η εφαρμογή της οδηγίας 2000/78/ΕΚ – Τρόπος υπολογισμού της καταβαλλόμενης σύνταξης»
Στην υπόθεση C-258/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) με απόφαση της 27ης Απριλίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαΐου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
E.B.
κατά
Versicherungsanstalt öffentlich Bediensteter BVA,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο, A. Prechal, Μ. Βηλαρά, E. Regan, T. von Danwitz, K. Jürimäe και Κ. Λυκούργο, προέδρους τμήματος, E. Juhász, M. Ilešič, J. Malenovský, M. Safjan (εισηγητή) και D. Šváby, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Bobek
γραμματέας: M. Aleksejev, προϊστάμενος μονάδας,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 29ης Μαΐου 2018,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο E.B., εκπροσωπούμενος από τον H. Graupner, Rechtsanwalt,
– η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον G. Hesse και την J. Schmoll,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους D. Martin και B.-R. Killmann,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2018,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του E.B. και του Versicherungsanstalt öffentlich Bediensteter BVA (ταμείου υγείας των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα, Αυστρία) σχετικά με τη νομιμότητα και τις συνέπειες της πειθαρχικής απόφασης που εκδόθηκε το 1975 σε βάρος του E.B. λόγω απόπειρας ασέλγειας σε βάρος αρρένων ανηλίκων.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1 και 11 έως 13 της οδηγίας 2000/78 έχουν ως εξής:
«(1) Κατά το άρθρο 6 [ΣΕΕ], η Ευρωπαϊκή Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών[, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950,] και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του [δικαίου της Ένωσης].
[...]
(11) Οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της συνθήκης [ΛΕΕ], ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη.
(12) Προς τούτο, πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την [Ένωση] κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. [...]
(13) Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν από την εφαρμογή του άρθρου [157 ΣΛΕΕ], ούτε προς τις πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με στόχο την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν.»
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής επιγράφεται «Σκοπός» και ορίζει τα εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας επιγράφεται «Η έννοια των διακρίσεων» και στις παραγράφους 1 και 2 προβλέπει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,
[...]»
6 Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής» και στις παραγράφους 1 και 3 προβλέπει τα εξής:
«1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην [Ένωση], η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:
[...]
γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,
[...]
3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας.»
7 Σύμφωνα με το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, τα κράτη μέλη έπρεπε, καταρχήν, να θεσπίσουν τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που ήταν αναγκαίες για τη συμμόρφωση προς την οδηγία αυτή το αργότερο έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003 ή μπορούσαν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά τις διατάξεις περί συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εξασφαλίζοντας ότι έως την ανωτέρω ημερομηνία θα έχουν θεσπιστεί οι διατάξεις αυτές.
8 Η οδηγία 2000/78 τέθηκε σε ισχύ στις 2 Δεκεμβρίου 2000, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20 αυτής.
Το αυστριακό δίκαιο
Το ποινικό δίκαιο
9 Στις 25 Φεβρουαρίου 1974 τα άρθρα 128 και 129 του Strafgesetz 1945 (ποινικού νόμου του 1945), όπως ίσχυε μετά τη θέσπιση του ομοσπονδιακού νόμου που δημοσιεύθηκε στο BGBl. υπ’ αριθ. 273/1971 (στο εξής: StG), προέβλεπαν τα εξής:
«Αποπλάνηση παιδιών
§ 128. Όποιος κακοποιεί σεξουαλικά, για την ικανοποίηση των παθών του, αγόρι ή κορίτσι νεότερο των 14 ετών κατά τρόπο διαφορετικό από τον περιγραφόμενο στο άρθρο 127, διαπράττει το έγκλημα της αποπλάνησης παιδιών και τιμωρείται με φυλάκιση ενός μέχρι πέντε ετών, σε περίπτωση δε επιβαρυντικών περιστάσεων, μέχρι δέκα ετών και, σε περίπτωση επελεύσεως ενός εκ των περιγραφόμενων στο άρθρο 126 αποτελεσμάτων, μέχρι είκοσι ετών.
Έγκλημα ασέλγειας
I. Ασέλγεια σε βάρος ανηλίκων του ιδίου φύλου
§ 129. Ως εγκλήματα τιμωρούνται επίσης οι κατωτέρω πράξεις ασέλγειας:
I. Η ασέλγεια την οποία διαπράττει άνδρας ο οποίος έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του σε βάρος προσώπου του ιδίου φύλου που δεν έχει συμπληρώσει ακόμη το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του.»
10 Το άρθρο 129 του StG αντικαταστάθηκε από το άρθρο 209 του Strafgesetzbuch (ποινικού κώδικα, στο εξής: StGB), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1975. Το άρθρο 209 είχε ως εξής:
«Άνδρας ηλικίας άνω των 19 ετών ο οποίος ενεργεί ασελγή πράξη σε πρόσωπο του ιδίου φύλου άνω των 14 ετών και νεότερο των 18 ετών τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έξι μηνών έως πέντε ετών.»
11 Με απόφαση της 21ης Ιουνίου 2002, το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο, Αυστρία) έκρινε ότι το άρθρο 209 του StGB δεν ήταν σύμφωνο προς το Σύνταγμα και ακύρωσε τη διάταξη αυτή.
12 Ο ομοσπονδιακός νόμος που δημοσιεύθηκε στο BGBl. I αριθ. 134/2002 τροποποίησε τον StGB, με ισχύ από τις 13 Αυγούστου 2002, και κατήργησε το άρθρο 209 του StGB προτού αρχίσει να παράγει αποτελέσματα η ακύρωση που αποφασίστηκε από το Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικό Δικαστήριο).
13 Η Δημοκρατία της Αυστρίας καταδικάστηκε επανειλημμένως από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την εφαρμογή του άρθρου 209 του StGB που προηγήθηκε της κατάργησης του άρθρου αυτού (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις του ΕΔΔΑ, της 9ης Ιανουαρίου 2003, L. και V. κατά Αυστρίας, CE:ECHR:2003:0109JUD003939298· ΕΔΔΑ, S.L. κατά Αυστρίας, CE:ECHR:2003:0109JUD004533099, καθώς και της 21ης Οκτωβρίου 2004, Woditschka και Wilfling κατά Αυστρίας, CE:ECHR:2004:1021JUD006975601).
Το δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο
14 Όσον αφορά τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων στην Αυστρία, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του Beamten-Dienstrechtsgesetz 1979 (δημοσιοϋπαλληλικού νόμου του 1979), όπως ίσχυε μετά τη θέσπιση του ομοσπονδιακού νόμου που δημοσιεύθηκε στο BGBl. I αριθ. 119/2002, προέβλεπε ότι, έως τις 30 Δεκεμβρίου 2016, ο υπάλληλος θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης κατά το πέρας του 65ου έτους από το έτος γέννησής του.
15 Το άρθρο 24 του Dienstpragmatik (υπηρεσιακού κανονισμού), όπως δημοσιεύθηκε στο RGBl. αριθ. 15/1914 (στο εξής: DP), το οποίο είχε εφαρμογή στις αστυνομικές υπηρεσίες, στην παράγραφο 1 όριζε τα εξής:
«Οι δημόσιοι υπάλληλοι οφείλουν, εντός και εκτός υπηρεσίας, να διαφυλάσσουν το κύρος του επαγγέλματος, να συμπεριφέρονται καθ’ όλον τον χρόνο σύμφωνα με όσα επιτάσσουν οι κανόνες δεοντολογίας και να αποφεύγουν οτιδήποτε είναι πιθανόν να υπονομεύσει την υπόληψη και την εμπιστοσύνη που προσιδιάζουν στη θέση τους.»
16 Το άρθρο 87 του DP όριζε τα εξής:
«Οι δημόσιοι υπάλληλοι που δεν εκπληρώνουν τις επαγγελματικές και υπηρεσιακές υποχρεώσεις τους υπόκεινται, με την επιφύλαξη της ποινικής τους ευθύνης, σε διοικητικές ή πειθαρχικές κυρώσεις, αναλόγως του αν η παράβαση καθήκοντος συνιστά απλώς παράβαση των διοικητικών κανόνων ή αν, λαμβανομένης υπόψη της βλάβης ή της προσβολής των κρατικών συμφερόντων, της φύσεως ή της σοβαρότητας της παραβάσεως, της υποτροπής ή άλλων επιβαρυντικών περιστάσεων, η παράβαση αυτή λογίζεται ως παράβαση των δημοσιοϋπαλληλικών υποχρεώσεων.»
17 Το άρθρο 93 του DP προέβλεπε στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Οι πειθαρχικές ποινές είναι οι ακόλουθες:
a) επίπληξη,
b) αποκλεισμός από τις μισθολογικές προαγωγές,
c) μείωση του μηνιαίου μισθού, εξαιρουμένου του επιδόματος στέγης,
d) υποχρεωτική συνταξιοδότηση με μειωμένη σύνταξη,
e) απόλυση.»
18 Το άρθρο 97 του DP είχε ως εξής:
«1. Η συνταξιοδότηση μπορεί να επιβληθεί ως πειθαρχική ποινή είτε για ορισμένη διάρκεια είτε οριστικά. Η μείωση της καταβαλλόμενης σύνταξης (αποζημιώσεως) δεν μπορεί να υπερβεί το 25 %.
2. Κατά το πέρας της περιόδου που ορίζεται στην απόφαση, η μεταχείριση της οποίας πρέπει να τύχει ο υπάλληλος είναι αυτή της οποίας θα ετύγχανε αν είχε συνταξιοδοτηθεί προσωρινώς, σύμφωνα με το άρθρο 76, από τη στιγμή κατά την οποία κατέστη οριστική η πειθαρχική ποινή.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
19 Ο E.B., άνδρας γεννηθείς το 1942, είναι συνταξιούχος ομοσπονδιακός αστυνομικός υπάλληλος.
20 Με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 1974, το Landesgericht für Strafsachen Wien (πλημμελειοδικείο Βιέννης, Αυστρία), βάσει του άρθρου 129, σημείο I, του StG, καταδίκασε τον E.B., ο οποίος κατά τον χρόνο εκείνο ήταν εν ενεργεία αστυνομικός υπάλληλος, σε στερητική της ελευθερίας ποινή με τριετή αναστολή, για απόπειρα ασέλγειας σε βάρος δύο ανηλίκων του ίδιου φύλου τελεσθείσα στις 25 Φεβρουαρίου 1974.
21 Ο E.B. άσκησε έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Oberlandesgericht Wien (εφετείου Βιέννης, Αυστρία), η οποία απορρίφθηκε.
22 Με απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975 (στο εξής: πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουλίου 1975), η πειθαρχική επιτροπή της Bundespolizeidirektion Wien (διεύθυνσης της ομοσπονδιακής αστυνομίας της Βιέννης, Αυστρία) επέβαλε στον E.B. πειθαρχική ποινή για παράβαση των υποχρεώσεων δεοντολογίας, διότι ζήτησε από δύο άρρενες ανηλίκους ηλικίας 14 και 15 ετών, αντιστοίχως, να εμπλακούν σε σεξουαλικές πράξεις μαζί του, συμπεριφορά για την οποία καταδικάστηκε βάσει του άρθρου 8 και του άρθρου 129, σημείο I, του StG ως ένοχος απόπειρας ασέλγειας σε βάρος εφήβων του ιδίου φύλου. Κατά την εν λόγω απόφαση «[μ]ε τις πράξεις του αυτές υπέπεσε σε υπηρεσιακό πταίσμα […] και, για τους ανωτέρω λόγους, του επιβάλλεται η πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδοτήσεως με σύνταξη μειωμένη κατά 25 % (είκοσι πέντε τοις εκατό) επί του ποσού της κανονικής συντάξεως [άρθρο 93, παράγραφος 1, στοιχείο d), σε συνδυασμό με το άρθρο 97, παράγραφος 1, του DP].»
23 Ο E.B. άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον της ανώτερης πειθαρχικής επιτροπής του Bundesministerium für Inneres (Ομοσπονδιακού Υπουργείου Εσωτερικών, Αυστρία), η οποία απέρριψε την προσφυγή αυτή με απόφαση της 24ης Μαρτίου 1976 (στο εξής: επιβεβαιωτική πειθαρχική απόφαση της 24ης Μαρτίου 1976). Κατόπιν τούτου, ο E.B. συνταξιοδοτήθηκε, με έναρξη ισχύος της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης την 1η Απριλίου 1976. Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην απόφαση περί παραπομπής, αν δεν είχε μεσολαβήσει αυτή η πειθαρχική απόφαση, ο E.B. θα είχε, σύμφωνα με την αυστριακή νομοθεσία, συνταξιοδοτηθεί λόγω γήρατος την 1η Ιανουαρίου 2008.
24 Με απόφαση της 17ης Μαΐου 1976 το ύψος της σύνταξης του E.B. υπολογίσθηκε με βάση τη συνταξιοδότησή του από 1ης Απριλίου 1976 και με εφαρμογή της μειώσεως κατά 25 % που διετάχθη από την πειθαρχική αρχή.
25 Στις 2 Ιουνίου 2008 ο E.B. προσέφυγε ενώπιον της πειθαρχικής αρχής ζητώντας, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της πειθαρχικής απόφασης της 10ης Ιουλίου 1975 και την παύση της πειθαρχικής διαδικασίας που είχε κινηθεί σε βάρος του.
26 Με απόφαση της 17ης Ιουνίου 2009, η ανώτερη πειθαρχική επιτροπή της Bundeskanzleramt (Ομοσπονδιακής Καγκελαρίας, Αυστρία) απέρριψε την προσφυγή.
27 Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2012, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Αυστρία) απέρριψε ως αβάσιμη την ένδικη προσφυγή που άσκησε ο E.B. κατά της ανωτέρω απόφασης.
28 Παραλλήλως, στις 11 Φεβρουαρίου 2009, ο E.B. υπέβαλε στη συνταξιοδοτική αρχή αίτημα για τον υπολογισμό και την καταβολή αναδρομικών αποδοχών και για τη χορήγηση υψηλότερης σύνταξης. Υποστήριξε ότι, προκειμένου να παύσει η υφιστάμενη σε βάρος του διάκριση, απαιτείται να αντιμετωπισθεί, για τις ανάγκες υπολογισμού του μισθού και της σύνταξής του, όπως θα αντιμετωπιζόταν αν είχε παραμείνει στην ενεργό υπηρεσία έως τη συμπλήρωση της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης. Επικουρικώς, υποστήριξε ότι είχε εν πάση περιπτώσει δικαίωμα να εισπράττει ολόκληρη τη σύνταξή του, χωρίς μείωση.
29 Με απόφαση της 9ης Οκτωβρίου 2013, ο Ομοσπονδιακός Υπουργός Εσωτερικών απέρριψε την αίτηση του E.B. περί αναδρομικής καταβολής μισθών. Έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι ο E.B. δεν είχε υποστεί καμία ζημία, δεδομένου ότι τα εισοδήματα που εισέπραξε στον ιδιωτικό τομέα μετά την αποχώρησή του από το ομοσπονδιακό Δημόσιο ήταν μεγαλύτερα από αυτά που θα είχε λάβει αν είχε διατηρήσει τη θέση του ομοσπονδιακού υπαλλήλου.
30 Με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, το ταμείο υγείας των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα απέρριψε τα αιτήματα του E.B., τα οποία αυτός είχε εντωμεταξύ τροποποιήσει μερικώς ζητώντας υψηλότερο ποσό σύνταξης.
31 Με απόφαση της 25ης Μαΐου 2016, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό πρωτοδικείο, Αυστρία) απέρριψε ως αβάσιμη την προσφυγή που άσκησε ο E.B. κατά της ανωτέρω απόφασης.
32 Ο E.B. άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου). Στην αιτιολογία της αιτήσεως που υπέβαλε προκειμένου να του επιτραπεί η άσκηση αναιρέσεως επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι εγείρεται το ζήτημα κατά πόσον η επιβεβαιωτική πειθαρχική απόφαση της 24ης Μαρτίου 1976 είχε πλέον καταστεί νομικώς ανενεργή ως προς τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αφορά η απόφαση αυτή, λόγω της απαγόρευσης διακρίσεων που θεσπίστηκε με το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78.
33 Το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) έκρινε ότι η κίνηση αναιρετικής διαδικασίας εκ μέρους του E.B. ήταν επιτρεπτή, στο μέτρο που στην αιτιολογία της αιτήσεώς του προκειμένου να του επιτραπεί η άσκηση αναιρέσεως ο E.B. έθεσε το ζήτημα της ερμηνείας του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/78.
34 Το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) εκκινεί, περαιτέρω, από την αρχή ότι η από 17 Ιουνίου 2009 απόφαση της ανώτερης πειθαρχικής επιτροπής των υπηρεσιών της ομοσπονδιακής Καγκελαρίας δεν επέλυσε οριστικά και δεσμευτικά το ζήτημα του περιορισμού των εννόμων αποτελεσμάτων της επιβεβαιωτικής πειθαρχικής απόφασης της 24ης Μαρτίου 1976.
35 Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης της πειθαρχικής απόφασης της 10ης Ιουνίου 1975 και της επιβεβαιωτικής πειθαρχικής απόφασης της 24ης Μαρτίου 1976, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν απαγόρευε τις ποινές που επιβλήθηκαν στον E.B. για τους λόγους που είχαν τότε γίνει δεκτοί.
36 Προσθέτει, ωστόσο, ότι μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2000/78 δεν θα μπορούσε πλέον να επιβληθεί παρόμοια πειθαρχική ποινή στην Αυστρία. Συγκεκριμένα, μετά το χρονικό αυτό σημείο θα ήταν ανεπίτρεπτη η διάκριση, ακόμη και για τους σκοπούς εφαρμογής του πειθαρχικού δικαίου, μεταξύ των πράξεων ασέλγειας από ενήλικο σε βάρος ανηλίκων ηλικίας μεταξύ 14 και 18 ετών οι οποίες αποτελούν ομοφυλοφιλικές πράξεις μεταξύ ανδρών και εκείνων που αποτελούν ετεροφυλοφιλικές ή λεσβιακές πράξεις. Σε μια τέτοια ακριβώς διάκριση στηρίζεται, όμως, η πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουλίου 1975, δεδομένου ότι κατ’ ουσίαν βασίζεται στο ότι την εποχή εκείνη η συμπεριφορά που προσήφθη στον E.B. ήταν ποινικώς κολάσιμη, λόγω του ότι επρόκειτο για ομοφυλοφιλική συμπεριφορά μεταξύ ανδρών. Έστω και αν δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο παρόμοια παρώθηση σε τέλεση ετεροφυλοφιλικών ή λεσβιακών πράξεων να θεωρούνταν κατά τον χρόνο εκείνο ως προσβολή των χρηστών ηθών ικανή να προκαλέσει πειθαρχική δίωξη, η πειθαρχική ποινή που θα επιβαλλόταν στον υπάλληλο ο οποίος ενδεχομένως θα κρινόταν ένοχος τέτοιας συμπεριφοράς χωρίς να πληρούται το πραγματικό του άρθρου 129, σημείο I, του StG θα ήταν σημαντικά ηπιότερη. Ειδικότερα, κατά το αιτούν δικαστήριο, οι πράξεις του E.B. δεν θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν σε μια τέτοια περίπτωση την επιβολή της πειθαρχικής ποινής της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης.
37 Η θέση σε ισχύ της οδηγίας 2000/78 ενδέχεται, ωστόσο, να έχει μεταβάλει την έννομη κατάσταση στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά τρόπον ώστε για την περίοδο μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής το ύψος της καταβληθείσας προς τον E.B. σύνταξης να πρέπει να υπολογισθεί χωρίς καμία διάκριση. Ως προς το ζήτημα αυτό το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 1999, Ciola (C‑224/97, EU:C:1999:212).
38 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Αντιβαίνει στο άρθρο 2 της [οδηγίας 2000/78] (στο εξής: οδηγία) η διατήρηση της διαπλαστικής ενέργειας διοικητικής αποφάσεως εκδοθείσας βάσει του πειθαρχικού δικαίου των δημοσίων υπαλλήλων (στο εξής: πειθαρχική απόφαση) και καταστάσας απρόσβλητης βάσει της εθνικής νομοθεσίας, με την οποία επιβλήθηκε στον δημόσιο υπάλληλο η πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδοτήσεως με ταυτόχρονη περικοπή της καταβλητέας συντάξεως, εφόσον, κατά τον χρόνο της εκδόσεώς της, η διοικητική αυτή απόφαση δεν διεπόταν ακόμη από διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε από την οδηγία, πλην όμως μια (υποθετική) παρόμοια απόφαση θα αντέβαινε στην οδηγία, αν εκδιδόταν σε χρόνο τέτοιο ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας ratione temporis;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, απαιτείται, βάσει του δικαίου της Ένωσης, για την άρση της διακρίσεως,
α) να θεωρηθεί ότι ο δημόσιος υπάλληλος, για τους σκοπούς του καθορισμού του ποσού της συντάξεώς του, δεν ήταν συνταξιούχος μεταξύ της ημερομηνίας ενάρξεως ισχύος της διοικητικής αποφάσεως και της ημερομηνίας που συμπλήρωσε το νόμιμο όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, αλλά είχε παραμείνει εν ενεργεία,
β) ή αρκεί, για τον σκοπό αυτόν, να αναγνωριστεί ότι δικαιούται να λάβει το πλήρες ποσό της συντάξεως το οποίο του αναλογεί λόγω συνταξιοδοτήσεως κατά την ημερομηνία που ορίζεται στη διοικητική απόφαση;
3) Εξαρτάται η απάντηση που θα δοθεί στο δεύτερο ερώτημα από το αν ο δημόσιος υπάλληλος επεδίωξε με δική του πρωτοβουλία την πραγματική ανάληψη δραστηριότητας ως εν ενεργεία δημόσιος υπάλληλος της Ομοσπονδίας πριν από τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας συνταξιοδοτήσεως;
4) Σε περίπτωση που –ενδεχομένως και σε συνάρτηση με τις περιγραφόμενες στο τρίτο ερώτημα περιστάσεις– η κατάργηση της ποσοστιαίας περικοπής της συντάξεως κριθεί επαρκής:
Μπορεί να θεωρηθεί ότι η υπεροχή έναντι της εθνικής νομοθεσίας της προβλεπόμενης στην οδηγία 2000/78 απαγορεύσεως των διακρίσεων δεσμεύει τα εθνικά δικαστήρια κατά τον καθορισμό του ποσού της συντάξεως, ακόμη και όσον αφορά περιόδους αναφοράς πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της άμεσης εφαρμογής της οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη;
5) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα: μέχρι ποιο χρονικό σημείο ανατρέχει η εν λόγω “αναδρομική ισχύς”;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
39 Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται στα έννομα αποτελέσματα μιας καταστάσας απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης η οποία έχει εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής και η οποία διατάσσει την πρόωρη συνταξιοδότηση δημοσίου υπαλλήλου με μειωμένη σύνταξη.
40 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τόσο από τον τίτλο και το προοίμιο όσο και από το περιεχόμενο και τον σκοπό της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή σκοπεί στον καθορισμό ενός γενικού πλαισίου για να εξασφαλισθεί σε όλους ίση μεταχείριση «στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας», προσφέροντάς τους αποτελεσματική προστασία από τις δυσμενείς διακρίσεις που βασίζονται σε οποιονδήποτε από τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 1 αυτής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο γενετήσιος προσανατολισμός (πρβλ. αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2009, Hütter, C‑88/08, EU:C:2009:381, σκέψη 33, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bedi, C‑312/17, EU:C:2018:734, σκέψη 28).
41 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει καταρχάς να εξετασθεί αν κατάσταση όπως αυτή που δημιουργήθηκε από την πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975 εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.
42 Ως προς το ζήτημα αυτό παρατηρείται, καταρχάς, ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78, η οδηγία αυτή εφαρμόζεται, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στην Ένωση, «σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων», όσον αφορά, μεταξύ άλλων, «τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών» (αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 2010, Ingeniørforeningen i Danmark, C‑499/08, EU:C:2010:600, σκέψη 20, και της 24ης Νοεμβρίου 2016, Parris, C‑443/15, EU:C:2016:897, σκέψη 32).
43 Εν προκειμένω, στον E.B., αστυνομικό υπάλληλο, επιβλήθηκε ως πειθαρχική ποινή η υποχρεωτική συνταξιοδότηση με μείωση της σύνταξής του κατά 25 %. Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975, στο μέτρο που συνεπαγόταν υποχρεωτική συνταξιοδότηση, επηρέασε τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησής του, υπό την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78.
44 Ωστόσο, προκειμένου να κριθεί αν σύνταξη όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, υπό το πρίσμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 3 της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 13, το εν λόγω πεδίο εφαρμογής δεν καλύπτει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας των οποίων τα πλεονεκτήματα δεν εξομοιούνται με αμοιβή, κατά την έννοια που έχει ο όρος αυτός στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 157, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (αποφάσεις της 6ης Δεκεμβρίου 2012, Dittrich κ.λπ., C‑124/11, C‑125/11 και C‑143/11, EU:C:2012:771, σκέψη 31, καθώς και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, Bedi, C‑312/17, EU:C:2018:734, σκέψη 30).
45 Σχετικό αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί μόνον η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσης εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, ήτοι το κριτήριο της σχέσης εργασίας που συνάγεται από το ίδιο το γράμμα του εν λόγω άρθρου (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Beune, C‑7/93, EU:C:1994:350, σκέψη 43, καθώς και της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
46 Εντός του πλαισίου αυτού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου αυτού σύνταξη η οποία αφορά συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων, η οποία εξαρτάται ευθέως από τον χρόνο της διανυθείσας υπηρεσίας και της οποίας το ύψος υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 47 και 48, καθώς και της 24ης Νοεμβρίου 2016, Parris, C‑443/15, EU:C:2016:897, σκέψη 35).
47 Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει, αφού λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά, αν η σύνταξη που καταβάλλεται στον E.B. εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 157 ΣΛΕΕ και, ιδίως, αν η σύνταξη αυτή θεωρείται, στο εθνικό δίκαιο, ως αμοιβή η οποία εξακολουθεί να καταβάλλεται στο πλαίσιο υπηρεσιακής σχέσης που διαρκεί και μετά την έναρξη καταβολής της σύνταξης στον υπάλληλο, όπως η σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου την οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2015, Felber (C‑529/13, EU:C:2015:20).
48 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω και στο μέτρο που η σύνταξη που καταβάλλεται στον E.B. εμπίπτει στην έννοια της «αμοιβής» κατ’ άρθρο 157 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, της οδηγίας 2000/78, κατάσταση όπως αυτή που δημιουργήθηκε από την πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975 εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής.
49 Στη συνέχεια πρέπει να εξετασθεί αν μια τέτοια κατάσταση εμπίπτει στο ratione temporis πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.
50 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, νέος κανόνας δικαίου έχει εφαρμογή από της ενάρξεως ισχύος της πράξεως με την οποία θεσπίζεται και, μολονότι δεν εφαρμόζεται επί των εννόμων καταστάσεων οι οποίες γεννήθηκαν και διαμορφώθηκαν οριστικώς υπό το κράτος του προγενέστερου νόμου, εφαρμόζεται εντούτοις στα μελλοντικά τους αποτελέσματα, καθώς και στις νέες έννομες καταστάσεις. Το αντίθετο ισχύει, υπό την επιφύλαξη της αρχής της μη αναδρομικότητας των νομικών πράξεων, μόνο σε περίπτωση που ο νέος αυτός κανόνας συνοδεύεται από ειδικές διατάξεις οι οποίες καθορίζουν συγκεκριμένα τις προϋποθέσεις διαχρονικής εφαρμογής του (αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ., C‑266/09, EU:C:2010:779, σκέψη 32, καθώς και της 26ης Μαρτίου 2015, Επιτροπή κατά Moravia Gas Storage, C‑596/13 P, EU:C:2015:203, σκέψη 32).
51 Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι η έννομη κατάσταση που γεννήθηκε από την πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975 είχε διαμορφωθεί οριστικώς πριν από την εφαρμογή της οδηγίας 2000/78.
52 Συνεπώς, απόφαση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, ελλείψει σχετικών ειδικών διατάξεων στην οδηγία 2000/78, δεν μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης για το χρονικό διάστημα που προηγείται της λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2011, Römer, C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 61).
53 Μόνο κατά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/78, ήτοι από τις 3 Δεκεμβρίου 2003, υπήχθησαν στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης τα αποτελέσματα της επίμαχης στην κύρια δίκη απόφασης (πρβλ. απόφαση της 10ης Μαΐου 2011, Römer, C‑147/08, EU:C:2011:286, σκέψη 63).
54 Και ναι μεν το Αυστριακό Δημόσιο άρχισε να καταβάλλει περιοδικώς σύνταξη στον E.B. από το έτος 1976, σύμφωνα με την πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975, εξακολούθησε ωστόσο να καταβάλλει τη σύνταξη αυτή και μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/78 στην εσωτερική έννομη τάξη.
55 Συνεπώς, λόγω του ότι εξακολούθησε να καταβάλλεται σύνταξη στον E.B., η ανωτέρω απόφαση, παρότι πράγματι κατέστη απρόσβλητη πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/78, δεν εξάντλησε τα έννομα αποτελέσμάτά της πριν από τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας, αλλά, αντιθέτως, εξακολουθεί να αναπτύσσει περιοδικώς τα αποτελέσματά της, καθ’ όλη τη διάρκεια συνταξιοδότησης του εν λόγω προσώπου μετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας.
56 Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, η κατάσταση που δημιουργήθηκε από την πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975 συνιστά κατάσταση γεννηθείσα πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2000/78, της οποίας όμως τα μελλοντικά αποτελέσματα διέπονται από την εν λόγω οδηγία από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, σύμφωνα με την αρχή κατά την οποία οι νέοι κανόνες εφαρμόζονται αμέσως σε τέτοια μελλοντικά αποτελέσματα.
57 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, ήτοι από τις 3 Δεκεμβρίου 2003, στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσας απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης η οποία έχει εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής και η οποία διατάσσει την πρόωρη συνταξιοδότηση δημοσίου υπαλλήλου με μειωμένη σύνταξη.
Επί του δεύτερου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου ερωτήματος
58 Με το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν και σε ποιο μέτρο, υπό το πρίσμα της απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επανεξετάσει τα έννομα αποτελέσματα της καταστάσας απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης που διατάσσει την πρόωρη συνταξιοδότηση υπαλλήλου και την καταβολή μειωμένης σύνταξης.
59 Επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι κανόνες δεοντολογίας που εφαρμόζονταν στην περίπτωση του E.B., οι οποίοι επέβαλλαν στους δημοσίους υπαλλήλους να διαφυλάσσουν το κύρος του επαγγέλματός τους εντός και εκτός υπηρεσίας, τιμωρούσαν κατά τον ίδιο τρόπο τα ομοφυλόφιλα και τα ετεροφυλόφιλα άτομα που διέπρατταν ποινικό αδίκημα. Κατά συνέπεια, οι κανόνες αυτοί δεν είχαν ως αποτέλεσμα καμία δυσμενή διάκριση στηριζόμενη άμεσα στον γενετήσιο προσανατολισμό.
60 Ωστόσο, όπως επισήμανε το αιτούν δικαστήριο στην απόφαση περί παραπομπής και όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης, η πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975, η οποία επικυρώθηκε από την επιβεβαιωτική πειθαρχική απόφαση της 24ης Μαρτίου 1976, στηρίχθηκε κυρίως στο ότι την εποχή εκείνη ήταν ποινικώς κολάσιμη η συμπεριφορά που προσήφθη στον E.B. βάσει διάταξης του αυστριακού δικαίου που τιμωρούσε τις πράξεις ασέλγειας από άνδρα σε βάρος προσώπου του ίδιου φύλου νεότερου των 18 ετών, όμως δεν τιμωρούσε τις πράξεις ασέλγειας που τελούνταν από ετερόφυλη ή από ομοφυλόφιλη γυναίκα σε βάρος προσώπου νεότερου των 18 ετών. Το αιτούν δικαστήριο υπογράμμισε, επίσης, ότι θα ήταν σημαντικά ηπιότερη η όποια πειθαρχική κύρωση θα είχε επιβληθεί αν δεν συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από την εν λόγω διάταξη του αυστριακού ποινικού δικαίου περιστάσεις της ασέλγειας από άντρα σε βάρος προσώπου του ίδιου φύλου.
61 Συνεπώς, κατάσταση όπως αυτή που προκλήθηκε από την πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975, η οποία στηρίζεται σε διαφορετική μεταχείριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, ενέχει άμεση διάκριση, υπό την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78.
62 Κατόπιν της διαπιστώσεως αυτής, επισημαίνεται ότι η πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής πρόωρης συνταξιοδότησης του E.B. τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 1976. Η ποινή αυτή κατέστη απρόσβλητηπριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/78 και εξάντλησε όλα τα έννομα αποτελέσματά της κατά τον χρόνο της θέσεώς της σε ισχύ. Συνεπώς, υπό το πρίσμα της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, η ποινή αυτή δεν μπορεί πλέον να αμφισβητηθεί βάσει της εν λόγω οδηγίας. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, αν δεν ήταν ποινικώς κολάσιμη την εποχή εκείνη η συμπεριφορά που προσήφθη στον E.B., δεν θα ήταν δυνατό να του επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της υποχρεωτικής συνταξιοδότησης.
63 Υπό τις συνθήκες αυτές, πρόσωπο όπως ο E.B. δεν μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78 προκειμένου να επιτύχει την αποκατάσταση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας που θα είχε αν δεν είχε μεσολαβήσει η πειθαρχική απόφαση της 10ης Ιουνίου 1975.
64 Συνεπώς, για τον υπολογισμό του ύψους της σύνταξης προσώπου όπως ο E.B., δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό κατά το διάστημα μεταξύ της θέσης σε ισχύ της πειθαρχικής απόφασης της 10ης Ιουνίου 1975 και της συμπλήρωσης της νόμιμης ηλικίας συνταξιοδότησης ήταν εν ενεργεία υπάλληλος. Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαιτεί την καταβολή αμοιβής εκ μέρους του Αυστριακού Δημοσίου ούτε την αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος για το διάστημα αυτό.
65 Αντιθέτως, όσον αφορά την ποινή που συνίσταται στην κατά 25 % μείωση του ύψους της σύνταξης του E.B. βάσει της υποχρεωτικής του συνταξιοδότησης από την 1η Απριλίου 1976, υπογραμμίζεται ότι, παρότι τα αποτελέσματα που παρήγαγε η κύρωση αυτή πριν από τη λήξη της προθεσμίας εφαρμογής της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2000/78, δεδομένης της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, δεν μπορούν να ανατραπούν με την επίκληση της οδηγίας αυτής, ωστόσο η εν λόγω μειωμένη σύνταξη εξακολουθεί να καταβάλλεται περιοδικώς στον E.B. Συνεπώς, η εφαρμογή της οδηγίας 2000/78 από τον χρόνο λήξης της προθεσμίας μεταφοράς της στην εσωτερική έννομη τάξη συνεπάγεται, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 50 της παρούσας απόφασης, την επανεξέταση, από το χρονικό αυτό σημείο, της μείωσης του ύψους της σύνταξης του E.B., προκειμένου να παύσει η δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού. Ο υπολογισμός που πρέπει να γίνει στο πλαίσιο αυτής της επανεξέτασης πρέπει να πραγματοποιηθεί βάσει του ύψους της σύνταξης την οποία θα δικαιούνταν ο E.B. λόγω της υποχρεωτικής του συνταξιοδότησης από την 1η Απριλίου 1976.
66 Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να ελέγξει σε ποιο μέτρο δημόσιος υπάλληλος ο οποίος την ίδια εποχή θα διέπραττε παράβαση των κανόνων δεοντολογίας ανάλογη με την παράβαση του E.B. θα είχε τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή αν δεν επρόκειτο για συμπεριφορά ομοφυλόφιλου άνδρα έναντι προσώπου του ίδιου φύλου.
67 Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο ανέφερε ότι, έστω και αν δεν μπορούσε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο παρόμοια παρώθηση ανηλίκου στην τέλεση ετεροφυλοφιλικών ή λεσβιακών πράξεων να τιμωρούνταν ως παράβαση των κανόνων δεοντολογίας των αστυνομικών υπαλλήλων, η πειθαρχική ποινή που θα επιβαλλόταν στον E.B. θα ήταν σημαντικά ηπιότερη αν δεν θα συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από την επίμαχη διάταξη του αυστριακού ποινικού δικαίου περιστάσεις. Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να κρίνει αν μια τέτοια παράβαση θα οδηγούσε στην επιβολή πειθαρχικής ποινής συνεπαγόμενης μείωση του ύψους της σύνταξης και, ενδεχομένως, πόσο σημαντική θα ήταν η μείωση του ύψους της σύνταξης η οποία θα είχε επιβληθεί στον E.B. ως πειθαρχική ποινή αν δεν είχε υπάρξει δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, εξυπακουομένου ότι μια τέτοια μείωση πρέπει εξ ορισμού να είναι χαμηλότερη του 25 %.
68 Στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2000/78 και δεδομένου ότι πρόκειται για τη θεραπεία δυσμενούς διακρίσεως, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, με τον καθορισμό του προσήκοντος ποσού μείωσης του ύψους της σύνταξης του E.B., δεν ασκεί επιρροή το αν προτού συμπληρώσει τη νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης ο ενδιαφερόμενος έχει επιδιώξει την ανάληψη υπηρεσίας ως δημόσιος υπάλληλος ή το αν κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής συνταξιοδότησής του εργάσθηκε στον ιδιωτικό τομέα.
69 Το αιτούν δικαστήριο πρέπει, στο πλαίσιο αυτό, να καθορίσει το ύψος της σύνταξης που πρέπει να καταβάλλεται στον E.B. από τις 3 Δεκεμβρίου 2003 και εντεύθεν.
70 Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και το πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι, σε κατάσταση όπως η περιγραφόμενη στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, δεν επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επανεξετάσει, για το διάστημα μετά τις 3 Δεκεμβρίου 2003, την καταστάσα απρόσβλητη πειθαρχική απόφαση με την οποία διατάχθηκε η πρόωρη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου, αλλά τη μείωση της σύνταξής του, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της σύνταξης την οποία ο υπάλληλος αυτός θα εισέπραττε αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
Επί των δικαστικών εξόδων
71 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι εφαρμόζεται, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο, ήτοι από τις 3 Δεκεμβρίου 2003, στα μελλοντικά αποτελέσματα μιας καταστάσας απρόσβλητης πειθαρχικής απόφασης η οποία έχει εκδοθεί πριν από την έναρξη ισχύος της οδηγίας αυτής και η οποία διατάσσει την πρόωρη συνταξιοδότηση δημοσίου υπαλλήλου με μειωμένη σύνταξη.
2) Η οδηγία 2000/78 έχει την έννοια ότι, σε κατάσταση όπως η περιγραφόμενη στο σημείο 1 του διατακτικού της παρούσας απόφασης, δεν επιβάλλει στο εθνικό δικαστήριο να επανεξετάσει, για το διάστημα μετά τις 3 Δεκεμβρίου 2003, την καταστάσα απρόσβλητη πειθαρχική απόφαση με την οποία διατάχθηκε η πρόωρη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου, αλλά τη μείωση της σύνταξής του, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της σύνταξης την οποία ο υπάλληλος αυτός θα εισέπραττε αν δεν είχε μεσολαβήσει η δυσμενής διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.