Υποθέσεις C-61/17 C-62/17 και C-72/17 Κοινωνική πολιτική – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο – Έννοια του όρου “επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη” – Διαδικασία διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους – Βάρος αποδείξεω

Υποθέσεις C-61/17 C-62/17 και C-72/17 Κοινωνική πολιτική – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο – Έννοια του όρου “επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη” – Διαδικασία διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους – Βάρος αποδείξεω

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 7ης Αυγούστου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο – Έννοια του όρου “επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη” – Διαδικασία διαβουλεύσεως με τους εργαζομένους – Βάρος αποδείξεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-61/17, C-62/17 και C-72/17,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landesarbeitsgericht Berlin-Brandenburg (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βερολίνου-Βρανδεμβούργου, Γερμανία) με αποφάσεις της 24ης Νοεμβρίου 2016, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 6 Φεβρουαρίου 2017 (C-61/17 και C-62/17) και στις 9 Φεβρουαρίου 2017 (C-72/17), στο πλαίσιο των δικών

Miriam Bichat (C-61/17),

Daniela Chlubna (C-62/17),

Isabelle Walkner (C-72/17),

κατά

Aviation Passage Service Berlin GmbH & Co. KG,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça, πρόεδρο τμήματος, E. Levits (εισηγητή), A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: R. Șereș, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Απριλίου 2018,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        η M. Bichat, εκπροσωπούμενη από τον F. Koch, Rechtsanwalt,

–        η D. Chlubna, εκπροσωπούμενη από τους H. Kuster και U. Meißner, Rechtsanwälte,

–        η I. Walkner, εκπροσωπούμενη από τους H. Kuster και U. Meißner, Rechtsanwälte,

–        η Aviation Passage Service Berlin GmbH & Co. KG, εκπροσωπούμενη από τις U. Rupp και U. Schweibert, Rechtsanwältinnen,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους T. Henze και R. Kanitz,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την C. Valero και τους F. Erlbacher και M. Kellerbauer,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, της Miriam Bichat, της Daniela Chlubna και της Isabelle Walkner και του πρώην εργοδότη τους, της εταιρίας Aviation Passage Service Berlin GmbH & Co. Kg (στο εξής: APSB), με αντικείμενο το κύρος των απολύσεών τους υπό το πρίσμα των διαδικασιών διαβουλεύσεως που προβλέπει το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Στις 17 Φεβρουαρίου 1975 το Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εξέδωσε την οδηγία 75/129/ΕΟΚ, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44).

4        Η οδηγία 92/56/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1992, τροποποίησε την οδηγία 75/129 και συμπλήρωσε το άρθρο 2 αυτής με την παράγραφο 4 η οποία έχει ως εξής:

«Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.

Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν θα λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες.»

5        Για λόγους σαφήνειας και εξορθολογισμού, η οδηγία 75/129, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56, καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 98/59, η οποία κωδικοποίησε την αρχική οδηγία.

6        Η αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας 98/59 αναφέρει τα εξής:

«[…] επιβάλλεται η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας».

7        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«1.      Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.

2.      Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, δια της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.

[...]

3.      Για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων:

α)      να τους παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και

β)      εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως:

i)      τους λόγους του σχεδίου απολύσεων,

ii)      τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων,

iii)      τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων,

iv)      την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις,

v)      τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη,

vi)      την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημίωσης απολύσεως, εκτός εκείνης που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

[…]

4.      Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.

Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν θα λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες.»

8        Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια των κρατών μελών να εφαρμόζουν ή να εκδίδουν νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις περισσότερο ευνοϊκές για τους εργαζομένους ή να προωθούν ή να επιτρέπουν την εφαρμογή ευνοϊκότερων συμβατικών διατάξεων για τους εργαζομένους.»

9        Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι εκπρόσωποι των εργαζομένων ή/και οι εργαζόμενοι να έχουν τη δυνατότητα προσφυγής σε διοικητικές ή/και δικαστικές διαδικασίες προκειμένου να εξασφαλίζεται η τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από την παρούσα οδηγία.»

 Το γερμανικό δίκαιο

10      Το άρθρο 17 του Kündigungsschutzgesetz (νόμου περί προστασίας από τις απολύσεις, BGBl. I, σ. 1317, στο εξής: KSchG) μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 και ορίζει τα εξής:

«(2)      Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις […], υποχρεούται να παρέχει εγκαίρως τις σχετικές πληροφορίες στους εκπροσώπους των εργαζομένων και να τους γνωστοποιεί γραπτώς ιδίως:

1.      τους λόγους του σχεδίου απολύσεων,

2.      τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων·

3.      τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων,

4.      την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις,

5.      τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν,

6.      την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημιώσεως απολύσεως.

Οι διαβουλεύσεις μεταξύ εργοδότη και εκπροσώπων των εργαζομένων αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μειώσεως των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες αμβλύνσεως των συνεπειών τους.

(3a)      Οι υποχρεώσεις ενημερώσεως, διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως, που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3 ισχύουν ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη. Ο εργοδότης δεν μπορεί να προβάλει ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες.»

 Οι διαφορές των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Η M. Bichat απασχολούνταν, από την 1η Μαΐου 1988, στην υπηρεσία της APSB καθώς και της δικαιοπαρόχου της εταιρίας στον τομέα των υπηρεσιών εξυπηρετήσεως επιβατών στο αεροδρόμιο Tegel του Βερολίνου (Γερμανία). Η D. Chlubna και η I. Walkner κατείχαν ανάλογη θέση από την 1η Μαΐου 1992.

12      Η APSB εργαζόταν αποκλειστικώς για την εταιρία GlobeGround Berlin GmbH & Co. Kg (στο εξής: GGB), η οποία ασκεί διάφορες αερολιμενικές δραστηριότητες. Κατά τη διάρκεια του έτους 2008, η εταιρία αυτή εξαγοράστηκε από τον όμιλο WISAG, ο οποίος προχώρησε σε ορισμένες αναδιαρθρώσεις, στο πλαίσιο των οποίων η εναγόμενη και εφεσίβλητη των κύριων δικών (στο εξής: εναγόμενη των κύριων δικών) διατήρησε τον τομέα δραστηριότητάς της.

13      Λόγω ζημιών, η GGB κατήγγειλε, από τις 30 Ιουνίου 2014 και σταδιακά, τις συμβάσεις που είχε συνάψει με την APSB και την ενημέρωσε ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες ανετίθεντο εφεξής σε επιχειρήσεις εκτός του ομίλου. Οι επιχειρήσεις αυτές δεν συνέχισαν να απασχολούν κανένα μέλος του προσωπικού της APSB.

14      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2014, στο πλαίσιο συνελεύσεως των εταίρων της εναγομένης των κύριων δικών, ήτοι της APSB, η GGB, ως μοναδικός εταίρος με δικαίωμα ψήφου, έλαβε την απόφαση να διακόψει οριστικά τις δραστηριότητες της APSB από τις 31 Μαρτίου 2015 και να καταργήσει το οργανωτικό σχήμα που είχε δημιουργηθεί για την άσκηση των εν λόγω δραστηριοτήτων.

15      Τον Ιανουάριο του 2015, η APSB ενημέρωσε το συμβούλιο εργαζομένων για το σχέδιο ομαδικών απολύσεων και πραγματοποίησε συνάντηση μαζί του ως προς το ζήτημα αυτό, χωρίς όμως, στη συνέχεια, να λάβει υπόψη την αντίθεση που διατύπωσε, σε σχέση με το σύνολο των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας, το εν λόγω συμβούλιο διατεινόμενο ότι, όσον αφορά τόσο την GGB όσο και την APSB, το προβαλλόμενο έλλειμμα ήταν πλασματικό.

16      Στις 29 Ιανουαρίου 2015, γνωστοποιήθηκε στην M. Bichat, στην D. Chlubna και στην I. Walkner ότι η σχέση εργασίας τους έληγε στις 31 Αυγούστου 2015.

17      Κατά των ομαδικών απολύσεων ασκήθηκαν επιτυχώς πολλές αγωγές. Στις 10 Ιουνίου 2015, η APSB ενημέρωσε το συμβούλιο εργαζομένων ότι είχε την πρόθεση να προβεί σε νέες ομαδικές απολύσεις. Οι απολύσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στις 27 Ιουνίου 2015, με ισχύ από τις 31 Ιανουαρίου 2016. Στο πλαίσιο αυτό, η GGB δήλωσε ότι οι λόγοι απολύσεως ήταν οι ίδιοι με εκείνους που είχαν γνωστοποιηθεί στο συμβούλιο εργαζομένων της APSB στο πλαίσιο των προηγούμενων ομαδικών απολύσεων, οι οποίες θα ίσχυαν από τις 31 Αυγούστου 2015.

18      Με αποφάσεις της 12ης Ιανουαρίου 2016 (υπόθεση C-61/17), της 23ης Φεβρουαρίου 2016 (υπόθεση C-62/17) και της 1ης Μαρτίου 2016 (υπόθεση C‑72/17), το Arbeitsgericht Berlin Brandenburg (πρωτοβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βερολίνου-Βρανδεμβούργου, Γερμανία) απέρριψε τις αντίστοιχες αγωγές των εναγουσών και εκκαλουσών των κύριων δικών [στο εξής: ενάγουσες των κύριων δικών]. Οι ενάγουσες των κύριων δικών άσκησαν έφεση κατά των ανωτέρω αποφάσεων ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

19      Το Landesarbeitsgericht Berlin-Brandenburg (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βερολίνου-Βρανδεμβούργου, Γερμανία) φρονεί ότι η επίλυση των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιόν του εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59. Το δικαστήριο αυτό επισημαίνει συναφώς ότι το άρθρο 17 του KSchG, το οποίο μεταφέρει σχεδόν κατά γράμμα το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, αποτελεί, σε εθνικό επίπεδο, αντικείμενο ερμηνευτικής διαφωνίας ιδίως όσον αφορά την έννοια του όρου «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη». Ειδικότερα, τυχόν διασταλτική ερμηνεία του όρου αυτού, υπό την έννοια ότι καλύπτει επίσης τις επιχειρήσεις που δεν θεωρούνται συνδεδεμένες κατά το δίκαιο των ομίλων εταιριών, αλλά υπόκεινται αποκλειστικώς και μόνο σε έλεγχο de jure ή de facto, θα είχε ως συνέπεια την ακυρότητα των επίμαχων στις υποθέσεις των κύριων δικών απολύσεων, ενώ, αντιθέτως, η συσταλτική ερμηνεία του ως άνω όρου δεν θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα.

20      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landesarbeitsgericht Berlin-Brandenburg (δευτεροβάθμιο δικαστήριο εργατικών διαφορών Βερολίνου-Βρανδεμβούργου) αποφάσισε να αναστείλει τις ενώπιόν του διαδικασίες και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν πανομοιότυπη διατύπωση σε καθεμία από τις εν λόγω υποθέσεις:

«1.      Νοείται ως “επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη”, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας [98/59], μόνον η επιχείρηση της οποίας η επιρροή εξασφαλίζεται μέσω μεριδίων συμμετοχής και δικαιωμάτων ψήφου ή αρκεί και η επιρροή που απορρέει από συμβατικό δεσμό ή υφίσταται εν τοις πράγμασι (de facto) (παραδείγματος χάριν μέσω της δυνατότητας φυσικών προσώπων να απευθύνουν οδηγίες);

2.      Σε περίπτωση που στο πρώτο ερώτημα δοθεί η απάντηση ότι δεν είναι αναγκαίο η επιρροή να εξασφαλίζεται μέσω μεριδίων συμμετοχής και δικαιωμάτων ψήφου:

Υφίσταται “απόφαση για ομαδικές απολύσεις”, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, και στην περίπτωση κατά την οποία η ελέγχουσα επιχείρηση επιβάλλει στον εργοδότη τέτοιους όρους ώστε η εκ μέρους του πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων να καθίσταται οικονομικά αναπόφευκτη;

3.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα:

Απαιτεί το άρθρο 2, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3, στοιχεία αʹ και βʹ, σημείο i, καθώς και την παράγραφο 1 αυτού να ενημερώνονται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και για τους οικονομικούς ή άλλους λόγους για τους οποίους η ελέγχουσα επιχείρηση έλαβε τις συγκεκριμένες αποφάσεις συνεπεία των οποίων ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις;

4.      Επιτρέπει το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59, σε συνδυασμό με την παράγραφο 3, στοιχεία αʹ και βʹ, σημείο i, καθώς και την παράγραφο 1 αυτού να επιβληθεί το βάρος επικλήσεως και αποδείξεως στοιχείων πέραν όσων αφορούν την ύπαρξη ελέγχου επί του εργοδότη σε εργαζομένους οι οποίοι ζητούν από δικαστήριο να ακυρώσει την απόλυσή τους που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ομαδικών απολύσεων, προβάλλοντες [ενώπιον του δικαστηρίου αυτού] μη ορθή εφαρμογή της διαδικασίας διαβουλεύσεως με τους εκπροσώπους των εργαζομένων;

5.      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα:

Ποιες άλλες υποχρεώσεις επικλήσεως και αποδείξεως μπορούν να επιβληθούν στην περίπτωση αυτή στους εργαζομένους βάσει των προαναφερθεισών διατάξεων;»

21      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2017, οι υποθέσεις C-61/17, C-62/17 και C-72/17 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

  Επί του πρώτου ερωτήματος

 Επί του παραδεκτού

22      Επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το ερώτημα αυτό είναι απαράδεκτο, διότι αφορά ζήτημα υποθετικής φύσεως και διότι το Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υποβλήθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι σε θέση να παράσχει χρήσιμη απάντηση.

23      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, εναπόκειται αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια που έχουν επιληφθεί της διαφοράς και φέρουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδώσουν να εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τόσο την ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο. Συνεπώς, εφόσον τα υποβληθέντα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται καταρχήν να απαντήσει (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth, C-52/16 και C-113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προδήλως προκύπτει ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης την οποία ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 6ης Μαρτίου 2018, SEGRO και Horváth, C-52/16 και C-113/16, EU:C:2018:157, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πρώτον, κατόπιν αιτήματος παροχής διευκρινίσεων που απηύθυνε το Δικαστήριο, στις 25 Οκτωβρίου 2017, στο αιτούν δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό ενέμεινε τόσο στην ανάγκη εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως για να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση όσο και στη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υπέβαλε στο Δικαστήριο.

26      Δεύτερον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 32 των προτάσεών της, τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο δεν είναι τέτοια που να καθιστούν το πρώτο ερώτημα υποθετικής φύσεως.

27      Συνεπώς, το προδικαστικό αυτό ερώτημα είναι παραδεκτό.

 Επί της ουσίας

28      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά μόνον επιχείρηση η οποία είναι συνδεδεμένη με τον εργοδότη βάσει μεριδίων συμμετοχής ή δικαιωμάτων ψήφου ή επίσης επιχείρηση η οποία, δυνάμει συμβατικών δεσμών ή εν τοις πράγμασι, ασκεί ομοίως δεσπόζουσα επιρροή στον εν λόγω εργοδότη.

29      Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη», ούτε παραπέμπει, ως προς το σημείο αυτό, στο δίκαιο των κρατών μελών. Επομένως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, από τις επιταγές τόσο της ενιαίας εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας προκύπτει ότι το γράμμα διατάξεως του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχει ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό του νοήματος και του περιεχομένου της πρέπει κανονικά να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Ιανουαρίου 2005, Junk, C-188/03, EU:C:2005:59, σκέψεις 29 και 30, καθώς και της 13ης Μαΐου 2015, Lyttle κ.λπ., C-182/13, EU:C:2015:317, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, και κατά το πρότυπο του όρου «επιχείρηση» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, σημείο ii, της οδηγίας 98/59, ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη», ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο αυτοτελή και ενιαίο στην έννομη τάξη της Ένωσης (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Μαΐου 2015, Lyttle κ.λπ., C-182/13, EU:C:2015:317, σκέψη 26 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Διευκρινίζεται προκαταρκτικώς ότι η έννοια του «ελέγχου» για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 98/59 αφορά, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών της, την περίπτωση κατά την οποία μια επιχείρηση δύναται να λάβει απόφαση στρατηγικού ή εμπορικού χαρακτήρα που υποχρεώνει τον εργοδότη να σχεδιάσει ή να προβεί σε ομαδικές απολύσεις (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C-44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 48).

32      Τούτου δοθέντος, με βάση και μόνο το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποιοι είναι οι δεσμοί εκείνοι μεταξύ της επιχειρήσεως και του εργοδότη που καθιστούν δυνατό να διαπιστωθεί σε ποιες περιπτώσεις η πρώτη «ελέγχει» τον δεύτερο. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να ληφθούν υπόψη το ιστορικό θεσπίσεως της εν λόγω διατάξεως, καθώς και ο σκοπός που επιδιώκει η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρύθμιση.

33      Πρώτον, όσον αφορά το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις αποτέλεσε, σε ένα πρώτο στάδιο, αντικείμενο της οδηγίας 75/129, η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 3 της παρούσας αποφάσεως, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την οδηγία 92/56.

34      Η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/56 διευκρινίζει ότι με την οδηγία αυτή επιδιώκεται να εξασφαλιστεί ότι οι υποχρεώσεις των εργοδοτών όσον αφορά την ενημέρωση, τη διαβούλευση και την κοινοποίηση εκπληρώνονται ανεξαρτήτως του αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη. Προς τον σκοπό αυτό, η οδηγία 92/56 προσέθεσε στο άρθρο 2 της οδηγίας 75/129 την παράγραφο 4, η οποία αντιστοιχεί στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59.

35      Τόσο η οδηγία 98/59 όσο και, προηγουμένως, η οδηγία 75/129 την οποία αυτή αντικατέστησε προβαίνουν μόνο σε μερική εναρμόνιση των κανόνων προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, ήτοι της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται σε περίπτωση τέτοιων απολύσεων (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής, C-201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι, στο πλαίσιο της ως άνω μερικής εναρμονίσεως, ο νομοθέτης εξέδωσε την οδηγία 92/56 και, στη συνέχεια, την οδηγία 98/59, με τη βούληση να καλύψει το κενό της προηγούμενης κανονιστικής του ρυθμίσεως και να διευκρινίσει τις υποχρεώσεις των εργοδοτών που αποτελούν μέρος ενός ομίλου επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο μιας οικονομίας που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός διαρκώς αυξανόμενου αριθμού ομίλων επιχειρήσεων, όταν μια επιχείρηση ελέγχεται από άλλη, το άρθρο 2, παράγραφος 4, της οδηγίας 98/59 παρέχει τη δυνατότητα να εξασφαλίζεται αποτελεσματικά η επίτευξη του σκοπού της οδηγίας αυτής, ο οποίος είναι, όπως εκθέτει η αιτιολογική της σκέψη 2, η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C-44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 44 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ερμήνευσε το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 υπό την έννοια ότι, ανεξάρτητα από το αν σχεδιάζονται ή προβλέπονται ομαδικές απολύσεις κατόπιν αποφάσεως της επιχειρήσεως που απασχολεί τους θιγόμενους εργαζομένους ή κατόπιν αποφάσεως της μητρικής της εταιρίας, η πρώτη εταιρία είναι πάντοτε εκείνη η οποία, ως εργοδότης, έχει την υποχρέωση διεξαγωγής διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων της (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C-44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 62).

38      Όσον αφορά, δεύτερον, τον σκοπό της οδηγίας 98/59, αυτός συνίσταται, όπως προκύπτει σαφώς από την αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας αυτής, στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, αντικείμενο των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, οι οποίες πρέπει να διεξάγονται πριν από την πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων, είναι η αποτροπή ή η μείωση των ομαδικών απολύσεων, καθώς και η άμβλυνση των επιπτώσεών τους μέσω συνοδευτικών κοινωνικών μέτρων, με σκοπό την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυθέντων εργαζομένων (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής, C-201/15, EU:C:2016:972, σκέψεις 27 και 28).

39      Προς τον σκοπό αυτόν, η προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων ενισχύεται κατά μείζονα λόγο από το γεγονός ότι τα κριτήρια για τον ορισμό της εννοίας «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη», κατά το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, έχουν ευρύ περιεχόμενο, με τη διευκρίνιση ότι τα κριτήρια αυτά πρέπει πάντως να είναι σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις αρχές της, ιδίως την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, από την ερμηνεία του ιστορικού θεσπίσεως και από τον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 προκύπτει, αφενός, ότι η έννοια «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά κάθε επιχείρηση η οποία, βάσει της εντάξεώς της στον ίδιο όμιλο ή βάσει συμμετοχής της στο εταιρικό κεφάλαιο η οποία της εξασφαλίζει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων στη συνέλευση ή/και στα όργανα λήψεως αποφάσεων που λειτουργούν στο εσωτερικό του εργοδότη, μπορεί να υποχρεώσει τον εργοδότη αυτόν να λάβει απόφαση για τον σχεδιασμό ή για την πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων.

41      Επιπλέον, πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην ως άνω έννοια εμπίπτουν επίσης περιπτώσεις κατά τις οποίες μια επιχείρηση, μολονότι δεν διαθέτει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων περί του οποίου έγινε λόγος στην προηγούμενη σκέψη, έχει τη δυνατότητα να ασκήσει καθοριστική επιρροή, κατά την έννοια της σκέψεως 31 της παρούσας αποφάσεως, η οποία εκδηλώνεται με τα αποτελέσματα των ψηφοφοριών εντός των εταιρικών οργάνων, τούτο δε, μεταξύ άλλων, λόγω της διασποράς του εταιρικού κεφαλαίου του εργοδότη, της σχετικά χαμηλής συμμετοχής των εταίρων στις συνελεύσεις ή της υπάρξεως συμφωνιών μεταξύ εταίρων στο εσωτερικό του εργοδότη.

42      Αφετέρου, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προστασία της αρχής της ασφάλειας δικαίου, κριτήρια που αντλούνται από αμιγώς πραγματικές καταστάσεις, όπως το κριτήριο της υπάρξεως κοινού περιουσιακού συμφέροντος μεταξύ του εργοδότη και της άλλης επιχειρήσεως ή το κριτήριο του «καλώς εννοούμενου συμφέροντος της ίδιας της επιχειρήσεως να τηρήσει τις υποχρεώσεις ενημερώσεως, διαβουλεύσεως και κοινοποιήσεως που προβλέπει η οδηγία 98/59», περί του οποίου έκανε λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τις γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις της, δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη καταστάσεως στην οποία μια επιχείρηση ελέγχει τον εργοδότη, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59.

43      Εξάλλου, τυχόν εφαρμογή τέτοιων κριτηρίων θα ήταν ικανή να υποχρεώσει το εθνικό δικαστήριο να προβεί σε πολύ εκτεταμένες έρευνες με αβέβαιο αποτέλεσμα, όπως έρευνες σχετικές με την εκτίμηση της φύσεως και της σημασίας των διαφόρων κοινών συμφερόντων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να προσβάλει την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

44      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι μια απλή συμβατική σχέση, στον βαθμό στον οποίο δεν παρέχει σε μια επιχείρηση τη δυνατότητα ασκήσεως καθοριστικής επιρροής στις αποφάσεις που λαμβάνει ο εργοδότης σε θέματα απολύσεων, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αρκεί για να αποδειχθεί σχέση ελέγχου, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59.

45      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά κάθε επιχείρηση που είναι συνδεδεμένη με τον εργοδότη μέσω σχέσεων συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο του τελευταίου ή μέσω άλλων εννόμων σχέσεων που της παρέχουν τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή στα όργανα λήψεως αποφάσεων του εργοδότη και να τον υποχρεώνει στον σχεδιασμό ή στην πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος

46      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στα ερωτήματα από το δεύτερο έως το πέμπτο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

47      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις, έχει την έννοια ότι ο όρος «επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη» αφορά κάθε επιχείρηση που είναι συνδεδεμένη με τον εργοδότη μέσω σχέσεων συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο του τελευταίου ή μέσω άλλων εννόμων σχέσεων που της παρέχουν τη δυνατότητα να ασκεί καθοριστική επιρροή στα όργανα λήψεως αποφάσεων του εργοδότη και να τον υποχρεώνει στον σχεδιασμό ή στην πραγματοποίηση ομαδικών απολύσεων.

Πηγή: Taxheaven