ΑΠ 336/2018 Η έννοια της διευθυντικής θέσης, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθυντή, προσδιορίζεται, με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχόμενω

ΑΠ 336/2018 Η έννοια της διευθυντικής θέσης, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθυντή, προσδιορίζεται, με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχόμενω

Απόφαση 336 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 336/2018

Περίληψη

Κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον "περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις", που κυρώθηκε με τον νόμο 2269/1920 και, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης και στα οποία κατά τη Σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν το ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή λόγω της ιδιάζουσας εμπιστοσύνης που τους έχει ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως όλης της επιχείρησης ή σημαντικού τομέα της καθώς και εποπτείας του προσωπικού, έτσι ώστε όχι μόνο να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης αλλά και να διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, διότι ασκούν δικαιώματα και εξουσίες του εργοδότη, όπως η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη των σκοπών της επιχείρησης, ταυτιζόμενα έτσι σε μεγάλο βαθμό με τον εργοδότη τόσο ως προς τις σχέσεις του προς τρίτους, εκπροσωπώντας αυτόν στις συναλλαγές, όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζομένους στην ίδια επιχείρηση.

Οι υπάλληλοι αυτοί, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως διευθύνοντες, διαθέτουν πρωτοβουλία, επωμίζονται με σημαντικές, ενίοτε δε και ποινικές, ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για το συμφέρον των εργαζομένων και αμείβονται συνήθως με μισθό που υπερβαίνει τα νόμιμα ελάχιστα όρια μισθών και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές.

Για τον λόγο αυτόν, τα ανωτέρω πρόσωπα, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, την εβδομαδιαία ανάπαυση, την αποζημίωση και προσαύξηση για υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, τις αποδοχές, το επίδομα κα την αποζημίωση λόγω υπαίτιας μη χορήγησης της ετήσιας άδειας ανάπαυσης, αφού οι διατάξεις αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους.

Δεν είναι, πάντως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι προαναφερόμενες ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηριστεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, η έννοια δε της διευθυντικής θέσης, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθυντή, προσδιορίζεται, με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου που τις παρέχει τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζόμενους



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Κωνσταντίνο Πιτταρά - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Δ. Π. του Ι., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ευστάθιο Γραμμένο, που δεν κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αικατερίνη Βλαχά, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/3/2010 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1017/2012 του ίδιου Δικαστηρίου και 3123/2016 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο ήδη αναιρεσείων με την από 27/2/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Με την κρινόμενη από 27.2.2017 αίτηση προσβάλλεται η 3123/2016 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών,η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Με την προσβαλλομένη απορρίφθηκε η έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της 1017/2012 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε απορριφθεί η αναφερόμενη κατωτέρω αγωγή του αναιρεσείοντος με αντικείμενο αξιώσεις από σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για αμοιβή υπερεργασίας, υπερωριακής εργασίας κλπ. Η αίτηση στρέφεται κατ' απόφασης δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, της οποίας δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε προβάλλεται, επίδοση (άρθρα 552,553 παρ. 1,556 παρ. 1 και 564 παρ. 3 ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή και να ερευνηθούν περαιτέρω οι λόγοι που περιέχονται σ' αυτήν ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους (άρθρο 577 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 §3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτήν λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, με βάση το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες, ενώ ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώθηκε σαφώς, δεν συνιστούν ανεπάρκεια αιτιολογιών. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 2102/2014).

Εξάλλου, κατά την έννοια του πρώτου εδαφίου του άρθρου 2 της Διεθνούς Συμβάσεως της Ουάσιγκτον "περί περιορισμού των ωρών εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις", που κυρώθηκε με τον νόμο 2269/1920 και, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου, ως πρόσωπα που κατέχουν θέσεις εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης και στα οποία κατά τη Σύμβαση αυτή δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν το ημερήσιο ή εβδομαδιαίο ωράριο των μισθωτών, θεωρούνται εκείνα στα οποία, λόγω του ότι διαθέτουν εξαιρετικά προσόντα ή λόγω της ιδιάζουσας εμπιστοσύνης που τους έχει ο εργοδότης, ανατίθενται καθήκοντα γενικότερης διευθύνσεως όλης της επιχείρησης ή σημαντικού τομέα της καθώς και εποπτείας του προσωπικού, έτσι ώστε όχι μόνο να επηρεάζουν αποφασιστικά τις κατευθύνσεις και την εξέλιξη της επιχείρησης αλλά και να διακρίνονται εμφανώς από τους άλλους υπαλλήλους, διότι ασκούν δικαιώματα και εξουσίες του εργοδότη, όπως η πρόσληψη και η απόλυση του προσωπικού και η λήψη σημαντικών αποφάσεων για την επίτευξη των σκοπών της επιχείρησης, ταυτιζόμενα έτσι σε μεγάλο βαθμό με τον εργοδότη τόσο ως προς τις σχέσεις του προς τρίτους, εκπροσωπώντας αυτόν στις συναλλαγές, όσο και σε σχέση με τους υπόλοιπους εργαζομένους στην ίδια επιχείρηση.

Οι υπάλληλοι αυτοί, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως διευθύνοντες, διαθέτουν πρωτοβουλία, επωμίζονται με σημαντικές, ενίοτε δε και ποινικές, ευθύνες για την τήρηση των διατάξεων που έχουν θεσπιστεί για το συμφέρον των εργαζομένων και αμείβονται συνήθως με μισθό που υπερβαίνει τα νόμιμα ελάχιστα όρια μισθών και τις καταβαλλόμενες στους λοιπούς υπαλλήλους αποδοχές.

Για τον λόγο αυτόν, τα ανωτέρω πρόσωπα, αν και δεν παύουν να είναι μισθωτοί, εξαιρούνται από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τα χρονικά όρια εργασίας, την εβδομαδιαία ανάπαυση, την αποζημίωση και προσαύξηση για υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, τις αποδοχές, το επίδομα κα την αποζημίωση λόγω υπαίτιας μη χορήγησης της ετήσιας άδειας ανάπαυσης, αφού οι διατάξεις αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβασή τους.

Δεν είναι, πάντως, αναγκαίο να συντρέχουν όλες οι προαναφερόμενες ή και άλλες περιστάσεις για να χαρακτηριστεί κάποιος μισθωτός ως διευθύνων υπάλληλος, η έννοια δε της διευθυντικής θέσης, ανεξαρτήτως του αν ο εργαζόμενος έχει ή όχι τον τίτλο του διευθυντή, προσδιορίζεται, με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια της καλής πίστης και της κοινής πείρας και λογικής, από τη φύση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών, που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση εκείνου που τις παρέχει τόσο προς τον εργοδότη όσο και προς τους λοιπούς εργαζόμενους (ΑΠ 768/2017, ΑΠ 478/2014 και ΑΠ 980/2013).

Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, κρίνοντας επί της αναφερόμενης πιο πάνω εφέσεως του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν - κατά την μη ελεγχόμενη αναιρετικά επί της ουσίας κρίση του - τα εξής: "Ο ενάγων προσλήφθηκε στις 14-1-1985 ως πωλητής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από την εταιρεία "....", την οποία το έτος 1998 αγόρασε ο όμιλος ... μέσω της εταιρείας ..., που εξαγοράσθηκε το 2003 από την εναγομένη εταιρεία "..." και ήδη "....". Ωστόσο, πολύ σύντομα, το 1989, η εργοδότρια του, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες ικανότητες του, αλλά και την προς το πρόσωπο του εμπιστοσύνη ανέθεσε σε αυτόν τα καθήκοντα Διευθυντή καταστήματος. Τα καθήκοντα αυτά άσκησε συνεχώς σε διάφορα καταστήματα της εργοδότριας του μέχρι την απόλυση του στις 14-9-2007. Έτσι λοιπόν, κατά το επίδικο διάστημα από 1-1-2003 έως 31-12-2007, ο ενάγων κατείχε θέση διευθύνοντος υπαλλήλου, και συγκεκριμένα θέση τόσο εποπτείας και διευθύνσεως, όσο και εμπιστοσύνης, διακρινόμενος σαφώς από το υπόλοιπο προσωπικό. Η ιδιότητα του αυτή συνάγεται από τη φύση και το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών που κρίνονται ενιαία, καθώς και από την ιδιάζουσα σχέση του τόσο προς την εργοδότρια εταιρία όσο και προς τους λοιπούς εργαζομένους. Ειδικότερα: Αφότου αναβαθμίστηκε στη νέα θέση του έπαυσε να αμείβεται με τον ελάχιστο νόμιμο των σ.σ.ε. και με βάση τα συμφωνηθέντα, ελάμβανε μισθό υπερδιπλάσιο. Έτσι ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο ελάχιστος νόμιμος μισθός του το έτος 2003 ήταν 773,72 ευρώ (σ.σ.ε. για τους όρους αμοιβής και εργασίας στις εμπορικές επιχειρήσεις όλης της χώρας) και αυτός ελάμβανε 1.380,55 ευρώ, το έτος 2004 ήταν 792,50 και λάμβανε 1.500 ευρώ, καθώς και για τα επόμενα έτη 2005, 2006 και 2007 ελάμβανε μισθό 1.560 ευρώ, 1.684,80 ευρώ και 1.752,19 ευρώ αντιστοίχως. Το ιδιαίτερο αυτό μισθολόγιο τονίζει την ιδιάζουσα θέση του στην επιχείρηση της εργοδότριας. Φανερώνει επίσης ότι η εργοδότρια ανέμενε από αυτόν αυξημένη αποδοτικότητα και ευθύνη και γι' αυτό του κατέβαλε τέτοια αμοιβή. Τα καθήκοντα του ενάγοντος ανάγονταν στη διαχείριση του καταστήματος από κάθε άποψη: ήταν υπεύθυνος για συντήρηση και καλή του κατάσταση, για την εφαρμογή εμπορικής πολιτικής, για τις επιδόσεις του καταστήματος από άποψη τζίρου και εξυπηρέτησης, γενικότερα των πελατών, καθώς επίσης ήταν υπόλογος αγορανομικά και ποινικά για κάθε παράβαση που τελούνταν στο κατάστημα. Είχε υπό την επίβλεψη και την εποπτεία του τους εργαζόμενους στο κατάστημα, καθόριζε το πρόγραμμα εργασίας του προσωπικού και είχε την εξουσία να καθοδηγεί και να δίνει σε αυτούς εντολές και να εκφράζει στην εργοδότρια παρατηρήσεις για την αποδοτικότητα τους. Δεν είχε μεν εξουσία να προσλαμβάνει ή να απολύει μόνος του προσωπικό (εννοείται στο συγκεκριμένο κάθε φορά κατάστημα που εργαζόταν) αλλά οι εισηγήσεις του επί των ζητημάτων αυτών ήταν καίριες. Προσερχόμενος ή αποχωρώντας από την εργασία του δεν ελεγχόταν από κανένα ανώτερο εργοδοτικό στέλεχος για την τήρηση ωραρίου. Εργαζόταν με βάση το ωράριο των απασχολουμένων στο κατάστημα που διηύθυνε, αλλά και όσες επιπλέον ώρες απαιτούνταν ανάλογα με τις ανάγκες που προέκυπταν. Τέλος, λόγω της προαναφερόμενης θέσης που κατείχε, η εναγόμενη του κατέβαλε κάθε μήνα επιμίσθια παραγωγικότητας (bonus) ποσού, κατά μέσο όρο, 600 ευρώ. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, ο ενάγων, ως διευθύνων υπάλληλος της εναγομένης, εξαιρούνταν από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως, περί αποζημιώσεως ή προσαυξήσεως για την "υπερωριακή ή κατά τις Κυριακές και εορτές εργασία, οι οποίες είναι ασυμβίβαστες προς την εξέχουσα θέση τέτοιων υπαλλήλων και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβαν με τη σύμβαση τους. Και βέβαια είναι αλήθεια ότι ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της υπερδεκαπενταετούς υπηρεσίας του, χρειάσθηκε πολλές φορές να εργαστεί πέρα από τα ωράρια του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου. Ωστόσο, έχοντας συνείδηση ακριβώς της ιδιότητας του ως διευθύνοντος υπαλλήλου της εναγομένης, ουδέποτε έλαβε ή αξίωσε αποζημίωση για την υπερωριακή του εργασία. Έπρεπε λοιπόν να γίνει δεκτή η ένσταση της εναγομένης, που την επαναφέρει με τις προτάσεις της, ότι ο ενάγων ως διευθύνων υπάλληλος της εξαιρούνταν από την εφαρμογή των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας περί χρονικών ορίων εργασίας, περί αποζημιώσεως και προσαυξήσεως για την υπερωριακή εργασία καιν για αποδοχές και επίδομα αδείας ανάπαυσης ...".

Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές, το Εφετείο απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία την έφεση του αναιρεσείοντος, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε απορρίψει την αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, καθόσον δεν διευκρινίζεται σ' αυτήν
1) εάν ο ενάγων διέθετε πρωτοβουλία και είχε ευρύτερες αρμοδιότητες σε ολόκληρη την επιχείρηση της εναγομένης ή σε σημαντικό τμήμα της, ώστε να επηρεάζει αποφασιστικά τις δραστηριότητες, την πορεία και την εξέλιξή της και
2) αν ασκούσε αυτός σε μεγάλο βαθμό δικαιώματα και εξουσίες της εργοδότριας εναγομένης, τόσο στις σχέσεις και συναλλαγές της με αρχές και ιδιώτες, όσο και σε αναφορά με την εσωτερική λειτουργία της, αφού αναφέρεται μεν ότι είχε τον έλεγχο και την εποπτεία του προσωπικού του συγκεκριμένου καταστήματος, δεν προσδιορίζεται όμως τούτο ποσοτικά και δεν διευκρινίζεται εάν προέβαινε και στην αξιολόγησή του.
Εξάλλου, αν και αναφέρεται ότι ο ενάγων ελάμβανε μισθό υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον κατώτατο μισθό των οικείων σ.σ.ε. καθώς και επιμίσθιο παραγωγικότητας (bonus) 600 ευρώ κατά μέσο όρο μηνιαίως
α) δεν διευκρινίζεται ποια ήταν η οικογενειακή του κατάσταση και αν στον αναφερόμενο κατώτατο μισθό των σ.σ.ε υπολογίστηκαν και τα επιδόματα ή άλλες παροχές που τυχόν εδικαιούτο,
β) δεν αναφέρονται οι αποδοχές που ελάμβαναν οι υπόλοιποι υπάλληλοι της εναγομένης, που δεν ασκούσαν καθήκοντα διευθυντή καταστήματος αλλά διέθεταν κατά τα λοιπά τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και
γ) δεν διευκρινίζεται επίσης, αν επιμίσθιο παραγωγικότητας ελάμβανε μόνο ο ενάγων ή και οι υπόλοιποι υπάλληλοι του καταστήματος.

Επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι περιεχόμενοι στην κρινόμενη αίτηση ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος, οι οποίοι - κατ' ορθή εκτίμηση - επιτρεπτώς ερευνώνται ενιαία ως λόγος από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ,όπως ο λόγος αυτός συμπληρώνεται με την παρούσα σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 4 ΚΠολΔ,και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση..
Μετά τις ανωτέρω σκέψεις και δεδομένου ότι η υπόθεση έχει ανάγκη από περαιτέρω διευκρίνιση, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., να παραπεμφθεί αυτή για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, του οποίου είναι εφικτή η συγκρότηση από άλλον δικαστή, ενώ τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, καθόσον η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 3123/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλον δικαστή ,για περαιτέρω εκδίκαση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 13 Φεβρουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Πηγή: Taxheaven