Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ν.2859/2000 «2. Ειδικά για τα αγαθά επένδυσης, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε
υπόκειται σε πενταετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής
τους.
Σύμφωνα επίσης με την παρ. 3 του άρθρου 33 του ν. 2859/2000 «Εάν εντός της περιόδου διακανονισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου από την πραγματοποίηση της δαπάνης για απόκτηση ή κατασκευή επενδυτικών αγαθών δεν έχει γίνει έναρξη της χρησιμοποίησης αυτών, θεωρείται ότι διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο σε αφορολόγητες πράξεις και ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός με την εκκαθαριστική δήλωση της διαχειριστικής αυτής περιόδου. […]».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου (εισροών) που επιβάρυνε επενδυτικό αγαθό (δικαίωμα το οποίο έχει ήδη γεννηθεί με την απόκτηση του αγαθού και μόνο η έκτασή του καθορίζεται από την σχεδιαζόμενη χρήση του) εξακολουθεί κατ’ αρχήν να υφίσταται ακόμη και αν τελικώς ο υποκείμενος στον φόρο δεν το χρησιμοποιεί λόγω περιστάσεων ανεξαρτήτων της βουλήσεώς του · κατ’ εξοχήν δε τέτοια περίσταση που αποκλείει τον διακανονισμό είναι όταν η χρήση του αγαθού καθίσταται νόμω αδύνατος συνεπεία πράξεων ή παραλείψεων της διοικήσεως (πρβλ. ΣτΕ 827/1984, 7μ.), και δη παρανόμων.
Σύμφωνα επίσης με την παρ. 3 του άρθρου 33 του ν. 2859/2000 «Εάν εντός της περιόδου διακανονισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου από την πραγματοποίηση της δαπάνης για απόκτηση ή κατασκευή επενδυτικών αγαθών δεν έχει γίνει έναρξη της χρησιμοποίησης αυτών, θεωρείται ότι διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο σε αφορολόγητες πράξεις και ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός με την εκκαθαριστική δήλωση της διαχειριστικής αυτής περιόδου. […]».
Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου (εισροών) που επιβάρυνε επενδυτικό αγαθό (δικαίωμα το οποίο έχει ήδη γεννηθεί με την απόκτηση του αγαθού και μόνο η έκτασή του καθορίζεται από την σχεδιαζόμενη χρήση του) εξακολουθεί κατ’ αρχήν να υφίσταται ακόμη και αν τελικώς ο υποκείμενος στον φόρο δεν το χρησιμοποιεί λόγω περιστάσεων ανεξαρτήτων της βουλήσεώς του · κατ’ εξοχήν δε τέτοια περίσταση που αποκλείει τον διακανονισμό είναι όταν η χρήση του αγαθού καθίσταται νόμω αδύνατος συνεπεία πράξεων ή παραλείψεων της διοικήσεως (πρβλ. ΣτΕ 827/1984, 7μ.), και δη παρανόμων.
Το διοικητικό εφετείο με την ήδη προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε (με
τις ειδικότερες ερμηνευτικές σκέψεις που παρατίθενται στην απόφαση
αυτή) ότι δεν συντρέχει περίπτωση διακανονισμού, εφ’ όσον από τα
στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι η μη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού
οφειλόταν αποκλειστικά σε λόγους αναγόμενους σε κυριαρχικές ενέργειες
(πράξεις ή παραλείψεις) της Διοικήσεως, που εμπόδισαν την χρησιμοποίησή
του. Η κρίση αυτή είναι νόμιμη για τους λόγους που έχουν εκτεθεί
στην προηγούμενη σκέψη και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του
αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους το Δημόσιο προβάλλει ότι
κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων της Οδηγίας καθώς και αυτών του άρθρου
33 παρ. 3 του ΚΦΠΑ στις διατάξεις περί διακανονισμού εκπτώσεων
επενδυτικών αγαθών ενυπάρχει υποχρέωση του υποκείμενου στον φόρο να
κάνει χρήση του αγαθού εντός πενταετίας από την απόκτηση και ότι για την
υποχρέωση διενέργειας διακανονισμού αρκεί το αντικειμενικό γεγονός της
μη χρησιμοποίησης και δεν επιτρέπεται διερεύνηση των αιτίων αυτής.
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Β΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Μαΐου 2019, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ε. Νίκα, Σ. Βιτάλη, Ι. Σύμπλης, Αγ. Σδράκα, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Ο.-Μ. Βασιλάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
Για να δικάσει την από 9 Νοεμβρίου 2018 αίτηση:
της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία παρέστη με τους: 1) Γεωργία Μπουρδάκου και 2) Ιωάννη Αλεξανδράκη, Παρέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "......................" και τον διακριτικό τίτλο ".........................", που εδρεύει στην ................., η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: 1) Γεώργιο Φωτόπουλο (Α.Μ. 21715) και 2) Κωνσταντίνο Γώγο (Α.Μ. 4544 Δ.Σ. Θεσ/νίκης), που τους διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα Αρχή επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 2168/2018 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ι. Σύμπλη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους εκπρόσωπους της αναιρεσείουσας Αρχής, η πρώτη εκ των οποίων δήλωσε ότι παραιτείται από το δικόγραφο προσθέτων λόγων και στη συνέχεια ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και τους πληρεξούσιους της αναιρεσίβλητης εταιρείας, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν καταβάλλεται παράβολο.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή και το από 29.11.2018 δικόγραφο προσθέτων λόγων (Ε. (Β΄) 739/29.11.2018) ζητείται η αναίρεση της 2168/2018 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία, κατ’ αποδοχήν προσφυγής της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ακυρώθηκε η σιωπηρή απόρριψη από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων της 52805/19.11.2015 ενδικοφανούς προσφυγής της κατά της σιωπηρής απόρριψης από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ ............ της 36431/23.7.2015 επιφύλαξης που είχε υποβάλει μαζί με την από 23.7.2015 περιοδική δήλωση αποδόσεως φόρου προστιθεμένης αξίας (ΦΠΑ), έγινε δεκτή η επιφύλαξη αυτή, με την οποία η ήδη αναιρεσίβλητη είχε προβάλει ότι δεν υπείχε υποχρέωση διακανονισμού ΦΠΑ επενδυτικών αγαθών, και διατάχθηκε η έντοκη επιστροφή του αντίστοιχου ποσού, ύψους 3.475.338,11 ευρώ, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.
3. Επειδή, το αναιρεσείον Δημόσιο με την 989/25785/7.5.2019 δήλωσή του παραιτήθηκε από το δικόγραφο προσθέτων λόγων. Συνεπώς το παραδεκτό και βάσιμο της κρινομένης αιτήσεως εξετάζεται μόνο ως προς τους λόγους που προβάλλονται με το κύριο δικόγραφο.
4. Επειδή, η παράγραφος 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (A΄ 8), όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) και, περαιτέρω, με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240), ορίζει, στο εδάφιο α΄, ότι «Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. […]».
5. Επειδή, εν προκειμένω, με την κρινόμενη αίτηση τίθενται ζητήματα ερμηνείας της παρ. 3 του άρθρου 33 του Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000) για τα οποία βασίμως προβάλλεται ότι δεν υπάρχει νομολογία του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου η κρινόμενη αίτηση ασκείται στο σύνολό της παραδεκτώς.
6. Επειδή, σύμφωνα με το μεν άρθρο 184 της κωδικοποιητικής οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας (L 347) και, αντιστοίχως, το άρθρο 33 παρ. 1 του Κώδικα Φόρου Προστιθεμένης Αξίας (ΚΦΠΑ, ν. 2859/2000, Α΄ 248, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο), η αρχικά πραγματοποιηθείσα έκπτωση φόρου εισροών διακανονίζεται (δηλαδή διορθώνεται εκ των υστέρων) όταν είναι ανώτερη ή κατώτερη από την έκπτωση, την οποία δικαιούτο να πραγματοποιήσει ο υποκείμενος στον φόρο. Εξ άλλου, στο μεν πρώτο και δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 187 της αυτής οδηγίας ορίζεται ότι «Σχετικά με τα αγαθά επένδυσης, ο διακανονισμός διενεργείται εντός περιόδου πέντε ετών, περιλαμβανομένου του έτους, κατά τη διάρκεια του οποίου αποκτήθηκε ή κατασκευάσθηκε το αγαθό.
Ωστόσο, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν ως βάση για το διακανονισμό μια περίοδο πέντε ακέραιων ετών από την έναρξη της χρησιμοποίησης του αγαθού.», στις δε παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 33 ΚΦΠΑ ορίζεται μεταξύ άλλων ότι «2. Ειδικά για τα αγαθά επένδυσης, η έκπτωση του φόρου που ενεργήθηκε υπόκειται σε πενταετή διακανονισμό με αφετηρία το έτος χρησιμοποίησής τους. […] 3. […] Εάν εντός της περιόδου διακανονισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου από την πραγματοποίηση της δαπάνης για απόκτηση ή κατασκευή επενδυτικών αγαθών δεν έχει γίνει έναρξη της χρησιμοποίησης αυτών, θεωρείται ότι διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο σε αφορολόγητες πράξεις και ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός με την εκκαθαριστική δήλωση της διαχειριστικής αυτής περιόδου. […]». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, δικαίωμα εκπτώσεως του φόρου (εισροών) που επιβάρυνε επενδυτικό αγαθό (δικαίωμα το οποίο έχει ήδη γεννηθεί με την απόκτηση του αγαθού και μόνο η έκτασή του καθορίζεται από την σχεδιαζόμενη χρήση του) εξακολουθεί κατ’ αρχήν να υφίσταται ακόμη και αν τελικώς ο υποκείμενος στον φόρο δεν το χρησιμοποιεί λόγω περιστάσεων ανεξαρτήτων της βουλήσεώς του (ΔΕΕ, απόφαση της 28.2.2018, C-672/16, Imofloresmira - Investimentos Imobiliários SA, σκ. 39, 40, 42)· κατ’ εξοχήν δε τέτοια περίσταση που αποκλείει τον διακανονισμό είναι όταν η χρήση του αγαθού καθίσταται νόμω αδύνατος συνεπεία πράξεων ή παραλείψεων της διοικήσεως (πρβλ. ΣτΕ 827/1984, 7μ.), και δη παρανόμων.
7. Επειδή, εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσίβλητη εταιρεία απέκτησε το δικαίωμα εκμετάλλευσης των Μεταλλείων Κασσάνδρας από το Ελληνικό Δημόσιο με βάση Σύμβαση Μεταβίβασης που επικυρώθηκε με το άρθρο 52 του ν. 3220/2004 (Α΄ 15) και υπέβαλε στις 27-1-2006 το επενδυτικό σχέδιο για την εκμετάλλευσή τους, το οποίο και εγκρίθηκε με το Δ8-Α/Φ7.49.13/οικ.6837/1477/27-3-2006 έγγραφο του Υπουργείου Ανάπτυξης, εν συνεχεία δε προέβη κατά την διάρκεια της χρήσης 2009 στην απόκτηση του αναγκαίου μηχανολογικού εξοπλισμού για το εργοστάσιο εμπλουτισμού του μεταλλεύματος και εξέπεσε τον ΦΠΑ που αναλογούσε στα οικεία τιμολόγια αγοράς. Εν τούτοις, η χρήση του ανωτέρω αγαθού για φορολογητέες πράξεις δεν είχε ξεκινήσει μέχρι 31.12.2014 (δηλαδή εντός πενταετίας από την απόκτηση).
Έτσι, η αναιρεσίβλητη προέβη σε διακανονισμό του ΦΠΑ που αναλογούσε στις εν λόγω εισροές, με παράλληλη όμως υποβολή επιφύλαξης, ότι δεν είχε υποχρέωση διακανονισμού, και ζήτησε την έντοκη επιστροφή του αντίστοιχου ποσού.
Η επιφύλαξη αυτή απορρίφθηκε σιωπηρά, ομοίως και η ενδικοφανής προσφυγή της κατά της εν λόγω σιωπηράς απορρίψεως.
Κατά της τελευταίας αυτής πράξεως η αναιρεσίβλητη άσκησε προσφυγή, με την οποία προέβαλε ότι η λειτουργία των εγκαταστάσεων επεξεργασίας μεταλλευμάτων, όπου θα εχρησιμοποιείτο το ένδικο επενδυτικό αγαθό, κατέστη ανέφικτη για λόγους που ανάγονται αποκλειστικά σε κυριαρχικές ενέργειες της Διοίκησης και ειδικότερα εξ αιτίας της παράνομης καθυστέρησης να εκδοθούν οι αναγκαίες άδειες για χρονικό διάστημα που υπερέβη τα επτά έτη και της παράνομης (και τελικώς ακυρωθείσας από το Συμβούλιο της Επικρατείας) ανάκλησης αδειών που είχαν ήδη εκδοθεί, ειδικά δε η άδεια δόμησης χορηγήθηκε μόνο μετά την 219/2016 ακυρωτική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, με καθυστέρηση 1260 ημερών περίπου· και ότι, αν οι αναγκαίες άδειες είχαν εκδοθεί εμπρόθεσμα, η παραγωγική λειτουργία της μονάδας θα είχε ξεκινήσει ήδη από το 2013 και πάντως το αργότερο μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2014.
Το Δημόσιο με τις απόψεις του επί της προσφυγής προέβαλε ότι τα γεγονότα αυτά δεν ασκούν επιρροή, καθ’ όσον το άρθρο 33 παρ. 3 του ΚΦΠΑ επιβάλλει διακανονισμό αν η χρήση του επενδυτικού αγαθού δεν ξεκινήσει εντός πενταετίας από την απόκτηση, «χωρίς να παραπέμπει ούτε καν σε λόγους ανωτέρας βίας».
Το διοικητικό εφετείο με την ήδη προσβαλλομένη απόφασή του έκρινε (με τις ειδικότερες ερμηνευτικές σκέψεις που παρατίθενται στην απόφαση αυτή) ότι δεν συντρέχει περίπτωση διακανονισμού, εφ’ όσον από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι η μη χρησιμοποίηση του εξοπλισμού οφειλόταν αποκλειστικά σε λόγους αναγόμενους σε κυριαρχικές ενέργειες (πράξεις ή παραλείψεις) της Διοικήσεως, που εμπόδισαν την χρησιμοποίησή του. Η κρίση αυτή είναι νόμιμη για τους λόγους που έχουν εκτεθεί στην προηγούμενη σκέψη και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους το Δημόσιο προβάλλει ότι κατ’ ορθή ερμηνεία των διατάξεων της Οδηγίας καθώς και αυτών του άρθρου 33 παρ. 3 του ΚΦΠΑ στις διατάξεις περί διακανονισμού εκπτώσεων επενδυτικών αγαθών ενυπάρχει υποχρέωση του υποκείμενου στον φόρο να κάνει χρήση του αγαθού εντός πενταετίας από την απόκτηση και ότι για την υποχρέωση διενέργειας διακανονισμού αρκεί το αντικειμενικό γεγονός της μη χρησιμοποίησης και δεν επιτρέπεται διερεύνηση των αιτίων αυτής.
8. Επειδή, συμφώνως προς τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση.
Επιβάλλει στο Δημόσιο την δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης εταιρείας, που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 17 Σεπτεμβρίου 2019 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 2ας Οκτωβρίου 2019.
Η Πρόεδρος του Β´ ΤμήματοςΗ Γραμματέας
Ε. Σάρπ Α. Ζυγουρίτσα
./.
Πηγή: Taxheaven