Φοροτεχνικού, συγγραφέα, τ. επόπτη Π.Ε.Κ. Αθηνών, επιστημονικού συνεργάτη του Taxheaven
Με αφορμή την σημαντική απόφαση του ΣτΕ 355/2019, η οποία μάλιστα λόγω σπουδαιότητας ήταν αποτέλεσμα πιλοτικής δίκης, σε προηγούμενό μας άρθρο είχαμε αναλύσει το σχετικό ζήτημα των επιχειρήσεων που έχουν εμπλακεί ως πιστώτριες, συνεπεία ολικής ή μερικής μη πληρωπής ποσών σε παραδόσεις αγαθών ή υπηρεσιών, με αντισυμβαλλόμενες επιχειρήσεις που τέθηκαν σε διαδικασία εξυγίανσης. Οι επιχειρήσεις αυτές και σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση έχουν δικαίωμα έντοκης επιστροφής του ανίστοιχου ΦΠΑ, εφόσον αποδεικνύουν και διαθέτουν και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά για την “οριστικότητα” της μη είσπραξης των απαιτήσεών τους από τις αντισυμβαλλόμενες αυτές επιχειρήσεις (συμφωνίες εξυγίανσης με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη ρύθμιση και των δικών τους απαιτήσεων και την συνακόλουθη επικύρωσή τους από το δικαστήριο, τιμολόγια πωλήσεων, ισοζύγια πελατών κ.λ.π).
Στη συνέχεια η ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ (Δ.Ε.Δ), με την 2507/2019 απόφασή της για το ίδιο ζήτημα, έκανε δεκτό το αίτημα περί μειώσεως της βάσης επιβολής του φόρου προσφεύγουσας εταιρείας και παρέπεμψε την υπόθεση στον αρμόδιο Προϊστάμενο Δ.Ο.Υ προκειμένου να προβεί σε νέα εκκαθάριση του οφειλομένου απ' αυτήν ποσού ΦΠΑ και να επιστρέψει νομιμοτόκως στη προσφεύγουσα τον τυχόν αχρεωστήτως καταβληθέντα ΦΠΑ ή το προκύπτον πιστωτικό υπόλοιπο.
Ενόψει των ανωτέρω και σε συμμόρφωση με την απόφαση 355/2019 του ΣτΕ η Φορολογική Διοίκηση εξέδωσε πρόσφατα μία σημαντική και αξιέπαινη οδηγία (Ο ΔΕΕΦ Α 1165616 ΕΞ 2019/28-11-2019), με την οποία καθορίστηκε ενιαία αντιμετώπιση (μία απλή αίτηση στην αρμόδια ΔΟΥ) των υποκειμένων-επιχειρήσεων που καταλαμβάνονται από την απόφαση 8/16.1.2017 του Πολ/λούς Πρωτοδικείου Αθηνών και καλύπτει όλες τις περιπτώσεις (υποβληθείσες δηλώσεις ΦΠΑ με ή χωρίς επιφύλαξη, επιχειρήσεις που άσκησαν ή όχι ενδικοφανή προσφυγή, επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν συμπεριλάβει στη δήλωση ΦΠΑ αξία και ΦΠΑ ανεξόφλητων τιμολογίων). Είναι πράγματι σημαντική και αξιέπαινη η εν λόγω οδηγία διότι αφενός μειώνει το διοικητικό κόστος τόσον του Δημοσίου (Α.Α.Δ.Ε., αποφόρτιση Δικαστηρίων), όσον και των επιχειρήσεων (δεν απαιτείται να προσφύγουν για να δικαιωθούν), αφετέρου εμπνέει ένα αίσθημα ισότητας, δικαιοσύνης και ασφάλειας φορολογικού δικαίου δεδομένου ότι και αυτές ακόμα οι επιχειρήσεις που δεν έχουν συμπεριλάβει στη δήλωση ΦΠΑ αξία και ΦΠΑ ανεξόφλητων τιμολογίων και οι οποίες βρίσκονται σε διαδικασία ελέγχου μπορούν να υποβάλλουν σχετική αίτηση.
Ειδικότερα με την εν λόγω οδηγία διευκρινίζονται τα ακόλουθα:
Α. Υποκείμενοι (εκδότες τιμολογίων) που καταλαμβάνονται από την απόφαση 8/16.1.2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως ισχύει, και έχουν υποβάλει δήλωση ΦΠΑ συμπεριλαμβάνοντας αξία και ΦΠΑ ανεξόφλητων τιμολογίων, είτε με επιφύλαξη είτε χωρίς επιφύλαξη, και δεν έχει ασκηθεί προσφυγή στο δικαστήριο, είτε εκκρεμεί στη Διοίκηση (έχει ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή δεν έχει παρέλθει η προθεσμία για την άσκησή της) είτε όχι αλλά δεν έχει ασκηθεί προσφυγή στο δικαστήριο, υποβάλλουν μία απλή αίτηση περί μείωσης της φορολογητέας βάσης, κατ' αναλογία του άρθρου 19 παρ. 5α του κώδικα ΦΠΑ, στον Προϊστάμενο της αρμόδιας ΔΟΥ και προσκομίζουν τα ακόλουθα στοιχεία (πρωτότυπα ή φωτοαντίγραφα νομίμως επικυρωμένα):
- Την απόφαση 8/16.1.2017 του Πολ/λους Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως έχει διορθωθεί και ισχύει, η οποία επικυρώνει τη συμφωνία που περιλαμβάνει τη μείωση των απαιτήσεων, με συνημμένη τη συμφωνία αυτή καθώς και τη συνημμένη σε αυτή κατάσταση πιστωτών,
- βεβαίωση από το Δικαστήριο ότι η επικυρωτική απόφαση δεν έχει ανατραπεί ή ανακληθεί και ότι δεν έχει ασκηθεί αίτηση για δικαστική ακύρωση ή ανάκληση της επικυρωτικής απόφασης καθώς και ότι δεν έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ούτε έχει υποβληθεί αίτηση για κήρυξη σε πτώχευση της υπαχθείσας σε διαδικασία εξυγίανσης επιχείρησης,
- υπεύθυνη δήλωση από τον αιτούντα / πιστωτή ότι δεν έχει ανατραπεί ως προς αυτόν η συμφωνία λόγω καταγγελίας αυτής ή λόγω πλήρωσης ως προς αυτόν τυχόν διαλυτικής αίρεσης που έχει περιληφθεί στη συμφωνία μόνο εφόσον διαπιστωθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. ότι περιλαμβάνεται στους όρους της συμφωνίας σχετική αίρεση,
- βεβαίωση από το δικαστήριο ότι δεν έχει ασκηθεί προσφυγή (εφόσον η υπόθεση δεν εκκρεμεί στη Διοίκηση).
Στη συνέχεια για τη μείωση της φορολογητέας βάσης κατά το ποσό που η απαίτηση κατέστη οριστικά ανείσπρακτη, ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ εκδίδει απόφαση εντός εξαμήνου από την ημερομηνία που υποβλήθηκε η αίτηση από τον υποκείμενο.
Ο ΦΠΑ που αντιστοιχεί στο ποσό κατά το οποίο μειώνεται η φορολογητέα βάση, στην περίπτωση που έχει συμπεριληφθεί σε δήλωση ΦΠΑ από τον υπόχρεο, συμψηφίζεται κατά τη φορολογική περίοδο κατά την οποία εκδόθηκε η απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ. Συγκεκριμένα το ποσό κατά το οποίο μειώθηκε η απαίτηση αναγράφεται στη δήλωση ΦΠΑ της φορολογικής περιόδου, κατά την οποία εκδίδεται η απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ, ως αρνητική εκροή στους κωδικούς της δήλωσης 301 -306 και το αντίστοιχο ποσό ΦΠΑ με αρνητικό επίσης πρόσημο στους κωδικούς 331-336. Εάν το ποσό που προκύπτει τελικά είναι πιστωτικό, τότε η επιχείρηση μπορεί είτε να το ζητήσει προς επιστροφή, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες επιστροφής πιστωτικού υπολοίπου ΦΠΑ, είτε να το μεταφέρει προς συμψηφισμό την επόμενη φορολογική περίοδο.
Β. Υποκείμενοι (εκδότες τιμολογίων) που καταλαμβάνονται από την απόφαση 8/16.1.2017 του Πολ/λους Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως ισχύει, οι οποίοι δεν έχουν συμπεριλάβει στη δήλωση ΦΠΑ αξία και ΦΠΑ ανεξόφλητων τιμολογίων και οι οποίοι υποκείμενοι βρίσκονται σε διαδικασία ελέγχου, μπορούν επίσης να υποβάλλουν σχετική αίτηση κατά τα ανωτέρω με τα αντίστοιχα δικαιολογητικά. Η αίτηση προωθείται κατά προτεραιότητα (σύμφωνα με την προτροπή της Φορολογικής Διοίκησης) και εφόσον εκδοθεί η απόφαση του προϊσταμένου ΔΟΥ, αυτή λαμβάνεται υπόψη κατά τον έλεγχο.
Γ. Ως προς τη ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ
Δεδομένου ότι στις παραπάνω περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα μείωσης της φορολογητέας αξίας για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.2859/2000 (κώδικας ΦΠΑ) και επιστροφής του ΦΠΑ που αναλογεί στις σχετικές πράξεις, τα σχετικά ποσά δεν αποτελούν δαπάνη για την επιχείρηση και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα έκπτωσης τους από τα ακαθάριστα έσοδά της (σχετ. η Ε.Δ. Α.Α.Δ.Ε. ΠΟΛ.1080/2017).
Σε περίπτωση που το ποσό μείωσης της φορολογητέας αξίας για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του ν.2859/2000 έχει εκπέσει ταυτόχρονα και ως δαπάνη κατά τη διαγραφή της απαίτησης (προγενέστερο έτος), σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις εγκυκλίους ΠΟΛ.1080/2017 και ΠΟΛ.1113/2015, θα πρέπει το ποσό αυτό να επιβαρύνει το ίδιο έτος (ήτοι αυτό που λαμβάνει χώρα η μείωση της φορολογητέας αξίας από πλευράς ΦΠΑ) ως έσοδο τα αποτελέσματα του υπόψη νομικού ή νομικής οντότητας ή φυσικού προσώπου που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα δεδομένου ότι πλέον αυτό αντιμετωπίζεται με βάση τις σχετικές διατάξεις ΦΠΑ (άρθρο 19 παρ. 5α του ν.2859/2000).
Πηγή: Taxheaven