ΣτΕ 1702/2017 'Εκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της της εισφοράς του άρθρου 79 του ν. 1969/1991 υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

ΣτΕ 1702/2017 'Εκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της της εισφοράς του άρθρου 79 του ν. 1969/1991 υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς


Αριθμός 1702/2017
 
 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
 
 ΤΜΗΜΑ Β'
 
 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 30 Νοεμβρίου 2016, με την εξής σύνθεση: Ε. Σάρπ, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β' Τμήματος, Σ. Βιτάλη, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Σύμβουλοι, Β. Μόσχου, Ν. Σεκέρογλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.
 
 Για να δικάσει την από 21 Μαρτίου 2012 αίτηση:
 
 του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Αναστασία Βασιλείου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
 
 κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην ... (... αρ. ...), ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «...», η οποία παρέστη με την δικηγόρο Καλλιόπη Ζαχαράκη (A.M. 17145), που την διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.
 
 Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 3391/2011 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
 
 Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.
 
 Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Παρέδρου Ν. Σεκέρογλου.
 
 Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
 
 Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
 
 Σκέφθηκε κατά τον Νόμο
 
 1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται κατά νόμο χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμ. 3391/2011 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή, κατ' αποδοχή εφέσεως της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας, εξαφανίστηκε η υπ' αριθμ. 4857/2010 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και, στη συνέχεια, εκδικάσθηκε και έγινε δεκτή προσφυγή της ιδίας κατά της σιωπηρής αρνητικής απάντησης του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών στη δήλωση επιφύλαξης του άρθρου 61 παρ. 5 του ν. 2238/1994 που είχε διατυπώσει η δικαιοπάροχος της αναιρεσίβλητης ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «...» στη δήλωση φόρου εισοδήματος οικονομικού έτους 2003, σχετικά με την έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδά της της εισφοράς του άρθρου 79 του ν. 1969/1991 που είχε καταβάλει υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του αναλογούντος ποσού χαρτοσήμου.
 
 2. Επειδή, με το άρθρο 12 του ν. 3900/2010 (ΦΕΚ Α' 213) αντικαταστάθηκαν οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΦΕΚ Α' 8) ως εξής: «3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως, όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες ευρώ (...)». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες καταλαμβάνουν τις αιτήσεις αναιρέσεως που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3900/2010 (1.1.2011), η αίτηση αναιρέσεως δεν επιτρέπεται όταν πρόκειται για χρηματικού αντικειμένου διαφορά, το ποσό της οποίας υπολείπεται των 40.000 ευρώ.
 
 Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται όταν πρόκειται (μεταξύ άλλων) για διαφορά με χρηματικό αντικείμενο τουλάχιστον 40.000 ευρώ και συγχρόνως προβάλλονται ισχυρισμοί με το περιεχόμενο που επιβάλλουν οι διατάξεις της παραγράφου 3 (ΣτΕ 173/2017, ΣτΕ 957/2014, ΣτΕ 2582/2013, ΣτΕ 2156/2013, ΣτΕ 1876/2012 - ΣτΕ 75/2012 επταμ.). Εξάλλου, στις περιπτώσεις που το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως εξαρτάται από την προβολή ισχυρισμών με το περιεχόμενο που ορίζεται στην παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως έχει αντικατασταθεί, ο αναιρεσείων βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της αιτήσεώς του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρι- σμούς που περιεχονται στο εισαγωγικό οικογραφο είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υποθέσεως, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου (ΣτΕ Ολομ. 3475/2011). Στην τελευταία δε περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς, το δε κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών (βλ. ΣτΕ 3008, 2582/2013, 4987, 3933/2012). Επομένως, σε περίπτωση που ο αναιρεσείων επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προς υφιστάμενη, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, νομολογία, πρέπει η αντίθεση αυτή να μην αναφέρε-ται σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υποθέσεως, αλλά να αφορά αποκλειστικά στην ερμηνεία διατάξεως νόμου ή γενικής αρχής, δυνάμενης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (βλ. ΣτΕ 121/2016, ΣτΕ 958/2015, ΣτΕ 1913/2014. ΣτΕ 3011/2013, ΣτΕ 3008/2013, πρβλ. ΣτΕ 3996/2013, ΣτΕ 3873/2013).
 
 3. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «...» υπέβαλε στην Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2003, στην οποία επισύναψε ρητή δήλωση επιφύλαξης του άρθρου 61 παρ. 5 του ν. 2238/1994 περί έκπτωσης από τα ακαθάριστα έσοδά της ποσού εισφοράς ύψους 1.205.941,05 ευρώ, πλέον ποσού χαρτοσήμου 28.942,59 ευρώ, και συνολικά ποσού 1.234.883,64 ευρώ, το οποίο είχε καταβάλει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 79 περ. δ' του ν. 1969/1991. Ο Προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών απέρριψε σιωπηρά το ανωτέρω αίτημα. Κατά της σιωπηρής αυτής αρνητικής απάντησης, η εταιρία «...» άσκησε προσφυγή, με την οποία υποστήριξε ότι το ποσό που κατέβαλε υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς κατά το κρίσιμο οικονομικό έτος υπάγεται στην έννοια των εκπιπτόμενων ποσών της περ. ε' του άρθρου 31 του ν. 2238/1994. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την 4857/2010 απόφασή του και αφού είχε προηγηθεί η έκδοση της 8843/2008 προδικαστικής απόφασής του, σε εκτέλεση της οποίας είχε προσκομισθεί ενώπιον του ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο της από 17.4.2003 απόδειξης κατάθεσης της Τράπεζας της Ελλάδος για την είσπραξη ποσού 1.234.883,64 ευρώ σε πίστωση του λογαριασμού 26215/4, έκρινε ότι η εισφορά υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς είναι κατ' αρχήν εκπεστέα από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρίας «...», η οποία, όμως, προσκομίζοντας το πιο πάνω ανεπικύρωτο φωτοαντίγραφο, δεν απέδειξε το πραγματικό γεγονός της καταβολής του ποσού αυτού, ούτε υπέρ ποίου αυτή έγινε. Κατά της αποφάσεως αυτής η αναιρεσίβλητη, η οποία είχε ήδη απορροφήσει την εταιρία «...», άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, το Διοικητικό Εφετείο πείστηκε για την ακρίβεια του ως άνω φωτοτυπικού αντιγράφου και έκρινε ότι αποδεικνύεται η καταβολή του ποσού των 1.234,883,64 ευρώ υπέρ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Κατά ακολουθία, το Διοικητικό Εφετείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, δίκασε την προσφυγή της αναιρεσίβλητης, δέχτηκε την επιφύλαξη του άρθρου 61 παρ. 5 του ν. 2238/1994, ακύρωσε τη σιωπηρή αρνητική απάντηση του Προϊσταμένου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. στην πιο πάνω επιφύλαξη, εξέπεσε το ποσό της ένδικης εισφοράς από τα ακαθάριστα έσοδα της αναιρεσίβλητης κατά το οικονομικό έτος 2003 και υποχρέωσε το Δημόσιο να προβεί, μετά την πιο πάνω έκπτωση, σε νέα εκκαθάριση του φόρου και να επιστρέψει στην αναιρεσίβλητη το φόρο που τυχόν κατέβαλε αχρεωστήτως.
 
 4. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκήθηκε υπό την ισχύ των ανωτέρω διατάξεων του ν. 3900/2010 και έχει χρηματικό αντικείμενο ανώτερο των 40.000 ευρώ (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. Δ.Υ./8.3.2012 έγγραφο του Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ Αθηνών), προβάλλεται ότι η αναιρεσιβαλλόμενη έσφαλε, διότι κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 173 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α' 97), έκρινε ότι αποδεικνύεται η καταβολή από την εταιρία «...» της επίδικης εισφοράς, στηριζόμενη αποκλειστικά στο μη επικυρωμένο αντίγραφο κατάθεσής της στην Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να το συνεκτιμήσει με τα λοιπά προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία. Προς άρση δε του απαραδέκτου της προβολής του ως άνω λόγου αναιρέσεως, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του ν. 3900/2010, το Δημόσιο επικαλείται αντίθεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης με την 3561/2006 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με αυτόν δεν τίθεται ενώπιον του αναιρετικού Δικαστηρίου ζήτημα ερμηνείας κανόνα δικαίου αλλά πλήσσεται η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης και η εκτίμηση από αυτήν των αποδεικτικών στοιχείων. Εξάλλου, ανεξαρτήτως του περιεχομένου της αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας που επικαλείται ο αναιρεσείων, από τυχόν πλημμέλεια της αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, συνδεόμενη με το πραγματικό της υπόθεσης και την κακή ή μη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, δεν μπορεί να προκύψει αντίθεση προς νομολογία, που να καθιστά παραδεκτό τον λόγο αναιρέσεως κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989 (ΣτΕ 2910/2016, 4183, 3263/2015 κ.α.). Βάσει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.
 
 Διά ταύτα
 
 Απορρίπτει την αίτηση.
 
 Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
 
 Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Δεκεμβρίου 2016 και η απόφαση δημοσιευθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 21ης Ιουνίου 2017.

Πηγή: Taxheaven