Άρειος Πάγος 838/2019 Τα προαιρετικώς καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδωρήματα, έναντι της παρεχόμενης σ` αυτούς εξυπηρέτησης, αποτελούν μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργα

Άρειος Πάγος 838/2019 Τα προαιρετικώς καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδωρήματα, έναντι της παρεχόμενης σ` αυτούς εξυπηρέτησης, αποτελούν μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργα

Περίληψη

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 Α.Κ., παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 2190/1920, 5 παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του ν. 765/1943 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΠΥΣ 324/1946) προκύπτει ότι τα προαιρετικώς καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδωρήματα, έναντι της παρεχόμενης σ` αυτούς εξυπηρέτησης, αποτελούν μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ο πρώτος παρέχει στο δεύτερο τη δυνατότητα να λαμβάνει τα φιλοδωρήματα και αυτά εισπράττονται τακτικά, έτσι ώστε να επαυξάνουν τις αποδοχές του (ΑΠ 4/2012, ΑΠ 1811/2011, ΑΠ 177/2001, ΑΠ 13/1992).

Αριθμός 838/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα.

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Θεόδωρο Τζανάκη, Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Αντιγόνη Καραΐσκου - Παλόγου και Λουκά Μόρφη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 26 Μαρτίου 2019, με την παρουσία και της Γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Α. Μ., κατοίκου ..., 2)Σ. Α., κατοίκου ..., 3)Κ. Α. κατοίκου ..., 4)Ι. Α., κατοίκου ..., 5)Κ.-Θ. Β., κατοίκου ..., 6)Α. Β., κατοίκου ..., 7)Ι. Γ., κατοίκου ..., 8)Ν. Δ., κατοίκου ..., 9)Α. Δ., κατοίκου ..., 10)Α. Θ., κατοίκου ..., 11)Ά. Κ., κατοίκου ... 12)Α. Κ., κατοίκου ..., 13)Α. Κ., κατοίκου ..., 14)Α. Κ., κατοίκου ..., 15)Ε. Κ., κατοίκου ..., 16)Π. Κ., κατοίκου ..., 17)Μ. Λ., κατοίκου ..., 18)Β. Λ., κατοίκου ..., 19)Μ. Μ., κατοίκου ..., 20)Μ. Μ., κατοίκου ..., 21)Π. Μ., κατοίκου ..., 22)Ε. Ν., κατοίκου ..., 23)Ά. Ν., κατοίκου ..., 24)Μ. Π., κατοίκου ..., 25)Ε. Π., κατοίκου ..., 26)Ε. Σ., κατοίκου ..., 27)Ν. Σ., κατοίκου ..., 28)Ε. Σ., κατοίκου ..., 29)Χ. Τ., κατοίκου ..., 30)Γ. Φ., κατοίκου ..., 31)Μ. Γ., κατοίκου ..., 32)Μ. Δ., κατοίκου ..., 33)Π. Δ., κατοίκου ..., 34)Α. Κ., κατοίκου ..., 35)Α. Κ., κατοίκου ..., 36)Ι. Μ., κατοίκου ..., 37)Μ. Σ., κατοίκου ..., 38)Γ. Σ., κατοίκου ..., 39)Δ. Σ., κατοίκου ..., 40)Μ. Τ., κατοίκου ..., 41)Π. Τ., κατοίκου ..., 42)Π. Τ., κατοίκου ..., 43)Ι. Τ., κατοίκου ..., 44)Γ. Τ., κατοίκου ..., και 45)Ε. Χ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ........................, ο οποίος δήλωσε ότι ο 29ος παραιτείται του δικογράφου και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ......................., ο οποίος ανακάλεσε την από 22/3/2019 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18/3/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2358/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 6538/2013 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10/2/2016 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ


Με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ. 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αν ο διάδικος που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για τη συζήτηση δεν επιδόθηκε καθόλου ή δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και εκείνων των άρθρων 568 παρ. 1 και 498 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα που αφορούν την διαδικασία προσδιορισμού δικασίμου για τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση αυτής διάδικο, προκύπτει ότι στην περίπτωση που κάποιος εκ των διαδίκων δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, αν από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ποίος εκ των διαδίκων επισπεύδει τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης, τότε ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση ως προς τον διάδικο αυτόν. Τις κλητεύσεις αποδεικνύει ο διάδικος που παρίσταται κατά τη συζήτηση. Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ με τη διάταξη του άρθρου 96 παρ.3 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι κατά τη διαδικασία στον Άρειο Πάγο η πληρεξουσιότητα δίνεται μόνο με συμβολαιογραφική πράξη ή με προφορική δήλωση, που καταχωρίζεται στα πρακτικά. Ειδικά όμως για τις εργατικές διαφορές η πληρεξουσιότητα και ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου μπορεί να δοθεί και με ιδιωτικό έγγραφο, το οποίο φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια ή δημοτική αρχή, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της τελευταίας αυτής διάταξης, που προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4509/2017. Εξ άλλου κατά το άρθρο 104 του ίδιου Κώδικα για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει η πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο, απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις, ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως. Η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, εξεταζομένη και αυτεπαγγέλτως, έχει ως συνέπεια τη μη προσήκουσα παράσταση του διαδίκου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (ΟλΑΠ 13/2008). Επίσης από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ.3, 98, 294, 296, 297, 299 και 573 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι αυτονόητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της παραίτησης από το δικόγραφο ενδίκου μέσου, όπως είναι το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης, εκ μέρους διαδίκου (αναιρεσείοντος) εκπροσωπουμένου από δικηγόρο, είναι η προηγουμένη παροχή πληρεξουσιότητας στον ως άνω δικηγόρο, προς τούτο δε αρκεί και η παροχή γενικής πληρεξουσιότητας (ΑΠ 378/2016, ΑΠ 1377/2015). Διαφορετικά η σχετική δήλωση του δικηγόρου είναι ανίσχυρη και δεν επάγεται τα έννομα αυτής αποτελέσματα της κατάργησης της ανοιγείσας με την αναίρεση δίκης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.3 εδ. β του ιδίου Κώδικα, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 62 του Ν. 4139/2013, σε περίπτωση απλής ομοδικίας, αν κάποιος δεν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπόθεση χωρίζεται και η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης χωρεί νομίμως ως προς όσους εκπροσωπούνται από πληρεξούσιο δικηγόρο ή έχουν κλητευθεί νομίμως και κηρύσσεται απαράδεκτη ως προς τους λοιπούς. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, προκύπτει ότι κατά την συζήτηση της ένδικης από 10.2.2016 και με αριθ. κατάθ. 240/2016 αίτησης αναίρεσης, που έλαβε χώρα κατά τη μετ' αναβολή δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας (26 Μαρτίου 2019), οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο, άπαντες οι αναιρεσείοντες φέρονται ότι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους ......................., ο οποίος δήλωσε παραίτηση από το δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης ως προς τον 29ο των αναιρεσειόντων Τ. Χ.. Από τα στοιχεία όμως της δικογραφίας δεν αποδεικνύεται η παροχή πληρεξουσιότητας στον ως άνω δικηγόρο από τον πιο πάνω διάδικο για την παραίτηση αυτή. Ούτε άλλωστε προκύπτει ότι από τον διάδικο αυτό είχε χορηγηθεί ρητή πληρεξουσιότητα στον ως άνω δικηγόρο για την άσκηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης και τον εν συνεχεία προσδιορισμό αυτής ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, από το δικόγραφο της οποίας να μπορεί να παραιτηθεί στη συνέχεια ο ως άνω δικηγόρος εκπροσωπώντας τον διάδικο αυτό, εφ' όσον δεν προσκομίζεται συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ή ιδιωτικό έγγραφο με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου από ΚΕΠ ή οποιαδήποτε δημόσια ή δημοτική αρχή περί παροχής πληρεξουσιότητας από αυτόν προς την πιο πάνω δικηγόρο. Επομένως, η δήλωση του ως άνω δικηγόρου ότι παραιτείται του δικογράφου ως προς τον διάδικο αυτόν είναι ανίσχυρη και δεν επάγεται κατάργηση της ανοιγείσας με την αναίρεση δίκης ως προς αυτόν. Εξ άλλου, η κατά τα άνω έλλειψη πληρεξουσιότητας έχει ως συνέπεια ότι ο ανωτέρω διάδικος θεωρείται δικονομικά απών. Τέλος δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, εάν ο διάδικος αυτός [από κοινού με τους λοιπούς ομοδίκους του που παρίστανται προσηκόντως] τελικά επέσπευσε (ακύρως) ή όχι τη συζήτηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης (ΟλΑΠ 39/2005, ΟλΑΠ 9/2003, ΟλΑΠ 9/1992) ή, αντιθέτως, επέσπευσε τη συζήτηση αυτής η αντίδικός του ανώνυμη εταιρεία, εφ' όσον δεν προσκομίζεται η σχετική έκθεση επίδοσης ή αντίγραφο της αίτησης αναίρεσης με την επ' αυτού επισημείωση της επίδοσης από τον δικαστικό επιμελητή. Ούτε επίσης προκύπτει η εκ μέρους της αντιδίκου του 29ου των αναιρεσειόντων αναιρεσίβλητης εταιρείας κλήτευση αυτού, προκειμένου να παραστεί αυτός κατά την εκδίκαση της ένδικης αίτησης αναίρεσης κατά την ορισθείσα κατά τα άνω δικάσιμο. Επομένως, εφόσον δεν προκύπτει ότι ο ως άνω αναιρεσείων επέσπευσε νομίμως τη συζήτηση της ως άνω αίτησης αναίρεσης, ούτε ότι αυτός κλητεύθηκε νομίμως κατά τη συζήτηση, πρέπει να χωρισθεί η υπόθεση ως προς αυτόν, ο οποίος συνδέεται με σχέση απλής ομοδικίας με τους λοιπούς αναιρεσείοντες, και κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης ως προς αυτόν, ενώ για τους παρισταμένους προσηκόντως λοιπούς αναιρεσείοντες, πρέπει ο Άρειος Πάγος να χωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης. Με την από 10.2.2016 και με αριθ. κατάθ. 240/26.4.2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 6538/31.10.2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης της από 31.1.2012 και με αριθ. κατάθ. 1099/15.2.2012 έφεσης των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 2358/20.12.2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσία η ως άνω έφεση των εκκαλούντων - εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων και επικυρώθηκε η απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου που είχε απορρίψει ως νομικά αβάσιμη [και με επικουρική σκέψη και ως αόριστη, - μη ερευνηθέντος του σχετικού λόγου έφεσης από το Εφετείο] την από 18.3.2010 και με αριθ. κατάθ. 59012/1619/2010 αγωγή των εναγόντων και ήδη αναιρεσειόντων, με την οποία ζητούσαν την καταβολή του ποσού των 19.727,28 ευρώ στον καθένα από αυτούς για διαφορές στα φιλοδωρήματα των ετών 2005 έως 2008, με το νόμιμο τόκο. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

Με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και επομένως προϋποθέτει έρευνα της ουσίας της υπόθεσης και διατύπωση αποδεικτικού πορίσματος από το δικαστήριο της ουσίας. Κατά συνέπεια δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος, όταν η έλλειψη, η ανεπάρκεια ή η αντιφατικότητα των αιτιολογιών αναφέρονται στη μείζονα σκέψη της προσβαλλομένης απόφασης, με την οποία η αγωγή (ή η ένσταση ή η αντένσταση) κρίθηκε απορριπτέα ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 1410/2017, ΑΠ 701/2011, ΑΠ 121/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι προκειμένου να καταλήξει σε απορριπτικό της έφεσής των πόρισμα, διέλαβε στο σκεπτικό της το μεν ανεπαρκείς, το δε αντιφατικές αιτιολογίες, ως προς την αιτία για την οποία έχει συμφωνηθεί με όρο των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας μέρος των φιλοδωρημάτων να παρακρατείται από την αναιρεσίβλητη εταιρεία σε συνδυασμό με τον ισχυρισμό της τελευταίας ότι από το παρακρατούμενο ποσό, μετά την αφαίρεση των όσων δικαιούτο ν' αφαιρέσει, δεν απέμενε υπόλοιπο προς περαιτέρω διανομή, μη αξιολογώντας μάλιστα το με επίκληση προσκομισθέν από 27.3.2007 πρακτικό συμφωνίας για σύναψη συλλογικής σύμβασης εργασίας, καθώς και ως προς το ζήτημα του χαρακτηρισμού του συνόλου των εισπραττομένων φιλοδωρημάτων ως μισθού αυτών. Εφόσον όμως με την προσβαλλομένη απόφαση η ένδικη αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της ως νομικά αβάσιμη, χωρίς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να διατυπώσει αποδεικτικό πόρισμα, οι επικαλούμενες ανεπάρκειες ή αντιφάσεις δεν ιδρύουν αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Επομένως ο ως άνω τρίτος αναιρετικός λόγος πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτος.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 653 και 361 Α.Κ., 3 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του Ν. 765/1943 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΠΥΣ 324/1946) προκύπτει ότι τα προαιρετικώς καταβαλλόμενα στον εργαζόμενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδωρήματα, έναντι της παρεχόμενης σ` αυτούς εξυπηρέτησης, αποτελούν μέρος του μισθού μόνον όταν, βάσει ρητής ή σιωπηρής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, ο πρώτος παρέχει στο δεύτερο τη δυνατότητα να λαμβάνει τα φιλοδωρήματα και αυτά εισπράττονται τακτικά, έτσι ώστε να επαυξάνουν τις αποδοχές του (ΑΠ 4/2012, ΑΠ 1811/2011, ΑΠ 177/2001, ΑΠ 13/1992). Εξ άλλου με το άρθρο 3 παρ. 8 εδ. τελ. του Ν. 2206/1994 "Ίδρυση, οργάνωση, λειτουργία, έλεγχος καζίνων και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α 62) ορίσθηκε ότι με υπουργική απόφαση ρυθμίζεται η λήψη φιλοδωρημάτων από το προσωπικό (των καζίνο). Κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης, με το άρθρο 9 παρ.1 της κατά τον επίδικο χρόνο (2005 - 2008) ισχύουσας με αριθ. Τ/6736/1 Ιουλίου 2003 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης "Κανονισμός Διοικητικού Ελέγχου και Εποπτείας της λειτουργίας των Καζίνο" (ΦΕΚ Β 929/4.7.2003), που αντικατέστησε την με αυτή καταργηθείσα προηγουμένη με αριθ. 962/17.5.1995 απόφαση του Υπουργού Τουρισμού (ΦΕΚ Β 440/1995), ρυθμίζονται τα της λήψης φιλοδωρημάτων από τους τεχνικούς υπαλλήλους τυχερών επιτραπέζιων παιχνιδιών εκ μέρους των παικτών του Καζίνο. Με τη διάταξη αυτή ορίζεται ειδικότερα ότι: "Οι παίκτες του Καζίνο επιτρέπεται, κατά την διεξαγωγή των επιτραπέζιων παιχνιδιών, να δίνουν με δική τους βούληση και πρωτοβουλία φιλοδώρημα. Κανένας υπάλληλος των επιτραπέζιων παιχνιδιών δεν επιτρέπεται να λαμβάνει το φιλοδώρημα ιδιαιτέρως ή ατομικώς για αποκλειστικά ίδιο όφελος (εδ. α). Τα φιλοδωρήματα λαμβάνονται από τον κρουπιέρη, πρέπει δε να ρίπτονται αμέσως από αυτόν σε κουτί φιλοδωρημάτων (TIP'S BOX) των τραπεζιών παιχνιδιών (εδ. β). ...(εδ. γ). Μετά τη λήξη των επιτραπέζιων παιχνιδιών και κατά το κλείσιμο των τραπεζιών, το περιεχόμενο κάθε κουτιού φιλοδωρημάτων καταμετράται και καταγράφεται, ξεχωριστά ανά τραπέζι, στο ημερήσιο δελτίο φιλοδωρημάτων. Στη διαδικασία αυτή παρίσταται υποχρεωτικά Εντεταλμένος για έλεγχο υπάλληλος της Διεύθυνσης Καζίνο, ο οποίος υπογράφει το δελτίο φιλοδωρημάτων και κρατά ένα αντίγραφο αυτού. Οι καταμετρημένες μάρκες και το δελτίο φιλοδωρημάτων παραδίδονται στο ταμείο του Καζίνο (εδ. δ). Το φιλοδώρημα κατανέμεται μηνιαία αποκλειστικά μεταξύ των υπαλλήλων των επιτραπέζιων παιχνιδιών, όπως ειδικότερα ορίζεται από τη Σύμβαση Εργασίας των υπαλλήλων με το Καζίνο (εδ. ε). Δεν επιτρέπεται στο Καζίνο να κατανέμει στους υπαλλήλους που εργάζονται στα τμήματα του Κλειστού Συστήματος Οπτικοακουστικής Παρακολούθησης (C.C.T.V.) και Ασφάλειας - Φύλαξης (Security) ποσοστό φιλοδωρημάτων που προέρχονται από τα επιτραπέζια τυχερά παιχνίδια (εδ. στ)". Εξ άλλου στο παράρτημα Α των από 20.10.2003, 2.6.2005 και 21.5.2007 επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ε.σ.σ.ε.), που ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο (2005 -2008) και ειδικότερα από 1.9.2003 έως 31.12.2005 η πρώτη (άρθ.13 αυτής), από 1.1 έως 31.12.2006 η δεύτερη (η οποία παρέτεινε την ισχύ της πρώτης μέχρι 31.12.2006) και από 1.1.2007 έως 31.12.2008 η τρίτη (άρθ. 12 αυτής), καθορίσθηκαν ειδικότερα οι όροι εργασίας και αμοιβής των τεχνικών υπαλλήλων τυχερών επιτραπέζιων παιχνιδιών καζίνο που απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου στην εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία "... ΑΕ", στο πλαίσιο συλλογικών συμφωνιών που καταρτίσθηκαν μεταξύ της τελευταίας και του Πανελλαδικού Σωματείου Τεχνικών Υπαλλήλων Τυχερών Παιγνίων.

Με το άρθρο 5 της πρώτης ε.σ.σ.ε. και το ομοίου περιεχομένου με μικρές διαφοροποιήσεις άρθρο 4 της τρίτης ε.σ.σ.ε. ορίσθηκαν σχετικά τ' ακόλουθα, όσον αφορά τα φιλοδωρήματα: "Α) τα φιλοδωρήματα που προβλέπονται στο άρθρο 9 της Τ/6736/1.7.2003 (ΦΕΚ 929/Β/4.7.2003) απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης (νυν Τουριστικής Ανάπτυξης) [στην πρώτη από 20.10.2003 ε.σ.σ.ε. γίνεται μνεία του άρθρου 16 της - προηγουμένης - 962/17.5.95 ΦΕΚ Β 18.5.95 Υ.Α.] διανέμονται μηνιαίως και μέχρι ύψους 425.532 ευρώ για το καζίνο ως εξής, [καταργουμένης κάθε σχετικής προηγουμένης ρύθμισης - η φράση αυτή προστέθηκε με την τελευταία ε.σ.σ.ε.]:
1) Σε ποσοστό 70% μεταξύ των αμειβομένων, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει 15 έτη προϋπηρεσία στα Καζίνο της Ελλάδας.
2) Σε ποσοστό 50% μεταξύ των αμειβομένων, οι οποίοι προσλαμβάνονται μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2003.
3) Το δε υπόλοιπο ποσοστό 30% ή και 50% κατά περίπτωση, παραμένει στα έσοδα του καζίνο για την κάλυψη μέρους των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων. Σε περίπτωση που το μηνιαίο φιλοδώρημα για το καζίνο υπερβεί το ποσό των 425.532 ευρώ, η κατά τα παραπάνω κατανομή του υπερβαίνοντος τα 425.532 ευρώ φιλοδωρήματος θα γίνεται κατά ποσοστό 60% στους εργαζομένους και 40% στον εργοδότη, για την περίπτωση (1) ανωτέρω.
Β) Στη διανομή του φιλοδωρήματος δεν συμμετέχουν
α) όσοι δεν ασκούν πραγματική υπηρεσία ως τεχνικοί παιγνίων στα επιτραπέζια παίγνια και για όσο χρόνο διαρκεί η μη πραγματική απασχόλησή τους στα επιτραπέζια παίγνια και
β) οι μη συμπληρώσαντες δύο μήνες υπηρεσίας, συνυπολογιζομένης και της προϋπηρεσίας των (νεοπροσλαμβανόμενοι),
γ) Η διανομή των φιλοδωρημάτων γίνεται με μοναδικό κριτήριο το συνολικό χρόνο προϋπηρεσίας σε καζίνο της Ελλάδας με την ειδικότητα του τεχνικού παιγνίων στα επιτραπέζια παίγνια ως εξής: Με τη συμπλήρωση δύο μηνών λαμβάνεται ένας πόντος και στη συνέχεια ένας πόντος ανά δύο μήνες μέχρι και τη συμπλήρωση του 24ου μήνα. Δηλαδή σύνολο χορηγουμένων πόντων με τη συμπλήρωση του δεύτερου έτους δώδεκα (12) πόντοι συνολικά. Με τη συμπλήρωση του τρίτου έτους ένας πόντος για κάθε έτος, μέχρι τη συμπλήρωση του ενάτου χρόνου (δηλ. για τα εννέα έτη συμπληρωμένα λαμβάνονται 19 πόντοι συνολικά). Από το δέκατο έτος και εφεξής και μέχρι τέλους υπηρεσίας, χορηγείται ένας πόντος ανά δύο έτη.
δ) Για κάθε αδικαιολόγητη απουσία θα περικόπτεται το 1/22 του μηνιαίου ποσού φιλοδωρημάτων που αναλογούν στον εργαζόμενο που απουσίασε.
ε) Τα ποσά των φιλοδωρημάτων που αφαιρούνται θα μεταφέρονται στον επόμενο μήνα και θα προστίθενται στο διανεμητέο ποσό του μήνα αυτού.
στ) Σε περίπτωση ασθενείας, τα αναλογούντα στον εργαζόμενο φιλοδωρήματα χορηγούνται κανονικά για το χρονικό διάστημα απουσίας λόγω ασθενείας, σύμφωνα με την ισχύουσα εργατική νομοθεσία (25 ημέρες).
ζ) Τα φιλοδωρήματα καταβάλλονται στην εργαζομένη και καθ' όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και λοχείας, εφόσον βρίσκεται σε νόμιμη άδεια.
η) Τα φιλοδωρήματα καταβάλλονται και στις ημέρες ρεπό που προβλέπονται από την παρούσα, τις ημέρες αδείας μετ' αποδοχών που προβλέπονται από την παρούσα, την εργατική νομοθεσία καθώς και τις ημέρες συνδικαλιστικής αδείας.
θ) Τα φιλοδωρήματα, ως κυμαινόμενες μηνιαίες αποδοχές, αποτελούν μέρος των μηνιαίων τακτικών αποδοχών και λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό δώρων εορτών, επιδόματος αδείας, αμοιβής για νυχτερινή απασχόληση, απασχόληση καθ' ημέρα Κυριακή και αργία, υπερωριακή απασχόληση και λοιπών υποχρεώσεων του εργοδότη που απορρέουν από την εργατική νομοθεσία.
ι) Κατά τις ημέρες που η επιχείρηση Καζίνο παραμείνει εκτός λειτουργίας από υπαιτιότητα του εργοδότη, το διανεμητέο φιλοδώρημα συμπληρώνεται από τον εργοδότη μέχρι του ύψους του μέσου όρου των τελευταίων 12 μηνών [Ρητά συμφωνείται ότι στην περίπτωση αυτή δεν περιλαμβάνεται η περίπτωση ανωτέρας βίας και δυσμενών καιρικών συνθηκών - το εδάφιο αυτό προστέθηκε στην τρίτη από 21.5.2007 ε.σ.σ.ε)] .

κ) Ο εργοδότης παραδίδει στο Σωματείο στο τέλος κάθε μήνα ημερήσιο και μηνιαίο δελτίο φιλοδωρήματος, καθώς και αναλυτικό μηνιαίο πίνακα κατανομής φιλοδωρημάτων". Με τη διάταξη αυτή των ως άνω ε.σ.σ.ε., ενώ ρυθμίζεται και μάλιστα λεπτομερώς ο τρόπος υπολογισμού του ύψους των διανεμομένων φιλοδωρημάτων στους απασχολουμένους στα τυχερά επιτραπέζια παίγνια τεχνικούς, ως και η τύχη αυτού σε διάφορες περιπτώσεις (αδικαιολόγητη απουσία, ασθένεια, άδεια για διάφορους λόγους, υπερημερία εργοδότη), δεν ρυθμίζεται ρητά η τύχη του τυχόν εναπομένοντος υπολοίπου (μετά την αφαίρεση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων) από το ποσοστό του 30% ή 50% [και για ποσά φιλοδωρημάτων άνω των 425.532 ευρώ μηνιαίως ποσοστό 40%] που παρακρατείται από την αναιρεσίβλητη εταιρεία και ειδικότερα εάν το υπόλοιπο αυτό θα παραμείνει στην εργοδότρια εταιρεία ως έσοδο ή θα διανεμηθεί και αυτό στους εν λόγω εργαζομένους. Από την αναφορά όμως στη σχετική ρύθμιση υπό στοιχείο Α αριθ. 3 της ως άνω διάταξης των ε.σ.σ.ε ότι το ως άνω ποσοστό παραμένει στα έσοδα του καζίνο "για την κάλυψη μέρους των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων", ρύθμιση με την οποία συναρτάται η παρακράτηση του πιο πάνω ποσού με συγκεκριμένο σκοπό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το προαιρετικώς καταβαλλόμενο από τους πελάτες του εργοδότη φιλοδώρημα αποτελεί μέρος του μισθού των εργαζομένων, εφ' όσον τούτο έχει συμφωνηθεί ρητά (όπως στην προκειμένη περίπτωση) ή σιωπηρά, ότι ανεξαρτήτως του κινήτρου του πελάτη (για λόγους επιβράβευσης της εξυπηρέτησης αυτού από τον εργαζόμενο ή για λόγους πρόληψης ή τύχης κατά τη διάρκεια του παιγνίου) το φιλοδώρημα απευθύνεται από αυτόν προς τον εργαζόμενο και όχι προς την επιχείρηση με συνέπεια να μην μπορεί να θεωρηθεί ως "έσοδο" αυτής και με την διέπουσα το εργατικό δίκαιο αρχή ότι σε περίπτωση αμφιβολίας οι κανονιστικές διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται υπέρ του εργαζομένου, συνάγεται ότι σε περίπτωση που μετά την αφαίρεση των πιο πάνω ασφαλιστικών εισφορών παραμένει υπόλοιπο από το παρακρατούμενο από την αναιρεσίβλητη ποσό φιλοδωρημάτων, το υπόλοιπο αυτό είναι διανεμητέο μεταξύ των δικαιούχων τεχνικών τυχερών επιτραπεζίων παιγνίων, ανάλογα με τους πόντους του καθενός κατά την περί τούτου από το εδάφιο (γ) σχετική ρύθμιση, αναλόγως εφαρμοζομένη (πρβλ. ΑΠ 4/2012, όπου όμως στην σχετική ε.σ.σ.ε που αφορούσε τους τεχνικούς τυχερών επιτραπέζιων παιγνίων που απασχολούντο στο Καζίνο του …. ρητώς προβλεπόταν η καταβολή στους άνω εργαζομένους του εναπομένοντος υπολοίπου, μετά την αφαίρεση των κρατήσεων, στο τέλος κάθε έτους). Είναι δε αδιάφορο ότι στην ανωτέρω ε.σ.σ.ε δεν ορίζεται ρητά ότι το τυχόν υπόλοιπο επαναδιανέμεται μεταξύ των δικαιούχων, ούτε συνακόλουθα ρυθμίζεται ο τρόπος επαναδιανομής του. Τελείως δε διάφορο είναι το ζήτημα της τυχόν μη ύπαρξης καταλοίπου από το ποσοστό αυτό μετ' αφαίρεση των πιο πάνω ασφαλιστικών εισφορών, ζήτημα που αναφέρεται στην ουσιαστική βασιμότητα της σχετικής αξίωσης. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς.

Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη από 18.3.2010 και με αριθ. κατάθ. 59012/1619/2010 αγωγή οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες [επί συνόλου 45 αρχικά εναγόντων] ιστορούσαν ότι, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσελήφθησαν στις 11.2.2004 η 1η, στις 12.2.2004 οι 2ος έως και 30ος και στις 20.2.2004 οι 31η έως 45η εξ αυτών από την εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία που εκμεταλλεύεται το καζίνο της …., ως τεχνικοί τυχερών επιτραπέζιων παιγνίων (γκρουπιέ) και απασχολούνται με την ειδικότητα αυτή μέχρι σήμερα (πλην της 3ης εξ αυτών, της οποίας λύθηκε η σύμβαση στις 2.7.2009). Ότι βάσει των σχετικών διατάξεων των από 20.10.2003, 2.6.2005 και 21.5.2007 επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας που κατήρτισε το κλαδικό σωματείο των τεχνικών υπαλλήλων τυχερών επιτραπέζιων παιγνίων με την εναγομένη εταιρεία (τις οποίες παραθέτει), προβλέφθηκε ο τρόπος και η διαδικασία διανομής των φιλοδωρημάτων μεταξύ αυτών και της εναγομένης. Ότι μετά την διανομή των φιλοδωρημάτων κατά τον ανωτέρω συμφωνηθέντα τρόπο, επί των οποίων η εναγομένη εταιρεία προέβαινε σε κρατήσεις των νόμιμων εργατικών ασφαλιστικών εισφορών κατά την πληρωμή αυτών, και μετά και την αφαίρεση και των αναλόγων εργοδοτικών εισφορών επί του παρακρατουμένου από την εναγομένη ποσοστού επί των φιλοδωρημάτων, παραμένουν αδιανέμητα σημαντικά συνολικά ανά μήνα χρηματικά ποσά φιλοδωρημάτων, τα οποία θα έπρεπε να διανεμηθούν σε αυτούς. Ότι τα ποσά αυτά για το χρονικό διάστημα των ετών 2005, 2006, 2007, 2008, αφού αφαιρεθούν κατά τα άνω οι εργοδοτικές εισφορές, με βάση τους γενόμενους στην αγωγή ανά μήνα λεπτομερείς υπολογισμούς αναλόγως του αριθμό των πόντων που συγκεντρώνει ο καθένας των εναγόντων, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 19.727,28 ευρώ για τον καθένα από αυτούς. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά οι ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον καθένα από αυτούς το συνολικό ποσό των 19.727,28 ευρώ με το νόμιμο τόκο για κάθε επί μέρους ποσό μηνιαίως που μνημονεύεται στην αγωγή από το τέλος κάθε μήνα που αυτό έπρεπε να καταβληθεί και μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθ. 2358/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ερμηνεύοντας τις σχετικές ρυθμίσεις των ε.σ.σ.ε. αποφάνθηκε ότι, λόγω έλλειψης σχετικής ρύθμισης των ε.σ.σ.ε, το δικαίωμα των εναγόντων για τη λήψη των φιλοδωρημάτων που τους αντιστοιχεί εξαντλείται με την αρχική διανομή και απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή. Με επικουρική σκέψη και για τους εκεί αναγραφόμενους λόγους απέρριψε και ως αόριστη την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 31.1.2012 και με αριθ. 1099/2012 έφεσή αυτών, παραπονούμενοι τόσο για την απόρριψη της αγωγής ως μη νόμιμης, όσο και ως αόριστης. Επί της ως άνω έφεσης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η οποία, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος αυτό, αφού διέλαβε στο σκεπτικό του τις πιο πάνω διατάξεις των ε.σ.σ.ε, έκρινε ως μη νόμιμη την αγωγή με την εξής αιτιολογία: "Από το ανωτέρω άρθρο των προαναφερόμενων συλλογικών συμβάσεων εργασίας συνάγεται σαφώς, χωρίς να δημιουργείται κανένα κενό, ότι τα φιλοδωρήματα κατανέμονται μεταξύ των αμειβομένων και της εναγομένης κατά τα ως άνω ποσοστά, χωρίς να προβλέπεται οποιαδήποτε επαναδιανομή οιουδήποτε ποσού ή οποιουδήποτε ποσοστού. Αν οι συμβαλλόμενοι ήθελαν κάτι τέτοιο θα το όριζαν σαφώς, καθώς και τον τρόπο οποιασδήποτε επαναδιανομής, όπως ορίζεται με κάθε λεπτομέρεια ο τρόπος της διανομής, κατά τα ανωτέρω ποσοστά, κάτι που δεν συνάγεται εν προκειμένω. Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι σαφείς ως προς το σημείο αυτό, ορίζοντας ότι το ποσοστό 30% ή και 50% κατά περίπτωση παραμένει στα έσοδα του καζίνο και δεν συνάγεται οποιαδήποτε βούληση των μερών για οτιδήποτε διαφορετικό, ούτε αφήνεται περιθώριο ερμηνείας των συλλογικών συμβάσεων". Στη συνέχεια το δευτεροβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον περί του αντιθέτου πρώτο λόγο έφεσης, με τον οποίο οι εκκαλούντες - ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες παραπονούνταν για την απόρριψη της αγωγής των ως μη νόμιμης και συνακόλουθα την έφεση στο σύνολό της.

Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένως ερμήνευσε τις κανονιστικού περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 5 στοιχ. α αριθ. 3 της από 20.10.2003 ε.σ.σ.ε, η ισχύς της οποίας παρατάθηκε μέχρι τέλος του 2006 με την 2.6.2005 ομοία ε.σ.σ.ε. και του ομοίου περιεχομένου άρθρου 4 στοιχ. Α αριθ. 3 της από 21.5.2007 ε.σ.σ.ε σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 της με αριθ. Τ/6736/1.7.2003 απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης που εκδόθηκε κατ'εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 8 εδ. τελ. του Ν. 2206/1994 και με εκείνες των άρθρων 648, 649, 653 και 361 Α.Κ., 3 παρ. 2 του Ν. 2190/1920, 5 παρ. 1 του Ν. 3198/1955 και 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης "περί προστασίας του ημερομισθίου", που κυρώθηκε με το Ν. 3248/1955, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 του Ν. 765/1943 (που διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΠΥΣ 324/1946). Επομένως ο περί τούτου από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Αντιθέτως δεν είναι βάσιμος ο επίσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια ότι, αν και εμμέσως διέγνωσε κενό στις πιο πάνω ρυθμίσεις των ε.σ.σ.ε., οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν παύουν να φέρουν τον χαρακτήρα σύμβασης που προκύπτει μετά από συλλογικές διαπραγματεύσεις, δεν εφάρμοσε για την ερμηνεία του σχετικού όρου αυτών τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ. Είναι δε αβάσιμος ο αναιρετικός αυτός λόγος, διότι από τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 2 του Συντάγματος σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 7 του Ν.1876/1990 που ορίζει στην παρ. 1 ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, προκύπτει ότι οι κανονιστικοί, ως εν προκειμένω, όροι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των διαιτητικών αποφάσεων, όπως είναι και οι προαναφερθείσες διατάξεις, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου και επομένως δεν έχουν επ' αυτών εφαρμογή οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ (ΑΠ 997/2018, ΑΠ 1668/2007, ΑΠ 1426/1998, ΑΠ 264/1999). Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης πρέπει ν' απορριφθεί.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης, απορριπτομένων των λοιπών, πρέπει ν' αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και στη συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση, η οποία χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλο δικαστή (άρθ. 580 παρ.3 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των αναιρεσειόντων, που παρέστησαν και κατέθεσαν προτάσεις, λόγω της ήττας της (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της από 10.2.2016 αίτησης αναίρεσης ως προς τον 29ο των αναιρεσειόντων Τ. Χ..

Αναιρεί ως προς τους λοιπούς διαδίκους την με αριθ. 6538/31.10.2013 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.

Παραπέμπει την υπόθεση για εκ νέου εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρουμένη απόφαση.

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη εταιρεία στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των παραστάντων αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 11 Ιουνίου 2019.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Ιουλίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven