ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 13ης Ιουνίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Οδηγία 2001/23/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Μεταβίβαση τμήματος επιχειρήσεως – Διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων – Έννοια του όρου ‟μεταβίβαση” – Έννοια του όρου ‟οικονομική οντότητα” – Μεταβίβαση τμήματος της οικονομικής δραστηριότητας μητρικής εταιρίας σε νεοϊδρυθείσα θυγατρική – Ταυτότητα – Αυτονομία – Άσκηση οικονομικής δραστηριότητας – Κριτήριο της ασκήσεως οικονομικής δραστηριότητας επί μονίμου βάσεως – Αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους – Πρόθεση εκκαθαρίσεως της μεταβιβασθείσας οντότητας»
Στην υπόθεση C‑664/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε ο Άρειος Πάγος (Ελλάδα) με απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Νοεμβρίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
Ελληνικά Ναυπηγεία AE
κατά
Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου κ.λπ.,
παρισταμένων των:
Συλλόγου Εργαζομένων Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, Η ΤΡΙΑΙΝΑ,
Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου (ΠΟΕΜ),
Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, F. Biltgen, J. Malenovský (εισηγητή), C. G. Fernlund και L. S. Rossi, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: L. Hewlett, κύρια διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Νοεμβρίου 2018,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ελληνικά Ναυπηγεία AE, εκπροσωπούμενη από τους Σ. Ανδριόπουλο και Δ. Ζερδελή, δικηγόρους,
– ο Π. Αναγνωστόπουλος και 89 ακόμη εργαζόμενοι, ο Σύλλογος Εργαζομένων Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, Η ΤΡΙΑΙΝΑ, και η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου (ΠΟΕΜ), εκπροσωπούμενοι από τον Β. Πήττα, δικηγόρο,
– ο Δ. Καραμπίνης, εκπροσωπούμενος από τον Μ. Μιχαλόπουλο, δικηγόρο,
– οι Κ. Πριόβολος και Κ. Κωστόπουλος, εκπροσωπούμενοι από τον Α. Τζέλλη, δικηγόρο,
– η Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), εκπροσωπούμενη από τη Σ. Καζάκου, δικηγόρο,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Σ. Χαριτάκη, Σ. Παπαϊωάννου και Έ.‑Μ. Μαμούνα,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους Μ. Κωνσταντινίδη και M. Kellerbauer,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 7ης Φεβρουαρίου 2019,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ 2001, L 82, σ. 16).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Ελληνικά Ναυπηγεία AE, αφενός, και του Παναγιώτη Αναγνωστόπουλου και 89 ακόμη εργαζομένων (στο εξής: αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι), αφετέρου, με αντικείμενο την εκτέλεση των συμβάσεων εργασίας που είχαν αρχικώς συναφθεί μεταξύ των ως άνω διαδίκων.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η οδηγία 2001/23 κωδικοποίησε, από 11ης Απριλίου 2001, την οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 171), όπως είχε τροποποιηθεί με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ 1998, L 201, σ. 88). Δεδομένου ότι όλα τα κρίσιμα περιστατικά σχετικά με την επίμαχη στην κύρια δίκη μεταβίβαση έχουν λάβει χώρα μετά την 11η Απριλίου 2001, η οδηγία 2001/23 είναι εφαρμοστέα ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 3 και 8 της οδηγίας 2001/23 έχουν ως εξής:
«(3) Είναι απαραίτητη η θέσπιση διατάξεων για την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση αλλαγής του επιχειρηματικού φορέα, και ιδιαίτερα προς εξασφάλιση της διατηρήσεως των δικαιωμάτων τους.
[...]
(8) Η ασφάλεια και η διαφάνεια του δικαίου απαίτησαν να διευκρινιστεί η έννοια της μεταβίβασης με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η διευκρίνιση αυτή δεν τροποποίησε το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου.»
5 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα νομικής μεταβίβασης ή συγχώνευσης.
β) Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α) και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.»
6 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
α) “[μεταβιβάζων]”: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λόγω μιας μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης·
β) “[διάδοχος]” κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που, λόγω μεταβιβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης».
7 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2001/23 ορίζει τα εξής:
«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του [μεταβιβάζοντος], που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, μεταβιβάζονται, διά της μεταβιβάσεως αυτής, στον [διάδοχο].»
8 Το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«1. Η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης, ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά αυτή καθ’ εαυτή λόγο απολύσεως για τον [μεταβιβάζοντα] ή τον [διάδοχο]. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει απολύσεις για οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανωτικούς λόγους, που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού.
[...]
2. Αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος του εργαζομένου, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.»
9 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«Εκτός εάν τα κράτη μέλη προβλέπουν άλλως, τα άρθρα 3 και 4 δεν εφαρμόζονται στη μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, όταν ο [μεταβιβάζων] υπόκειται σε διαδικασία πτώχευσης ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του [μεταβιβάζοντος] και οι διαδικασίες αυτές διεξάγονται υπό την εποπτεία αρμόδιας δημόσιας αρχής (που μπορεί να είναι σύνδικος πτωχεύσεως, εξουσιοδοτημένος από αρμόδια δημόσια αρχή).»
Το ελληνικό δίκαιο
10 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και γʹ, του προεδρικού διατάγματος 178/2002, Μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου (ΦΕΚ Aʹ 162/12.7.2002, στο εξής: προεδρικό διάταγμα 178/2002), οι διατάξεις του προεδρικού αυτού διατάγματος εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου του εργοδότη και δύναται να αφορά είτε δημόσιους είτε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές.
11 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω διατάγματος, ως «μεταβίβαση» θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.
12 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος ορίζει την έννοια των όρων «μεταβιβάζων» και «διάδοχος», του μεν πρώτου νοουμένου ως κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο, λόγω μεταβιβάσεως υπό την προαναφερθείσα έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως, του δε δεύτερου ως κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο, λόγω μεταβιβάσεως κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως.
13 Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του προεδρικού διατάγματος 178/2002, από την ημερομηνία της μεταβιβάσεως όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας μεταβιβάζονται στον διάδοχο.
14 Το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω προεδρικού διατάγματος προβλέπει ότι ο μεταβιβάζων εξακολουθεί, και μετά τη μεταβίβαση, να ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διάδοχο για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος.
15 Από το άρθρο 4, παράγραφος 2, του εν λόγω διατάγματος συνάγεται ότι μετά τη μεταβίβαση ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονται από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας.
16 Το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του προεδρικού διατάγματος 178/2002 προβλέπει ότι η μεταβίβαση μιας επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος επιχειρήσεως δεν συνιστά, αυτή καθεαυτή, λόγο απολύσεως των εργαζομένων. Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω διατάγματος, τηρουμένων των σχετικών περί απολύσεων διατάξεων, επιτρέπονται απολύσεις που κρίνονται απαραίτητες για λόγους οικονομικούς, τεχνικούς ή οργανώσεως που συνεπάγονται μεταβολές του εργατικού δυναμικού. Εντούτοις, το άρθρο 5, παράγραφος 2, του εν λόγω διατάγματος προβλέπει ότι, αν η σύμβαση εργασίας ή η εργασιακή σχέση καταγγελθεί λόγω του ότι η μεταβίβαση συνεπάγεται ουσιαστική μεταβολή των όρων εργασίας εις βάρος των εργαζομένων, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ή της εργασιακής σχέσεως θεωρείται ότι επήλθε εξαιτίας του εργοδότη.
17 Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, του προεδρικού διατάγματος 178/2002, οι συνέπειες της μεταβιβάσεως που προβλέπονται στα άρθρα 4 και 5 του διατάγματος αυτού δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που ο μεταβιβάζων βρίσκεται σε διαδικασία πτωχεύσεως ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 Οι αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί, πριν από 30 περίπου έτη, με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου από την Ελληνικά Ναυπηγεία για να εργαστούν στις εγκαταστάσεις της εταιρίας αυτής στον Σκαραμαγκά (Ελλάδα).
19 Η εν λόγω εταιρία ήταν, από το 1985, επιχείρηση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, η οποία ιδιωτικοποιήθηκε το 2002 και, μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2008, υπήρχε απαγόρευση μειώσεως του προσωπικού της.
20 Η Ελληνικά Ναυπηγεία ασκούσε, κατά την ιδιωτικοποίησή της, τέσσερις δραστηριότητες και συγκεκριμένα τη ναυπήγηση πολεμικών και εμπορικών πλοίων, την επισκευή πλοίων, τη ναυπήγηση και επισκευή υποβρυχίων και την κατασκευή και επισκευή σιδηροδρομικών οχημάτων. Οι δραστηριότητες αυτές ήταν οργανωμένες σε τέσσερις αντίστοιχες «διευθύνσεις», ήτοι τη διεύθυνση πλοίων επιφανείας, τη διεύθυνση επισκευών, τη διεύθυνση υποβρυχίων και τη διεύθυνση τροχαίου υλικού. Εκτός από τις διευθύνσεις αυτές, η οργανωτική δομή της Ελληνικά Ναυπηγεία περιλάμβανε και τέσσερα παραγωγικά «τμήματα», και συγκεκριμένα το ελασματουργείο, το σωληνουργείο, το ξυλουργείο και το μηχανουργείο. Καμία από τις ως άνω οργανωμένες σε «διευθύνσεις» δραστηριότητες δεν μπορούσε να εκτελέσει τα έργα που αναλάμβανε χωρίς τη συμμετοχή στην αντίστοιχη διαδικασία των προαναφερθέντων «παραγωγικών» τμημάτων.
21 Η Ελληνικά Ναυπηγεία, λίγο καιρό μετά την ιδιωτικοποίησή της, ίδρυσε μια θυγατρική στον τομέα του τροχαίου υλικού, την Εταιρεία Τροχαίου Υλικού Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΕΤΥΕ), προκειμένου να μεταβιβασθούν σ’ αυτήν οι σε εξέλιξη προγραμματικές συμφωνίες που αφορούσαν την κατασκευή και παράδοση σιδηροδρομικών οχημάτων διαφόρων τύπων. Κατά την απόφαση περί παραπομπής, στις 28 Σεπτεμβρίου 2006, η Ελληνικά Ναυπηγεία και η ΕΤΥΕ συνήψαν σειρά συμβάσεων προκειμένου, από 1ης Οκτωβρίου 2006, να επιτευχθεί η λειτουργία της «διεύθυνσης τροχαίου υλικού» της Ελληνικά Ναυπηγεία ως αυτόνομης εταιρίας υπό την επωνυμία της ΕΤΥΕ.
22 Οι συμβάσεις αυτές είχαν ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη μίσθωση επαγγελματικής στέγης με αντικείμενο ένα οικόπεδο της Ελληνικά Ναυπηγεία, την πώληση και την παράδοση, από την Ελληνικά Ναυπηγεία προς την ΕΤΥΕ, κινητών πραγμάτων, την παροχή, από την Ελληνικά Ναυπηγεία προς την ΕΤΥΕ, υπηρεσιών διοικητικής φύσεως, καθώς και την ανάθεση, εκ μέρους της Ελληνικά Ναυπηγεία στην ΕΤΥΕ, της εκτελέσεως εκκρεμών εργασιών από τρεις προγραμματικές συμβάσεις.
23 Κατά τη διάρκεια του 2007, η Ελληνικά Ναυπηγεία και η ΕΤΥΕ συνήψαν και άλλες συμβάσεις με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τον δανεισμό προσωπικού της ETYE στην Ελληνικά Ναυπηγεία, την ανάθεση, εκ μέρους της Ελληνικά Ναυπηγεία στην ETYE, της εκτελέσεως εκκρεμών εργασιών από προγραμματική σύμβαση, καθώς και την παροχή υπηρεσιών από την ETYE στην Ελληνικά Ναυπηγεία.
24 Στις 28 Σεπτεμβρίου 2007, η Ελληνικά Ναυπηγεία και η ΕΤΥΕ συνήψαν συμφωνία-πλαίσιο η οποία προέβλεπε την εκκαθάριση της δεύτερης την 30ή Σεπτεμβρίου 2008. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι η Ελληνικά Ναυπηγεία θα αναλάμβανε τα έξοδα εκκαθαρίσεως τα οποία ισοδυναμούσαν με το προϋπολογισθέν κόστος για τις απολύσεις των 160 εργαζομένων της ΕΤΥΕ. Ωστόσο, η προβλεπόμενη ημερομηνία της εν λόγω εκκαθαρίσεως μετατέθηκε με την από 10 Σεπτεμβρίου 2008 τροποποίηση της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου.
25 Την 1η Οκτωβρίου 2007, το σύνολο των μετοχών της ΕΤΥΕ περιήλθε στην κυριότητα του ομίλου των γερμανικών εταιριών περιορισμένης ευθύνης ΙΝΤΕΙ Industriebeteiligungsgesellschaft mbH (ΙΝΤΕΙ) και Industriegesellschaft Waggonbau Ammendorf mbH (ΙGWA).
26 Με την από 8 Οκτωβρίου 2007 ανακοίνωση, οι αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι πληροφορήθηκαν τη μεταβίβαση της ΕΤΥΕ στον ως άνω όμιλο εταιριών. Στις 13 Μαΐου 2008, συνήφθη η επιχειρησιακή συλλογική σύμβαση εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας όλων των εργαζομένων στην ETYE.
27 Το 2010, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών (Ελλάδα) κήρυξε την ΕΤΥΕ σε κατάσταση πτωχεύσεως.
28 Οι νυν αναιρεσίβλητοι εργαζόμενοι άσκησαν την από 1η Ιουνίου 2009 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Ελλάδα), με αίτημα να αναγνωρισθεί ότι εξακολουθούσαν να συνδέονται με συμβάσεις παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με την Ελληνικά Ναυπηγεία, ότι η Ελληνικά Ναυπηγεία όφειλε να καταβάλει προς αυτούς τις νόμιμες αποδοχές συγκεκριμένα για όσο χρονικό διάστημα διατηρούνται οι συμβάσεις εργασίας και ότι, σε περίπτωση καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας, η Ελληνικά Ναυπηγεία όφειλε να καταβάλει προς έκαστο εξ αυτών τις νόμιμες αποζημιώσεις απολύσεως.
29 Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε δεκτή την εν λόγω αγωγή και η Ελληνικά Ναυπηγεία άσκησε έφεση ενώπιον του Εφετείου Αθηνών (Ελλάδα). Το εν λόγω δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας, ειδικότερα, ότι η ETYE ουδέποτε συνιστούσε αυθύπαρκτη οργανική ενότητα. Έκρινε ότι, πρώτον, η ETYE δεν συνιστούσε αυτόνομη παραγωγική μονάδα δεδομένου ότι για την παραγωγή και επισκευή του τροχαίου υλικού ήταν απαραίτητη η συμβολή απάντων των τεσσάρων παραγωγικών τμημάτων της Ελληνικά Ναυπηγεία και ότι, αν η Ελληνικά Ναυπηγεία έπαυε κάθε δραστηριότητα, θα ήταν αδύνατη η κατασκευή και επισκευή σιδηροδρομικού υλικού εκ μέρους της ΕΤΥΕ. Δεύτερον, η ETYE δεν διέθετε δική της διοικητική υποστήριξη, την οποία της παρείχε η Ελληνικά Ναυπηγεία, και, τρίτον, δεν διέθετε οικονομική αυτοτέλεια και την οικονομική της διαχείριση ασκούσε η Ελληνικά Ναυπηγεία. Από τα ανωτέρω το Εφετείο Αθηνών συνήγαγε ότι δεν μπορούσε να γίνει λόγος για μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμημάτων εγκαταστάσεως και ότι, ως εκ τούτου, εργοδότης των νυν αναιρεσιβλήτων εργαζομένων παρέμενε η Ελληνικά Ναυπηγεία.
30 Στις 29 Αυγούστου 2013, η Ελληνικά Ναυπηγεία άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ελλάδα). Στους κόλπους του δικάζοντος τμήματος του εν λόγω δικαστηρίου εμφιλοχώρησε διαφωνία ως προς την έννοια του όρου «οικονομική οντότητα» στο άρθρο 1 της οδηγίας 2001/23.
31 Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη τριών μελών του δικάζοντος τμήματος, η ΕΤΥΕ δεν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει την επιχειρηματική δραστηριότητα που ανέλαβε, καθόσον αυτή δεν διέθετε πριν από την επίμαχη μεταβίβαση την αναγκαία υλική ή τεχνική υποδομή ούτε η διεύθυνση τροχαίου υλικού που φέρεται ότι μεταβιβάσθηκε σ’ αυτήν μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς την υποστήριξη των παραγωγικών τμημάτων της Ελληνικά Ναυπηγεία, καθώς και των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών αυτής. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από το γεγονός ότι το έργο που παρήγαγε η ΕΤΥΕ ήταν μηδαμινό και οδήγησε στην πτώχευσή της. Τα ανωτέρω ενισχύουν, εξάλλου, την άποψη των αναιρεσιβλήτων εργαζομένων ότι η επίμαχη μεταβίβαση απέβλεπε στην κατάργηση της δραστηριότητας κατασκευής και επισκευής σιδηροδρομικών οχημάτων της Ελληνικά Ναυπηγεία και στην απώλεια των θέσεων εργασίας που συνδέονταν με αυτήν, χωρίς αρνητικές οικονομικές συνέπειες για την Ελληνικά Ναυπηγεία.
32 Αντιθέτως, δύο μέλη του δικάζοντος τμήματος είναι της γνώμης ότι η μονάδα που μεταβιβάσθηκε είχε, τόσο πριν όσο και μετά την επίμαχη μεταβίβαση, επαρκή αυτοτέλεια για να ασκεί την οικονομική της δραστηριότητα. Ειδικότερα, σε περίπτωση μεταβιβάσεως μιας λιγότερο σημαντικής μονάδας, τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια του όρου «οικονομική οντότητα» μπορούν να εξετάζονται με λιγότερο αυστηρό τρόπο σε σύγκριση με την περίπτωση μεταβιβάσεως μιας ολόκληρης επιχειρήσεως ή μίας κύριας δραστηριότητας. Το γεγονός ότι ο διάδοχος, ως θυγατρική εταιρία, υποστηριζόταν από τον μεταβιβάζοντα κατά την άσκηση της δραστηριότητας που απέκτησε δεν αποκλείει την κατάφαση της μεταβιβάσεως, διότι για την ερμηνεία της έννοιας του όρου «μεταβίβαση» πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σύγχρονες μορφές του «επιχειρείν», ιδίως με τη χρήση μέσων και υπηρεσιών τρίτων. Τέλος, η πρόθεση του μεταβιβάζοντος και του διαδόχου να προχωρήσουν σε εκκαθάριση της εταιρίας αποτελεί όχι ενδείκτη που αποκλείει τη μεταβίβαση, αλλά στοιχείο από το οποίο μπορεί, ενδεχομένως, να συναχθεί, βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, η ύπαρξη μονομερούς μεταβολής των όρων της συμβάσεως και η λύση της εκ μέρους του μεταβιβάζοντος εργοδότη.
33 Επομένως, ο Άρειος Πάγος αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας [2001/23] και προκειμένου να γίνει δεκτό ότι υφίσταται ή δεν υφίσταται μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος εγκαταστάσεως ή επιχειρήσεως, ως “οικονομική οντότητα” πρέπει να νοηθεί μια τελείως αυτοδύναμη παραγωγική μονάδα, η οποία έχει την ικανότητα να λειτουργήσει για την επίτευξη του οικονομικού σκοπού της χωρίς οποιαδήποτε αναζήτηση (με αγορά, δανεισμό, μίσθωση κ.λπ.) συντελεστών παραγωγής (πρώτων υλών, εργατικού δυναμικού, μηχανολογικού εξοπλισμού, εξαρτημάτων του τελικού προϊόντος, υπηρεσιών υποστήριξης, οικονομικών πόρων κ.λπ.) από τρίτους; Ή, αντιθέτως, για την κατάφαση της έννοιας “οικονομική οντότητα” είναι αρκετή η διακριτότητα του αντικειμένου της δραστηριότητας, η πραγματική δυνατότητα να αποτελέσει το αντικείμενο αυτό το σκοπό μιας οικονομικής προσπάθειας και το εφικτό της λυσιτελούς οργάνωσης των συντελεστών παραγωγής (πρώτων υλών, μηχανολογικού κ.λπ. εξοπλισμού, εργατικού δυναμικού και υπηρεσιών υποστήριξης) για την επίτευξη του συγκεκριμένου σκοπού, χωρίς να ασκεί επιρροή η εκ μέρους του νέου φορέα της δραστηριότητας αναζήτηση συντελεστών παραγωγής και έξω από αυτήν ή η αποτυχία του ως προς την επίτευξη του σκοπού σε συγκεκριμένη περίπτωση;
2) Κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 1 της οδηγίας [2001/23], η ύπαρξη μεταβίβασης αποκλείεται ή όχι στην περίπτωση κατά την οποία ως προοπτική του μεταβιβάζοντος ή του διαδόχου ή και αμφοτέρων δεν είναι μόνο η επιτυχής συνέχιση της δραστηριότητας υπό το νέο φορέα, αλλά και η μελλοντική κατάργησή της, προς εκκαθάριση της συγκεκριμένης επιχείρησης;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
34 Με τα δύο προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, εφαρμόζεται στη μεταβίβαση παραγωγικής μονάδας στην περίπτωση που, αφενός, ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνο να συνεχίσει ο διάδοχος την οικονομική δραστηριότητα που ασκούσε ο μεταβιβάζων, αλλά επίσης να παύσει μελλοντικά ο ίδιος ο διάδοχος να υφίσταται, τιθέμενος σε εκκαθάριση, και, αφετέρου, η επίμαχη μονάδα δεν είναι πλήρως αυτόνομη, επειδή δεν μπορεί να επιτύχει τον οικονομικό σκοπό της χωρίς την αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους.
35 Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία 2001/23 εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχειρήσεως, εγκαταστάσεως ή τμήματος επιχειρήσεως ή εγκαταστάσεως σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα συμβατικής μεταβιβάσεως ή συγχωνεύσεως.
36 Πέραν των ανωτέρω προϋποθέσεων, η μεταβίβαση πρέπει επίσης να πληροί τις προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ως άνω οδηγίας, ήτοι να αφορά οικονομική οντότητα που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.
37 Προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, πρέπει, αρχικώς, να εξεταστεί αν η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση κατά την οποία ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνον τη συνέχιση από τον διάδοχο της δραστηριότητας της μεταβιβασθείσας οντότητας, αλλά και τη μελλοντική εκκαθάριση του ίδιου του διαδόχου. Πράγματι, μόνο σε καταφατική περίπτωση θα πρέπει, εν συνεχεία, να εξεταστεί αν μεταβιβασθείσα οντότητα όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2001/23.
38 Κατ’ αρχάς, μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 προβλέπει ότι η μεταβίβαση πρέπει να γίνεται «με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας», δεν προκύπτει εντούτοις από το γράμμα του ότι η δραστηριότητα αυτή πρέπει να ασκείται για απεριόριστο χρόνο ούτε ότι δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στις προθέσεις του μεταβιβάζοντος, του διαδόχου ή αμφοτέρων και το να παύσει, στο μέλλον και αφού θα έχει συνεχίσει την άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας, να υφίσταται ο ίδιος ο διάδοχος.
39 Συνεπώς, δεν προκύπτει από καμία διάταξη της οδηγίας 2001/23 ότι ο νομοθέτης της Ένωσης είχε τη πρόθεση να εξαρτήσει τη δυνατότητα εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας από την προϋπόθεση ο διάδοχος να συνεχίσει να υφίσταται πέραν ενός συγκεκριμένου χρονικού ορίου.
40 Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι θα αντέβαινε στον πρωταρχικό σκοπό της οδηγίας 2001/23 μια ερμηνεία που θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής μια μεταβίβαση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.
41 Πράγματι, η οδηγία 2001/23 έχει σκοπό να διασφαλίσει τη συνέχεια των υφιστάμενων στο πλαίσιο οικονομικής οντότητας σχέσεων εργασίας, ανεξαρτήτως μεταβολής του εργοδότη (απόφαση της 6ης Μαρτίου 2014, Amatori κ.λπ., C‑458/12, EU:C:2014:124, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
42 Πλην όμως, η επίμαχη στην κύρια δίκη μεταβίβαση φαίνεται πως έγινε με προοπτική, μεταξύ άλλων, τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας από τον νέο φορέα και, επομένως, πρέπει εν προκειμένω να διασφαλιστεί η συνέχεια των σχέσεων εργασίας την οποία εγγυάται η οδηγία 2001/23.
43 Τέλος, η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/23 που αποτελεί στοιχείο του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας.
44 Πράγματι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2001/23 κατ’ αρχήν δεν εφαρμόζονται όταν ο μεταβιβάζων υπόκειται σε διαδικασία πτωχεύσεως ή σε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη διαδικασία αφερεγγυότητας, κινηθείσα με σκοπό την εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του μεταβιβάζοντος.
45 Ως εκ τούτου, η προστασία που παρέχουν στους εργαζομένους τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2001/23 παύει μόνο στην περίπτωση που ο μεταβιβάζων είναι εκείνος ο οποίος υπόκειται σε τέτοια διαδικασία κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως.
46 Πλην όμως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, δεν αμφισβητείται, αφενός, ότι ο μεταβιβάζων δεν υπόκειται σε τέτοια διαδικασία και, αφετέρου, ότι η παύση της μεταβιβαζόμενης οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί μελλοντική μόνον προοπτική, στο πλαίσιο της θέσεως του διαδόχου υπό εκκαθάριση.
47 Κατά συνέπεια, σε περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, οι εργαζόμενοι τους οποίους αφορά η μεταβίβαση δεν μπορούν να στερηθούν την προστασία που τους παρέχουν τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 2001/23.
48 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, μπορεί κατ’ αρχήν να εφαρμοστεί σε περίπτωση κατά την οποία ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνον τη συνέχιση από τον διάδοχο της δραστηριότητας της μεταβιβασθείσας οντότητας, αλλά και τη μελλοντική εκκαθάριση του ίδιου του διαδόχου.
49 Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να τρέφει αμφιβολίες ως προς το αν στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του η μεταβίβαση αποτελεί αντικείμενο καταστρατηγήσεως εκ μέρους του μεταβιβάζοντος, του διαδόχου ή και των δύο από κοινού, με σκοπό να υποκρύψουν την αληθινή πρόθεσή τους, συνιστάμενη στη διευκόλυνση της εκκαθαρίσεως της μεταβιβασθείσας οντότητας χωρίς αρνητικές οικονομικές συνέπειες για αυτούς.
50 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης κατά την οποία η εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης δεν μπορεί να επεκτείνεται μέχρι σημείου που να καλύπτει πράξεις που διενεργούνται με σκοπό τη δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψεις 96 έως 97 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
51 Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να γίνεται δεκτή η εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης όταν αυτές δεν προβάλλονται προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί τους, αλλά προκειμένου να αντληθεί κάποιο όφελος από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ δεν πληρούνται τυπικώς οι προϋποθέσεις για την παροχή του οφέλους αυτού (πρβλ. απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2019, N Luxembourg 1 κ.λπ., C‑115/16, C‑118/16, C‑119/16 και C‑299/16, EU:C:2019:134, σκέψη 98).
52 Στο Δικαστήριο απόκειται να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμες ενδείξεις προκειμένου αυτό να μπορέσει να εξακριβώσει αν ο μεταβιβάζων και ο διάδοχος τήρησαν την αρχή που υπενθυμίζεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως.
53 Ως προς το ζήτημα αυτό, μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 εξαρτά τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας από την προϋπόθεση της συνεχίσεως της οικονομικής δραστηριότητας της μεταβιβαζόμενης οντότητας μετά τη μεταβίβαση, το γεγονός και μόνον ότι η δραστηριότητα αυτή εξακολουθεί να ασκείται δεν αρκεί αφεαυτού για να διαπιστωθεί ότι συντρέχει η εν λόγω προϋπόθεση.
54 Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι, για να εμπίπτει στην οδηγία 2001/23, η μεταβίβαση πρέπει να παρέχει στον διάδοχο τη δυνατότητα συνεχίσεως των δραστηριοτήτων ή ορισμένων δραστηριοτήτων του μεταβιβάζοντος επί μονίμου βάσεως (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 1999, Allen κ.λπ., C‑234/98, EU:C:1999:594, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
55 Η ως άνω απαίτηση ασκήσεως της δραστηριότητας επί μονίμου βάσεως την οποία διατύπωσε το Δικαστήριο πρέπει να νοείται ως αναφορά σε ένα οργανωμένο σύνολο διαφόρων συντελεστών παραγωγής, ιδίως ενσώματων και άυλων στοιχείων, καθώς και του αναγκαίου προσωπικού, που παρέχουν στην οντότητα που μεταβιβάζεται τη δυνατότητα να συνεχίσει να ασκεί οικονομική δραστηριότητα (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard, C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψη 21).
56 Πλην όμως, ένα σύνολο συντελεστών παραγωγής το οποίο, ήδη από τη μεταβίβαση, τείνει προς τη δημιουργία ανισορροπίας μεταξύ των εισροών και των εκροών στην παραγωγή, με κίνδυνο συνεπώς να οδηγήσει σε παραγωγική ασφυξία και σε προοδευτική αλλά αναπότρεπτη κατάργηση της μεταβιβασθείσας δραστηριότητας, όχι μόνο δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συνάδει με την απαίτηση ασκήσεως της δραστηριότητας επί μονίμου βάσεως αλλά μπορεί συγκεκριμένα να φανερώνει πρόθεση καταστρατηγήσεως εκ μέρους των συγκεκριμένων οικονομικών φορέων με σκοπό την αποφυγή των αρνητικών οικονομικών συνεπειών της μελλοντικής εκκαθαρίσεως της μεταβιβασθείσας οντότητας τις οποίες κανονικά θα έπρεπε να επωμιστεί ο μεταβιβάζων και τις οποίες ο διάδοχος αδυνατεί να αντιμετωπίσει.
57 Αυτό ενδέχεται επίσης να ισχύει και στην περίπτωση που η δραστηριότητα της μεταβιβασθείσας οντότητας περιορίζεται στην εκπλήρωση ορισμένων συμβάσεων ή την ολοκλήρωση συγκεκριμένων προγραμμάτων, χωρίς να δημιουργείται, στο πλαίσιο της επιχειρήσεως του διαδόχου, ένα οργανωμένο σύνολο στοιχείων όπως τα εκτεθέντα στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1995, Rygaard, C‑48/94, EU:C:1995:290, σκέψεις 20 έως 22).
58 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω κριτήρια, αν, σε κατάσταση όπως αυτή της κύριας δίκης, ο συγκεκριμένος μεταβιβάζων και ο διάδοχος τήρησαν την γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που αναφέρεται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως και μπορούν, συνεπώς, να τύχουν των πλεονεκτημάτων που προβλέπει η οδηγία 2001/23 σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως.
59 Εν συνεχεία, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να εξεταστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, της οδηγίας 2001/23 μπορεί να εφαρμοστεί σε μεταβίβαση οντότητας όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη.
60 Για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, η μεταβίβαση πρέπει να αφορά τμήμα της μεταβιβάζουσας επιχειρήσεως που αποτελεί οικονομική οντότητα νοούμενη ως οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστά δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας με την οποία επιδιώκεται η επίτευξη ιδίου σκοπού και που είναι επαρκώς οργανωμένο και αυτόνομο (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Jouini κ.λπ., C‑458/05, EU:C:2007:512, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
61 Για την εφαρμογή της οδηγίας, η επίμαχη οντότητα πρέπει επίσης να διατηρεί την ταυτότητά της κατόπιν της μεταβιβάσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2009, Klarenberg, C‑466/07, EU:C:2009:85, σκέψη 39).
62 Κατά το μέτρο που η ταυτότητα της οικονομικής οντότητας συγκροτείται από διάφορα στοιχεία άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοι της λειτουργίας ή και, ενδεχομένως, τα μέσα λειτουργίας που διαθέτει (απόφαση της 20ής Ιουλίου 2017, Piscarreta Ricardo, C‑416/16, EU:C:2017:574, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), αναγκαία προϋπόθεση της ταυτότητας αυτής είναι, μεταξύ άλλων στοιχείων, η λειτουργική αυτονομία.
63 Συνεπώς, όντας συνυφασμένη με την ταυτότητα μιας τέτοιας οντότητας, η λειτουργική αυτονομία της πρέπει, όπως επιτάσσει το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23, να διατηρείται μετά τη μεταβίβαση.
64 Περαιτέρω, δεν είναι αναγκαίο η εν λόγω αυτονομία να είναι πλήρης. Πράγματι, όπως προκύπτει ρητώς από το γράμμα του άρθρου της 1, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, η οδηγία 2001/23 έχει εφαρμογή όχι μόνο στη μεταβίβαση επιχειρήσεως, αλλά και στην περίπτωση που μεταβιβάζεται τμήμα επιχειρήσεως.
65 Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ προοιμίου από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2001/23 μια παραγωγική μονάδα επιχειρήσεως, όπως η επίμαχη μονάδα στην κύρια δίκη, της οποίας η δραστηριότητα ασκούνταν πριν από τη μεταβίβαση στο πλαίσιο της επιχειρήσεως αυτής και της οποίας, ως εκ τούτου, η αυτονομία στο πλαίσιο της επιχειρήσεως ήταν περιορισμένη.
66 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η μεταβιβασθείσα παραγωγική μονάδα δεν είχε ενδεχομένως την ικανότητα να λειτουργήσει για την επίτευξη του οικονομικού σκοπού της χωρίς αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτο.
67 Πράγματι, μολονότι τα τμήματα μιας ενιαίας επιχειρήσεως επωφελούνται από την αυτονομία της επιχειρήσεως ως συνόλου, τα επιμέρους αυτά τμήματα ενδεχομένως να μη διαθέτουν την αναγκαία αυτονομία για τις δικές τους σχέσεις προς τα έξω.
68 Σε παρεμφερές πλαίσιο, το Δικαστήριο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι μια ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/23 που θα απέκλειε από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής κατάσταση στην οποία τα ενσώματα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την άσκηση της μεταβιβασθείσας δραστηριότητας δεν έπαυσαν ποτέ να ανήκουν στον μεταβιβάζοντα θα καθιστούσε την εν λόγω οδηγία μερικώς άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας (βλ. απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, Colino Sigüenza, C‑472/16, EU:C:2018:646, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
69 Εντούτοις, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 21 της παρούσας αποφάσεως, μια παραγωγική μονάδα όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, αποτελούμενη από τη «διεύθυνση τροχαίου υλικού» της Ελληνικά Ναυπηγεία, μεταβιβάστηκε στην ΕΤΥΕ, θυγατρική της πρώτης, δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ότι η μονάδα αυτή διαθέτει την αυτονομία της μητρικής εταιρίας. Προϋπόθεση για τη διατήρηση της αυτονομίας μιας αποσχισθείσας μονάδας, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, είναι να διαθέτει αυτή, μετά τη μεταβίβαση, επαρκή εχέγγυα που να της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής του συγκεκριμένου τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.
70 Τα εχέγγυα αυτά μπορούν να λάβουν, ειδικότερα, τη μορφή συμφωνιών ή συμβάσεων μεταξύ της μεταβιβασθείσας μονάδας και του εν λόγω τρίτου οι οποίες να ορίζουν τις συγκεκριμένες και δεσμευτικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα παρέχεται πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής του τελευταίου.
71 Εν τέλει, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα των στοιχείων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 69 και 70 της παρούσας αποφάσεως και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την επίμαχη πράξη, ότι η μεταβιβασθείσα παραγωγική μονάδα διαθέτει επαρκή εχέγγυα που της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής τρίτων.
72 Υπό τις συνθήκες αυτές, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2001/23, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, εφαρμόζεται στη μεταβίβαση παραγωγικής μονάδας στην περίπτωση που, αφενός, ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνο να συνεχίσει ο διάδοχος την οικονομική δραστηριότητα που ασκούσε ο μεταβιβάζων, αλλά επίσης να παύσει μελλοντικά ο ίδιος ο διάδοχος να υφίσταται, τιθέμενος σε εκκαθάριση, και, αφετέρου, η επίμαχη μονάδα δεν είναι πλήρως αυτόνομη, επειδή δεν μπορεί να επιτύχει τον οικονομικό σκοπό της χωρίς την αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους, υπό την προϋπόθεση, τη συνδρομή της οποίας απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι, αφενός, τηρείται η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν επιτρέπει στον μεταβιβάζοντα και στον διάδοχο να επιχειρήσουν δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την οδηγία 2001/23 και ότι, αφετέρου, η επίμαχη παραγωγική μονάδα διαθέτει επαρκή εχέγγυα που της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.
Επί των δικαστικών εξόδων
73 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
Η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, και ιδίως το άρθρο της 1, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ και βʹ, εφαρμόζεται στη μεταβίβαση παραγωγικής μονάδας στην περίπτωση που, αφενός, ο μεταβιβάζων, ο διάδοχος ή και οι δύο από κοινού δεν έχουν ως προοπτική μόνο να συνεχίσει ο διάδοχος την οικονομική δραστηριότητα που ασκούσε ο μεταβιβάζων, αλλά επίσης να παύσει μελλοντικά ο ίδιος ο διάδοχος να υφίσταται, τιθέμενος σε εκκαθάριση, και, αφετέρου, η επίμαχη μονάδα δεν είναι πλήρως αυτόνομη, επειδή δεν μπορεί να επιτύχει τον οικονομικό σκοπό της χωρίς την αναζήτηση συντελεστών παραγωγής από τρίτους, υπό την προϋπόθεση, τη συνδρομή της οποίας απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι, αφενός, τηρείται η γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν επιτρέπει στον μεταβιβάζοντα και στον διάδοχο να επιχειρήσουν δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που θα μπορούσαν να αντλήσουν από την οδηγία 2001/23 και ότι, αφετέρου, η επίμαχη παραγωγική μονάδα διαθέτει επαρκή εχέγγυα που της διασφαλίζουν την πρόσβαση στους συντελεστές παραγωγής τρίτου προκειμένου να μην εξαρτάται από τις οικονομικές επιλογές στις οποίες ο τρίτος αυτός προβαίνει μονομερώς.
Πηγή: Taxheaven