ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 5ης Ιουνίου 2019 «Προδικαστική παραπομπή – Δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Οδηγία 2002/21/ΕΚ – Άρθρο 2, στοιχείο γʹ – Έννοια των “υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών” – Μετάδοση σημάτων – Φωνητική υπηρεσία μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου (VoIP) προς αριθμούς σταθερού ή κινητού τηλεφώνου – Υπηρεσία SkypeOut»
Στην υπόθεση C‑142/18,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών, Βέλγιο) με απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Φεβρουαρίου 2018, στο πλαίσιο της δίκης
Skype Communications Sàrl
κατά
Institut belge des services postaux et des télécommunications (IBPT),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους Μ. Βηλαρά (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe, D. Šváby, S. Rodin και N. Piçarra, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Skype Communications Sàrl, εκπροσωπούμενη από τον E. Valgaeren, advocaat, καθώς και από τις C. Evrard και D. Gillet, avocates,
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pochet καθώς και από τους P. Cottin και J.-C. Halleux, επικουρούμενους από τους S. Depré, P. Vernet και M. Lambert de Rouvroit, avocats,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον T. Henze και την S. Eisenberg,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman και P. Huurnink,
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον C.-R. Canţăr καθώς και από τις O.-C. Ichim και R.-I. Haţieganu,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις J. Hottiaux και L. Nicolae καθώς και από τον G. Braun,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) (ΕΕ 2002, L 108, σ. 33), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 37), (στο εξής: οδηγία-πλαίσιο).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Skype Communications Sàrl και του Institut belge des services postaux et des télécommunications [Βελγικού Οργανισμού Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και Τηλεπικοινωνιών] (IBPT) σχετικά με την απόφαση του τελευταίου να επιβάλει στη Skype Communications Sàrl διοικητικό πρόστιμο επειδή παρείχε υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών χωρίς προηγουμένως να έχει προβεί στην απαιτούμενη κοινοποίηση.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 10 της οδηγίας-πλαισίου έχει ως εξής:
«Ο ορισμός της “υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών” στο άρθρο 1 της οδηγίας 98/34/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Ιουνίου 1998, για την καθιέρωση μιας διαδικασίας πληροφόρησης στον τομέα των τεχνικών προτύπων και προδιαγραφών και των κανόνων σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας [(ΕΕ 1998, L 204, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998 (ΕΕ 1998, L 217, σ. 18)], καλύπτει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών δραστηριοτήτων που διεξάγονται επί γραμμής. Οι περισσότερες από αυτές τις δραστηριότητες δεν καλύπτονται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας επειδή δεν έγκεινται, εν όλω ή [κατά κύριο λόγο], στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών· οι υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας και ηλεκτρονικού ταχυδρομείου καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. H ίδια επιχείρηση, παραδείγματος χάριν ένας πάροχος υπηρεσίας Διαδικτύου, μπορεί να προσφέρει ταυτόχρονα μια υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως η πρόσβαση στο διαδίκτυο, και υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, όπως η παροχή περιεχομένου WEB.»
4 Το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας-πλαισίου προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
[...]
γ) “Υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών”: οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή [κατά κύριο λόγο], στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών μετάδοσης σε δίκτυα που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις, αλλά εξαιρουμένων των υπηρεσιών που παρέχουν περιεχόμενο μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου· δεν περιλαμβάνουν επίσης τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 της [οδηγίας 98/34], οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή [κατά κύριο λόγο], στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών».
5 Το άρθρο 8 της οδηγίας-πλαισίου, με τίτλο «Στόχοι πολιτικής και κανονιστικές αρχές», ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση των κανονιστικών καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και τις ειδικές οδηγίες, οι εθνικές κανονιστικές αρχές λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο που στοχεύει στην επίτευξη των στόχων των παραγράφων 2, 3 και 4. Τα εν λόγω μέτρα είναι ανάλογα προς τους στόχους αυτούς.
Εάν δεν προβλέπεται άλλως στο άρθρο 9 που αφορά τις ραδιοσυχνότητες, τα κράτη μέλη λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τους την επιθυμία για τεχνολογικώς ουδέτερους κανονισμούς και, κατά την άσκηση των κανονιστικών καθηκόντων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία και στις ειδικές οδηγίες, ιδίως όσων προβλέπονται για τη διασφάλιση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, εξασφαλίζουν ότι οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές πράττουν αναλόγως.
[...]
2. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές προάγουν τον ανταγωνισμό στην παροχή δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφών ευκολιών και υπηρεσιών, μεταξύ άλλων:
[...]
β) μεριμνώντας ώστε να μην υφίσταται στρέβλωση ούτε περιορισμός του ανταγωνισμού στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένης της διανομής περιεχομένου·
[...]
4. Οι εθνικές κανονιστικές αρχές προάγουν τα συμφέροντα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μεταξύ άλλων:
[...]
β) εξασφαλίζοντας υψηλού επιπέδου προστασία για τους καταναλωτές κατά τις συναλλαγές τους με τους προμηθευτές, ιδίως με την εξασφάλιση της διαθεσιμότητας απλών και μη δαπανηρών διαδικασιών επίλυσης διαφορών, τις οποίες διενεργεί όργανο ανεξάρτητο από τα ενδιαφερόμενα μέρη·
γ) συμβάλλοντας στην εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ιδιωτικής ζωής·
[...]».
Το βελγικό δίκαιο
6 Το άρθρο 2, σημείο 5°, του loi du 13 juin 2005 relative aux communications électroniques (νόμου της 13ης Ιουνίου 2005 περί ηλεκτρονικών επικοινωνιών) (Moniteur belge της 20ής Ιουνίου 2005, σ. 28070), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο για τη διαφορά της κύριας δίκης χρόνο (στο εξής: LCE), προβλέπει τα εξής:
«Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, νοούνται ως:
[...]
5° “υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών”: οι υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή κατά κύριο λόγο, στη μεταφορά, συμπεριλαμβανομένων των πράξεων μεταγωγής και δρομολόγησης, σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εξαιρουμένων (a) των υπηρεσιών που παρέχουν περιεχόμενο (μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών) ή που ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου, εξαιρουμένων (b) των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 2 του loi du 11 mars 2003 sur certains aspects juridiques des services de la société de l’information (νόμου της 11ης Μαρτίου 2003 σχετικά με ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας) [(Moniteur belge της 17ης Μαρτίου 2003, σ. 12962)], οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή κατά κύριο λόγο, στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και εξαιρουμένων (c) των υπηρεσιών ραδιοτηλεοπτικής μετάδοσης.»
7 Το άρθρο 9, παράγραφος 1, του LCE ορίζει τα εξής:
«Η παροχή ή μεταπώληση, ιδίω ονόματι και για ίδιο λογαριασμό, υπηρεσιών ή δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να αρχίσει, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 39, μόνον κατόπιν κοινοποίησης στον [IBPT] η οποία περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία:
1° την επωνυμία, τη διεύθυνση, τον αριθμό [φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ)] και εμπορικού μητρώου του παρόχου ή παρόμοιο αριθμό ταυτοποίησης ο οποίος ομαδοποιεί με νόμιμο τρόπο τα στοιχεία αυτά·
2° το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επικοινωνία με τον [IBPT]·
3° σύντομη και σαφή περιγραφή της υπηρεσίας ή του δικτύου του·
4° την ημερομηνία αναμενόμενης έναρξης των δραστηριοτήτων.
Η κοινοποίηση πραγματοποιείται με συστημένη επιστολή.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
8 Η εταιρία Skype Communications έχει εκδώσει λογισμικό επικοινωνίας, με την ονομασία Skype, το οποίο παρέχει στον χρήστη που το εγκαθιστά σε τερματικό, δηλαδή σε υπολογιστή, ταμπλέτα ή έξυπνο τηλέφωνο, τη δυνατότητα να κάνει χρήση υπηρεσίας φωνητικής τηλεφωνίας και τηλεδιάσκεψης, από συσκευή σε συσκευή. Η SkypeOut είναι λειτουργία προστιθέμενη στο λογισμικό Skype, η οποία παρέχει στον χρήστη της τη δυνατότητα να πραγματοποιεί τηλεφωνικές κλήσεις από τερματικό προς γραμμή σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας, χρησιμοποιώντας το Internet Protocol (IP) [πρωτόκολλο διαδικτύου (IP)] και, συγκεκριμένα, την τεχνολογία που είναι γνωστή ως «Voice over IP» (VoIP) [«φωνή μέσω IP» (VoIP)]. Η SkypeOut δεν παρέχει, αντιθέτως, τη δυνατότητα λήψης τηλεφωνικών κλήσεων προερχόμενων από χρήστες βελγικών αριθμών τηλεφώνου.
9 Η υπηρεσία που παρέχεται μέσω SkypeOut είναι υπηρεσία «παρεχόμενη επιπροσθέτως από πάροχο υπηρεσιών διαδικτύου» (γνωστή ως «επιφυής υπηρεσία»), δηλαδή υπηρεσία διαθέσιμη μέσω διαδικτύου χωρίς τη συμμετοχή παραδοσιακού φορέα εκμετάλλευσης επικοινωνιών.
10 Η υπηρεσία SkypeOut διατίθεται στους χρήστες με δύο επιλογές τιμολόγησης, συγκεκριμένα δε με την επιλογή της προπληρωμένης χρήσης ή την επιλογή διάφορων συνδρομών οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα πραγματοποίησης συγκεκριμένου όγκου τηλεφωνικών κλήσεων ανά μήνα έναντι περιοδικής χρέωσης.
11 Για τη χρήση της SkypeOut απαιτείται, από τεχνική άποψη, σύνδεση στο διαδίκτυο, παρεχόμενη από πάροχο υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο (στο εξής: ΠΥΠΔ), και η παρέμβαση παρόχων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών δεόντως αδειοδοτημένων για τη μετάδοση και τον τερματισμό κλήσεων προς το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο μεταγωγής (ΔΤΔΜ), με τους οποίους η Skype Communications έχει συνάψει συμφωνίες και οι οποίοι λαμβάνουν από την τελευταία, για την παρέμβασή τους, αμοιβή υπό μορφή τέλους τερματισμού [fixed termination rate (FTR) ή mobile termination rate (MTR)].
12 Με έγγραφα της 11ης Μαΐου και της 9ης Αυγούστου 2011, ο IBPT κάλεσε τη Skype Communications να του κοινοποιήσει τις υπηρεσίες της σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του LCE, επισυνάπτοντας το έντυπο κοινοποίησης.
13 Στις 24 Αυγούστου 2011, η Skype Communications απάντησε ότι δεν ασκεί καμία δραστηριότητα στο Βέλγιο και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν παρέχει υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως αυτές ορίζονται στην οδηγία‑πλαίσιο, καθόσον δεν μεταδίδει η ίδια σήματα. Ανέφερε εξάλλου ότι, για τη λειτουργία SkypeOut, προσφεύγει σε διεθνείς φορείς εκμετάλλευσης που μεταφέρουν οι ίδιοι τα σήματα.
14 Στις 14 Αυγούστου 2013, ο IBPT απηύθυνε νέο έγγραφο στη Skype Communications, επισημαίνοντάς της ότι δεν είχε συμμορφωθεί με την υποχρέωση κοινοποίησης όσον αφορά την υπηρεσία SkypeOut. Ο IBPT υποστήριξε ότι η SkypeOut αποτελεί μέρος «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών», κατά την έννοια του άρθρου 2, 5°, του LCE. Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός ότι χρησιμοποιείται σχέδιο αριθμοδότησης καταδεικνύει ότι πρόκειται για υπηρεσία η οποία υπερβαίνει τα όρια μιας διαδικτυακής εφαρμογής και η οποία δεν εμπίπτει στην εξαίρεση που αφορά το περιεχόμενο, όπως αυτή προβλέπεται στον ορισμό των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Αφετέρου, το γεγονός ότι η Skype Communications δεν διενεργεί τη μεταφορά σημάτων στα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν την εμποδίζει να προσφέρει πράγματι τέτοιες υπηρεσίες. Τέλος, η υπηρεσία SkypeOut απευθύνεται στους χρήστες που κατοικούν στη βελγική επικράτεια.
15 Στις 13 Δεκεμβρίου 2013, η Skype Communications αμφισβήτησε τη θέση του IBPT υποστηρίζοντας ότι δεν της έχουν διατεθεί αριθμοί από το βελγικό σχέδιο αριθμοδότησης. Το γεγονός ότι επικοινωνίες απολήγουν (τερματίζουν) σε αριθμούς που αποτελούν μέρος του εν λόγω βελγικού σχεδίου δεν μπορεί ευλόγως να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται τον χαρακτηρισμό της επίμαχης υπηρεσίας ως υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα σήμαινε ότι κάθε φορέας εκμεταλλεύσεως τηλεπικοινωνιών στον κόσμο, ακόμη και αν προσφεύγει σε τρίτο φορέα δεόντως αδειοδοτημένο για την απόληξη (τερματισμό) των κλήσεων σε αριθμούς του βελγικού σχεδίου αριθμοδότησης, θα υπαγόταν στο βελγικό καθεστώς κοινοποίησης των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
16 Στις 23 Δεκεμβρίου 2014, ο IBPT γνωστοποίησε στη Skype Communications τις αιτιάσεις του σχετικά με τη μη τήρηση του άρθρου 9, παράγραφος 1, του LCE και τα μέτρα που σκόπευε να λάβει.
17 Μετά από διάφορες ανταλλαγές εγγράφων και ακροάσεις, ο IBPT γνωστοποίησε, την 1η Ιουνίου 2016, στη Skype Communications την τελική του απόφαση, εκδοθείσα στις 30 Μαΐου 2016, με την οποία διαπίστωσε τη μη συμμόρφωση της Skype Communications με το άρθρο 9, παράγραφος 1, του LCE λόγω της παροχής υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών χωρίς να έχει γίνει η απαιτούμενη κοινοποίηση, την υποχρέωσε να θέσει τέρμα στην παράβαση εντός προθεσμίας ενός μήνα κατ’ ανώτατο όριο και της επέβαλε πρόστιμο ύψους 223 454 ευρώ, πληρωτέο εντός 60 ημερών.
18 Στις 29 Ιουλίου 2016, η Skype Communications άσκησε ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών, Βέλγιο) προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του IBPT της 30ής Μαΐου 2016, ζητώντας επίσης, μεταξύ άλλων, να κριθεί ότι η Skype-Out δεν είναι υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ότι, ως εκ τούτου, η Skype Communications δεν είναι πάροχος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Επικουρικώς, ζήτησε να υποβληθεί στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως.
19 Στις 9 Οκτωβρίου 2017, η Microsoft Ireland Operations, η οποία ανήκει, όπως και η Skype Communications, στον όμιλο Microsoft, κοινοποίησε στον IBPT, βάσει του άρθρου 9 του LCE, υπηρεσία με την ονομασία «PSTN Calling» («Κλήσεις ΔΤΔΜ»), η οποία παρέχει επίσης τη δυνατότητα πραγματοποίησης κλήσεων από υπολογιστή με σύνδεση στο διαδίκτυο προς αριθμούς του ΔΤΔΜ. Κατά τη Skype Communications, η υπηρεσία «PSTN Calling» παρουσιάζει σημαντικές τεχνικές διαφορές σε σχέση με τη SkypeOut, πράγμα το οποίο δικαιολογεί την κοινοποίησή της ως υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
20 Με την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι η Skype Communications, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της, προσφέρει υπηρεσία απευθυνόμενη στους κατοίκους του Βελγίου, οπότε υφίσταται πράγματι προσφορά της υπηρεσίας SkypeOut στο Βέλγιο. Επισημαίνει, επιπλέον, ότι οι διάδικοι της κύριας δίκης διαφωνούν ως προς το ζήτημα αν η υπηρεσία που παρέχεται μέσω SkypeOut συνίσταται, εν όλω ή κατά κύριο λόγο, στη μετάδοση σημάτων στα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τονίζει, συναφώς, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, με την απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, UPC DTH (C‑475/12, EU:C:2014:285, σκέψη 43), ότι «το γεγονός ότι η μεταφορά του σήματος λαμβάνει χώρα μέσω υποδομής που δεν ανήκει [στον αιτούντα] δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της φύσεως της υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, σημασία έχει, συναφώς, μόνον το γεγονός ότι [ο αιτών] είναι υπεύθυν[ος] έναντι των τελικών χρηστών για τη μετάδοση του σήματος που τους διασφαλίζει την παροχή της υπηρεσίας στην οποία είναι συνδρομητές».
21 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει ο ορισμός των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της [οδηγίας-πλαισίου], την έννοια ότι φωνητική υπηρεσία μέσω IP, παρεχόμενη με τη χρήση λογισμικού, η οποία τερματίζει σε δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο μεταγωγής σε αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου εθνικού σχεδίου αριθμοδοτήσεως (υπό μορφή E.164) πρέπει να χαρακτηριστεί ως υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, παρά το γεγονός ότι η υπηρεσία προσβάσεως στο διαδίκτυο μέσω της οποίας ο χρήστης αποκτά πρόσβαση στην εν λόγω φωνητική υπηρεσία μέσω IP συνιστά ήδη, αυτή καθεαυτήν, υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ενώ όμως ο πάροχος του λογισμικού προσφέρει την εν λόγω υπηρεσία έναντι αμοιβής και συνάπτει συμφωνίες με τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών που είναι δεόντως αδειοδοτημένοι για τη μετάδοση και τον τερματισμό των κλήσεων προς το δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο μεταγωγής, συμφωνίες οι οποίες καθιστούν εφικτό τον τερματισμό των κλήσεων σε αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου εθνικού σχεδίου αριθμοδοτήσεως;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παραμένει η απάντηση ίδια εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η λειτουργία του λογισμικού που παρέχει τη δυνατότητα φωνητικής κλήσεως δεν είναι παρά λειτουργία του εν λόγω λογισμικού, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς τη λειτουργία αυτή;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως [στο πρώτο και το δεύτερο ερώτημα], παραμένει η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ίδια εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο πάροχος της υπηρεσίας προβλέπει στους γενικούς όρους του ότι δεν αναλαμβάνει ευθύνη έναντι του τελικού πελάτη για τη μετάδοση των σημάτων;
4) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως [στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα], παραμένει η απάντηση στο πρώτο ερώτημα ίδια εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η παρεχόμενη υπηρεσία ανταποκρίνεται επίσης στον ορισμό της “υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών”;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
22 Με τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι η παροχή, από τον εκδότη λογισμικού, λειτουργίας με την οποία προσφέρεται υπηρεσία VoIP, παρέχουσα στον χρήστη τη δυνατότητα να πραγματοποιεί κλήσεις από τερματικό προς αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης μέσω του ΔΤΔΜ ενός κράτους μέλους, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών» κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφόσον για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, αφενός, αμείβεται ο εκδότης και, αφετέρου, απαιτείται ο τελευταίος να έχει συνάψει συμφωνίες με τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών που είναι δεόντως αδειοδοτημένοι για τη μετάδοση και τον τερματισμό κλήσεων προς το ΔΤΔΜ.
23 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν η επίμαχη υπηρεσία πρέπει να λάβει τον ως άνω χαρακτηρισμό παρά το γεγονός ότι, πρώτον, η υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο μέσω της οποίας ο χρήστης έχει πρόσβαση στην υπηρεσία VoIP συνιστά, αυτή καθεαυτήν, υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεύτερον, η εν λόγω υπηρεσία VoIP προσφέρεται μέσω πρόσθετης λειτουργίας λογισμικού το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς τη λειτουργία αυτή, τρίτον, ο πάροχος της υπηρεσίας προβλέπει στους γενικούς όρους του ότι δεν αναλαμβάνει έναντι του τελικού πελάτη την ευθύνη για τη μετάδοση των σημάτων και, τέταρτον, η παρεχόμενη υπηρεσία εμπίπτει επίσης στην έννοια της «υπηρεσίας της κοινωνίας των πληροφοριών».
24 Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η έννοια των «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών» ορίζεται, με θετική και αρνητική διατύπωση, στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας-πλαισίου και ότι ο ορισμός αυτός επαναλαμβάνεται, με παρόμοια διατύπωση, στο άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 2002/77/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με τον ανταγωνισμό στις αγορές δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ΕΕ 2002, L 249, σ. 21) (απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2013, UPC Nederland, C‑518/11, EU:C:2013:709, σκέψεις 36 και 37).
25 Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας-πλαισίου ορίζει, πρώτον, ως υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών τις «υπηρεσίες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής και των οποίων η παροχή συνίσταται, εν όλω ή [κατά κύριο λόγο], στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και των υπηρεσιών μετάδοσης σε δίκτυα που χρησιμοποιούνται για ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις».
26 Η ίδια αυτή διάταξη διευκρινίζει, δεύτερον, ότι στην έννοια των «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών» δεν εμπίπτουν, αφενός, οι «υπηρεσ[ίες] που παρέχουν περιεχόμενο μεταδιδόμενο με χρήση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που ασκούν έλεγχο επί του περιεχομένου» και δεν περιλαμβάνονται, αφετέρου, οι «υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 της [οδηγίας 98/34], οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή [κατά κύριο λόγο], στη μεταφορά σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών».
27 Η αιτιολογική σκέψη 5 της οδηγίας-πλαισίου αναφέρει συναφώς, μεταξύ άλλων, ότι η σύγκλιση στους κλάδους των τηλεπικοινωνιών, των μέσων επικοινωνίας και της τεχνολογίας των πληροφοριών σημαίνει ότι όλα τα δίκτυα και οι υπηρεσίες μετάδοσης θα πρέπει να διέπονται από ενιαίο κανονιστικό πλαίσιο και ότι, για την καθιέρωση του εν λόγω πλαισίου, είναι απαραίτητο να διαχωριστεί η ρύθμιση που αφορά τη μετάδοση από τη ρύθμιση που αφορά το περιεχόμενο.
28 Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, οι διάφορες οδηγίες οι οποίες συνθέτουν το νέο κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ιδίως η οδηγία-πλαίσιο και η οδηγία 2002/77, καθιερώνουν επομένως σαφή διάκριση μεταξύ της παραγωγής του περιεχομένου, η οποία συνεπάγεται συντακτική ευθύνη, και της διακίνησης του περιεχομένου, η οποία ουδόλως συνεπάγεται τέτοια ευθύνη, δεδομένου ότι το περιεχόμενο και η μετάδοσή του εμπίπτουν σε διαφορετικές ρυθμίσεις με διαφορετικούς σκοπούς (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2013, UPC Nederland, C‑518/11, EU:C:2013:709, σκέψη 41, και της 30ής Απριλίου 2014, UPC DTH, C‑475/12, EU:C:2014:285, σκέψη 36).
29 Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, για να εμπίπτει μια υπηρεσία στην έννοια των «υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών», πρέπει να περιλαμβάνει τη μετάδοση σημάτων, ενώ το γεγονός ότι η μετάδοση του σήματος γίνεται μέσω υποδομής που δεν ανήκει στον πάροχο υπηρεσιών δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της φύσης της υπηρεσίας, διότι σημασία έχει, συναφώς, μόνον το γεγονός ότι ο πάροχος αυτός είναι υπεύθυνος έναντι των τελικών χρηστών για τη μετάδοση του σήματος που τους διασφαλίζει την παροχή της υπηρεσίας στην οποία είναι συνδρομητές (απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, UPC DTH, C‑475/12, EU:C:2014:285, σκέψη 43).
30 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής καθώς και από τις γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι η Skype Communications, εκδότρια του λογισμικού Skype, παρέχει τη δυνατότητα χρήσης μιας λειτουργίας προστιθέμενης στο εν λόγω λογισμικό (SkypeOut), με την οποία ο χρήστης μπορεί να καλέσει, από τερματικό συνδεδεμένο στο διαδίκτυο όπως υπολογιστή, έξυπνο τηλέφωνο ή ταμπλέτα, αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου στο ΔΤΔΜ χρησιμοποιώντας το IP και, συγκεκριμένα, την τεχνολογία VoIP.
31 Δεν αμφισβητείται ότι η Skype Communications παρέχει την υπηρεσία VoIP στο Βέλγιο και ότι λαμβάνει αμοιβή από τους χρήστες της, καθώς, για τη χρήση της SkypeOut, απαιτείται είτε προπληρωμή είτε συνδρομή.
32 Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι για τη χρήση της SkypeOut απαιτείται η παρέμβαση παρόχων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, αδειοδοτημένων για τη μετάδοση και τον τερματισμό κλήσεων στους αριθμούς σταθερών ή κινητών τηλεφώνων μέσω του ΔΤΔΜ, και ότι η Skype Communications συνάπτει, προς τούτο, συμφωνίες με τους παρόχους αυτούς, στους οποίους καταβάλλει αμοιβή υπό μορφή τελών τερματισμού κλήσεων σταθερής [fixed termination rate (FTR)] ή κινητής [mobile termination rate (MTR)] τηλεφωνίας.
33 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, αφενός, η λειτουργία SkypeOut συνίσταται κυρίως στη μετάδοση των φωνητικών σημάτων, τα οποία εκπέμπονται από τον καλούντα χρήστη με προορισμό τον καλούμενο χρήστη, στα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δηλαδή αρχικά στο διαδίκτυο και ακολούθως στο ΔΤΔΜ, και ότι, αφετέρου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Skype Communications αναλαμβάνει την ευθύνη έναντι των χρηστών της λειτουργίας SkypeOut, οι οποίοι είναι συνδρομητές στην εν λόγω υπηρεσία ή έχουν προπληρώσει τη χρήση της, για τη μετάδοση των φωνητικών σημάτων στο ΔΤΔΜ, κατά την έννοια της απόφασης της 30ής Απριλίου 2014, UPC DTH (C‑475/12, EU:C:2014:285, σκέψη 43).
34 Συγκεκριμένα, μολονότι αληθεύει ότι, από τεχνική άποψη, οι πραγματοποιούμενες μέσω της SkypeOut φωνητικές κλήσεις δρομολογούνται ουσιαστικά, αρχικώς, από τους ΠΥΠΔ στο διαδίκτυο, σε ένα πρώτο τμήμα που εκτείνεται από τη διαδικτυακή σύνδεση του καλούντος χρήστη έως την πύλη διασύνδεσης (Gateway) μεταξύ διαδικτύου και ΔΤΔΜ, και, εν συνεχεία, από τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών στο ΔΤΔΜ, σε ένα δεύτερο τμήμα που εκτείνεται από την εν λόγω πύλη διασύνδεσης έως το κινητό ή σταθερό σημείο σύνδεσης του καλούμενου χρήστη, εντούτοις η μετάδοση αυτή πραγματοποιείται βάσει των συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Skype Communications και των εν λόγω παρόχων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς τη σύναψη τέτοιων συμφωνιών.
35 Όπως υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, η Βελγική, η Γερμανική, η Ολλανδική και η Ρουμανική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Skype Communications είναι εκείνη η οποία, μέσω της σύναψης συμφωνιών διασύνδεσης με τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών στο ΔΤΔΜ, καθιστά τεχνικώς δυνατή τη μετάδοση σημάτων από το διαδίκτυο προς το ΔΤΔΜ και εγγυάται, εν τέλει, στους πελάτες και συνδρομητές της την παροχή της υπηρεσίας VoIP την οποία προσφέρει μέσω της λειτουργίας SkypeOut του λογισμικού Skype.
36 Τα διάφορα στοιχεία που αναφέρει το αιτούν δικαστήριο με τα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον χαρακτηρισμό της λειτουργίας SkypeOut ως «υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών», κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας-πλαισίου.
37 Συγκεκριμένα, πρώτον, το γεγονός ότι ο χρήστης της λειτουργίας SkypeOut έχει πρόσβαση στην υπηρεσία VoIP χρησιμοποιώντας υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο η οποία παρέχεται από έναν ΠΥΠΔ και η οποία συνιστά, αυτή καθεαυτήν, υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών δεν σημαίνει ότι η ίδια η υπηρεσία VoIP δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, αυτή καθεαυτήν, ως «υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών».
38 Όπως επισήμαναν το αιτούν δικαστήριο, η Βελγική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, για την υπηρεσία VoIP απαιτούνται, ειδικότερα, δύο διακριτές υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκ των οποίων η πρώτη συνίσταται στη μεταφορά των φωνητικών σημάτων του καλούντος χρήστη έως την πύλη διασύνδεσης (Gateway) μεταξύ διαδικτύου και ΔΤΔΜ, αποτελεί δε ευθύνη του ΠΥΠΔ του καλούντος χρήστη, και η δεύτερη συνίσταται στη μεταφορά των εν λόγω σημάτων στο ΔΤΔΜ έως το σταθερό ή κινητό σημείο τερματισμού, αποτελεί δε κοινή ευθύνη των παρόχων υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών των καλούμενων προσώπων και της Skype Communications, βάσει των μεταξύ τους συμβάσεων.
39 Ως προς το τελευταίο αυτό ζήτημα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μολονότι, όπως επισήμανε η Βελγική Κυβέρνηση, οι υπηρεσίες που παρέχονται από τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών και εξασφαλίζουν τον τερματισμό των κλήσεων κινητής ή σταθερής τηλεφωνίας στο ΔΤΔΜ αποτελούν υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εντούτοις οι πάροχοι αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν υπεύθυνοι για τη μετάδοση των φωνητικών σημάτων έναντι των χρηστών της λειτουργίας SkypeOut, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου, στο μέτρο που οι εν λόγω πάροχοι δεν συνδέονται συμβατικώς με τους χρήστες αυτούς.
40 Συνεπώς, μολονότι οι πάροχοι αυτοί υπέχουν συμβατική ευθύνη έναντι της Skype Communications για τη μεταφορά των εκπεμπόμενων μέσω της SkypeOut φωνητικών σημάτων στο ΔΤΔΜ, η Skype Communications είναι, αντιθέτως, εκείνη που φέρει την ευθύνη για την υπηρεσία VoIP την οποία παρέχει, έναντι αμοιβής, στους πελάτες και συνδρομητές της.
41 Δεύτερον, το γεγονός ότι η SkypeOut αποτελεί απλώς λειτουργία του λογισμικού Skype, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς την εν λόγω λειτουργία, δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της παρεχόμενης από τη Skype Communications υπηρεσίας VoIP ως υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
42 Βεβαίως, όπως υποστηρίζει η Skype Communications, το λογισμικό Skype παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών, οι οποίες δεν αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, ιδίως δε, αφενός, μια υπηρεσία που παρέχει στους χρήστες της τη δυνατότητα πραγματοποίησης δωρεάν κλήσεων ήχου και/ή βίντεο μεταξύ τερματικών εξοπλισμών συνδεδεμένων στο διαδίκτυο και, αφετέρου, μια σειρά υπηρεσιών όπως, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες κοινής χρήσης οθόνης, άμεσης ανταλλαγής μηνυμάτων κειμένου, κοινής χρήσης αρχείων ή ταυτόχρονης μετάφρασης, οι οποίες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών» καθώς δεν συνίστανται, εν όλω ή κατά κύριο λόγο, στη μετάδοση σημάτων.
43 Ωστόσο, μολονότι η εγκατάσταση της λειτουργίας SkypeOut σε ένα τερματικό προϋποθέτει την προηγούμενη εγκατάσταση του λογισμικού Skype, γεγονός παραμένει ότι, όπως επισήμαναν μεταξύ άλλων η Βελγική, η Γερμανική, η Ολλανδική και η Ρουμανική Κυβέρνηση, οι υπηρεσίες που παρέχονται από το ίδιο το λογισμικό Skype και εκείνες που παρέχονται από τη λειτουργία SkypeOut του λογισμικού αυτού είναι σαφώς διακριτές ως προς το αντικείμενό τους και λειτουργούν διατηρώντας πλήρη αυτονομία.
44 Τρίτον, το γεγονός ότι η Skype Communications αναφέρει, στους γενικούς όρους της, ότι δεν αναλαμβάνει, έναντι των χρηστών της λειτουργίας SkypeOut του λογισμικού Skype, την ευθύνη για τη μετάδοση των σημάτων δεν μπορεί να ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της υπηρεσίας VoIP, η οποία παρέχεται με τη SkypeOut, ως «υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών».
45 Πράγματι, εάν γινόταν δεκτό ότι ο πάροχος υπηρεσίας χαρακτηριζόμενης ουσιαστικά ως «υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών» μπορεί να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας-πλαισίου ενσωματώνοντας, στους γενικούς όρους του, ρήτρα απαλλαγής από κάθε ευθύνη, θα καθίστατο παντελώς άνευ περιεχομένου το νέο κανονιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, σκοπός του οποίου είναι η δημιουργία μιας πραγματικής εσωτερικής αγοράς ηλεκτρονικών επικοινωνιών, στο πλαίσιο της οποίας οι επικοινωνίες αυτές θα πρέπει τελικώς να διέπονται μόνον από το δίκαιο του ανταγωνισμού (πρβλ. αποφάσεις της 7ης Νοεμβρίου 2013, UPC Nederland, C‑518/11, EU:C:2013:709, σκέψη 45, και της 30ής Απριλίου 2014, UPC DTH, C‑475/12, EU:C:2014:285, σκέψη 44).
46 Τέλος, τέταρτον, το γεγονός ότι η υπηρεσία VoIP που παρέχεται από τη SkypeOut αποτελεί επίσης «υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών», κατά την έννοια της οδηγίας 98/34, ουδόλως συνεπάγεται ότι η εν λόγω υπηρεσία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών».
47 Συγκεκριμένα, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας-πλαισίου, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 10, προκύπτει ότι από τον ορισμό των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών εξαιρούνται μόνον οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 98/34, οι οποίες δεν συνίστανται, εν όλω ή κατά κύριο λόγο, στη μετάδοση σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
48 Επομένως, όπως επισήμαναν η Βελγική, η Γερμανική, η Ολλανδική και η Ρουμανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, μια «υπηρεσία της κοινωνίας των πληροφοριών», κατά την έννοια της οδηγίας 98/34, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας-πλαισίου εφόσον συνίσταται, εν όλω ή κατά κύριο λόγο, στη μετάδοση σημάτων σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
49 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι η παροχή, από τον εκδότη λογισμικού, λειτουργίας με την οποία προσφέρεται υπηρεσία VoIP, παρέχουσα στον χρήστη τη δυνατότητα να πραγματοποιεί κλήσεις από τερματικό προς αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης μέσω του ΔΤΔΜ ενός κράτους μέλους, αποτελεί «υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφόσον για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, αφενός, αμείβεται ο εκδότης και, αφετέρου, απαιτείται ο τελευταίος να έχει συνάψει συμφωνίες με τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών που είναι δεόντως αδειοδοτημένοι για τη μετάδοση και τον τερματισμό κλήσεων προς το ΔΤΔΜ.
Επί των δικαστικών εξόδων
50 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
Το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, έχει την έννοια ότι η παροχή, από τον εκδότη λογισμικού, λειτουργίας με την οποία προσφέρεται υπηρεσία «Voice over Internet Protocol» (VoIP) [φωνή μέσω πρωτοκόλλου διαδικτύου (VoIP)], παρέχουσα στον χρήστη τη δυνατότητα να πραγματοποιεί κλήσεις από τερματικό προς αριθμό σταθερού ή κινητού τηλεφώνου εθνικού σχεδίου αριθμοδότησης μέσω του δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου μεταγωγής (ΔΤΔΜ) ενός κράτους μέλους, αποτελεί «υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών», κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφόσον για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, αφενός, αμείβεται ο εκδότης και, αφετέρου, απαιτείται ο τελευταίος να έχει συνάψει συμφωνίες με τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών που είναι δεόντως αδειοδοτημένοι για τη μετάδοση και τον τερματισμό κλήσεων προς το ΔΤΔΜ.
Πηγή: Taxheaven