Απόφαση 573 / 2018 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τον συνδυασμό των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 23 του ν.2190/1920, της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ν. 2190/1920 και της παραγράφου 2 του άρθρου 19 του ν. 2190/1920, προκύπτει ότι ο διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας,
ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτής, συνδέεται με το νομικό
πρόσωπο της εταιρείας με σχέση εντολής.
Αν όμως, για τις
υπηρεσίες που προσφέρει, λαμβάνει αμοιβή, η σχέση του χαρακτηρίζεται ως
μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού, λόγω της ιδιότητάς του, ασκεί
εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία,
είναι όργανο της ανώνυμης εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που
διέπει το διοικητικό συμβούλιο.
Τα ανωτέρω δεν
αναιρούνται από την παροχή γενικών οδηγιών και κατευθύνσεων προς το
διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας ως προς την πορεία της
επιχείρησης από τη γενική συνέλευση των μετόχων, που κατά το άρθρο 33
του κ.ν. 2190/1920 αποτελεί το ανώτατο όργανο της εταιρείας ή από την
αξιουμένη από την τελευταία ενημέρωση εκ μέρους του διοικητικού
συμβουλίου, ενόψει και της ρύθμισης του άρθρου 35 του ιδίου νόμου για τη
λήψη απόφασης περί απαλλαγής του Δ.Σ. και των ελεγκτών από την ευθύνη
τους για αποζημίωση της εταιρείας. Η σχέση αυτή, είτε ως εντολή, είτε ως
μίσθωση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με
καταγγελία (άρθρα 669, 672 ΑΚ) και δεν έχουν επ' αυτής εφαρμογή οι
ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ΑΠ 465/2013, ΑΠ 544/2010, ΑΠ
87/2009, ΑΠ 45/1997).
Ειδικότερα, από το
συνδυασμό της κατά τον κρίσιμο χρόνο ισχύουσας διάταξης του άρθρου 19
παρ.2 του κ.ν. 2190/1920, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του ν. 2339/1995 που ορίζει ότι οι σύμβουλοι, μέτοχοι ή μη μέτοχοι είναι
πάντοτε επανεκλέξιμοι και ελεύθερα ανακλητοί (σε αντιστοιχία με εκείνη
του μεταγενέστερα καταργηθέντος άρθρου 31 του ΕμπΝ) και του άρθρου 33
του ιδίου κ.ν 2190/1920, που ορίζει ότι η γενική συνέλευση των μετόχων
είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζει για
κάθε εταιρική υπόθεση, προκύπτει,
α) ότι η γενική συνέλευση δικαιούται οποτεδήποτε και χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος (ad nutum) να ανακαλεί ελευθέρως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, η ανάκληση δε αυτή, και αν ακόμη δεν δηλωθεί ρητώς στη σχετική απόφαση, δύναται να συνάγεται και σιωπηρώς από το διορισμό νέου διοικητικού συμβουλίου που συντελείται πριν από τη λήξη του παλαιού,
β) ότι το δικαίωμα της γενικής συνελεύσεως να ανακαλεί ελευθέρως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν υπόκειται σε περιορισμούς είτε αυτοί καθιερώνονται ευθέως, είτε εμμέσως με τη μορφή επιζήμιων συνεπειών σε περίπτωση άσκησής του, και αν ακόμη έχουν συμφωνηθεί, και
γ) ότι η ανάκληση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, που γίνεται από τη γενική συνέλευση συνεπάγεται πάντοτε και τη λήξη της υποκείμενης σχέσης, ακόμη και αν έχει καταρτισθεί για ορισμένο χρόνο, διότι το δικαίωμα της ανάκλησης των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας ασκείται ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της συνδέουσας τα ως άνω μέλη με το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας σχέσης (ΑΠ 1606/2011). Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι κατ' άλλη ισχυρώς υποστηριζόμενη άποψη, η ανάκληση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, που γίνεται από τη γενική συνέλευση δεν επιφέρει τη λήξη και της υποκείμενης σχέσης (σύμβασης εντολής ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών), για την οποία απαιτείται καταγγελία της τελευταίας.
α) ότι η γενική συνέλευση δικαιούται οποτεδήποτε και χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος (ad nutum) να ανακαλεί ελευθέρως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, η ανάκληση δε αυτή, και αν ακόμη δεν δηλωθεί ρητώς στη σχετική απόφαση, δύναται να συνάγεται και σιωπηρώς από το διορισμό νέου διοικητικού συμβουλίου που συντελείται πριν από τη λήξη του παλαιού,
β) ότι το δικαίωμα της γενικής συνελεύσεως να ανακαλεί ελευθέρως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν υπόκειται σε περιορισμούς είτε αυτοί καθιερώνονται ευθέως, είτε εμμέσως με τη μορφή επιζήμιων συνεπειών σε περίπτωση άσκησής του, και αν ακόμη έχουν συμφωνηθεί, και
γ) ότι η ανάκληση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, που γίνεται από τη γενική συνέλευση συνεπάγεται πάντοτε και τη λήξη της υποκείμενης σχέσης, ακόμη και αν έχει καταρτισθεί για ορισμένο χρόνο, διότι το δικαίωμα της ανάκλησης των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας ασκείται ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της συνδέουσας τα ως άνω μέλη με το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας σχέσης (ΑΠ 1606/2011). Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι κατ' άλλη ισχυρώς υποστηριζόμενη άποψη, η ανάκληση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, που γίνεται από τη γενική συνέλευση δεν επιφέρει τη λήξη και της υποκείμενης σχέσης (σύμβασης εντολής ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών), για την οποία απαιτείται καταγγελία της τελευταίας.
Συνεπώς
[υπό την κρατούσα πρώτη εκδοχή] στην περίπτωση που μετά την
αντικατάσταση του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας
με απόφαση της γενικής συνέλευσης επακολουθήσει καταγγελία της
συνδέουσας το μέλος αυτό με την εταιρεία υποκειμένης σχέσης, η
καταγγελία φέρει απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα, αφού η υποκειμένη σχέση
έχει ήδη λήξει. Κατά συνέπεια η καταγγελία αυτή δεν σημαίνει κατά λογική
ακολουθία την ύπαρξη και άλλης παράλληλης έννομης σχέσης μεταξύ του
μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και της
τελευταίας, όπως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, εάν κατά την περί τούτου
αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπήρξε στην
συγκεκριμένη περίπτωση άλλη σχέση, παρά μόνο η συνδέουσα το μέλος αυτό
με την ανώνυμη εταιρεία σύμβαση εντολής ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
Δεν
αποκλείεται όμως ο διευθύνων σύμβουλος, σε εκτέλεση σύμβασης (που έχει
εγκριθεί από τη γενική συνέλευση), να παρέχει, παράλληλα προς τα
καθήκοντα που έχει από τον νόμο ή το καταστατικό της εταιρείας ως μέλος
του Δ.Σ. αυτής, και υπηρεσίες με αμοιβή, τακτικώς προσδιορισμένη με
εργασιακή σύμβαση, οπότε, αν η τελευταία προϋπήρχε του διορισμού του ως
διευθύνοντος συμβούλου δεν απαιτείται έγκριση της συναφθείσας εργασιακής
σύμβασης με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.
Ο
χαρακτηρισμός δε της σύμβασης αυτής, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή
ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εξαρτάται, πέραν από την καταβαλλόμενη αμοιβή,
από το αν ο διευθύνων σύμβουλος [για τα καθήκοντα δηλαδή που ασκεί πέραν
από τα συνηθισμένα και από το νόμο ή το καταστατικό καθορισμένα
καθήκοντα του διευθύνοντος συμβούλου], υποβάλλεται ή όχι σε νομική
εξάρτηση από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας (εργοδότη), αν δηλαδή αυτά
έχουν δικαίωμα να ασκούν έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, το χρόνο
και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να παρέχουν δεσμευτικές γι`
αυτόν (διευθύνοντα σύμβουλο), εντολές και οδηγίες για την επιμελή
εκτέλεση τούτων, οπότε πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ
465/2013, ΑΠ 544/2010, ΑΠ 87/2009, ΑΠ 45/1997).
Εξ
άλλου για τον ορθό χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως σύμβασης εργασίας ή
έργου ή εντολής ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί κατ`
εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, όπως
οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.3 και 87 παρ.2 του
Συντάγματος, ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτέλεσης
της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη (για την ερμηνεία των δικαιοπρακτικών
δηλώσεων) η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 173 και 200
ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δηλώσεως αναζητείται η
αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ επίσης δεν ασκεί επιρροή
ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται σε αυτήν από τους συμβαλλομένους
(ΑΠ 171/2016, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 2242/2013). Τέλος η σύμβαση εξαρτημένης
εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με
νεώτερη αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, στο πλαίσιο της αρχής
της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθ. 361 του ΑΚ). Η συμφωνία αυτή, για
την οποία δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου, μπορεί να είναι ρητή ή
σιωπηρά. Δεν αποκλείεται όμως και η στο πλαίσιο της αρχής της
ελευθερίας των συμβάσεων τροποποίηση ή μεταβολή ουσιωδών όρων της
σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, με κοινή συμφωνία των μερών, ρητή ή
σιωπηρά, για την οποία δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου (άρθ. 361
σε συνδ. με άρθ. 164 του ΑΚ εξ αντιδ.), η οποία επάγεται την μεταβολή
της φύσης της σύμβασης εργασίας σε εκείνη της σύμβασης ανεξαρτήτων
υπηρεσιών. Τοιαύτη σιωπηρά συμφωνία μπορεί να συναχθεί και από τις
περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν στο πλαίσιο μεταβολής του αντικειμένου
της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη, ο μισθωτός παύει πλέον
να παρέχει τις μέχρι τότε υπηρεσίες του σε αυτόν με σχέση εξαρτημένης
εργασίας και αναλαμβάνει άλλα καθήκοντα στο πλαίσιο της νέας
επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη με άλλους όρους και με βάση
άλλη έννομη σχέση κατά τη συμφωνία των μερών.
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 12 Δεκεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Μ. Χ. του Π., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Ιωάννη Νεραντζή και Αναστάσιο Αθανασίου, που δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόδωρο Ζευκιλή, που ανακάλεσε την από 11/12/2017 με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., παραστάθηκε αυτοπροσώπως και κατέθεσε προτάσεις.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 5.9.2016 και με αριθ. κατάθ. …/7.9.2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η με αριθ. 1430/19.4.2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατόπιν άσκησης της από 10.7.2014 και με αριθ. κατάθ. …/11.7.2014 έφεσης του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών με αριθ. 1210/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την προσβαλλομένη απόφαση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου έγινε τυπικά δεκτή και απορρίφθηκε κατ' ουσία η ανωτέρω έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της προαναφερθείσας οριστικής απόφασης του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, η από 28.3.2011 και με αριθ. κατάθ. .../29.3.2011 αγωγή αυτού κατά της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564 παρ.3, 566 παρ.1 και 144 του ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής (άρθ. 577 παρ.3 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, ενώ ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη.
Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές.
Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του, ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη.
Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια.
Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο.
Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 2242/2013, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 666/2009).
Σημειώνεται ότι δεν αποτελούν αποφασιστικά κριτήρια υπέρ του χαρακτηρισμού της απασχόλησης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής της αμοιβής του απασχολουμένου, η ασφάλιση αυτού στο ΙΚΑ, η χορήγηση σε αυτόν βεβαιώσεων μισθωτών υπηρεσιών, η μη ασφάλισή του σε Ταμείο Ασφάλισης ελευθέρων επαγγελματιών.
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 23α παρ. 2 και 24 παρ. 3 του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιρειών" (β.δ. 174/1963), 31 Εμπ. Νόμου [όπως η τελευταία ίσχυε πριν την κατάργησή της με το άρθρο 80 παρ.13 του Ν. 3604/2007, με τον οποίο (νόμο) αντικαταστάθηκαν και συμπληρώθηκαν διατάξεις του κ.ν. 2190/1920] και ήδη 19 παρ.2 του κ.ν 2190/1920, όπως η παρ.2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ.1 του Ν.2339/1995 (ΦΕΚ Α 204), 713, 648, 652 ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, προκύπτει ότι ο διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας, ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου αυτής, συνδέεται με το νομικό πρόσωπο της εταιρείας με σχέση εντολής.
Αν όμως, για τις υπηρεσίες που προσφέρει, λαμβάνει αμοιβή, η σχέση του χαρακτηρίζεται ως μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αφού, λόγω της ιδιότητάς του, ασκεί εξουσία διοικητική και διαχειριστική με δική του ευθύνη και πρωτοβουλία, είναι όργανο της ανώνυμης εταιρείας και υποβάλλεται στο καθεστώς που διέπει το διοικητικό συμβούλιο.
Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από την παροχή γενικών οδηγιών και κατευθύνσεων προς το διοικητικό συμβούλιο ανώνυμης εταιρείας ως προς την πορεία της επιχείρησης από τη γενική συνέλευση των μετόχων, που κατά το άρθρο 33 του κ.ν. 2190/1920 αποτελεί το ανώτατο όργανο της εταιρείας ή από την αξιουμένη από την τελευταία ενημέρωση εκ μέρους του διοικητικού συμβουλίου, ενόψει και της ρύθμισης του άρθρου 35 του ιδίου νόμου για τη λήψη απόφασης περί απαλλαγής του Δ.Σ. και των ελεγκτών από την ευθύνη τους για αποζημίωση της εταιρείας. Η σχέση αυτή, είτε ως εντολή, είτε ως μίσθωση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με καταγγελία (άρθρα 669, 672 ΑΚ) και δεν έχουν επ' αυτής εφαρμογή οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (ΑΠ 465/2013, ΑΠ 544/2010, ΑΠ 87/2009, ΑΠ 45/1997).
Ειδικότερα, από το συνδυασμό της κατά τον κρίσιμο χρόνο ισχύουσας διάταξης του άρθρου 19 παρ.2 του κ.ν. 2190/1920, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 παρ. 1 Ν. 2339/1995 που ορίζει ότι οι σύμβουλοι, μέτοχοι ή μη μέτοχοι είναι πάντοτε επανεκλέξιμοι και ελεύθερα ανακλητοί (σε αντιστοιχία με εκείνη του μεταγενέστερα καταργηθέντος άρθρου 31 του ΕμπΝ) και του άρθρου 33 του ιδίου κ.ν 2190/1920,που ορίζει ότι η γενική συνέλευση των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, προκύπτει, α) ότι η γενική συνέλευση δικαιούται οποτεδήποτε και χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος (ad nutum) να ανακαλεί ελευθέρως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, η ανάκληση δε αυτή, και αν ακόμη δεν δηλωθεί ρητώς στη σχετική απόφαση, δύναται να συνάγεται και σιωπηρώς από το διορισμό νέου διοικητικού συμβουλίου που συντελείται πριν από τη λήξη του παλαιού, β) ότι το δικαίωμα της γενικής συνελεύσεως να ανακαλεί ελευθέρως τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν υπόκειται σε περιορισμούς είτε αυτοί καθιερώνονται ευθέως, είτε εμμέσως με τη μορφή επιζήμιων συνεπειών σε περίπτωση άσκησής του, και αν ακόμη έχουν συμφωνηθεί, και γ) ότι η ανάκληση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, που γίνεται από τη γενική συνέλευση συνεπάγεται πάντοτε και τη λήξη της υποκείμενης σχέσης, ακόμη και αν έχει καταρτισθεί για ορισμένο χρόνο, διότι το δικαίωμα της ανάκλησης των μελών του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας ασκείται ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού της συνδέουσας τα ως άνω μέλη με το νομικό πρόσωπο της ανώνυμης εταιρείας σχέσης (ΑΠ 1606/2011). Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι κατ' άλλη ισχυρώς υποστηριζόμενη άποψη, η ανάκληση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας, που γίνεται από τη γενική συνέλευση δεν επιφέρει τη λήξη και της υποκείμενης σχέσης (σύμβασης εντολής ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών), για την οποία απαιτείται καταγγελία της τελευταίας.
Συνεπώς [υπό την κρατούσα πρώτη εκδοχή] στην περίπτωση που μετά την αντικατάσταση του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας με απόφαση της γενικής συνέλευσης επακολουθήσει καταγγελία της συνδέουσας το μέλος αυτό με την εταιρεία υποκειμένης σχέσης, η καταγγελία φέρει απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα, αφού η υποκειμένη σχέση έχει ήδη λήξει. Κατά συνέπεια η καταγγελία αυτή δεν σημαίνει κατά λογική ακολουθία την ύπαρξη και άλλης παράλληλης έννομης σχέσης μεταξύ του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και της τελευταίας, όπως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, εάν κατά την περί τούτου αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπήρξε στην συγκεκριμένη περίπτωση άλλη σχέση, παρά μόνο η συνδέουσα το μέλος αυτό με την ανώνυμη εταιρεία σύμβαση εντολής ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών.
Δεν αποκλείεται όμως ο διευθύνων σύμβουλος, σε εκτέλεση σύμβασης (που έχει εγκριθεί από τη γενική συνέλευση), να παρέχει, παράλληλα προς τα καθήκοντα που έχει από τον νόμο ή το καταστατικό της εταιρείας ως μέλος του Δ.Σ. αυτής, και υπηρεσίες με αμοιβή, τακτικώς προσδιορισμένη με εργασιακή σύμβαση, οπότε, αν η τελευταία προϋπήρχε του διορισμού του ως διευθύνοντος συμβούλου δεν απαιτείται έγκριση της συναφθείσας εργασιακής σύμβασης με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης.
Ο χαρακτηρισμός δε της σύμβασης αυτής, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, εξαρτάται, πέραν από την καταβαλλόμενη αμοιβή, από το αν ο διευθύνων σύμβουλος [για τα καθήκοντα δηλαδή που ασκεί πέραν από τα συνηθισμένα και από το νόμο ή το καταστατικό καθορισμένα καθήκοντα του διευθύνοντος συμβούλου], υποβάλλεται ή όχι σε νομική εξάρτηση από τα αρμόδια όργανα της εταιρείας (εργοδότη), αν δηλαδή αυτά έχουν δικαίωμα να ασκούν έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του και να παρέχουν δεσμευτικές γι` αυτόν (διευθύνοντα σύμβουλο), εντολές και οδηγίες για την επιμελή εκτέλεση τούτων, οπότε πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (ΑΠ 465/2013, ΑΠ 544/2010, ΑΠ 87/2009, ΑΠ 45/1997).
Εξ άλλου για τον ορθό χαρακτηρισμό μιας σύμβασης ως σύμβασης εργασίας ή έργου ή εντολής ή σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ.3 και 87 παρ.2 του Συντάγματος, ερευνώνται οι όροι και οι πραγματικές συνθήκες εκτέλεσης της εργασίας, αφού ληφθεί υπόψη (για την ερμηνεία των δικαιοπρακτικών δηλώσεων) η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα οποία κατά την ερμηνεία της δηλώσεως αναζητείται η αληθής βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, ενώ επίσης δεν ασκεί επιρροή ο νομικός χαρακτηρισμός που δίνεται σε αυτήν από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 171/2016, ΑΠ 465/2013, ΑΠ 2242/2013). Τέλος η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε με νεώτερη αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων μερών, στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθ. 361 του ΑΚ). Η συμφωνία αυτή, για την οποία δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου, μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρά. Δεν αποκλείεται όμως και η στο πλαίσιο της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων τροποποίηση ή μεταβολή ουσιωδών όρων της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, με κοινή συμφωνία των μερών, ρητή ή σιωπηρά, για την οποία δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου (άρθ. 361 σε συνδ. με άρθ. 164 του ΑΚ εξ αντιδ.), η οποία επάγεται την μεταβολή της φύσης της σύμβασης εργασίας σε εκείνη της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών. Τοιαύτη σιωπηρά συμφωνία μπορεί να συναχθεί και από τις περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν στο πλαίσιο μεταβολής του αντικειμένου της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη, ο μισθωτός παύει πλέον να παρέχει τις μέχρι τότε υπηρεσίες του σε αυτόν με σχέση εξαρτημένης εργασίας και αναλαμβάνει άλλα καθήκοντα στο πλαίσιο της νέας επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη με άλλους όρους και με βάση άλλη έννομη σχέση κατά τη συμφωνία των μερών.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 130/2016, ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Εξ άλλου, λόγος αναίρεσης που ερείδεται σε εσφαλμένη (ή αναληθή) προϋπόθεση, περίπτωση η οποία συντρέχει όταν με αυτόν υποστηρίζεται ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχθηκε ή δεν δέχθηκε ορισμένα πραγματικά περιστατικά, ενώ από τον έλεγχο αυτής στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 561 παρ.2 του ΚΠολΔ προκύπτει το αντίθετο, απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις ή οσάκις υπό την επίφαση συνδρομής αναιρετικού λόγου πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 578 του ΚΠολΔ αν το αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, έστω και εν μέρει, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφόσον ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ορθό, απορρίπτει την αναίρεση χωρίς να αντικαταστήσει εν όλω ή εν μέρει τις αιτιολογίες (ΟλΑΠ 10/2007), εκτός εάν υφίσταται έννομο προς τούτο συμφέρον του αναιρεσείοντος, οπότε η απόφαση αναιρείται μόνο ως προς τις αιτιολογίες της (ΑΠ 540/2017, ΑΠ 2077/2014, ΑΠ 60/2011).
Με την κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο [αν και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία ως προς το χρόνο λήξης της μεταξύ των μερών σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, η οποία επήλθε με την αντικατάσταση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος ως Προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης εταιρείας στις 9.12.2010 και όχι στις 28.1.2011, οπότε κοινοποιήθηκε σε αυτόν η από 26.1.2011 καταγγελία] διέλαβε πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές κρίσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, σχετικά με τη φύση της συνδέουσας τους διαδίκους σύμβασης ως σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών και κατέληξε σε ορθό διατακτικό περί της μη εφαρμογής στη σύμβαση αυτή των προστατευτικών διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας για τις προϋποθέσεις εγκυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Κατά συνέπεια, δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις του άρθρων 174, 180, 648 επ. 349, 353, 656 του ΑΚ, 1 επόμ. του Ν.2112/1920, 5 παρ. 3 του Ν. 3198/1955, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, αφού δεν μπορούσαν να τύχουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, ούτε εκείνες των άρθρων 648 επ. του ΑΚ, 6 του Ν. 765/1943 που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ κατά το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, 713 ΑΚ, 19 παρ. 2, 23 α παρ.2 και 24 παρ.3 του κ.ν. 2190/1920, τις οποίες αντιθέτως ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε. [Σημειώνεται ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος έννομο συμφέρον αποτροπής δεδικασμένου, ούτως ώστε να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση μόνο ως προς την ως άνω εσφαλμένη αιτιολογία της αναφορικά με τον ακριβή χρόνο λήξης της μεταξύ των μερών σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως υποκειμένης σχέσης, διότι τούτο δεν ασκεί έννομη επιρροή επί της ένδικης διαφοράς, καθόσον η σε προγενέστερο χρόνο κατά τα άνω λύση της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αυτή καθ' εαυτή, δεν επάγεται κατά λογική ακολουθία την ύπαρξη και άλλης παράλληλης έννομης σχέσης μεταξύ του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και της τελευταίας, όπως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, που λύθηκε με την μεταγενέστερη καταγγελία, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει στην αίτηση αναίρεσης ο αναιρεσείων]. Ειδικότερα α) η πλημμέλεια που προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση ο αναιρεσείων με τους πρώτο και δεύτερο από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παρέλειψε ουσιαστικά να αποφανθεί περί του ποία σύμβαση λύθηκε τελικά με την από 28.1.2011 καταγγελία, εφόσον προηγουμένως το ίδιο είχε δεχθεί αντιφατικά λύση της σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών με την αντικατάσταση του ενάγοντος από τη θέση του Προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου της αναιρεσίβλητης εταιρείας στις 9.12.2010 και συνακόλουθα η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει στο σημείο αυτό ανεπαρκείς και συνάμα αντιφατικές αιτιολογίες, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης και ως εκ τούτου οι ως άνω πρώτος και δεύτερος λόγοι αναίρεσης κατά το αντίστοιχο σκέλος αυτών είναι απαράδεκτοι. Και τούτο διότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών υπήρχε από το έτος 1996 μία μόνο σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δυνάμει της οποίας ο ενάγων παρείχε με αμοιβή τις υπηρεσίες του ως Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος αυτής, ότι παραλλήλως αυτός δεν παρείχε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα άλλες υπηρεσίες στην εναγομένη, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και ότι η μοναδική αυτή σύμβαση λύθηκε στις 28.1.2011, με την από 26.1.2011 καταγγελία και συνεπώς (ακολουθώντας τη μη κρατούσα γνώμη) δεν δέχθηκε ότι αυτή λύθηκε στις 9.12.2010 με την αντικατάσταση αυτού ως Προέδρου του Δ.Σ και διευθύνοντος συμβούλου της εναγομένης. Η εσφαλμένη δε αυτή αιτιολογία δεν επάγεται διαφορετικές συνέπειες στην έκβαση της παρούσας δίκης, αφού στην πρώτη περίπτωση η μεταγενέστερη καταγγελία λειτουργεί ουσιαστικά ως επιβεβαίωση της λύσης της μεταξύ των μερών σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως υποκειμένης σχέσης, ενόψει μάλιστα του γεγονότος ότι κατά την ετέρα μη κρατούσα άποψη (την οποία δέχθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο) η αντικατάσταση μέλους Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρείας δεν επάγεται αυτοδικαίως και λύση της μεταξύ των μερών υποκειμένης σχέσης, για την οποία (λύση) απαιτείται καταγγελία, β) δεν συνιστά ανεπάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης, η μη αναφορά από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του είδους των επί μέρους καθηκόντων του αναιρεσείοντος μετά την πρόσληψή του στις 1.12.1989 ως διευθυντή ξενοδοχείου και η σύγκριση αυτών με τα καθήκοντα αυτού ως Προέδρου του Δ.Σ. της αναιρεσίβλητης και διευθύνοντος συμβούλου αυτής μετά το έτος 1996, προκειμένου να κριθεί εάν υπήρξε διαφοροποίηση των καθηκόντων του, εφόσον το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δέχθηκε με σαφήνεια και επάρκεια ότι μετά τη διακοπή της λειτουργίας της ξενοδοχειακής επιχείρησης στο κτήριο της αναιρεσίβλητης που έλαβε χώρα πριν το έτος 1995, ο αναιρεσείων έπαυσε να παρέχει στην αναιρεσίβλητη την εργασία του ως διευθυντής ξενοδοχείου (αφού αυτή είχε παύσει να εκμεταλλεύεται το πιο πάνω ακίνητο ως ξενοδοχείο), μόλις δε αυτή άρχισε να εκμεταλλεύεται το πιο πάνω ακίνητό της, εκμισθώνοντας σε τρίτους ως χώρους γραφείων και καταστημάτων, ο αναιρεσείων άρχισε να παρέχει τις (νέες) υπηρεσίες του στην αναιρεσίβλητη αρχικά ως Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. αυτής και από το έτος 1996 ως Πρόεδρος του Δ.Σ. αυτής και διευθύνων σύμβουλος αυτής. Ούτε για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης απόφασης απαιτείτο η ακριβής αναγραφή (μεταξύ των ετών 1991 και 1996) του χρόνου κατά τον οποίο υπήρξε η μεταβολή του αντικειμένου της επιχειρηματικής δραστηριότητας της αναιρεσίβλητης κατά την εκμετάλλευση του πιο πάνω κτηρίου ιδιοκτησίας της. Επομένως, είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το αντίστοιχο αυτού σκέλος. Η δε περαιτέρω αιτίαση αυτού στους δεύτερο και τρίτο λόγους αναίρεσης κατά το αντίστοιχο σε αυτούς σκέλος ότι με βάση τα όσα δέχθηκε η προσβαλλομένη επήλθε μεταβολή του τρόπου εκμετάλλευσης και όχι του αντικειμένου εκμετάλλευσης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας συνιστά πραγματικό επιχείρημα του αναιρεσείοντος σχετιζόμενο με την εκτίμηση των αποδείξεων και δεν ιδρύει αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, αλλά ούτε από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ για παραβίαση διδαγμάτων της κοινής πείρας, γ) ο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος αυτού που αφορά παράβαση της διάταξης του άρθρου 5 παρ.4 του Ν.435/1976, η οποία αναφέρεται στο δικαίωμα υπαλλήλων ανωνύμων εταιρειών, που διετέλεσαν παραλλήλως ιδρυτικά μέλη και μέτοχοι των εταιρειών αυτών, να λάβουν (σε περίπτωση αποχώρησης ή απόλυσης από την εργοδότρια ανώνυμη εταιρεία λόγω πλήρους συνταξιοδότησης) το σύνολο της προβλεπομένης από το Ν. 2112/1920 αποζημίωσης, είναι κατά το σκέλος αυτό αλυσιτελής, διότι η διάταξη αυτή δεν αφορά κατά την διατύπωση αυτής τις περιπτώσεις υπαλλήλων ανώνυμης εταιρείας που παράλληλα φέρουν την ιδιότητα Προέδρου ή μέλους του Δ.Σ. της ανώνυμης εταιρείας και κατά συνέπεια δεν μπορεί να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής. Κατά τη διάταξη του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα ως ουσιώδεις ισχυρισμοί στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης (ΟλΑΠ 25/2003, ΟλΑΠ 3/1997, ΟλΑΠ 11/1996). Αντιθέτως δεν θεωρούνται "πράγματα" κατά την προαναφερθείσα έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις των πιο πάνω ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί, αφού οι τελευταίοι δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 76/2016, ΑΠ 139/2014, 1720/2013, 232/2009). Εξάλλου, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απορρίπτει ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1991), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Στην προκειμένη περίπτωση με τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγους αναίρεσης και κατά το αντίστοιχο αυτών σκέλος, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες ότι: α) δεν έλαβε υπόψη, ούτε αξιολόγησε τον ισχυρισμό του ότι η σχέση που τον συνέδεε με την αναιρεσίβλητη εταιρεία έφερε κατά το διάστημα από το έτος 1996 έως 9.12.2010 διττό χαρακτήρα και συγκεκριμένα αυτός εξακολούθησε να παρέχει την εργασία του ως διευθυντής του διαχειριστικού γραφείου της αναιρεσίβλητης υπό τις οδηγίες, τον έλεγχο και την εποπτεία αυτής, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και μάλιστα υπό τους αυτούς όρους και περιστάσεις, όπως και προηγουμένως από την πρόσληψή του στις 1.12.1989, ενώ παραλλήλως του ανατέθηκαν με σύμβαση εντολής/ανεξαρτήτων υπηρεσιών τα οργανικά καθήκοντα Προέδρου του Δ.Σ. και διευθύνοντος συμβούλου της αναιρεσίβλητης εταιρείας με αποτέλεσμα, μετά την αντικατάστασή του στις 9.12.2010 από Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, να παραμείνει ενεργός κατά το επόμενο από 9.12.2010 έως 28.1.2011 χρονικό διάστημα μόνο η παραλλήλως ισχύουσα από 1.12.1989 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αυτού, ως διευθυντή του διαχειριστικού της γραφείου β) δέχθηκε ως βάσιμο ουσιώδη ισχυρισμό που δεν είχε προταθεί από την αναιρεσίβλητη εταιρεία και συγκεκριμένα ισχυρισμό περί κατάργησης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αυτού και κατάρτισης σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών, συνεπεία της μεταβολής του τρόπου εκμετάλλευσης του κτηρίου στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας. Οι ανωτέρω λόγοι αναίρεσης είναι αβάσιμοι. Και τούτο διότι με το να δεχθεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του ότι μεταξύ των συμβαλλομένων μερών υπήρχε από το έτος 1996 μία μόνο σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, δυνάμει της οποίας ο αναιρεσείων παρείχε με αμοιβή τις υπηρεσίες του ως Πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος της αναιρεσίβλητης και ότι παραλλήλως αυτός δεν παρείχε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα άλλες υπηρεσίες στην αναιρεσίβλητη, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, έλαβε υπόψη του τον υπό στοιχείο (α) ισχυρισμό, τον οποίο απέρριψε εκ του πράγματος ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, αλλά και με ρητή αναφορά σε απορριπτική κρίση (βλ. 10ο φύλλο δεύτερη σελίδα της προσβαλλομένης απόφασης). Εξ ετέρου ο υπό στοιχείο (β) ισχυρισμός δεν συνιστά "πράγμα" κατά την έννοια του άρθρου 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι ουσιώδες (κρίσιμο) προς θεμελίωση της βασιμότητας της ένδικης αγωγής (ή την άρνησή της) ήταν η με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις και συνθήκες φύση της συνδέουσας τους διαδίκους σχέσης κατά το χρόνο λύσης αυτής με καταγγελία, ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ή μη, και όχι το εάν η αρχική από 1.12.1989 σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (για την οποία μάλιστα το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσελήφθη στις 1.12.1989 ως διευθυντής ξενοδοχείου της εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης και όχι ως διευθυντής του διαχειριστικού της γραφείου, όπως ισχυριζόταν αυτός με την αγωγή και την έφεσή του) λύθηκε σιωπηρά με κοινή συναίνεση των μερών και στη συνέχεια καταρτίσθηκε άλλη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών το έτος 1996 στο πλαίσιο τροποποίησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εναγομένης κατά την εκμετάλλευση του επί της οδού … και … κτηρίου ή εάν μεταβλήθηκαν με κοινή συναίνεση των μερών οι όροι και οι συνθήκες παροχής των υπηρεσιών του αναιρεσείοντος στο αυτό πλαίσιο, με συνέπεια και τη μεταβολή της φύσης της συνδέουσας αυτούς σύμβασης. Επισημαίνεται ότι η εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη εταιρεία με τις προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. αυτές υπό τον αριθμό 2) ρητώς αρνήθηκε ότι η συνδέουσα αυτήν με τον ενάγοντα σχέση έφερε τον χαρακτήρα σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Σημειώνεται δε ότι σε κάθε περίπτωση είναι επιτρεπτή η από το δικαστήριο της ουσίας παραδοχή και άλλων περιστατικών που προκύπτουν από τις αποδείξεις, έστω και εάν αυτά δεν συμπίπτουν πλήρως με τα όσα εκτίθενται στην αγωγή ή στις προτάσεις των διαδίκων, εφ' όσον αυτά διασαφηνίζουν τις περιστάσεις της βιοτικής σχέσης ή συνιστούν μη αυτοτελή παραλλαγή της αρχικής ιστορικής αιτίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αναιρούν την ταυτότητα του βασικού βιοτικού συμβάντος που αποτέλεσε το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς. Στις περιπτώσεις αυτές δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής ή των ενστάσεων, ούτε το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του "ουσιώδη" πράγματα που δεν προτάθηκαν και συνακόλουθα δεν ιδρύονται αναιρετικοί λόγοι από τους αριθμούς 14 και 8 περ. β του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αντίστοιχα (σχετ. ΑΠ 517/2017, ΑΠ 1038/2014). Κατά το μέρος δε που με τους λόγους αυτούς πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση της προσβαλλομένης απόφασης, οι ανωτέρω λόγοι είναι απαράδεκτοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 περίπτ. γ του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και εάν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ιδίου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να διαγνώσει την αλήθεια των πραγματικών ισχυρισμών που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (ΟλΑΠ 23/2008). Δεν επιβάλλεται όμως η διενέργεια ειδικής μνείας ή ξεχωριστής αξιολόγησης ενός εκάστου αποδεικτικού στοιχείου στην δικαστική απόφαση. Δεν αποκλείεται βεβαίως το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και εξάρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί για τον αναιρετικό έλεγχο να προκύπτει με βεβαιότητα το ότι από τη γενική, κατ' είδος αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, καθίσταται βέβαιο ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που υποβλήθηκαν στη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, χωρίς κανένα να παραληφθεί (ΟλΑΠ 8/2016, ΟλΑΠ 42/2002). Για να ιδρυθεί ο ανωτέρω λόγος αρκεί, παρά τη βεβαίωση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ότι λήφθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, να καταλείπονται με βάση το όλο περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης αμφιβολίες για το αν το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο λήφθηκε και συνεκτιμήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες αποδείξεις για το σχηματισμό δικανικής πεποίθησης επί ενός ουσιώδους ισχυρισμού (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 322/2011, ΑΠ 371/2009). Μεταξύ των ως άνω αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνονται τα έγγραφα και η ομολογία. Η ομολογία μπορεί να είναι δικαστική ή εξώδικη. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, δικαστική μεν ομολογία, η οποία αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι μόνο εκείνη που γίνεται γραπτώς ή προφορικώς ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή, εξώδικη δε, η οποία εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, είναι κάθε άλλη ομολογία που γίνεται ενώπιον άλλου δικαστηρίου στο πλαίσιο άλλης δίκης (πολιτικής ή ποινικής), ακόμα δε και εκείνη που έγινε ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, αλλά όχι στη συγκεκριμένη δίκη στην οποία γίνεται επίκληση της ομολογίας ως αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 264/2009, ΑΠ 860/11, ΑΠ 11/2004), καθώς και εκείνη που περιέχεται σε έγγραφα εκδιδόμενα από το διάδικο (ΑΠ 128/2014, ΑΠ 414/2000). Εξάλλου, από τη διάταξη του αριθμού 12 του αρθ.559 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, προκύπτει ότι ιδρύεται στην τελευταία αυτή περίπτωση λόγος αναίρεσης, και όταν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τέτοια δύναμη. Τέτοια περίπτωση συντρέχει εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε στη δικαστική ομολογία ή στα δημόσια έγγραφα την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδει ο νόμος (ΑΠ 412/2011, ΑΠ 1517/2008, ΑΠ 648/1999). Όταν όμως τα αποδεικτικά αυτά μέσα, όπως η εξώδικη ομολογία, εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον κανόνα που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ, δεν ελέγχεται αναιρετικά τέτοια εκτίμηση και δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 173/2016, ΑΠ 128/2014, ΑΠ 412/2011, ΑΠ 109/2008). Η κρίση δε του δικαστηρίου της ουσίας περί του αν συνάγεται ή όχι εξώδικη ομολογία, από έγγραφο που επικαλέσθηκε και προσκόμισε ο διάδικος που επικαλείται την εξώδικη ομολογία, συνιστά κρίση περί τα πράγματα και συνεπώς δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 297/2007, ΑΠ 815/2009, ΑΠ 1465/1997). Ως εκ τούτου δεν ιδρύεται ο από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικός λόγος της μη λήψης υπόψη εξώδικης ομολογίας από το δικαστήριο της ουσίας, αν από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη το έγγραφο από το οποίο, σύμφωνα με τον σχετικό λόγο αναίρεσης που προβάλλει ο αναιρεσείων, συνάγεται εξώδικη ομολογία (ΑΠ 447/2015, ΑΠ 1462/2012, ΑΠ 1456/2009, ΑΠ 297/2009, ΑΠ 2191/2007, ΑΠ 1465/1997, ΑΠ 545/1993). Στην προκειμένη περίπτωση με τους από τους αριθμούς 11 περ. γ και 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγους αναίρεσης, κατά το αντίστοιχο αυτών σκέλος, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση τις πλημμέλειες ότι: α) αναφορικά με τη φύση της συνδέουσας τους διαδίκους σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας [για τη λύση της οποίας με καταγγελία του εργοδότη απαιτείται η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης με ποινή την ακυρότητα της καταγγελίας και την εκ της ακυρότητας αυτής υποχρέωση του εργοδότη καταβολής μισθών υπερημερίας] δεν έλαβε υπόψη της σχετική δικαστική ομολογία της εναγομένης εταιρείας που προέκυπτε από το περιεχόμενο της από την εναγομένη εταιρεία άσκησης κατά του ενάγοντος της από 21.11.2011 και με αριθ. κατάθ. .../2011 (άλλης) αγωγής αυτής, ούτε σχετική εξώδικη ομολογία αυτής που προέκυπτε από το περιεχόμενο της από 28.1.2011 καταγγελίας της ως άνω σύμβασης και β) δεν έλαβε υπόψη του έγγραφα και συγκεκριμένα την αγωγή αυτή, της οποίας ουδεμία μνεία διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφασή του, ως και την από 13.12.2010 επιστολή του νομίμου εκπροσώπου της εδρεύουσας στη ... Σαουδικής Αραβίας εταιρείας, μοναδικής μετόχου της εναγομένης, Α. Μ. Μ., με συνέπεια να υποπέσει στις από τους αριθμούς 11 περ. γ και 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικές πλημμέλειες.
Από τη βεβαίωση όμως που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση (φύλλο 4ο) ότι λήφθηκαν υπόψη (μεταξύ άλλων αποδεικτικών στοιχείων) και όλα τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων σε συνδυασμό με το πλήρες και χωρίς αντιφάσεις και κενά ανωτέρω περιεχόμενο της προσβαλλομένης απόφασης, δεν καταλείπεται καμιά αμφιβολία ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα ανωτέρω έγγραφα, τα οποία συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις, προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης, κατά το μέρος που αφορούν τη μη λήψη υπόψη των ανωτέρω εγγράφων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης από τον αριθμό 11 περ. γ του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατά το μέρος που αναφέρονται στη μη λήψη υπόψη της εξώδικης ομολογίας, η οποία συνάγεται από το περιεχόμενο των επικαλουμένων εγγράφων (από 21.11.2011 αγωγής και από 28.1.2011 καταγγελίας), πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι, διότι δεν ελέγχεται αναιρετικά η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί συνδρομής ή όχι εξώδικης ομολογίας, συναγομένης από έγγραφα, εφόσον προκύπτει, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ότι τα έγγραφα αυτά λήφθηκαν υπόψη, ως αποδεικτικά μέσα, από την προσβαλλομένη απόφαση. Μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση η προσβαλλομένη απόφαση διαλαμβάνει ειδική σκέψη του λόγου για τον οποίο δεν δέχθηκε με βάση τον επιγραφόμενο τίτλο της από 28.1.2011 καταγγελίας ως "καταγγελίας σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου" και το περιεχόμενο του σχετικού εγγράφου, που διαλαμβάνεται σε αυτήν (απόφαση), ότι η συνδέουσα τους διαδίκους έννομη σχέση ήταν εκείνη της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας. Τέλος οι ίδιοι από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγοι αναίρεσης για παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με την δύναμη των αποδεικτικών μέσων είναι αβάσιμοι, διότι η περιεχομένη σε διαδικαστικό έγγραφο άλλης δίκης ομολογία, όπως στην επικαλουμένη από 21.11.2011 και με αριθ. κατάθ. .../2011 άλλη αγωγή της εναγομένης κατά του ενάγοντος είναι εξώδικη και όχι δικαστική, όπως αβάσιμα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται, αφού δεν έλαβε χώρα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης δίκης, η δε εξώδικη ομολογία εκτιμάται ελεύθερα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 340 του ΚΠολΔ και συνεπώς δεν ιδρύει τον από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο αναίρεσης. Μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αναίρεση. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, που παρέστη και κατέθεσε προτάσεις, λόγω της ήττας του (άρθ. 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5.9.2016 και με αριθ. κατάθ. …/2016 αίτηση αναίρεσης της υπ' αριθ. 1430/2016 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή: Taxheaven