Περίληψη
Από το συνδυασμό των άρθρων 648,652,656 και 349-351 ΑΚ, 7 Ν.2112/1920 και 5 παρ.3 του ν. 1955 προκύπτει ότι ο εργοδότης, ασκώντας το διευθυντικό του δικαίωμα, στο οποίο υπόκειται ο εργαζόμενος με σχέση εξαρτημένης εργασίας, έχει την εξουσία να εξειδικεύει εκάστοτε την υποχρέωση του μισθωτού για εργασία, καθορίζοντας τους όρους της παροχής της (τον τόπο, το χρόνο, τον τρόπο), εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. (Α.Π. 927/2013). Αποτελεί, όμως, παραλλήλως το δικαίωμα αυτό και εφαρμογή στις εργασιακές σχέσεις, της εξουσίας του εργοδότη, ως διευθυντή της εκμετάλλευσης, να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του κατά τον προσφορότερο τρόπο (Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 927/2013,). Έχει δηλαδή ο εργοδότης, ως διευθυντής εκμετάλλευσης, την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του με βάση τον κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι’ αυτή κριτήρια (ΑΠ 1/2012). Βασικός περιορισμός του διευθυντικού δικαιώματος τίθεται από τα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, υπό την έννοια ότι ο εργοδότης δεν μπορεί να ασκεί το δικαίωμα αυτό καταχρηστικά. Δεν επιτρέπεται δηλαδή κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δηλ. κατά προφανή υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στον μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και ν’ αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, ν’ απαιτήσει από τον εργοδότη ν’ αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους, καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας αυτής (βλ. ΑΠ 355/2009 ΕλλΔνη 51,444). Τέλος, αν η βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως υπό τις περιστάσεις, υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος ν’ αξιώσει από τον υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική του μείωση (βλ. ΑΠ 251/2008 ΕλλΔνη 49,1665,).
Δεν είναι όμως καταχρηστική, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη να τοποθετεί συγκεκριμένο εργαζόμενο ως προϊστάμενο ενός τμήματος η ενός καταστήματος της επιχειρήσεώς του κατά παράλειψη άλλου μισθωτού, ο οποίος υπερέχει, έστω και καταφανώς, σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι του τοποθετηθέντος. Και τούτο διότι δεν πρόκειται για απλή βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, που εντάσσεται στα εκ της εργασίας δικαιώματα του μισθωτού, τα οποία ευλόγως συνδέονται με τις αντικειμενικώς εκτιμώμενες ικανότητες αυτού, αλλά για επιλογή του έχοντος την εκμετάλλευση εργοδότη που αφορά αποφασιστικώς την οργάνωση και διεύθυνση της επιχειρήσεώς. Για να είναι καταχρηστική, στη περίπτωση αυτή, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, απαιτείται η συνδρομή και άλλων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να θεμελιώνουν προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 25/2003, ΑΠ 1/2012, και ΑΠ 927/2013).
Τέτοια πραγματικά περιστατικά είναι η εξειδικευμένη γνώση του αντικειμένου, η εξαιρετική κρίση και αντίληψη, η αδιαμφισβήτητη ικανότητα αντιμετωπίσεως υπηρεσιακών προβλημάτων και η μεθοδικότητα επιλύσεώς τους, η πολύχρονη εμπειρία και το συντονιστικό πνεύμα συνεργασίας, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, να θεμελιώνουν προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 25/2003, ΑΠ 927/2013).
Περαιτέρω, ο κανονισμός εργασίας που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας" πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 1767/1988 "περί συμβουλίων εργαζομένων και άλλες εργατικές διατάξεις" καταρτίζεται από τον επιχειρηματία - εργοδότη και ελέγχεται από ορισμένα όργανα της δημόσιας διοίκησης ως προς τη νομιμότητά του και τη σκοπιμότητά του, εφόσον δε εγκριθεί από αυτά, αναρτάται σε σημεία των εργασιακών χώρων που είναι εμφανή και προσιτά για τους μισθωτούς. Η παραπάνω έγκριση του κανονισμού συνιστά πράξη διοικητική και όχι νομοθετική. Δεν δύναται δε να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις του κανονισμού αυτού έχουν χαρακτήρα κανονιστικό, διότι, σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες που αφορούν στη συλλογική αυτονομία, στην ελευθερία αναπτύξεως της προσωπικότητας και στο κοινωνικό δικαίωμα εργασίας, δεν επιτρέπεται στον εργοδότη να επιβάλλει κανόνες δικαιϊκού χαρακτήρα χωρίς τη σύμπραξη των εργαζομένων στην επιχείρηση, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί έχουν εγκριθεί με διοικητική πράξη. Για το λόγο αυτό ο Κανονισμός αυτός δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα, αλλά εφόσον γίνει αποδεκτός από τους εργαζομένους, με τις ατομικές συμβάσεις εκάστου, αποκτά συμβατικό χαρακτήρα (ΑΠ 27/2007)
ΑΠ 1074/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του
Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου, Γεώργιο Μιχολιά - Εισηγητή, Θεόδωρο
Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2018, με την
παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής
υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ό. Σ. του Α., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με
τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Τσιώστα, που δεν κατέθεσε
προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρείας με την επωνυμία
"...." η οποία εκπροσωπήθηκε από την καθολική της διάδοχο ανώνυμη
ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ" που εδρεύει
στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο της Αντώνιο Γεωργαντίδη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19/3/2010 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2371/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 6866/2014 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10/11/2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο
πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την
καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.-Με την κρινόμενη από 10-11-2016 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η
6866/2014 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που
απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 2371/2011 απόφασης του
Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των
εργατικών διαφορών και με την οποία απορρίφθηκε η από 19-3-2010 αγωγή
αυτής (αναιρεσείουσας) ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας.
Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553,
556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης
(άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της
(άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ). 2.-Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει
να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με
το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του
εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)
ορισμένο αίτημα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 561 § 2 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του
Αρείου Πάγου υπόκειται και η εκτίμηση από το Δικαστήριο της ουσίας του
περιεχομένου διαδικαστικών εγγράφων, στα οποία περιλαμβάνεται και η
αγωγή, για την οποία η εσφαλμένη, ως προς τη νομιμότητα και την εν γένει
θεμελίωσή της, κρίση ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθ. 1 του άρθρου
559 του ΚΠολΔ, γιατί ανάγεται στη μη προσήκουσα εφαρμογή και ερμηνεία
του κανόνα του ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόστηκε. Η νομική δε
αοριστία της αγωγής, η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το
δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που
ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το ουσιαστικό δικαστήριο, ελέγχεται
αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, αν το
δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας
δικαίου, για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε
σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά, ενώ η περαιτέρω ενδεχόμενη
αοριστία του δικογράφου της αγωγής, δηλαδή αυτή που ανάγεται στην
ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αυτής, που συνεπάγεται την αοριστία του
ίδιου του δικογράφου της αγωγής και την εξαιτίας τούτου απόρριψη αυτής
ως αόριστης, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του
ΚΠολΔ. (Α.Π.1972/2013). Ειδικότερα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της
αγωγής υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που
απαιτούνται, κατά νόμο, για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα
πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της
αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους
αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 14 του ΚΠολΔ. Συγκεκριμένα, αν
τυχόν το δικαστήριο έλαβε υπόψη θεμελιωτικά γεγονότα μη διαλαμβανόμενα
στο αγωγικό δικόγραφο και ασκούντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της
δίκης ή δεν έλαβε υπόψη τέτοια γεγονότα, αν και διαλαμβάνονταν στην
αγωγή, τότε ιδρύεται ο προβλεπόμενος από τον αρ. 8 του ίδιου άρθρου
λόγος αναίρεσης, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ λόγος
αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σε αυτήν
των στοιχείων, που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της
αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας, ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή
αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως
αόριστη.(ΑΠ 8/2017).
Από το συνδυασμό των άρθρων 648,652,656 και 349-351 του ΑΚ, του άρθρου 7 του ν.2112/1920
και του άρθρου 5 παρ.3 του ν 3190/1955 προκύπτει ότι ο εργοδότης, ασκώντας το διευθυντικό
του δικαίωμα, στο οποίο υπόκειται ο εργαζόμενος με σχέση εξαρτημένης
εργασίας, έχει την εξουσία να εξειδικεύει εκάστοτε την υποχρέωση του
μισθωτού για εργασία, καθορίζοντας τους όρους της παροχής της (τον τόπο,
το χρόνο, τον τρόπο), εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από
κανόνες δικαίου ή από την εργασιακή σύμβαση. (Α.Π. 927/2013). Αποτελεί,
όμως, παραλλήλως το δικαίωμα αυτό και εφαρμογή στις εργασιακές σχέσεις,
της εξουσίας του εργοδότη, ως διευθυντή της εκμετάλλευσης, να οργανώνει
και να διευθύνει την επιχείρησή του κατά τον προσφορότερο τρόπο
(Ολ.ΑΠ 25/2003, ΑΠ 927/2013,). Έχει δηλαδή ο εργοδότης, ως διευθυντής
εκμετάλλευσης, την εξουσία να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή
του με βάση τον κρινόμενα από αυτόν ως πλέον αποτελεσματικά γι’ αυτή
κριτήρια (ΑΠ 1/2012). Βασικός περιορισμός του διευθυντικού δικαιώματος
τίθεται από τα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ, υπό την έννοια ότι ο
εργοδότης δεν μπορεί να ασκεί το δικαίωμα αυτό καταχρηστικά. Δεν
επιτρέπεται δηλαδή κατά την ενάσκηση του διευθυντικού αυτού δικαιώματος
να προκαλείται υλική ή ηθική βλάβη στο μισθωτό κατά παράβαση διατάξεως
νόμου ή της ατομικής συμβάσεως εργασίας ή κατά καταχρηστική άσκηση του
δικαιώματος υπό την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δηλ. κατά προφανή υπέρβαση
των ορίων, που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή από
τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Στις περιπτώσεις αυτές
υπάρχει μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που παρέχει στον
μισθωτό, αν δεν αποδέχεται τη μεταβολή, το δικαίωμα είτε να τη θεωρήσει
ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως και ν’ αξιώσει τη νόμιμη αποζημίωση
είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, ν’ απαιτήσει από τον εργοδότη ν’
αποδέχεται την προσφερόμενη εργασία υπό τους πριν από τη μεταβολή όρους,
καθιστώντας αυτόν διαφορετικά υπερήμερο περί την αποδοχή της εργασίας
αυτής (βλ. ΑΠ 355/2009 ΕλλΔνη 51,444). Τέλος, αν η βλαπτική μεταβολή των
όρων της συμβάσεως υπό τις περιστάσεις, υπό τις οποίες επιχειρείται,
είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του
διευθυντικού δικαιώματος, με αποτέλεσμα την παράνομη προσβολή της
προσωπικότητας του μισθωτού, μπορεί ο τελευταίος ν’ αξιώσει από τον
υπαίτιο, εκτός των άλλων, και χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική
βλάβη, που υπέστη από τον υποβιβασμό και την ανεπίτρεπτη επαγγελματική
του μείωση (βλ. ΑΠ 251/2008 ΕλλΔνη 49,1665,).Δεν είναι όμως
καταχρηστική, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση
του δικαιώματος του εργοδότη να τοποθετεί συγκεκριμένο εργαζόμενο ως
προϊστάμενο ενός τμήματος η ενός καταστήματος της επιχειρήσεώς του κατά
παράλειψη άλλου μισθωτού, ο οποίος υπερέχει, έστω και καταφανώς, σε
τυπικά και ουσιαστικά προσόντα έναντι του τοποθετηθέντος .Και τούτο
διότι δεν πρόκειται για απλή βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή, που
εντάσσεται στα εκ της εργασίας δικαιώματα του μισθωτού, τα οποία ευλόγως
συνδέονται με τις αντικειμενικώς εκτιμώμενες ικανότητες αυτού, αλλά για
επιλογή του έχοντος την εκμετάλλευση εργοδότη που αφορά αποφασιστικώς
την οργάνωση και διεύθυνση της επιχειρήσεώς. Για να είναι καταχρηστική,
στη περίπτωση αυτή, η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη,
απαιτείται η συνδρομή και άλλων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, σε
συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του παραλειφθέντος, να θεμελιώνουν
προφανή υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή
πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του
δικαιώματος (Ολομ. ΑΠ 25/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1/2012, ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ
927/2013, ΝΟΜΟΣ). Τέτοια πραγματικά περιστατικά είναι η εξειδικευμένη
γνώση του αντικειμένου, η εξαιρετική κρίση και αντίληψη, η
αδιαμφισβήτητη ικανότητα αντιμετωπίσεως υπηρεσιακών προβλημάτων και η
μεθοδικότητα επιλύσεώς τους, η πολύχρονη εμπειρία και το συντονιστικό
πνεύμα συνεργασίας, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του
παραλειφθέντος σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, να θεμελιώνουν προφανή
υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή
τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (Ολ.
ΑΠ 25/2003, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 927/2013, ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, ο κανονισμός εργασίας που εκδόθηκε με βάση τις διατάξεις των
άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 3789/1957 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως
ενίων διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας" πριν από την έναρξη ισχύος του
άρθρου 12 παρ. 4 του ν. 1767/1988 "περί συμβουλίων εργαζομένων και
άλλες εργατικές διατάξεις" καταρτίζεται από τον επιχειρηματία - εργοδότη
και ελέγχεται από ορισμένα όργανα της δημόσιας διοίκησης ως προς τη
νομιμότητά του και τη σκοπιμότητά του, εφόσον δε εγκριθεί από αυτά,
αναρτάται σε σημεία των εργασιακών χώρων που είναι εμφανή και προσιτά
για τους μισθωτούς. Η παραπάνω έγκριση του κανονισμού συνιστά πράξη
διοικητική και όχι νομοθετική. Δεν δύναται δε να θεωρηθεί ότι οι
διατάξεις του κανονισμού αυτού έχουν χαρακτήρα κανονιστικό, διότι,
σύμφωνα με τους συνταγματικούς κανόνες που αφορούν στη συλλογική
αυτονομία, στην ελευθερία αναπτύξεως της προσωπικότητας και στο
κοινωνικό δικαίωμα εργασίας, δεν επιτρέπεται στον εργοδότη να επιβάλλει
κανόνες δικαιϊκού χαρακτήρα χωρίς τη σύμπραξη των εργαζομένων στην
επιχείρηση, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί έχουν εγκριθεί με διοικητική
πράξη. Για το λόγο αυτό ο Κανονισμός αυτός δεν έχει κανονιστικό
χαρακτήρα, αλλά εφόσον γίνει αποδεκτός από τους εργαζομένους, με τις
ατομικές συμβάσεις εκάστου, αποκτά συμβατικό χαρακτήρα (ΑΠ 27/2007,
ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο από Μάρτιο 1983 εγκεκριμένος Κανονισμός Εργασίας
που καταρτίσθηκε κατά τη διαδικασία του ν.δ 3789/1957, εγκρίθηκε από το
Νομάρχη Αττικής και διέπει τις σχέσεις της εφεσίβλητης εναγομένης
ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας και του προσωπικού της, έχει συμβατική
ισχύ, εφόσον δεν εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, ούτε κυρώθηκε με
νόμο ή με υπουργική απόφαση (ΑΠ 1390/2008, ΝΟΜΟΣ) . Για τον ίδιο λόγο
συμβατική ισχύ έχει και ο "Κανονισμός Τοποθετήσεων ή Πλήρωσης θέσεων
ευθύνης με προκήρυξη" που ισχύει από 8/12/1998 ,αναθεωρήθηκε από 2001
(πρακτικό συμφωνίας 17.1.2001), διέπει τις σχέσεις της εφεσίβλητης
εναγομένης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας και του προσωπικού. Με τις
διατάξεις του κεφαλαίου III "ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΩΝ" του
προαναφερθέντος Κανονισμού Τοποθετήσεων ή Πλήρωσης θέσεων ευθύνης της
εναγομένης, όπως αυτός αναθεωρήθηκε από 2001 (πρακτικό συμφωνίας
17.1.2001), ορίζονται τα ακόλουθα : "Η τοποθέτηση σε κενή θέση ευθύνης ή
προβλεπόμενη να κενωθεί εντός του έτους της προκήρυξης, προϋποθέτει την
κατοχή από τους ενδιαφερόμενους για τη θέση υπαλλήλους της εταιρίας,
βαθμού ανάλογου με το επίπεδο της προκηρυσσόμενης θέσης και το νέο
βαθμολόγιο. Συγκεκριμένα ισχύουν τα εξής : Α. Οι υπάλληλοι που έχουν το
βαθμό του ΑΣΦΑΛΙΣΤΗ, με επτά (7) χρόνια υπηρεσίας βαθμολογικά
αναγνωρισμένης και άνω, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση εκδήλωσης
ενδιαφέροντος, για θέσεις προϊστάμενων γραφείων, τμημάτων ή αντίστοιχες
θέσεις ελεγκτών. Επίσης υπάλληλοι με το βαθμό του Επόπτη για θέσεις
απόλυτα συγκεκριμένες που μπορούν να καταληφθούν από βοηθητικό
προσωπικό. Β. Οι υπάλληλοι με το βαθμό του ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗ Β και άνω, μπορούν
να υποβάλλουν αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για θέσεις μέχρι και
Προϊσταμένου Υποδιεύθυνσης . Ειδικά για τις Π/Μ/ μέχρι και Προϊσταμένου
Διεύθυνσης. Γ. Οι υπάλληλοι που έχουν το βαθμό του ΤΜΗΜΑΤΑΡΧΗ Α και άνω,
μπορούν να υποβάλλουν αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για θέσεις μέχρι
και Προϊσταμένου Διεύθυνσης. Δ. Οι υπάλληλοι με το βαθμό του
Υποδιευθυντή και Διευθυντή, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση εκδήλωσης
ενδιαφέροντος για θέσεις μέχρι και Προϊσταμένου Συντονιστή Διευθύνσεων.
Ε. Οργανικές θέσεις απόλυτα συγκεκριμένες, σε επίπεδο Τμήματος ή
Γραφείου, μπορούν να καταλαμβάνονται από υπαλλήλους του βοηθητικού
προσωπικού, οι οποίοι έχουν τον βαθμό του Επόπτη. Κατ’ εξαίρεση και μόνο
για την αρχική εφαρμογή του συστήματος των τοποθετήσεων, καθιερώνεται
μεταβατικό στάδιο (διετία), όπου συγκεκριμένα και αποκλειστικά θα
ισχύσουν τα εξής: Υπάλληλοι με τον βαθμό του Επόπτη και του Βοηθού Α του
βοηθητικού προσωπικού, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση για εκδήλωση
ενδιαφέροντος προς πλήρωση απόλυτα συγκεκριμένων οργανικών θέσεων, όπως
παραπάνω. Εκτός των παραπάνω αναφερόμενων προϋποθέσεων, που σχετίζονται
με την κατοχή συγκεκριμένου βαθμού από τους υποψήφιους , θα πρέπει να
ληφθούν υπ’ όψη τα εξής: α. Δεν δικαιούται να είναι υποψήφιος επομένως
δεν συμμετέχει στη διαδικασία επιλογής, υπάλληλος που την τελευταία
τριετία του έχει επιβληθεί τελεσίδικη πειθαρχική ποινή, μεγαλύτερη της
έγγραφης επίπληξης β. Υπάλληλοι που ευρίσκονται σε γονική άδεια ή άδεια
άνευ αποδοχών ή ασθένεια, μπορούν να υποβάλλουν αίτηση εκδήλωσης
ενδιαφέροντος, με τη δέσμευση ότι αν επιλεγούν, θα πρέπει να
παρουσιαστούν αμέσως για να αναλάβουν τα καθήκοντα τους Σε περίπτωση
αδείας τοκετού, η ανάληψη καθηκόντων θα γίνεται με τη λήξη της Σε
περίπτωση αδείας λόγω ασθένειας η ανάληψη καθηκόντων θα γίνεται με την
λήξη της ασθένειας και την επάνοδο του υπαλλήλου στην εταιρία, σε
χρονικό διάστημα από την ανάθεση των καθηκόντων, που δεν θα ξεπερνά τα
όρια της βραχείας ασθένειας όπως αυτά κάθε φορά καθορίζονται από τον
Νόμο. Επίσης οι υπάλληλοι που έχουν τεθεί με απόφαση της εταιρίας σε
διαθεσιμότητα, ή εκκρεμεί η απόφαση πειθαρχικού οργάνου της, μπορούν να
υποβάλλουν αίτηση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Οι υπάλληλοι που ευρίσκονται
σε διαθεσιμότητα αν επιλεγούν, αναλαμβάνουν τα καθήκοντα τους με την
άρση του λόγου της διαθεσιμότητας και εντός τριμήνου το πολύ από την
επιλογή τους. Οι υπάλληλοι για τους οποίους εκκρεμεί απόφαση για
πειθαρχικό παράπτωμα αναλαμβάνουν τα καθήκοντα τους εφόσον δεν τους
επιβληθεί τελεσίδικη πειθαρχική ποινή μεγαλύτερη της έγγραφης επίπληξης.
Η σχετική απόφαση θα πρέπει να ληφθεί εντός τριμήνου το πολύ από την
επιλογή τους και από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα της Εταιρίας.
Διαφορετικά, και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, η εταιρία αποφασίζει την
ανάκληση της τοποθέτησης........" Ακολούθως με τον ίδιο "Κανονισμό
Τοποθετήσεων ή Πλήρωσης θέσεων ευθύνης " της εναγομένης, όπως αυτός
αναθεωρήθηκε από 2001 (πρακτικό συμφωνίας 17.1.2001), ορίζονται τα
ακόλουθα "Κριτήρια τοποθετήσεων" : "Οι τοποθετήσεις των υπαλλήλων σε
θέσεις ευθύνης γίνονται με καθορισμένη διαδικασία, εισήγηση των αρμοδίων
εισηγητικών οργάνων και απόφαση των εγκριτικών κλιμακίων, αφού ληφθούν
υπόψη τα παρακάτω κριτήρια, που με τη σταθμισμένη μοριοδότησή τους,
δίνουν μια "αντικειμενική εικόνα" του υποψήφιου." (Ακολουθεί "ΠΙΝΑΚΑΣ
ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ" με τον οποίο ορίζονται κριτήρια μοριοδότησης (μέχρι 360 μόρια
συνολικά), όπως επαγγελματική επίδοση, σπουδές και ξένες γλώσσες,
επίπεδο κατεχόμενης θέσης ευθύνης, έτη σε θέση ευθύνης, επαγγελματική
επιμόρφωση (σεμινάρια), και έτη παραμονής στην περιφέρεια,
προσδιορίζονται επίσης ανώτατος αριθμός μορίων από προσωπική συνέντευξη
καθώς και κριτήρια με αφαιρετικά μόρια (όπως άδειες άνευ αποδοχών ,
πειθαρχικές ποινές), όπως ειδικότερα στο παράρτημα). Από όλα όσα
παραπάνω εκκτίθενται συνάγεται με σαφήνεια ότι, προκειμένου περί αγωγής
υπαλλήλου της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "...." με την οποία
ζητείται να αναγνωρισθεί (εκτός των άλλων) ότι είναι καταχρηστική και
παράνομη η απόφαση του εργοδότη, με την οποία αυτός, κατ’ ενάσκηση του
διευθυντικού του δικαιώματος, τοποθέτησε σε θέση ευθύνης άλλον υπάλληλο
της επιχειρήσεως, παραλείποντας τον ενάγοντα και ότι συνιστά μονομερή
βλαπτική μεταβολή της εργασιακής του σχέσης, για να είναι ορισμένη η
αγωγή αυτή, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθμ. 4 και
216 παρ. 1 ΚΠολΔ, να εκτίθενται στο οικείο δικόγραφο τόσον τα τυπικά
και ουσιαστικά προσόντα του υπαλλήλου που παραλείφθηκε σε αντιπαραβολή
με εκείνα του τοποθετηθέντος σε θέση ευθύνης, όσον και επιπρόσθετα να
εκτίθενται και άλλες συντρέχουσες ειδικές περιστάσεις, όπως είναι η
εξειδικευμένη γνώση του αντικειμένου, η εξαιρετική κρίση και αντίληψη, η
αδιαμφισβήτητη ικανότητα αντιμετωπίσεως υπηρεσιακών προβλημάτων και η
μεθοδικότητα επιλύσεώς τους, η πολύχρονη εμπειρία και το συντονιστικό
πνεύμα συνεργασίας, τα οποία, σε συνδυασμό με την καταφανή υπεροχή του
παραλειφθέντος σε τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, να θεμελιώνουν προφανή
υπέρβαση από μέρους του εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή
τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (βλ.
και Ολ. ΑΠ 25/2003 (που αφορά τραπεζική εταιρεία και ΑΠ 927/2013, ΑΠ
1/2012, που αφορούν την Δ.Ε.Η), ήτοι να καθιστούν καταχρηστική τη μη
τοποθέτηση αυτού στη συγκεκριμένη θέση ευθύνης, ως καταφανώς ικανότερου
και πλέον κατάλληλου για τη θέση αυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα
διαδικαστικά έγγραφα, το περιεχόμενο των οποίων εκτιμά ο Άρειος Πάγος
(αρθρ.561 παρ. 2 KΠολΔ), η ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα εκθέτει στην
αγωγή της: Ότι προσελήφθη από την εναγομένη στις 20-7-1981 ως υπάλληλος
με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ότι τοποθετήθηκε στη
Διεύθυνση Οικονομικών Υπηρεσιών (Τμήμα Γεν. Λογιστηρίου - Γραμματεία)
μέχρι την 8-7-1983, οπότε τοποθετήθηκε στο Τμήμα Γεν. Λογιστηρίου της
Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών μέχρι την 2-3-1984, ημερομηνία κατά την
οποία αποσπάσθηκε στην Διεύθυνση Διοικητικών Υπηρεσιών - Τμήμα
Προσωπικού, για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών και συγκεκριμένα μέχρι
την 2-9-1984, οπότε τοποθετήθηκε στη Διεύθυνση Διοικητικού - Τμήμα
Προσωπικού. Εξέθετε στη συνέχεια ότι με την από 11-3-1985 απόφαση του
Διευθύνοντα Συμβούλου της εναγομένης τοποθετήθηκε στη θέση της
Προϊσταμένης του Γραφείου Μισθοδοσίας Τμήματος Προσωπικού, ότι από
1-4-1986 με απόφαση του Διευθύνοντα Συμβούλου τοποθετήθηκε στη θέση της
Αναπληρωτή Προϊσταμένης του Τμήματος Οικονομικών Θεμάτων της Διεύθυνσης
Διοικητικών Υπηρεσιών, ότι από 9-1-1989 με απόφαση του Διευθύνοντα
Συμβούλου τοποθετήθηκε στη θέση της Προϊστάμενης του ίδιου Τμήματος, ότι
με την από 14-5-1999 απόφαση του Διευθύνοντα Συμβούλου τοποθετήθηκε στη
θέση της Προϊσταμένης στο Τμήμα Διαχείρισης Θεμάτων Προσωπικού της
Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικών Υπηρεσιών, ότι η
τοποθέτησή της αυτή παρατάθηκε αρχικά μέχρι την 30-9-2001 με την από 20-
7-2001 απόφαση του Διευθύνοντα Συμβούλου και στη συνέχεια μέχρι την
τακτική προκήρυξη των θέσεων. Εξέθετε ακολούθως ότι δυνάμει των
αναφερόμενων στην αγωγή αποφάσεων του Διευθύνοντα Συμβούλου της
εναγομένης, η ενάγουσα τοποθετήθηκε από τις 25-9-2003 στη θέση της
Προϊσταμένης του Τμήματος Διαχείρισης Οικονομικών Θεμάτων Προσωπικού της
Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού και Διοικητικής Υποστήριξης, θέση την
οποία κατέχει μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής. Εξέθετε ακολούθως η
ενάγουσα ότι είναι πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Σχολής ΣΕΛΕΤΕ με
ειδικότητα στα Οικονομικά και του ΕΙΑΣ (Ελληνικό Ινστιτούτο Ασφαλιστικών
Σπουδών), ότι κατά την διάρκεια της υπηρεσίας της στην εναγόμενη από το
1981 έχει παρακολουθήσει δεκάδες (μη αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή)
σεμινάρια επιμόρφωσης στους αναφερόμενους στην αγωγή κλάδους ,ότι
συμμετείχε σε πολλές Επιτροπές της εναγομένης, ότι οι εκθέσεις
αξιολόγησής της, ως υπαλλήλου, από την πρόσληψή της μέχρι το έτος 1998
ήταν άριστες, από δε το έτος 1998 και εφεξής έως το 2007 στα Δελτία
Αξιολόγησης και Ανάπτυξης είχε εξαιρετική έως άριστη βαθμολόγηση σύμφωνα
με τα στην υπό κρίση αγωγή αναλυτικά ιστορούμενα. Εξέθετε στη συνέχεια η
ενάγουσα ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρου 7 του Κανονισμού Εργασίας
της εναγομένης, που δημοσιεύθηκε τον Μάρτιο 1983 και είχε συμβατική
ισχύ, εντάχθηκε με βάση τα προσόντα της (πτυχίο Ανωτάτης Βιομηχανικής
Σχολής Πειραιά, γνώση Αγγλικής Γλώσσας - επιπέδου LOWER από το 1974) στο
βαθμό του Ασφαλιστή Γ’ από την 24-5-1983, στη συνέχεια δε και σύμφωνα
με τις διατάξεις του άρθρου 14 του ως άνω Κανονισμού προήχθη στους
βαθμούς του Ασφαλιστή Β’ την 24-5-1985, Ασφαλιστή Α’ την 24-5-1988,
Τμηματάρχη την 24-5-1991, Τμηματάρχη Β’ την 24-5-1994 και Τμηματάρχη Α’
την 24-5-1997, κατ’ απόλυτο εκλογή και κατόπιν συμπλήρωσης ευδόκιμης
πραγματικής υπηρεσίας τριών (3) ετών στον προηγούμενο κάθε φορά βαθμό.
Ιστορούσε ότι η επόμενη βαθμολογική προαγωγή της στον βαθμό του
Υποδιευθυντή ορίσθηκε για την 24-5- 1999, λόγω της βαθμολογικής
αναγνώρισης ενός (1) έτους από την κτήση πτυχίου ΕΙΑΣ και ότι ο βαθμός
της κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής είναι αυτός του Τμηματάρχη
Α’ , τον οποίο κατέχει από 24-5-1997. Ότι εξελίχθη μέχρι τον βαθμό του
Τμηματάρχη (από 24-5-1997) και ότι κατά τις προαγωγικές κρίσεις του 2000
για την κάλυψη θέσεων Υποδιευθυντή το αρμόδιο όργανο της εναγόμενης
(Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Κρίσεως) με την 3/2001 απόφασή του παρέλειψε να
την προάγει στον ανωτέρω βαθμό, καίτοι κατείχε τα απαραίτητα τυπικά και
ουσιαστικά προσόντα και ότι αντί αυτής προήγαγε τους συναδέλφους της Σ.
Ν., Ι. Π., Σ. Τ., Ε. Χ. και Δ. Π., έναντι των οποίων υπερείχε καταφανώς
ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Ότι κατά τις προαγωγικές
κρίσεις της 5-6-2002 για την κάλυψη θέσεων Υποδιευθυντή το αρμόδιο
όργανο της εναγόμενης με την 4/2002 απόφασή του παρέλειψε να την προάγει
στον ανωτέρω βαθμό, καίτοι κατείχε τα απαραίτητα τυπικά και ουσιαστικά
προσόντα και ότι αντί αυτής προήγαγε τους αναφερόμενους συναδέλφους της
Θ. Κ., Π. Κ., Ν. Χ., Ν. Γ. και Γ. Ψ., έναντι των οποίων υπερείχε
καταφανώς ως προς τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Ότι παρά τις
επανειλημμένες παραλείψεις της προαγωγής της, το Δευτεροβάθμιο
Υπηρεσιακό Συμβούλιο με την υπ’ αριθ. 2/2003 απόφασή του αποφάσισε
παράνομα και καταχρηστικά να μην γίνουν προαγωγές, οπότε παραλείφθηκε εκ
νέου η προαγωγή της και ότι μετά την πάροδο πέντε ετών, κατά τα οποία
δεν υπήρξε συνεδρίαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου πληροφορήθηκε,
ότι στις κρίσεις των ετών 2002 και 2003 κρίθηκε μη προακτέα στον άνω
βαθμό. Ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 του έχοντος συμβατική
ισχύ Κανονισμού Εργασίας της εναγομένης, οι προαγωγές των υπαλλήλων
διενεργούνται κατ’ αρχαιότητα, κατ’ εκλογή και κατ’ απόλυτο εκλογή από
τα υπηρεσιακά συμβούλια (συμβούλια κρίσης) μία φορά τον χρόνο και ότι
προαγωγές κατ’ απόλυτο εκλογή διενεργούνται μεταξύ άλλων βαθμών και
στους βαθμούς του Υποδιευθυντή και του Διευθυντή μετά τη συμπλήρωση από
τον κρινόμενο ευδόκιμης πραγματικής υπηρεσίας τριών ετών στον
προηγούμενο βαθμό. Ότι ο εσωτερικός κανονισμός προαγωγών, ο οποίος έχει
εκδοθεί κατ’ επιταγή του άρθρου 13 του άνω Κανονισμού εργασίας, ορίζει,
ότι για τη διαμόρφωση της κρίσης του και των αποφάσεων του για προαγωγή ή
όχι, τα συμβούλια κρίσης λαμβάνουν υπόψη α) τα φύλλα ποιότητας και τις
αποφάσεις για τυχόν προσφυγές που έγιναν κατά των φ.π, β) τα στοιχεία
από τους υπηρεσιακές φακέλους των κρινομένων, γ) την τελευταία επετηρίδα
προσωπικού, δ) κάθε άλλο κατά την κρίση τους πρόσφορο στοιχείο. Ζήτησε
δε α) να αναγνωρισθεί ότι έπρεπε να προαχθεί στο βαθμό του Υποδιευθυντή
από 24-5-1999, άλλως από 24-5-2000,άλλως από 24-5-2001, β) μετά τη
νόμιμη μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό να
αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ποσό των
65.658,33 ευρώ ως αποζημίωση για τις μεταξύ των δύο βαθμών μισθολογικές
διαφορές, της ως άνω χρονικής περιόδου με το νόμιμο τόκο από τότε που
κάθε μηνιαία διαφορά κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την
επίδοση της αγωγής έως και την εξόφληση Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη
απόφασή του, έκρινε ότι η αγωγή ήταν αόριστη, με την αιτιολογία: " ...
ότι η ενάγουσα ουδέν αναφέρει σχετικά με τα προσόντα, τυπικά και
ουσιαστικά, το χρόνο υπηρεσίας του, τις θέσεις που έχει ασκήσει
καθήκοντα και τους λόγους που η προαγωγή έκαστου από τους προαχθέντες
υπαλλήλους, τους οποίους αναφέρει μόνο κατ’ όνομα, με παράλειψη της
ίδιας, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος" και ότι
στην αγωγή γίνεται μόνο απλή μνεία "του γεγονότος ότι οι προαχθέντες
αντ’ αυτής υπάλληλοι κατά τις προαγωγές των ετών 2000 και 2002 δεν είχαν
πτυχίο ΑΕΙ ή ΕΙΑΣ και δεν γνώριζαν ξένες γλώσσες, όπως η ίδια, ... ,
δηλ. η έλλειψη των προσόντων τους σημειώνεται αρνητικά χωρίς ειδικότερη
μνεία των τυπικών και κατώτερων αυτής προσόντων". Έτσι που έκρινε το
Εφετείο δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 14
Κ.Πολ.Δ. και ορθά απέρριψε τον σχετικό λόγο έφεσης ως αβάσιμο. Και αυτό
διότι οι προαναφερόμενες ελλείψεις καθιστούν αόριστη την υπό κρίση αγωγή
και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, εφόσον δεν προσδιορίζονται τα
τυπικά και ουσιαστικά προσόντα των αντί της ενάγουσας και ήδη
αναιρεσείουσας προαχθέντων υπαλλήλων ώστε συγκρινόμενα να φαίνεται η
καταφανής υπεροχή της ενάγουσας έναντι αυτών και η καταχρηστική, εκ του
λόγου αυτού, άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, δεδομένου
ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται για απλή βαθμολογική ή
μισθολογική προαγωγή, που εντάσσεται στα εκ της εργασίας δικαιώματα του
μισθωτού, τα οποία ευλόγως συνδέονται με τις αντικειμενικώς εκτιμώμενες
ικανότητες αυτού, αλλά για επιλογή του έχοντος την εκμετάλλευση εργοδότη
που αφορά αποφασιστικώς την οργάνωση και διεύθυνση της επιχείρησής του.
Ως εκ τούτου για να είναι καταχρηστική, στην περίπτωση αυτή, η άσκηση
του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, απαιτείται η συνδρομή και
άλλων πραγματικών περιστατικών, τα οποία, σε συνδυασμό με την (μη
επικαλούμενη στην αγωγή κατά τρόπο ορισμένο) καταφανή υπεροχή της
παραληφθείσας ενάγουσας , να θεμελιώνουν προφανή υπέρβαση από μέρους του
εργοδότη των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο
κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όπως η εξειδικευμένη
γνώση του αντικειμένου, η εξαιρετική κρίση και αντίληψη, η
αδιαμφισβήτητη ικανότητα αντιμετώπισης υπηρεσιακών προβλημάτων και η
μεθοδικότητα επίλυσής τους, η πολύχρονη εμπειρία και το συντονιστικό
πνεύμα συνεργασίας, ή ακόμη και η κακοπιστία του εργοδότη (εμπάθεια ή
εχθρότητα κ.λπ.), ήτοι πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν επικαλείται η
ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή ότι συντρέχουν.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης , εκ του άρθρου 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ.
(κατ’ ορθή εκτίμησή του) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος Με το δεύτερο
λόγο της αίτησής της, η αναιρεσείουσα προβάλλει την αιτίαση από τον αρ. 1
εδ. α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι, "κατά παράβαση του νόμου, δέχθηκε το
Εφετείο ότι δεν ελέγχεται η παράλειψη του εργοδότη για την προαγωγή της
στο βαθμό του Υποδιευθυντή και για τα έτη 2002- 2003". Ο λόγος αυτός
πρέπει να απορριφθεί ως αόριστος, καθόσον στην αίτηση αναίρεσης δεν
αναφέρεται η διάταξη του νόμου που παραβιάσθηκε αλλά ούτε αναφέρονται με
πληρότητα οι παραδοχές του Εφετείου. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, και
αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί
η αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα, ως ηττηθείσα,
στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 183
ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-11-2016 αίτηση για την αναίρεση της 6866/2014 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα
οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Απριλίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 8 Ιουνίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ