Η απόφαση δικαιώνει την προσπάθεια που καταβάλλει το Δικηγορικό Γραφείο να ανασταλούν οι πάσης φύσεως διαδικασίες εκτελέσεως από τραπεζικούς οργανισμούς έως την πλήρη διαλεύκανση του ζητήματος, που αφορά την καταχρηστικότητα των συμβατικών όρων τραπεζικών δανειακών συμβάσεων, που προβλέπουν την μετατροπή του εγχωρίου νομίσματος σε ξένο (συγκεκριμένα ελβετικό φράγκο) και την μετακύλιση του κινδύνου ενδεχόμενης διακύμανσης της ισοτιμίας στους δανειολήπτες.
Ειδικότερα, η εν λόγω απόφαση, με απόλυτη και πλήρη αιτιολόγηση, έκανε δεκτή την αίτηση αναστολής εκτέλεσης διαταγής πληρωμής έως την έκδοση απόφασης επί ασκηθείσας έφεσης, καθώς πιθανολογήθηκε η ευδοκίμηση του λόγου έφεσης που αφορά την ακυρότητα δανειακής σύμβασης λόγω πλάνης συνιστάμενης στους κινδύνους που επιδέχεται η σύναψη σύμβασης δανείου σε συνάλλαγμα και συγκεκριμένα σε ελβετικό φράγκο και της καταχρηστικότητας των όρων αυτής.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι δεν προέκυψε ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των ρητρών περί συναλλάγματος με αποτέλεσμα την παραβίαση εκ μέρους του τραπεζικού ιδρύματος της υποχρέωσης σαφήνειας και διαφάνειας των Γενικών Όρων Συναλλαγών. Πιθανολογήθηκε η μη επαρκής και εξειδικευμένη πληροφόρηση των δανειοληπτών από ειδικό σύμβουλο της τράπεζας για τον κίνδυνο υποτίμησης του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου, καθώς και ότι μόνο η ανάγνωση των επίμαχων όρων περί συναλλάγματος δεν τους καθιστά έγκυρους. Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, οι δανειολήπτες πέραν της μη ενημέρωσής τους ήταν και εκτεθειμένοι στους εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ
291/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή …………., Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου, κατόπιν κληρώσεως κατά τη διάταξη του άρθρου 2§3 του ν. 3327/2005.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 09-01-2019, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ : 1) ……………………………….., οι οποίοι παραστάθηκαν ο μεν πρώτος μετά και η δεύτερη δια του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Νικολάου Νικολαϊδη.
ΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΑΙΤΗΣΗ : Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………….» και διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα , οδός ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ………….
Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 29-10-2018 αίτησή τους που κατατέθηκε με γενικό αριθμό κατάθεσης ……../2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………/2018, που προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρθηκε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικά τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι αιτούντες με την κρινόμενη αίτηση τους ζητούν να ανασταλεί η αναγκαστική εκτέλεση της υπ’ αριθμ. ………../2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστού του Δικαστηρίου τούτου, ως τίτλου της εκτέλεσης μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της από 22-12-2017 έφεσης, που έχουν ασκήσει κατά της με αριθμό ……/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σύμφωνα με το άρθρο 632§4 ΚΠολΔ, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός 30 ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (…….) διότι υπάρχει κίνδυνος να υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη. Τέλος ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ ής στην δικαστική τους δαπάνη.
Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. Κ.Πολ.Δικ.) και είναι νόμιμη, στηριζομένη στην διάταξη του άρθρου 632§§3-4, 688, 690 ,176 του Κ. Πολ.Δικ. πλην του αιτήματος περί καταδίκης της καθ’ ής στη δικαστική τους δαπάνη καθώς τα δικαστικά έξοδα, βαρύνουν κατά νόμο τους αιτούντες που θα πρέπει να καταδικαστούν στην πληρωμή τους (άρθρο 84§2 του Κώδικα Δικηγόρων). Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Με το νόμιμα κατατεθειμένο σημείωμά της η καθ’ ής αρνείται την αίτηση και ισχυρίζεται ότι οι λόγοι της έφεσης κατά της με αριθμό 6138/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι νόμω και ουσία αβάσιμοι.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των Καταναλωτών», οι Γενικοί Όροι των Συναλλαγών (Γ.Ο.Σ.), απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιου Γενικού Όρου, κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011 Κ Αρμ. 2012.1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή Ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 «Σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Συγκεκριμένα, στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Επομένως, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου Γ.Ο.Σ. είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006, ΕλλΔνη 2006.419), μνείας γενομένης ότι η παρ. 2 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3587/20707, όπου ορίζεται ότι οι Γ.Ο.Σ. που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των Γ.Ο.Σ. που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικώς και 31 περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se -περ σε) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται και η υπό στοιχείο ια’, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στην σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 2 της Οδηγίας 93/13 ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993 ελέγχεται εάν οι σχετικοί όροι είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει δηλαδή παραβιαστεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007, ΔΕΕ 2007.975). Η απαίτηση περί διαφάνειας των ΓΟΣ δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό χαρακτήρα τους από τυπική και γραμματική άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι’ αυτόν (ΔΕΚ, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, κατά σκέψεις 71 – 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα έπρεπε να είναι ευκρινείς, δηλαδή να μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων του, είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής και υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Και οι ΓΟΣ, υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010,943, ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802). Εξάλλου, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 2501/31-10-2002 (ΦΕΚ Α’ 277/18-11-2002) Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 18 παρ.5 του Ν. 2076/1992 (όπως αυτό ίσχυε μέχρι την κατάργηση του με το άρθρο 92 παρ.1 του Ν. 3601/2007), και άρα έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις, που αφορούν την ενημέρωση των συναλλασσομένων με τα πιστωτικά ιδρύματα, που λειτουργούν στην Ελλάδα, για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους. Σύμφωνα με τις γενικές αρχές, που θεσπίζονται στην παράγραφο Α της εν λόγω ΠΔΤΕ, τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν: α) σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε περίπτωση δανείων από συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος (παρ.Β’, αριθμ. 2, περίπτωση χ, της παραπάνω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος) και β) για τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων (παρ. Β’, αριθμ. 2, περίπτωση χί, της παραπάνω Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος), δηλαδή η ενημέρωση του δανειολήπτη, σε σχέση με τα δάνεια σε συνάλλαγμα και αναφορικά με τον κίνδυνο, από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, πρέπει να γίνεται από κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό, που να διαθέτει το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 3606/2007 πιστοποιητικό καταλληλότητας.
Ειδικότερα, για την περίπτωση της συνομολογηθείσας σύμβασης σε ξένο νόμισμα (ελβετικό φράγκο) και σύμφωνα με τις παραδοχές του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 30-4-2014 (υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, (σκέψεις 71- 75) για τη θεμελίωση της απαιτούμενης διαφάνειας των σχετικών συμβάσεων πρέπει να παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων και ειδικότερα να διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχωρίου νομίσματος σε ξένο, η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και τυχόν άλλων, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσε να έχει για τον ίδιο ο παραπάνω όρος, δηλαδή να διαγνώσει εκ των προτέρων, τόσο το ύψος των μηνιαίων τοκοχρεολυτικών δόσεων που καλείται να καταβάλει για την αποπληρωμή του δανείου του, όσο και για το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του τελευταίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ξένου νομίσματος (ελβετικού φράγκου) διαφοροποιείται σε βάρος του πρώτου (ΠολΠειρ 1911/2017, Α Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ)
Από την ανωμοτί κατάθεση του πρώτου αιτούντος και το σύνολο των δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 755184/19-04-2006 και της με ίδια ημερομηνία πρόσθετης πράξης αυτής, καταρτίσθηκε μεταξύ των αιτούντων ως συνοφειλετών και της καθ’ ής σύμβαση στεγαστικού δανείου και ανοίχτηκε πίστωση υπέρ των αιτούντων ποσού 1.000.000 ευρώ. Στη συνέχεια, την 18-01-2007, υπεγράφη μεταξύ των ιδίων ταυτάριθμη σύμβαση με προσαρτημένη πρόσθετη πράξη επ’ αυτής με την οποία μετετράπη , κατόπιν προτάσεως της καθ’ ής, το δανειακό ποσό από ευρώ σε ελβετικά φράγκα, με κυμαινόμενο επιτόκιο, ανερχόμενο την ίδια ημέρα σε 1.370.761,86 ελβετικά φράγκα, ως υπόλοιπο δανείου , σχεδόν ένα χρόνο μετά την υπογραφή της αρχικής σύμβασης στις 19-04-2006. Λόγω της αδυναμίας των αιτούντων να καταβάλλουν την οφειλόμενη δόση το έτος 2011, η καθ’ ής κατήγγειλε τη σύμβαση και πέτυχε την έκδοση της με αριθμό ………./2012 απόφασης εγγραφής προσημείωσης μέχρι του ποσού των 250000 ευρώ επί παντός ακινήτου των αιτούντων υπέρ της. Στη συνέχεια στις 31-12-2012 η καθ’ ης επέδωσε στους αιτούντες την με αριθμό ……/2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου , που τους υποχρέωνε να καταβάλλουν ποσό 1.252.572,39 ευρώ, κατά της οποίας οι αιτούντες άσκησαν την από 21-01-2013 εμπρόθεσμη ανακοπή τους. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 6138/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου η οποία απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, επικυρώνοντας την με αριθμό ………/2012 διαταγή πληρωμής. Κατόπιν των ανωτέρω οι αιτούντες άσκησαν την από 22-12-2017 έφεσή τους κατά της ανωτέρω με αριθμό ………./2017 απόφασης που εκδικάζεται στις 16-05-2019, ενώ στο μεταξύ με επίσπευση της καθ’ ής η τελευταία με την με αριθμό ………./2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας επέβαλλε αναγκαστική κατάσχεση στις αναφερόμενες σε αυτή πέντε (5) οριζόντιες ιδιοκτησίες των αιτούντων που συνιστούν επιχείρηση-κομμωτήριο αυτών. Η ημερομηνία πλειστηριασμού αυτών ορίσθηκε αρχικά στις 10-10- 2018 οπότε επέβη άκαρπος , ελλείψει πλειοδοτών, ενώ νέα ημερομηνία αυτού ορίσθηκε η 16-01-2019. Με τους έξι (6) λόγους της εφέσεως τους οι αιτούντες, επιδιώκουν την εξαφάνιση της με αριθμό ……../2017 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου και την ακύρωση της με αριθμό ………/2012 διαταγής πληρωμής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και με την παρούσα υπό κρίση αίτηση επιχειρούν να ανασταλεί η εκτέλεση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, καθώς πιθανολογούν ότι θα ευδοκιμήσουν οι προβαλλόμενοι λόγοι της εφέσεως. Ο πρώτος λόγος της εφέσεως αναφέρεται στην εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής των αιτούντων, κατά τον οποίο η σύμβαση είναι άκυρη λόγω πλάνης συνιστάμενης στους κινδύνους που επιδέχεται η σύναψη σύμβασης δανείου σε συνάλλαγμα και λόγω καταχρηστικότητας των όρων αυτής. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει καθώς με βάση και κάτωθι αναφερόμενα δεν προέκυψε ο σαφής και κατανοητός χαρακτήρας των ρητρών των εν λόγω άμεσα συνδεδεμένων από 19-04-2006 και 18-01-2007 δανειακών συμβάσεων μεταξύ των αιτούντων και της καθ’ ής. Ειδικότερα , σχετικά με το αναφερόμενο κυμαινόμενο επιτόκιο η αποσαφήνιση του τι τελικά ισχύει στις εν λόγω συμβάσεις απαιτεί επαρκή πληροφόρηση προς τους αιτούντες—οφειλέτες από ειδικά εξειδικευμένο προσωπικό της Τράπεζας προκειμένου οι τελευταίοι να αντιληφθούν τον συναλλακτικό κίνδυνο. Έτσι, σύμφωνα με τον όρο 5.5.8. της από 18-01-2007 σύμβασης ορίζεται ότι «Σε περίπτωση επιλογής κυμαινόμενου επιτοκίου, ως επιτόκιο του δανείου ορίζεται το άθροισμα του επιτοκίου βάσεως, πλέον περιθωρίου και τυχόν προσαυξήσεως που συμφωνείται στην πρόσθετη πράξη υπό την ένδειξη Επιτόκιο. Ως επιτόκιο ορίζεται η μέση τιμή του εύρους διακυμάνσεως, ανοίγματος κατά κανόνα μιας εκατοστιαίας μονάδας, το οποίο ανακοινώνεται από την Ελβετική Κεντρική Τράπεζα με το πέρας των τριμηνιαίων ή εκτάκτων συνεδριάσεών της με σκοπό τη διαμόρφωση επιτοκίου LIBOR τριών μηνών Ελβετικού Φράγκου εντός του εύρους αυτού». Στον δε όρο 5.5.9 της ως άνω σύμβασης ορίζεται ότι «Σε περίπτωση μετατροπής του νομίσματος του δανείου σε ευρώ λόγω καταγγελίας της παρούσης, θα ισχύει το ως άνω κυμαινόμενο επιτόκιο με τη διαφορά ότι ως κυμαινόμενο επιτόκιο με τη διαφορά ότι ως επιτόκιο βάσεως θα ισχύει το ελάχιστο επιτόκιο προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδοτήσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ευρωσύστημα, που ανακοινώνεται από την Ευρωπαϊκή κεντρική Τράπεζα». Ακολούθως με τον 5.5.9 όρο της από 19-04-2006 σύμβασης ορίστηκε ότι «Σε περίπτωση επιλογής κυμαινόμενου επιτοκίου, ως επιτόκιο ορίζεται το άθροισμα του εκάστοτε ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδοτήσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ευρωσύστημα, που ανακοινώνονται από την ΕΤΚ, πλέον του περιθωρίου και της τυχόν προσαυξήσεως που συμφωνείται στην πρόσθετη πράξη υπό την ένδειξη επιτόκιο. Το κυμαινόμενο επιτόκιο αυξάνεται ή μειώνεται ακολουθώντας τις μεταβολές του επιτοκίου της ΕΤΚ. Η Τράπεζα, χωρίς αυτό να γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα του οφειλέτη, σε σχέση με το ύψος του επιτοκίου, δικαιούται να λογίζει τόκους και με μικρότερο του ως άνω επιτοκίου προσωρινά ή για ορισμένα από αυτή προσδιοριζόμενα διαστήματα μετά τη λήξη των οποίων συνομολογείται ή εξακολουθεί να ισχύει το ως άνω συνομολογούμενο επιτόκιο. Κάθε μεταβολή του επιτοκίου θα ανακοινώνεται στον ημερήσιο πολιτικό ή οικονομικό τύπο». Περαιτέρω στην πρόσθετη πράξη της από 19-04-2006 σύμβασης στον όρο 3.1 ορίζεται ότι: « Το κυμαινόμενο επιτόκιο είναι το άθροισμα του εκάστοτε ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδοτήσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ευρωσύστημα που ανακοινώνεται από την ΕΤΚ (του λοιπού επιτοκίου αναφοράς) πλέον περιθωρίου και τυχόν προσαυξήσεως». Τέλος, σύμφωνα με τον όρο 4.4,6 της από 18-01-2007 οι οφειλέτες δήλωσαν ότι αναγνωρίζουν την ύπαρξη στο δάνειο συναλλαγματικού κινδύνου, τον οποίο και αναλαμβάνουν. Όμως, όπως διαφαίνεται από τα προαναφερόμενα, όλοι οι παραπάνω όροι, που ήταν προδιατυπωμένοι από την καθ’ ής και περιλαμβανόταν στους Γ.Ο.Σ., χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των διαδίκων, κατά το μέρος που ρυθμίζουν την ισοτιμία, με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, που πραγματοποιούν οι οφειλέτες καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής του δανείου τους, αλλά και στην περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης είναι αόριστοι και ασαφείς και ως εκ τούτου καταχρηστικοί και άκυροι. Συγκεκριμένα, με τους επίμαχους όρους παραβιάζεται από την καθ’ ής η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των Γ.Ο.Σ,, η οποία επιτάσσει όλοι οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ούτως ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτων την μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011ΔΕΕ 2012.356). Συγκεκριμένα, με τις ως άνω ρήτρες δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση διαδίκων, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή δανείων, ούτως ώστε ο καταναλωτής και εν’ προκειμένω, οι οφειλέτες, να μπορούν να εκτιμήσουν τις οικονομικές συνέπειες, που θα μπορούσαν να έχουν για τους ίδιους οι παραπάνω όροι, και, συγκεκριμένα, να διαγνώσουν, εκ των προτέρων, τόσο το ύφος των μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, που θα καλούνταν να καταβάλουν για την αποπληρωμή του δανείου, όσο και το ύφος του ανεξόφλητου κεφαλαίου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ. ΔΕΚ, ό.π., σκέψεις 73-75). Εξάλλου οι οφειλέτες από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε πως διέθεταν ιδιαίτερες γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του χρήματος, παρά το γεγονός ότι είναι επιχειρηματίες που διαθέτουν επιχείρηση-κομμωτήριο στην περιοχή των ............. Αττικής. Η αγορά συναλλάγματος είναι η αγορά όπου καθορίζονται οι συναλλαγματικές ισοτιμίες. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι οι μηχανισμοί μέσω των οποίων τα διάφορα νομίσματα συσχετίζονται μεταξύ τους στην παγκόσμια αγορά, παρέχοντας την τιμή του ενός ως προς το άλλο. Το σημαντικότερο επομένως που ο δανειολήπτης έπρεπε να σταθμίσει, ήταν ο μεγάλος κίνδυνος, που αναλάμβανε έναντι μιας μελλοντικής σοβαρής μεταβολής της ισοτιμίας και ο τρόπος που αυτό θα μπορούσε να επιδράσει στην αποπληρωμή του δανείου. Αυτό θα ήταν δυνατό να γίνει μόνο με τη βοήθεια ειδικού συμβούλου της τράπεζας, εξειδικευμένου στην παροχή επενδυτικών συμβουλών σε ξένο νόμισμα. Η πληροφόρηση αυτή, έπρεπε να είναι επαρκής και εξειδικευμένη, προκειμένου οι δανειολήπτες να είναι σε θέση να λαμβάνουν εμπεριστατωμένες και συνετές αποφάσεις, έπρεπε δε να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις και το κεφάλαιο του δανείου, μια σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου. Και ναι μεν οι επίμαχοι όροι ήταν σαφώς διατυπωμένοι από γραμματική άποψη, όμως δεν πιθανολογήθηκε από κανένα στοιχείο ότι οι υπάλληλοι της καθ’ ής τους αποσαφήνισαν στους αιτούντες ως άνω δανειολήπτες, άρα μόνη η ανάγνωση από τους αιτούντες δεν αρκεί, με βάση και την οικεία μείζονα σκέψη, προκειμένου να κριθούν ως έγκυροι βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας τους ως προς τις οικονομικές συνέπειες τους, οδηγούν ουσιαστικά στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή – πελάτη αναφορικά με την εξέλιξη της συναλλακτικής του σχέσης με την Τράπεζα (βλ. ΑΠ 1219/2001, ΔΕΕ 2001,1128). Εξάλλου η καθ’ ης όχι μόνο δεν προέβη σε ενημέρωση των δανειοληπτών αναφορικά με τα παραπάνω αλλά δεν προέβη ούτε σε ενημέρωση όσον αφορά τους αμυντικούς μηχανισμούς κάλυψης του κινδύνου από την ενδεχόμενη μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας ή και των επιτοκίων, με ειδική και εξειδικευμένη παράθεση και ανάλυση των οικονομικών όρων «φυσική» και «χρηματοοικονομική» αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, αναφορικά με την δυνατότητα χρήσης προγραμμάτων αντιστάθμισης του συναλλαγματικού κινδύνου, με ασφάλιση, τη λειτουργία, χρήση και το κόστος αυτών, τη δυνατότητα χρήσης, τη λειτουργία και το κόστος των πιστωτικών παραγώγων, τα οποία θα θωράκιζαν απέναντι στο συναλλαγματικό κίνδυνο σε επίπεδο τόσο δόσης όσο και άληκτου κεφαλαίου, καθώς τέτοια προϊόντα η καθ’ ής δεν πιθανολογήθηκε ότι διέθετε. Συνεπώς οι δανειολήπτες, πέραν της μη ενημέρωσης τους, ήταν και εκτεθειμένοι στους εκάστοτε συναλλαγματικούς κινδύνους. Συνεπώς οι αιτούντες απέδειξαν, ως όφειλαν, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, για την πιθανότητα ευδοκίμησης του σχετικού λόγου της ανακοπής που εφεσιβάλλουν, ότι η καθ’ ης τράπεζα δεν παρείχε σε αυτούς την κατάλληλη ενημέρωση σχετικά με τους οικονομικούς κινδύνους, που μπορούν να προκύψουν από την ενδεχόμενη αυξομείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος και του ελβετικού φράγκου και ως εκ τούτου παραβίασε τον σχετικό ουσιώδη όρο των Γ.Ο.Σ., όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, που επηρεάζει τις θεμελιώσεις υποχρεώσεις του οφειλέτη, που προκύπτουν από την σύμβαση, την οποίαν ο τελευταίος δεν θα υπέγραφε, εάν είχε ενημερωθεί για τις υποχρεώσεις, που αναλάμβανε και τις επιπτώσεις, που θα είχε στις καταβαλλόμενες δόσεις και στο υπόλοιπο του κεφαλαίου του η μετατροπή του δανείου του από ευρώ σε ελβετικά φράγκα. Εξάλλου, πιθανολογήθηκε ότι οι αιτούντες, σε περίπτωση εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό ……../2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, θα υποστούν ουσιώδη βλάβη, γιατί με την κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας τους θα περιέλθουν σε πλήρη αδυναμία λειτουργίας της επιχείρησης-κομμωτηρίου που εδρεύει στο προς πλειστηριασμό ακίνητό τους, αποτελούμενο από 5 μικρότερες οριζόντιες ιδιοκτησίες και δη μιας τετραώροφης οικοδομής στον ……………….., στο …………….., επί οικοπέδου 1123 τ.μ. που περιβάλλεται από τις οδούς ……………………. με πρόσωπο επί της διασταύρωσης της ……………. και της οδού ………….. . Κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ενώ παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων της εφέσεως. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ής πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αιτούντων εκ του νόμου (αρθρ. 84§2′ του Κώδικα Περί Δικηγόρων και άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ αναλογικά εφαρμοζόμενου στην προκειμένη διαδικασία) όπως ειδικότερα ορίζονται κατωτέρω.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
- ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων
- ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση
- ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την αναγκαστική εκτέλεση της ……../2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως τίτλου της εκτέλεσης, μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της από ………. εφέσεως που νομότυπα και εμπρόθεσμα άσκησαν οι αιτούντες κατά της με αριθμό ……/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία)
- ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των αιτούντων τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ής η αίτηση, την οποία ορίζει στο ποσό των ………. (……..) ευρώ.
18 Jan, 2019