155/4/19-10-2018 Ανάθεση ποιοτικού ελέγχου των ορκωτών ελεγκτών λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών στην επιτροπή ποιοτικού ελέγχου (Ε.Π.Ε.).

155/4/19-10-2018 Ανάθεση ποιοτικού ελέγχου των ορκωτών ελεγκτών λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών στην επιτροπή ποιοτικού ελέγχου (Ε.Π.Ε.).

Αριθμ. πράξης 155/4/19-10-2018

(ΦΕΚ Β' 5241/23.11.2018)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΥΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΩΝ

Έχοντας υπόψη:

1. Το άρθρο 33 του ν.4449/2017 (ΦΕΚ Α’ 7/24.1.2017) «Υποχρεωτικός έλεγχος των ετήσιων και των ενοποιημένων χρηματοοικονομικών καταστάσεων, δημόσια εποπτεία επί του ελεγκτικού έργου και λοιπές διατάξεις», όπως ισχύει.

2. Το ν. 3148/2003 «Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, ιδρύματα ηλεκτρονικού χρήματος, προστασία ευρώ, επιχειρήσεις διαμεσολάβησης μεταφοράς κεφαλαίων» (ΦΕΚ Α’/136/5.6.2003), όπως ισχύει.

3. Την υπ’ αριθμ. Γ.Δ.Ο.Π. 0001758 ΕΞ 2017 Χ.Π. 1981/21-11-2017 (ΦΕΚ Υ.Ο.Δ.Δ. 622/27-11-2017) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών της περί διορισμού του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε.

4. Το υπ’ αριθμ. 2357/11-10-2018 έγγραφο του Εποπτικού Συμβουλίου του Σ.Ο.Ε.Λ. προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε.

5. Την υπ’ αριθμ. 155/4ο/19-10-2018 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε.

6. Το άρθρο 90 του π.δ. 63/2005 «Κωδικοποίηση της Νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα Κυβερνητικά Όργανα» (ΦΕΚ Α’/98/22.4.2005),


αποφασίζει:

Την έκδοση της κάτωθι Κανονιστικής Πράξης

Άρθρο 1 Σκοπός

1. Σκοπός της παρούσας είναι η ανάθεση του ποιοτικού ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, που διενεργούν ελέγχους σε οντότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στη περίπτωση 12 του {start}άρθρου 2{end} του νόμου 4449/2017, στην Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου (Ε.Π.Ε.) της παρ. 12 του άρθρου 33 του ν. 4449/2017, που συγκροτείται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (εφεξής Σ.Ο.Ε.Λ.), χωρίς να αποκλείεται η διενέργεια ποιοτικού ελέγχου από την Ε.Λ.Τ.Ε.

2. Οι διατάξεις της παρούσας εφαρμόζονται ως προς όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα των παραγράφων 2 έως 6 του άρθρου 2 του ν. 4449/2017 που αναλαμβάνουν και πραγματοποιούν ελεγκτικές εργασίες, οι οποίες ρυθμίζονται στην εκάστοτε κείμενη νομοθεσία ως «υποχρεωτικοί έλεγχοι», σε οντότητες μη δημοσίου συμφέροντος.

Άρθρο 2
Συχνότητα και περιεχόμενο ποιοτικών ελέγχων


1. Οι ποιοτικοί έλεγχοι διενεργούνται τουλάχιστον άπαξ κάθε έξι χρόνια.

2. Το Συμβούλιο Ποιοτικού Ελέγχου που προβλέπεται από το άρθρο 5 του ν. 3148/2003 (εφεξής «Σ.Π.Ε.»), προκειμένου να επιλέξει τους ελεγχόμενους φορείς που θα υπαχθούν σε ποιοτικό έλεγχο λαμβάνει υπόψη του ενδεικτικώς, τα ακόλουθα:

• Τη δυνητική διακύβευση της ανεξαρτησίας του ελεγχόμενου φορέα εξαιτίας της τυχόν συγκέντρωσης των πηγών εσόδων του σε περιορισμένο αριθμό ελεγχόμενων οντοτήτων.

• Τους ενδεχόμενους κινδύνους.

• Επίκαιρα ζητήματα, κρίσιμα λογιστικά και ελεγκτικά θέματα.

• Διαπιστωθείσες στο παρελθόν παραβάσεις και τα ευρήματα των ποιοτικών ελέγχων, που η Ε.Λ.Τ.Ε. και το Σ.Ο.Ε.Λ. έχουν ήδη διενεργήσει.

• Τις τυχόν δυσανάλογα χαμηλές αμοιβές ελεγκτικών υπηρεσιών σε σχέση με το μέγεθος των ελεγχόμενων οντοτήτων και τον βαθμό πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους.

• Αρχικές αναθέσεις ελεγχόμενων οντοτήτων.

• Καταγγελίες και αναφορές που έχουν περιέλθει σε γνώση της Ε.Λ.Τ.Ε. και του Σ.Ο.Ε.Λ.

Η ως άνω αναφορά ενδεικτικών κριτηρίων επιλογής των προς έλεγχο φορέων δεν έχει την έννοια κατάταξης των κριτηρίων αυτών κατά σειρά βαρύτητας.

3. Περιεχόμενο των ποιοτικών ελέγχων δύναται να αποτελούν:

α) Η αξιολόγηση του σχεδιασμού του εσωτερικού συστήματος ποιοτικού ελέγχου που υποχρεούται να διατηρεί ο ελεγχόμενος φορέας που διενεργεί υποχρεωτικούς ελέγχους σε οντότητες μη δημοσίου ενδιαφέροντος, σύμφωνα με το {start}άρθρο 26 παρ. 1{end} του ν.4449/2017 και το Διεθνές Πρότυπο Δικλίδων Ποιότητας (ΔΠΔΠ Νο1) καθώς και ο έλεγχος της αποτελεσματικής τήρησης αυτών.

β) Η αξιολόγηση των ελεγκτικών εργασιών επί των υποχρεωτικών ελέγχων (ατομικών και ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων) σε οντότητες μη δημοσίου συμφέροντος που αναλαμβάνει ο ελεγχόμενος φορέας, σύμφωνα με τα ισχύοντα πρότυπα ελέγχου και την κείμενη νομοθεσία.

γ) Η αξιολόγηση των ελεγκτικών εργασιών για τη χορήγηση φορολογικού πιστοποιητικού σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και το Διεθνές Πρότυπο Εργασιών Διασφάλισης 3000.

δ) Η αξιολόγηση της επάρκειας των μέτρων και διαδικασιών, που έχουν υιοθετήσει οι ορκωτοί ελεγκτές λογιστές και οι ελεγκτικές εταιρείες του άρθρου 2 παρ. 2-6 του ν. 4449/2017 σχετικά με την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας σύμφωνα με το ν.4557/2018.

Άρθρο 3
Πρόσωπα που διενεργούν τους ποιοτικούς ελέγχους


1. Οι έλεγχοι πραγματοποιούνται από φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν οριστεί ως ειδικοί εντεταλμένοι ελεγκτές της Ε.Π.Ε. με ανάλογες αρμοδιότητες και υποχρεώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 33 του ν. 4449/2017 για τους εντεταλμένους ελεγκτές της Ε.Λ.Τ.Ε. Τα πρόσωπα αυτά έχουν κατάλληλη επαγγελματική κατάρτιση και εμπειρία και έχουν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση σε θέματα διενέργειας ποιοτικών ελέγχων.

2. Σε ειδικές περιπτώσεις, με απόφαση του Σ.Π.Ε., δύναται στις ομάδες ποιοτικού ελέγχου να συμμετέχουν και εντεταλμένοι ελεγκτές της Ε.Λ.Τ.Ε. (κοινά κλιμάκια ποιοτικού ελέγχου).

3. Η Ε.Π.Ε. και οι ειδικοί εντεταλμένοι ελεγκτές της Ε.Π.Ε. υποχρεούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των {start}άρθρων 33{end} και {start}41{end} του ν.4449/2017, καθώς και του άρθρου 11 του ν.3148/2003.

4. Για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας και της αντικειμενικότητας των ποιοτικών ελέγχων, τα πρόσωπα της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου υπόκεινται στους ακόλουθους περιορισμούς:

α) Δεν επιτρέπεται να ασκούν το επάγγελμα του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή να εργάζονται για λογαριασμό ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας ή του δικτύου τους,

β) δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν σε ποιοτικό έλεγχο ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή ελεγκτικής εταιρείας έως ότου περάσουν τρία (3) έτη από τη στιγμή που ο ειδικός εντεταλμένος ελεγκτής έπαψε να είναι εταίρος ή υπάλληλος του εν λόγω ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας ή να συνδέεται με άλλον τρόπο με αυτόν/ήν,

γ) δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και του ελεγχόμενου φορέα, επί του οποίου θα πραγματοποιήσουν έλεγχο.

δ) Επιπρόσθετα των ανωτέρω, τα μέλη της Ε.Π.Ε. κατά τα τρία έτη που προηγούνται της συμμετοχής τους στο σύστημα ποιοτικών ελέγχων δεν διενέργησαν υποχρεωτικούς ελέγχους, δεν είχαν δικαιώματα ψήφου σε ελεγκτική εταιρεία, δεν υπήρξαν μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού οργάνου ελεγκτικής εταιρείας και δεν απασχολήθηκαν ούτε συνδέθηκαν κατ’ άλλον τρόπο με ελεγκτική εταιρεία.

Οι ειδικοί εντεταλμένοι ελεγκτές της Ε.Π.Ε., υποχρεούνται να υποβάλλουν στην Ε.Π.Ε. πριν από την έναρξη εκάστου ποιοτικού ελέγχου που τους ανατίθεται, «δήλωση ανεξαρτησίας», με την οποία θα δηλώνουν ότι συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι, δήλωση ανεξαρτησίας που έχει υποβληθεί από τα παραπάνω πρόσωπα, περιέχει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία, το Ε.Σ. του Σ.O.E.Λ., μετά από εισήγηση της Ε.Π.Ε., αποφασίζει κατά περίπτωση:

(α) Την απομάκρυνσή του ως άνω προσώπου από τον ποιοτικό έλεγχο συγκεκριμένου ελεγχόμενου φορέα ή

(β) την απομάκρυνσή του ως άνω προσώπου από την εν γένει διαδικασία πραγματοποίησης ποιοτικών ελέγχων.

Άρθρο 4
Υποχρεώσεις συνεργασίας


1. Οι ελεγχόμενοι φορείς έχουν την υποχρέωση πλήρους και απρόσκοπτης συνεργασίας με την Ε.Π.Ε. και τους ειδικούς εντεταλμένους ελεγκτές της στο πλαίσιο της διενέργειας ποιοτικού ελέγχου.

2. Η συνεργασία αυτή περιλαμβάνει συμμόρφωση των εποπτευόμενων με κάθε αίτημα της Ε.Π.Ε. και των ειδικών εντεταλμένων ελεγκτών της, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων τους, σχετικά με:

(α) την προετοιμασία και διαθεσιμότητα όλων των απαραίτητων εγγράφων, στοιχείων και πληροφοριών, καθώς και του αρμόδιου προσωπικού του ελεγχόμενου φορέα προς την Ε.Π.Ε. και τους ειδικούς εντεταλμένους ελεγκτές της, για την απρόσκοπτη διεκπεραίωση του ποιοτικού ελέγχου της Ε.Π.Ε.,

(β) την παροχή πρόσβασης και τη διαβίβαση κάθε έγγραφου, στοιχείου και πληροφορίας που σχετίζονται, ή μπορεί να σχετίζονται με τον υπό εκτέλεση ποιοτικό έλεγχο της Ε.Π.Ε., και βρίσκεται στην κατοχή του ελεγχόμενου φορέα,

(γ) την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων μέσω συνεντεύξεων, γραπτών αναφορών ή κάθε άλλου πρόσφορου, κατά την κρίση της Ε.Π.Ε., μέσου.

3. Οι ελεγχόμενοι φορείς δεν μπορούν να επικαλεστούν λόγους επαγγελματικού, ή άλλης φύσεως, απορρήτου για τη μη συμμόρφωσή τους με τις προβλεπόμενες στις άνω παραγράφους υποχρεώσεις τους, καθότι η Ε.Π.Ε. και οι ειδικοί εντεταλμένοι ελεγκτές της λειτουργούν κατ’ εντολή και για λογαριασμό της Ε.Λ.Τ.Ε., όπως προβλέπεται στο άρθρο 33 του ν. 4449/2017.

Άρθρο 5
Διαδικασία έναρξης και διεξαγωγής ποιοτικών ελέγχων


1. Το Σ.Π.Ε. καταρτίζει ετησίως πρόγραμμα για τη διενέργεια των ποιοτικών ελέγχων, τις ελεγκτικές εταιρείες που θα υπαχθούν σε αυτό καθώς και τους φακέλους ελεγκτικής τεκμηρίωσης που ανατίθεται στην Ε.Π.Ε.. Η Ε.Π.Ε. εκδίδει την σχετική εντολή ελέγχου και ενημερώνει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος τους ελεγχόμενους φορείς, που πρόκειται να υπαχθούν σε ποιοτικό έλεγχο.

2. Η Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται, προκειμένου για την επιλογή των ελεγχόμενων φορέων που θα ενταχθούν στο ετήσιο πρόγραμμα ποιοτικών ελέγχων του Σ.Π.Ε., να ζητά από τους ελεγχόμενους φορείς την παροχή πληροφοριών πριν την έναρξη των ετήσιων ποιοτικών ελέγχων της. Οι ελεγχόμενοι φορείς υποχρεούνται να παρέχουν άμεσα στην Ε.Λ.Τ.Ε. τις πληροφορίες αυτές.

3. Οι ειδικοί εντεταλμένοι ελεγκτές της Ε.Π.Ε. για την επισκόπηση χρησιμοποιούν ερωτηματολόγιο ποιοτικού ελέγχου, το οποίο είναι εγκεκριμένο από την ΕΠΕ. και το Σ.Π.Ε.

4. Τα εγχειρίδια ποιοτικού ελέγχου, βάσει των οποίων έχει εκπονηθεί το ερωτηματολόγιο, θα επισκοπούνται και θα επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Οι αλλαγές θα εγκρίνονται από την Ε.Π.Ε. και όπου κρίνεται απαραίτητο και από το Σ.Π.Ε.

5. Οι ποιοτικοί έλεγχοι θα πρέπει να είναι κατάλληλοι και αναλογικοί σε σχέση με την κλίμακα και την πολυπλοκότητα της δραστηριότητας του ορκωτού ελεγκτή λογιστή ή της ελεγκτικής εταιρείας.

Με απόφαση του Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε. δύναται να προβλέπονται πιο απλουστευμένες απαιτήσεις για τους ελέγχους που αναφέρονται στις περιπτώσεις β και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 4449/2017.

6. Η Ε.Λ.Τ.Ε. έχει το δικαίωμα επιθεώρησης και επισκόπησης της εργασίας της ΕΠΕ.

Άρθρο 6
Διαδικασία έκδοσης της Έκθεσης Ποιοτικού Ελέγχου -Κοινοποίηση ευρημάτων στον ελεγχόμενο φορέα


1. Μετά την πραγματοποίηση ποιοτικού ελέγχου, συντάσσεται σχέδιο έκθεσης ευρημάτων ποιοτικού ελέγχου.

2. Το σχέδιο αυτό υποβάλλεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, στον ελεγχόμενο φορέα. Ο ελεγχόμενος φορέας, υποχρεούται να υποβάλει στην Ε.Π.Ε. τις παρατηρήσεις του επί του σχεδίου έκθεσης, εντός εύλογης προθεσμίας από την κοινοποίηση του εν λόγω σχεδίου σε αυτόν, που καθορίζεται από την Ε.Π.Ε.

3. Η Ε.Π.Ε. αξιολογεί τις παρατηρήσεις του ελεγχόμενου φορέα επί του σχεδίου έκθεσης. Κατά τη διαδικασία αυτή, η Ε.Π.Ε. δύναται να ζητήσει από τον ελεγχόμενο φορέα όποιες διευκρινίσεις κρίνει απαραίτητες επί των υποβληθέντων παρατηρήσεων.

4. Κατόπιν ολοκλήρωσης της αξιολόγησης των παρατηρήσεων του ελεγχόμενου φορέα επί του σχεδίου έκθεσης και έγκρισης τους από την Ε.Π.Ε., η Ε.Π.Ε. δύναται να προβεί στις ακόλουθες ενέργειες:

(α) Υιοθέτηση του σχεδίου έκθεσης ως «Οριστική Έκθεση Ποιοτικού Ελέγχου»,

(β) αναθεώρηση του σχεδίου έκθεσης ποιοτικού ελέγχου,

(γ) συνέχιση του ποιοτικού ελέγχου για τη συγκέντρωση πληροφοριών απαραίτητων για την οριστικοποίηση της Έκθεσης Ποιοτικού Ελέγχου.

5. Η οριστική Έκθεση Ποιοτικού Ελέγχου, συνοδευόμενη από την αρχική έκθεση, τις απαντήσεις του ελεγχόμενου φορέα και την τελική εισήγηση των ειδικών εντεταλμένων ελεγκτών της Ε.Π.Ε., υποβάλλεται, με σχετική εισήγηση, τηρούμενης της εμπιστευτικότητας, στο Σ.Π.Ε. για τις δικές του ενέργειες.

6. Το Σ.Π.Ε. σε συνεργασία με την Ε.Π.Ε. δύνανται να προβούν από κοινού σε εφαρμογή συστήματος βαθμολόγησης των φακέλων επισκόπησης.

Άρθρο 7
Διαδικασίες αναφορικά με αδυναμίες και τυχόν παρεμβάσεις


1. Το Σ.Π.Ε. κοινοποιεί την οριστική έκθεση ποιοτικού ελέγχου στους ελεγχόμενους φορείς και δύναται να προβαίνει σε υποδείξεις σε αυτούς ως αποτέλεσμα της διενέργειας του ποιοτικού ελέγχου.

2. Οι ελεγχόμενοι φορείς υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις ως άνω υποδείξεις του Σ.Π.Ε., εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο καθορίζεται από αυτό. Η μη συμμόρφωση με τις προαναφερόμενες υποδείξεις του Σ.Π.Ε. συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 3148/2003.

3. Σε περίπτωση που το Σ.Π.Ε. θεωρεί ότι ο ελεγχόμενος φορέας έχει προβεί ή ενδέχεται να έχει προβεί σε παραβατική πράξη ή συμπεριφορά ή σε παράλειψη συμμόρφωσης με την κείμενη νομοθεσία, παραπέμπει την υπόθεση στο Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., σύμφωνα με τα {start}άρθρα 34{end} και {start}35{end} του ν. 4449/2017.

Άρθρο 8
Δημοσιοποίηση αποτελεσμάτων ποιοτικών ελέγχων


Το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., κατόπιν εισήγησης από την Ε.Π.Ε., δύναται να δημοσιεύει ετησίως ή όταν κρίνει απαραίτητο συγκεντρωτικές εκθέσεις με αντικείμενο θέματα και παρατηρήσεις που προκύπτουν από τους ποιοτικούς ελέγχους που διενεργεί η ΕΠΕ.

Άρθρο 9
Συμμόρφωση των ορκωτών ελεγκτών λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών


1. Η μη συμμόρφωση των ελεγχόμενων φορέων με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται από την παρούσα Κανονιστική Πράξη, συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα και επισύρει τις κυρώσεις του άρθρου 35 του ν. 4449/2017. Εκτός της σύνταξης των εκθέσεων ποιοτικού ελέγχου για την τήρηση του Διεθνούς Προτύπου Δικλίδων Ποιότητας 1 (ISQC1) και των Διεθνών Προτύπων Ελέγχου (ΔΕΠ) από τους ορκωτούς ελεγκτές λογιστές και τις ελεγκτικές εταιρείες, η Ε.Π.Ε. δύναται να συντάσσει και ειδικές αναφορές προς στο Σ.Π.Ε. και το Δ.Σ. της Ε.Λ.Τ.Ε., που θα περιλαμβάνουν αρνήσεις ή κωλύματα στη διενέργεια του ποιοτικού ελέγχου εκ μέρους των ορκωτών ελεγκτών λογιστών και των ελεγκτικών εταιρειών, λήψη παραπόνων για θέματα ποιότητας ελέγχου κ.λπ.

Άρθρο 10
Σύσταση επιτροπής ποιοτικού ελέγχου

Συνιστάται πενταμελής Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου (Ε.Π.Ε.) που συγκροτείται με απόφαση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σ.O.E.Λ. σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στην{start} παρ. 12, του άρθρου 33{end}, του ν. 4449/2017 και η παρούσα κανονιστική πράξη ισχύει για τρία χρόνια από την σύστασή της.

Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.


Ο Πρόεδρος
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΠΑΔΕΑΣ

Πηγή: Taxheaven