ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Νοεμβρίου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 31 – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Πεδίο εφαρμογής – Παρέκκλιση – Άρθρο 1, παράγραφος 3 – Οδηγία 89/391/ΕΟΚ – Άρθρο 2, παράγραφος 2 – Δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα»
Στην υπόθεση C‑147/17,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Constanța (εφετείο Κωνστάντζας, Ρουμανία) με απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2017, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Μαρτίου 2017, στο πλαίσιο της δίκης
Sindicatul Familia Constanţa,
Ustinia Cvas κ.λπ.
κατά
Direcţia Generală de Asistenţă Socială şi Protecţia Copilului Constanţa,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),
συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, J.‑C. Bonichot, A. Arabadjiev, T. von Danwitz, C. Toader και Κ. Λυκούργο (εισηγητή), προέδρους τμήματος, M. Ilešič, E. Levits, L. Bay Larsen, M. Safjan, C. G. Fernlund, C. Vajda και S. Rodin, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: N. Wahl
γραμματέας: R. Şereş, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Μαΐου 2018,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον R. H. Radu, στη συνέχεια από τον C. Canţăr, καθώς και από τις O. C. Ichim και L. Liţu,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και T. Henze,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους M. van Beek, C. Hödlmayr και A. Biolan,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 28ης Ιουνίου 2018,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία (ΕΕ 1989, L 183, σ 1), και του άρθρου 1, παράγραφος 3, του άρθρου 2, σημείο 1, και των άρθρων 5, 7 και 17 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 1993, L 299, σ. 18).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Sindicatul Familia Constanța (συνδικάτου «Οικογένεια» Κωνστάντζας, Ρουμανία), συνδικαλιστικής οργάνωσης, και ορισμένων επαγγελματιών αναδόχων γονέων, αφενός, και της Direcția Generală de Asistență Socială și Protecția Copilului Constanța (γενικής διευθύνσεως κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας της παιδικής ηλικίας της Κωνστάντζας, στο εξής: γενική διεύθυνση), αφετέρου, με αντικείμενο αγωγή των αναδόχων αυτών γονέων με την οποία αυτοί ζητούν την καταβολή προσαυξήσεως 100 % επί του βασικού μισθού για την εργασία που παρείχαν σε ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως, επισήμων αργιών και άλλες μη εργάσιμες ημέρες, καθώς και χρηματικής αποζημίωσης ίσης με τις αποδοχές ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, από το 2012 έως το 2015.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 89/391
3 Το άρθρο 2 της οδηγίας 89/391 ορίζει τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς τομείς δραστηριοτήτων (βιομηχανικές, γεωργικές, εμπορικές, διοικητικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστικές δραστηριότητες, δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών, αναψυχής κλπ.).
2. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν δεν το επιτρέπουν εγγενείς ιδιαιτερότητες ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, π.χ. στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία, ή ορισμένων συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας.
Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εξασφαλίζεται, όσον αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων, έχοντας υπόψη τους στόχους της παρούσας οδηγίας.»
Η οδηγία 2003/88
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 4 και 5 της οδηγίας 2003/88 έχουν ως εξής:
«(1) Η οδηγία 93/104/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας [...], η οποία ορίζει τις ελάχιστες απαιτήσεις για την ασφάλεια και την υγεία σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας, όσον αφορά τις περιόδους ημερήσιας ανάπαυσης, τα διαλείμματα, την εβδομαδιαία ανάπαυση, τη μέγιστη κατ’ εβδομάδα διάρκεια εργασίας, την ετήσια άδεια, καθώς και στοιχεία της νυχτερινής εργασίας, της εργασίας κατά βάρδιες και των ρυθμών εργασίας, έχει τροποποιηθεί σε σημαντική έκταση. Είναι, ως εκ τούτου, σκόπιμη, για λόγους σαφήνειας, η κωδικοποίηση των σχετικών διατάξεων.
(2) Το άρθρο 137 της συνθήκης προβλέπει ότι η Κοινότητα υποστηρίζει και συμπληρώνει τη δράση των κρατών μελών για τη βελτίωση του περιβάλλοντος εργασίας, με σκοπό την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων. [...]
[...]
(4) Η βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία είναι στόχος ο οποίος δεν μπορεί να εξαρτάται από καθαρά οικονομικές εκτιμήσεις.
(5) Όλοι οι εργαζόμενοι πρέπει να έχουν επαρκείς περιόδους ανάπαυσης. Η έννοια της “ανάπαυσης” πρέπει να εκφράζεται σε μονάδες χρόνου, και συγκεκριμένα ημέρες, ώρες ή και κλάσματά τους. Οι εργαζόμενοι στην Κοινότητα πρέπει να διαθέτουν ορισμένες ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης, ημερησίας, εβδομαδιαίας και ετήσιας καθώς και κατάλληλα διαλείμματα εργασίας. Επίσης, θα πρέπει να προβλέπεται σχετικά και μια μέγιστη κατ’ εβδομάδα διάρκεια εργασίας.»
5 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«1. Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.
2. Εφαρμόζεται:
α) στις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και ετήσιας άδειας, στο χρόνο διαλείμματος και στη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, και
β) σε ορισμένες πλευρές της νυκτερινής εργασίας, της κατά βάρδιες εργασίας και του ρυθμού εργασίας.
3. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλους τους ιδιωτικούς ή δημόσιους τομείς δραστηριοτήτων, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ, με την επιφύλαξη των άρθρων 14, 17, 18 και 19 της παρούσας οδηγίας.
[...]»
6 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:
1. “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·
[…]».
7 Το άρθρο 5 της ίδιας οδηγίας, που επιγράφεται «Εβδομαδιαία ανάπαυση», προβλέπει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε κάθε εργαζόμενος να διαθέτει, ανά περίοδο επτά ημερών, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων ωρών, στις οποίες προστίθενται οι ένδεκα ώρες ημερήσιας ανάπαυσης, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 3.
Αν δικαιολογείται για αντικειμενικούς ή τεχνικούς λόγους ή από τις συνθήκες οργάνωσης της εργασίας, μπορεί να ορίζεται ελάχιστη περίοδος ανάπαυσης 24 ωρών.»
8 Το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88, που αφορά την ετήσια άδεια, ορίζει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να παρέχεται σε όλους τους εργαζομένους ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές για την απόκτηση του σχετικού δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας.
2. Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας αδείας μετ’ αποδοχών μπορεί να αντικαθίσταται από χρηματική αποζημίωση μόνον σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»
9 Το άρθρο 17 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«1. Τα κράτη μέλη, τηρώντας τις γενικές αρχές για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, μπορούν να παρεκκλίνουν από τα άρθρα 3, 4, 5, 6, 8 και 16, εφόσον η διάρκεια του χρόνου εργασίας, λόγω των ιδιαιτεροτήτων της ασκούμενης δραστηριότητας, δεν υπολογίζεται ή/και δεν προκαθορίζεται ή μπορεί να καθορίζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους, ιδίως δε εφόσον πρόκειται για:
α) διευθυντικά στελέχη ή άλλα πρόσωπα εξουσιοδοτημένα να λαμβάνουν αποφάσεις αυτόνομα·
β) οικογενειακό προσωπικό, ή
γ) εργαζόμενους στον τελετουργικό τομέα των εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων.
[...]
3. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3, 4, 5, 8 και 16, είναι δυνατόν να επιτρέπονται:
[...]
β) για τις δραστηριότητες φύλαξης και επίβλεψης που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη συνεχούς παρουσίας για την προστασία των αγαθών και των προσώπων, ιδίως όταν πρόκειται για φύλακες και θυρωρούς ή επιχειρήσεις φύλαξης·
γ) για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από την ανάγκη να εξασφαλισθεί η συνέχεια της υπηρεσίας ή της παραγωγής, ιδίως:
i) για τις υπηρεσίες τις σχετικές με την υποδοχή, τη νοσηλεία ή/και την περίθαλψη που παρέχονται από νοσοκομεία ή παρόμοια ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων των ασκούμενων ιατρών, από ιδρύματα διαμονής και από φυλακές·
ii) για εργαζόμενους στους λιμένες και τους αερολιμένες·
iii) για τις υπηρεσίες τύπου, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης, κινηματογράφου, ταχυδρομείων ή τηλεπικοινωνιών, τις υπηρεσίες ασθενοφόρων, τις πυροσβεστικές υπηρεσίες ή την πολιτική άμυνα·
iv) για υπηρεσίες παραγωγής, μεταφοράς και διανομής φωταερίου, ύδατος ή ηλεκτρισμού, τις υπηρεσίες αποκομιδής οικιακών απορριμμάτων ή τις εγκαταστάσεις αποτέφρωσης·
v) για τις βιομηχανίες όπου είναι αδύνατο να διακοπεί η εργασία για τεχνικούς λόγους·
vi) για τις δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης·
vii) για τη γεωργία·
viii) για τους εργαζόμενους, οι οποίοι ασχολούνται με τη μεταφορά επιβατών με τακτικές αστικές μεταφορές·
[...]
4. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, παρεκκλίσεις από τα άρθρα 3 και 5 είναι δυνατόν να επιτρέπονται:
[...]
β) για τις δραστηριότητες που χαρακτηρίζονται από τμηματικές περιόδους ημερήσιας εργασίας, ιδίως προσωπικού το οποίο ασχολείται με δραστηριότητες καθαρισμού.
[...]»
Το ρουμανικό δίκαιο
10 Το άρθρο 4 του Legea nr. 272/2004 privind protecția si promovarea drepturilor copilului (νόμου 272/2004 για την προστασία και την προώθηση των δικαιωμάτων του παιδιού) ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, οι κατωτέρω όροι και εκφράσεις νοούνται ως εξής: [...]
d) ανάδοχη οικογένεια – πρόσωπα μη ανήκοντα στην ευρύτερη οικογένεια, στην οποία περιλαμβάνονται και οι συγγενείς εξ αγχιστείας έως και τον τέταρτο βαθμό, και επαγγελματίες ανάδοχοι οι οποίοι έχουν τη νόμιμη μέριμνα για την ανατροφή και τη φροντίδα του ανηλίκου.»
11 Το άρθρο 116 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:
«(1) Η δημόσια υπηρεσία που ειδικεύεται στην προστασία της παιδικής ηλικίας, η οποία υπάγεται στα επαρχιακά συμβούλια και τα τοπικά συμβούλια των τομέων του Δήμου Βουκουρεστίου [Ρουμανία], καθώς και η δημόσια υπηρεσία κοινωνικής πρόνοιας σε επίπεδο επαρχιών και τομέων του Δήμου Βουκουρεστίου αναδιοργανώνονται ως γενική διεύθυνση κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας της παιδικής ηλικίας.
(2) Η γενική διεύθυνση κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας της παιδικής ηλικίας είναι δημόσιος οργανισμός με νομική προσωπικότητα, υπαγόμενος στο επαρχιακό συμβούλιο ή στα τοπικά συμβούλια των τομέων του Δήμου Βουκουρεστίου, ο οποίος αναλαμβάνει, τηρουμένων των αναλογιών, τις αρμοδιότητες της δημόσιας υπηρεσίας κοινωνικής πρόνοιας σε επίπεδο επαρχίας και, αντιστοίχως, τις αρμοδιότητες της δημόσιας υπηρεσίας κοινωνικής πρόνοιας σε επίπεδο τομέων του Δήμου Βουκουρεστίου.
(3) Ο οργανισμός που προβλέπεται στην παράγραφο (2) ασκεί, στο πλαίσιο της προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού, τις αρμοδιότητες που προβλέπουν ο παρών νόμος και άλλες ισχύουσες διατάξεις.
[...]»
12 Το άρθρο 117 του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:
«Η γενική διεύθυνση κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας της παιδικής ηλικίας ασκεί, στο πλαίσιο της προστασίας και προαγωγής των δικαιωμάτων του παιδιού, τις εξής κύριες αρμοδιότητες:
a) συντονισμός των δραστηριοτήτων κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας της οικογένειας και των δικαιωμάτων του παιδιού σε επίπεδο επαρχίας ή τομέα του Δήμου Βουκουρεστίου·
[...]».
13 Το άρθρο 121 του νόμου 272/2004 ορίζει τα εξής:
«Οι υπηρεσίες οικογενειακού τύπου είναι οι υπηρεσίες που παρέχονται στην κατοικία ενός φυσικού προσώπου ή μιας οικογένειας για την ανατροφή και την φροντίδα ανηλίκου που έχει αποχωριστεί, προσωρινά ή οριστικά, από τους γονείς του, μετά τη λήψη μέτρου τοποθετήσεώς του σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.»
14 Το άρθρο 122 του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:
«(1) Ανήλικοι που βρίσκονται σε καθεστώς αναδοχής μπορούν να τοποθετηθούν σε οικογένειες ή πρόσωπα ηλικίας τουλάχιστον 18 ετών, με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, που κατοικούν στη Ρουμανία και έχουν τα απαιτούμενα ηθικά προσόντα και πληρούν τις αναγκαίες υλικές προϋποθέσεις για την ανατροφή και τη φροντίδα ανηλίκου ο οποίος έχει αποχωριστεί προσωρινά ή οριστικά από τους γονείς του.
[...]
(3) Η δραστηριότητα του προσώπου που έχει πιστοποιηθεί ως επαγγελματίας ανάδοχος σύμφωνα με τον νόμο, ασκείται βάσει ειδικής συμβάσεως, που αφορά την προστασία του ανηλίκου, η οποία συνάπτεται με τη γενική διεύθυνση ή με διαπιστευμένο ιδιωτικό φορέα και ορίζει τα εξής:
a) ότι οι δραστηριότητες για την ανατροφή, τη φροντίδα και την αγωγή των ανηλίκων που τελούν σε καθεστώς αναδοχής ασκούνται κατ’ οίκον·
b) ότι το χρονοδιάγραμμα εργασίας καθορίζεται με βάση τις ανάγκες των ανηλίκων·
c) ότι ο σχεδιασμός του ελεύθερου χρόνου γίνεται με βάση το πρόγραμμα της οικογένειας και των ανηλίκων που τελούν σε καθεστώς αναδοχής·
d) ότι εξασφαλίζεται η αδιάλειπτη άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της νόμιμης ετήσιας άδειας, εκτός αν η γενική διεύθυνση έχει εγκρίνει τον αποχωρισμό, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, από τον ανήλικο που έχει τοποθετηθεί στην οικογένεια.
(4) Η ατομική σύμβαση εργασίας συνάπτεται την ημέρα εκδόσεως της αποφάσεως του διευθυντή περί λήψεως μέτρου επείγουσας τοποθετήσεως ή της αποφάσεως της επιτροπής για την προστασία της παιδικής ηλικίας/του δικαστηρίου περί λήψεως μέτρου τοποθετήσεως.
[…]»
15 Η Hotarârea Guvernului nr. 679/2003 (κυβερνητική απόφαση 679/2003) αφορά τη χορήγηση πιστοποιήσεως, τις διαδικασίες πιστοποιήσεως και το καθεστώς των επαγγελματιών αναδόχων γονέων.
16 Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής:
«Ο επαγγελματίας ανάδοχος γονέας είναι φυσικό πρόσωπο που έχει λάβει πιστοποίηση σύμφωνα με την παρούσα απόφαση το οποίο μεριμνά, μέσω των δραστηριοτήτων που ασκεί κατ’ οίκον, για την ανατροφή, τη φροντίδα και την αγωγή που είναι αναγκαίες για την αρμονική ανάπτυξη των ανηλίκων που τοποθετήθηκαν σε αυτόν ή των οποίων η φροντίδα του έχει ανατεθεί.»
17 Το άρθρο 8 της εν λόγω αποφάσεως ορίζει τα εξής:
«(1) Η δραστηριότητα του προσώπου που έχει πιστοποιηθεί ως επαγγελματίας ανάδοχος ασκείται βάσει ειδικής ατομικής συμβάσεως εργασίας που έχει συγκεκριμένα ως σκοπό την προστασία του ανηλίκου και συνάπτεται με ειδική δημόσια υπηρεσία προστασίας της παιδικής ηλικίας ή με εξουσιοδοτημένο ιδιωτικό φορέα, ο οποίος έχει την υποχρέωση να εποπτεύει και να υποστηρίζει τη δραστηριότητα των επαγγελματιών αναδόχων γονέων.
(2) Η ατομική σύμβαση εργασίας συνάπτεται για την περίοδο ισχύος της πιστοποιήσεως.
(3) Η εκτέλεση της ατομικής συμβάσεως εργασίας αρχίζει από την ημερομηνία παραλαβής της αποφάσεως περί τοποθετήσεως του ανηλίκου ή περί αναθέσεως της φροντίδας για τον ανήλικο στον επαγγελματία ανάδοχο.
[…]»
18 Το άρθρο 9 της ίδιας αποφάσεως προβλέπει τα εξής:
«(1) Ο επαγγελματίας ανάδοχος συνάπτει συμφωνία για κάθε ανήλικο που τοποθετείται σε αυτόν ή του οποίου η φροντίδα του ανατίθεται, η οποία αποτελεί παράρτημα της ατομικής συμβάσεως εργασίας που συνάπτει με τον εργοδότη.
(2) Η συμφωνία συνάπτεται με την έγγραφη συναίνεση του ή της συζύγου του επαγγελματία αναδόχου και κοινοποιείται στην επιτροπή προστασίας ανηλίκων που αποφάσισε την τοποθέτηση ή την ανάθεση της φροντίδας του ανηλίκου.
(3) Η συμφωνία περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:
[...]
g) συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μερών.»
19 Κατά το άρθρο 10 της κυβερνητικής αποφάσεως 679/2003:
«(1) Ο επαγγελματίας ανάδοχος έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις έναντι των ανηλίκων οι οποίοι τοποθετούνται σε αυτόν ή των οποίων η φροντίδα του ανατίθεται:
a) να μεριμνά για την ανατροφή, τη φροντίδα και την αγωγή των ανηλίκων, ώστε να διασφαλίζεται η αρμονική σωματική, ψυχική, πνευματική και συναισθηματική ανάπτυξή τους·
b) να εξασφαλίζει την ένταξη των ανηλίκων στην οικογένειά του και να τους εγγυάται μεταχείριση ίση με αυτή που επιφυλάσσει στα λοιπά μέλη της οικογένειας·
c) να εξασφαλίζει την ένταξη των ανηλίκων στην κοινωνική ζωή·
d) να συμβάλλει στην προετοιμασία της επανεντάξεως των ανηλίκων στη φυσική τους οικογένεια ή, κατά περίπτωση, στην ενσωμάτωσή τους σε θετή οικογένεια·
e) να επιτρέπει στους ειδικευμένους υπαλλήλους της ειδικής υπηρεσίας προστασίας της παιδικής ηλικίας ή στον εξουσιοδοτημένο ιδιωτικό φορέα να εποπτεύουν την επαγγελματική του δραστηριότητα και να αξιολογούν την εξέλιξη των ανηλίκων·
f) να εξασφαλίζει την αδιάλειπτη άσκηση της δραστηριότητάς του κατά τη διάρκεια της νόμιμης άδειας, εκτός αν ο εργοδότης έχει εγκρίνει τον αποχωρισμό, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, από τον ανήλικο ο οποίος έχει τοποθετηθεί σε αυτόν ή του οποίου η φροντίδα τού έχει ανατεθεί·
[...]
(2) Οι επαγγελματίες ανάδοχοι υποχρεούνται να ενημερώνουν αμελλητί την ειδική υπηρεσία προστασίας της παιδικής ηλικίας ή τον ιδιωτικό φορέα που εποπτεύει τη δραστηριότητά τους για οποιαδήποτε μεταβολή της προσωπικής, οικογενειακής ή κοινωνικής καταστάσεώς τους η οποία ενδέχεται να επηρεάσει την επαγγελματική δραστηριότητά τους.
[...]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
20 Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης είναι φυσικά πρόσωπα τα οποία απασχολούνται ως επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς από τη γενική διεύθυνση, η οποία είναι δημόσιος οργανισμός με αντικείμενο τον συντονισμό των δραστηριοτήτων κοινωνικής πρόνοιας και προστασίας της οικογένειας και των δικαιωμάτων του παιδιού σε επίπεδο επαρχίας ή τομέα του Δήμου Βουκουρεστίου. Είναι επιφορτισμένοι με τη φροντίδα, στην κατοικία τους, ανηλίκων των οποίων η επιμέλεια έχει αφαιρεθεί προσωρινά ή οριστικά από τους γονείς τους και να μεριμνούν για την ανατροφή και τη συντήρησή τους. Κάθε επαγγελματίας ανάδοχος έχει συνάψει ατομική σύμβαση εργασίας με την εν λόγω γενική διεύθυνση καθώς και συμφωνία τοποθετήσεως για κάθε ανήλικο που βρίσκεται υπό την επιμέλειά του.
21 Οι ως άνω επαγγελματίες ανάδοχοι και το συνδικάτο «Οικογένεια» Κωνστάντζας το οποίο τους εκπροσωπεί άσκησαν ενώπιον του Tribunalul Constanţa (πρωτοδικείου Κωνστάντζας, Ρουμανία) αγωγή με αίτημα να υποχρεωθεί η γενική διεύθυνση να τους καταβάλει προσαύξηση 100 % επί του βασικού μισθού της θέσεως εργασίας τους, για την εργασία που παρείχαν σε ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως, επισήμων αργιών και άλλες μη εργάσιμες ημέρες, καθώς και χρηματική αποζημίωση ίση με τις αποδοχές ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών από το 2012 έως το 2015. Κατόπιν της απορρίψεως της αγωγής τους, άσκησαν έφεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά της πρωτόδικης αποφάσεως.
22 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι η δραστηριότητα του προσώπου που έχει πιστοποιηθεί σύμφωνα με τον νόμο ως επαγγελματίας ανάδοχος γονέας ασκείται βάσει ειδικής ατομικής συμβάσεως, που αφορά την προστασία του ανηλίκου. Η σύμβαση αυτή προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της, ήτοι της δραστηριότητας της κατ’ οίκον ανατροφής, φροντίδας και αγωγής των ανηλίκων των οποίων η επιμέλεια έχει ανατεθεί στον επαγγελματία ανάδοχο, η ως άνω δραστηριότητα ασκείται αδιαλείπτως, και κατά τις ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως, τις αργίες και τις μη εργάσιμες ημέρες, δεδομένου ότι το ωράριο εργασίας επιβάλλεται επίσης από τις ανάγκες του ανηλίκου. Οι επίμαχες συμβάσεις εργασίας περιέχουν ως προς το ζήτημα αυτό ρήτρες σχετικά με τον χρόνο εργασίας και αναπαύσεως από τις οποίες προκύπτει ότι οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς ασκούν, στην πραγματικότητα, τα καθήκοντά τους αδιαλείπτως, εξαιρουμένων των χρονικών διαστημάτων κατά τη διάρκεια των οποίων ο ανήλικος βρίσκεται στο σχολείο.
23 Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι η υποχρέωση αδιάλειπτης ασκήσεως της δραστηριότητας του επαγγελματία αναδόχου γονέα καταλαμβάνει επίσης και τις περιόδους ετήσιας άδειας. Η διάρκεια της άδειας αυτής, η οποία εξαρτάται από την προϋπηρεσία του επαγγελματία αναδόχου, προβλέπεται από τις συμβάσεις εργασίας.
24 Εντούτοις, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η περιγραφή των καθηκόντων που περιλαμβάνεται στη σύμβαση και η συμφωνία τοποθετήσεως που συνάπτεται για κάθε ανήλικο ορίζουν ότι, κατά τη διάρκεια της νόμιμης ετήσιας άδειας, ο επαγγελματίας ανάδοχος συνεχίζει τη δραστηριότητά του, εκτός εάν ο εργοδότης εγκρίνει τον αποχωρισμό από τον ανήλικο. Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε ότι, εν τοις πράγμασι, από τους εκκαλούντες στην ενώπιόν του δίκη επαγγελματίες αναδόχους γονείς, επετράπη μόνο σε έναν να λάβει άδεια, το 2014 και το 2015, χωρίς τον ανήλικο του οποίου η επιμέλεια του είχε ανατεθεί, ενώ τρεις από τους ως άνω εκκαλούντες έλαβαν άδεια χωρίς τους ανηλίκους το 2014 και άλλοι τρεις το 2015. Το αιτούν δικαστήριο εξηγεί όμως, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι στις αιτήσεις για λήψη άδειας που υποβλήθηκαν από τους ενώπιόν του εκκαλούντες επαγγελματίες αναδόχους γονείς διευκρινίζεται ότι είχαν λάβει γνώση της δυνατότητας να λάβουν άδεια χωρίς τον ανήλικο του οποίου η επιμέλεια τους είχε ανατεθεί, αλλά εντούτοις δέχθηκαν να τη λάβουν με τον ανήλικο.
25 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, κατά πρώτον, ότι στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων υφίστανται αποκλίσεις σχετικά με το δικαίωμα των επαγγελματιών αναδόχων γονέων να εισπράττουν προσαυξήσεις αποδοχών για την εργασία που παρέχουν σε ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως κατά τις οποίες δεν αποχωρίζονται τον ανήλικο που έχει τοποθετηθεί σε αυτούς. Κατά δεύτερον, όσον αφορά το δικαίωμα αποζημιώσεως για τη δραστηριότητα που ασκείται κατά τη διάρκεια της νόμιμης άδειας, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς δεν μπορούν να τύχουν αποζημιώσεως για το ότι δεν αποχωρίστηκαν από τον ανήλικο του οποίου η επιμέλεια τους έχει ανατεθεί. Εντούτοις, στη νομολογία των εθνικών δικαστηρίων υφίστανται αποκλίσεις σχετικά με το ζήτημα αν οι επαγγελματίες ανάδοχοι αυτοί μπορούν να τύχουν αποζημιώσεως στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν επιτρέπει τον αποχωρισμό με τον ανήλικο κατά τη διάρκεια της νόμιμης ετήσιας άδειας.
26 Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες για τη δυνατότητα εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 στην ενώπιόν του διαφορά, επειδή η δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα, η οποία άπτεται της δημόσιας διοικήσεως, εμφανίζει, κατά την κρίση του, εγγενείς ιδιαιτερότητες, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/391, οι οποίες αποκλείουν κατ’ ανάγκην την εφαρμογή της οδηγίας 2003/88. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η δραστηριότητα αυτή εξομοιώνεται με τον ρόλο των γονέων και πρέπει να ασκείται αδιαλείπτως με γνώμονα τις ανάγκες του ανηλίκου. Οι δραστηριότητες του επαγγελματία αναδόχου γονέα δεν είναι δυνατόν να προγραμματίζονται με ακρίβεια εκ των προτέρων, αλλά πρέπει να οργανώνονται κατά πολύ γενικό τρόπο. Κατά συνέπεια, η διάρκεια του χρόνου εργασίας που είναι εγγενής προς τις δραστηριότητες αυτές είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και δεν συμβιβάζεται με υποχρεωτικές περιόδους αναπαύσεως.
27 Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι είναι δυνατή η παρέκκλιση από το προβλεπόμενο στο άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88 δικαίωμα εβδομαδιαίας αναπαύσεως. Ειδικότερα, εκτιμά ότι, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας της δραστηριότητας των επαγγελματιών αναδόχων γονέων, η παρέκκλιση αυτή μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 17, παράγραφος 1, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, ή παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνει ότι οι εκκαλούντες της κύριας δίκης επαγγελματίες ανάδοχοι ασκούν κυρίως τη δραστηριότητά τους κατ’ οίκον, χωρίς να υποχρεούνται να ακολουθούν πρόγραμμα το οποίο επιβάλλει την παρουσία τους σε ορισμένο τόπο εργασίας ή συγκεκριμένο ωράριο για την παροχή εργασίας.
28 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το περιθώριο που έχουν τα κράτη μέλη κατά τη μεταφορά των παρεκκλίσεων που προβλέπει το ως άνω άρθρο 17 στο εσωτερικό δίκαιο και ιδίως ως προς το ζήτημα αν η εθνική νομοθεσία πρέπει να περιλαμβάνει διατάξεις που να προβλέπουν ρητώς τις παρεκκλίσεις. Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, εν προκειμένω, ο νόμος 272/2004 δεν προβλέπει ρητώς παρέκκλιση από τις διατάξεις του εθνικού κώδικα εργασίας οι οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο τις διατάξεις σχετικά με τον «χρόνο εργασίας» και τη «μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας», κατά την έννοια των άρθρων 2, σημείο 1, και 6 της οδηγίας 2003/88, ούτε από τις διατάξεις των άρθρων 3 έως 6 της εν λόγω οδηγίας. Εντούτοις, επισημαίνει ότι το άρθρο 122 του νόμου αυτού προβλέπει ότι η άσκηση δραστηριότητας επαγγελματία αναδόχου γονέα επιτρέπεται μόνο μετά τη σύναψη ατομικής συμβάσεως εργασίας, περιέχουσας σύνολο ειδικών κανόνων σχετικά με την οργάνωση του χρόνου εργασίας του επαγγελματία αναδόχου οι οποίοι αποτελούν σιωπηρή παρέκκλιση από τις εν λόγω διατάξεις.
29 Όσον αφορά την έννοια του «χρόνου εργασίας» η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η κατάσταση του επαγγελματία αναδόχου γονέα είναι ιδιαίτερη, δεδομένου ότι ο ανήλικος που έχει τοποθετηθεί σε αυτόν φιλοξενείται στην κατοικία του και, ως εκ τούτου, ο επαγγελματίας ανάδοχος παραμένει αδιαλείπτως στη διάθεση του εργοδότη για την παροχή υπηρεσιών στον ανήλικο αυτόν, ακόμη και κατά τα χρονικά διαστήματα κατά τα οποία δεν ασκεί τη δραστηριότητά του ως επαγγελματίας ανάδοχος γονέας. Το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν κατά τις ημέρες αναπαύσεως ή τις αργίες παρέχεται πρόσθετη εργασία, για την οποία πρέπει να καταβληθούν προσαυξήσεις αποδοχών. Όσον αφορά το δικαίωμα εβδομαδιαίας αναπαύσεως που προβλέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι δεν διασφαλίζεται, επειδή το άρθρο 122 του νόμου 272/2004 επιτάσσει, στην πραγματικότητα, αδιάλειπτη άσκηση της δραστηριότητας. Εντούτοις, δεν θα συντρέχει παράβαση του εν λόγω άρθρου 5, αν η δραστηριότητα του επαγγελματία αναδόχου γονέα εμπίπτει σε μία από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88, αλλά, στην περίπτωση που έχει εφαρμογή το άρθρο 17, παράγραφοι 3 ή 4, θα μπορούσε να τεθεί το ζήτημα της ενδεχόμενης χορηγήσεως ισοδύναμης περιόδου αντισταθμιστικής αναπαύσεως.
30 Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς δεν μπορούν να ασκήσουν πραγματικά το δικαίωμά τους σε ετήσια άδεια, κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας 2003/88. Διευκρινίζει ότι, μολονότι το άρθρο 122, παράγραφος 3, στοιχείο d, του νόμου 272/2004 αναγνωρίζει το δικαίωμα ετήσιας άδειας, επιβάλλει εντούτοις στους επαγγελματίες αναδόχους γονείς την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την αδιάλειπτη άσκηση της δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της άδειας, εκτός αν η γενική διεύθυνση εγκρίνει τον αποχωρισμό από τον ανήλικο που έχει τοποθετηθεί σε αυτούς. Η εθνική νομοθεσία προβλέπει επιπλέον ότι η απόφαση του εργοδότη να εγκρίνει τη λήψη της άδειας χωρίς τον ανήλικο που είναι τοποθετημένος στον επαγγελματία ανάδοχο γονέα αποτελεί εξαίρεση από την υποχρέωση εξασφαλίσεως της αδιάλειπτης ασκήσεως της εν λόγω δραστηριότητας. Κατά το μέτρο που το άρθρο 146, παράγραφος 3, του εθνικού κώδικα εργασίας, το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88, απαγορεύει ρητώς την αντικατάσταση της άδειας από ισοδύναμη αποζημίωση, εκτός από την περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι εκκαλούντες στην κύρια δίκη επαγγελματίες ανάδοχοι εκτιμούν ότι έχουν υποστεί ζημία λόγω της αδυναμίας τους να λάβουν τόσο την ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών όσο και ισοδύναμη αποζημίωση.
31 Ως προς το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστεί αν η τυχόν χρηματική αποζημίωση μπορεί να περιλαμβάνει κάθε είδος αντισταθμίσεως, συμπεριλαμβανομένης της αποκαταστάσεως της ζημίας λόγω της αδυναμίας λήψεως της ετήσιας άδειας ή αν το ποσό της περιορίζεται μόνο στην αποζημίωση μη ληφθείσας ετήσιας άδειας που καταβάλλεται σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω δικαστήριο διερωτάται αν η έννοια της χρηματικής αποζημιώσεως διαφοροποιείται, στην περίπτωση που, στην πραγματικότητα, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς στερούνται την ετήσια άδεια λόγω των χαρακτηριστικών της δραστηριότητας του επαγγελματία αναδόχου, ανεξαρτήτως των συμφερόντων του εργοδότη.
32 Τέλος, για την περίπτωση που γίνει δεκτό ότι το άρθρο 7 της οδηγίας 2003/88 αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία επιτρέπει στον εργοδότη να αναγνωρίζει κατά διακριτική ευχέρεια στον επαγγελματία ανάδοχο το δικαίωμα να λαμβάνει άδεια χωρίς τον ανήλικο του οποίου η επιμέλεια του έχει ανατεθεί, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η παράβαση αυτή πρέπει να καταλογιστεί, στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, στο κράτος μέλος ή στον εργοδότη.
33 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Constanţa (εφετείο Κωνστάντζας, Ρουμανία) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Πρέπει το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας [2003/88] σε συνδυασμό με το άρθρο 2 της οδηγίας 89/391 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δραστηριότητα όπως αυτή των επαγγελματιών αναδόχων γονέων που ασκούν οι εκκαλούντες;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 17 της οδηγίας 2003/88 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δραστηριότητα όπως αυτή των επαγγελματιών αναδόχων γονέων που ασκούν οι εκκαλούντες μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παρεκκλίσεως από τις διατάξεις του άρθρου 5 της οδηγίας δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφοι 1, 3, στοιχεία βʹ και γʹ, ή 4, στοιχείο βʹ;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, ή, κατά περίπτωση, το άρθρο 17, παράγραφοι 3 ή 4, της οδηγίας 2003/88 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια τέτοια παρέκκλιση πρέπει να προβλέπεται ρητώς ή μπορεί επίσης να συνάγεται σιωπηρώς από την έκδοση ειδικού νομοθετήματος που θεσπίζει διαφορετικούς κανόνες οργανώσεως του χρόνου εργασίας για συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα; Αν η εν λόγω παρέκκλιση δεν απαιτείται να είναι ρητή, ποιες είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί ότι η εθνική ρύθμιση εισάγει παρέκκλιση και, επιπλέον, μπορεί τέτοια παρέκκλιση να συναχθεί από τις διατάξεις του νόμου 272/2004;
4) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο, στο δεύτερο ή στο τρίτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ο χρόνος τον οποίο επαγγελματίας ανάδοχος διαθέτει στον ανήλικο του οποίου η φροντίδα του έχει ανατεθεί, στην οικία του ή σε άλλον τόπο της επιλογής του, αποτελεί χρόνο εργασίας, ακόμη και αν αυτός δεν ασκεί καμία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην ατομική σύμβαση εργασίας;
5) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο, στο δεύτερο ή στο τρίτο ερώτημα, πρέπει το άρθρο 5 της οδηγίας 2003/88 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικές ρυθμίσεις, όπως αυτές του άρθρου 122 του νόμου 272/2004; Σε περίπτωση δε που δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, στοιχεία βʹ και γʹ, ή παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας τυγχάνει εφαρμογής, πρέπει το εν λόγω άρθρο να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται στην εν λόγω εθνική νομοθεσία;
6) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα, μπορεί το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/88 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρά ταύτα δεν αποκλείει τη χορήγηση αποζημιώσεως ίσης με τις αποδοχές που θα είχε λάβει ο εργαζόμενος για την ετήσια άδεια, δεδομένου ότι η φύση της δραστηριότητας του επαγγελματία αναδόχου τον εμποδίζει να λάβει τέτοια άδεια ή ότι, ενώ του χορηγείται μεν τυπικά ετήσια άδεια, ο εργαζόμενος εξακολουθεί στην πράξη να ασκεί τη δραστηριότητά του αν κατά την επίμαχη περίοδο δεν του επιτρέπεται ο αποχωρισμός από τον ανήλικο ο οποίος του έχει ανατεθεί; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, για να δικαιούται αποζημίωση ο εργαζόμενος, πρέπει αυτός να έχει αιτηθεί άδεια αποχωρισμού από τον ανήλικο και ο εργοδότης να μην του χορήγησε την εν λόγω άδεια;
7) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, καταφατικής απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα και αρνητικής στο έκτο ερώτημα, αντιβαίνει στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88 διάταξη, όπως αυτή του άρθρου 122, παράγραφος 3, στοιχείο d, του νόμου 272/2004, σε περίπτωση που ο εν λόγω νόμος παρέχει στον εργοδότη τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν θα επιτρέψει τον αποχωρισμό από τον ανήλικο κατά τη διάρκεια της άδειας και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, συνιστά η εν τοις πράγμασι αδυναμία του εργαζομένου να λάβει άδεια, λόγω της εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως, παραβίαση του δικαίου της Ένωσης η οποία πληροί τις προϋποθέσεις για τη θεμελίωση δικαιώματος αποζημιώσεως του εργαζομένου; Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, πρέπει η εν λόγω αποζημίωση να καταβληθεί από το κράτος λόγω παραβάσεως του άρθρου 7 της οδηγίας ή από τον δημόσιο φορέα, ως εργοδότη ο οποίος, κατά την περίοδο της άδειας, δεν επέτρεψε τον αποχωρισμό από τον ανήλικο η φροντίδα του οποίου έχει ανατεθεί στον εργαζόμενο; Σε αυτήν την περίπτωση, για να δικαιούται αποζημίωση ο εργαζόμενος, πρέπει αυτός να έχει αιτηθεί άδεια αποχωρισμού από τον ανήλικο και ο εργοδότης να μην του έχει χορηγήσει την εν λόγω άδεια;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
34 Κατά πρώτον, η Γερμανική Κυβέρνηση διερωτάται αν τα ερωτήματα είναι κρίσιμα για τη διαφορά της κύριας δίκης, δεδομένου ότι η δίκη αυτή αφορά χρηματικά ποσά τα οποία οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς ζητούν να τους καταβληθούν ως αποδοχές.
35 Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, εξαιρουμένης της ιδιαίτερης περιπτώσεως της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, η εν λόγω οδηγία ρυθμίζει απλώς ορισμένα στοιχεία της οργανώσεως του χρόνου εργασίας προς εξασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, να μην εφαρμόζεται στις αμοιβές των εργαζομένων (αποφάσεις της 26ης Ιουλίου 2017, Hälvä κ.λπ., C‑175/16, EU:C:2017:617, σκέψη 25, και της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Matzak, C‑518/15, EU:C:2018:82, σκέψη 24).
36 Εντούτοις, η διαπίστωση αυτή δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα στην παρούσα υπόθεση.
37 Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, για να αποφανθεί επί της ενώπιόν του διαφοράς, του είναι αναγκαία η ερμηνεία πλειόνων διατάξεων της οδηγίας 2003/88. Ειδικότερα, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 40 και 41 των προτάσεών του, το εν λόγω δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, αφενός, αν οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς, όπως τα εκκαλούντα στην κύρια δίκη φυσικά πρόσωπα, έχουν, βάσει του δικαίου της Ένωσης, το δικαίωμα σε περιόδους αναπαύσεως, σε ημέρες αργίας και σε άδεια επί του οποίου βασίζουν την αγωγή τους με αίτημα την καταβολή προσαυξήσεων αποδοχών και αποζημιώσεως και, αφετέρου, αν ο νόμος 272/2004, ο οποίος προβλέπει ότι η φροντίδα που παρέχουν οι επαγγελματίες ανάδοχοι στους ανηλίκους οι οποίοι τοποθετούνται σε αυτούς είναι αδιάλειπτη, συμβιβάζεται με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/88, τα ζητήματα δε αυτά είναι προκριματικά σε σχέση με το ζήτημα της υπάρξεως δικαιώματος σε προσαυξήσεις αποδοχών ή σε αποζημίωση, του οποίου η επίλυση εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο.
38 Υπό τις περιστάσεις αυτές, υπάρχει προφανής σύνδεσμος μεταξύ των προδικαστικών ερωτημάτων και των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
39 Κατά δεύτερον, επισημαίνεται ότι τόσο από το άρθρο 137 ΕΚ (νυν άρθρο 153 ΣΛΕΕ), που συνιστά τη νομική βάση της οδηγίας 2003/88, όσο και από τις αιτιολογικές της σκέψεις 1, 2, 4 και 5, καθώς και από το ίδιο το γράμμα του άρθρου της 1, παράγραφος 1, προκύπτει ότι η οδηγία αυτή έχει ως σκοπό τον καθορισμό των στοιχειωδών προδιαγραφών για την προώθηση της βελτιώσεως των συνθηκών διαβιώσεως και εργασίας των εργαζομένων διά της προσεγγίσεως των εθνικών διατάξεων, ιδίως όσον αφορά τη διάρκεια του χρόνου εργασίας (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Wippel, C‑313/02, EU:C:2004:607, σκέψη 46).
40 Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι η οδηγία 2003/88 έχει εφαρμογή μόνο στους εργαζομένους, πρέπει να εξεταστεί αν τα εκκαλούντα στην κύρια δίκη φυσικά πρόσωπα μπορούν να θεωρηθούν «εργαζόμενοι» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής.
41 Για την εφαρμογή της οδηγίας 2003/88, η έννοια του «εργαζομένου» δεν επιδέχεται διαφορετική ερμηνεία ανάλογα με το εθνικό δίκαιο, αλλά έχει αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης. Πρέπει να ορίζεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων που χαρακτηρίζουν τη σχέση εργασίας, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συγκεκριμένων προσώπων. Το κύριο χαρακτηριστικό της σχέσεως εργασίας είναι ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, σε άλλο και υπό τις οδηγίες του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Union syndicale Solidaires Isère, C‑428/09, EU:C:2010:612, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
42 Κατά συνέπεια, η σχέση εργασίας προϋποθέτει σχέση εξαρτήσεως μεταξύ του εργαζομένου και του εργοδότη του. Η ύπαρξη σχέσεως εξαρτήσεως πρέπει να εκτιμάται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση σε συνάρτηση με όλα τα στοιχεία και όλες τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις των μερών (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ., C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψη 46).
43 Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς τους οποίους αφορά η κύρια δίκη οφείλουν να φροντίζουν, κατ’ αρχήν διαρκώς, για την ανατροφή, τη φροντίδα και την αγωγή των ανηλίκων που τοποθετούνται σε αυτούς και ότι λαμβάνουν αμοιβή για τη δραστηριότητα αυτή. Επιπλέον, οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς οφείλουν όχι μόνο να έχουν πιστοποιηθεί, αλλά επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, της κυβερνητικής αποφάσεως 679/2003, να συνάπτουν «ειδική ατομική σύμβαση εργασίας» με την αρμόδια ειδική δημόσια υπηρεσία προστασίας της παιδικής ηλικίας, η διάρκεια της οποίας ταυτίζεται με το χρονικό διάστημα ισχύος της πιστοποιήσεως και η οποία αρχίζει να εκτελείται από την ημερομηνία της αποφάσεως περί τοποθετήσεως. Η σύμβαση αυτή αναστέλλεται ή καταγγέλλεται σύμφωνα με τους κανόνες της εθνικής εργατικής νομοθεσίας. Οι εν λόγω επαγγελματίες ανάδοχοι έχουν κατά τα φαινόμενα δικαίωμα κοινωνικής ασφαλίσεως και δικαίωμα επαγγελματικής καταρτίσεως.
44 Εξάλλου, κατά την επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση, οι ως άνω επαγγελματίες ανάδοχοι υποχρεούνται να επιτρέπουν στην ειδική δημόσια υπηρεσία προστασίας της παιδικής ηλικίας με την οποία έχουν συνάψει σύμβαση να εποπτεύει την επαγγελματική δραστηριότητά τους και να αξιολογεί την εξέλιξη των ανηλίκων που έχουν τοποθετηθεί σε αυτούς.
45 Από το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων προκύπτει ότι τα εκκαλούντα στην κύρια δίκη φυσικά πρόσωπα τελούν, έναντι της δημόσιας υπηρεσίας με την οποία έχουν συμβληθεί, σε σχέση εξαρτήσεως η οποία εκδηλώνεται με τη συνεχή εποπτεία και αξιολόγηση των δραστηριοτήτων τους εκ μέρους της εν λόγω υπηρεσίας υπό το πρίσμα των απαιτήσεων και των κριτηρίων που ορίζονται στη μεταξύ τους σύμβαση, προς εκπλήρωση της αποστολής προστασίας των ανηλίκων την οποία ο νόμος τής έχει αναθέσει.
46 Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το ότι οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς, όπως τα εκκαλούντα στην κύρια δίκη φυσικά πρόσωπα, έχουν σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως κατά την καθημερινή άσκηση των καθηκόντων τους ή από το ότι τα καθήκοντα που τους ανατίθενται προσιδιάζουν σε «θέση εμπιστοσύνης» ή σε αποστολή γενικού συμφέροντος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, Χαραλαμπίδης, C‑270/13, EU:C:2014:2185, σκέψεις 39 έως 41, και της 9ης Ιουλίου 2015, Balkaya, C‑229/14, EU:C:2015:455, σκέψη 41).
47 Επιπλέον, το γεγονός ότι η δραστηριότητα των επαγγελματιών αναδόχων γονέων προσεγγίζει, σε μεγάλο βαθμό, την ευθύνη που αναλαμβάνουν οι γονείς έναντι των δικών τους τέκνων δεν μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των όσων εκτέθηκαν στις σκέψεις 43 έως 45 της παρούσας αποφάσεως, να έχει ως συνέπεια οι επαγγελματίες ανάδοχοι να μη χαρακτηρίζονται ως «εργαζόμενοι» κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88.
48 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι επίμαχοι στην κύρια δίκη επαγγελματίες ανάδοχοι είναι «εργαζόμενοι» κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88.
Επί του πρώτου ερωτήματος
49 Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/391, έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 η δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα η οποία συνίσταται, στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας με δημόσια αρχή, στην υποδοχή και ένταξη ανηλίκου στην οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα και στην αδιάλειπτη φροντίδα για την αρμονική ανάπτυξη και ανατροφή του ανηλίκου αυτού.
50 Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88 καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής παραπέμποντας ρητώς στο άρθρο 2 της οδηγίας 89/391.
51 Κατά το άρθρο της 2, παράγραφος 1, η οδηγία 89/391 έχει εφαρμογή σε «όλους τους δημόσιους ή ιδιωτικούς τομείς δραστηριοτήτων», μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι «δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών».
52 Πάντως, όπως προκύπτει από το άρθρο της 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, η εν λόγω οδηγία δεν εφαρμόζεται όταν το αποκλείουν κατ’ ανάγκην οι εγγενείς ιδιαιτερότητες ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα, παραδείγματος χάριν στις ένοπλες δυνάμεις ή στην αστυνομία, ή συγκεκριμένων δραστηριοτήτων στις υπηρεσίες πολιτικής άμυνας. Στο δεύτερο εδάφιο της διατάξεως αυτής διευκρινίζεται εντούτοις ότι, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να διαφυλάσσεται, όσο αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία των εργαζομένων, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της εν λόγω οδηγίας.
53 Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο που να την περιορίζει στο απολύτως αναγκαίο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των οποίων την προστασία καθιστά δυνατή για τα κράτη μέλη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 54).
54 Όσον αφορά, κατά δεύτερον, την έννοια του «δημόσιου τομέα» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391, επισημαίνεται ότι η εν λόγω διάταξη δεν περιλαμβάνει κανέναν ορισμό της έννοιας αυτής ούτε παραπέμπει στα εθνικά δίκαια για την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί στον όρο αυτό. Κατά πάγια νομολογία, από τις απαιτήσεις τόσο της ομοιόμορφης εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης όσο και της αρχής της ισότητας συνάγεται ότι οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που δεν περιέχουν ρητή παραπομπή στο δίκαιο των κρατών μελών για τον προσδιορισμό της έννοιας και του περιεχομένου τους πρέπει κατά κανόνα να ερμηνεύονται αυτοτελώς και ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, με βάση το πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται και τον σκοπό της επίμαχης ρυθμίσεως (βλ. αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Flachglas Torgau, C‑204/09, EU:C:2012:71, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και της 7ης Σεπτεμβρίου 2017, Schottelius, C‑247/16, EU:C:2017:638, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
55 Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι το κριτήριο που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 για τον αποκλεισμό ορισμένων δραστηριοτήτων από το πεδίο εφαρμογής της και, εμμέσως, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2033/88 δεν βασίζεται στο γεγονός ότι οι εργαζόμενοι απασχολούνται σε έναν από τους κλάδους του δημόσιου τομέα τους οποίους αφορά η διάταξη αυτή, θεωρουμένους γενικώς, αλλά αποκλειστικώς στην ιδιαίτερη φύση ορισμένων συγκεκριμένων καθηκόντων που ασκούν οι εργαζόμενοι εντός των κλάδων που αφορά η διάταξη αυτή, η οποία φύση δικαιολογεί εξαίρεση από τους κανόνες σχετικά με την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, λόγω της αδήριτης ανάγκης να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία του κοινωνικού συνόλου (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 12ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑132/04, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:18, σκέψη 24).
56 Από τη λειτουργική φύση του κριτηρίου αυτού προκύπτει ότι ο όρος «δημόσιος τομέας» κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 αφορά όχι μόνο τους κλάδους στο πλαίσιο των οποίων οι εργαζόμενοι υπάγονται οργανικά στο κράτος ή σε άλλη δημόσια αρχή, αλλά επίσης τους κλάδους στο πλαίσιο των οποίων οι εργαζόμενοι ασκούν τη δραστηριότητά τους για λογαριασμό ιδιώτη, ο οποίος αναλαμβάνει, υπό τον έλεγχο των δημοσίων αρχών, αποστολή γενικού συμφέροντος που εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους.
57 Επ’ αυτού, διαπιστώνεται εξάλλου ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 απαριθμεί ενδεικτικά μόνο τις δραστηριότητες των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας ή των υπηρεσιών πολιτικής άμυνας.
58 Λαμβανομένων υπόψη των διαφορών που ενδέχεται να υφίστανται μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τη συγκεκριμένη οργάνωση των αποστολών γενικού συμφέροντος που εμπίπτουν στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, η λειτουργική αυτή ερμηνεία της έννοιας του «δημόσιου τομέα» δικαιολογείται από την αναγκαιότητα να διασφαλισθεί η ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 89/391 στα εν λόγω κράτη (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 18ης Ιουλίου 2013, Deutsche Umwelthilfe, C‑515/11, EU:C:2013:523, σκέψη 24).
59 Η εξαίρεση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 έχει συνεπώς εφαρμογή κατά τον ίδιο τρόπο στους εργαζομένους που ασκούν πανομοιότυπες συγκεκριμένες δραστηριότητες προς εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου είτε ο εργοδότης τους είναι δημόσια αρχή είτε είναι ιδιώτης στον οποίο έχει ανατεθεί αποστολή γενικού συμφέροντος που εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες τους κράτους.
60 Από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι, στη Ρουμανία, οι επαγγελματίες ανάδοχοι απασχολούνται είτε από δημόσια αρχή αρμόδια, μεταξύ άλλων, για την προστασία της παιδικής ηλικίας είτε από ιδιωτικό φορέα που ενεργεί υπό τον έλεγχό της. Εν προκειμένω, όλοι οι εκκαλούντες στην κύρια δίκη επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς απασχολούνται από δημόσια αρχή. Στο πλαίσιο της εν λόγω σχέσεως απασχολήσεως, καθήκον του επαγγελματία αναδόχου είναι η αρμονική ανάπτυξη των τοποθετημένων σε αυτόν ανηλίκων, η διασφάλιση της εντάξεώς τους στην οικογένειά του και η προετοιμασία της επανεντάξεως των ανηλίκων αυτών στη φυσική οικογένειά τους ή σε θετή οικογένεια.
61 Συνεπώς η δραστηριότητά τους συμβάλλει στην προστασία της παιδικής ηλικίας η οποία αποτελεί αποστολή γενικού συμφέροντος που εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες τους κράτους.
62 Επιπλέον, η ιδιαιτερότητα της δραστηριότητας αυτής σε σχέση με άλλες δραστηριότητες που συνδέονται με την προστασία της παιδικής ηλικίας προκύπτει από το γεγονός ότι σκοπός της είναι η διαρκής και μακροπρόθεσμη ένταξη του ανηλίκου του οποίου η φροντίδα ανατίθεται στον επαγγελματία ανάδοχο γονέα στην εστία και στην οικογένεια του αναδόχου αυτού.
63 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η δραστηριότητα αυτή εμπίπτει στις συγκεκριμένες δραστηριότητες τις οποίες αφορά το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391.
64 Κατά τρίτον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι μεταξύ των εγγενών ιδιαιτεροτήτων αυτών των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων που δικαιολογούν, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391, εξαίρεση από τους κανόνες σχετικά με την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων περιλαμβάνεται το γεγονός ότι οι εν λόγω δραστηριότητες δεν προσφέρονται, ως εκ της φύσεώς τους, για προγραμματισμό του χρόνου εργασίας (απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψη 55).
65 Το άρθρο 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 καθιστά δυνατή κατ’ αυτόν τον τρόπο τη διαφύλαξη της αποτελεσματικότητας ορισμένων δραστηριοτήτων του δημόσιου τομέα των οποίων η αδιάλειπτη άσκηση είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική εκπλήρωση των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 14ης Ιουλίου 2005, Personalrat der Feuerwehr Hamburg, C‑52/04, EU:C:2005:467, σκέψη 50).
66 Η απαίτηση αυτή αδιάλειπτης ασκήσεως πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης φύσεως της εξεταζόμενης δραστηριότητας.
67 Συνεπώς, όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η απαίτηση αδιάλειπτης λειτουργίας των υπηρεσιών στους τομείς της υγείας, της ασφάλειας και της δημοσίας τάξεως δεν κωλύει, όταν οι δραστηριότητες αυτές ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες, την οργάνωση των δραστηριοτήτων των υπηρεσιών αυτών, περιλαμβανομένων και των ωραρίων εργασίας των εργαζομένων τους, κατά τρόπον ώστε η εξαίρεση του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 να έχει εφαρμογή στις υπηρεσίες αυτές μόνο σε περιστάσεις εξαιρετικής σοβαρότητας και σημασίας (βλ. ιδίως, υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 2004, Pfeiffer κ.λπ., C‑397/01 έως C‑403/01, EU:C:2004:584, σκέψεις 55 και 57, και της 12ης Ιανουαρίου 2006, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑132/04, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2006:18, σκέψη 26).
68 Εντούτοις, η νομολογία αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείεται το ενδεχόμενο ορισμένες ιδιαίτερες δραστηριότητες του δημόσιου τομέα να εμφανίζουν, ακόμη και όταν ασκούνται υπό κανονικές συνθήκες, τόσο ειδικά χαρακτηριστικά ώστε η ίδια η φύση τους να αποκλείει κατ’ ανάγκην τον προγραμματισμό του χρόνου εργασίας ο οποίος να πληροί τις απαιτήσεις που επιβάλλει η οδηγία 2003/88.
69 Υπό το πρίσμα των ανωτέρω στοιχείων πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη στην κύρια δίκη δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα εμφανίζει εγγενείς ιδιαιτερότητες οι οποίες να δικαιολογούν την εφαρμογή της εξαιρέσεως που προκύπτει από τον συνδυασμό του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 89/391.
70 Ως προς το ζήτημα αυτό, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, εκτός από τις περιόδους κατά τις οποίες ο τοποθετημένος σε αυτούς ανήλικος βρίσκεται στο σχολείο, οι επαγγελματίες ανάδοχοι ασκούν, βάσει της επίμαχης στην κύρια δίκη εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως, τη δραστηριότητά τους αδιαλείπτως και κατά τις ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως, τις αργίες και τις μη εργάσιμες ημέρες, καθώς και κατά την ετήσια άδειά τους, εκτός αν η γενική διεύθυνση εγκρίνει τον αποχωρισμό τους από τον ανήλικο που έχει τοποθετηθεί σε αυτούς κατά τη διάρκεια της εν λόγω ετήσιας άδειας. Συνεπώς, οι ρουμανικές αρχές έχουν διαμορφώσει τα καθήκοντα των επαγγελματιών αναδόχων γονέων κατά τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η διαρκής και μακροπρόθεσμη ένταξη του ανηλίκου του οποίου η φροντίδα τούς ανατίθεται στην εστία και στην οικογένειά τους. Η ένταξη αυτή έχει σκοπό να καταστήσει δυνατή την εξέλιξη του ανηλίκου, για όσο χρόνο απαιτηθεί, σε συναισθηματικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο κατάλληλο για την αρμονική ανάπτυξή του.
71 Η διαρκής και μακροπρόθεσμη ένταξη, στην εστία και την οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα, ανηλίκων οι οποίοι, λόγω της δύσκολης οικογενειακής καταστάσεώς τους, είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι αποτελεί πρόσφορο μέτρο για τη διαφύλαξη του υπέρτερου συμφέροντος του παιδιού, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
72 Υπό τις συνθήκες αυτές, αν γινόταν δεκτό ότι ο επαγγελματίας ανάδοχος γονέας πρέπει να έχει δικαίωμα να αποχωρίζεται, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, από τον ανήλικο που έχει τοποθετηθεί σε αυτόν μετά από ορισμένες ώρες εργασίας ή κατά τη διάρκεια περιόδων, όπως οι ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσιας άδειας, οι οποίες θεωρούνται γενικά κατάλληλος χρόνος για την ανάπτυξη της οικογενειακής ζωής, θα διακυβευόταν ευθέως ο επιδιωκόμενος από τις ρουμανικές αρχές σκοπός που συνίσταται στη διαρκή και μακροπρόθεσμη ένταξη του ανηλίκου του οποίου η φροντίδα ανατίθεται στον επαγγελματία ανάδοχο στην εστία και την οικογένεια του τελευταίου.
73 Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η καθιέρωση συστήματος εναλλαγής μεταξύ επαγγελματιών αναδόχων ή συστήματος αναπληρωτών αναδόχων, στους οποίους θα μπορούσε να ανατίθεται η φροντίδα των ανηλίκων κατά τις ημέρες άδειας των επαγγελματιών αναδόχων που θα είχαν την κύρια ευθύνη της φροντίδας αυτής, θα έθιγε μια ουσιώδη πτυχή του συστήματος αναδοχής που έχουν θεσπίσει οι ρουμανικές αρχές, ήτοι τη διαρκή και μακροπρόθεσμη διατήρηση μιας προνομιακής σχέσεως μεταξύ του επαγγελματία αναδόχου γονέα και του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί σε αυτόν, η οποία χαρακτηρίζεται από την ένταξη του ανηλίκου στην εστία και την οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα.
74 Ως εκ τούτου, ο περιορισμός των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας των επαγγελματιών αναδόχων γονέων, σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 2003/88, και η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί σε αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας αυτής, ημέρες εβδομαδιαίας αναπαύσεως ή ετήσια άδεια, κατά τη διάρκεια των οποίων θα απαλλάσσονται από την υποχρέωση ασκήσεως της δραστηριότητάς τους και, άρα, από τη φροντίδα του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί σε αυτούς, δεν συμβιβάζονται με τις εγγενείς ιδιαιτερότητες της δραστηριότητας αυτής οι οποίες επιβάλλουν στον επαγγελματία ανάδοχο τη διαρκή και μακροπρόθεσμη ένταξη του ανηλίκου του οποίου η φροντίδα του έχει ανατεθεί στην εστία και την οικογένειά του.
75 Πλην όμως, μολονότι δυνάμει του άρθρου 17 της οδηγίας 2003/88 επιτρέπεται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η παρέκκλιση από το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, που αφορά την εβδομαδιαία ανάπαυση, και από το άρθρο 6, που αφορά τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, δεν ισχύει εντούτοις το ίδιο όσον αφορά το δικαίωμα ετήσιας άδειας, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας.
76 Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι εγγενείς ιδιαιτερότητες της επίμαχης στην κύρια δίκη δραστηριότητας επαγγελματία αναδόχου γονέα αποκλείουν κατ’ ανάγκην την εφαρμογή της οδηγίας 2003/88 στους εν λόγω επαγγελματίες αναδόχους γονείς.
77 Πρέπει επίσης να επισημανθεί ως προς το ζήτημα αυτό ότι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της δραστηριότητας του επαγγελματία αναδόχου γονέα, όπως η επίμαχη δραστηριότητα στην κύρια δίκη, το οποίο συνίσταται στην υποχρέωση διαρκούς εντάξεως του ανηλίκου στην εστία και την οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα διακρίνει τη δραστηριότητα αυτή από εκείνη των «αναπληρωτών γονέων SOS» την οποία αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Hälvä κ.λπ. (C‑617/16, EU:C:2017:617). Ειδικότερα, οι «αναπληρωτές γονείς SOS» δεν υπείχαν τέτοια υποχρέωση και ο χρόνος εργασίας τους προκαθοριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη σύμβαση εργασίας που είχαν συνάψει με τον εργοδότη τους, καθόσον, αφενός, ο αριθμός των περιόδων εργασίας 24 ωρών, επί ετήσιας βάσεως, κατά τις οποίες αυτοί όφειλαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους καθοριζόταν συμβατικώς και, αφετέρου, ο εν λόγω εργοδότης κατάρτιζε εκ των προτέρων τους καταλόγους στους οποίους αναγράφονταν, ανά τακτά διαστήματα, οι περίοδοι των 24 ωρών κατά τις οποίες ο «αναπληρωτής γονέας SOS» ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση της αντίστοιχης οικίας του «παιδικού χωριού» (απόφαση της 26ης Ιουλίου 2017, Hälvä κ.λπ., C‑175/16, EU:C:2017:617, σκέψη 33).
78 Κατά τέταρτον, υπενθυμίζεται ότι, ακόμη και στην περίπτωση που λόγω των εγγενών ιδιαιτεροτήτων τους ορισμένες δραστηριότητες του δημόσιου τομέα εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88, το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/391 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να διαφυλάσσουν «όσο αυτό είναι δυνατόν» την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων (διάταξη της 14ης Ιουλίου 2005, Personalrat der Feuerwehr Hamburg, C‑52/04, EU:C:2005:467, σκέψη 56).
79 Επισημαίνεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 122, παράγραφος 3, στοιχείο c, του νόμου 272/2004, η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του επαγγελματία αναδόχου γονέα και της δημόσιας αρχής ή του πιστοποιημένου ιδιωτικού φορέα πρέπει να προβλέπει την παραχώρηση «ελεύθερου χρόνου» στον επαγγελματία ανάδοχο. Κατά συνέπεια, υπάρχουν χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια των οποίων οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς δεν υποχρεούνται να ασχολούνται ενεργά με τη φροντίδα του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί σε αυτούς, παραδείγματος χάριν ενόσω αυτός βρίσκεται στο σχολείο, όπερ τους παρέχει τη δυνατότητα να αξιοποιούν τον χρόνο αυτόν χωρίς σημαντικούς περιορισμούς.
80 Εξάλλου, οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς δεν υποχρεούνται να παραμένουν στην κατοικία τους, αλλά είναι ελεύθεροι να μετακινούνται, μεταξύ άλλων για λόγους ψυχαγωγίας, εφόσον όμως, κατ’ αρχήν, συνοδεύονται από τον ανήλικο που έχει τοποθετηθεί σε αυτούς.
81 Επιπλέον, από το άρθρο 122, παράγραφος 3, στοιχείο d, του νόμου 272/2004 και το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο f, της κυβερνητικής αποφάσεως 679/2003 προκύπτει ότι οι επαγγελματίες ανάδοχοι γονείς μπορούν να ζητήσουν από την αρμόδια αρχή να τους επιτρέψει να αποχωριστούν από τον ανήλικο κατά τη διάρκεια ορισμένων χρονικών περιόδων του έτους. Ως προς το ζήτημα αυτό, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία και από τις πληροφορίες που παρέσχε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η Ρουμανική Κυβέρνηση προκύπτει ότι το αίτημα αυτό γίνεται δεκτό στο μέτρο που η αρμόδια αρχή εκτιμά ότι δεν θίγεται η ομαλή εκπλήρωση των καθηκόντων που ανατίθεται στους επαγγελματίες αναδόχους.
82 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ρουμανικές αρχές μερίμνησαν, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 89/391, ώστε, όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας των επαγγελματιών αναδόχων γονέων, να διαφυλαχθεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, η ασφάλεια και η υγεία τους.
83 Πρέπει επίσης να προστεθεί ότι περιορισμοί του δικαιώματος σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους αναπαύσεως καθώς και σε ετήσια περίοδο αμειβόμενων διακοπών, που κατοχυρώνει υπέρ κάθε εργαζομένου το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, επιτρέπονται μόνον εφόσον τηρούνται οι αυστηρές προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη και, ιδίως, εφόσον δεν θίγεται το βασικό περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2018, Bauer και Willmeroth, C‑569/16 και C‑570/16, EU:C:2018:871, σκέψη 59, καθώς και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Max-Planck-Gesellschaft zur Förderung der Wissenschaften, C‑684/16, EU:C:2018:874, σκέψη 54).
84 Εν προκειμένω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 79 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 122, παράγραφος 3, στοιχείο c, του νόμου 272/2004 επιτάσσει η σύμβαση μεταξύ του επαγγελματία αναδόχου και του εργοδότη του να διαλαμβάνει στοιχεία σχετικά με τον προγραμματισμό του ελεύθερου χρόνου του επαγγελματία αναδόχου γονέα. Ο προγραμματισμός αυτός πρέπει όμως να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την οργάνωση του χρόνου του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί σε αυτόν.
85 Εξάλλου, από τις διατάξεις που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη εθνική κανονιστική ρύθμιση αναγνωρίζει στους επαγγελματίες αναδόχους δικαίωμα ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, αλλά εξαρτά το δικαίωμα λήψεως της άδειας αυτής χωρίς τον ανήλικο του οποίου η φροντίδα τους έχει ανατεθεί από την έγκριση του εργοδότη, η οποία θα πρέπει να μη θίγει την ομαλή εκπλήρωση του καθήκοντος προστασίας του συγκεκριμένου ανηλίκου.
86 Οι νόμιμοι περιορισμοί που επέρχονται κατ’ αυτόν τον τρόπο στο δικαίωμα των επαγγελματιών αναδόχων γονέων σε ημερήσια και εβδομαδιαία ανάπαυση καθώς και σε ετήσια άδεια μετ’ αποδοχών δεν θίγουν το βασικό περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού. Εξάλλου, είναι αναγκαίοι για την επίτευξη του αναγνωριζόμενου από την Ένωση σκοπού γενικού συμφέροντος ο οποίος συνίσταται στη διαφύλαξη του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού που κατοχυρώνεται στο άρθρο 24 του Χάρτη, όπως αυτός εξειδικεύεται από τη ρουμανική κανονιστική ρύθμιση, και στον οποίο ανταποκρίνεται η υποχρέωση του επαγγελματία αναδόχου να εξασφαλίζει τη διαρκή ένταξη του ανηλίκου που έχει τοποθετηθεί σε αυτόν στην εστία και την οικογένειά του και να μεριμνά για την αρμονική ανάπτυξη και τη φροντίδα του ανηλίκου αυτού.
87 Οι περιορισμοί αυτοί πληρούν, κατά συνέπεια, τις προϋποθέσεις του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη.
88 Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/391, έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 η δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα η οποία συνίσταται, στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας με δημόσια αρχή, στην υποδοχή και ένταξη ανηλίκου στην οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα και στην αδιάλειπτη φροντίδα για την αρμονική ανάπτυξη και ανατροφή του ανηλίκου αυτού.
Επί των λοιπών έξι ερωτημάτων
89 Δεδομένης της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στα λοιπά έξι ερωτήματα.
Επί των δικαστικών εξόδων
90 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:
Το άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων για την προώθηση της βελτίωσης της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία, έχει την έννοια ότι δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2003/88 η δραστηριότητα επαγγελματία αναδόχου γονέα η οποία συνίσταται, στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας με δημόσια αρχή, στην υποδοχή και ένταξη ανηλίκου στην οικογένεια του επαγγελματία αναδόχου γονέα και στην αδιάλειπτη φροντίδα για την αρμονική ανάπτυξη και ανατροφή του ανηλίκου αυτού.
Πηγή: Taxheaven