Υπόθεση C-571/16 Έννοια της “μη διαθέσιμης καταθέσεως” – Ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης – Κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Αρχή της

Υπόθεση C-571/16 Έννοια της “μη διαθέσιμης καταθέσεως” – Ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης – Κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Αρχή της

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 4ης Οκτωβρίου 2018 «Προδικαστική παραπομπή – Συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων – Οδηγία 94/19/ΕΚ – Άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i – Άρθρο 10, παράγραφος 1 – Έννοια της “μη διαθέσιμης καταθέσεως” – Ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης – Κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης – Δικονομική αυτονομία των κρατών μελών – Αρχή της καλόπιστης συνεργασίας – Άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ – Αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας»

Στην υπόθεση C‑571/16,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad – Varna (διοικητικό πρωτοδικείο Βάρνας, Βουλγαρία) με απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 2016 η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Νοεμβρίου 2016, στο πλαίσιο της δίκης

Nikolay Kantarev

κατά

Balgarska Narodna Banka,

παρισταμένης της:

Okrazhna prokuratura – Varna,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. L. da Cruz Vilaça (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, E. Levits, A. Borg Barthet, M. Berger και F. Biltgen, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        ο N. Kantarev, εκπροσωπούμενος από τους K. Boncheva και M. Ekimdzhiev, advokati,

–        η Balgarska Narodna Banka, εκπροσωπούμενη από τους A. Kalaydzhiev, R. Georgiev και M. Kalaydzhieva, advokati,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις P. Mihaylova και A. Steiblytė καθώς και από τον H. Krämer,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 7ης Ιουνίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, και του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων (ΕΕ 1994, L 135, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009 (ΕΕ 2009, L 68, σ. 3) (στο εξής: οδηγία 94/19).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Nikolay Kantarev και της Balgarska Narodna Βanka (Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας, στο εξής: BNB) σχετικά με τη ζημία την οποία ο Ν. Kantarev υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω της προβαλλόμενης εκπρόθεσμης καταβολής της εγγυήσεως των καταθέσεων, ήτοι των κεφαλαίων που ήσαν κατατεθειμένα σε τρεχούμενο λογαριασμό τον οποίο είχε ανοίξει στην Korporativna Targovska Banka (στο εξής: τράπεζα KTB) και τα οποία δεν ήσαν πλέον διαθέσιμα.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 94/19

3        Η πρώτη, η δεύτερη, η τέταρτη, η όγδοη, η ένατη, η ενδέκατη, η εικοστή πρώτη καθώς και η εικοστή τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19 έχουν ως εξής:

«[Εκτιμώντας] ότι, σύμφωνα με τους στόχους της συνθήκης, πρέπει να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Κοινότητα με την εξάλειψη όλων των περιορισμών του δικαιώματος εγκαταστάσεως και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και με την ταυτόχρονη ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των αποταμιευτών·

ότι, παράλληλα με την εξάλειψη των περιορισμών των δραστηριοτήτων των πιστωτικών ιδρυμάτων, πρέπει να ληφθεί μέριμνα για την αντιμετώπιση της κατάστασης που ενδέχεται να προκύψει σε περίπτωση κατά την οποία καταστούν μη διαθέσιμες οι καταθέσεις πιστωτικού ιδρύματος με υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη· ότι είναι απαραίτητο να εξασφαλιστεί, ανεξαρτήτως του τόπου όπου ευρίσκονται οι καταθέσεις εντός της Κοινότητας, ένα εναρμονισμένο ελάχιστο επίπεδο προστασίας των καταθέσεων· ότι η σημασία της προστασίας των καταθέσεων για την ολοκλήρωση της ενιαίας τραπεζικής αγοράς είναι εξίσου ουσιώδης με εκείνη των κανόνων προληπτικής εποπτείας·

[...]

ότι το κόστος, για τα πιστωτικά ιδρύματα, της συμμετοχής σε ένα σύστημα εγγυήσεως είναι ασυγκρίτως χαμηλότερο από το κόστος μιας γενικευμένης απόσυρσης τραπεζικών καταθέσεων, όχι μόνο από ένα πιστωτικό ίδρυμα που θα αντιμετώπιζε δυσχέρειες αλλά επίσης και από υγιή πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν απώλειας της εμπιστοσύνης των καταθετών στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος·

[...]

ότι η εναρμόνιση πρέπει να περιοριστεί στα κύρια στοιχεία των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων και να διασφαλίζει, σε συντομότατο χρονικό διάστημα, πληρωμή σύμφωνα με την εγγύηση η οποία έχει υπολογιστεί βάσει ενός ελάχιστου εναρμονισμένου ύψους·

ότι τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων πρέπει να παρεμβαίνουν μόλις καθίστανται μη διαθέσιμες οι καταθέσεις·

[...]

ότι η εναρμόνιση των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων στην Κοινότητα δεν θίγει τα υφιστάμενα συστημάτων που λειτουργούν με γνώμονα την προστασία των πιστωτικών ιδρυμάτων, εγγυώμενα ιδίως τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα τους, προκειμένου να αποφευχθεί να καταστούν μη διαθέσιμες οι καταθέσεις των εν λόγω πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένων των καταθέσεων σε υποκαταστήματα εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη· ότι οι αρμόδιες αρχές μπορεί να κρίνουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ότι τα εν λόγω εναλλακτικά συστήματα, τα οποία υπηρετούν διαφορετικό στόχο προστασίας, ανταποκρίνονται στους σκοπούς της παρούσας οδηγίας· ότι εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να κρίνουν αν οι προϋποθέσεις αυτές τηρούνται·

[...]

ότι η πληροφόρηση των καταθετών αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για την προστασία τους και πρέπει συνεπώς να θεσπιστεί γι’ αυτή ένας ελάχιστος αριθμός διατάξεων αναγκαστικού δικαίου: [...]

[...]

ότι η παρούσα οδηγία δεν μπορεί να προβλέπει ευθύνη των κρατών μελών ή των αρμόδιων αρχών τους έναντι των καταθετών, εφόσον έχουν μεριμνήσει για τη θέσπιση ή την επίσημη αναγνώριση ενός ή περισσοτέρων συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων ή των ίδιων των πιστωτικών ιδρυμάτων ώστε να εξασφαλίζεται η αποζημίωση ή η προστασία των καταθετών υπό τους όρους που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία».

4        Το άρθρο 1, σημείο 1, πρώτο εδάφιο, και σημείο 3, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1)      “κατάθεση”: το πιστωτικό υπόλοιπο, που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από μεταβατικές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, καθώς και χρέη για τα οποία το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα έχει εκδ[ώ]σει παραστατικούς τίτλους.

[...]

3)      “μη διαθέσιμη κατάθεση”: μια κατάθεση που οφείλεται, είναι ληξιπρόθεσμη και δεν έχει καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων και

i)      είτε οι αρμόδιες αρχές έχουν διαπιστώσει ότι, κατά τη γνώμη τους, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον.

Οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση αυτή το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις,

ή

ii)      είτε δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, έλαβε απόφαση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της ικανότητας των καταθετών, να εγείρουν αξιώσεις έναντι του ιδρύματος, εάν αυτό συμβεί πριν την προαναφερόμενη διαπίστωση.»

5        Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 1α, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το ποσό για την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται τουλάχιστον σε 50 000 [ευρώ] εφόσον οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

1α.      Έως τις 31 Δεκεμβρίου 2010, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι το ποσό για την κάλυψη του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη ορίζεται σε 100 000 [ευρώ] εφόσον οι καταθέσεις καθίστανται μη διαθέσιμες.

[...]»

6        Κατά το άρθρο 10, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας:

«1.      Τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων πρέπει να είναι σε θέση να καταβάλλουν τις δεόντως αποδεδειγμένες απαιτήσεις καταθετών που αφορούν μη διαθέσιμες καταθέσεις εντός είκοσι εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές προβαίνουν στη διαπίστωση που περιγράφεται στο άρθρο 1 σημείο 3) i), ή μια δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που περιγράφεται στο άρθρο 1 σημείο 3) ii). Η προθεσμία αυτή περιλαμβάνει τη συλλογή και διαβίβαση των στοιχείων σχετικά με τους καταθέτες και τις καταθέσεις, που είναι αναγκαία για την επαλήθευση των απαιτήσεων.

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων μπορεί να υποβάλει στην αρμόδια αρχή αίτηση για παράταση της προθεσμίας. Η παράταση αυτή δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες.

[...]»

 Η οδηγία 2009/14

7        Οι αιτιολογικές σκέψεις 11 και 12 της οδηγίας 2009/14 έχουν ως εξής:

«(11)      Επιπλέον, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η επιστροφή των καταθέσεων ενεργοποιείται κατόπιν σχετικής διαπίστωσης των αρμόδιων αρχών, η προθεσμία των 21 ημερών για την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται σήμερα θα πρέπει να μειωθεί στις πέντε εργάσιμες ημέρες προκειμένου να μην παρακωλύεται η ταχεία εκταμίευση. Ωστόσο, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει πρώτα να πεισθούν ότι το πιστωτικό ίδρυμα απέτυχε να επιστρέψει ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις. Η αξιολόγησή αυτή θα πρέπει να υπόκειται στις δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες των κρατών μελών.

(12)      Οι καταθέσεις μπορεί να θεωρηθούν μη διαθέσιμες εφόσον τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης ή αναδιοργάνωσης δεν υπήρξαν επιτυχή. Αυτό δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές από την καταβολή περαιτέρω προσπαθειών αναδιάρθρωσης κατά την περίοδο εκταμίευσης.»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

8        O Zakon za otgovornostta na darzhavata i obshtinite za vredi (νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου) (DV αριθ. 60, της 5ης Αυγούστου 1988, στο εξής: νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου) ορίζει, στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, τα εξής:

«1.      Το Δημόσιο και οι δήμοι ευθύνονται για τις ζημίες που προκλήθηκαν σε πολίτες και σε νομικά πρόσωπα από παράνομες πράξεις, υλικές ενέργειες ή παραλείψεις των οργάνων και των υπαλλήλων τους κατά την άσκηση της διοικητικής δραστηριότητας ή στο πλαίσιο αυτής.

2.      Επί των ενδίκων βοηθημάτων που ασκούνται δυνάμει της παραγράφου 1 εφαρμόζεται η διαδικασία που προβλέπει ο Administrativnoprotsesualen kodeks [κώδικας διοικητικής δικονομίας] [...]»

9        Το άρθρο 8, παράγραφοι 1 και 3, του νόμου αυτού ορίζει τα εξής:

«1.      Η αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, στο άρθρο 2, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, στο άρθρο 2a και στο άρθρο 2b, παράγραφος 1, μπορεί να ζητηθεί κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τον παρόντα νόμο και όχι με διαδικασία του κοινού δικαίου.

[...]

3.      Όταν νόμος ή διάταγμα προβλέπει συγκεκριμένο τρόπο αποκαταστάσεως της ζημίας, ο παρών νόμος δεν εφαρμόζεται.»

10      Το άρθρο 45 του Zakon za zadalzheniata i dogovorite (νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων) (DV αριθ. 275, της 22ας Νοεμβρίου 1950) προβλέπει τα εξής:

«Όποιος ζημιώσει άλλον υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Σε όλες τις περιπτώσεις ζημιών που προκύπτουν από παράνομη πράξη, η ύπαρξη πταίσματος τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου.»

11      Σύμφωνα με το άρθρο 49 του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων:

«Όποιος έχει αναθέσει σε άλλον την εκτέλεση έργου, ευθύνεται για τις ζημίες που προκλήθηκαν από αυτόν στο πλαίσιο ή κατά την εκτέλεση του έργου αυτού.»

12      Ο Zakona za garantirane na vlogovete v bankite (νόμος περί εγγυήσεως των τραπεζικών καταθέσεων) (DV αριθ. 49, της 29ης Απριλίου 1998) ρυθμίζει τη σύσταση, τα καθήκοντα και τη δραστηριότητα του Ταμείου εγγυήσεως των τραπεζικών καταθέσεων (στο εξής: Ταμείο). Σύμφωνα με το άρθρο 1a των συμπληρωματικών διατάξεων του 2009 (DV αριθ. 44, της 12ης Ιουνίου 2009), ο νόμος αυτός μεταφέρει τις οδηγίες 94/19 και 2009/14 στο βουλγαρικό δίκαιο.

13      Το άρθρο 23, παράγραφοι 1, 2, 5 και 6, του νόμου αυτού έχει ως εξής:

«1.      Το Ταμείο επιστρέφει τα οφειλόμενα από την οικεία τράπεζα ποσά στους καταθέτες της έως το ποσό της εγγυήσεως στην περίπτωση που η [BNB] ανακαλέσει την τραπεζική άδεια της εμπορικής τράπεζας.

2.      Το Ταμείο επιστρέφει τα εγγυημένα ποσά των καταθέσεων μέσω εμπορικής τράπεζας ή εμπορικών τραπεζών, τις οποίες υποδεικνύει το διοικητικό συμβούλιο.

[...]

5.      Η επιστροφή των ποσών από το Ταμείο αρχίζει το αργότερο εντός 20 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία η [BNB] έλαβε την απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

6.      Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το Ταμείο μπορεί να παρατείνει την προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 5 για δέκα εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατον όριο.»

14      Το άρθρο 24, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«1.      Από την ημερομηνία κατά την οποία η [BNB] έλαβε την απόφαση που αναφέρεται στο άρθρο 23, παράγραφος 1, το Ταμείο υποκαθίσταται στα δικαιώματα των καταθετών έναντι της τράπεζας μέχρι του ποσού της εγγυήσεως ανεξαρτήτως του ύψους του και ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία το Ταμείο κατέβαλε τα καλυπτόμενα από την εγγύηση ποσά σε κάθε καταθέτη.»

15      Ο Zakona za Bulgarskata narodna banka (νόμος περί της Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας) (DV αριθ. 46, της 10ης Ιουνίου 1997) διέπει το καθεστώς, τους σκοπούς και τις αρμοδιότητες της BNB.

16      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:

«1.      Η [BNB] είναι η κεντρική τράπεζα της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας. Αποτελεί νομικό πρόσωπο.»

17      Το άρθρο 2, παράγραφος 6, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Η [BNB] είναι αρμόδια για τη ρύθμιση και την εποπτεία της δραστηριότητας που ασκείται από τις λοιπές τράπεζες που είναι εγκατεστημένες στο έδαφος της χώρας με σκοπό τη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των συμφερόντων των καταθετών.»

18      Κατά το άρθρο 16 του ίδιου νόμου, το διοικητικό συμβούλιο της BNB, μεταξύ άλλων, «χορηγεί άδειες, αρνείται τη χορήγηση αδειών και ανακαλεί τις άδειες λειτουργίας τραπεζών, διαχειριστών συστημάτων πληρωμών, ιδρυμάτων πληρωμών και ιδρυμάτων ηλεκτρονικού χρήματος υπό τους όρους και σύμφωνα με τις ειδικές διαδικασίες του νόμου· [...] θέτει τις τράπεζες υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας υπό τους όρους και σύμφωνα με τις ειδικές διαδικασίες του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων».

19      Ο Zakona za kreditnite institutsii (νόμος περί πιστωτικών ιδρυμάτων) (DV αριθ. 59, της 21ης Ιουλίου 2006) διέπει τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία χορηγήσεως αδείας λειτουργίας, την άσκηση της δραστηριότητας, τον έλεγχο της τηρήσεως των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας και την παύση της δραστηριότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων με σκοπό τη διασφάλιση ενός σταθερού, αξιόπιστου και ασφαλούς τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των συμφερόντων των καταθετών καθώς και της τηρήσεως των υποχρεώσεων ενημερώσεως από την BNB στον τομέα της προληπτικής ρυθμίσεως και της προληπτικής εποπτείας των τραπεζών.

20      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, η BNB είναι «η αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας για την εποπτεία των τραπεζών κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 40, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1)».

21      Το άρθρο 36, παράγραφοι 2 και 3, του νόμου αυτού προβλέπει:

«2.      Η [BNB] ανακαλεί υποχρεωτικά την άδεια που έχει χορηγηθεί σε τράπεζα λόγω της αφερεγγυότητάς της, όταν:

1)      αυτή έχει παύσει να εξοφλεί, για περισσότερες από επτά εργάσιμες ημέρες, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της σε χρήμα, εφόσον αυτό συνδέεται άμεσα με την οικονομική κατάσταση της τράπεζας αυτής και όταν η [BNB] θεωρεί ότι είναι απίθανο η τράπεζα αυτή να εξοφλήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της σε χρήμα εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, ή

2)      τα ίδια κεφάλαιά της αντιστοιχούν σε αρνητικό ποσό.

3.      Η [BNB] λαμβάνει την απόφαση της παραγράφου 2 εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη διαπίστωση της καταστάσεως αφερεγγυότητας.»

22      Το άρθρο 79, παράγραφος 8, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«Η [BNB], τα όργανά της και τα πρόσωπα που έχουν εξουσιοδοτηθεί από αυτά δεν ευθύνονται για τις ζημίες που προκαλούνται κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων τους, εκτός εάν ενήργησαν εκ προθέσεως.»

23      Το άρθρο 115 του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων έχει ως εξής:

«1.      Για τους σκοπούς της εξυγιάνσεως μιας τράπεζας που αντιμετωπίζει κίνδυνο αφερεγγυότητας, η [BNB] μπορεί να θέσει την τράπεζα αυτή υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας.

2.      Μια τράπεζα αντιμετωπίζει κίνδυνο αφερεγγυότητας:

1)      όταν ο συνολικός δείκτης ίδιων κεφαλαίων της τράπεζας είναι χαμηλότερος από το ελάχιστο οριζόμενο επίπεδο, ή

2)      όταν η [BNB] θεωρεί ότι τα ρευστά στοιχεία του ενεργητικού της τράπεζας δεν θα επαρκέσουν για να μπορέσει η τράπεζα να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της την ημερομηνία κατά την οποία αυτές θα καταστούν απαιτητές, ή

3)      όταν η τράπεζα δεν εκπλήρωσε εντός της ταχθείσας προθεσμίας μία ή περισσότερες υποχρεώσεις που κατέστησαν απαιτητές έναντι των δανειστών της.

[...]»

24      Κατά το άρθρο 116 του εν λόγω νόμου:

«1.      Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 115, παράγραφος 1, η [BNB] θέτει την τράπεζα υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας και:

1)      ορίζει τους συνδίκους, εάν δεν έχουν οριστεί προηγουμένως σύνδικοι και καθορίζει τις αρμοδιότητές τους·

2)      καθορίζει τη διάρκεια και τον τρόπο της ειδικής εποπτείας.

2.      Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η [BNB] δύναται:

1)      να προβεί σε μείωση των τόκων επί των υποχρεώσεων της τράπεζας στη μέση αξία τους στην αγορά·

2)      να διακόψει πλήρως ή εν μέρει, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, την εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων ή ορισμένων υποχρεώσεων της εν λόγω τράπεζας·

3)      να περιορίσει πλήρως ή εν μέρει τη δραστηριότητά της·

[...]»

25      Το άρθρο 119, παράγραφος 5, του εν λόγω νόμου ορίζει τα εξής:

«5.      Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 116, παράγραφος 2, σημείο 2, η τράπεζα δεν ευθύνεται οικονομικά για τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων των οποίων η εκπλήρωση διεκόπη κατόπιν εφαρμογής του καθεστώτος της ειδικής εποπτείας. Κατά τη διάρκεια ισχύος του καθεστώτος ειδικής εποπτείας δεν τρέχουν ούτε τόκοι υπερημερίας ούτε τόκοι για τη μη εκπλήρωση των χρηματικών υποχρεώσεων της τράπεζας των οποίων η εκπλήρωση διεκόπη, ενώ οφείλονται οι συμβατικοί τόκοι που ισχύουν για τέτοιες υποχρεώσεις, τόκοι οι οποίοι ωστόσο καταβάλλονται μετά την άρση του καθεστώτος ειδικής εποπτείας.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

26      Στις 4 Μαρτίου 2014 ο Νicolay Kantarev συνήψε με την τράπεζα KTB σύμβαση-πλαίσιο περί παροχής υπηρεσιών πληρωμών καθώς και μια συμπληρωματική συμφωνία στην εν λόγω σύμβαση για το άνοιγμα τρεχούμενου λογαριασμού. Η συμπληρωματική αυτή συμφωνία όριζε, μεταξύ άλλων, ότι τα κατατιθέμενα στον λογαριασμό αυτόν ποσά καλύπτονταν από το Ταμείο. Επιπλέον, τα κατατιθέμενα στον λογαριασμό αυτόν ποσά έπρεπε να είναι τοκοφόρα με σταθερό επιτόκιο, οι δε τόκοι έπρεπε να καταβάλλονται στον εν λόγω λογαριασμό άπαξ κατ’ έτος ή κατά την ημερομηνία κλεισίματος του ίδιου αυτού λογαριασμού και καλύπτονταν επίσης από το Ταμείο.

27      Δεδομένου ότι η τράπεζα KTB αντιμετώπισε κρίση ρευστότητας λόγω των μαζικών αναλήψεων των καταθέσεων που κατείχε, οι εκπρόσωποί της ζήτησαν, στις 20 Ιουνίου 2014, από την BNB να θέσει υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας το πιστωτικό αυτό ίδρυμα. Ενημέρωσαν επίσης την BNB σχετικά με την αναστολή των πληρωμών και του συνόλου των τραπεζικών εργασιών του εν λόγω ιδρύματος. Με απόφαση της ίδιας ημέρας, το διοικητικό συμβούλιο της BNB έθεσε την τράπεζα KTB υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας για περίοδο τριών μηνών. Η εκπλήρωση των υποχρεώσεων του πιστωτικού ιδρύματος ανεστάλη και η δραστηριότητά του περιορίστηκε. Διορίστηκαν σύνδικοι στους οποίους ανατέθηκε από την BNB το έργο της διενέργειας από εξωτερικό ελεγκτή της αποτιμήσεως των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού του εν λόγω ιδρύματος.

28      Από την αποτίμηση αυτή προέκυψε ότι το οικονομικό αποτέλεσμα της τράπεζας KTB ήταν αρνητικό και ότι αυτή δεν πληρούσε τις απαιτήσεις περί ιδίων κεφαλαίων που προβλέπονταν από τη νομοθεσία της Ένωσης. Κατά συνέπεια, η BNB, με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, πρώτον, ανακάλεσε την τραπεζική άδεια της τράπεζας KTB, δεύτερον, συμφώνησε στην ανάγκη λήψεως μέτρων ενόψει της κινήσεως πτωχευτικής διαδικασίας εις βάρος της και, τρίτον, αποφάσισε ότι έπρεπε να ενημερωθεί σχετικά το Ταμείο.

29      Ο λογαριασμός του ενάγοντος της κύριας δίκης έκλεισε αυτοδικαίως κατά την εν λόγω ημερομηνία, πράγμα που ενεργοποίησε, σύμφωνα με τη βουλγαρική νομοθεσία, τη διαδικασία επιστροφής των καταθέσεων του Ν. Kantarev στο πλαίσιο του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων.

30      Στις 4 Δεκεμβρίου 2014 ένα βουλγαρικό πιστωτικό ίδρυμα, στο οποίο το Ταμείο ανέθεσε την επιστροφή των καταθέσεων που είχε ο Ν. Kantarev στην τράπεζα KTB, του κατέβαλε το ποσό των 86 973,81 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 44 465 ευρώ), το οποίο περιελάμβανε τους δεδουλευμένους τόκους έως τις 6 Νοεμβρίου 2014, ημερομηνία ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας της τράπεζας KTB, ήτοι 2 673,81 BGN. Συναφώς, έως την 1η Ιουλίου 2014, το επιτόκιο που ίσχυε για τις καταθέσεις του ενάγοντος της κύριας δίκης ήταν σύμφωνο προς τους όρους της συμβάσεως ενώ, από την ημερομηνία αυτή και μέχρι τις 6 Νοεμβρίου 2014, το επιτόκιο που ίσχυε ήταν αυτό που είχε καθορισθεί με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της BNB, της 30ής Ιουνίου 2014, η οποία μείωσε τα επιτόκια καταθέσεων της τράπεζας KTB.

31      Εν συνεχεία, το Sofiyski gradski sad (πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία), με απόφαση της 22ας Απριλίου 2015, απεφάνθη ότι η κατάσταση αφερεγγυότητας της τράπεζας KTB είχε αρχίσει στις 6 Νοεμβρίου 2014. Η BNB προσέβαλε το κεφάλαιο αυτό της αποφάσεως με έφεση ενώπιον του Sofiyski apelativen sad (εφετείου Σόφιας, Βουλγαρία), το οποίο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση αποφαινόμενο ότι η κρίσιμη ημερομηνία ήταν αυτή της 20ής Ιουνίου 2014, ημερομηνία κατά την οποία τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας KTB κατέστησαν αρνητικά.

32      Στις αρχές του 2016 ο Ν. Kantarev άσκησε κατά της BNB αγωγή ενώπιον του Administrativen sad Varna (διοικητικού δικαστηρίου Βάρνας, Βουλγαρία), βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, υποστηρίζοντας ότι, παρά τα οριζόμενα στον νόμο περί εγγυήσεως των τραπεζικών καταθέσεων, το ίδρυμα αυτό όφειλε να διαπιστώσει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, ήτοι εντός πέντε εργάσιμων ημερών από της εκδόσεως της αποφάσεως περί υπαγωγής της τράπεζας KTB σε καθεστώς ειδικής εποπτείας. Κατά συνέπεια, η BNB είχε παραβιάσει το δίκαιο της Ένωσης και υποχρεούτο να τον αποζημιώσει. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ν. Kantarev υποστηρίζει ότι η εκπρόθεσμη επιστροφή των καταθέσεών του τού προκάλεσε ζημία που αντιστοιχεί στους τόκους υπερημερίας.

33      Με διάταξη της 12ης Μαρτίου 2016, το αιτούν δικαστήριο διέκοψε τη διαδικασία της κύριας δίκης για τον λόγο ότι δεν συνέτρεχαν οι τασσόμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Ωστόσο, η διάταξη αυτή ακυρώθηκε από το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) με διάταξη της 18ης Ιουλίου 2016. Στη διάταξη αυτή, το εν λόγω δικαστήριο παρέσχε στο αιτούν δικαστήριο ορισμένες ενδείξεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να εκτιμηθούν διάφορα στοιχεία προκειμένου να επιλυθεί η ένδικη διαφορά.

34      Λαμβανομένων υπόψη των ενδείξεων αυτών, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η τύχη της προσφυγής που άσκησε ο Ν. Kantarev εξαρτάται, πρώτον, από το εάν πρέπει να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της BNB σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων. Διευκρινίζει, συναφώς, ότι η νομολογία των βουλγαρικών δικαστηρίων είναι αντιφατική όσον αφορά τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων –πολιτικά ή διοικητικά– να αποφαίνονται επί αγωγών αποζημιώσεως συνεπεία παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης. Προσθέτει ότι η νομολογία του Varhoven administrativen sad (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου) είναι αντιφατική, καθώς έχει αποφανθεί σε ορισμένες περιπτώσεις ότι, δεδομένου ότι η BNB δεν είναι ούτε όργανο της εκτελεστικής εξουσίας ούτε οργανισμός που χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό, ο νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου δεν τυγχάνει εφαρμογής επ’ αυτής, ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, ότι πρέπει να θεωρείται ως οργανισμός που διαθέτει προνόμια δημόσιας εξουσίας, οπότε ο νόμος αυτός τυγχάνει εφαρμογής.

35      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της διαδικασίας και των προϋποθέσεων θεμελιώσεως της ευθύνης που προβλέπει ο νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου και ο νόμος περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων. Συγκεκριμένα, ο νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ο οποίος εφαρμόζεται μόνον οσάκις η ζημία απορρέει από ακυρωθείσα παράνομη πράξη ή από παράνομη υλική ενέργεια ή από παράνομη παράλειψη της διοικήσεως, θεσπίζει καθεστώς αντικειμενικής ευθύνης. Βάσει του νόμου αυτού, ο ενάγων πρέπει να καταβάλει ένα πάγιο τέλος κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής και μπορεί να προσφύγει στα δικαστήρια της κατοικίας του. Αντιθέτως, στο πλαίσιο αγωγής βάσει του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων, ο ενάγων καταβάλλει στο Δημόσιο ένα τέλος που αντιστοιχεί σε ορισμένο ποσοστό επί της αξίας της διαφοράς και είναι υποχρεωμένος να προσφύγει στα δικαστήρια της κατοικίας του εναγομένου ή του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός. Απαιτείται, περαιτέρω, ως προϋπόθεση του βασίμου μιας αγωγής όπως είναι η υπό κρίση στην κύρια δίκη, να αποδεικνύει ο ενάγων την ύπαρξη πταίσματος της BNB ή ακόμη την ύπαρξη εκ προθέσεως συμπεριφοράς του ιδρύματος αυτού.

36      Δεύτερον, επί της ουσίας, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι καλείται να εξετάσει αν η BNB ήταν υποχρεωμένη να λάβει την απόφαση που προβλέπεται στο άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, οπότε είναι αναγκαίο, για την επίλυση της ένδικης διαφοράς, να απαντηθεί το ερώτημα κατά πόσον η διάταξη αυτή έχει μεταφερθεί ορθώς στο βουλγαρικό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται σχετικά με τις προϋποθέσεις της εν λόγω οδηγίας για την κήρυξη της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων, προκειμένου να εξετάσει από πότε αυτές συντρέχουν. Στη συνάφεια αυτή, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, αφενός, ότι, για να τεθεί σε εφαρμογή το σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων, η BNB θα μπορούσε μόνο να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας ενός πιστωτικού ιδρύματος και, αφετέρου, ότι η BNB αποφάσισε, πριν από την ανάκληση της αδείας της τράπεζας KTB, την υπαγωγή της σε καθεστώς ειδικής εποπτείας χάριν προστασίας της από την αφερεγγυότητα. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επιστροφή των καταθέσεων στο πλαίσιο του συστήματος εγγυήσεως των καταθέσεων από το Ταμείο δεν εμποδίζει την υπαγωγή σε καθεστώς ειδικής εποπτείας.

37      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 παρέχουν στους καταθέτες δικαίωμα να αξιώσουν αποζημίωση από το κράτος μέλος λόγω μη τηρήσεως, από την αρμόδια αρχή, της προθεσμίας για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος.

38      Συναφώς, η εθνική νομολογία είναι και πάλι αντιφατική. Ορισμένες αγωγές καταθετών κατά της BNB έγιναν δεκτές για τον λόγο ότι αυτή παρέβη διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που παράγουν άμεσο αποτέλεσμα, ενώ άλλες αγωγές απορρίφθηκαν για τον λόγο ότι η καθυστέρηση στην επιστροφή των καταθέσεων οφειλόταν στο Ταμείο και όχι στην BNB, ότι η επιστροφή ήταν αδύνατη ενόσω δεν είχε ανακληθεί η τραπεζική άδεια του οικείου ιδρύματος ή, ακόμη, ότι οι διατάξεις της οδηγίας 94/19 δεν είχαν άμεσο αποτέλεσμα και ότι, εάν ήθελε διαπιστωθεί πλημμελής μεταφορά της οδηγίας αυτής, τούτο δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει ευθύνη της BNB, αλλά του ίδιου του Δημοσίου.

39      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η BNB υπέπεσε σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, αλλά διερωτάται ως προς το εάν πρόκειται για «κατάφωρη παραβίαση», κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Επισημαίνει, συναφώς, ότι το επίμαχο μέτρο εξυγιάνσεως αποφασίστηκε από την BNB προς το γενικό συμφέρον, παρέχοντας έτσι στους καταθέτες προστασία ισοδύναμη με την προβλεπόμενη από την οδηγία 94/19 και ότι κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι καταθέσεις τοκίζονταν.

40      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Administrativen sad – Sofia grad (διοικητικό πρωτοδικείο Βάρνας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας την έννοια ότι, ελλείψει εθνικής ρυθμίσεως, επιτρέπεται ο προσδιορισμός της αρμόδιας δικαιοδοτικής αρχής και της διαδικασίας που εφαρμόζεται επί αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης με βάση τη δημόσια αρχή που διέπραξε την παραβίαση και ανάλογα με το είδος της πράξεως ή παραλείψεως, διά της οποίας διεπράχθη η παραβίαση, οσάκις η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών έχει ως αποτέλεσμα οι αγωγές που υπάγονται σε διαφορετικές διαδικασίες –γενικής δικαιοδοσίας και δικαιοδοσίας των διοικητικών δικαστηρίων– να εκδικάζονται με βάση διαφορετικούς δικονομικούς κώδικες –τον Κώδικα πολιτικής δικονομίας και τον Κώδικα διοικητικής δικονομίας– οι οποίοι απαιτούν την καταβολή διαφορετικών ειδών δικαστικών εξόδων, ήτοι αναλογικών και απλών, και την απόδειξη ότι συντρέχουν διαφορετικές προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της υπαιτιότητας;

2)      Έχουν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και οι απαιτήσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 1991, Frankovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428), την έννοια ότι αντιτίθενται στην εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης με διαδικασία όπως αυτή που προβλέπεται στα άρθρα 45 και 49 του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων, κατά την οποία απαιτείται η καταβολή αναλογικών δικαστικών εξόδων και η απόδειξη υπάρξεως υπαιτιότητας, καθώς και [στην εκδίκαση] με διαδικασία όπως αυτή που προβλέπει το άρθρο 1 του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ο οποίος προβλέπει μεν αντικειμενική ευθύνη και περιέχει ειδικές ρυθμίσεις με σκοπό τη διευκόλυνση της προσβάσεως στο δικαστήριο, εφαρμόζεται όμως μόνον επί ζημιών που προκαλούνται εν συνεχεία ακυρωθείσας παράνομης διοικητικής πράξεως και παράνομης ενέργειας ή παραλείψεως της δημόσιας διοικήσεως, όχι όμως επί παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης από άλλα όργανα του Δημοσίου τομέα, τις οποίες αυτά διέπραξαν διά πράξεων ή παραλείψεων που δεν ακυρώθηκαν σύμφωνα με την αντίστοιχη διαδικασία;

3)      Έχουν τα άρθρα 1, σημείο 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 την έννοια ότι επιτρέπουν νομοθετική προσέγγιση, όπως εκείνη που επελέγη στις περιπτώσεις των άρθρων 36, παράγραφος 3, του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων και του άρθρου 23, παράγραφος 5, του νόμου περί εγγυήσεως των τραπεζικών καταθέσεων (που έχει καταργηθεί), κατά την οποία “η προϋπόθεση ότι το οικείο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα δεν είναι ικανό προς το παρόν, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, να επιστρέψει την κατάθεση και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον” ισοδυναμεί με διαπίστωση της αφερεγγυότητας του ιδρύματος και ανάκληση της αδείας του και ότι το σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων ενεργοποιείται από τον χρόνο ανακλήσεως της αδείας παροχής τραπεζικών υπηρεσιών;

4)      Έχει το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 94/19 την έννοια ότι, προκειμένου μια κατάθεση να χαρακτηριστεί ως “μη διαθέσιμη”, οι “αρμόδιες αρχές” θα πρέπει να έχουν διαπιστώσει ρητώς, σύμφωνα με το στοιχείο i της εν λόγω διατάξεως, ότι, κατά τη γνώμη τους, το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, ή επιτρέπει, σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση στο εθνικό δίκαιο, η εκτίμηση και η πρόθεση της “αρμόδιας αρχής” να συνάγονται από την ερμηνεία άλλων πράξεων της εν λόγω αρχής –για παράδειγμα στην προκείμενη υπόθεση από την υπ’ αριθ. 73 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της [ΒΝΒ], της 20ής Ιουνίου 2014, με την οποία η [τράπεζα ΚΤΒ] υπήχθη σε καθεστώς ειδικής εποπτείας, ή να τεκμαίρονται από περιστάσεις σαν αυτές της κύριας δίκης;

5)      Μπορεί, υπό περιστάσεις σαν αυτές της κύριας δίκης, όπου με την υπ’ αριθ. 73 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της [ΒΝΒ], της 20ής Ιουνίου 2014, ανεστάλησαν όλες οι πληρωμές και οι συναλλαγές και οι καταθέτες δεν μπορούσαν να υποβάλουν αίτηση για καταβολή ούτε είχαν πρόσβαση στις καταθέσεις τους κατά το χρονικό διάστημα από 20 Ιουνίου 2014 έως 6 Νοεμβρίου 2014, να θεωρηθεί ότι όλες οι εγγυημένες καταθέσεις όψεως (οι οποίες είναι διαθέσιμες χωρίς να απαιτείται προαναγγελία και οι οποίες επιστρέφονται άμεσα, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα) έχουν καταστεί μη διαθέσιμες υπό την έννοια του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, ή η προϋπόθεση “να οφείλεται [η κατάθεση], να είναι ληξιπρόθεσμη και να μην έχει καταβληθεί” απαιτεί να έχει ζητήσει ο καταθέτης από το πιστωτικό ίδρυμα την πληρωμή (με αίτηση, πρόσκληση προς τούτο) και αυτό να μην έχει ικανοποιήσει το αίτημα;

6)      Έχουν τα άρθρα 1, σημείο 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, καθώς και η αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2009/14, την έννοια ότι η διακριτική ευχέρεια που διαθέτει η “αρμόδια αρχή” κατά την εκτίμηση στην οποία προβαίνει σύμφωνα με το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, περιορίζεται οπωσδήποτε από την προβλεπόμενη υπό στοιχείο i, δεύτερο εδάφιο, [του άρθρου 1, σημείο 3, της οδηγίας 94/19] προθεσμία, ή επιτρέπουν για λόγους που ανάγονται στον σκοπό της ειδικής εποπτείας, όπως εκείνης του άρθρου 115 του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, να παραμένουν οι καταθέσεις μη διαθέσιμες για διάστημα μεγαλύτερο από εκείνο που προβλέπει η οδηγία 94/19;

7)      Αναπτύσσουν τα άρθρα 1, σημείο 3, στοιχείο i, και 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 άμεσο αποτέλεσμα παρέχοντας στους δικαιούχους καταθέσεων σε τράπεζα που συμμετέχει στο σύστημα εγγυήσεως καταθέσεων, εκτός από το δικαίωμα για αποζημίωση μέσω του συστήματος αυτού και έως το ποσό του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, επιπλέον και το δικαίωμα να στοιχειοθετήσουν ευθύνη του Δημοσίου για παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, στρεφόμενοι κατά της αρχής που υποχρεούται να διαπιστώσει την αδυναμία καταβολής των καταθέσεων και αιτούμενοι την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε σε αυτούς λόγω της μη έγκαιρης καταβολής του εγγυημένου ποσού καταθέσεων, σε περίπτωση που η προβλεπόμενη από το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, απόφαση ελήφθη μετά την παρέλευση της πενθήμερης προθεσμίας που προβλέπει η οδηγία [94/19], η δε καθυστέρηση είναι αποτέλεσμα μέτρων εξυγιάνσεως που αποσκοπούν στο να αποτρέψουν τυχόν αδυναμία της τράπεζας για καταβολή και επιβλήθηκαν από την εν λόγω αρχή, ή μήπως επιτρέπουν υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως εκείνες της κύριας δίκης, εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 79, παράγραφος 8, του νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με την οποία η [BNB], τα όργανα αυτής και τα εξ αυτών εξουσιοδοτημένα πρόσωπα ευθύνονται για ζημίες που προκλήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της εποπτείας μόνον εφόσον ενήργησαν με πρόθεση;

8)      Αποτελεί η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης, η οποία συνίσταται στο γεγονός ότι η “αρμόδια αρχή” δεν έλαβε την απόφαση που προβλέπεται από το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, “ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως”, η οποία μπορεί να θεμελιώσει ευθύνη κράτους μέλους για ζημίες, η αποκατάσταση των οποίων επιδιώκεται με αγωγή κατά της αρχής ελέγχου και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να συμβεί αυτό και ποια επίδραση μπορεί να έχουν στο πλαίσιο αυτό οι κατωτέρω περιστάσεις: α) το γεγονός ότι το Ταμείο δεν διέθετε επαρκείς πόρους ώστε να καλύψει όλες τις εγγυημένες καταθέσεις, β) ότι κατά το χρονικό διάστημα αναστολής των πληρωμών το τραπεζικό ίδρυμα υπήχθη σε καθεστώς ειδικής εποπτείας προκειμένου να διαφυλαχθεί η φερεγγυότητά του, γ) ότι το ποσό της καταθέσεως του ενάγοντος καταβλήθηκε αφότου η [ΒΝΒ] διαπίστωσε την αναποτελεσματικότητα των μέτρων εξυγιάνσεως και [δ)] ότι επεστράφη το ποσό της καταθέσεως του ενάγοντος πλέον τόκων υπολογισθέντων για το διάστημα από 20 Ιουνίου 2014 έως και 6 Νοεμβρίου 2014;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του παραδεκτού

41      Προκειμένου να αμφισβητήσει το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αφενός, η BNB υποστηρίζει ότι τα υποβληθέντα ερωτήματα είναι αλυσιτελή και δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο να διαπιστώσει αν ο Ν. Kantarev έχει πράγματι υποστεί ζημία, σε περίπτωση δε που ήθελε διαπιστωθεί παράβαση της οδηγίας 94/19, ο Βούλγαρος νομοθέτης, ο μόνος αρμόδιος για τη μεταφορά της οδηγίας αυτής στο εθνικό δίκαιο, είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος. Αφετέρου, η BNB υποστηρίζει ότι από την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606), προκύπτει ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να ζητήσουν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω πλημμελούς ασκήσεως εποπτείας εκ μέρους της εθνικής αρχής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων, δεδομένου ότι η οδηγία 94/19 προβλέπει ότι είναι εγγυημένη η επιστροφή των καταθέσεων στους καταθέτες.

42      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια. Πράγματι, εναπόκειται αποκλειστικώς στα εθνικά δικαστήρια που έχουν επιληφθεί της διαφοράς και φέρουν την ευθύνη της δικαστικής αποφάσεως που πρόκειται να εκδοθεί να εκτιμήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιομορφίες της υποθέσεως, τόσο την αναγκαιότητα μιας προδικαστικής αποφάσεως για την έκδοση της δικής τους αποφάσεως όσο και το λυσιτελές των ερωτημάτων που υποβάλλουν στο Δικαστήριο (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Pérez Retamero, C‑97/16, EU:C:2017:158, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Συνεπώς, εφόσον τα υποβαλλόμενα από τα εθνικά δικαστήρια ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να απαντήσει (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Pérez Retamero, C‑97/16, EU:C:2017:158, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος υποβληθέντος από εθνικό δικαστήριο μόνον όταν προκύπτει προδήλως ότι η ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που ζητεί το εθνικό δικαστήριο δεν έχει καμία σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμα όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα απαιτούμενα πραγματικά και νομικά στοιχεία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα υποβληθέντα ενώπιόν του ερωτήματα (απόφαση της 2ας Μαρτίου 2017, Pérez Retamero, C‑97/16, EU:C:2017:158, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45      Εν προκειμένω, δεν συντρέχει καμία από περιστάσεις αυτές. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, προς στήριξη της αγωγής αποζημιώσεως, ο ενάγων της κύριας δίκης προβάλλει εσφαλμένη εφαρμογή της οδηγίας 94/19, καθώς και τους λόγους για τους οποίους φρονεί ότι η απάντηση των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

46      Δεύτερον, ως προς το επιχείρημα που ερείδεται στην απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606), το άρθρο 267 ΣΛΕΕ παρέχει πάντοτε σε εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα, εάν το κρίνει σκόπιμο, να θέσει ερμηνευτικά ερωτήματα στο Δικαστήριο (απόφαση της 26ης Μαΐου 2011, Stichting Natuur en Milieu κ.λπ., C‑165/09 έως C‑167/09, EU:C:2011:348, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Έτσι, η σημασία και το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να αναλυθούν στο πλαίσιο της επί της ουσίας εξετάσεως των υποβληθέντων ερωτημάτων.

47      Κατά συνέπεια, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

 Επί του τρίτου και του έκτου ερωτήματος

48      Με το τρίτο και το έκτο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξετασθούν πρώτα και από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 1, σημείο 3, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται, αφενός, σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων εξαρτάται από την αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και από την ανάκληση της τραπεζικής αδείας και, αφετέρου, στην παρέκκλιση από τις προθεσμίες που προβλέπονται από τις εν λόγω διατάξεις για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων και για την επιστροφή των καταθέσεων αυτών, για τον λόγο ότι απαιτείται να τεθεί το πιστωτικό ίδρυμα υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας.

49      Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει ρητώς από το γράμμα του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο αʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 94/19, αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας μιας καταθέσεως που οφείλεται και είναι ληξιπρόθεσμη είναι το γεγονός ότι, κατά τη γνώμη της αρμόδιας αρχής, ένα πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον.

50      Επιπλέον, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 94/19 διευκρινίζει ότι η διαπίστωση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται, από τις εν λόγω αρμόδιες αρχές, «το συντομότερο δυνατό» και «οπωσδήποτε εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το [οικείο πιστωτικό ίδρυμα] δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις».

51      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος δεν μπορεί να εξαρτάται από την αφερεγγυότητα του οικείου πιστωτικού ιδρύματος ή από την ανάκληση της τραπεζικής του αδείας.

52      Πράγματι, αφενός, η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων πρέπει να διαπιστώνεται εντός σύντομου χρονικού διαστήματος, χωρίς να αναμένεται η συνδρομή των αναγκαίων προϋποθέσεων για την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή για την ανάκληση της τραπεζικής αδείας.

53      Αφετέρου, η αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και η ανάκληση της τραπεζικής αδείας διαφέρουν από τις περιστάσεις του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19. Συγκεκριμένα, η ανάκληση της τραπεζικής αδείας ενός πιστωτικού ιδρύματος μπορεί, μεταξύ άλλων, να είναι συνέπεια της μη προσχωρήσεως σε ταμείο εγγυήσεως των καταθέσεων χωρίς εντούτοις τούτο να σημαίνει ότι οι καταθέσεις του ιδρύματος αυτού δεν είναι διαθέσιμες.

54      Επιπλέον, η αφερεγγυότητα ενός πιστωτικού ιδρύματος και η ανάκληση της τραπεζικής αδείας ενδέχεται να αποτελούν ενδείξεις ότι το πιστωτικό ίδρυμα αντιμετωπίζει μόνιμες δυσχέρειες. Αντιθέτως, δεδομένου ότι το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 εξαρτά τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων από το γεγονός ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται να είναι «προς το παρόν» σε θέση να επιστρέψει τις καταθέσεις και ότι δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό «στο προσεχές μέλλον», αυτή η μη διαθεσιμότητα μπορεί να είναι προσωρινή.

55      Επομένως, η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων πρέπει να πραγματοποιείται ακόμη και στην περίπτωση προσωρινών δυσχερειών, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε αδυναμία να επιστρέψει τις οφειλόμενες και ληξιπρόθεσμες καταθέσεις και ότι δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον.

56      Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τον διττό σκοπό που επιδιώκει η οδηγία 94/19. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία αυτή επιδιώκει, όπως αναφέρουν η πρώτη και η τέταρτη αιτιολογική της σκέψη, την προστασία των καταθετών και τη διασφάλιση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, αποφεύγοντας φαινόμενα γενικευμένης αποσύρσεως των καταθέσεων, όχι μόνο από πιστωτικό ίδρυμα που θα αντιμετώπιζε δυσχέρειες, αλλά και από υγιή πιστωτικά ιδρύματα, κατόπιν απώλειας της εμπιστοσύνης των καταθετών στη σταθερότητα του συστήματος αυτού (απόφαση της 22ας Μαρτίου 2018, Anisimovienė κ.λπ., C‑688/15 και C‑109/16, EU:C:2018:209, σκέψη 83).

57      Λαμβανομένου υπόψη αυτού του διττού σκοπού, η εγγύηση των καταθέσεων αποτελεί επιτακτική ανάγκη, όπως προκύπτει από την όγδοη και την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής, «σε συντομότατο χρονικό διάστημα» από τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος.

58      Πράγματι, αφενός, η προστασία των καταθετών απαιτεί οι καταθέσεις τους να επιστρέφονται το συντομότερο δυνατό από την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσαν να είναι διαθέσιμες, προκειμένου οι καταθέτες να μη στερηθούν τις οικονομίες τους και να μην περιέλθουν, ως εκ τούτου, σε αδυναμία να καλύψουν ιδίως τα καθημερινά τους έξοδα. Αφετέρου, η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος επιβάλλει επίσης την ταχεία επιστροφή των χρημάτων στους καταθέτες, ούτως ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο οι οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ένα πιστωτικό ίδρυμα, έστω και προσωρινές, να προκαλέσουν φαινόμενα μαζικής αναλήψεως των καταθέσεων και έτσι να επεκταθούν και στο υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα.

59      Ασφαλώς, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 και ιδίως του γεγονότος ότι η διάταξη αυτή διευκρινίζει ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να προβεί στη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων όταν, «κατά τη γνώμη [της]», συντρέχουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις προς τούτο, η εν λόγω αρχή διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως. Ωστόσο, αυτό το περιθώριο εκτιμήσεως αφορά την εκτίμηση των προϋποθέσεων που απαριθμούνται στη διάταξη αυτή και όχι τις προϋποθέσεις αυτές καθ’ εαυτές ούτε το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αρμόδια αρχή πρέπει να προβεί στη διαπίστωση αυτή.

60      Όσον αφορά τη δυνατότητα παρεκκλίσεως από την προθεσμία για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να τεθεί υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας, πρέπει να τονιστεί ότι η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 94/19, κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, είναι αποκλειστική χωρίς να προβλέπεται σε καμία άλλη διάταξη της οδηγίας παρέκκλιση από την προθεσμία αυτή.

61      Επιπλέον, η τυχόν αναγνώριση στις αρμόδιες αρχές της δυνατότητας να παρεκκλίνουν από την προθεσμία που προβλέπεται από την οδηγία 94/19 για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων προκειμένου το πιστωτικό ίδρυμα να τεθεί υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας θα ερχόταν σε σύγκρουση με την απαίτηση της ταχύτητας που απορρέει από την εν λόγω οδηγία. Πράγματι, τόσο από τον διττό σκοπό που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, όσο και από τη συρρίκνωση της προθεσμίας αυτής, από 21 σε 5 ημέρες, που εισήχθη με την οδηγία 2009/14, προκύπτει ότι η διαπίστωση αυτή πρέπει να πραγματοποιείται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

62      Εξάλλου, η αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας του Συμβουλίου περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων, της 4ης Ιουνίου 1992 [COM(92) 188 τελικό, ΕΕ 1992, C 163, σ. 6], που οδήγησε στην έκδοση της οδηγίας 94/19, αναφέρει, συγκεκριμένα, ότι είναι σκόπιμο η καταβολή της εγγυήσεως των καταθέσεων να βασίζεται στην αντικειμενική διαπίστωση ότι ένας καταθέτης στερήθηκε κεφαλαίων τα οποία το πιστωτικό ίδρυμα θα έπρεπε να του επιστρέψει προκειμένου «να επιταχυνθεί η καταβολή του εγγυημένου ποσού» και «να μην συνδεθεί η καταβολή αυτή με την πορεία των διαδικασιών εξυγίανσης και εκκαθάρισης του πιστωτικού ιδρύματος».

63      Βεβαίως, η αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2009/14 αναφέρει ότι «οι καταθέσεις μπορεί να θεωρηθούν μη διαθέσιμες εφόσον τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης ή αναδιοργάνωσης [του οικείου πιστωτικού ιδρύματος] έχουν αποτύχει».

64      Εντούτοις, αφενός, η αιτιολογική αυτή σκέψη 12 αναφέρεται απλώς στο ενδεχόμενο οι καταθέσεις να θεωρηθούν μη διαθέσιμες σε περίπτωση αποτυχίας των μέτρων έγκαιρης παρεμβάσεως ή αναδιαρθρώσεως χωρίς να εξαρτά τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας από το γεγονός ότι τέτοια προληπτικά μέτρα έχουν αποτύχει.

65      Αφετέρου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η δεύτερη περίοδος της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως διευκρινίζει ότι η δυνατότητα αυτή «δεν θα πρέπει να εμποδίζει τις αρμόδιες αρχές από την καταβολή περαιτέρω προσπαθειών αναδιάρθρωσης κατά την περίοδο εκταμίευσης» και συνεπάγεται, ως εκ τούτου, ότι τα εν λόγω μέτρα δεν επηρεάζουν τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων ούτε την επιστροφή τους.

66      Όσον αφορά την προθεσμία επιστροφής των καταθέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19, από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι η παράταση της προθεσμίας αυτής είναι δυνατή μόνο «σε εξαιρετικές περιπτώσεις» και εφόσον η παράταση «δεν υπερβαίνει τις δέκα εργάσιμες ημέρες».

67      Όσον αφορά, όμως, ένα προβληματικό πιστωτικό ίδρυμα, η υπαγωγή του σε καθεστώς ειδικής εποπτείας, ώστε να μην καταστεί αφερέγγυο, δεν συνιστά εξαιρετική περίπτωση, αλλά αντιθέτως περίσταση σύμφυτη με την κατάσταση ενός τέτοιου ιδρύματος και με τα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για την αντιμετώπιση της καταστάσεως αυτής.

68      Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η παράταση της προθεσμίας επιστροφής των καταθέσεων περιορίζεται σε 10 εργάσιμες ημέρες αποδεικνύει ότι η παράταση αυτή δεν αφορά τα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν προκειμένου να αποτραπεί η αφερεγγυότητα του εν λόγω ιδρύματος, δεδομένου ότι τα μέτρα αυτά απαιτούν περισσότερο από 10 ημέρες για να παραγάγουν πλήρως τα αποτελέσματά τους.

69      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, στο τρίτο και το έκτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 1, σημείο 3, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιτίθενται, αφενός, σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων εξαρτάται από την αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και από την ανάκληση της τραπεζικής αδείας του ιδρύματος αυτού και, αφετέρου, στην αναγνώριση παρεκκλίσεως από τις προθεσμίες που προβλέπονται, από τις ως άνω διατάξεις, για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων και για την επιστροφή τους, με το αιτιολογικό ότι είναι αναγκαίο να τεθεί το πιστωτικό ίδρυμα υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας.

 Επί του τέταρτου ερωτήματος

70      Με το τέταρτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων που διατηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να διαπιστωθεί με ρητή πράξη των αρμόδιων αρχών ή μπορεί να συναχθεί από άλλες πράξεις των αρχών αυτών, όπως είναι η απόφαση της BNB να τεθεί η τράπεζα KTB υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας, ή μπορεί επίσης να τεκμαρθεί από περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης.

71      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 περιορίζεται στην απαρίθμηση των περιστάσεων υπό τις οποίες οι αρμόδιες αρχές πρέπει να προβαίνουν στη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς να προσδιορίζει τον τύπο που πρέπει να περιβάλλεται η διαπίστωση αυτή.

72      Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι, αφενός, στο σύστημα της οδηγίας 94/19, η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος αποτελεί προϋπόθεση για την επιστροφή των καταθέσεων αυτών από τα συστήματα εγγυήσεως και, αφετέρου, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας, η διαπίστωση αυτή είναι το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να πραγματοποιηθεί η επιστροφή.

73      Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, πρέπει κατ’ ανάγκην να διαπιστώνεται με ρητή απόφαση των αρμόδιων αρχών με σκοπό να δηλωθεί αυτή η μη διαθεσιμότητα, δεδομένου ότι οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία θα δημιουργούσε κατάσταση ανασφάλειας την οποία η εν λόγω οδηγία έχει ακριβώς ως σκοπό να άρει.

74      Πράγματι, όπως προκύπτει από την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 94/19, η πληροφόρηση των καταθετών αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο για την προστασία τους. Επιπλέον, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, η οδηγία αυτή αποσκοπεί στην επίτευξη δύο σκοπών που συνδέονται στενά μεταξύ τους, ήτοι της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και της προστασίας των καταθετών. Ωστόσο, οι εν λόγω σκοποί προϋποθέτουν ότι οι καταθέτες δύνανται να προσδιορίσουν με βεβαιότητα ότι οι καταθέσεις δεν είναι διαθέσιμες και από πότε θα αποτελέσουν αντικείμενο διαδικασίας επιστροφής προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε μορφή πανικού η οποία ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος.

75      Εξάλλου, δεδομένου ότι από τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας εξαρτάται η επιστροφή των καταθέσεων καθώς και το σημείο ενάρξεως της προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να πραγματοποιηθεί η επιστροφή αυτή, οι καταθέτες και τα ταμεία εγγυήσεως των καταθέσεων πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους μια ρητή, σαφή και συγκεκριμένη απόφαση η οποία να τους επιτρέπει να γνωρίζουν γρήγορα και με βεβαιότητα ότι, μετά την αξιολόγηση του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, οι καταθέσεις έχουν κηρυχθεί ως μη διαθέσιμες. Η απόφαση αυτή εξασφαλίζει, αφενός, ότι το ταμείο εγγυήσεως των καταθέσεων μπορεί να ενεργοποιήσει τη διαδικασία επιστροφής και ότι άρχισε να τρέχει η προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 και, αφετέρου, ότι οι καταθέτες μπορούν να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχει η εν λόγω οδηγία.

76      Επομένως, πρέπει να εκδίδεται ρητή απόφαση προκειμένου να διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων και η απόφαση αυτή πρέπει να φέρεται, άπαξ εκδοθεί, εις γνώσιν του ταμείου εγγυήσεως των καταθέσεων.

77      Επιπλέον, η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων δεν μπορεί να συνάγεται από άλλες πράξεις της αρμόδιας εθνικής αρχής, όπως η υπαγωγή μιας τράπεζας σε καθεστώς ειδικής εποπτείας ή να τεκμαίρεται από περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, οι οποίες δεν έπονται εκτιμήσεως περί της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων, όπως αυτής που επιβάλλει το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19.

78      Επομένως, στο τέταρτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων, κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να διαπιστώνεται με ρητή πράξη της αρμόδιας εθνικής αρχής και δεν μπορεί να συνάγεται από άλλες πράξεις των εθνικών αρχών, όπως είναι η απόφαση της BNB να τεθεί η τράπεζα KTB υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας, ούτε να τεκμαίρεται από περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης.

 Επί του πέμπτου ερωτήματος

79      Με το πέμπτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, εάν το άρθρο 1, σημείο 3, της οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας τραπεζικής καταθέσεως, κατά τη διάταξη αυτή, εξαρτάται από την προϋπόθεση ο δικαιούχος της καταθέσεως να έχει προηγουμένως υποβάλει, στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα, αίτημα αναλήψεως των κεφαλαίων του το οποίο δεν τελεσφόρησε.

80      Συναφώς, όπως προκύπτει από τη συνδυασμένη ερμηνεία του άρθρου 1, σημείο 1 και σημείο 3, στοιχείο i, του της οδηγίας 94/19, ακόμη και αν οι καταθέσεις πρέπει να επιστρέφονται βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, η εκτίμηση περί της μη διαθεσιμότητάς τους εξαρτάται, αντιθέτως, αποκλειστικώς από τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της εν λόγω οδηγίας.

81      Η διάταξη αυτή, όμως, δεν προβλέπει ότι η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων εξαρτάται από προηγούμενο αίτημα αναλήψεως των κεφαλαίων το οποίο δεν τελεσφόρησε.

82      Πράγματι, όπως ορθώς επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η διαπίστωση αυτή συνδέεται με την αντικειμενική οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος και αφορά εν γένει το σύνολο των καταθέσεων που διατηρούνται στο ίδρυμα αυτό και όχι καθεμία χωριστά από τις καταθέσεις που αυτό κατέχει. Επομένως, αρκεί να διαπιστωθεί ότι το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα δεν επέστρεψε ορισμένες καταθέσεις και ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, προκειμένου να διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα όλων των καταθέσεων που διατηρούνται στο ίδιο ίδρυμα.

83      Εξάλλου, ο διττός σκοπός που επιδιώκει η οδηγία 94/19, όπως προκύπτει από τη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν επιβαλλόταν στον δικαιούχο της καταθέσεως να υποβάλει, στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα, ατελέσφορο αίτημα αναλήψεως των κεφαλαίων, προκειμένου η κατάθεση αυτή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μη διαθέσιμη».

84      Πράγματι, αφενός, μια τέτοια απαίτηση θα μπορούσε να υπονομεύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων και να οδηγήσει σε φαινόμενα μαζικών αιτημάτων αναλήψεως των καταθέσεων.

85      Αφετέρου, μια τέτοια απαίτηση θα είχε ως συνέπεια να περιπλέξει τη διαδικασία για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων και να διακυβεύσει τον σκοπό της ταχύτητας της οδηγίας 94/19.

86      Κατά τα λοιπά, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, όταν το σύνολο των εργασιών και των πληρωμών του πιστωτικού ιδρύματος έχει ανασταλεί, μια τέτοια προϋπόθεση είναι ακόμη λιγότερο δικαιολογημένη καθώς δεν είναι αναγκαία και καθώς θα ήταν στην πράξη πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συντρέχει, δεδομένου ότι ο δικαιούχος της καταθέσεως δεν είναι απαραιτήτως σε θέση να αποδείξει ότι έχει προηγηθεί η υποβολή αιτήματος επιστροφής και ότι αυτό δεν τελεσφόρησε.

87      Κατά συνέπεια, στο πέμπτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας τραπεζικής καταθέσεως, κατά τη διάταξη αυτή, δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ο δικαιούχος της καταθέσεως αυτής να έχει προηγουμένως υποβάλει, στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα, αίτημα αναλήψεως των κεφαλαίων του το οποίο δεν τελεσφόρησε.

 Επί του εβδόμου και του ογδόου ερωτήματος

88      Με το έβδομο και το όγδοο ερώτημά του, που πρέπει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και παρέχουν στους καταθέτες, στο πλαίσιο της ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, δικαίωμα ασκήσεως, κατά δημόσιας αρχής, όπως η ΒΝΒ, που υποχρεούται να διαπιστώσει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος, αγωγής αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να έχει προκληθεί από την εκπρόθεσμη επιστροφή των καταθέσεων. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί συμπληρωματικές διευκρινίσεις σχετικά με την έννοια της «κατάφωρης» παραβιάσεως, όπως αυτή χρησιμοποιείται στο δίκαιο της Ένωσης, και διερωτάται για τη σημασία ορισμένων πραγματικών περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής.

89      Εισαγωγικώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η BNB και όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 78 έως 82 των προτάσεών της, οι περιστάσεις υπό τις οποίες ανέκυψε η διαφορά της κύριας δίκης διαφέρουν από τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606), οπότε η απάντηση στα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν μπορεί να αντληθεί από την απόφαση αυτή.

90      Όπως προκύπτει από την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2004, Paul κ.λπ. (C‑222/02, EU:C:2004:606), οσάκις το εθνικό δίκαιο καθιερώνει ένα σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων, η οδηγία 94/19 δεν αντιτίθεται σε εθνική διάταξη που στερεί από τους ιδιώτες τη δυνατότητα να ζητήσουν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω ανεπαρκούς ή πλημμελούς εποπτείας εκ μέρους της εθνικής αρχής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων ή προβλέπει ότι δεν στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου βάσει του δικαίου της Ένωσης για τον λόγο ότι τα εποπτικά αυτά καθήκοντα ασκούνται προς εξυπηρέτηση του γενικού συμφέροντος.

91      Εν προκειμένω, όμως, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του κράτους μέλους λόγω πλημμελούς μεταφοράς της οδηγίας 94/19 στο εσωτερικό δίκαιο και λόγω πλημμελούς εφαρμογής του μηχανισμού εγγυήσεως των καταθέσεων που προβλέπεται από την οδηγία αυτή.

92      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ευθύνης του Δημοσίου για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες του καταλογίζονται είναι σύμφυτη προς το σύστημα των Συνθηκών στις οποίες στηρίζεται η Ένωση (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales, C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Ως εκ τούτου, σε κάθε κράτος μέλος εναπόκειται να διασφαλίζει ότι οι ιδιώτες επιτυγχάνουν αποκατάσταση της ζημίας που τους προκαλεί η μη τήρηση του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως της δημόσιας αρχής που διέπραξε την παραβίαση αυτή και ανεξαρτήτως της δημόσιας αρχής που βαρύνεται κατ’ αρχήν, ανάλογα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους, με την ευθύνη για την αποκατάσταση (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

94      Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως αποφανθεί, όσον αφορά τις προϋποθέσεις θεμελιώσεως της ευθύνης του Δημοσίου για τις ζημίες που υπέστησαν ιδιώτες λόγω καταλογιστέων σε αυτό παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, ότι οι ζημιωθέντες ιδιώτες έχουν δικαίωμα αποκαταστάσεως της ζημίας που έχουν υποστεί εφόσον συντρέχουν τρεις προϋποθέσεις, συγκεκριμένα δε ότι ο παραβιαζόμενος κανόνας δικαίου της Ένωσης αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, ότι η παράβαση του κανόνα αυτού είναι κατάφωρη και ότι υφίσταται άμεσος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστησαν οι εν λόγω ιδιώτες (απόφαση της 28ης Ιουλίου 2016, Tomášová, C‑168/15, EU:C:2016:602, σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Από πάγια νομολογία συνάγεται επίσης ότι η εφαρμογή αυτών των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της ευθύνης των κρατών μελών για ζημίες που προκαλούνται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει, κατ’ αρχήν, να διενεργείται από τα εθνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που παρέχει το Δικαστήριο για τη θέση τους σε εφαρμογή (αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 48, καθώς και της 19ης Ιουνίου 2014, Specht κ.λπ., C‑501/12 έως C‑506/12, C‑540/12 και C‑541/12, EU:C:2014:2005, σκέψη 100).

96      Όσον αφορά το ζήτημα εάν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19 παράγουν άμεσο αποτέλεσμα και παρέχουν δικαίωμα για την άσκηση αγωγής αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από την εκπρόθεσμη επιστροφή των καταθέσεων, πρέπει ευθύς εξ αρχής να τονισθεί ότι, δεδομένου ότι ο ενάγων επικαλείται, ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, τη ζημία που προκλήθηκε από την παράβαση του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 από την BNB, δεν συντρέχει λόγος να αποφανθεί το Δικαστήριο επί του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

97      Όσον αφορά το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, μολονότι η νομολογία δεν απαιτεί τη συνδρομή μιας τέτοιας προϋποθέσεως προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη ενός κράτους μέλους λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame, C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψεις 21 και 22), το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, εντούτοις, ότι, εάν η εν λόγω διάταξη παράγει άμεσο αποτέλεσμα, τότε η BNB, παραλείποντας να εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη στη θέση των εθνικών διατάξεων περί μεταφοράς της οδηγίας 94/19, έχει παραβιάσει το δίκαιο της Ένωσης.

98      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι διατάξεις μιας οδηγίας εμφανίζονται, από απόψεως περιεχομένου, απαλλαγμένες αιρέσεων και αρκούντως ακριβείς, οι ιδιώτες δικαιούνται να τις επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων έναντι του κράτους μέλους, είτε όταν το κράτος αυτό έχει παραλείψει να μεταφέρει εμπροθέσμως την οδηγία αυτή στο εσωτερικό δίκαιο είτε όταν έχει προβεί σε πλημμελή μεταφορά της (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2015, Indėlių ir investicijų draudimas και Nemaniūnas, C‑671/13, EU:C:2015:418, σκέψη 57).

99      Βεβαίως, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 καταλείπει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στα κράτη μέλη ώστε να μπορούν να ορίζουν την αρμόδια αρχή για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων, καθώς και ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στην αρχή αυτή ως προς την εξέταση της χρηματοοικονομικής καταστάσεως του οικείου πιστωτικού ιδρύματος.

100    Εντούτοις, ορίζοντας ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να διαπιστώσει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο εντός πέντε εργάσιμων ημερών από τη στιγμή κατά την οποία απεδείχθη για πρώτη φορά ότι το πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις, η διάταξη αυτή διατυπώνει μια απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβή υποχρέωση της οποίας την τήρηση έπρεπε να διασφαλίσει η BNB, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, ως εντεταλμένη αρχή για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων.

101    Η ερμηνεία αυτή ισχύει υπό την επιφύλαξη του ότι η δημόσια αρχή που ευθύνεται για την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης πρέπει να προσδιορίζεται από τα εθνικά δικαστήρια σύμφωνα με το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους.

102    Όσον αφορά το ζήτημα αν το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 αποτελεί κανόνα δικαίου της Ένωσης που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες, πρέπει να υπομνησθεί ότι η οδηγία 94/19 αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην προστασία των καταθετών.

103    Επιπλέον, η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων επηρεάζει άμεσα τη νομική κατάσταση ενός καταθέτη, δεδομένου ότι η διαπίστωση αυτή ενεργοποιεί τον μηχανισμό εγγυήσεως των καταθέσεων και, επομένως, την επιστροφή των καταθέσεων στους καταθέτες.

104    Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι προφανές ότι το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 αποτελεί κανόνα δικαίου της Ένωσης που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

105    Όσον αφορά την προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μια τέτοια παραβίαση συνεπάγεται πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση εκ μέρους του κράτους μέλους των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη συναφώς είναι, μεταξύ άλλων, ο βαθμός σαφήνειας και ακρίβειας του παραβιαζομένου κανόνα, το εύρος των περιθωρίων εκτιμήσεως που καταλείπει ο παραβιαζόμενος κανόνας στις εθνικές αρχές, το συγγνωστόν ή ασύγγνωστον ενδεχομένης νομικής πλάνης, ο ηθελημένος ή ακούσιος χαρακτήρας της διαπραχθείσας παραβάσεως ή της προκληθείσας ζημίας, ή ακόμη το γεγονός ότι η στάση ενός οργάνου της Ένωσης μπορεί να συνετέλεσε στην παράλειψη, στη θέσπιση ή τη διατήρηση αντιθέτων προς το δίκαιο της Ένωσης εθνικών μέτρων ή πρακτικών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du pêcheur και Factortame, C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, σκέψη 56).

106    Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, μολονότι η BNB διαθέτει, δυνάμει του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων ενός πιστωτικού ιδρύματος, εντούτοις το περιθώριο αυτό εκτιμήσεως οριοθετείται εντός συγκεκριμένου πλαισίου.

107    Πράγματι, το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 διευκρινίζει σαφώς τις προϋποθέσεις για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων καθώς και την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να γίνεται η διαπίστωση αυτή.

108    Ως εκ τούτου, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται να διαπιστώσει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων εντός αποκλειστικής προθεσμίας πέντε ημερών.

109    Εν προκειμένω, από την ανάλυση των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης προκύπτει ότι, κατόπιν των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από την τράπεζα KTB σχετικά με οικονομικές δυσχέρειες και τα προβλήματα ρευστότητας που αυτή αντιμετώπιζε, η BNB έθεσε αυτήν την τελευταία υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας λόγω του κινδύνου αφερεγγυότητας και αποφάσισε να αναστείλει το σύνολο των πληρωμών και των εργασιών της τράπεζας KTB. Επομένως, τα μέτρα εποπτείας της επιβεβαιώνουν τις αμφιβολίες που διατηρούσε η BNB, λαμβανομένης υπόψη της οικονομικής καταστάσεως της τράπεζας KTB, σχετικά με την ικανότητά της να επιστρέψει τις καταθέσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, τα μέτρα αναστολής των πληρωμών και των εργασιών της τράπεζας KTB τα οποία αποφάσισε να λάβει η BNB εμπόδισαν την τράπεζα KTB να επιστρέψει τις καταθέσεις.

110    Εκτός από τα στοιχεία αυτά, εναπόκειται επίσης στο αιτούν δικαστήριο να λάβει υπόψη, προκειμένου να αξιολογήσει τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της BNB, τον ηθελημένο ή ακούσιο χαρακτήρα της προκληθείσας ζημίας.

111    Τέλος, οι λοιπές περιστάσεις που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο δεν ασκούν επιρροή προκειμένου να καθοριστεί εάν, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, η BNB, παραλείποντας να διαπιστώσει τη μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων εντός της προθεσμίας των πέντε ημερών που τάσσει το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, διέπραξε κατάφωρη παραβίαση, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.

112    Πράγματι, πρώτον, το γεγονός ότι το Ταμείο δεν διέθετε επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη όλων των καλυπτόμενων από την εγγύηση καταθέσεων δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι ένα τέτοιο γεγονός δεν περιλαμβάνεται μεταξύ αυτών τα οποία η αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να λάβει υπόψη για να καθοριστεί αν πρέπει να διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων.

113    Δεύτερον, δεν ασκούν επιρροή ούτε το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία οι πληρωμές είχαν ανασταλεί, το πιστωτικό ίδρυμα έχει τεθεί υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας για την προστασία του από την αφερεγγυότητα ούτε το γεγονός ότι η κατάθεση του ενάγοντος της κύριας δίκης επεστράφη μετά τη διαπίστωση, από την BNB, της αποτυχίας των μέτρων εξυγιάνσεως. Αφενός, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο στην απάντησή του στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, η οδηγία 94/19 δεν εξαρτά τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων από την αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Αφετέρου, η οδηγία 94/19 αποσκοπεί στην προστασία των καταθετών επιτάσσοντας την εγγύηση των καταθέσεων των οποίων είναι δικαιούχοι και την επιστροφή τους σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.

114    Τρίτον, το γεγονός ότι η κατάθεση του ενάγοντος της κύριας δίκης έχει επιστραφεί εντόκως, μεταξύ άλλων και για την περίοδο από 20 Ιουνίου 2014 έως 6 Νοεμβρίου 2014, είναι σχετικό με τη ζημία που επικαλείται ο Ν. Kantarev και όχι με την ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19.

115    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων και υπό την επιφύλαξη των ελέγχων που πρέπει να διενεργήσει το αιτούν δικαστήριο, η παράλειψη να διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων εντός της προθεσμίας των πέντε ημερών που τάσσει το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, παρά το γεγονός ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται σαφώς στην εν λόγω διάταξη, μπορεί να συνιστά, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, κατάφωρη παραβίαση, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι οι λοιπές περιστάσεις που μνημονεύει το αιτούν δικαστήριο δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω.

116    Ως προς την τρίτη προϋπόθεση προκειμένου να στοιχειοθετηθεί αστική ευθύνη του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να επαληθεύσει αν υφίσταται, όπως φαίνεται να προκύπτει από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία, άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως του άρθρου 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 και της ζημίας την οποία υπέστη ο Ν. Kantarev.

117    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο έβδομο και το όγδοο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19 έχει άμεσο αποτέλεσμα και συνιστά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες δυνάμει των οποίων οι καταθέτες έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την εκπρόθεσμη επιστροφή των καταθέσεων. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, αφενός, εάν η παράλειψη να διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων εντός της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, παρά το γεγονός ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που σαφώς καθορίζονται σε αυτήν, αποτελεί, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, κατάφωρη παραβίαση, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, και, αφετέρου, εάν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστη ένας καταθέτης, όπως ο Ν. Kantarev.

 Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

118    Με το πρώτο και το δεύτερο ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ελλείψει ειδικής διαδικασίας στη Βουλγαρία προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη αυτού του κράτους μέλους για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από εθνική αρχή, αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, η οποία, αφενός, προβλέπει δύο διαφορετικά ένδικα βοηθήματα εμπίπτοντα στην αρμοδιότητα διαφορετικών δικαστηρίων και διεπόμενα από διαφορετικές προϋποθέσεις, και, αφετέρου, εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την ύπαρξη προθέσεως της οικείας εθνικής αρχής προς πρόκληση της ζημίας, από την υποχρέωση του ιδιώτη να αποδείξει την ύπαρξη πταίσματος, από την καταβολή πάγιου τέλους ή τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς ή από την προηγούμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας.

119    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι επικρατεί διχοστασία στη νομολογία όσον αφορά το νομικό καθεστώς που διέπει τις αγωγές που ασκούνται κατά της BNB λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, δεδομένου ότι ορισμένα δικαστήρια έχουν αποφανθεί ότι οι αγωγές αυτές ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ενώ άλλα δικαστήρια έκριναν ότι ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του συστήματος ευθύνης του κοινού δικαίου, όπως προβλέπεται από τον νόμο περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων. Επιπλέον, ο νόμος για την Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας περιορίζει την ευθύνη της στο πλαίσιο της ασκήσεως καθηκόντων εποπτείας μόνο στις ζημίες που προκλήθηκαν από πράξεις τελεσθείσες εκ προθέσεως.

120    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, οι τρεις προϋποθέσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 94 της παρούσας αποφάσεως επαρκούν προκειμένου να θεμελιώσουν αξίωση των ιδιωτών προς αποζημίωση (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

121    Εξ αυτών προκύπτει ότι, καίτοι το δίκαιο της Ένωσης ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα να στοιχειοθετείται, βάσει του εθνικού δικαίου, ευθύνη του Δημοσίου λόγω παραβιάσεως του εν λόγω δικαίου υπό λιγότερο περιοριστικές προϋποθέσεις, εντούτοις απαγορεύει την επιβολή πρόσθετων προϋποθέσεων (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 66 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

122    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει ρυθμίσεως του δικαίου της Ένωσης στον σχετικό τομέα, απόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να ορίσει τα αρμόδια δικαστήρια και να ρυθμίσει τα δικονομικά ζητήματα της ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που τα υποκείμενα δικαίου αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

123    Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει επίσης διευκρινίσει ότι, υπό την επιφύλαξη του δικαιώματος αποζημιώσεως το οποίο στηρίζεται απευθείας στο δίκαιο της Ένωσης, εφόσον συντρέχουν οι αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις, το Δημόσιο υποχρεούται να θεραπεύει τις συνέπειες της προκληθείσης ζημίας στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου περί αστικής ευθύνης, εξυπακουομένου ότι οι προϋποθέσεις τις οποίες τάσσουν οι εθνικές νομοθεσίες σχετικά με την αποκατάσταση της ζημίας δεν μπορεί να είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που αφορούν παρόμοιες απαιτήσεις στηριζόμενες στο εσωτερικό δίκαιο (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε μπορούν να είναι τέτοιες ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την αποζημίωση (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2010, Transportes Urbanos y Servicios Generales, C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124    Η αρχή της ισοδυναμίας απαιτεί το σύνολο των διατάξεων που έχουν εφαρμογή επί των ενδίκων βοηθημάτων να εφαρμόζεται αδιακρίτως στα ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παραβίαση του δικαίου της Ένωσης και στα παρεμφερή αυτών ένδικα βοηθήματα τα οποία στηρίζονται σε παραβίαση του εσωτερικού δικαίου (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Aquino, C‑3/16, EU:C:2017:209, σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

125    Βάσει της αρχής της αποτελεσματικότητας, οι εθνικοί δικονομικοί κανόνες δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2017, Aquino, C‑3/16, EU:C:2017:209, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

126    Εν προκειμένω, όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις στις οποίες υπόκειται μια αγωγή όπως αυτή του ενάγοντος της κύριας δίκης, ο νόμος περί της Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας, εξαρτώντας το δικαίωμα αποζημιώσεως από την ύπαρξη προθέσεώς της προς πρόκληση της ζημίας, εξαρτά το εν λόγω δικαίωμα από μια προϋπόθεση η οποία βαίνει πέραν της κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

127     Ως προς την απορρέουσα από τον νόμο περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων προϋπόθεση που επιβάλλει στον ενάγοντα της κύριας δίκης να αποδεικνύει την ύπαρξη πταίσματος, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, καίτοι ορισμένα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία τα οποία, στο πλαίσιο ενός εθνικού νομικού συστήματος, μπορούν να συναρτώνται προς την έννοια του «πταίσματος» μπορούν να ασκούν επιρροή, εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 105 της παρούσας αποφάσεως, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης είναι κατάφωρη ή όχι, η υποχρέωση αποκαταστάσεως των προκαλουμένων σε ιδιώτες ζημιών δεν μπορεί να εξαρτάται από συναρτώμενη προς την έννοια του πταίσματος προϋπόθεση η οποία βαίνει πέραν της κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 67 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128    Ως εκ τούτου, αφενός, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιτρέπει, στο πλαίσιο αγωγής όπως αυτή της κύριας δίκης, να εξαρτάται το δικαίωμα αποζημιώσεως από την ύπαρξη προθέσεως της οικείας εθνικής αρχής προς πρόκληση της ζημίας. Επομένως, η ευθύνη της BNB σε διαφορά όπως αυτή της κύριας δίκης δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των προϋποθέσεων που περιλαμβάνονται στον νόμο περί της Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας. Αφετέρου, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να κρίνει εάν η έννοια του «πταίσματος» του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων βαίνει πέραν της κατάφωρης παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης.

129    Ως προς τους εθνικούς δικονομικούς κανόνες, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζήτημα κατά πόσον η δικαιοδοσία του εθνικού δικαστηρίου και η διαδικασία για την επίλυση της ένδικης διαφοράς πρέπει να εξαρτώνται από την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί η δημόσια αρχή στην οποία καταλογίζεται η παραβίαση, καθώς και από τα χαρακτηριστικά της προβαλλόμενης ενέργειας ή παραλείψεως, εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler, C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 47).

130    Όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 102 των προτάσεών της, σε περίπτωση που υπάρχουν περισσότερες εναλλακτικές διαδικασίες, δεν είναι έργο του δικαίου της Ένωσης να καθορίσει ποια διαδικασία πρέπει να εφαρμοσθεί. Ωστόσο, η επιλογή της κατάλληλης διαδικασίας και, ως εκ τούτου, του καθεστώτος ευθύνης πρέπει να τηρεί τόσο τις απορρέουσες από τη νομολογία του Δικαστηρίου προϋποθέσεις περί στοιχειοθετήσεως ευθύνης του Δημοσίου για ζημίες που προκαλούνται στους ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης όσο και τις αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας.

131    Όσον αφορά την αρχή της ισοδυναμίας, το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του στοιχεία ικανά να θέσουν εν αμφιβόλω τη συμφωνία των κανόνων που θεσπίζει ο νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή ο νόμος περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων προς την εν λόγω αρχή.

132    Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, σχετικά με το κατά πόσον συνάδει προς την αρχή αυτή το τέλος που πρέπει να καταβάλλεται βάσει του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου και του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων.

133    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, οσάκις τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά πρακτικά αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στους ιδιώτες βάσει της έννομης τάξεως της Ένωσης, η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένων υπόψη της θέσεως της διατάξεως αυτής στην όλη διαδικασία, της εξελίξεως της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της, ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Târşia, C‑69/14, EU:C:2015:662, σκέψη 36).

134    Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να προσδιοριστεί εάν η εθνική νομοθεσία εξαρτά την άσκηση της αγωγής αποζημιώσεως από την καταβολή του τέλους και εάν υπάρχουν δυνατότητες απαλλαγής από αυτό.

135    Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπόψη το ύψος του τέλους και το αν αυτό ενδεχομένως συνιστά ή όχι ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2010, DEB, C‑279/09, EU:C:2010:811, σκέψη 61).

136    Από τη δικογραφία που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, στο πλαίσιο διαφοράς όπως αυτή της κύριας δίκης, ένα φυσικό πρόσωπο όπως ο Ν. Kantarev πρέπει, προκειμένου για αγωγή βάσει του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου, να καταβάλει ένα πάγιο τέλος ύψους 10 BGN (περίπου 5 ευρώ) και, προκειμένου για αγωγή βάσει του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων, ένα αναλογικό τέλος, οριζόμενο στο 4 % της αξίας της διαφοράς.

137    Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που διαθέτει το Δικαστήριο, ένα πάγιο τέλος ύψους 10 BGN (περίπου 5 ευρώ) δεν φαίνεται να συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

138    Αντιθέτως, δεν αποκλείεται ένα αναλογικό τέλος, οριζόμενο στο 4 % της αξίας της διαφοράς, να συνιστά σημαντικό εμπόδιο στην άσκηση του δικαιώματος αποζημιώσεως ιδίως εάν δεν υφίσταται η δυνατότητα απαλλαγής από την καταβολή του τέλους αυτού, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

139    Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν συνάδει προς την αρχή της αποτελεσματικότητας το γεγονός ότι ο νόμος περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου περιορίζει το δικαίωμα αποζημιώσεως μόνο στις περιπτώσεις όπου η ζημία απορρέει από ακυρωθείσα παράνομη πράξη ή παράνομη υλική ενέργεια ή παράνομη παράλειψη υλικής ενέργειας της διοικήσεως.

140    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά την άσκηση των διαθέσιμων ενδίκων βοηθημάτων προς διαπίστωση της ευθύνης κράτους μέλους λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι ο εθνικός δικαστής μπορεί να ερευνήσει αν ο ζημιωθείς επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια, ώστε να αποφύγει τη ζημία ή να περιορίσει την έκτασή της, και ιδίως αν χρησιμοποίησε εγκαίρως όλα τα μέσα παροχής εννόμου προστασίας που διέθετε (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

141    Πράγματι, κατά γενική αρχή κοινή στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, ο ζημιωθείς, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί ο ίδιος με τη ζημία, οφείλει να επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια για να περιορίσει την έκτασή της (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 76 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

142    Εντούτοις, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι θα ήταν αντίθετο προς την αρχή της αποτελεσματικότητας το να υποχρεώνονται οι ζημιωθέντες να ασκούν συστηματικά όλα τα ένδικα βοηθήματα που έχουν στη διάθεσή τους, έστω και εάν τούτο θα προκαλούσε υπερβολικές δυσχέρειες ή δεν θα μπορούσε να απαιτηθεί ευλόγως από αυτούς (απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2010, Fuß, C‑429/09, EU:C:2010:717, σκέψη 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

143    Επομένως, η υποχρέωση προηγουμένης διαπιστώσεως της ακυρώσεως της διοικητικής πράξεως που προκάλεσε τη ζημία δεν είναι, καθ’ εαυτήν, αντίθετη προς την αρχή της αποτελεσματικότητας. Εντούτοις, μια τέτοια υποχρέωση μπορεί να καταστήσει υπέρμετρα δυσχερή την επιδίκαση αποζημιώσεως για τις ζημίες που προκάλεσε η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης εάν, στην πράξη, η ακύρωση αυτή αποκλείεται (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ., C‑160/14, EU:C:2015:565, σκέψη 51) ή είναι δυνατή μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό.

144    Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η απαίτηση να πάσχει έλλειψη νομιμότητας η πράξη της διοικητικής αρχής ή να έχει παράνομο χαρακτήρα η υλική ενέργειά της ή η παράλειψη της υλικής ενέργειας δεν συνιστά δικονομική υποχρέωση, αλλά προϋπόθεση προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου η οποία είναι παρεμφερής με την έννοια της κατάφωρης παραβιάσεως, όπως αυτή χρησιμοποιείται στο δίκαιο της Ένωσης.

145    Αντιθέτως, αποτελεί δικονομική απαίτηση το γεγονός ότι η στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου και, ως εκ τούτου, το δικαίωμα προς αποζημίωση εξαρτώνται από την προηγούμενη ακύρωση, και κατά τη διαδικασία που προβλέπεται προς τούτο, της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας.

146    Προκειμένου να καθοριστεί εάν η απαίτηση αυτή αντιβαίνει, σε μια κατάσταση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, στην αρχή της αποτελεσματικότητας, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, υπό το πρίσμα του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, της βουλγαρικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, των επιμέρους δικονομικών ρυθμίσεων που ισχύουν για τις προσφυγές ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων, καθώς και των προϋποθέσεων στις οποίες υπόκειται μια τέτοια ακύρωση, εάν στην πράξη η ακύρωση της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας αποκλείεται ή είναι δυνατή μόνο σε πολύ περιορισμένο βαθμό.

147    Το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ελλείψει ειδικής διαδικασίας στη Βουλγαρία προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη αυτού του κράτους μέλους για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από εθνική αρχή:

–        δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει δύο διαφορετικά ένδικα βοηθήματα εμπίπτοντα στην αρμοδιότητα διαφορετικών δικαστηρίων και υποκείμενα σε διαφορετικές προϋποθέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το αιτούν δικαστήριο καθορίζει εάν, υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, πρέπει να στοιχειοθετηθεί ευθύνη μιας εθνικής αρχής όπως είναι η BNB βάσει του νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου ή βάσει του νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων και ότι το καθένα από τα δύο ένδικα βοηθήματα συνάδει προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας·

–        αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την πρόσθετη προϋπόθεση της υπάρξεως προθέσεως εκ μέρους της εθνικής αρχής προς πρόκληση της ζημίας·

–        δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την υποχρέωση του ιδιώτη να αποδείξει την ύπαρξη πταίσματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έννοια του «πταίσματος» δεν βαίνει πέραν της εννοίας της «κατάφωρης παραβιάσεως», πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει·

–        δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την καταβολή ενός πάγιου τέλους ή ενός τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι η καταβολή ενός πάγιου τέλους ή ενός τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας, λαμβανομένου υπόψη του ύψους και της σημασίας του τέλους, του αν ενδεχομένως συνιστά ή όχι ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη, του υποχρεωτικού χαρακτήρα του καθώς και των δυνατοτήτων απαλλαγής από αυτό, ζητήματα τα οποία εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, και

–        δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την προηγούμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εύλογη η επιβολή της απαιτήσεως αυτής στον ζημιωθέντα, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

 Επί των δικαστικών εξόδων

148    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 1, σημείο 3, και το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 94/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1994, περί των συστημάτων εγγυήσεως των καταθέσεων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται, αφενός, σε εθνική νομοθεσία κατά την οποία η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων εξαρτάται από την αφερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος και από την ανάκληση της τραπεζικής αδείας του ιδρύματος αυτού και, αφετέρου, στην αναγνώριση παρεκκλίσεως από τις προθεσμίες που προβλέπονται, από τις ως άνω διατάξεις, για τη διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας των καταθέσεων και για την επιστροφή τους, με το αιτιολογικό ότι είναι αναγκαίο να τεθεί το πιστωτικό ίδρυμα υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας.

2)      Το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14, έχει την έννοια ότι η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων, κατά τη διάταξη αυτή, πρέπει να διαπιστώνεται με ρητή πράξη της αρμόδιας εθνικής αρχής και δεν μπορεί να συνάγεται από άλλες πράξεις, όπως είναι η απόφαση της Balgarska Narodna Banka (Εθνικής Τράπεζας της Βουλγαρίας) να τεθεί η Korporativna Targovska Banka υπό καθεστώς ειδικής εποπτείας, ούτε να τεκμαίρεται από περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης.

3)      Το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14, έχει την έννοια ότι η διαπίστωση της μη διαθεσιμότητας τραπεζικής καταθέσεως, κατά τη διάταξη αυτή, δεν μπορεί να εξαρτηθεί από την προϋπόθεση ο δικαιούχος της καταθέσεως αυτής να έχει προηγουμένως υποβάλει, στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα, αίτημα αναλήψεως των κεφαλαίων του το οποίο δεν τελεσφόρησε.

4)      Το άρθρο 1, σημείο 3, στοιχείο i, της οδηγίας 94/19, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/14, έχει άμεσο αποτέλεσμα και συνιστά κανόνα δικαίου που αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων σε ιδιώτες δυνάμει των οποίων οι καταθέτες έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την εκπρόθεσμη επιστροφή των καταθέσεων. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, αφενός, εάν η παράλειψη να διαπιστωθεί η μη διαθεσιμότητα των καταθέσεων εντός της προθεσμίας των πέντε εργάσιμων ημερών που προβλέπει η εν λόγω διάταξη, παρά το γεγονός ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που σαφώς καθορίζονται σε αυτήν, αποτελεί, υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, κατάφωρη παραβίαση, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, και, αφετέρου, εάν υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβιάσεως αυτής και της ζημίας που υπέστη ένας καταθέτης, όπως ο Νikolay Kantarev.

5)      Το άρθρο 4 παράγραφος 3, ΣΕΕ καθώς και οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι, ελλείψει ειδικής διαδικασίας στη Βουλγαρία προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ευθύνη αυτού του κράτους μέλους για τις ζημίες που προκαλούνται λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης από εθνική αρχή:

–        δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει δύο διαφορετικά ένδικα βοηθήματα εμπίπτοντα στην αρμοδιότητα διαφορετικών δικαστηρίων και υποκείμενα σε διαφορετικές προϋποθέσεις, υπό την προϋπόθεση ότι το αιτούν δικαστήριο καθορίζει εάν, υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, πρέπει να στοιχειοθετηθεί ευθύνη μιας εθνικής αρχής όπως είναι η Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας βάσει του Zakon za otgovornostta na darzhavata i obshtinite za vredi (νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου για τις προκληθείσες ζημίες) ή βάσει του Zakon za zadalzheniata i dogovorite (νόμου περί ενοχικών σχέσεων και συμβάσεων) και ότι το καθένα από τα δύο ένδικα βοηθήματα συνάδει προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας·

–        αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την πρόσθετη προϋπόθεση της υπάρξεως προθέσεως εκ μέρους της εθνικής αρχής προς πρόκληση της ζημίας·

–        δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την υποχρέωση του ιδιώτη να αποδείξει την ύπαρξη πταίσματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έννοια του «πταίσματος» δεν βαίνει πέραν της εννοίας της «κατάφωρης παραβιάσεως», πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει·

–        δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει την καταβολή ενός πάγιου τέλους ή ενός τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς, υπό την προϋπόθεση ότι η καταβολή ενός πάγιου τέλους ή ενός τέλους αναλογικού προς την αξία του αντικειμένου της διαφοράς δεν αντιβαίνει στην αρχή της αποτελεσματικότητας, λαμβανομένου υπόψη του ύψους και της σημασίας του τέλους, του αν ενδεχομένως συνιστά ή όχι ανυπέρβλητο εμπόδιο στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη, του υποχρεωτικού χαρακτήρα του καθώς και των δυνατοτήτων απαλλαγής από αυτό, ζητήματα τα οποία εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, και

–        δεν αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά το δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποζημίωση από την προηγούμενη ακύρωση της διοικητικής πράξεως που αποτέλεσε την αιτία της ζημίας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εύλογη η επιβολή της απαιτήσεως αυτής στον ζημιωθέντα, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει.

Πηγή: Taxheaven