Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις

Αιτιολογική έκθεση - Σχέδιο νόμου Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
«Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις».

Εισαγωγικά

Η τροποποίηση της νομοθεσίας αναφορικά με τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και τις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων αποσκοπεί:
α) στη βελτίωση του προσδιορισμού των κατηγοριών των υπόχρεων σε δήλωση περιουσιακής κατάσταση προσώπων, με σκοπό την προσαρμογή αυτών στις νεότερες νομοθετικές και διοικητικές εξελίξεις,
β) στην εξειδίκευση του τρόπου και του περιεχομένου του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Επίσης αντιμετωπίζονται ζητήματα που άπτονται των υποκειμενικών και των χρονικών ορίων του ελέγχου αυτών.
γ) στην προσαρμογή του ελεγκτικού πεδίου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης στο σύγχρονο οικογενειακό (εν ευρεία έννοια) δίκαιο,
δ) στην ολοκλήρωση των σχετικών πληροφοριακών συστημάτων και στην πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων της σύγχρονης τεχνολογίας για την κατάρτιση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων,
ε) στην αναμόρφωση του πεδίου της αρμοδιότητας των ελεγκτικών οργάνων, λαμβάνοντας ιδιαίτερη μέριμνα για τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών. Ταυτόχρονα, τροποποιούνται συγκεκριμένες ρυθμίσεις πλαισίου για ορισμένες κατηγορίες υπόχρεων σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης, ενώ λαμβάνεται μέριμνα για την βελτίωση ρυθμίσεων σε περιπτώσεις που υπόχρεοι, με βάση το ισχύον δίκαιο, υποχρεούνται να δηλώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε περισσότερα του ενός ελεγκτικά σώματα,
στ) στην περαιτέρω ενδυνάμωση της Επιτροπής Ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 (Α' 309), με αύξηση των μελών της από g σε ιι και κατοχύρωση ότι η πλειοψηφία της θα απαρτίζεται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς,
ζ) στη βελτίωση του προσδιορισμού των συνεπειών της υποβολής εκπρόθεσμης δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, αλλά και στη βελτιωμένη αποτύπωση των διακεκριμένων υπαλλαγών τέλεσης των εγκλημάτων μη υποβολής ή της υποβολής ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης,
η) στην παροχή εύλογης προθεσμίας, προκειμένου τα ελεγκτικά όργανα και οι συναρμόδιοι φορείς να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του νέου νόμου, και
θ) στην ένταξη των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων που καθιερώθηκαν με το άρθρο 229 του ν. 4281/2014 (Α' ι6ο) στο σώμα του ν. 3213/2003.

Επί των άρθρων

Άρθρο 1

Με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ΣχΝ τροποποιείται το άρθρο 1 του ν. 3213/2003. Συγκεκριμένα, με τις παρ. 1 έως 12 του άρθρου 1 του ΣχΝ, προτείνονται μεταβολές στις κατηγορίες υπόχρεων σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης, άρα μεταβολές της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003. Σε αυτές τις μεταβολές περιλαμβάνεται και η οριζόντια μεταβολή της παρ. 1 του ΣχΝ. Με τις παρ. 13 έως 17 του του άρθρου 1 ΣχΝ, επέρχονται αλλαγές στις λοιπές παραγράφους του ίδιου άρθρου.

Με την παρ. 1 του άρθρου 1 του ΣχΝ τροποποιείται η αρχική φράση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2013 και εισάγεται ρητή πλέον πρόβλεψη σχετικά με την υποχρέωση για δήλωση των περιουσιακών στοιχείων των προσώπων που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3719/2008 (Α' 241) και του ν. 4356/2015 (Α' 181) με υπόχρεους σε δήλωση. Αίρεται, με αυτό τον τρόπο, κάθε αμφιβολία σχετικά με την εξομοίωση των συζύγων των υπόχρεων και των συμβιούντων με αυτούς, αναφορικά με την ανωτέρω υποχρέωση.

Με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου του ΣχΝ καθορίζεται ειδικότερα ως προς τις σχολικές επιτροπές των Δήμων, οι οποίες αποτελούν δημοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δίκαιου, ότι δήλωση περιουσιακής κατάστασης υποβάλλουν μόνο οι Πρόεδροι και οι διαχειριστές των τραπεζικών λογαριασμών αυτών. Με την προτεινόμενη ρύθμιση αποτρέπεται η περιττή επιβάρυνση γονέων και κηδεμόνων, αλλά και μαθητών που συμμετέχουν στις σχολικές επιτροπές χωρίς ουσιαστική συμμετοχή στην οικονομική διαχείριση αυτών.

Με την παρ. 3 του άρθρου 1 του ΣχΝ τροποποιείται η περίπτ. ι' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 και προστίθενται οι Γενικοί Διευθυντές όλων των Υπουργείων στους υπόχρεους σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης καλύπτοντας έτσι σχετικό νομοθετικό κενό. Η ρύθμιση βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις πρόσφατες αλλαγές αναφορικά με τον τρόπο επιλογής των προσώπων αυτών.

Με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ΣχΝ καλύπτονται κενά της περίπτωσης ια' της παρ. 1 του ν. 3213/2003. Σημειώνεται ότι με την τροποποίηση του β' εδαφίου της ως άνω περίπτ. ια' δεν γίνεται ρητή αναφορά μόνο σε διαγωνισμούς έργων που διέπονται ειδικά από τις διατάξεις του ν. 1418/1984 (Α' 23) και του π.δ. 609/1985 (Α' 223), αλλά καθιερώνεται υποχρέωση σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης για όλα τα μέλη των επιτροπών διαγωνισμών που αναφέρονται στο α' εδάφιο της διάταξης, ανεξαρτήτως της νομικής βάσης επί της οποίας διεξάγονται οι διαγωνισμοί αυτοί.

Με την παρ. 5 του άρθρου 1 του ΣχΝ μεταφέρονται τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από την περίπτ. ιβ' της παρ. 1 του άρ 1 του ν. 3213/2003 στην νέα, αυτοτελή περίπτ. μη', σύμφ. με την παρ. 12 του άρθρου 1 του ΣχΝ. Ο λόγος της αλλαγής που προκύπτει από τις παρ. 5 και 12 του άρθρου 1 του ΣχΝ θα αναπτυχθεί διεξοδικότερα στην ανάπτυξη του άρθρου 5 του ΣχΝ.

Με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ΣχΝ προστίθενται στους υπόχρεους σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης της περίπτ. ιθ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/20°3 και οι εκδότες εντύπων, καλύπτοντας ένα κενό που είχε εμφιλοχωρήσει ως προς την υποχρέωση πολλών κατηγοριών υπόχρεων, οι οποίες σχετίζονται με την λειτουργία επιχειρήσεων μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Με την παρ. 7 του άρθρου 1 του ΣχΝ τροποποιείται η περίπτ. κε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003. Στην ως άνω περίπτωση περιγράφεται, με τις σχετικές διακρίσεις, η υποχρέωση σε υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης του προσωπικού της αστυνομίας, του λιμενικού σώματος και της πυροσβεστικής. Με την προτεινόμενη ρύθμιση θα εξαιρείται το προσωπικό των παραπάνω τριών σωμάτων που βρίσκεται σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας. Υπενθυμίζεται ότι μόνιμη διαθεσιμότητα συνιστά η κατάσταση του αξιωματικού που τίθεται μόνιμα εκτός της ενεργού υπηρεσίας, επειδή κατέστη ανίκανος για εκτέλεση υπηρεσίας, συνεπεία τραυμάτων ή παθήσεων από τραύματα, ένεκα της υπηρεσίας ή κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας και ένεκα ταύτης, ύστερα από γνωμάτευση της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής.

Με την παρ. 8 του άρθρου 1 του ΣχΝ προστίθενται και οι νόμιμοι αναπληρωτές των προϊσταμένων των δασαρχείων και των δασονομείων στους υπόχρεους δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, ενώ με την παρ. 9 διορθώνεται το όνομα της ιδρυθείσας με τον ν. 4512/2018 Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος, το οποίο εκ παραδρομής είχε αποδοθεί ως Υπηρεσία Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος.

Με την παρ. 10 του άρθρου 1 του ΣχΝ συμπληρώνεται η περίπτ. λγ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, η οποία, κατά την ισχύουσα μορφή της, καθιερώνει υποχρέωση σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης μόνο για τους προϊσταμένους και τους υπαλλήλους των οργανικών μονάδων δόμησης οποιουδήποτε οργανωτικού επιπέδου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Με την προτεινόμενη ρύθμιση υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης καθίστανται και τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, αλλά και οι εισηγητές των Επιτροπών Εξέτασης Προσφυγών Αυθαιρέτων, των Συμβουλίων, Περιφερειακών Συμβουλίων και του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, των Συμβουλίων, των Περιφερειακών Συμβουλίων και των Κεντρικών Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων.

Με την παρ. 11 του άρθρου 1 του ΣχΝ γίνεται προσαρμογή των διατυπώσεων της περίπτ. μδ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 στις υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για τον δημοσιονομικό έλεγχο κατά το ισχύον δίκαιο.

Με την παρ. 12 του άρ. 1 του ΣχΝ δημιουργείται, όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, αυτοτελής κατηγορία υπόχρεων, η οποία περιλαμβάνει τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα οποία εντάσσονται σε ξεχωριστή κατηγορία υπόχρεων σύμφωνα με τη συνταγματική και την θεσμική τους κατοχύρωση. Τονίζεται στο παρόν σημείο ότι η ρύθμιση του παρόντος Σχεδίου Νόμου δεν επηρεάζει την αυτονόητη, συνταγματικά κατοχυρωμένη, παραδοχή ότι οι λειτουργοί του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους απολαμβάνουν, σύμφωνα με το άρθρο ιοοΑ του Συντάγματος, ισότιμης μεταχείρισης με τους δικαστικούς λειτουργούς σε ζητήματα μισθολογικής, φορολογικής και υπηρεσιακής κατάστασης (άρθρα 88 παρ. 2 και 5 και 90 παρ. 5 του Συντάγματος).

Με την παρ. 13 η γενική περίπτωση μη' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αναριθμείται σε περίπτ. μθ'.

Με την παρ. 14 του άρθρου 1 του ΣχΝ τροποποιείται η διατύπωση της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003. Η πρώτη βασική διαφοροποίηση της νέας διατύπωσης αφορά στις χρήσεις για τις οποίες οφείλουν να υποβάλλουν δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης οι δικαστικοί και οι εισαγγελικοί λειτουργοί από το έτος κατά το οποίο παύουν να έχουν την αντίστοιχη ιδιότητα. Η δεύτερη διαφοροποίηση αφορά στην προσαρμογή της προθεσμίας, στην οποία θα υποβληθούν οι δηλώσεις που εκκρεμούν κατά το τρέχον έτος για όλους τους υπόχρεους. Ειδικότερα, προβλέπεται ειδική και εξαιρετική προθεσμία που αφορά τις δηλώσεις παρελθόντων ετών που πρόκειται να υποβληθούν εκ νέου, και παράλληλα επιχειρείται η χρονική και κατά περιεχόμενο εναρμόνιση των δηλώσεων αυτών υπό το νέο νομικό καθεστώς. Με την προτεινόμενη ρύθμιση χορηγείται εύλογος χρόνος, τόσο για την υποβολή των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων του 2018 (χρήση 2017), όσο και για την υποβολή των δηλώσεων, που αφορούν σε προηγούμενα έτη και χρήσεις.

Με την παρ. 15 του άρθρου 1 του ΣχΝ η διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 προσαρμόζεται στην λειτουργία του ψηφιακού συστήματος υποβολής δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, η δε λεκτική μεταβολή στην παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 που προτείνεται με την παρ. 16 του άρθρου 1 του ΣχΝ συνιστά απλή προσαρμογή στην διατύπωση της παρ. 15.

Η αλλαγή στην διατύπωση που προτείνεται με την παρ. 17 του άρθρου 1 του ΣχΝ στην παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3213/2013 σχετίζεται άμεσα με την διατύπωση της υποπερίπτωσης ix. της περίπτωσης α' της παρ. 1 του ν. 3213/2003, η οποία προτείνεται να τροποποιηθεί με την παρ. 4 του άρθρου 2 του νομοσχεδίου καθώς συνιστά διάταξη διευκόλυνσης κατηγοριών υπόχρεων που οφείλουν να προσθέσουν και τις δανειακές τους υποχρεώσεις στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης.

Τέλος, με την οριζόντια ρύθμιση της παρ. 18 προστίθεται παρ. 6 στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003 και αποσαφηνίζεται ότι τα αναπληρωματικά μέλη των αναφερόμενων στο άρθρο 1 οργάνων μόνο τότε είναι υπόχρεα σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης, όταν έχουν πράγματι συμμετάσχει σε συνεδρίαση του οργάνου και διασφαλίζεται ο τρόπος με τον οποίο αποδεικνύεται το γεγονός της συμμετοχής.

Άρθρο 2

Με το άρθρο 2 τροποποιούνται διατάξεις του άρθρου 2 του ν.3213/2003, με τις οποίες ρυθμίζεται το περιεχόμενο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης.

Με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 2 του ΣχΝ μεταβάλλεται το περιεχόμενο των πρώτων εδαφίων της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2. Ειδικότερα, ως προς την πρώτη ηλεκτρονική δήλωση, η προτεινόμενη ρύθμιση υποδεικνύεται από την αναγκαιότητα δημιουργίας μίας ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων κατά την πρώτη εφαρμογή του συστήματος ηλεκτρονικής υποβολής, η οποία θα αποτελεί μέτρο σύγκρισης και ελέγχου της ακρίβειας των μετέπειτα περιουσιακών μεταβολών που θα δηλώνονται από τους υπόχρεους και καθίσταται δε αναγκαία κατόπιν των τελευταίων νομολογιακών παραδοχών περί μη σύννομης επικαιροποίησης της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου κατά την υποβολή της ετήσιας δήλωσης.

Με την παρ. 3 του άρθρου 2 του ΣχΝ τροποποιούνται οι υποπεριπτώσεις v και vi της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003. Με τις διατάξεις αυτές αυξάνονται σημαντικά τα κατώτατα όρια μετρητών εκτός τραπεζικών λογαριασμών, τα οποία θα πρέπει να δηλώνονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, αλλά και η ελάχιστη αξία των κινητών σημαντικής αξίας τα οποία επίσης θα πρέπει να περιλαμβάνονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης. Οι προσαρμογές αυτές γίνονται με βάση τα νεότερα νομολογιακά δεδομένα, ενώ επιχειρείται να ευρεθεί σημείο ισορροπίας μεταξύ των διεθνών προτύπων διαφάνειας, δια των οποίων αξιώνεται να αποτυπώνεται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των υπόχρεων, και της προστασίας της ιδιωτικότητας που αξιώνεται από το Σύνταγμα.

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, και ειδικότερα σύμφωνα με την απόφασή Wypych κατά Πολωνίας (Απόφαση του τμήματος IV επί του παραδεκτού της αιτήσεως της 25ης Οκτωβρίου 2005, αριθμός αίτησης 2428/2005), έχει ήδη κριθεί ότι η απαίτηση συμπερίληψης σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης δημοτικού συμβούλου κινητών πραγμάτων αξίας άνω των 10 χιλιάδων ζλότυ Πολωνίας (ήτοι νομίσματος με κατώτερη του ευρώ αξία) δεν συνιστά υπερβολική αξίωση από πλευράς Πολωνικού Κράτους, με δεδομένο ότι οι δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ζητούνται από πρόσωπα από τα οποία αξιώνεται η μέγιστη δυνατή διαφάνεια στην οικονομική τους δραστηριότητα.

Ακόμη, όπως προκύπτει από έγκυρες καταγραφές διεθνών φορέων, όπως είναι η Παγκόσμια Τράπεζα και ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης ποσοστού 8ο% επί δείγματος 156 χωρών ζητείται η δήλωση κινητών μεγάλης αξίας (βλ σχετικά στην μελέτη των Rossi/Pop/Berger «Getting the Full Picture on Public Officials - A How-To Guide for Effective Financial Disclosure, 2017, σελ. 34, Έκδοση του StAR Initiative - ήτοι της κοινής πρωτοβουλίας της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα επί του θέματος της ανάκτησης περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν κατόπιν εγκληματικής δραστηριότητας).

Περαιτέρω, η συνολική έκθεση αρχικών συμπερασμάτων επί του 4ου Γύρου Αξιολόγησης της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς που λειτουργεί υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO) δείχνει ότι η ένταξη των μετρητών και ιδίως των κινητών μεγάλης αξίας στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης μπορούν να συνδράμουν στην αύξηση της διαφάνειας, ενώ η ίδια η Ομάδα απηύθυνε σε περιπτώσεις αξιολογήσεων Κρατών-μελών της συστάσεις συμπερίληψης κινητών πραγμάτων στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης (βλ. σχετικά την έκθεση της GRECO με τίτλο «CORRUPTION PREVENTION - Members of Parliament, Judges and Prosecutors - CONCLUSIONS AND TRENDS», έτος έκδοσης 2017, σελ. 29- 30).

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ζητήθηκε από τον ΟΟΣΑ να καταρτίσει μία αρχική αξιολόγηση της νομοθεσίας και της πρακτικής που αυτή οριοθετεί στο πλαίσιο Τεχνικής Έκθεσης για το Σύστημα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης στην Ελλάδα. Η εν λόγω Τεχνική έκθεση ολοκληρώθηκε το 2018, αφού προηγήθηκε εκτεταμένη επίσκεψη των στελεχών του ΟΟΣΑ και ανάλυση του συστήματος υποβολής και επεξεργασίας των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης στην χώρα. Η έκθεση, στο θέμα της δήλωσης των μετρητών, προέβη σε σημαντική ανάλυση του ζητήματος κρίνοντας ότι α) τα όρια που είχαν τεθεί ήταν από μόνα τους πολύ χαμηλά, και β) υπάρχει μεγάλη αναγκαιότητα, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα, να παραμείνει σε ένα εύλογο τουλάχιστον μέτρο η δήλωση των κινητών μεγάλης αξίας. Το κρίσιμο απόσπασμα από το σημαντικό αυτό κείμενο έχει ως εξής (σελ. 25 της Έκθεσης): «κρίνεται σκόπιμο ο Έλληνας νομοθέτης να εξετάσει σε ποιο βαθμό η υποχρέωση δήλωσης κινητών πραγμάτων μεγάλης αξίας μπορεί να διατηρηθεί, πιθανόν με νέα μορφή και διατύπωση. Η υποχρέωση αυτή συνιστά κοινό χαρακτηριστικό των συστημάτων ελέγχου που εστιάζουν στον εντοπισμό του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι το ελληνικό σύστημα ελέγχου δεν προβλέπει εκτίμηση της αξίας από τους υπόχρεους, πλην ορισμένων εξαιρέσεων. [...] Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, ότι κατά τις συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, επισημάνθηκε ότι η ελληνική φορολογική νομοθεσία υποχρεώνει τους φορολογούμενους να δηλώνουν κάθε κτήση κινητών που υπερβαίνουν σε αξία τα 10,000 EUR. Η ρύθμιση αυτή θέτει το ερώτημα, γιατί η συγκεκριμένη διάταξη παραμένει συνταγματική, ενώ το ίδιο δεν ισχύει για το αντίστοιχο πολύ υψηλότερο όριο της δήλωσης κινητών πραγμάτων. Επιπλέον, φαίνεται ότι η αγορά κινητών πραγμάτων μπορεί να αποδειχθεί χωρίς τη διενέργεια κατ' οίκον έρευνας (κάτι το οποίο δεν προβλέπεται από την κείμενη νομοθεσία) βάσει αποδείξεων, πιστωτικών καρτών, τραπεζικών βεβαιώσεων ή μαρτύρων (π.χ. συγγενείς, προηγούμενους πωλητές με τους οποίους έχει συναλλαχθεί ο υπόχρεος, τους ίδιους τους αγοραστές κλπ.). Τέλος, στο πλαίσιο ενός συστήματος ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης το αρμόδιο όργανο ελέγχου δεν οφείλει να αποδείξει ότι ο υπόχρεος έχει στην κατοχή του κινητά τα οποία δεν δήλωσε. Η ίδια η υποχρέωση απειλεί τον υπόχρεο με την επιβολή ποινών στην περίπτωση μη δήλωσης. Συνεπώς, η υποχρέωση αυτή εξυπηρετεί τον σκοπό οι δηλώσεις να εμποδίζουν τους (διεφθαρμένους) δημόσιους λειτουργούς να απολαμβάνουν τα παράνομα έσοδά τους.»

Από το σύνολο των παραπάνω κειμένων προκύπτει ότι η υποχρεωτική δήλωση κινητών μεγάλης αξίας (και μάλιστα αξίας πολύ μεγαλύτερης από αυτή που συστήνεται από τα διεθνή πρότυπα, τα οποία τοποθετούν την αξία αυτή στο ποσό των 5-000 ευρώ περίπου - βλ. σχετικά «Getting the Full Picture on Public Officials - A How-To Guide for Effective Financial Disclosure, 2017, σελ. 38) συνιστά μια νομοθετική πρόβλεψη:
α) απολύτως συμβατή με την διεθνή πρακτική (άλλωστε, από άποψη διεθνούς δικαίου το ενδεχόμενο πρόβλεψης δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης καθιερώνεται από το άρ. 8 παρ. 5 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς - κυρωθείσα με τον ν. 3666/2008),
β) μη αντικείμενη στο διεθνές δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου, και,
γ) σημαντική, από τεχνική-ελεγκτική πλευρά για την επίτευξη του σκοπού αύξησης της διαφάνειας της οικονομικής δραστηριότητας των σημαντικότερων λειτουργών και αξιωματούχων.

Με βάση τα παραπάνω, η διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 2 του ΣχΝ τεκμηριώνεται επαρκώς.

Με την παρ. 4 του άρθρου 2 του ΣχΝ τροποποιείται η υποπερίπτωση ix. της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, ώστε προστίθενται υπόχρεοι οι οποίοι θα πρέπει να δηλώνουν και τις δανειακές τους υποχρεώσεις, αλλά και τις υποχρεώσεις τους προς νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, όπως αυτές εξειδικεύονται στο β' εδάφιο της εν λόγω διάταξης. Έτσι, στα κατά βάση πολιτικά πρόσωπα των περιπτώσεων α' έως ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 προστίθενται και οι υπόχρεοι της περίπτωσης ιβ' της ίδιας διάταξης, που αφορά στους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς.

Με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου αντικαθίσταται η περίπτωση γ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003. Η αντικατάσταση αποσκοπεί στην άρση τυχόν ασαφειών ως προς την υποχρέωση δήλωσης από τον υπόχρεο των περιουσιακών στοιχείων του εν διαστάσει συζύγου και του μέρους του συμφώνου συμβίωσης. Περαιτέρω, ρυθμίζονται οι περιπτώσεις που τα ανωτέρω πρόσωπα αρνούνται, κατά δήλωση του υπόχρεου, και δεν συνεργάζονται με τον υπόχρεο παρέχοντας τις απαραίτητες πληροφορίες ή επιβεβαιώνοντας το περιεχόμενο της δήλωσης που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία των ιδίων ή των ανηλίκων τέκνων τους, με αποτέλεσμα να μην αποτυπώνεται η πραγματική περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου και να αλλοιώνεται το περιεχόμενο και η αποτελεσματικότητα του ελέγχου. Με την άρνηση αυτή καταστρατηγούνται οι στόχοι του συστήματος ελέγχου, δεν αποτυπώνεται η συνολική πραγματική περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου και των στενά με αυτόν συνδεόμενων προσώπων, δεν εξασφαλίζεται έτσι η πληρότητα του περιεχομένου της δήλωσης και παρεμποδίζεται εν τέλει η αποτελεσματικότητα του ελέγχου.

Ειδικότερα, σε περίπτωση άρνησης των ανωτέρω προσώπων να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους εισάγεται ένα πρώτο στάδιο διοικητικής διαδικασίας, κατά το οποίο τα πρόσωπα αυτά καλούνται από τα ελεγκτικά όργανα, προκειμένου να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους σχετικά με την άρνησή τους αυτή. Επιπλέον, τίθεται αποκλειστική προθεσμία και παρέχεται δυνατότητα δήλωσης των περιουσιακών τους στοιχείων και των ανηλίκων τέκνων τους. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η αναφορά σε κοινή υπουργική απόφαση, με την οποία εξειδικεύονται αντίγραφα αναγκαίων εγγράφων για τα πρόσωπα που ελέγχονται υποχρεωτικά, δεν περιλαμβάνεται στην νέα διάταξη, διότι τα στοιχεία αυτά προσδιορίζονται στο άρθρο 2Α του ν. 3213/2003, το οποίο προτείνεται να θεσπιστεί με το παρόν ΣχΝ, όπως αναφέρεται κατωτέρω.

Η παρ. 6 του άρθρου 2 του ΣχΝ αναφέρεται στην ειδική ρύθμιση της περίπτ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, που αφορά στην αναφορά εμπράγματων δικαιοπραξιών δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών και έχει να κάνει με το αρμόδιο όργανο που θα λαμβάνει τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και των εισαγγελικών λειτουργών, η δε προτεινόμενη τροποποίηση αποτελεί συμπληρωματική ρύθμιση στην προτεινόμενη με το παρόν ΣχΝ ριζική μεταβολή των άρθρων 3 και 3Α του ν. 3213/2003, για την οποία θα γίνει λόγος παρακάτω.

Η προτεινόμενη, με την παρ. η του άρθρου 2 του ΣχΝ, κατάργηση της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 οφείλεται στην αντικατάσταση του περιεχομένου της από το προτεινόμενο (στο παρόν ΣχΝ) άρθρο ιΚ του ν. 3213/2003, ενώ με την παρ. 8 του άρθρου 2 του ΣχΝ προστίθενται ορισμένα επιπλέον στοιχεία σε αυτά που κρίνεται σκόπιμο να μη δημοσιοποιούνται. Η ρύθμιση αυτή αφορά στον μικρό, συγκριτικά, αριθμό δηλώσεων που δημοσιεύονται, όπως προβλέπεται για τις περίπτ. α' έως ε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003.

Τέλος, με την τροποποίηση της νυν παρ. 4 (η οποία αναριθμείται σε παρ. 3) του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, η οποία προτείνεται με την παρ. 9 του άρθρου 2 του ΣχΝ, χορηγείται εν τοις πράγμασι μεγαλύτερη προθεσμία για την αυτόβουλη συμπλήρωση των ανακριβειών των στοιχείων που δηλώθηκαν.

Άρθρο 3

Με το άρθρο 3 του προτεινόμενου σχεδίου νόμου προστίθεται άρθρο 2Α στον ν. 3213/2003, με το οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής της ΔΠΚ και ΔΟΣ και προβλέπονται τα συνυποβαλλόμενα δικαιολογητικά που αποδεικνύουν την κτήση, την αξία και την προέλευση των δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων. Η διάταξη αυτή σκοπείται να λειτουργήσει ως ο κινητήριος μοχλός του συστήματος της ηλεκτρονικής υποβολής των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης.

Με το προτεινόμενο άρθρο 2Α ρυθμίζονται τεχνικής φύσεως ζητήματα εν γένει. Μεταξύ των πολλών ζητημάτων που ρυθμίζονται στις εξαντλητικές ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου είναι η τήρηση των πολιτικών ασφαλείας που εξασφαλίζουν το απόρρητο, την εμπιστευτικότητα και την ακεραιότητα των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων, ορίζονται οι υπεύθυνοι επεξεργασίας και οι εκτελούντες την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων περιουσιακής κατάστασης και τίθεται το χρονικό πλαίσιο διατήρησής τους. Η ρύθμιση είναι εξαντλητική και αντιμετωπίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής ζητήματα: α) τον τρόπο πρόσβασης και τον τρόπο πιστοποίησης των υπόχρεων, β) την δυνατότητα άντλησης στοιχείων από συστήματα όπως το TAXISnet, γ) τον τρόπο με τον οποίο καταχωρούνται πρόσφατα αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία, δ) καθορίζονται φορείς και όργανα που συνεργάζονται για τη συντήρηση του συστήματος και την επιτυχή ένταξη των δηλώσεων στο ηλεκτρονικό σύστημα, ε) τα στοιχεία που θα πρέπει να συνοδεύουν της δηλώσεις οι οποίες ελέγχονται υποχρεωτικά, στ) αναφέρεται ότι τα επιμέρους στοιχεία των δηλώσεων θα προβλέπονται σε ειδικά παραρτήματα του παρόντος σχεδίου νόμου που αφορούν και στις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων, και ζ) περιλαμβάνονται ρυθμίσεις που αφορούν στην διασφάλιση του απορρήτου και της προστασίας των προσωπικών δεδομένων των δηλούντων.

Άρθρο 4

Με το άρθρο 4 τροποποιείται το άρθρο 3 του ν.3213/2003, με το οποίο καθορίζονται τα όργανα ελέγχου και ρυθμίζονται ορισμένα στοιχεία της διαδικασίας ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης.

Με την παρ. 1 του άρθρου 4 του ΣχΝ, μέσω της αντικατάστασης της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 στην αρμοδιότητα της Επιτροπής ελέγχου του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 προστίθεται και ο έλεγχος των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών.

Με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 3 του ΣχΝ ανακαθορίζεται η αρμοδιότητα ελέγχου δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης για συγκεκριμένες κατηγορίες υπόχρεων. Ειδικότερα, μεταφέρονται ορισμένες δηλώσεις υπόχρεων-δημοσίων υπαλλήλων στην αρμοδιότητα του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, που είναι το κατ' εξοχήν ελεγκτικό και συντονιστικό όργανο εσωτερικού ελέγχου της δημόσιας διοίκησης για τον εντοπισμό φαινομένων κακοδιοίκησης και διαφθοράς. Έτσι επιχειρείται ο αποτελεσματικότερος έλεγχος μέσω της ενοποίησης και της εποπτείας των διαδικασιών ελέγχου.

Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις της παρ. 5 του άρθρου 4 του ΣχΝ αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003, ούτως ώστε να προσδιορίζεται το αντικείμενο και η έκταση του ελέγχου και να εντοπίζονται ευχερέστερα τυχόν περιπτώσεις παράνομου πλουτισμού υπόχρεων. Επίσης εισάγεται ρύθμιση σχετικά με την προθεσμία διενέργειας του ελέγχου η οποία ορίζεται στη πενταετία. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία το όργανο ελέγχου εντοπίσει ευρήματα, τα οποία αποτελούν ενδείξεις τέλεσης κακουργημάτων, όπως αυτά προβλέπονται στις ποινικές διατάξεις του ν. 3213/2003.

Με την παρ. 6 του άρθρου 4 του ΣχΝ προσαρμόζεται η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 στην νέα διατύπωση της παρ. 2 του ίδιου άρθρου, ενώ με την παρ. 7 του ίδιου άρθρου του ΣχΝ διατηρούνται τα δικαιώματα ακρόασης που έχουν οι ελεγχόμενοι, χωρίς την απειλή προστίμου που προβλέπει η ισχύουσα διάταξη, αφού, κατά το ισχύον σήμερα δίκαιο, το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται για παράλειψη η οποία λειτουργεί εις βάρος των υπό έλεγχο προσώπων, συνεπώς η επιβολή του είναι περιττή.

Η παρ. 8 του άρθρου 4 του ΣχΝ προβλέπει την προσθήκη δύο νέων παραγράφων (παρ. 6 και τ) στο άρθρο 3 του ν. 3213/2003. Με την προτεινόμενη παρ. 6 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 εισάγεται ρύθμιση με την οποία προβλέπεται οριζόντια η δυνατότητα πρόσβασης των οργάνων ελέγχου σε βάσεις δεδομένων και στοιχείων που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική διενέργειά του. Η προτεινόμενη παρ. 7 του ίδιου άρθρου έχει ως στόχο να καλύψει περιπτώσεις υποβολής διπλών δηλώσεων σε περιπτώσεις γάμων ή συμφώνων συμβίωσης μεταξύ προσώπων τα οποία είναι αμφότερα υπόχρεα σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης, ιδίως δε σε περιπτώσεις που ένας εκ των δύο υπόχρεων οφείλει να υποβάλλει δήλωση στην επιτροπή του άρθρου 3 Α του ν. 3213/2003. Συνεπώς, στην περίπτωση που περιγράφηκε ανωτέρω, η επιτροπή του άρθρου 3Α είναι αρμόδια για την υποβολή και τον έλεγχο της Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και των δύο προσώπων.

Άρθρο 5

Με το προτεινόμενο άρθρο 5 του ΣχΝ προτείνεται η ριζική αναμόρφωση της επιτροπής του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003. Η εν λόγω αναμόρφωση καθίσταται απαραίτητη από την στιγμή που, όπως προκύπτει από την παρ. 1 του άρθρου 4 του σχεδίου νόμου, αυξάνεται κατά πολύ ο αριθμός των ελεγχόμενων από αυτήν δηλώσεων, λαμβάνοντας υπόψη ότι προστίθενται στο έργο της επιτροπής η λήψη και ο έλεγχος των δηλώσεων των δικαστικών και των εισαγγελικών λειτουργών. Η συγκεκριμένη διεύρυνση του αντικειμένου της Επιτροπής Ελέγχου έχει ως αναγκαία συνέπεια την αύξηση των μελών της, η οποία θα πρέπει να γίνει με μέλη που απολαμβάνουν την μέγιστη δυνατή ανεξαρτησία.

Με βάση την παραπάνω σκέψη, κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του ΣχΝ, με την οποία αντικαθίστανται οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 από τις νέες παραγράφους ι έως 4 του ίδιου άρθρου, η επιτροπή ελέγχου του άρθρου 3Α προτείνεται να αποτελείται από ιι μέλη (έναντι 9 μελών, τα οποία την συναπαρτίζουν από την έναρξη ισχύος του ν. 4389/2016), με την προσθήκη ενός επιπλέον Συμβούλου της Επικρατείας και ενός Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου. Επομένως, σύμφωνα με τις προτεινόμενες διατάξεις, έξι από τα έντεκα μέλη της Επιτροπής Ελέγχου θα είναι δικαστικοί και οι εισαγγελικοί λειτουργοί. Περαιτέρω, ενόψει έλλειψης συνάφειας με το αντικείμενο του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, ο Συνήγορος του Πολίτη αντικαθίσταται από τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης. Επισημαίνεται ότι ο Πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες ονομάζεται με βάση την μετονομασία της εν λόγω Αρχής σύμφ. με το άρ. 47 του πρόσφατου ν. 4557/2018 (Α' 139).

Με την προτεινόμενη νέα παρ. 3 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 ορίζεται ότι κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των Δικαστικών και των Εισαγγελικών Λειτουργών, καθήκοντα Πρόεδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της. Ο Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται σύμφωνα με το στοιχ. α' της προηγούμενης παραγράφου, συμμετέχει στην Επιτροπή ως μέλος. Ορίζεται ακόμη ότι οι δικαστές και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που είναι τακτικά μέλη της Επιτροπής, πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης. Οι λοιπές νέες ρυθμίσεις των προτεινόμενων παρ. 1-4 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 συνιστούν επανάληψη των ισχυουσών ρυθμίσεων, με προσαρμογή αυτών στις ως άνω κεντρικές νομοθετικές επιλογές αλλά και στις διατάξεις του κανονισμού της Βουλής.

Με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ΣχΝ οι νυν παρ. 3 έως 6 του άρθρου 3 Α του ν. 3213/2003 αναριθμούνται απλώς σε παρ. 4 έως 8.

Άρθρο 6

Με το άρθρο 6 του ΣχΝ τροποποιούνται οι διατάξεις του άρθρου 3Β του ν.3213/2003, με το οποίο ρυθμίζεται η λειτουργία της Επιτροπής του άρθρου 3 Α ίδιου νόμου. Ειδικότερα, με την παρ. 1 του άρθρου 6 του ΣχΝ ορίζεται ότι ο Εισαγγελέας που έχει οριστεί για να επικουρεί την επιτροπή του άρ. 3Α του ν. 3213/2003 κατά το έργο της ως Επιτροπής Ελέγχου της πολιτικής χρηματοδότησης σύμφ. με το άρθρο 21 περίπτ. ζ του ν. 3023/2002 θα επικουρεί την Επιτροπή Ελέγχου και στο πεδίο του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης. Το έργο που ανατίθεται στον ως άνω εισαγγελικό λειτουργό, μετατίθεται από τον νυν προβλεπόμενο επίκουρο Εισαγγελέα Διαφθοράς, διότι η συνδρομή του ως άνω λειτουργού θα είναι σταθερή και δεν θα παρέχεται μόνο όταν κρίνεται κατά περίπτωση αναγκαία. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι η Εισαγγελία Διαφθοράς Αθηνών έχει (ιδίως ύστερα από την θέση σε ισχύ του ν. 4139/2013) πολύ σημαντικό φόρτο εργασίας, στον οποίο θα πρέπει να επικεντρωθεί με όλους τους διαθέσιμους σε αυτήν εισαγγελικούς λειτουργούς.

Με την παρ. 2 του άρ. 6 του ΣχΝ προστίθεται εδάφιο στην παρ. 4 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 με το οποίο ορίζεται ο κανόνας της πενταετίας ως ο χρόνος εντός του οποίου επιτρέπεται να ανασυρθεί αρχειοθετηθείσα υπόθεση. Εξαίρεση στον κανόνα αυτό αποτελεί η περίπτωση κατά την οποία προκύψουν ενδείξεις τέλεσης κακουργήματος της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 ή (της προτεινόμενης, όπως θα παρατεθεί κατωτέρω) παρ.2 του άρθρου 6Α του ίδιου νόμου.

Με την παρ. 3 του άρθρου 6 του ΣχΝ προστίθεται παρ. 8 στο άρθρο 3Β του ν. 3213/2003. Με την προτεινόμενη διάταξη επεκτείνεται η εφαρμογή διατάξεων που ρυθμίζουν ζητήματα λειτουργίας της Επιτροπής του άρθρου 3Α και στα λοιπά όργανα ελέγχου με σκοπό την ενιαία εφαρμογή των διαδικασιών λειτουργίας και ελέγχου των οργάνων.

Άρθρο 7

Με το άρθρο 7 του ΣχΝ προτείνονται συγκεκριμένες τροποποιήσεις αναφορικά με το κυρωτικό σκέλος του ν. 3213/2003.

Με την παρ. 1 του άρθρου σκοπείται καταρχάς η αξιοποίηση της ηλεκτρονικής υποδομής για την υποβολή εκπρόθεσμων δηλώσεων εντός των προβλεπόμενων στην διάταξη σύντομων προθεσμιών. Με αυτό το σκεπτικό, η δήλωση που υποβάλλεται μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την λήξη της προθεσμίας επιτρέπεται ύστερα από την από πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ. Συνεπώς το χρηματικό ποσό, το οποίο, με βάση το ισχύον δίκαιο, οφείλουν να καταβάλλουν οι υπόχρεοι σε δήλωση, που προβαίνουν σε εκπρόθεσμη υποβολή δήλωσης δεν θα έχει τον χαρακτήρα προστίμου (άρα διοικητικής κύρωσης), αλλά θα αποτελεί το τίμημα παραβόλου που θα είναι απαραίτητο προκειμένου να ολοκληρωθεί η κατάθεση εκπρόθεσμης δήλωσης.

Η επιπλέον καινοτομία της προτεινόμενης ρύθμισης της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003, όπως προτείνεται να αντικατασταθεί με την πρώτη παρ. του άρ. 7 του ΣχΝ, έγκειται στην κλιμάκωση του ποσού του παραβόλου που απαιτείται για την υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης. Συνακόλουθα, εφόσον η εκπρόθεσμη δήλωση υποβληθεί μετά από τριάντα ημέρες από την λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, το πληρωτέο ηλεκτρονικό παράβολο ανέρχεται στο ύψος των 200 ευρώ. Εάν πάλι παρέλθουν οι τριάντα ημέρες, επιτρέπεται μεν υποβολή δήλωσης, αλλά μόνο με την πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου ύψους 800 ευρώ, χωρίς η τελευταία ενέργεια να απαλλάσσει αναγκαστικά τον υπόχρεο από την ποινική ευθύνη, όπως θα αναπτυχθεί αμέσως παρακάτω.

Με την δεύτερη παράγραφο του άρθρου η του ΣχΝ αντικαθίσταται η παρ. 2 του άρ. 6 του ν. 3213/2003. Η νέα ρύθμιση επιφέρει αλλαγές, οι οποίες κινούνται σε τρεις κατευθύνσεις. Αναλυτικά:

Α) Με το πρώτο εδάφιο της προτεινόμενης διάταξης μετατίθεται ο χρόνος από το πέρας του οποίου η παράλειψη υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης καθίσταται αξιόποινη. Με τη νέα ρύθμιση αξιόποινος καθίσταται ο υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλλει δήλωση με την πάροδο 6ο ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρ. 1 του ν. 3213/2003, ενώ στον παρόντα νόμο προβλέπεται η έναρξη της ποινικής ευθύνης από την πάροδο 30 ημερών από την παρέλευση της ίδιας προθεσμίας.
Η ρύθμιση έχει ως στόχο να μην οδηγούνται απευθείας στις εισαγγελικές αρχές οι υπόχρεοι που καθυστερούν για μικρό χρονικό διάστημα την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, ενώ με το ίδιο τρόπο τα ελεγκτικά σώματα επιτυγχάνουν την απόκτηση πρόσβασης στις δηλώσεις περισσότερων υπόχρεων. Με βάση την προτεινόμενη νέα διατύπωση του πρώτου εδαφίου της δεύτερης παρ. του άρ. 6 του ν. 3213/2003, σε συνδυασμό με την νέα παρ. 1 του ίδιου άρθρου, θα πρέπει να γίνουν οι εξής διακρίσεις, ανάλογα με τον χρόνο υποβολής της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης:
I. Αν η δήλωση υποβληθεί εμπρόθεσμα (όπως η προθεσμία ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003), δεν υπάρχει κάποια επιβάρυνση του υπόχρεου.
II. Αν η δήλωση υποβληθεί εντός τριάντα ημερών από την πάροδο της ως άνω προθεσμίας, τότε η δήλωση επιβαρύνεται με την πληρωμή παραβόλου ύψους διακοσίων ευρώ, χωρίς να υπέχει ο υπόχρεος ποινική ευθύνη.
III. Αν η δήλωση υποβληθεί μετά την πάροδο τριάντα ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας αλλά πριν την πάροδο εξήντα ημερών από την πάροδο αυτής (της προθεσμίας) τότε η δήλωση επιβαρύνεται με την πληρωμή παραβόλου ύψους οκτακοσίων ευρώ, χωρίς να υπέχει ο υπαίτιος ποινική ευθύνη.
IV. Αν, τέλος, ο υπόχρεος υποβάλλει δήλωση μετά την πάροδο 6ο ημερών από την προθεσμία που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, τότε, αφενός μεν η δήλωση επιβαρύνεται με την πληρωμή παραβόλου οκτακοσίων ευρώ, αφετέρου δε ο υπόχρεος υπέχει ποινική ευθύνη καταρχήν για μη υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης τουλάχιστον σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003· Ο υπαίτιος υπόχρεος μπορεί να επιθυμήσει την υποβολή εκπρόθεσμης δήλωσης προκειμένου να έχει ευμενέστερη ποινική μεταχείριση (αναγνώριση ελαφρυντικών, ενδεχομένως αμέλειας κλπ.).

Β) Περαιτέρω, μεταξύ των νυν πρώτου και δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 προστίθεται εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο «[α]νακριβής είναι και η δήλωση, όταν τα δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία, ή η επαύξηση αυτών δε δικαιολογείται από τα πάσης φύσεως, νομίμως αποκτηθέντα εισοδήματα του υπόχρεου». Η διατύπωση αυτή προστίθεται για ερμηνευτικούς λόγους, ώστε να καθίσταται απολύτως σαφές ότι ο έλεγχος των ετήσιων δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης εκτείνεται και στην προέλευση των δηλούμενων εισοδημάτων. Η ερμηνευτική, κατά βάση, διάταξη έχει ως στόχο να οριοθετήσει το πεδίο του ελέγχου των δηλώσεων. Υπενθυμίζεται και στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με πρόβλεψη της παρ. 2 του άρ. 3 του ν. 3213/2003 (η οποία, κατά το σημείο αυτό, δεν μεταβάλλεται με το παρόν ΣχΝ) «[ο] έλεγχος, εκτός από τη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση αν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων». Συνεπώς, η αναντιστοιχία μεταξύ δηλούμενων περιουσιακών στοιχείων και πηγών (νόμιμης) προέλευσής τους συνιστά νόμιμα ελέγξιμο δεδομένο και η αναντιστοιχία αυτή δύναται να καταστήσει την δήλωση περιουσιακής κατάστασης «ανακριβή», πράγμα που προέκυπτε με βάση και το νυν ισχύον δίκαιο.

Γ) Με την προσθήκη εδαφίου, μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου, το νυν δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 καθίσταται τρίτο εδάφιο. Με την εν λόγω διάταξη, καταστρώνεται η (απλώς) διακεκριμένη παραλλαγή των αδικημάτων της παράλειψης υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης ή της υποβολής ανακριβούς ή ελλιπούς δήλωσης. Η διάταξη τροποποιείται προς δύο κατευθύνσεις:
α) Από την μία πλευρά, και προκειμένου να υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των παραλλαγών των αδικημάτων που προβλέπονται στα δύο εδάφια του άρθρου 6, προβλέπεται ότι η επιβαρυμένη ποινή του β' εδαφίου θα δύναται να επιβληθεί μόνο όταν υπάρχει σκοπός απόκρυψης περιουσίας άνω των τριάντα χιλιάδων ευρώ.
β) Από την άλλη πλευρά, διαγράφεται η ρήτρα που τέθηκε το πρώτον με το άρθρο 227 του ν. 4281/2014, σύμφωνα με την οποία για να υπάρξει αυστηρότερη τιμωρία δεν αρκεί η απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου, αλλά απαιτείται το αποκρυφθέν περιουσιακό στοιχείο να έχει αποκτηθεί από τον υπόχρεο με εκμετάλλευση της ιδιότητάς του. Ο λόγος της διαγραφής έγκειται στο ότι η απόκρυψη περιουσίας που προκύπτει από την εκμετάλλευση της ιδιότητας υπόχρεου συνιστά από μόνη της ποινικό αδίκημα (όπως αυτά της δωροληψίας κατά τα άρθρα 159» 235, 237 ΠΚ της εμπορίας επιρροής του άρθρου 237Α ΠΚ, της δωροδοκίας στον ιδιωτικό τομέα κατά το άρθρο 237Β ΠΚ ή των εγκλημάτων περί την υπηρεσία ή του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες), ενώ η προσθήκη της ρήτρας καθιστούσε την διάταξη πρακτικά ανεφάρμοστη. Συνεπώς, η μερική επαναφορά στις ρυθμίσεις του ν. 3849/2010 (με τον ποσοτικό περιορισμό που αναπτύχθηκε παραπάνω) συνιστά την πλέον πρόσφορη και ισορροπημένη δικαιοπολιτικά λύση, που θα έχει βέβαια επίδραση και στην εφαρμογή των ιδιαίτερα διακεκριμένων κάκου ργηματικών υπαλλαγών τέλεσης που προβλέπονται στην παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003.

Με την παρ. 3 του άρθρου η του ΣχΝ προτείνεται προσαρμογή της αναφοράς της διάταξης σε εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 στην μορφή που η διάταξη λαμβάνει με την προτεινόμενη τροποποίηση.

Με την παρ. 4 του άρθρου 7 του ΣχΝ προστίθεται, ως προς τους τρίτους που παρέχουν ειδικού τύπου συνδρομή στην υποβολή ανακριβών δηλώσεων, ρήτρα ότι η παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 εφαρμόζεται μόνο εάν δεν τιμωρείται η συμπεριφορά βαρύτερα. Με την ισχύουσα μορφή της διάταξης, καθιερώνεται ειδική, έναντι των γενικών διατάξεων περί συμμετοχής, ρύθμιση μορφών συμμετοχής σε όλα τα αδικήματα υποβολής ανακριβούς δήλωσης (άρα και στην περίπτωση κακουργηματικής υποβολής ανακριβούς δήλωσης). Συνεπώς, η εν γνώσει σύμπραξη σε υποβολή ανακριβούς δήλωσης δύναται να έχει πλημμεληματικό χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 12 ΠΚ (κατά το οποίο οι διατάξεις του γενικού μέρους του ποινικού κώδικα εφαρμόζονται στους ειδικούς ποινικούς νόμου αν δεν ορίζεται διαφορετικά), ακόμη και αν το βασικό αδίκημα συνιστά για τον αυτουργό της υποβολής ανακριβούς δήλωσης κακούργημα. Με την νέα, προτεινόμενη, διατύπωση της διάταξης, εάν η «σύμπραξη» στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης από τρίτο συνιστά (απλή ή άμεση) συνέργεια σε κακουργηματική υποβολή ανακριβούς δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, τότε θα τιμωρείται ως τέτοια και το αδίκημα της παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 θα συρρέει φαινομενικά κατ' ιδέαν. Τέλος, επισημαίνεται ότι η αξιόποινη πράξη συνέργειας από πρόσωπο που δεν είναι «τρίτο» στην υποβολή δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (όπως π.χ. ο/η σύζυγος του υπόχρεου), τιμωρείται ήδη με βάση τις διατάξεις περί συμμετοχής (βλ. σχετικά ΑΠ 175/2017) επομένως η παρούσα ρύθμιση δεν έχει επίδραση σε αυτές τις περιπτώσεις.

Με την παρ. 5 του άρθρου 7 του ΣχΝ προστίθεται παρ. 8 στο άρθρο 6, σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές και φορολογικές αρχές, που επιλαμβάνονται κατόπιν πορίσματος των Οργάνων Ελέγχου, διαβιβάζουν στο αρμόδιο όργανο ελέγχου αντίγραφο της σχετικής δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος ή του φύλλου ελέγχου.

Τέλος, με την παρ. 6 του άρθρου 7 του ΣχΝ τροποποιείται η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3213/2003 τόσο για να προσαρμοστεί στην προτεινόμενη, με την παρ. 14 του άρθρου 1 του ΣχΝ, διατύπωση της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003, όσο για να καλύψει τους υπόχρεους αποστολής των καταστάσεων που αφορούν σε όλες τις κατηγορίες υπόχρεων, χωρίς να περιορίζεται στην αποσπασματική αναφορά της ισχύουσας διάταξης.

Άρθρο 8

Με το άρθρο 8 προστίθεται άρθρο 6Α στον ν. 3213/2003. Η διατάξεις του νέου άρθρου θεσπίζουν ποινικά αδικήματα σε πλήρη αντιστοιχία με τις διατάξεις των παρ. 2 επ. του άρθρου 6 του ν. 3213/2003. Με τις διατάξεις αυτές επιβάλλονται ποινικές κυρώσεις στα πρόσωπα, τα οποία καλούνται από τα αρμόδια όργανα ελέγχου σύμφωνα με την προτεινόμενη διατύπωση της περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, αλλά αρνούνται να δηλώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία (όπως και τα στοιχεία των τυχόν ανήλικων τέκνων τους). Τα αδικήματα που θεσπίζονται με τις διατάξεις του άρθρου 6Α του ν. 3213/2003 δύνανται να διαπραχθούν μόνο από σύζυγο, εν διαστάσει σύζυγο, ή από μέρος του συμφώνου συμβίωσης που παραλείπει να δηλώσει τα δικά του περιουσιακά στοιχεία ή των ανηλίκων τέκνων τους μετά την πάροδο της προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών από την κλήση του οργάνου ελέγχου, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2, ή δηλώσει αυτά ανακριβώς ή ελλιπώς. Η κλιμάκωση των κυρώσεων και οι συμπληρωματικές ρυθμίσεις ακολουθούν κατά τα λοιπά την δομή του άρθρου 6 του ν. 3213/2003

Άρθρο 9

Με το άρθρο 9 του ΣχΝ η βασική περί καταλογισμού χρηματικών ποσών διάταξη του άρθρου 12 του ν. 3213/2003 τροποποιείται ούτως ώστε να προσαρμοστεί στην πρόβλεψη της παρ. 1 του άρθρου 1 του ΣχΝ, ώστε να δύναται να γίνει καταλογισμός και κατά προσώπου που έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με υπόχρεο ο οποίος απέκτησε περιουσιακά οφέλη η προέλευση των οποίων δεν δικαιολογείται.

Άρθρο 10

Οι διατάξεις του άρθρου 10 του ΣχΝ είναι μεταβατικού χαρακτήρα, με δεδομένο ότι έχει δημιουργηθεί εκκρεμότητα για τις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης χρήσεων περασμένων ετών. Με τις προτεινόμενες μεταβατικές διατάξεις επιχειρείται η χρονική και η κατά περιεχόμενο εναρμόνιση των δηλώσεων που πρόκειται να υποβληθούν υπό το νέο νομικό καθεστώς και χορηγείται εύλογος χρόνος για την εκ νέου υποβολή των ΔΠΚ και ΔΟΣ.

Επιπλέον, στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης και της αποφυγής περιττών διοικητικών βαρών, επιλέγεται η δυνατότητα των υπόχρεων, εφόσον δεν υποχρεούνται σε μεταβολή του περιεχομένου τους, να επιβεβαιώσουν και να εγκρίνουν το περιεχόμενο των ήδη υποβληθεισών δηλώσεών τους, οι οποίες θα λαμβάνουν νέο πρωτόκολλο και αποδεικτικό υποβολής και θα ισχύουν ως νέες.

Άρθρο 11

Με το άρθρο 11 του ΣχΝ τροποποιούνται διατάξεις της περίπτωσης γ' της παρ. 4του άρθρου 48 του ν. 4557/2018, οι οποίες, κατά το σημείο αυτό, είναι πανομοιότυπες με τις διατάξεις της περίπτ. γ' της παρ. 3 του άρθρου 7Α του ν. 3691/2008. Οι μεταβολές αποτελούν λογικό επακόλουθο των μεταβολών που τελούνται με το άρθρο 1 του Σχεδίου Νόμου.

Άρθρο 12

Με το άρθρο 12 του ΣχΝ προστίθεται άρθρο 19 στον ν. 3213/2003. Ο λόγος της θέσπισης είναι να ενταχθούν οι ρυθμίσεις του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 στο σώμα του ν. 3213/2003. Παράλληλα συμπληρώνονται και ορισμένες ρυθμίσεις πλαισίου που αφορούν στις δηλώσεις οικονομικών συμφερόντων που προβλέπονται με την ήδη υφιστάμενη διάταξη. Ο τύπος της δήλωσης προβλέπεται στο παράρτημα II που προσαρτάται στο σχέδιο νόμου.

Η ρύθμιση του προτεινόμενου άρθρου 19 του ν. 3213/2003 ως προς το τεχνικό της σκέλος εναρμονίζεται με το προτεινόμενο άρθρο 2Α του ίδιου νόμου, με το οποίο εφαρμόζεται συμπληρωματικά.

Άρθρο 13

Με το άρθρο 13 του ΣχΝ ορίζεται η έναρξη ισχύος του νόμου.



ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
«Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις».


Άρθρο 1
Τροποποιήσεις του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α' 309)


1. Η φράση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α' 309) «Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν:» αντικαθίσταται από την φράση: «Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους ή των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν:».

2. Η περίπτ. θ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Οι Αντιδήμαρχοι, οι Πρόεδροι, τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη των επιτροπών των Δήμων, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων και οι Γενικοί Διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων Δήμων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Δήμων. Ειδικότερα ως προς τις σχολικές επιτροπές, δήλωση περιουσιακής κατάστασης υποβάλλουν οι Πρόεδροι και οι διαχειριστές των τραπεζικών λογαριασμών αυτών.».

3. Η περίπτ. ι' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«ι. Οι Γενικοί Διευθυντές των Υπουργείων, οι Πρόεδροι, οι Αντιπρόεδροι, οι Διοικητές οι Υποδιοικητές τα εκτελεστικά μέλη, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι και οι Γενικοί Διευθυντές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών, καθώς και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.».

4. α. Οι λέξεις «των επιτροπών διαγωνισμών προμηθειών και παροχής υπηρεσιών» του πρώτου εδαφίου της περίπτ. ια' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίστανται από τις λέξεις «των επιτροπών διαγωνισμών προμηθειών, μελετών και παροχής υπηρεσιών».
β. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτ. ια' της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Την ίδια υποχρέωση υπέχουν ο πρόεδρος και τα μέλη όλων των επιτροπών διαγωνισμών δημοσίων έργων των ανωτέρω φορέων, εφόσον ο προϋπολογισμός του έργου υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ».

5. Στην περίπτ. ιβ' της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 απαλείφεται η φράση «και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους».

6. Η περίπτ. ιθ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«ιθ. Οι ιδιοκτήτες, οι εκδότες, οι μέτοχοι, οι εταίροι, οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ., οι διαχειριστές, καθώς και οι γενικοί διευθυντές και οι διευθυντές ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που εκμεταλλεύονται διαδικτυακά ενημερωτικά μέσα ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας, όπως και των βασικών μετόχων αυτών.»

7. Η περίπτ. κε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«κε. Το αστυνομικό προσωπικό, με εξαίρεση όσους τελούν σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας σύμφωνα με την περίπτ. ζ' της παρ. 1 του άρθρου 8 και το άρθρο 14 του π.δ. 24/1997 (Α' 29) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν.δ. 330/1947 (Α' 84), οι συνοριακοί φύλακες, οι ειδικοί φρουροί και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετεί στην Ελληνική Αστυνομία, το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, εξαιρουμένων των στελεχών που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 27/2014 (Α' 46), καθώς και το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 330/1947, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 1813/1988 (Α' 243).».

8. Στο τέλος της περίπτ. κθ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 προστίθενται οι λέξεις: «και οι κατά νόμον αναπληρωτές τους».

9. Στην περίπτ. λ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 οι λέξεις «το προσωπικό της Υπηρεσίας Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το προσωπικό της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος».

10. Η περίπτ. λγ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«λγ. Οι προϊστάμενοι και οι υπάλληλοι των οργανικών μονάδων δόμησης οποιουδήποτε οργανωτικού επιπέδου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, καθώς και οι εισηγητές των Επιτροπών Εξέτασης Προσφυγών Αυθαιρέτων, των Συμβουλίων, Περιφερειακών Συμβουλίων και του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, των Συμβουλίων, των Περιφερειακών Συμβουλίων και των Κεντρικών Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων.»

11. Η περίπτ. μδ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«μδ. Οι επικεφαλής των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) και των Δημοσιονομικών Υπηρεσιών Εποπτείας και Ελέγχου (Δ.Υ.Ε.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους».

12. Η περίπτ. μη' της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«μη. Τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους»

13. Στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 προστίθεται περίπτωση μθ' ως εξής:
«μθ. Κάθε άλλο πρόσωπο για το οποίο προβλέπεται υποχρέωση υποβολής δήλωσης από ειδική διάταξη νόμου».

14. Η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η δήλωση της παρ. 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητας τους (αρχική δήλωση). Τα επόμενα έτη, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας, της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για την επόμενη χρήση. Ειδικά δε για τους υπόχρεους των περιπτ. α' έως και ε' και ιβ' της παρ. 1 για τρεις (3) περαιτέρω χρήσεις μετά το έτος της απώλειας της ιδιότητας ή της λήξης της θητείας. Η δήλωση υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Κατ' εξαίρεση, δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων, αρχικές με απόκτηση ιδιότητας υπόχρεου τα έτη 2016, 2017 και 2018 έως την δημοσίευση του παρόντος νόμου και ετήσιες των ετών 2016 (χρήση 2015), 2017 (χρήση 2016) και 2018 (χρήση 2017) υποβάλλονται από 01-12-2018 έως 28- 2-2019.».

15. Η παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους ο αρμόδιος φορέας ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται οι υπόχρεοι ετήσιας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, οφείλει να καταχωρίσει ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, την κατάσταση των υπόχρεων προσώπων και να την οριστικοποιήσει. Η κατάσταση περιλαμβάνει υπόχρεους που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η μη ύπαρξη υπόχρεων πρέπει να δηλώνεται ηλεκτρονικά με την οριστικοποίηση μηδενικής κατάστασης από πιστοποιημένο χρήστη του φορέα. Το αρμόδιο όργανο ελέγχου μπορεί να ζητά από οποιαδήποτε υπηρεσία, φορέα ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο που διαθέτει στοιχεία για πρόσωπα που υπάγονται στις περιπτώσεις της παρ. 1, κατάσταση των οικείων προσώπων.».

16. Η παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Αμφισβητήσεις αποκλειστικά και μόνο ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων ελέγχου, η οποία εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων, που είναι αρμόδια να υποβάλλουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο, κατάσταση υπόχρεων.».

17. Η παρ. 5 του άρθρου 1 του ν.3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους, ή την ημερομηνία κτήσης της ιδιότητας του υπόχρεου, σε περίπτωση αρχικής δήλωσης. Ειδικά για τους υπόχρεους των περιπτ. α' έως ε' και ιβ' της παρ. 1, τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, ομοίως χωρίς επιβάρυνση και μέσα στην ίδια προθεσμία, να εκδίδουν αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών των ως άνω υπόχρεων κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους ή κατά την ημερομηνία κτήσης της ιδιότητας.».

18. Στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, με το οποίο ρυθμίζονται περιπτώσεις υποχρέωσης υποβολής ΔΠΚ μελών συλλογικών οργάνων, υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης είναι τα αναπληρωματικά μέλη των οργάνων αυτών, εφόσον έχουν συμμετάσχει σε συνεδριάσεις τους, όπως αυτό προκύπτει αποκλειστικά από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων του οργάνου.»

Άρθρο 2
Τροποποιήσεις του άρθρου 2 του ν. 3213/2003


1. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικώς η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο κτήσης της ιδιότητας περιουσιακά στοιχεία, την αξία και τον τρόπο κτήσης τους.».

2. Μετά το δεύτερο εδάφιο της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Κατ' εξαίρεση η πρώτη ηλεκτρονική ετήσια δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο αναφοράς της περιουσιακά στοιχεία και την αξία κτήσης τους εφόσον είναι διαθέσιμη.».

3. Οι υποπεριπτ. v και vi της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίστανται ως εξής:
«v. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Το προαναφερόμενο ποσό αφορά αθροιστικά τον υπόχρεο, το σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα και το πρόσωπο, με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.
vi. Κάθε κινητό που η αξία του υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α. Αν η αξία κάθε πράγματος είναι μικρότερη του ποσού αυτού, τα αποκτηθέντα, όμως πράγματα αποτελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγμάτων, εφόσον υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. Η δηλούμενη αξία συνοδεύεται από τα παραστατικά αγοράς ή τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά ή εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών. Σε περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.».

4. α. To πρώτο εδάφιο της υποπερίπτ. ix της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτ. α' έως και ε' και ιβ' της παρ. 1 του άρθρου 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους».
β. Οι λέξεις «κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους» του δεύτερου εδαφίου της υποπερίπτ. ix. της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίστανται από τις λέξεις «κατά την ημερομηνία του προηγουμένου εδαφίου».

5. Η περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ. Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωση οι υπόχρεοι δηλώνουν τις μεταβολές που έχουν επέλθει επί της συνολικής περιουσιακής τους κατάστασης κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Ο υπόχρεος υποβάλλει, την αρχική ή την ετήσια, δήλωση με τα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου του και στην περίπτωση διάστασης, ή του προσώπου με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και εκάστου των ανηλίκων τέκνων τους, ακόμα και αν αυτά ενηλικιώθηκαν εντός του χρονικού διαστήματος που αφορά η δήλωση. Η δήλωση υποβάλλεται από τον ίδιο και εγκρίνεται υποχρεωτικά από τον σύζυγο του ή το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης για τα δικά του στοιχεία και από αμφότερους για τα περιουσιακά στοιχεία των ανηλίκων τέκνων τους. Τις ίδιες υποχρεώσεις προς έγκριση του αντίστοιχου περιεχομένου της δήλωσης του υπόχρεου που αφορά τους ίδιους και τα ανήλικα τέκνα τους, έχουν και οι εν διαστάσει σύζυγοι. Σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του συζύγου του υπόχρεου, του εν διαστάσει συζύγου ή του προσώπου με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις του, η δήλωση υποβάλλεται, χωρίς έγκριση, μόνον από τον υπόχρεο, ο οποίος οφείλει να αναφέρει συγχρόνως ως παρατήρηση το γεγονός της άρνησης ή της αδυναμίας καθώς και τον Α.Φ.Μ. του ετέρου προσώπου. Στις ανωτέρω περιπτώσεις το όργανο ελέγχου καλεί τον σύζυγο, τον εν διαστάσει σύζυγο, ή το πρόσωπο με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης προκειμένου να δηλώσει τα δικά του περιουσιακά στοιχεία και αυτά των ανηλίκων τέκνων τους ενώπιον του αρμοδίου, για τον υπόχρεο, οργάνου κατά τις διατάξεις του παρόντος, τάσσοντας αποκλειστική προς τούτο προθεσμία ενενήντα (90) ημερών.
Ειδικότερα, τα πρόσωπα που ελέγχονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 3Β παρ. 2 του παρόντος νόμου και κατά τους ορισμούς του άρθρου 48 παρ. 4 περίπτωση γ' στοιχεία αα' έως και στστ' του ν. 4557/2018, επισυνάπτουν στη δήλωση αντίγραφα των αναγκαίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση.».

6. Στην περίπτ. δ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 η φράση «στον Πρόεδρο της Γ' Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης» αντικαθίσταται από τη φράση «στον Πρόεδρο της Επιτροπής της παρ. 3 του άρθρου 3Α.».

7. Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 καταργείται.

8. Οι παρ. 3 και 4 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αναριθμούνται σε παραγράφους 2 και 3. Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως αναριθμείται, αντικαθίσταται ως εξής: «Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειάς του, όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, αριθμός φορολογικού μητρώου, τα χρήματα και κινητά των υποπεριπτώσεων v και vi της περίπτωσης α της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 κ.λπ.».

9. Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως αναριθμείται, αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης επιτρέπεται να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως σε προθεσμία ενός μηνός από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης.».

Άρθρο 3
Προσθήκη άρθρου 2Α στον ν. 3213/2003


Μετά το άρθρο 2 του ν. 3213/2003 προστίθεται άρθρο 2Α ως εξής:
«Άρθρο 2Α
Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και δήλωσης οικονομικών συμφερόντων.
1. Οι δηλώσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά διαδικτυακώς μέσω ενιαίας εφαρμογής προς το αρμόδιο, αναλόγως της δηλούμενης ιδιότητας, όργανο ελέγχου και υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, μετά την οποία πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η χρονολογία κτήσης.
2. Ο υπόχρεος υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (Δ.Π.Κ.) απαιτείται να είναι ενεργός χρήστης των υπηρεσιών του TAXISnet, για να υποβάλει τη δήλωση αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τον υπόχρεο και αφορά την περιουσιακή κατάσταση του ιδίου, της συζύγου ή του προσώπου με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και των ανήλικων τέκνων του.
3. Η ταυτοποίηση του υπόχρεου και των προσώπων, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων συνυποβάλλονται, από την εφαρμογή ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ., γίνεται με τη χρήση των προσωπικών κωδικών στο TAXISnet. Διακριτούς προσωπικούς κωδικούς TAXISnet πρέπει να έχει τόσο ο υπόχρεος, όσο και ο/η σύζυγος, καθώς και το πρόσωπο με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποχρεωτική έγκριση των περιουσιακών στοιχείων που δηλώθηκαν από τον υπόχρεο και αφορούν τα ανωτέρω πρόσωπα και τα ανήλικα τέκνα.
4. Το περιεχόμενο της Δ.Π.Κ., οι οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων της και οι πίνακες παραμετρικών τιμών, περιλαμβάνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I, το οποίο προσαρτάται στον παρόντα νόμο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού.
5. Κατά την υποβολή της Δ.Π.Κ. από τον υπόχρεο, τα βασικά στοιχεία αυτού, δηλαδή ο Α.Φ.Μ., το επώνυμο, το όνομα και το πατρώνυμο, εμφανίζονται όπως τηρούνται στο φορολογικό μητρώο. Σε περίπτωση ανακρίβειας αυτών, απαιτείται, πριν από την υποβολή της δήλωσης η διόρθωση των ανακριβών στοιχείων στο φορολογικό μητρώο. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ανακρίβειας των στοιχείων των λοιπών προσώπων, που αναφέρονται στην περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 2.
6. Τα προσωπικά στοιχεία του υπόχρεου, όπως Α.Δ.Τ., διεύθυνση, τηλέφωνο, δηλώνονται ως έχουν κατά την ημερομηνία της υποβολής της Δ.Π.Κ. Τα λοιπά στοιχεία, όπως υπηρεσιακά και οικογενειακά, ως και η ιδιότητα του υπόχρεου δηλώνονται όπως είχαν κατά το έτος που αφορά η δήλωση.
7. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου, κατά τη χρήση που αφορά η δήλωση, δηλώνονται υποχρεωτικώς ο τρόπος απόκτησης το ύψος της σχετικής δαπάνης (τίμημα που καταβλήθηκε), καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου, που είχε δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνεται το τίμημα που έχει εισπραχθεί. Ειδικά για την περίπτωση εκποίησης κινητών μεγάλης αξίας της υποπερίπτωσης vi της περ. α. της παρ. 1 του άρθρου 2, η δήλωση του εισπραχθέντος τιμήματος συνοδεύεται από τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά και από εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών.
8. Σε περίπτωση απόκτησης νέου εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή εκποίησης εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου που έχει δηλωθεί σε προηγούμενες δηλώσεις του υπόχρεου, δηλώνονται τα στοιχεία του συμβολαίου απόκτησης ή εκποίησης. Αν δεν υπάρχει συμβόλαιο απόκτησης εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων λόγω κληρονομικής διαδοχής, δηλώνονται τα στοιχεία του κληρονομούμενου, καθώς και ο τρόπος και η ιδιότητα, με την οποία ο υπόχρεος έγινε κληρονόμος.
9. Σε περίπτωση απόκτησης και απώλειας εμπράγματου δικαιώματος επί του ίδιου ακινήτου κατά τη χρήση, που αφορά η δήλωση, δηλώνονται και οι δύο μεταβολές. Το ίδιο ισχύει αντίστοιχα και για τα οχήματα, τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και για τις συμμετοχές σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση, με την επιφύλαξη των περιορισμών του άρθρου 8.
10. Για την υποβοήθησή του στην ηλεκτρονική υποβολή της Δ.Π.Κ., ο υπόχρεος μετά την ταυτοποίησή του μέσω των κωδικών του TAXISnet και εφόσον συναινέσει με υπεύθυνη δήλωσή του σε αυτή την διαδικασία, μπορεί να μεταφέρει στη Δ.Π.Κ. τα δεδομένα της τελευταίας ηλεκτρονικά υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (ΕΙ) του έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στη «βεβαίωση της περιουσιακής του κατάστασης» κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική ή του τρέχοντος έτους εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια, όπως αυτά τα στοιχεία τηρούνται ηλεκτρονικά στη Α.Α.Δ.Ε.
11. Όλα τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος όπως έχουν διαμορφωθεί, κατά την οριστική υποβολή της Δ.Π.Κ., από υποβολή τροποποιητικών ή/και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος που αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου και των προσώπων του εδαφίου γ' της παρ. 1 του άρθρου 2, κατά την ημερομηνία της ανωτέρω παραγράφου, επισυνάπτονται αυτόματα ηλεκτρονικά στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ.
12. Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) της Α.Α.Δ.Ε., που είναι η αρμόδια υπηρεσία για τις ανωτέρω χορηγήσεις όλων των στοιχείων των δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων, οφείλει να τηρεί αρχείο για αυτές με το στοιχείο της ημερομηνίας και ώρας χορήγησης / πρόσβασης καθώς και το μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της οριστικοποιημένης Δ.Π.Κ. που σχετίζεται με την κάθε χορήγηση.
13. Για τη διευκόλυνση του ελέγχου των Δ.Π.Κ., όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3, η φορολογική διοίκηση χορηγεί στα αρμόδια όργανα ελέγχου, ύστερα από αίτησή τους στοιχεία για όλες τις πιθανές τροποποιήσεις των παραπάνω δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων αρμοδιότητάς τους οι οποίες τηρούνται ηλεκτρονικά.
14. Με την οριστική υποβολή της δήλωσης ο υπόχρεος μπορεί να αποθηκεύσει στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή αντίγραφο της Δ.Π.Κ. που έχει υποβληθεί, όπου εμφανίζονται ο αριθμός αυτής και η ημερομηνία υποβολής της.
15. Στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης οι οποίες ελέγχονται υποχρεωτικά σύμφωνα με το άρθρο 3Β του παρόντος νόμου ή κατά προτεραιότητα σύμφωνα με την πέμπτο εδάφιο της περίπτ. γ' της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4557/2018, επισυνάπτονται ηλεκτρονικά τα αναγκαία έγγραφα, εφάπαξ κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης και εφόσον υπάρχουν μεταβολές κατά την υποβολή της ετήσιας δήλωσης από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση και ειδικότερα:
α. συμβόλαια των ακινήτων.
β. βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως αυτά περιγράφονται στην υποπερίπτ. iii της περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 2, που κατ' ελάχιστον θα περιλαμβάνουν το όνομα του χειριστή της μερίδας το όνομα των προϊόντων, το κόστος κτήσης και την αποτίμηση αυτών.
γ. βεβαιώσεις ή παραστατικά από τα οποία να προκύπτουν τα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και αντίστοιχες βεβαιώσεις ή παραστατικά για κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστευμάτων (trusts).
δ. παραστατικά των τραπεζών, ταμιευτηρίων και άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων από τα οποία αποδεικνύεται η μίσθωση θυρίδων.
ε. παραστατικά αγοραπωλησίας ή πράξεις φορολογικής αρχής για τα κινητά μεγάλης αξίας άνω των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ ή εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών, και, στην περίπτωση που τα κινητά αυτό είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, αντίγραφο της σχετικής σύμβασης.
στ. άδειες κυκλοφορίας πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, καθώς και των οχημάτων οποιασδήποτε χρήσης και, σε περίπτωση απόκτησης ή εκποίησης των πιο πάνω μέσων κατά τη διάρκεια του χρόνου που αφορά η δήλωση, επιπλέον παραστατικά αγοράς ή πώλησης.
ζ. παραστατικά για συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση.
16. Στις δηλώσεις των υπόχρεων, που ελέγχονται υποχρεωτικά σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 3Β, επισυνάπτονται επίσης παραστατικά από τα οποία προκύπτουν οι δανειακές υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα, όπως αυτές διαμορφώνονται κατά την ημερομηνία αναφοράς της δήλωσης, και, στην περίπτωση αρχικής, κατά το χρόνο κτήσης της ιδιότητας. Επίσης επισυνάπτονται παραστατικά για κάθε οφειλή άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, που υφίσταται κατά τις άνω ημερομηνίες και προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης.
17. Το απόρρητο της διαδικτυακής επικοινωνίας του υπόχρεου με τα συστήματα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών διασφαλίζεται με τη χρήση ψηφιακού πιστοποιητικού από την εφαρμογή υποβολής. Τα απόρρητα στοιχεία των Δ.Π.Κ. τηρούνται κρυπτογραφημένα στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του συστήματος. Το ηλεκτρονικό σύστημα συνοδεύεται από πολιτικές ασφάλειας που καλύπτουν όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων.
18. Υπεύθυνοι επεξεργασίας της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης είναι τα όργανα ελέγχου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 3, αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους και στην περίπτωση της παρ. 7 του άρθρου 3 το όργανο που είναι αποκλειστικά αρμόδιο.
19. Εκτελούντες την επεξεργασία της παραπάνω βάσης δεδομένων κατ' εντολή των υπευθύνων επεξεργασίας, είναι τα όργανα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και τα ίδια τα όργανα ελέγχου αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητας τους.
20. Η Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών, ως Φορέας Λειτουργίας Πληροφοριακών Συστημάτων αναλαμβάνει:
α. τη σχεδίαση, ανάπτυξη, υποστήριξη και λειτουργία των αναγκαίων πληροφοριακών συστημάτων που εξυπηρετούν την κατάρτιση των καταστάσεων υπόχρεων και την ηλεκτρονική υποβολή και τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., καθώς και την αυτοματοποίηση της συμπλήρωσής τους σύμφωνα με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των οργάνων ελέγχου, με ενημέρωση του Γ.Ε.Δ.Δ.
β. την υποστήριξη των οργάνων ελέγχου για την ενημέρωση και τη διευκόλυνση των υπόχρεων την ενημέρωση και τη διευκόλυνση των υπόχρεων για τη διαδικασία υποβολής των ΔΠΚ και ΔΟΣ καθώς και των φορέων για τη κατάρτιση καταστάσεων υπόχρεων.
21. Η Γ.Γ.Π.Σ. σχεδιάζει και βελτιώνει την πολιτική ασφαλείας των ανωτέρω πληροφοριακών συστημάτων, σύμφωνα με την ισχύουσα πολιτική ασφάλειας του Υπουργείου Οικονομικών και εκδίδει δεσμευτικές οδηγίες ορθής και ασφαλούς χρήσης των εφαρμογών, για όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χρήστες των πληροφοριακών συστημάτων, με ενημέρωση του Γ.Ε.Δ.Δ. Μέσα σε δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος θα υπογραφεί πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ των οργάνων ελέγχου και του φορέα λειτουργίας. Στο πρωτόκολλο θα καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, οι ρόλοι των εμπλεκόμενων φορέων, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις συνεργασίας.
22. Ο Γ.Ε.Δ.Δ. αναλαμβάνει την κατάρτιση, την διοίκηση και την διαχείριση των απαραίτητων συμβάσεων ανάπτυξης βελτίωσης και συντήρησης των ηλεκτρονικών εφαρμογών των ανωτέρω πληροφοριακών συστημάτων και παρακολουθεί την πορεία παραλαβής και υλοποίησης του έργου.
23. Για τις ανάγκες του ελέγχου των Δ.Π.Κ. σύμφωνα με το άρθρο 3, κάθε όργανο ελέγχου ορίζει τους υπαλλήλους του και τα δικαιώματα πρόσβασης που αυτοί έχουν επί των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ηλεκτρονικού συστήματος. Η πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα των υπαλλήλων αυτών είναι αυστηρά προσωποποιημένη, ελεγχόμενη μέσω μοναδικού ονόματος χρήστη και προσωπικού μυστικού κωδικού. Οι ενέργειες των υπαλλήλων αυτών εντός του ηλεκτρονικού συστήματος καταγράφονται ηλεκτρονικά.
24. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών μπορεί να τίθενται εκτός λειτουργίας τα ανωτέρω πληροφοριακά συστήματα, ύστερα από αίτημα των οργάνων ελέγχου ή του φορέα λειτουργίας για λόγους συντήρησης, αναβάθμισης και προσαρμογής στις αλλαγές της νομοθεσίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών ανά έτος. Κατά το διάστημα αυτό αναστέλλεται η προθεσμία υποβολής της αρχικής και ετήσιας δήλωσης του άρθρου 1 παρ.2 του ν. 3213/2003.
25. Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) του άρθρου 19 του παρόντος περιλαμβάνεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II, το οποίο προσαρτάται στον παρόντα νόμο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού. Η Δ.Ο.Σ υποβάλλεται από τον υπόχρεο σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 2, ταυτόχρονα με την υποβολή της Δ.Π.Κ., αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής. Η υποβολή της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων αποδεικνύεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παρ. 14 του παρόντος άρθρου.
26. Τα δεδομένα που καταχωρίζονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης διατηρούνται μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, κατά την αιτιολογημένη κρίση του αρμόδιου για τον έλεγχο οργάνου, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής και της επεξεργασίας τους.

Άρθρο 4
Τροποποιήσεις του άρθρου 3 του ν. 3213/2003


1. Η περίπτ. α' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτ. α' έως και ε' και ιβ' της παρ. 1 του άρθρου 1 στην Επιτροπή του άρθρου 3Α,».

2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτ. αα' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτ. στ' έως και ια', ιγ' έως και κδ', κζ', λδ' έως και λΓ, μα', μβ', ματ', μη' και μθ' της παρ. 1 του άρθρου 1, στην Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.».

3. Η περίπτ. β' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«β) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις κστ', κθ', λ' έως και λγ', μ', μγ' έως και με' και μζ' στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης,».

4. Η περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις κε' και κη' στον εποπτεύοντα την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας εισαγγελικό λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ο οποίος επικουρείται προς τούτο από την οικεία υπηρεσία, καθώς και την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, για τις δηλώσεις που αφορούν στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής,».

5. Η παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Ο έλεγχος διενεργείται εντός πέντε ετών από τη λήξη του έτους υποβολής. Σε περίπτωση που υπάρχουν ενδείξεις τέλεσης των ποινικών αδικημάτων της παρ. 3 του άρθρου 6 ή της παρ. 2 του άρθρου 6Α, ο έλεγχος μπορεί κατ' εξαίρεση να διενεργηθεί μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής παραγραφής των αδικημάτων. Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων για τα περιουσιακά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο κτήσης της ιδιότητας. Για τα επόμενα έτη, ο έλεγχος της ετήσιας δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων, για τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Ο έλεγχος, εκτός από τη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση αν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση μη ουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του στοιχείου που ανακριβώς έχει δηλωθεί.».

6. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 οι λέξεις «εδάφια α' και β'» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εδάφια γ', δ', ε' και στ».

7. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός ρητής προθεσμίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχομένων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ' εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση.».

8. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 προστίθενται παράγραφοι 6 και 7 ως εξής:
«6. Τα όργανα ελέγχου δεν υπόκεινται, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου των στοιχείων, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των περί εχεμύθειας διατάξεων του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα και με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι ελεγκτές έχουν πρόσβαση στο "Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών" σύμφωνα με το άρθρ. 62 του ν. 4170/2013 (Α' 163) και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και στα στοιχεία φορολογικών ελέγχων που τηρούνται στην Α.Α.Δ.Ε., σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος και μπορεί να τους επιβληθούν οι κυρώσεις του πιο πάνω νόμου.
7. Αν σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης με ελεγχόμενο από την Επιτροπή του άρθρου 3Α έχει ιδιότητα υπόχρεου ενώπιον διαφορετικού οργάνου ελέγχου, η επιτροπή του άρθρου 3Α είναι αρμόδια για την υποβολή και τον έλεγχο τηςΔ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και των δύο προσώπων.».

Άρθρο 5
Τροποποιήσεις του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003


1. Οι παρ. 1 και 2 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτ. α' έως και ε' και ιβ' της παρ. 1 του άρθρου 3 ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από έντεκα (11) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές.
2. Η Επιτροπή συγκροτείται από:
α) τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής
β) Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του,
γ) Δύο Συμβούλους της Επικρατείας ως τακτικά μέλη, με τους αναπληρωτές τους
δ) Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.
Οι δικαστικοί λειτουργοί-μέλη της επιτροπής και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων δικαστηρίων, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
ε) Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζεται με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
στ) τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του,
ζ) Τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του,
η) Τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής
θ) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας
ι) Βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
3. Κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των Δικαστικών και των Εισαγγελικών Λειτουργών, καθήκοντα Πρόεδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της. Οι δικαστές και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που είναι τακτικά μέλη της Επιτροπής πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται σύμφωνα με το στοιχ. α' της προηγούμενης παραγράφου, κατά τον έλεγχο των δηλώσεων του παρούσας παραγράφου, συμμετέχει στην Επιτροπή ως μέλος.
Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος, που υπηρετεί στην υπηρεσία της παρ. 6, όπως αναριθμείται, με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.
4. Μετά από πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου, οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής και της υπηρεσίας της παραγράφου 6 που αφορούν στον έλεγχο των ΔΠΚ εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Βουλής, αποτυπώνονται σε χωριστό πίνακα και εγκρίνονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της και καλύπτονται από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις εντός των ορίων του ισχύοντος ΜΠΔΣ. Θέματα οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης που καταρτίζεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.».

2. Οι παρ. 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 αναριθμούνται σε 5, 6, 7 και 8 αντίστοιχα.

Άρθρο 6
Τροποποιήσεις του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003


1. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η Επιτροπή επικουρείται και για τις υποθέσεις του παρόντος νόμου από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περίπτ. ζ' της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3023/2002».

2. Στην παρ. 4 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η ανάσυρση υπόθεσης που έχει αρχειοθετηθεί και έχει παρέλθει πενταετία
από την υποβολή της δήλωσης επιτρέπεται, όταν προκύπτουν ενδείξεις τέλεσης του εγκλήματος της παρ. 3 του άρθρου 6 ή της παρ. 2 του άρθρου 6Α και μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής παραγραφής».

3. Στο άρθρο 3Β του ν. 3213/2003 προστίθεται παρ. 8 ως εξής:
«8. Οι διατάξεις των παρ. 1, 3, 4, 5 και 6 εφαρμόζονται και στα λοιπά όργανα ελέγχου της παρ. 1 του άρθρου 3, εφόσον δεν ισχύουν ειδικότερες διατάξεις».

Άρθρο 7
Τροποποιήσεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 3213/2003


1. Η παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Εντός τριάντα (30) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν.3213/2003 όπως επιτρέπεται η υποβολή δήλωσης ύστερα από πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου ποσού διακοσίων (200) ευρώ. Μετά την πάροδο των τριάντα (30) ημερών του προηγουμένου εδαφίου, η υποβολή δήλωσης επιτρέπεται ύστερα από πληρωμή ηλεκτρονικού παραβόλου οκτακοσίων (800) ευρώ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δύναται να τροποποιείται το ποσό των παραβόλων.».

2. Η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει δήλωση μετά την πάροδο εξήντα (60)
ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 2 του άρθρου 1 ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Ανακριβής είναι και η δήλωση, όταν τα δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία, ή η επαύξηση αυτών δε δικαιολογείται από τα πάσης φύσεως νομίμως αποκτηθέντα εισοδήματα του υπόχρεου. Αν ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου αξίας ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.».

3. Στην παρ.3 του όρθρου 6 η φράση «Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου» αντικαθίσταται από τη φράση «Ο υπαίτιος του τρίτου εδαφίου».

4. Στην παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 προστίθεται η φράση: «, εκτός αν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».

5. Στο άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:
«8. Οι δικαστικές και φορολογικές αρχές που επιλαμβάνονται κατόπιν πορίσματος των Οργάνων Ελέγχου, διαβιβάζουν στο αρμόδιο όργανο ελέγχου αντίγραφο της σχετικής δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος ή του φύλλου ελέγχου.».

6. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με την ίδια ποινή τιμωρείται, επίσης όποιος παρ' ότι είναι υπεύθυνος σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1, για την ηλεκτρονική καταχώριση κατάστασης υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, παραλείπει την καταχώριση της κατάστασης αυτής.».

Άρθρο 8
Προσθήκη άρθρου 6Α στον ν. 3213/2003


Μετά το άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθεται άρθρο 6Α ως εξής:
«Άρθρο 6Α
1. Ο σύζυγος ο εν διαστάσει σύζυγος ή το μέρος του συμφώνου συμβίωσης που παραλείπει να δηλώσει τα δικά του περιουσιακά στοιχεία ή των ανηλίκων τέκνων τους μετά την πάροδο της προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών από την κλήση του οργάνου ελέγχου, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2, ή δηλώσει αυτά ανακριβώς ή ελλιπώς τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Ανακριβής είναι και η δήλωση, όταν τα δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία, ή η επαύξηση αυτών δε δικαιολογείται από τα πάσης φύσεως νομίμως αποκτηθέντα εισοδήματα του υπόχρεου. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα τελούν το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου αξίας ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.
2. Ο υπαίτιος του τρίτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία των αποκρυπτόμενων περιουσιακών στοιχείων των ιδίων και των ανηλίκων τέκνων τους υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.
3. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.
4. Τρίτος ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή, εκτός αν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.
6. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.».

Άρθρο 9
Τροποποίηση του άρθρου 12 του ν. 3213/2003


Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 12 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε βάρος του ελεγχόμενου καταλογίζεται χρηματικό ποσό μέχρι της αξίας περιουσιακού αποκτήματος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος, ο/η σύζυγος του ή το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή το ανήλικο τέκνο του, εφόσον η προέλευση του περιουσιακού οφέλους δεν δικαιολογείται.».

Άρθρο 10
Μεταβατικές διατάξεις


1. Οι καταστάσεις του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 για τους υπόχρεους σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. 2018 καταχωρίζονται έως τις 22-11-2018.

2. Όσοι ανήκουν σε κατηγορίες προσώπων, για τις οποίες επιβάλλεται για πρώτη φορά η υποχρέωση υποβολής δήλωσης με τον παρόντα νόμο, υποβάλλουν τη σχετική (αρχική) δήλωσή τους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος, χωρίς να υπολογίζεται το διάστημα κατά το οποίο η ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή τίθεται εκτός λειτουργίας, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο. Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο κτήσης της ιδιότητας, περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.

3. Από τη δημοσίευση του παρόντος και για διάστημα έως δύο (2) μηνών τίθεται εκτός λειτουργίας η ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή του άρθρου 2Α του ν. 3213/2003, προκειμένου να προσαρμοστεί στις ρυθμιζόμενες με τον παρόντα νόμο τροποποιήσεις.

4. Υπόχρεοι που έχουν υποβάλει ηλεκτρονικά δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 έχουν τη δυνατότητα να τις επιβεβαιώσουν, εφόσον δεν απαιτείται μεταβολή του περιεχομένου τους κατά τις διατάξεις του παρόντος. Αρχικές δηλώσεις με απόκτηση ιδιότητας υπόχρεου τα έτη 2016, 2017 και 2018 που υποβλήθηκαν έως τη δημοσίευση του παρόντος αρκεί να περιέχουν τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής τους περιουσιακά στοιχεία και δεν απαιτείται μεταβολή τους για μόνο το λόγο αυτόν. Έλεγχοι που έχουν διενεργηθεί για τις δηλώσεις που επιβεβαιώνονται κατά την παράγραφο αυτή θεωρούνται έγκυροι.

5. Ειδικά για τις Δ.Π.Κ. 2016 (χρήση 2015) και 2017 (χρήση 2016) τα τραπεζικά και κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται στις υποχρεώσεις του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3213/2003.

Άρθρο 11
Τροποποιήσεις του άρθρου 48 του ν. 4557/2018 (Α' 139)


1. Η υποπερίπτ. δδ' της περίπτ. γ" της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4557/2018 (Α' 139), διαγράφεται και οι υποπερίπτ. εε', στστ' και ζζ' αναριθμούνται σε δδ', εε' και στστ' αντίστοιχα.

2. Στην αναριθμούμενη σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο υποπερίπτ. εε' της περίπτ. γ' της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4557/2018, μεταξύ των λέξεων «των ιδιοκτητών,» και «των βασικών μετόχων» προστίθενται οι λέξεις «, των εκδοτών,».

Άρθρο 12
Προσθήκη άρθρου 19 στον ν. 3213/2003 και κατάργηση του άρθρου 229 ν. 4281/2014 (Α' 160)


1. Στο νόμο 3213/2003 προστίθεται άρθρο 19 ως εξής:
«Άρθρο 19 (Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων):
1. Οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά το ν. 3213/2003 υποβάλλουν, στην ίδια προθεσμία, δήλωση οικονομικών συμφερόντων των ιδίων, των συζύγων ή των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, η οποία περιλαμβάνει:
α) τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες,
β) τη συμμετοχή τους στη διοίκηση πάσης φύσεως νομικών προσώπων και εταιριών, ενώσεων προσώπων και μη κυβερνητικών οργανώσεων,
γ) οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν παράλληλα, με την άσκηση των καθηκόντων τους είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,
δ) οποιαδήποτε αμειβόμενη περιστασιακή δραστηριότητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριότητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής συμβουλών) που αναλαμβάνουν παράλληλα με την άσκηση των καθηκόντων τους, εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος,
ε) τη συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία, όταν αυτή η συμμετοχή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δημόσια πολιτική ή όταν δίνει στον υπόχρεο τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων της εν λόγω εταιρείας ή σύμπραξης,
στ) για την περίπτωση προσώπων που υπηρετούν σε αιρετή δημόσια θέση, οποιαδήποτε οικονομική υποστήριξη από τρίτους, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που χορηγείται σε συνάρτηση με τη δημόσια δραστηριότητα τους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει τις τρεις (3.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος
ζ) οποιαδήποτε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προκάλεσαν άμεση ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντα τους. Ως σύγκρουση συμφερόντων νοείται η περίπτωση κατά την οποία υπόχρεος έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο υπόχρεος αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων.
2. Το περιεχόμενο της Δ.Ο.Σ. περιλαμβάνεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II, το οποίο προσαρτάται στον παρόντα νόμο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού.
3. Η δήλωση οικονομικών συμφερόντων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας εφαρμογής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2Α του ν. 3213/2003 και περιλαμβάνει τα συμφέροντα και δραστηριότητες των ανωτέρω περιπτώσεων που αφορούν στο προηγούμενο της υποβολής οικονομικό έτος υποβάλλεται από τον υπόχρεο για τα δικά του στοιχεία και εγκρίνεται υποχρεωτικά από το σύζυγο ή το μέρος με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης για τα δικά τους στοιχεία. Την ίδια υποχρέωση προς έγκριση του αντίστοιχου περιεχομένου της δήλωσης του υπόχρεου που τους αφορά, έχουν και οι εν διαστάσει σύζυγοι. Η διαδικασία της περίπτ. γ' της παρ. 1 του άρθρου 2 εφαρμόζεται αναλόγως.
4. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται κατά το νόμο δημοσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης μπορεί, υπό τους ίδιους όρους να δημοσιοποιηθούν και στοιχεία των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων.».

2. Οι διατάξεις του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 καταργούνται. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στις ρυθμίσεις του άρθρου 229 του ν. 4281/2014, νοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 13

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται άλλως.

 

Πηγή: Taxheaven