Απόφαση 960 / 2017 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Με την από 18-5-1982 ΕΣΣΕ του προσωπικού της Τράπεζας Μακεδονίας-
Θράκης (Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας), ρυθμίζονταν τα θέματα που αφορούσαν την
κατάσταση του προσωπικού της Τράπεζας.
Στο άρθρο 26 του ως άνω Κανονισμού διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
1.Α)
Η σύμβαση εργασίας μεταξύ της Τράπεζας και του προσωπικού είναι
ορισμένου χρόνου και λύεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 60ου έτους
της ηλικίας....2. Η σύμβαση εργασίας μεταξύ της Τράπεζας και του
προσωπικού λύεται και πριν να συμπληρωθεί το όριο ηλικίας κατά τις
διατάξεις της παρ. 1 στις εξής περιπτώσεις: α) ...β)...γ) με καταγγελία
της Τράπεζας για σπουδαίο λόγο κατά τη διάταξη του άρθρου 672 Αστικού
Κώδικα. Η καταγγελία για σπουδαίο λόγο επιτρέπεται μόνο αν ο λόγος αυτός
βεβαιωθεί με απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου (ως
πειθαρχικού).
Με το ίδιο άρθρο ορίσθηκαν οι πειθαρχικές
ποινές, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται και εκείνη της οριστικής
παύσης, ενώ με το άρθρο 29 ορίσθηκαν τα της πειθαρχικής διαδικασίας, τα
υπηρεσιακά συμβούλια, καθώς και τα πειθαρχικά συμβούλια. Από τις
διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η σύμβαση, η οποία συνδέει τον υπάλληλό
της με την αναιρεσίβλητη Τράπεζα, είναι ορισμένου χρόνου, αφού
προβλέπεται η λύση της με τη συμπλήρωση του οριζόμενου ορίου ηλικίας,
προβλέπεται δε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, ο
οποίος συνδέεται με τη φύση της, ως ορισμένου χρόνου, κατ’ εφαρμογή της
αναγκαστικού χαρακτήρα διάταξης του άρθρου 672 ΑΚ, η οποία, αποκλείοντας
αντίθετη συμφωνία, έχει εφαρμογή και στους μισθωτούς της αναιρεσίβλητης
Τράπεζας.
Η πιο πάνω περίπτωση του άρθρου 26 περ. γ’ ,
που προβλέπει ο σπουδαίος λόγος να έχει βεβαιωθεί με απόφαση του
υπηρεσιακού συμβουλίου (ως πειθαρχικού), δεν τέθηκε κατά περιορισμό ή
αποκλεισμό του δικαιώματος καταγγελίας για σπουδαίο λόγο από το άρθρο
672 ΑΚ, αφού η δήλωση βουλήσεως του οργάνου του εργοδότη τείνει ευθέως
στην παραγωγή του εννόμου αποτελέσματος της λύσεως της συμβάσεως, ενώ η
προηγούμενη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου αποτελεί απλή
γνωμοδότηση, μη υποχρεωτική για την εργοδότρια Τράπεζα.
Κατά το άρθρο 672 ΑΚ, καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε
κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εργασίας για
σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί
να αποκλεισθεί με συμφωνία.
Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποτελεί κυρίως η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά και άλλα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατ’ αντικειμενική κρίση, καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Αρκεί δε ακόμη και ένα περιστατικό το οποίο, αντικειμενικά θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της συμβατικής σχέσης για εκείνον που δικαιούται να την καταγγείλει (ΑΠ 255/2006, ΑΠ 1515/2003). Εξάλλου, ο σπουδαίος λόγος που επιτρέπει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν προϋποθέτει αναγκαίως υπαιτιότητα (πταίσμα) στο πρόσωπο εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία ( Ολ ΑΠ 10/1995).
Σπουδαίο λόγο μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνο η ποινική καταδίκη, αλλά ακόμη και η υποψία τελέσεως ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατέχει θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης προς τον εργαζόμενο (ΑΠ 458/2013, 1115/2013).
Ακόμη και η τυχόν απαλλαγή του εργαζόμενου δεν αρκεί μόνη αυτή για να ανατρέψει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου καταγγελίας της συμβάσεως του εργαζόμενου.
Στην περίπτωση επίκλησης από τον καταγγέλλοντα περισσότερων περιστατικών, αρκεί η έρευνα του ενός από αυτά, εφόσον αυτό δικαιολογεί πράγματι την πρόωρη λύση της σύμβασης, διαφορετικά ερευνάται το σύνολο αυτών και αν αθροιστικά αυτά επιβαρύνουν την εργασιακή σχέση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται για τον καταγγέλλοντα μη ανεκτή η συνέχισή της (ΑΠ 1115/2013).
Τέλος, η γνώση από τον καταγγέλλοντα των κρίσιμων περιστατικών για τη θεμελίωση του σπουδαίου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της καταγγελίας και ο καταγγέλλων μπορεί να επικαλεσθεί στη δίκη για το κύρος της καταγγελίας για πρώτη φορά νέους λόγους, οι οποίοι προϋπήρχαν αυτής και είτε ήταν ήδη γνωστοί σ’ αυτόν είτε περιήλθαν σε γνώση του μετά την καταγγελία (ΑΠ 1711/2007, ΑΠ 112/2004).
Σε κάθε δε περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος της προβλεπόμενης από το άρθρο 672 ΑΚ καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ και συνεπώς όταν η καταγγελία υπερβαίνει τα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος επιβαλλόμενα όρια, είναι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου (ΑΠ 1115/2013, ΑΠ 1322/2006).
Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποτελεί κυρίως η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά και άλλα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατ’ αντικειμενική κρίση, καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Αρκεί δε ακόμη και ένα περιστατικό το οποίο, αντικειμενικά θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της συμβατικής σχέσης για εκείνον που δικαιούται να την καταγγείλει (ΑΠ 255/2006, ΑΠ 1515/2003). Εξάλλου, ο σπουδαίος λόγος που επιτρέπει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν προϋποθέτει αναγκαίως υπαιτιότητα (πταίσμα) στο πρόσωπο εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία ( Ολ ΑΠ 10/1995).
Σπουδαίο λόγο μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνο η ποινική καταδίκη, αλλά ακόμη και η υποψία τελέσεως ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατέχει θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης προς τον εργαζόμενο (ΑΠ 458/2013, 1115/2013).
Ακόμη και η τυχόν απαλλαγή του εργαζόμενου δεν αρκεί μόνη αυτή για να ανατρέψει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου καταγγελίας της συμβάσεως του εργαζόμενου.
Στην περίπτωση επίκλησης από τον καταγγέλλοντα περισσότερων περιστατικών, αρκεί η έρευνα του ενός από αυτά, εφόσον αυτό δικαιολογεί πράγματι την πρόωρη λύση της σύμβασης, διαφορετικά ερευνάται το σύνολο αυτών και αν αθροιστικά αυτά επιβαρύνουν την εργασιακή σχέση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται για τον καταγγέλλοντα μη ανεκτή η συνέχισή της (ΑΠ 1115/2013).
Τέλος, η γνώση από τον καταγγέλλοντα των κρίσιμων περιστατικών για τη θεμελίωση του σπουδαίου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της καταγγελίας και ο καταγγέλλων μπορεί να επικαλεσθεί στη δίκη για το κύρος της καταγγελίας για πρώτη φορά νέους λόγους, οι οποίοι προϋπήρχαν αυτής και είτε ήταν ήδη γνωστοί σ’ αυτόν είτε περιήλθαν σε γνώση του μετά την καταγγελία (ΑΠ 1711/2007, ΑΠ 112/2004).
Σε κάθε δε περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος της προβλεπόμενης από το άρθρο 672 ΑΚ καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ και συνεπώς όταν η καταγγελία υπερβαίνει τα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος επιβαλλόμενα όρια, είναι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου (ΑΠ 1115/2013, ΑΠ 1322/2006).
Αριθμός 960/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίστηκε με την 64/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου, κωλυομένης της Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ασπασίας Καρέλλου, Δήμητρα Κοκοτίνη, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 28 Μαρτίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Π. Λ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ζαφείρα Μπαϊκούση - Κάτσιου, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ν. Φ., που ανακάλεσε την από 27/3/2017 δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. , παραστάθηκε αυτοπροσώπως στο ακροατήριο. Και οι δύο ως άνω πληρεξούσιοι δικηγόροι κατέθεσαν προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1)Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία "... ΑΕ" και ήδη με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2)Επαγγελματικού Σωματείου με την επωνυμία "..." και ήδη με την επωνυμία "..." που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, και 3)Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "..." (Ο.Τ.Ο.Ε.), που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα. Η 1η εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Ζερδελή, που κατέθεσε προτάσεις και οι 2ο και 3η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ν. Φ., με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. που δεν κατέθεσε προτάσεις. Των προσθέτως παρεμβαινουσών υπέρ του αναιρεσείοντος - καλουσών: 1)Δευτεροβάθμιας Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Συνδικαλιστικής Οργάνωσης με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ν. Φ. με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/3/1992 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, την από 12/1/1994 πρόσθετη παρέμβαση του Συλλόγου Εργαζομένων Μακεδονίας - Θράκης και την από 12/4/1995 πρόσθετη παρέμβαση της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλλήλικων Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Τ.Ο.Ε.) που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 18239/1996 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1096/2000 μη οριστική και 98/2009 οριστική του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 23/10/2009 αίτησή του.
Οι προσθέτως παρεμβαίνουσες με τις από 7/5/2014 πρόσθετες παρεμβάσεις τους ζήτησαν όσα αναφέρονται σ’ αυτές.
Εκδόθηκε η 1410/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης σε μεταγενέστερη δικάσιμο.
Την υπόθεση επαναφέρουν για συζήτηση ο αναιρεσείων με την από 4/11/2016 κλήση του καθώς και οι προσθέτως παρεμβαίνουσες με την από 24/1/2017 κλήση τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Δήμητρα Κοκοτίνη ανέγνωσε την από 20/1/2014 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνου Παπασταματίου, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτή η αναίρεση ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη και να απορριφθεί ως προς τους λοιπούς, και την από 20/3/2017 συμπληρωματική έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε να γίνει εν μέρει δεκτός ο τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (ως προς το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος) και να απορριφθεί κατά τα λοιπά και, επίσης, να απορριφθούν οι πρώτος (κατά το πρώτο σκέλος), δεύτερος και τέταρτος λόγοι.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της 1ης αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με τις από 4-11-2016 και 24-1-2017 κλήσεις του αναιρεσείοντος και των προσθέτως παρεμβαινόντων, αντίστοιχα, νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου: 1) η από 23-10-2009 αίτηση αναίρεσης του Π. Λ. κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ ... ΑΕ’ ‘ , του σωματείου με την επωνυμία ‘ ‘ ...’ ‘ και της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία ‘ ‘ ... ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ’ ‘ και 2) οι από 7-5-2014 πρόσθετες παρεμβάσεις των ως άνω συνδικαλιστικών οργανώσεων υπέρ του αναιρεσείοντος και κατά της αναιρεσίβλητης, μετά την έκδοση της 1410/2014 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου, κατά την επαναληπτική συζήτηση που θα ορισθεί με επιμέλεια των διαδίκων, να συμπληρωθεί από τον Εισηγητή Αρεοπαγίτη η έκθεσή του ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αναίρεσης που δεν είχαν ερευνηθεί από αυτόν.
2. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 81 παρ. 3 και 558 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναίρεση δεν απευθύνεται κατά του προσθέτως παρεμβάντος στη δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού δεν είναι κύριος διάδικος, εκτός αν κατά τη δίκη εκείνη ανέλαβε το δικαστικό αγώνα, οπότε κατέστη κύριος διάδικος, ή η αναίρεση αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, καθώς και στην περίπτωση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, πρέπει όμως να επιδίδεται σ’ αυτόν η κλήση προς συζήτηση της αναίρεσης για να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης που ανοίγεται με την άσκηση του ενδίκου αυτού μέσου (ΑΠ 680/2016, 711/2015). Αν η αναίρεση απευθυνθεί και κατά του προσθέτως παρεμβάντος δεν ιδρύεται απαράδεκτο, αλλά εκτιμάται ως κλήση κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης (ΑΠ 590/2016, 680/2016, 1033/2014). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει ότι στη δίκη που ανοίχθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με την άσκηση της από 1-7-2010 αγωγής του Π. Λ. κατά της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ ...’ ‘ , επί της οποίας εκδόθηκε η 18.239/1996 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου και στη συνέχεια, επί ασκηθείσας κατ’ αυτής εφέσεως από τον ενάγοντα, η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, άσκησαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ενάγοντος και σε βάρος της εναγομένης η πρωτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία ‘ ‘ ...’ ‘ , μέλος του οποίου ήταν ο ενάγων, και η δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία ‘ ‘ ... ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ’ ‘ , της οποίας είναι μέλος η πρώτη, ζητώντας την παραδοχή της αγωγής. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στρέφεται και κατά των παραπάνω προσθέτως παρεμβάντων, ενώ δεν έπρεπε να στραφεί κατ’ αυτών, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, αφού ούτε πρόκειται για αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, ούτε κατέστησαν κύριοι διάδικοι και ούτε οι λόγοι αναίρεσης αφορούν τις πρόσθετες παρεμβάσεις. Πλην, όμως, το γεγονός αυτό εκτιμάται ως κλήση αυτών στην προκείμενη δίκη, στην οποία νομίμως παρίστανται και ζητούν την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 669 ΚΠολΔ, που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης των πιο κάτω αναφερόμενων πρόσθετων παρεμβάσεων και εφαρμόζεται στην αναιρετική δίκη (άρθρο 675 Α’ ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 9 παρ.1 του ν. 3189/2003 ), ‘ ‘ αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα 1) .... 2) να παρέμβουν υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση, 3) να παρέμβουν σε κάθε δίκη που αφορά την ερμηνεία ή την εφαρμογή συλλογικής σύμβασης εργασίας στην οποία μετέχουν ή διάταξης που εξομοιώνεται προς τις διατάξεις της συλλογικής σύμβασης, για την προστασία του συλλογικού συμφέροντος που παρουσιάζει η έκβαση της δίκης’ ‘ . Στην προκείμενη περίπτωση, με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, ασκήθηκαν οι παρακάτω πρόσθετες υπέρ του αναιρεσείοντος παρεμβάσεις, με τις οποίες ζητείται η παραδοχή της αναίρεσης αυτού, δηλαδή : α) η από 7-5-2014 πρόσθετη παρέμβαση της πρωτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία ‘ ‘ ...’ ‘ (αριθμ. κατάθεσης ...-2014) και β) η από 7-5-2014 πρόσθετη παρέμβαση της δευτεροβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης με την επωνυμία ‘ ‘ ... ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ’ ‘ (αριθμ. κατάθεσης ...-2014). Για το παραδεκτό των πρόσθετων αυτών παρεμβάσεων η μεν πρώτη παρεμβαίνουσα επικαλείται ότι ο αναιρεσείων είναι μέλος της, ενώ η δεύτερη παρεμβαίνουσα ότι η πρώτη από αυτές είναι μέλος της. Οι εν λόγω πρόσθετες παρεμβάσεις είναι παραδεκτές και πρέπει να συνεκδικασθούν με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 573 ΚΠολΔ).
4.Με την από 18-5-1982 ΕΣΣΕ του προσωπικού της Τράπεζας Μακεδονίας- Θράκης (Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας), που καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και του Συλλόγου Εργαζομένων Τράπεζας Μακεδονίας- Θράκης, η οποία εγκρίθηκε με τη με αριθμό .../2-6-1982 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Β’ 344/4-6-1982) και έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, ρυθμίζονταν τα θέματα που αφορούσαν την κατάσταση του προσωπικού της ανωτέρω Τράπεζας.
Στο άρθρο 26 του ως άνω Κανονισμού διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:
1.Α) Η σύμβαση εργασίας μεταξύ της Τράπεζας και του προσωπικού είναι ορισμένου χρόνου και λύεται αυτοδικαίως με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας....2. Η σύμβαση εργασίας μεταξύ της Τράπεζας και του προσωπικού λύεται και πριν να συμπληρωθεί το όριο ηλικίας κατά τις διατάξεις της παρ. 1 στις εξής περιπτώσεις: α) ...β)...γ) με καταγγελία της Τράπεζας για σπουδαίο λόγο κατά τη διάταξη του άρθρου 672 Αστικού Κώδικα. Η καταγγελία για σπουδαίο λόγο επιτρέπεται μόνο αν ο λόγος αυτός βεβαιωθεί με απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου (ως πειθαρχικού).
Με το ίδιο άρθρο ορίσθηκαν οι πειθαρχικές ποινές, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνεται και εκείνη της οριστικής παύσης, ενώ με το άρθρο 29 ορίσθηκαν τα της πειθαρχικής διαδικασίας, τα υπηρεσιακά συμβούλια, καθώς και τα πειθαρχικά συμβούλια. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η σύμβαση, η οποία συνδέει τον υπάλληλό της με την αναιρεσίβλητη Τράπεζα, είναι ορισμένου χρόνου, αφού προβλέπεται η λύση της με τη συμπλήρωση του οριζόμενου ορίου ηλικίας, προβλέπεται δε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο, ο οποίος συνδέεται με τη φύση της, ως ορισμένου χρόνου, κατ’ εφαρμογή της αναγκαστικού χαρακτήρα διάταξης του άρθρου 672 ΑΚ, η οποία, αποκλείοντας αντίθετη συμφωνία, έχει εφαρμογή και στους μισθωτούς της αναιρεσίβλητης Τράπεζας.
Η πιο πάνω περίπτωση του άρθρου 26 περ. γ’ , που προβλέπει ο σπουδαίος λόγος να έχει βεβαιωθεί με απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου (ως πειθαρχικού), δεν τέθηκε κατά περιορισμό ή αποκλεισμό του δικαιώματος καταγγελίας για σπουδαίο λόγο από το άρθρο 672 ΑΚ, αφού η δήλωση βουλήσεως του οργάνου του εργοδότη τείνει ευθέως στην παραγωγή του εννόμου αποτελέσματος της λύσεως της συμβάσεως, ενώ η προηγούμενη απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου αποτελεί απλή γνωμοδότηση, μη υποχρεωτική για την εργοδότρια Τράπεζα.
Συνεπώς, στη σύμβαση εργασίας του μισθωτού της αναιρεσίβλητης Τράπεζας εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 672 ΑΚ για τη λύση της σύμβασης με καταγγελία λόγω σπουδαίου λόγου, αλλά και η αθέτηση της σύμβασης εκ μέρους του εργαζόμενου, κατά το άρθρο 673 του ίδιου Κώδικα (Ολ ΑΠ 8/2007, 43/2002).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 672 ΑΚ, καθένα από τα μέρη έχει δικαίωμα σε κάθε περίπτωση να καταγγείλει οποτεδήποτε τη σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο, χωρίς να τηρήσει προθεσμία. Το δικαίωμα αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί με συμφωνία. Σπουδαίο λόγο, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, αποτελεί κυρίως η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων, αλλά και άλλα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατ’ αντικειμενική κρίση, καθιστούν στη συγκεκριμένη περίπτωση μη ανεκτή για τον καταγγέλλοντα τη συνέχιση της σύμβασης εργασίας. Αρκεί δε ακόμη και ένα περιστατικό το οποίο, αντικειμενικά θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, να καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της συμβατικής σχέσης για εκείνον που δικαιούται να την καταγγείλει (ΑΠ 255/2006, 1515/2003). Εξάλλου, ο σπουδαίος λόγος που επιτρέπει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν προϋποθέτει αναγκαίως υπαιτιότητα (πταίσμα) στο πρόσωπο εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία ( Ολ ΑΠ 10/1995). Σπουδαίο λόγο μπορεί να θεμελιώσει όχι μόνο η ποινική καταδίκη, αλλά ακόμη και η υποψία τελέσεως ποινικού αδικήματος, ιδίως όταν ο εργαζόμενος κατέχει θέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης, όπως και ο κλονισμός της σχέσης εμπιστοσύνης προς τον εργαζόμενο (ΑΠ 458/2013, 1115/2013). Ακόμη και η τυχόν απαλλαγή του εργαζόμενου δεν αρκεί μόνη αυτή για να ανατρέψει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου καταγγελίας της συμβάσεως του εργαζόμενου. Στην περίπτωση επίκλησης από τον καταγγέλλοντα περισσότερων περιστατικών, αρκεί η έρευνα του ενός από αυτά, εφόσον αυτό δικαιολογεί πράγματι την πρόωρη λύση της σύμβασης, διαφορετικά ερευνάται το σύνολο αυτών και αν αθροιστικά αυτά επιβαρύνουν την εργασιακή σχέση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται για τον καταγγέλλοντα μη ανεκτή η συνέχισή της (ΑΠ 1115/2013).Τέλος, η γνώση από τον καταγγέλλοντα των κρίσιμων περιστατικών για τη θεμελίωση του σπουδαίου λόγου δεν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους της καταγγελίας και ο καταγγέλλων μπορεί να επικαλεσθεί στη δίκη για το κύρος της καταγγελίας για πρώτη φορά νέους λόγους, οι οποίοι προϋπήρχαν αυτής και είτε ήταν ήδη γνωστοί σ’ αυτόν είτε περιήλθαν σε γνώση του μετά την καταγγελία (ΑΠ 1711/2007, 112/2004). Σε κάθε δε περίπτωση, η άσκηση του δικαιώματος της προβλεπόμενης από το άρθρο 672 ΑΚ καταγγελίας της σύμβασης εργασίας υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ και συνεπώς όταν η καταγγελία υπερβαίνει τα από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος επιβαλλόμενα όρια, είναι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, άκυρη ως καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από ταπεινά ελατήρια, που δεν εξυπηρετούν το σκοπό του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις που η καταγγελία οφείλεται σε εμπάθεια, μίσος ή έχθρα ή σε λόγους εκδίκησης συνεπεία προηγηθείσας νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου (ΑΠ 1115/2013, 1322/2006).
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθμός 1 εδ.α’ ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ’ αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, 7/2014, 2/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιτάσσει κάθε δικαστική απόφαση να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία- Ολ ΑΠ 1/1999).
Ειδικότερα, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτή και στηρίζουν το αποδεικτικό της πόρισμα για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν της εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006).
Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται με σαφήνεια, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν ‘ ‘ αιτιολογία’ ‘ , ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ να επιδέχεται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε, εξ άλλου, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 319/2017, 1420/2013, 1703/2009).
Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, και τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ότι ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων προσλήφθηκε στις 28-3-1983 ως υπάλληλος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από την αρχικά εναγομένη Τράπεζα με την επωνυμία ‘ ‘ ... ΑΕ’ ‘ , η οποία στις 16-6-2000 συγχωνεύτηκε με απορρόφηση από την ήδη αναιρεσίβλητη Τράπεζα με την επωνυμία ‘ ‘ ... ΑΕ’ ‘ , με αποτέλεσμα η τελευταία να καταστεί καθολική διάδοχος της πρώτης. Ότι η σύμβαση εργασίας του ήταν ορισμένου χρόνου, διότι σύμφωνα με τον Εσωτερικό Κανονισμό Εργασίας αυτής προβλέπεται η αυτοδίκαιη λύση της σύμβασης με τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας. Ότι ο ενάγων, έχοντας το βαθμό του λογιστή Β’ και προϋπηρεσία, τοποθετήθηκε στη θέση του προϊσταμένου χορηγήσεων του υποκαταστήματος της εργοδότριας στη Λάρισα, με δικαίωμα Β’ υπογραφής. Με την ιδιότητά του αυτή άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην υπηρεσία χρηματοδοτήσεων, σε θέση, δηλαδή, ιδιαίτερα αυξημένης ευθύνης και εμπιστοσύνης. Ωστόσο, το έτος 1987, κατά τη διάρκεια επιθεωρήσεων που έγιναν στο ως άνω υποκατάστημα από το Δ. Π., τότε Γενικό Επιθεωρητή της εναγομένης, διαπιστώθηκαν συγκεκριμένες παραβάσεις συμβατικών υποχρεώσεων, μεταξύ των άλλων ( του τότε διευθυντή του καταστήματος κλπ) και του ενάγοντος, με άμεσο κίνδυνο πρόκλησης ζημίας στην εργοδότρια Τράπεζα. Ότι, ειδικότερα, από τον ανωτέρω Επιθεωρητή διαπιστώθηκε ότι και με ευθύνη του ενάγοντος περί τα τέλη του έτους 1986 πραγματοποιήθηκε, καθ’ υπέρβαση των εγκριθέντων από τη διοίκηση της εναγομένης ορίων πιστοδότησης της τότε πελάτισσας εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ , ανεπίτρεπτη αύξηση του χρηματοδοτικού ορίου, με την αποστολή κλειδαριθμημένου τέλεξ από το υποκατάστημα της Λάρισας προς την ‘ ‘ ...’ ‘ στη Στοκχόλμη Σουηδίας, με την οποία η Τράπεζα εγγυήθηκε την καλή πληρωμή της αξίας φορτωτικών εγγράφων πέραν των ορίων, χωρίς να ληφθεί η οποιαδήποτε ενοχική ή εμπράγματη εξασφάλιση και χωρίς να συναφθεί η απαραίτητη ενοχική σύμβαση μεταξύ της εργοδότριας Τράπεζας και της πιο πάνω πελάτισσας εταιρείας. Ότι οι ανωτέρω διαπιστώσεις καταγράφονται στο ...-2-1987 πόρισμα του παραπάνω Επιθεωρητή και μάλιστα αυτό που προσκομίζεται από τον ενάγοντα, το περιεχόμενο του οποίου αποδεικνύεται βάσιμο. Ότι, αντίθετα, το πόρισμα του ίδιου Επιθεωρητή, με τον αυτό αριθμό και με ημερομηνία υποβολής του στο γραφείο του τότε Προέδρου της εναγομένης τις 5-10-1988 και με αύξοντα αριθμό πρωτοκόλλου 40, στο οποίο και γίνεται αναφορά για δωροδοκία του ενάγοντος, δεν λαμβάνεται υπόψη, γιατί το περιεχόμενο αυτού δεν είναι γνήσιο και δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες πλαστογραφίας, σύμφωνα και με την προτεινόμενη παραδεκτώς από τον ενάγοντα ένσταση πλαστογραφίας αυτού. Ωστόσο, το έγγραφο αυτό δεν κρίνεται ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, καθόσον προσκομίζεται το γνήσιο πόρισμα του ίδιου Επιθεωρητή και για το λόγο αυτό δεν συντρέχει λόγος περαιτέρω έρευνας της πλαστότητας του εγγράφου ή αναβολής της δίκης για την ποινική διερεύνηση της πλαστογραφίας. Ότι, στη συνέχεια, από τον ίδιο Επιθεωρητή έγινε και άλλος έλεγχος του ως άνω υποκαταστήματος και διαπιστώθηκε ότι ο ενάγων, με την πιο πάνω ιδιότητα, δεν απέδωσε τα εξαγωγικά πριμ της εταιρείας ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ προς τη δικαιούχο ... της Ελλάδος, αλλά αντιθέτως με τα ποσά αυτά τακτοποιούσε υποχρεώσεις της εταιρείας αυτής και σε ορισμένες περιπτώσεις της τα απέδιδε, με άμεσο αποτέλεσμα να προκύψει υποχρέωση της εναγομένης προς την ΕΤΕ για την καταβολή σ’ αυτή ποσού 188.000.000 δραχμών. Ότι η εναγομένη, κρίνοντας ότι είναι αντισυμβατικές οι παραπάνω πράξεις ή παραλείψεις του ενάγοντος και ότι με αυτές κλονίσθηκε σημαντικά η εμπιστοσύνη της προς το πρόσωπό του, που δικαιολογούν την καταγγελία της σύμβασης για σπουδαίο λόγο, κίνησε εναντίον του την πειθαρχική διαδικασία, τον κάλεσε σε απολογία και διαβίβασε την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο για τη διαπίστωση του σπουδαίου λόγου της καταγγελίας, κατ’ εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 26 παρ. 2 περ. γ’ του Κανονισμού Εργασίας. Παράλληλα η Τράπεζα, με δύο επί πλέον έγγραφες κλήσεις, κίνησε την ως άνω πειθαρχική διαδικασία και για παραβάσεις των συμβατικών του υποχρεώσεων, σε σχέση με τη χρηματοδότηση στις 9-11-1984 και 19-11-1984 της εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ ... AE’ ‘ και την κατάρτιση σύμβασης δανείου, στις 5-4-1984, με την εταιρεία με την επωνυμία ‘ ‘ Ξενοδοχειακαί και Τουριστικαί Επιχειρήσεις ... ΑΕ’ ‘ . Συγχρόνως η εναγομένη, με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτροπής, ενεργώντας κατά το άρθρο 34 του Κανονισμού Εργασίας, έθεσε τον ενάγοντα στη διάθεσή της, η αρχική δε απόφασή της παρατάθηκε στη συνέχεια μέχρι την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας. Δέχεται ακολούθως το Εφετείο, ότι το πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο της εναγομένης, με την .../9-11-1988 απόφασή του, δέχθηκε ότι ο ενάγων, ως προϊστάμενος του τμήματος χορηγήσεων του καταστήματος Λάρισας, παραβίασε ουσιώδεις όρους της εργασίας (πίστης και επιμέλειας), καθόσον: α) στις 27-10-1986 πραγματοποίησε καθ’ υπέρβαση των εγκριθέντων από τη διοίκηση της εναγομένης ορίων πιστοδότησης της πελάτισσας εταιρείας ‘ ‘ ... και Σία ΟΕ’ ‘ (το όριο τότε ήταν 15.000.000 δραχμές για έκδοση εγγυητικών επιστολών Γ’ κατηγορίας) ανεπίτρεπτη αύξηση του χρηματοδοτικού αυτού ορίου με την αποστολή κλειδαριθμημένου τέλεξ από το κατάστημα της Λάρισας προς την ‘ ‘ ... ...’ ‘ της Σουηδίας, με το οποίο η εναγομένη Τράπεζα εγγυήθηκε την καλή πληρωμή της αξίας φορτωτικών εγγράφων ... ή 65.510.000 δραχμές, με αποτέλεσμα οι οφειλές της πιο πάνω εταιρείας να ανέλθουν στις 27-10-1986 σε 150.510.000 δραχμές, χωρίς μάλιστα για το επί πλέον ποσό της υπέρβασης του χρηματοδοτικού ορίου κατά 65.510.000 δραχμές να ληφθεί οποιαδήποτε ενοχική ή εμπράγματη εξασφάλιση και χωρίς να συναφθεί η απαραίτητη ενοχική σύμβαση μεταξύ της Τράπεζας και της πελάτισσας εταιρείας για την παρασχεθείσα εργασία και επί πλέον χωρίς η υποχρέωση της Τράπεζας από το πιο πάνω τέλεξ να λογιστικοποιηθεί και να καταχωρηθεί στο σχετικό μητρώο, β) ενώ με την ...12-1982 εγκύκλιο της Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος, που κοινοποιήθηκε με την ...-1-1983 εγκύκλιο κοινοποιήσεων της εναγομένης, καθορίζεται η διαδικασία καταβολής της διαφοράς τόκων στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, στην περίπτωση της παραπάνω εξαγωγικής επιχείρησης ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ , όπου αυτή είχε εκχωρήσει από 15-1-1976 προς την ... Λάρισας το ισόποσο της επιστροφής διαφοράς τόκων που εδικαιούτο από εξαγωγές υποδημάτων, ο ενάγων δεν μερίμνησε για τη νόμιμη απόδοση στη δικαιούχο Τράπεζα (ΕΤΕ) των αντίστοιχων ποσών (πριμ), αλλά αντί γι’ αυτό, με τα ανωτέρω ιδιαίτερα μεγάλα ποσά, τακτοποιούσε υποχρεώσεις της ως άνω πελάτισσας εταιρείας και σε ορισμένες περιπτώσεις τα απέδιδε σ’ αυτή, με αποτέλεσμα να εκτίθεται η εναγομένη στις Νομισματικές Αρχές και να δημιουργείται κίνδυνος σημαντικής υλικής ζημίας στην τελευταία, γ) στις 9-11-1984 και στις 19-11-1984 χρηματοδότησε την πελάτισσα της εναγομένης εταιρεία με την επωνυμία ‘ ‘ ... ΑΕ’ ‘ , κατά παράβαση των όρων έγκρισης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας, με συνέπεια τη διακινδύνευση σημαντικού ύψους συμφερόντων της τελευταίας, ενώ παράλληλα εισέπραξε και μικρότερες προμήθειες με ζημία της Τράπεζας και δ) στις 5-4-1984, στην καταρτισθείσα σύμβαση δανείου με την εταιρεία ‘ ‘ Ξενοδοχειακαί και Τουριστικαί Επιχειρήσεις ... ΑΕ’ ‘ , έλαβε την προσωπική εγγύηση μόνο του Π. Τ., τότε μετόχου της εταιρείας, και όχι και της συζύγου του Α., μετόχου της εταιρείας και ιδιοκτήτριας ακίνητης περιουσίας. Ότι στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο βεβαίωσε ότι όλες οι παραπάνω πράξεις και παραλείψεις του ενάγοντος αποτελούν παραβάσεις ουσιωδών όρων της εργασίας (πίστης και επιμέλειας) και θεμελιώνουν τον κατ’ άρθρο 672 ΑΚ σπουδαίο λόγο καταγγελίας της ένδικης σύμβασης. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση ο ενάγων και το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, με την 4/63/21-8-1989 απόφασή του, αφού δέχθηκε την έφεση κατά ένα μέρος, δηλαδή μόνο για τις περιπτώσεις της χρηματοδότησης της εταιρείας ‘ ‘ ... ΑΕ’ ‘ , της είσπραξης μικρότερης προμήθειας και της χρηματοδότησης της εταιρείας ‘ ‘ Ξενοδοχειακαί και Τουριστικαί Επιχειρήσεις ... ΑΕ’ ‘ , βεβαίωσε και αυτό ότι θεμελιώνουν το σπουδαίο λόγο της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εργασίας οι ενέργειες (αντισυμβατικές και κατά το Συμβούλιο αυτό) του ενάγοντος: α) ως προς τη χρηματοδότηση της εταιρείας ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ καθ’ υπέρβαση των εγκριθέντων από τη διοίκηση της εναγομένης ορίων πιστοδότησής της, χωρίς την προηγούμενη οποιαδήποτε ενοχική ή εμπράγματη εξασφάλιση και β) ως προς τη μη απόδοση των εξαγωγικών πριμ της παραπάνω εταιρείας στη δικαιούχο ΕΤΕ. Ότι και το Τριτοβάθμιο Διατραπεζικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, το οποίο αποτελείται από εκπροσώπους του Υπουργείου Εργασίας, της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών και της ΟΤΟΕ, εκδικάζοντας την από 8-11-1989 προσφυγή του ενάγοντος κατά της πιο πάνω απόφασης του δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφού δέχθηκε ότι υπήρξαν παρατυπίες στη διαχείριση των ως άνω πριμ εξαγωγών της εταιρείας ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ , που δεν οφείλονταν σε δόλο του ενάγοντος, μείωσε την ποινή του τελευταίου σε παύση τριών (3) μηνών, με αντίστοιχη στέρηση των αποδοχών του. Ότι η εναγομένη, μετά την ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας, στις 17-1-1992, κατήγγειλε εγγράφως την ένδικη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος για σπουδαίο λόγο, κατ’ άρθρο 672 ΑΚ, όπως αυτός θεμελιώνεται από τη διάπραξη σε βάρος της των πιο πάνω πειθαρχικών παραπτωμάτων, σύμφωνα με την .../17-1-1992 έγγραφη καταγγελία, που επιδόθηκε στον ενάγοντα στις 20-1-1992. Δέχεται ακολούθως το Εφετείο, ότι με τα ως άνω περιστατικά θεμελιώνεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ο σπουδαίος λόγος καταγγελίας του άρθρου 672 ΑΚ και συνεπώς η καταγγελία είναι έγκυρη, σύμφωνα με τον πιο πάνω Κανονισμό της εναγομένης. Και τούτο γιατί πράγματι αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, με την ιδιότητα του προϊσταμένου του τμήματος χορηγήσεων του υποκαταστήματος Λάρισας της εναγομένης, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα παραπάνω, αφενός μεν χρηματοδότησε την εταιρεία ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ καθ’ υπέρβαση των εγκριθέντων από τη διοίκηση της εναγομένης τράπεζας ορίων πιστοδότησής της, χωρίς την οποιαδήποτε προηγούμενη ενοχική ή εμπράγματη εξασφάλιση της Τράπεζας και χωρίς να συναφθεί προηγούμενα η απαραίτητη ενοχική σύμβαση, αφετέρου δε δεν απέδωσε τα εξαγωγικά πριμ της παραπάνω εταιρείας προς τη δικαιούχο ΕΤΕ, αλλά αντίθετα με αυτά τακτοποίησε υποχρεώσεις της ως άνω εταιρείας και σε ορισμένες περιπτώσεις τα απέδιδε σ’ αυτή. Ότι τις δύο αυτές υποθέσεις, παρά τους αντίθετους ισχυρισμούς του, τις χειρίσθηκε, μεταξύ των άλλων, και ο ενάγων, σύμφωνα με την από 11-2-1987 επιστολή του τότε διαχειριστή της πιο πάνω εταιρείας ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ προς τη Διεύθυνση Γενικής Επιθεώρησης της εναγομένης, αλλά και τις από 2-2-1987 και 11-2-1987 έγγραφες απαντήσεις των Ι. Τ. και Σ. Σ., τότε διευθυντή και προϊσταμένου της Υπηρεσίας Εξωτερικού Εμπορίου, αντίστοιχα, του ως άνω υποκαταστήματος της εναγομένης στη Λάρισα προς τον ως άνω Γενικό Επιθεωρητή Δ. Π.. Ότι οι ευθύνες και του ενάγοντος στο χειρισμό των πιο πάνω υποθέσεων, που δημιούργησαν κίνδυνο ζημίας της εναγομένης ή και ζημίωσαν αυτή, επιβεβαιώνονται τόσο από τα πιο πάνω εμπεριστατωμένα και αναλυτικά πορίσματα του ως άνω Γενικού Επιθεωρητή (υπ’ αριθμ. ...-2-1987 που προσκομίζεται από τον ενάγοντα και ...-7-1987 προς τον τότε Πρόεδρο της εναγομένης), τα οποία και δεν ανατρέπονται με πειστικότητα από άλλα στοιχεία, όσο και από τις δύο πιο πάνω αποφάσεις των Πειθαρχικών Συμβουλίων. Ότι ακόμη και το Τριτοβάθμιο Διατραπεζικό Πειθαρχικό Συμβούλιο, που δεν ήταν αρμόδιο να βεβαιώσει το σπουδαίο ή μη λόγο της καταγγελίας της σύμβασης, δέχθηκε την ύπαρξη παρατυπιών στη διαχείριση των πριμ εξαγωγών της πιο πάνω εταιρείας από αμέλεια του ενάγοντος, έστω και αν, χωρίς καμία αιτιολογία, δεν δέχθηκε το ίδιο και για τη χρηματοδότηση της εταιρείας αυτής καθ’ υπέρβαση του χρηματοδοτικού της ορίου. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι, εξαιτίας της μη απόδοσης στην ως άνω δικαιούχο ΕΤΕ των εξαγωγικών πριμ (της διαφοράς τόκων) της πιο πάνω εταιρείας κατά την περίοδο 28-1-1985 έως 2-3-1988, δηλαδή και κατά μεγάλο μέρος καθ’ ον χρόνο ο ενάγων είχε την ευθύνη του τμήματος χορηγήσεων του υποκαταστήματος της εναγομένης, η δικαιούχος Τράπεζα (ΕΤΕ) άσκησε την από 17-12-1990 αγωγή της εναντίον της ήδη εναγομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει για την πιο πάνω αιτία το ποσό των 224.378.248 δραχμών, το οποίο και είχε παρακρατήσει. Ότι η αγωγή αυτή έγινε δεκτή στο σύνολό της ως ουσιαστικά βάσιμη, με την 578/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία επικυρώθηκε με την 841/1996 απόφαση του Εφετείου Λάρισας. Ότι η εναγομένη, πριν την καταγγελία, τήρησε τη διαδικασία που προβλέπει ο Κανονισμός Εργασίας της και τελικά το δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο, επικυρώνοντας κατά ένα μέρος την προηγούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, που μόνο αυτό είχε την αρμοδιότητα, γνωμοδότησε ότι οι πιο πάνω δύο περιπτώσεις (της χρηματοδότησης καθ’ υπέρβαση του ορίου της εταιρείας ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ και της μη απόδοσης των εξαγωγικών πριμ στην ΕΤΕ) θεμελιώνουν τον κατ’ άρθρο 672 ΑΚ σπουδαίο λόγο για την καταγγελία της ένδικης σύμβασης. Ότι η εν μέρει διάφορη κρίση του Τριτοβάθμιου Διατραπεζικού Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν αναιρεί την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου, καθόσον το Συμβούλιο αυτό δεν είχε αρμοδιότητα να βεβαιώσει την ύπαρξη ή μη σπουδαίου λόγου. Σε κάθε, όμως, περίπτωση η εναγομένη Τράπεζα διατηρούσε το δικαίωμα να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης για σπουδαίο λόγο, χωρίς τούτο να αποκλείεται ή να περιορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 2 περ. γ’ του Κανονισμού Εργασίας, αφού η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή προηγούμενη απόφαση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου, ως Πειθαρχικού, για βεβαίωση της ύπαρξης του σπουδαίου λόγου αποτελεί απλή γνωμοδότηση, η οποία, μάλιστα, δεν είναι υποχρεωτική για την εναγομένη. Ότι ο ενάγων, ενεργώντας κατά τον παραπάνω τρόπο στις πιο πάνω δύο περιπτώσεις, δεν επέδειξε την κατά τη σύμβαση οφειλόμενη επιμέλεια και με τις ενέργειές του ή και παραλείψεις του στο χειρισμό των παραπάνω υποθέσεων, δημιούργησε κίνδυνο ζημίας στην εναγομένη και κλόνισε σημαντικά την εμπιστοσύνη της Διοίκησης της τελευταίας προς το πρόσωπό του και τις ικανότητές του να ανταποκριθεί στις αυξημένες υποχρεώσεις του ως προϊσταμένου του τμήματος χορηγήσεων στο υποκατάστημα της εναγομένης στη Λάρισα. Ότι ο κλονισμός αυτός της εμπιστοσύνης διατάραξε και την ομαλή συνεργασία τους. Ο κλονισμός δε αυτός κατέστη μεγαλύτερος όταν η εναγομένη, λίγο πριν την καταγγελία της σύμβασης, πληροφορήθηκε για πρώτη φορά ότι ο ενάγων, με το 62/1987 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, που επικυρώθηκε με το 5/1988 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, είχε παραπεμφθεί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ιωαννίνων για να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης του ιδιαιτέρως μεγάλου ποσού των 1.235.000 δραχμών, την οποία φερόταν ότι τέλεσε από κοινού με τον Γ. Τ., στα …, κατά το χρονικό διάστημα από 19-6-1980 έως 22-9-1980, σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ ... και Σία ΕΕ’ ‘ , υπό την ιδιότητά του ως υπαλλήλου τότε του λογιστηρίου του υποκαταστήματος της Τράπεζας Κρήτης στα Ιωάννινα. Ότι την ανωτέρω εμπλοκή του ενάγοντος στην τελευταία πράξη δεν γνώριζε η εναγομένη κατά την πρόσληψή του. Η μετέπειτα (μετά την καταγγελία) απαλλαγή του ενάγοντος από το ποινικό δικαστήριο, με την αιτιολογία ότι ο ενάγων ως δόκιμος υπάλληλος τότε στο λογιστήριο της Τράπεζας Κρήτης, συμπλήρωνε απλώς τα εντάλματα εισπράξεων διαφόρων ποσών, κατ’ εντολή του προϊσταμένου του και τότε συγκατηγορουμένου του Γ. Τ., ο οποίος φυγοδικούσε, δεν αναιρεί τον κλονισμό και εξ αυτού του λόγου της σχέσης εμπιστοσύνης της εναγομένης προς το πρόσωπο του ενάγοντος. Το κλονιστικό δε αυτό γεγονός παραδεκτά πρότεινε η εναγομένη πρωτόδικα για να ενισχύσει το κύρος της καταγγελίας της. Συνεχίζοντας το Εφετείο δέχεται ότι, μετά από αυτά και λαμβανομένου υπόψη του είδους της εργασίας του ενάγοντος, της θέσης ιδιαίτερης ευθύνης και εμπιστοσύνης που αυτός κατείχε και της φύσης της επιχείρησης της εναγομένης, δεν μπορεί κατ’ αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη να αξιωθεί από την εναγομένη να συνεχίσει τη σύμβαση μέχρι τη συμφωνημένη λήξη της. Επομένως, πράγματι συνέτρεχε σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης, η οποία καταγγέλθηκε για σπουδαίο λόγο και όχι από λόγους εκδίκησης και προσωπικής αντιπάθειας προς τον ενάγοντα από τον τότε Επιθεωρητή της εναγομένης ή από τα πρόσωπα που τη διοικούσαν. Eπί πλέον, η εναγομένη δεν άσκησε το δικαίωμα της καταγγελίας της σύμβασης καταχρηστικά, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Και τούτο διότι η προηγούμενη, ευδόκιμη έστω, υπηρεσία του ενάγοντος στο υποκατάστημα της εναγομένης, χωρίς μάλιστα η διάρκειά της να είναι μακρά (από το έτος 1983 μέχρι αρχές του έτους 1987, που τέθηκε σε διαθεσιμότητα), δεν μπορούν να περιορίσουν τη βαρύτητα της ως άνω έντονα αμελούς και αντισυμβατικής συμπεριφοράς του. Ακόμη, ναι μεν από τότε που έγινε ο έλεγχος στο υποκατάστημα της εναγομένης στη Λάρισα και αποκαλύφθηκαν οι ως άνω παραβάσεις του (αρχές 1987) μέχρι και την καταγγελία της σύμβασης (20-1-1992) παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα, όμως η καθυστέρηση αυτή οφείλεται στην τήρηση εκ μέρους της εναγομένης της εις βάρος του, κατά τον Κανονισμό, πειθαρχικής διαδικασίας. Ειδικότερα άμεσα, με τη διαπίστωση των πειθαρχικών παραβάσεων, η εναγομένη έθεσε τον ενάγοντα στη διάθεσή της, κίνησε εναντίον του την κατά τον Κανονισμό πειθαρχική διαδικασία και έγινε η παραπομπή του στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό Συμβούλιο για τη βεβαίωση ή μη σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης. Τελικά, η πειθαρχική διαδικασία, μετά την εκ μέρους του ενάγοντος άσκηση εφέσεως και προσφυγής κατά των αποφάσεων του πρωτοβάθμιου και δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, αντίστοιχα, ολοκληρώθηκε το έτος 1991. Έτσι, ενόψει και της βαρύτητας των ως άνω παραβάσεων, η πιο πάνω καθυστέρηση δεν ήταν ικανή, κατ’ αντικειμενική κρίση, να δημιουργήσει δικαιολογημένα στο μέσο συνετό άνθρωπο ή και στον ίδιο τον ενάγοντα την πεποίθηση ότι η εναγομένη δεν θα ασκούσε τελικά το νόμιμο δικαίωμά της να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο. Επομένως, η ένδικη καταγγελία, στο έγγραφο της οποίας δεν είναι υποχρεωτική και η αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν το σπουδαίο λόγο, είναι νόμιμη και έγκυρη, με αυτή λύθηκε η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος και η εναγομένη δεν είχε την υποχρέωση να αποδέχεται την εργασία του, δεν έγινε υπερήμερη και ως εκ τούτου δεν οφείλει μισθούς υπερημερίας. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του ενάγοντος και ήδη αναιρεσείοντος κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης, η οποία είχε απορρίψει την αγωγή του ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Mε την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 672 και 281 ΑΚ. Τούτο διότι τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συνιστούν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σπουδαίο λόγο για την αναιρεσίβλητη προς καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας, καθόσον λόγω της βαρύτητας των αντισυμβατικών πράξεων και παραλείψεων και της υπεύθυνης θέσης που κατείχε ο αναιρεσείων (προϊστάμενος χορηγήσεων με δικαίωμα Β’ υπογραφής), η εξακολούθηση της εργασιακής του σχέσης συνεπαγόταν κίνδυνο επαναλήψεως τέτοιων ενεργειών στο μέλλον και συνακόλουθα κίνδυνο βλάβης των δικαιολογημένων συμφερόντων της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, για την αποτροπή του οποίου το μόνο πρόσφορο και αναγκαίο μέσο ήταν η καταγγελία της σύμβασης εργασίας. Εξάλλου, η βαρύτητα των παραβάσεων, στις οποίες ρητά αναφέρει το Εφετείο ότι δεν περιλαμβάνεται η αξιόποινη πράξη της δωροληψίας, για την οποία γινόταν αναφορά μόνο στο πόρισμα του Επιθεωρητή, που έκρινε πλαστό το Εφετείο, η πειθαρχική διαδικασία που έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1987 μέχρι την έκδοση της απόφασης του Τριτοβάθμιου Διατραπεζικού Πειθαρχικού Συμβουλίου ( 28-5-1991), κατ’ εφαρμογή του άρθρου 26 παρ. 2 εδ. γ’ του Κανονισμού Εργασίας της αναιρεσίβλητης, ενόψει του ότι το ζήτημα αν για την εγκυρότητα της καταγγελίας απαιτείται ή όχι η προηγούμενη γνωμοδότηση του αρμόδιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου (ως πειθαρχικού) για τη βεβαίωση του σπουδαίου λόγου λύθηκε, μετά από παραπομπή στην τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, μόλις το έτος 2007, με την απόφαση 8/2007, δικαιολογούν την καθυστέρηση μεταξύ της διαπίστωσης των πειθαρχικών παραπτωμάτων και της καταγγελίας και δεν συνιστούν, κατ’ αντικειμενική κρίση, συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης ικανή να δημιουργήσει δικαιολογημένα στο μέσο συνετό άνθρωπο και στον αναιρεσείοντα την πεποίθηση ότι η τελευταία δεν θα ασκούσε το δικαίωμά της για καταγγελία της σύμβασης για σπουδαίο λόγο, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι από τις 13-2-1987 μέχρι την απόλυσή του ο ενάγων βρισκόταν σε διαθεσιμότητα. Επίσης, με τις ανωτέρω παραδοχές του το Εφετείο διέλαβε πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία, που επιτρέπει τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων, διότι, ενόψει της σαφώς αναφερόμενης στην προσβαλλόμενη απόφαση αντισυμβατικής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος στις ως άνω δύο περιπτώσεις, που οφείλεται σε αμέλεια αυτού, τα ως άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογούν, γιατί, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, κατέστησαν μη ανεκτή την περαιτέρω παραμονή του αναιρεσείοντος ως υπαλλήλου στην αναιρεσίβητη τράπεζα και δικαιολογούσαν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του για σπουδαίο λόγο. Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες προβάλλονται με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναίρεσης, δηλαδή ότι το Εφετείο : α) δεν διευκρινίζει αν υπάρχει πταίσμα αυτού, ποιου είδους και βαθμού σχετικά με τις αντισυμβατικές παραβάσεις που του αποδίδει αναφορικά με την εταιρεία ‘ ‘ ... και Σία ΟΕ ‘ ‘ και ποιες ικανότητες εστερείτο, β) δεν αναφέρει ποια σημασία είχε για το σχηματισμό της κρίσης του η κατηγορία για δωροληψία, η οποία υπάρχει στο προσβληθέν ως πλαστό πόρισμα, ούτε αν η κρίση του στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό, γ) δεν αναφέρει ποιος και πότε πλαστογράφησε το πόρισμα και για ποιο λόγο, δ) δεν αναφέρει ποιοι ήταν οι ‘ ‘ άλλοι’ ‘ υπάλληλοι της αναιρεσίβλητης που χειρίσθηκαν τις δύο επίμαχες υποθέσεις και ποια ιδιότητα είχαν, ε) ποια ήταν η ζημία ή ο κίνδυνος ζημίας της αναιρεσίβλητης που προέκυψε από τις αντισυμβατικές ενέργειές του, στ) ποια ήταν η αρμόδια υπηρεσία για την αποστολή του τέλεξ, ποιος το υπέγραψε, ποιος ζήτησε και έλαβε τον κλειδάριθμο, ώστε να δεσμεύει την τράπεζα και ζ) ποια υπηρεσία είχε αρμοδιότητα για την έκδοση πιστοποιητικών εξαγωγικής δραστηριότητας, τον υπολογισμό και την έκδοση της διαφοράς των τόκων (εξαγωγικό πριμ), ποιος ήταν προϊστάμενος αυτής, ποια υπηρεσία παρέλαβε την από 27-12-1984 βεβαίωση της Τράπεζας της Ελλάδος, ποιος είχε αρμοδιότητα να αποφασίσει που θα διοχετεύονταν τα πριμ της επιχείρησης, με πόσα εντάλματα αποδόθηκαν τα ποσά αυτά, ποια υπέγραψε αυτός και πόσα εντάλματα εκδόθηκαν από τη στιγμή που τέθηκε σε διαθεσιμότητα και μετά, ποιου ποσού ήταν αυτά, σε ποιους λογαριασμούς διοχετεύθηκαν αυτά και ιδίως μετά τη θέση του σε διαθεσιμότητα, είναι απορριπτέες. Συγκεκριμένα, οι υπό στοιχεία α’ και β’ αιτιάσεις είναι απαράδεκτες, διότι στηρίζονται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθόσον, πέραν του ότι δεν προϋποθέτει την ύπαρξη υπαιτιότητας ο σπουδαίος λόγος για την καταγγελία της σύμβασης, το Εφετείο δέχεται ότι από αμέλεια του αναιρεσείοντος διαπράχθηκαν οι αντισυμβατικές πράξεις αυτού , στις οποίες ρητά αναφέρει ότι δεν περιλαμβάνεται η πράξη της δωροληψίας. Οι γ’ , δ’ και ε’ αιτιάσεις δεν είναι ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης, εφόσον το πλαστό πόρισμα δεν ελήφθη υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης του Δικαστηρίου της ουσίας, δεν ασκεί έννομη επιρροή η συμμετοχή και άλλων υπαλλήλων του καταστήματος στις πράξεις του αναιρεσείοντος και δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για την πληρότητα της αιτιολογίας της απόφασης το ακριβές ύψος της ζημίας που επήλθε ή απειλήθηκε σε βάρος της τράπεζας. Οι λοιπές αιτιάσεις (στ’ και ζ’ ) δεν ιδρύουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, διότι αναφέρονται σε ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, το οποίο διατυπώνεται με σαφήνεια.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναίρεσης (κατά το πρώτο σκέλος) και ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ ο πρώτος λόγος, κατά το δεύτερο σκέλος, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.5. Ο αναιρετικός λόγος από τον αριθμό 11 περ, γ’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, τα οποία είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 340 ΚΠολΔ, υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη με το αποδεικτικό μέσο ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ ΑΠ 2/2008), επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης. Καμία, ωστόσο, διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη. Μόνο αν από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι ελήφθη υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος (Ολ ΑΠ 14/2005). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 671 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠολΔ προκύπτει ότι η ένορκη βεβαίωση στον ειρηνοδίκη ή στο συμβολαιογράφο αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, διαφορετικό από τους μάρτυρες και τα έγγραφα. Γι’ αυτό, όταν προσκομίζεται ένορκη βεβαίωση στο δικαστήριο της ουσίας προς απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, πρέπει να αναφέρεται ειδικά στην απόφαση ότι αυτή αφενός έχει δοθεί ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου του και αφετέρου ότι έχει ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 176/2016, 2258/2013, 1009/2010). Για την πληρότητα του ως άνω αναιρετικού λόγου, πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο: α) το φερόμενο ως μη ληφθέν υπόψη αποδεικτικό μέσο, κατά τρόπο που να προκύπτει η ταυτότητά του, β) η επίκληση και προσκομιδή αυτού κατά νόμιμο τρόπο ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, γ) ο ισχυρισμός προς απόδειξη του οποίου προσκομίσθηκε και το περιεχόμενό του ισχυρισμού, ώστε να μπορεί να κριθεί αν αυτός ήταν ουσιώδης και το αποδεικτικό μέσο ήταν κρίσιμο για την απόδειξη ή ανταπόδειξη αυτού και δ) το περιεχόμενο του αποδεικτικού μέσου (Ολ ΑΠ 1990/1982, ΑΠ 1409/2015, 1185/2010, 324/2009, 255/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση ότι δεν έλαβε υπ’ όψη αποδεικτικά μέσα που αυτός νόμιμα προσκόμισε και επικαλέσθηκε με τις έγγραφες προτάσεις του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, από τα οποία προέκυπτε η αναλήθεια των αποδιδόμενων σ’ αυτόν αντισυμβατικών πράξεων και παραλείψεων και η ανυπαρξία σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της εργασιακής του σύμβασης και ειδικότερα ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα εξής αποδεικτικά μέσα: α) την ...-5-2008 ένορκη βεβαίωση του Σ. Σ., η οποία δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Λάρισας μετά από προηγούμενη νομότυπη κλήτευση της εναγομένης, β) το από 27-10-1986 τέλεξ της Υπηρεσίας Εισαγωγών-Εξαγωγών του καταστήματος Λάρισας προς την ‘ ‘ ... BANKEN’ ‘ , γ) τα από 27-10-1986 και 1-4-1987 δελτία χορήγησης της εταιρείας ‘ ‘ ... ΟΕ’ ‘ . δ) το από 17-6-1986 δελτίο κινδύνου της εταιρείας ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ , ε) την με αύξ. αριθμό κατάθεσης .../...1990 αγωγή της ... κατά της εναγομένης ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας και τις μετ’ απόδειξη προτάσεις της ως άνω ενάγουσας Τράπεζας και στ) τα πιστοποιητικά εξαγωγικής δραστηριότητας της εταιρείας ‘ ‘ ... Σία ΟΕ’ ‘ , που περιλαμβάνονται ως ενιαίο σώμα στην αγωγή αυτή, που αφορούν το χρονικό διάστημα από 28-1-1985 έως 2-3-1988 για το παρακρατηθέν από την αναιρεσίβλητη συνολικό ποσό των 224.378.248 δραχμών, από τα οποία αποδεικνύεται ότι η μη απόδοση της διαφοράς τόκων στην ... γινόταν με απόφαση της Διοίκησης της αναιρεσίβλητης και ότι δεν υπέγραψε αυτός όλα τα εντάλματα πληρωμής. Ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι δεν επικαλείται ο αναιρεσείων στο δικόγραφο της αίτησης αναίρεσης τα εξής αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο του λόγου αυτού, δηλαδή :α) τον αριθμό της έκθεσης επιδόσεως κλήσης προς την αναιρεσίβλητη για να παραστεί κατά την ενώπιον του Ειρηνοδίκη ένορκη βεβαίωση του Σ. Σ., ώστε να κριθεί το εμπρόθεσμο της κλήτευσης αυτής, καθώς και το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης αυτού, όπως δόθηκε από το μάρτυρα αυτό, διότι αντ’ αυτού ο αναιρεσείων επικαλείται στο αναιρετήριο τι αποδεικνύεται, κατά την κρίση του, από την επίμαχη ένορκη βεβαίωση και β) το περιεχόμενο των λοιπών αποδεικτικών μέσων, που φέρεται ότι δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο, ώστε από το περιεχόμενο αυτών να κριθεί αν αυτά ήταν ή όχι κρίσιμα για την απόδειξη των προαναφερόμενων ισχυρισμών του αναιρεσείοντος. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθμός 11 περ. γ’ ΚΠολΔ, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της μη λήψης υπόψη των προαναφερόμενων αποδεικτικών μέσων, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας.
6. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμός 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, δηλαδή χωρίς να έχει προσκομισθεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά μέσα άντλησε την απόδειξη γι’ αυτά. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο κατέληξε στην επί της ουσίας κρίση του με βάση τα αναφερόμενα σ’ αυτή αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1935/2014, 436/2014, 76/2013, 12/2013). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι δέχθηκε πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ’ αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα.
7. Η αναιρεσίβλητη Τράπεζα ισχυρίζεται με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ότι όλοι οι λόγοι αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως αλυσιτελείς, επειδή το διατακτικό της εφετειακής απόφασης στηρίζεται αυτοτελώς σε δύο επάλληλες αιτιολογίες, η αναίρεση δε πλήττει μόνο τη μία από αυτές. Ειδικότερα, κατά την αναιρεσίβλητη, η κρίση του Εφετείου για την παραπομπή του αναιρεσείοντος ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ιωαννίνων, με το 62/1987 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ιωαννίνων, που επικυρώθηκε με το 5/1988 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ιωαννίνων, για να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξης της υπεξαίρεσης του ιδιαίτερα μεγάλου για την εποχή εκείνη ποσού των 1.235.000 δραχμών, το οποίο εφέρετο ότι υπεξαίρεσε στο χρονικό διάστημα από 19-6-1980 έως 22-9-1980, σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία ‘ ‘ ... και Σία ΟΕ’ ‘ , υπό την τότε ιδιότητά του του υπαλλήλου της Τράπεζας Κρήτης, αποτελεί περιστατικό, το οποίο από μόνο του στηρίζει αυτοτελώς το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και επομένως, εφόσον η κρίση αυτή του δικαστηρίου της ουσίας δεν πλήττεται με λόγο αναίρεσης, όλοι οι λόγοι της υπό κρίση αναίρεσης, που πλήττουν τη θεμελίωση του σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύμβασης αποκλειστικά στην αντισυμβατική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, προβάλλονται αλυσιτελώς. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, διότι από τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το περιστατικό αυτό προβλήθηκε από την αναιρεσίβλητη για την ενίσχυση των άλλων σπουδαίων λόγων καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος που επικαλέσθηκε, εξετάσθηκε αυτό μαζί με τα άλλα περιστατικά και κρίθηκε από το Εφετείο ότι όλα αυτά τα περιστατικά αθροιστικά επιβάρυναν την εργασιακή σχέση σε τέτοιο βαθμό, ώστε να καθίσταται για την καταγγέλουσα μη ανεκτή η συνέχισή της. Εξάλλου, το μεμονωμένο αυτό περιστατικό δεν είναι δυνατόν, κατ’ αντικειμενική κρίση, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να δικαιολογήσει την πρόωρη λύση της σύμβασης εργασίας του αναιρεσείοντος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23-10-2009 αίτηση του Π. Λ. για αναίρεση της 98/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, καθώς και τις από 7-5-2014 πρόσθετες παρεμβάσεις υπέρ του αναιρεσείοντος.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα και τους προσθέτως υπέρ αυτού παρεμβαίνοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 23 Μαΐου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιουνίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣΠηγή: Taxheaven