ΑΠ 470/2018 Επιβολή συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης - Μορφές εκ περιτροπής εργασίας - Προυποθέσεις - Πότε θεωρείται βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η επιβολή της

ΑΠ 470/2018 Επιβολή συστήματος εκ περιτροπής απασχόλησης - Μορφές εκ περιτροπής εργασίας - Προυποθέσεις - Πότε θεωρείται βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας η επιβολή της

Απόφαση 470 / 2018    (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 470/2018

Περίληψη
Με τη διάταξη του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α 101), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ Α 205) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 2874/ 2000 (ΦΕΚ Α 286) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α` 212), ορίζεται στην παρ. 3 αυτού ότι: "Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.
Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988.
Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας". Κατά δε την παρ.4 του ιδίου άρθρου "Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας: α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητα τους, β) οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, γ) τα συμβούλια εργαζομένων, δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης". Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλομένη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.

Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής παραμένει συνεχής.
Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές και συγκεκριμένα:
1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο και
2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 468/2012), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς της επιχείρησής του, να επιβάλλει στην επιχείρησή του "σύστημα εκ περιτροπής εργασίας", μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος.

Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του εδαφίου δ της ως άνω παραγράφου για τη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι:
α) περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη,
β) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε η εφαρμογή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνει χώρα με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους, διαπλαστικού χαρακτήρα (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014 ),
γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και
δ) η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) ή η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας.

Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά το νόμο "αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας", προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται, πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους.
Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας, ήτοι της ανάγκης του εργοδότη για παροχή εργασίας προς αυτόν. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αν είναι εντελώς ασήμαντος, αλλά θα πρέπει αντιθέτως να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αυτής.

Από την πρόβλεψη δε επιβολής "συστήματος εκ περιτροπής εργασίας", αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του πλεονάζοντος προσωπικού, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Το σύστημα δε της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής.
Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται, είτε κατά ομάδες μισθωτών εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας.

Χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη κατά το εδάφιο δ της παρ.3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, όπως τροποποιηθέν ισχύει (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014, σχετ. ΑΠ 969/2011 υπό το πριν το Ν. 3846/2010 ισχύον νομοθετικό καθεστώς).

Συνακόλουθα δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής επιβολή συστήματος εργασίας κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο για τις ίδιες συγκεκριμένες ημέρες την εβδομάδα σε μισθωτούς της επιχείρησής του, αφού στην περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της εναλλάξ παροχής εργασίας. Περαιτέρω, εκτός της πιο πάνω ουσιαστικής προϋπόθεσης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους αυτών, και σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων, με το σύνολο των εργαζομένων. Εξάλλου με το Π.Δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α 252), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/Ε.Κ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του ως άνω εδαφίου δ ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση των εργαζομένων και στη συνέχεια η διαβούλευση αυτών με τον εργοδότη, θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία.

Η ενημέρωση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει και με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που κατά την εργοδοσία επιβάλλουν την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που προτίθεται να εφαρμόσει ο εργοδότης.

Δεν αποκλείεται βεβαίως η ενημέρωση να γίνει και κατ' άλλο τρόπο, όπως με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους, που θα συνιστά άλλωστε τη συνήθη περίπτωση σε μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων. Η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν έτσι οι θέσεις εργασίας.

Επομένως για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου.

Ενόψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του ανωτέρω μέτρου της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο συνιστά μία μορφή ex lege εργατικής αλληλεγγύης εις τρόπο ώστε στην περίπτωση προσφυγής του εργοδότη στο μέτρο αυτό να μετατρέπεται το ενδεχόμενο της πλήρους απώλειας των θέσεων εργασίας συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων σε μείωση του χρόνου απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών ενός μεγαλυτέρου αριθμού εργαζομένων, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή τους στο άρθρο 3 του Π.Δ/τος 240/2006 και στο άρθρο 1 του Ν.1767/1988 (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014), αφού η σχετική παραπομπή του εδαφίου δ στις διατάξεις των νόμων αυτών αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η κατά τα άνω ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης.

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 ν. 2112/1920, διότι λαμβάνει χώρα κατ` ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο.

Αν αντιθέτως δεν τηρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται σχετικό δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επέρχεται δηλαδή αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, η δε μονομερής επιβολή της συνιστά (παράνομη) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συμφωνία του εργαζομένου και χωρίς σχετικό δικαίωμα του εργοδότη, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920 και των άρθρων 361, 349, 350, 656 του ΑΚ.



ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Πηνελόπη Ζωντανού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Απόστολο Παπαγεωργίου - Εισηγητή, Γεώργιο Μιχολιά, Θεόδωρο Τζανάκη και Νικόλαο Πιπιλίγκα, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Π. Α. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταύρο Μαλαμή, που κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. Χ. του Β., κατοίκου ..., 2)Α. Π. του Ν., κατοίκου ..., και 3)Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ανδρέα Μαυραγάνη, που κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/6/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 22.456/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 684/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24/4/2017 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Με την από 24-4-2017 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 684/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατόπιν έφεσης του εναγομένου κατά της 22.456/2013 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που δικάζοντας κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, δέχθηκε εν μέρει κατ' ουσίαν την αγωγή, με την οποία οι ενάγοντες-αναιρεσίβλητοι ζητούσαν την αναγνώριση της ακυρότητας της από 14-2-2011 απόφασης του εναγομένου- αναιρεσείοντος για μονομερή επιβολή σε βάρος τους συστήματος εκ περιτροπής εργασίας και την υποχρέωση του τελευταίου να τους καταβάλει για μισθούς υπερημερίας τα αναφερόμενα ποσά. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, απορρίφθηκε στη συνέχεια αυτή κατ' ουσίαν. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 147 παρ. 7 και 144 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 ΚΠολΔ).


2. Με τη διάταξη του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α 101), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του Ν. 2639/1998 (ΦΕΚ Α 205) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 2874/ 2000 (ΦΕΚ Α 286) και στη συνέχεια αντικαταστάθηκε εκ νέου με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010 (ΦΕΚ Α 66), όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 παρ. 3 Ν. 3899/2010 (ΦΕΚ Α` 212), ορίζεται στην παρ. 3 αυτού ότι: "Κατά την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με έγγραφη ατομική σύμβαση να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής. Εκ περιτροπής απασχόληση θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμός αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.
Η παρεχόμενη από το άρθρο αυτό προστασία καλύπτει και τους απασχολούμενους με βάση τις συμφωνίες του προηγούμενου εδαφίου. Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί, αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 240/2006 και του Ν. 1767/1988.
Οι συμφωνίες ή οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής γνωστοποιούνται μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από την κατάρτιση ή τη λήψη τους στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας". Κατά δε την παρ.4 του ιδίου άρθρου "Ως εκπρόσωποι των εργαζομένων για την εφαρμογή της προηγουμένης παραγράφου ορίζονται κατά την εξής σειρά προτεραιότητας: α) οι εκπρόσωποι από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, η οποία καλύπτει κατά το καταστατικό της τους εργαζομένους, ανεξάρτητα από την κατηγορία, τη θέση ή την ειδικότητα τους, β) οι εκπρόσωποι των υφισταμένων συνδικαλιστικών οργανώσεων της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, γ) τα συμβούλια εργαζομένων, δ) εάν ελλείπουν συνδικαλιστικές οργανώσεις ή συμβούλια εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης". Από τις ως άνω διατάξεις συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία (συμβατική ή επιβαλλομένη μονομερώς), αποτελεί ειδικότερη μορφή μερικής απασχόλησης, κατά την οποία ο μισθωτός απασχολείται στην επιχείρηση ή σε ορισμένο τμήμα αυτής λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή λιγότερους μήνες το έτος, αλλά πάντα κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας.

Βασικό εννοιολογικό γνώρισμα της εκ περιτροπής εργασίας είναι η εναλλαγή χρονικών διαστημάτων εργασίας και αργίας (μη εργασίας), μολονότι η λειτουργία της επιχείρησης ή τμήματος αυτής παραμένει συνεχής. Από τις ίδιες αυτές διατάξεις, συνάγεται ότι η εκ περιτροπής εργασία μπορεί να λάβει δύο ειδικότερες μορφές και συγκεκριμένα:
1) της συμφωνημένης (συμβατικής) εκ περιτροπής εργασίας, η οποία επιτρέπεται να συμφωνηθεί ελεύθερα με διάφορους συνδυασμούς που επιλέγουν τα μέρη, με μόνο περιορισμό της παροχής της ημερήσιας εργασίας κατά πλήρες ωράριο και
2) αυτής που εφαρμόζεται με μονομερή εργοδοτική απόφαση. Ειδικότερα στη δεύτερη περίπτωση παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη και στο πλαίσιο του διευθυντικού του δικαιώματος σε ευρεία έννοια (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 468/2012), σε περίπτωση περιορισμού της δραστηριότητάς της επιχείρησής του, να επιβάλλει στην επιχείρησή του "σύστημα εκ περιτροπής εργασίας", μέχρι εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος.

Προϋποθέσεις κατά την τελευταία ως άνω διάταξη του εδαφίου δ της ως άνω παραγράφου για τη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας είναι:
α) περιορισμός των δραστηριοτήτων του εργοδότη,
β) ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και, ελλείψει αυτών, με το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να είναι απαραίτητο τα μέρη να καταλήξουν σε συμφωνία, οπότε η εφαρμογή του συστήματος εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνει χώρα με μονομερή απευθυντέα δήλωση του εργοδότη προς τους εργαζομένους, διαπλαστικού χαρακτήρα (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014 ),
γ) η διάρκειά της να μην είναι μεγαλύτερη από τους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και
δ) η απόφαση του εργοδότη (όταν αυτή επιβάλλεται μονομερώς) ή η συμφωνία (όταν πρόκειται για συμβατική εκ περιτροπής εργασία) να κοινοποιηθεί εντός οκτώ (8) ημερών στην Επιθεώρηση Εργασίας.

Από το ότι η μονομερής επιβολή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας εκ μέρους του εργοδότη προβλέπεται κατά το νόμο "αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας", προκύπτει ότι ο περιορισμός της δραστηριότητας του εργοδότη, ανεξαρτήτως των λόγων στους οποίους οφείλεται, πρέπει να είναι τέτοιος, που θα οδηγούσε σε απολύσεις για οικονομικοτεχνικούς λόγους.
Προϋποτίθεται δηλαδή η από τον περιορισμό της δραστηριότητας του εργοδότη πρόκληση πλεονάζοντος προσωπικού, λόγω της μείωσης της διαθέσιμης εργασίας, ήτοι της ανάγκης του εργοδότη για παροχή εργασίας προς αυτόν. Ως εκ τούτου ο περιορισμός της δραστηριότητας δεν δικαιολογεί την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, αν είναι εντελώς ασήμαντος, αλλά θα πρέπει αντιθέτως να πρόκειται για σημαντικό περιορισμό αυτής.

Από την πρόβλεψη δε επιβολής "συστήματος εκ περιτροπής εργασίας", αντί της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας του πλεονάζοντος προσωπικού, συνάγεται ότι το σύστημα αυτό αξιολογείται από τον νομοθέτη ως ηπιότερο μέτρο σε σχέση με την καταγγελία. Το σύστημα δε της εκ περιτροπής εργασίας που δικαιούται να επιβάλει μονομερώς ο εργοδότης προϋποθέτει αναγκαίως εναλλαγή εργαζομένων στην ίδια επιχείρηση στην ίδια ή περισσότερες θέσεις εργασίας σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ενώ η λειτουργία της επιχείρησης παραμένει συνεχής.
Η εναλλαγή αυτή μπορεί να γίνεται, είτε κατά ομάδες μισθωτών εκ των οποίων η μία θα αντικαθιστά την άλλη διαδοχικά στην απασχόληση και τη μη απασχόληση, είτε από ένα μισθωτό τη φορά, υπό την έννοια ότι κάθε φορά ένας μισθωτός θα τίθεται εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, ενώ ο άλλος μισθωτός θα καλύπτει κατά πλήρες ωράριο τη θέση εργασίας.

Χωρίς αυτή την εναλλάξ παροχή εργασίας, η οποία θα καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων στην επιχείρηση ή στο τμήμα αυτής που εμφανίζει σημαντικά μειωμένη δραστηριότητα, η εφαρμογή του συστήματος δεν είναι νοητή και κατά συνέπεια δεν μπορεί να επιβληθεί με μονομερή απόφαση του εργοδότη κατά το εδάφιο δ της παρ.3 του άρθρου 38 του Ν. 1892/1990, όπως τροποποιηθέν ισχύει (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014, σχετ. ΑΠ 969/2011 υπό το πριν το Ν. 3846/2010 ισχύον νομοθετικό καθεστώς).

Συνακόλουθα δεν είναι κατά νόμο επιτρεπτή η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής επιβολή συστήματος εργασίας κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο για τις ίδιες συγκεκριμένες ημέρες την εβδομάδα σε μισθωτούς της επιχείρησής του, αφού στην περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της εναλλάξ παροχής εργασίας. Περαιτέρω, εκτός της πιο πάνω ουσιαστικής προϋπόθεσης του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης, για την επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, τίθενται επιπλέον και ορισμένες τυπικές προϋποθέσεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρέωση ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους αυτών, και σε περίπτωση έλλειψης εκπροσώπων, με το σύνολο των εργαζομένων. Εξάλλου με το Π.Δ. 240/2006 (ΦΕΚ Α 252), που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 2002/14/Ε.Κ., στο οποίο παραπέμπει η διάταξη του ως άνω εδαφίου δ ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο γίνεται η ενημέρωση των εργαζομένων και στη συνέχεια η διαβούλευση αυτών με τον εργοδότη, θεσπίστηκε γενικότερα η υποχρέωση του εργοδότη για ενημέρωση και διαβούλευση, με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, για ζητήματα, όπως και η εκ περιτροπής εργασία.

Η ενημέρωση αυτή, η οποία μπορεί να γίνει και με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης, θα πρέπει να περιέχει τους λόγους που κατά την εργοδοσία επιβάλλουν την εκ περιτροπής εργασία, όπως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ο σημαντικός περιορισμός της δραστηριότητας, η πιθανή διάρκειά της και το συγκεκριμένο σύστημα κατανομής της απασχόλησης που προτίθεται να εφαρμόσει ο εργοδότης.

Δεν αποκλείεται βεβαίως η ενημέρωση να γίνει και κατ' άλλο τρόπο, όπως με προφορική ανακοίνωση προς τους εργαζομένους, που θα συνιστά άλλωστε τη συνήθη περίπτωση σε μικρές επιχειρήσεις με μικρό αριθμό εργαζομένων. Η διαβούλευση στη συγκεκριμένη περίπτωση συνίσταται στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων ή του συνόλου αυτών σχετικά με τα μέτρα και τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν για την αντιμετώπιση των δυσχερειών της επιχείρησης από τη σημαντική μείωση της δραστηριότητας αυτής και ειδικότερα για τη δημιουργία συστήματος κατανομής της εναπομένουσας διαθέσιμης εργασίας στο σύνολο του προσωπικού της επιχείρησης ή του τμήματος αυτής, προκειμένου να διασωθούν έτσι οι θέσεις εργασίας.

Επομένως για την εκ μέρους του εργοδότη μονομερή επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας στους εργαζομένους κάποιας επιχείρησης ή τμήματος αυτής δεν αρκεί απλώς η εκ μέρους των τελευταίων γνώση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η επιχείρηση και μάλιστα λόγω του μικρού μεγέθους αυτής, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργοδότη κατά τα ανωτέρω ενημέρωση και διαβούλευση των εργαζομένων, πριν την επιβολή του ανωτέρω μέτρου.

Ενόψει δε του συλλογικού χαρακτήρα του ανωτέρω μέτρου της επιβολής συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, το οποίο συνιστά μία μορφή ex lege εργατικής αλληλεγγύης εις τρόπο ώστε στην περίπτωση προσφυγής του εργοδότη στο μέτρο αυτό να μετατρέπεται το ενδεχόμενο της πλήρους απώλειας των θέσεων εργασίας συγκεκριμένου αριθμού εργαζομένων σε μείωση του χρόνου απασχόλησης με αντίστοιχη μείωση των αποδοχών ενός μεγαλυτέρου αριθμού εργαζομένων, η τήρηση της υποχρέωσης ενημέρωσης και εν συνεχεία διαβούλευσης αφορά όλες τις επιχειρήσεις στις οποίες ο εργοδότης προτίθεται να επιβάλει το μέτρο αυτό, ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων σε αυτές και ειδικότερα ανεξαρτήτως του αν αυτές απασχολούν μικρότερο αριθμό εργαζομένων από τον προβλεπόμενο για την εφαρμογή τους στο άρθρο 3 του Π.Δ/τος 240/2006 και στο άρθρο 1 του Ν.1767/1988 (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 1252/2014), αφού η σχετική παραπομπή του εδαφίου δ στις διατάξεις των νόμων αυτών αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο λαμβάνει χώρα η κατά τα άνω ενημέρωση και εν συνεχεία διαβούλευση και όχι στο μέγεθος της επιχείρησης.

Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας δεν συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 7 ν. 2112/1920, διότι λαμβάνει χώρα κατ` ενάσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του εργοδότη απορρέοντος από τον νόμο.

Αν αντιθέτως δεν τηρούνται οι ανωτέρω όροι και προϋποθέσεις, δεν υφίσταται σχετικό δικαίωμα του εργοδότη για μονομερή μεταβολή των όρων εργασίας, δεν επέρχεται δηλαδή αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής, η δε μονομερής επιβολή της συνιστά (παράνομη) βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, που λαμβάνει χώρα χωρίς τη συμφωνία του εργαζομένου και χωρίς σχετικό δικαίωμα του εργοδότη, η οποία επισύρει τις συνέπειες του άρθρου 7 του Ν. 2112/1920 και των άρθρων 361, 349, 350, 656 του ΑΚ.

Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός έχει διαζευκτικώς τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί τη μεταβολή, οπότε συνάπτεται νέα σύμβαση, τροποποιητική της αρχικής, η οποία είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), εφ` όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, β) να θεωρήσει την μονομερή βλαπτική μεταβολή ως καταγγελία από την πλευρά του εργοδότη και να αποχωρήσει, αξιώνοντας συγχρόνως την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920 και γ) να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε η μη αποδοχή τους από τον εργοδότη τον καθιστά υπερήμερο δανειστή και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζει το άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας).


Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του Ν. 2112/1920 και 1 και 5 του Ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Όπως δε προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 του Ν. 3198/1955 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1 και 3 του Ν. 2112/1920 (και επί εργατοτεχνιτών των άρθρων 3 και 5 του Β.Δ. της 16/18.7.1920 που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 12 παρ.2 του Ν.2112/1920), 174 και 180 του ΑΚ, η κατά τα ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού με ποινή την σχετική ακυρότητα αυτής υπέρ του μισθωτού, πρέπει να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί η προβλεπομένη από το νόμο αποζημίωση απόλυσης. Σε περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας, λόγω μη τήρησης των ανωτέρω τυπικών προϋποθέσεων, η σύμβαση εργασίας δεν λύεται και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών από τη σύμβαση παραμένουν ακέραια.

Έτσι ο εργαζόμενος, για όσο διάστημα ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του, έχει αξίωση κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ να του καταβάλλονται οι συμφωνημένες ή νόμιμες αποδοχές (μισθοί υπερημερίας). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 παρ.1 εδ. α του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006, ΑΠ 771/2017).


Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Στην τελευταία δε περίπτωση, η παραβίαση του κανόνα αυτού ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο αποκλειστικώς και μόνο με βάση τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν ή ότι δεν αποδείχθηκαν (ΑΠ 771/2017, ΑΠ 130/2016ΑΠ 1420/2013). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 εδ. α του Συντάγματος που επιτάσσει ότι κάθε δικαστική απόφαση πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά "έλλειψη αιτιολογίας", ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της "ανεπαρκής αιτιολογία", ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους "αντιφατική αιτιολογία" (ΟλΑΠ 1/1999, ΑΠ 781/2017). Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή η μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006,ΑΠ 781/2017). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία", ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 781/2017, ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008). Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάσθηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, από το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, αφού πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο από το δικαστήριο του Αρείου Πάγου ( 771/2017).
Στην προκειμένη περίπτωση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του τα ακόλουθα : <<Ο εναγόμενος διατηρεί και εκμεταλλεύεται τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό με τον διακριτικό τίτλο "... FM", που εδρεύει ενταύθα στον οικισμό "…". Ο σταθμός αυτός ιδρύθηκε το έτος 1997, είναι τοπικής εμβέλειας και λειτουργεί με προσωρινή άδεια εκπομπής και λειτουργίας, είναι δε αμιγώς αθλητικού περιεχομένου απευθυνόμενος στο κοινό των φιλάθλων με εκπομπές ανάλογου περιεχομένου. Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από τον εναγόμενο, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ο πρώτος στις 13-9-2004, ο δεύτερος στις 16-1-2003 και ο τρίτος στις 21-5-2003, προκειμένου να εργαστούν κατά το πλήρες νόμιμο ωράριο και κατά το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως ηχολήπτες τεχνικοί ραδιοφώνου με την ειδικότητα του ηχολήπτη -ηλεκτρονικού στο ραδιοφωνικό σταθμό του τελευταίου αντί των νομίμων αποδοχών των αναφερόμενων στις σχετικές συλλογικές ρυθμίσεις (ΣΣΕ) " για τους όρους αμοιβής και εργασίας των τεχνικών ραδιοφώνου - ηλεκτρονικών και ηχοληπτών". Οι νόμιμες αποδοχές με βάση την υπηρεσία και προϋπηρεσία τους και την οικογενειακή τους κατάσταση ανέρχονταν, τον Φεβρουάριο του έτους 2011, στο ποσό των 1.477,64 ευρώ για τον πρώτο , στο ποσό των 1.567,74 ευρώ για τον δεύτερο και τέλος στο ποσό των Ι 644,92 ευρώ για τον τρίτο. Βάσει δε και του άρθρου 6 της από 13-4-2009 ΣΣΕ " για τους όρους αμοιβής και εργασίας των τεχνικών ραδιοφώνου-ηλεκτρονικών και ηχοληπτών", το σύστημα παροχής της εργασίας τους ήταν αυτό της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, το νόμιμο δε ημερήσιο και εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας τους ανερχόταν στις 7 ώρες ημερησίως και 35 εβδομαδιαίως. Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του έτους 2011 (λίγο πριν την παρακάτω μονομερή εκ μέρους του εναγομένου επιβολή διαφορετικού συστήματος απασχόλησης) ο εναγόμενος, όπως και ο ίδιος ισχυρίζεται, απασχολούσε 32 εργαζόμενους στην επιχείρησή του και δη στο τμήμα δημοσιογραφίας 12 δημοσιογράφους, στο τμήμα λογιστηρίου και εμπορικό τμήμα 9 υπάλληλους (3 λογιστές, 3 στο εμπορικό τμήμα και 3 υπαλλήλους γραφείου), στο τμήμα τηλεφωνητών 3 τηλεφωνήτριες και στο τμήμα ηχοληψίας 9 υπαλλήλους και δη 7 ηχολήπτες και άλλους δύο υπαλλήλους που ασκούσαν και τα καθήκοντα του ηχολήπτη. Στις 25 Ιανουαρίου του παραπάνω έτους ο εναγόμενος, μετά και από προφορικές ενημερώσεις, προσκάλεσε στα γραφεία του σταθμού του όλους τους ηχολήπτες προκειμένου να πραγματοποιηθεί διαβούλευσή, δεδομένου ότι ήδη πρόθεσή του ήταν να μεταβάλει το σύστημα παροχής της εργασίας στο τμήμα ηχοληψίας του σταθμού του σ' αυτό της εκ περιτροπής απασχόλησης. Στη συνάντηση εκείνη παραβρέθηκαν μεταξύ άλλων και ο πρώτος ενάγων, που ήταν και … του σωματείου με την επωνυμία "Ένωση Τεχνικών Ραδιοφωνίας Μακεδονίας - Θράκης" και εκπροσωπούσε και τους μη παριστάμενους, αλλά και ο δεύτερος ενάγων. Τότε ο εναγόμενος και ο. πληρεξούσιος δικηγόρος του, που παραστάθηκαν μαζί, επικαλέστηκαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην επιχείρηση, τα οποία επέβαλαν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας των εργαζόμενων ηχοληπτών με πλήρη απασχόληση σε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης προκειμένου να αντιμετωπισθεί με τον τρόπο αυτό η φθίνουσα οικονομική πορεία της επιχείρησης. Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους επικαλέστηκαν τις περί τούτου εισηγήσεις του λογιστή και του οικονομικού διευθυντή της επιχείρησης. Οι εργαζόμενοι με τη σειρά τους δεν συμφώνησαν με την επιβολή του μέτρου και ζήτησαν να σταλούν οι ως άνω εισηγήσεις στο ΔΣ του σωματείου της Ένωσης Τεχνικών Ραδιοφωνίας Μακεδονίας-Θράκης ηχοληπτών, αρνούμενοι να τις παραλάβουν και να υπογράψουν το σχετικό πρακτικό. Στη συνέχεια ο εναγόμενος, στις 8-2-2011, προσκάλεσε όλους τους εργαζόμενους και ιδίως τους ηχολήπτες, αλλά και τους εκπροσώπους του σωματείου της Ένωσης Τεχνικών Ραδιοφωνίας Μακεδονίας-Θράκης και πάλι σε εκ νέου διαβούλευση, στη σχετική δε συζήτηση παραστάθηκαν πέραν του εναγομένου και του πληρεξουσίου του δικηγόρου και του πρώτου ενάγοντος, μεταξύ άλλων, και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ως άνω σωματείου καθώς και οι εργαζόμενοι ηχολήπτες Γ. Δ. και Γ. Χ.. Και στη συνάντηση εκείνη ο εναγόμενος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επικαλέστηκαν τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα στην επιχείρησή ( μείωση τζίρου και εσόδων επιχείρησης ) καθώς και τις προαναφερθείσες εισηγήσεις, προβλήματα, που κατά την άποψή τους, επέβαλαν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας των εργαζόμενων ηχοληπτών με πλήρη απασχόληση σε συμβάσεις εκ περιτροπής απασχόλησης, όταν δε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του σωματείου ζήτησε να λάβει γνώση του νέου προγράμματος εργασίας, όπως θα διαμορφωνόταν με την εφαρμογή του συστήματος της εκ περιτροπής εργασίας, του γνωστοποιήθηκε ότι το πρόγραμμα αυτό θα κοινοποιηθεί όταν ληφθεί η σχετική απόφαση, πλην όμως, η πρόταση ήταν το νέο σύστημα να αφορά τους τρεις εργαζόμενους του τμήματος. Τόσο οι εργαζόμενοι όσο και τα μέλη του σωματείου αρνήθηκαν να παραλάβουν τις εισηγήσεις και να υπογράψουν το σχετικό πρακτικό (πλην του εργαζόμενου Γ. Χ.) ούτε όμως και συναίνεσαν στην επιβολή του συστήματος, οι δε εκπρόσωποι του σωματείου δήλωσαν ότι θα καθόριζαν τη στάση τους, αφού πρώτα γινόταν διοικητικό συμβούλιο στο σωματείο. Με τον τρόπο αυτό, αφού προηγήθηκε και συζήτηση για την αλληλεγγύη των εργαζομένων μεταξύ τους καθώς και μεταξύ αυτών και της επιχείρησης περατώθηκε η διαδικασία της διαβούλευσης. Στη συνέχεια ο εναγόμενος, στις 14-2-2011, επέβαλε με απόφασή του, μονομερώς, και μόνο στους ενάγοντες, σύστημα "εκ περιτροπής εργασίας" από την 15-2-2011 έως την 14-11-2011, ήτοι για 9 μήνες. Συγκεκριμένα η απασχόληση κατά το σύστημα αυτό καθορίσθηκε για τον πρώτο ενάγοντα ως απασχόληση δύο ημερών την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη (09.00 -16.00) και Παρασκευή (09 -16.00), με μεικτό μηνιαίο μισθό 496,00 ευρώ, αντί της πενθήμερης εργασίας που απασχολείτο προηγουμένως. Για τον δεύτερο ενάγοντα, ως απασχόληση δύο ημερών την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα (13.00 -20.00) και Τρίτη (9.00 - 16.00), με μεικτό μηνιαίο μισθό 546,66 ευρώ, αντί της πενθήμερης εργασίας που απασχολείτο προηγουμένως. Για τον τρίτο ενάγοντα, ως απασχόληση δύο ημερών την εβδομάδα, κάθε Δευτέρα (09.00 - 16.00) και Πέμπτη (09.00 - 16.00), με μεικτό μηνιαίο μισθό 571,00 ευρώ, αντί της πενθήμερης εργασίας που απασχολείτο προηγουμένως (βλ. και το από 25/812011 υπόμνημά του προς το Σώμα Επιθεώρησης εργασίας όπου ομιλεί για την εφαρμογή του συστήματος μόνο στους τρεις εργαζόμενους ενάγοντες). Την απόφασή του αυτή ο εναγόμενος γνωστοποίησε μέσα σε οκτώ (8) ημέρες από τη λήψη της στην οικεία Επιθεώρηση Εργασίας στην οποία καταχωρήθηκε με αριθ. πρωτ. …/14-2-2011 καταθέτοντας συνάμα και το με ΑΠ 4.559/14-2-2011 νέο πρόγραμμα εργασίας των ηχοληπτών στην επιχείρησή του. Στις 15-2-2011 ο εναγόμενος τοιχοκόλλησε στο λογιστήριο της επιχείρησης την απόφαση αυτή και τους νέους πίνακες προσωπικού με βάση το νέο σύστημα (βλ. και την από 11-2-2011 εξώδικη δήλωσή του κοινοποιηθείσα στις 14-2-2011 στο προαναφερθέν σωματείο, που δηλώνει ότι Τρίτη 15-2-2011 θα αναρτηθεί στο χώρο εργασίας το νέο πρόγραμμα εργασίας των ηχοληπτών). Οι ενάγοντες, όμως, δεν αποδέχθηκαν την άνω μεταβολή στο σύστημα εργασίας τους από πλήρη απασχόληση σε εκ περιτροπής εργασία και στις 15-2-2011 προσέφυγαν στην Επιθεώρηση Εργασίας, διαμαρτυρόμενοι για μη νόμιμη επιβολή συστήματος εκ περιτροπής εργασίας, ενώ με την από 14-2-2011 εξώδικη πρόσκλησή τους, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 15-2-2011, διαμαρτυρήθηκαν ρητά για την ανεπίτρεπτη μεταβολή και του δήλωσαν σαφώς ότι αποκρούουν το σύστημα εκ περιτροπής εργασίας που τους επιβλήθηκε μονομερώς και ότι θα συνεχίζουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και τις πέντε ημέρες της εβδομάδας, όπως και προηγουμένως, με σκοπό να τον καταστήσουν υπερήμερο ως προς την αποδοχή της εργασίας τους επιφυλασσόμενοι των νομίμων δικαιωμάτων τους προς ικανοποίηση των οποίων άσκησαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και την ένδικη αγωγή, οπότε το ότι εργάσθηκαν προσωρινά, μέχρι την έκβαση του δικαστικού αγώνα, με τους νέους όρους, δεν αποτελεί, σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, σιωτιηρή αποδοχή του νέου συστήματος, ισχυρισμός άλλωστε που δεν προβλήθηκε από τον εναγόμενο. Σύμφωνα με τις παραδοχές της μείζονας σκέψης, ο εργοδότης επιτρέπεται να επιβάλλει μόνο "σύστημα" εκ περιτροπής εργασίας, και εφόσον πράγματι πρόκειται για τέτοιο σύστημα, στη συνέχεια ελέγχονται και οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση το σύστημα που επέλεξε και επέβαλε μονομερώς ο εναγόμενος με το οποίο ουδόλως προβλέπεται η εναλλάξ παροχή. εργασίας να καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων του τμήματος ηχοληψίας, που κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου εμφάνιζε μειωμένη δραστηριότητα, πλην όμως μόνο στους ενάγοντες, δε συνιστούσε σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης και επομένως η επιβολή του εν λόγω συστήματος επιλεκτικά μόνο στους ενάγοντες εργαζόμενους, εξαιρουμένων απ' αυτό των λοιπών, οι οποίοι ουδέποτε τίθεντο εναλλάξ σε υποχρεωτική αργία, δεν ήταν νόμιμη. Όπως μάλιστα προκύπτει από τον προαναφερθέντα πίνακα, που ο εναγόμενος υπέβαλε στο ΣΕΠΕ μαζί με την απόφασή του για την επιβολή του συστήματος, οι λοιποί εργαζόμενοι του τμήματος προβλέφθηκε να εργάζονται όλες τις ημέρες εργασίας του πενθημέρου με μειωμένο ημερήσιο ωράριο, δηλαδή, όπως κατέθεσε και η μάρτυρας ανταπόδειξης, με καθεστώς μερικής απασχόλησης, εισάγοντας έτσι ο εναγόμενος κατ' αποτέλεσμα όχι σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης για το σύνολο του εργαζόμενου προσωπικού στο τμήμα ηχοληψίας, το οποίο μόνο ο νόμος επιτρέπει στον εργοδότη να επιβάλει μονομερώς, αλλά ένα μικτό σύστημα μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, περιοριζόμενης της τελευταίας σε μεμονωμένους μόνο εργαζόμενους του τμήματος αυτού. Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι και το Τμήμα Συντονισμού Ελέγχου και Αξιολόγησης-Τεκμηρίωσης του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας Κεντρικής Μακεδονίας, στο οποίο οι ενάγοντες προσέφυγαν στις 20-4-2011, με την υπ' αριθ. …/24-5-2011 απόφασή του, επίσης έκρινε ότι το σύστημα που επέβαλε ο εναγόμενος δεν αποτελεί σύννομη οργάνωση του χρόνου εργασίας και αποτελεί συνδυασμό συστήματος μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, το οποίο μπορεί να επιβληθεί μόνα με συμφωνία και όχι μονομερώς. Συνακόλουθα παράνομα επιβλήθηκε στους ενάγοντες το προαναφερθέν σύστημα απασχόλησης , αφού ο εναγόμενος δεν είχε το σχετικό διευθυντικό δικαίωμα για το σύστημα που εν τέλει επέλεξε και επομένως δεν επήλθε αναστολή της πλήρους λειτουργίας της εργασιακής σύμβασης των εναγόντων, με τη μείωση του χρόνου απασχόλησης και την αντίστοιχη μείωση της αμοιβής τους. Η βλαπτική αυτή μεταβολή των όρων εργασίας, στην οποία οι ενάγοντες δεν συμφώνησαν και έγινε χωρίς σχετικό δικαίωμα του εναγομένου, αποτελεί (παράνομη) μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους και εφόσον αυτοί ενέμειναν, με την προαναφερθείσα εξώδικη δήλωσή τους, στην τήρηση των συμβατικών όρων, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, ο δε εναγόμενος δεν αποδέχθηκε τούτο, ο τελευταίος κατέστη υπερήμερος και τους οφείλει αποδοχές υπερημερίας πλήρους απασχόλησης και δη τους μισθούς υπερημερίας, το μηνιαίο ύψος των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, για το χρονικό διάστημα από 15-2-2011 μέχρι 15-11-2011, αφαιρουμένων των ποσών που τους κατέβαλε λόγω της προσωρινής απασχόλησής τους με το νέο σύστημα (ποσά που δεν αμφισβητήθηκαν από τον εναγόμενο), ήτοι τους οφείλει : α) 8.834,76 για μισθούς υπερημερίας και 521,59 για δώρο Πάσχα 2011 στον πρώτο ενάγοντα..., β) 9.189,72 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και 543,19 ευρώ για δώρο Πάσχα 2011 στον δεύτερο ενάγοντα.... και γ) 10.533,30 ευρώ για μισθούς υπερημερίας και 571,22 ευρώ για δώρο Πάσχα 2011 στον τρίτο ενάγοντα.... Συνακόλουθα, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της από 14- 2-2011 απόφασης περί επιβολής της εκ περιτροπής εργασίας και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον καθέναν από τους ενάγοντες τα συνολικά ποσά των 9.356,35 ευρώ, 9.732,91 ευρώ και 11.104,52 ευρώ, αντίστοιχα, νομιμότοκα.... Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι επήλθε μονομερής βλαπτική μεταβολή της εργασιακής σύμβασης των εναγόντων έστω και με την αιτιολογία ότι δεν προέκυψε σοβαρός περιορισμός της οικονομικής δραστηριότητας του εναγομένου , η οποία παραδεκτά αντικαθίσταται με την παρούσα, έκαμε δεκτή την αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες τα παραπάνω ποσά , ορθά κατά αποτέλεσμα τον νόμο εφάρμοσε και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει οι λόγοι της έφεσης με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα να απορριφθούν ως αβάσιμοι στην ουσία τους. Συνακόλουθα πρέπει η έφεση ν' απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη >>.
Με τη κρίση του αυτή το δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέλαβε σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 38 παρ. 3 εδ. δ του Ν. 1892/1990 όπως τροποποιηθείς ισχύει, και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος κατά το μέρος που πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, ως προς τις επικαλούμενες συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα εκ μέρους του αναιρεσείοντος η επιβολή μέτρου εκ περιτροπής εργασία στους αναιρεσιβλήτους είναι απαράδεκτες, εφ' όσον με αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Περαιτέρω οι αιτιάσεις για πλημμέλειες στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν αιτιολογεί επαρκώς το αποδεικτικό της πόρισμα σχετικά με το είδος της απασχόλησης των υπολοίπων εργαζομένων στο τμήμα ηχοληψίας στους οποίους δεν επιβλήθηκε το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, με βάση τα επικαλούμενα σε αυτήν αποδεικτικά στοιχεία, είναι αβάσιμος, εφόσον τυχόν ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, όπως στη προκειμένη περίπτωση, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες και δεν ιδρύουν το λόγο αυτό.


3. Ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν το αίτημα της αγωγής ενστάσεως ή αντενστάσεως, καθώς και οι λόγοι εφέσεως που αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνιστούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής κ.λπ., αφού αυτοί αποκρούονται με την παραδοχή ως βασίμων των περιστατικών που θεμελιώνουν την αγωγή κ.λπ., ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλ' ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 8/2015, ΑΠ 2234/2013, 644/2013). Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΟλΑΠ 12/1997, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013) αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (ΟλΑΠ 11/1996, ΑΠ 118/2017, ΑΠ 177/2016, 644/2013). Περαιτέρω κατά το άρθρο 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, για να αποφασίσει, αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνον των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνον για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 781/2017 ,ΑΠ 226/2016, ΑΠ 845/2011, ΑΠ 279/2010). Επομένως η παραδοχή από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ανύπαρκτου λόγου εφέσεως ή η επανάκριση κεφαλαίου της απόφασης έξω από τα όρια της εφέσεως και των προσθέτων λόγων συνιστούν πλημμέλειες που εμπίπτουν στον από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ αναιρετικό λόγο, εκτός αν πρόκειται για ισχυρισμούς που κατά τα ανωτέρω όφειλε να ερευνήσει και αυτεπαγγέλτως το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 22/2005, ΑΠ 781/2017) Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εδώ χρόνο, πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, "Είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν, 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο ενάγοντα...ως υπεράσπιση κατά της εφέσεως και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ..., 2)....., 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως". Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος, που υπήρξε στην πρωτοβάθμια δίκη ενάγων, παραδεκτά προβάλλει στην κατ` έφεση ισχυρισμούς που τείνουν σε ενίσχυση της αγωγής και μέσω τούτου σε απόρριψη της έφεσης, έστω και αν δεν έχει προβάλει αυτούς στην πρωτοβάθμια δίκη ή τις είχε προβάλει απαραδέκτως, αρκεί αυτοί να συντελούν σε απόκρουση της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής. Στο πλαίσιο δε εφαρμογής της ίδιας διάταξης (του άρθρου 527 παρ. 1 του ΚΠολΔ), ως νέοι πραγματικοί ισχυρισμοί, η προβολή των οποίων εκ μέρους του εφεσίβλητου ενάγοντος το πρώτο ενώπιον του Εφετείου είναι παραδεκτή, εφόσον συντρέχουν οι εξαιρέσεις που προβλέπονται επί πλέον στη διάταξη αυτή, θεωρούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση της αγωγής και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής (ΑΠ 1420/2015). Μεταβολή της βάσης της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρ. 111 ΚΠολΔ αρχής της τήρησης προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται με άλλη η ιστορική βάση της αγωγής (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1/2017, ΑΠ 991/2014, ΑΠ1525/2013). Τέλος, κατά το άρθρο 536 ΚΠολΔ το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα απόφαση, χωρίς ο εφεσίβλητος ν` ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση (εκτός αν εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση και δικάσει την υπόθεση κατ` ουσίαν), κατά δε το άρθρο 534 του ίδιου Κώδικα, αν το αιτιολογικό της εκκληθείσας απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό ορθό, το Εφετείο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι και εάν το Εφετείο εσφαλμένα εφάρμοσε το άρθρο 534 ΚΠολΔ δεν ιδρύεται ο ως άνω από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, εκτός εάν το εντεύθεν παραγόμενο δεδικασμένο είναι δυσμενέστερο και ως εκ τούτου επέρχεται βλάβη του διαδίκου που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του για την άσκηση αναιρέσεως (ΑΠ 2234/2013, ΑΠ 298/2010, 134/2008, 1253/2005).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο ως προς το θέμα της υπέρβασης των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης με την αντικατάσταση της αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης, δεν υπερέβη τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, αφού με τους λόγους έφεσης του εναγομένου -εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, 1) << ως προς την κρίση της εκκαλούμενης απόφασης ότι δεν επήλθε περιορισμός της δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου>> και 2) << ως προς την παραδοχή της εκκαλούμενης απόφασης ότι η με απόφαση του εναγομένου επιβολή της εκ περιτροπής εργασίας είναι άκυρη>> , που ανάγονται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, μεταβιβάζεται στο Εφετείο η υπόθεση στο σύνολό της, οι δε εφεσίβλητοι, που υπήρξαν στην πρωτοβάθμια δίκη ενάγοντες, παραδεκτά προβάλλουν στην κατ` έφεση δίκη ισχυρισμούς ως προς το θέμα του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου, που τείνουν σε ενίσχυση της αγωγής και μέσω τούτου σε απόρριψη της έφεσης. Να σημειωθεί, α) ότι ακόμη και στην περίπτωση απόδειξης περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου (που αποτελεί και τον λόγο έφεσης) και πάλι δεν ήταν νόμιμη η εκ περιτροπής εργασία μόνο στους ενάγοντες και β) ότι με την αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυριζόταν όσα δέχθηκε το Εφετείο. Επομένως ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι δηλαδή το Εφετείο απορρίπτοντας την έφεσή του και αντικαθιστώντας εν μέρει κατ` εφαρμογή του άρθρου 534 ΚΠολΔ τις αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης ως προς το θέμα του περιορισμού της δραστηριότητας της επιχείρησης του εναγομένου, υπερέβη τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και συνεπώς έλαβε υπόψη του <<πράγμα>> , που δεν προτάθηκε, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
4. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 10 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζήτησης, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα "πράγματα" που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποία αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για "πράγματα" που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος "πράγματα", στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου, ήτοι, ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι όμως και οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, αλλά ούτε και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει. Συγκεκριμένα, δεν απαιτείται να αξιολογείται στην απόφαση κάθε αποδεικτικό μέσο ειδικά και χωριστά ή να εξειδικεύονται τα έγγραφα ή να γίνεται διάκριση ποία από αυτά λαμβάνονται υπόψη για άμεση και ποία για έμμεση απόδειξη (ΑΠ 403/2017,ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2031/2007, ΑΠ 259/2007). Για να είναι ορισμένος και παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναίρεσης, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ο πραγματικός ισχυρισμός που έλαβε υπόψη το δικαστήριο χωρίς απόδειξη και ποία ήταν η ουσιώδης επίδρασή του στο διατακτικό της απόφασης (ΑΠ 403/2017,ΑΠ 638/2016, ΑΠ 677/2015). Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, όταν από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο σχημάτισε την κρίση του από τα μνημονευόμενα σ' αυτή (απόφαση) αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 1304/2012, ΑΠ 292/2011). Ο ίδιος λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο, ύστερα από εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν με επίκληση, καταλήξει σε, έστω και εσφαλμένη, για τα "πράγματα", κρίση, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 403/2017, ΑΠ638/2016, ΑΠ 677/2015, ΑΠ 2148/2007, ΑΠ 356/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο και τελευταίο, από το άρθρο 559 αρ. 10 του Κ.Πολ.Δ, λόγο αναίρεσης, ο αναιρεσείων αιτιάται το Εφετείο ότι εσφαλμένα δέχθηκε ότι με τον πίνακα που υπέβαλε στο ΣΕΠΕ προβλέφθηκε για πρώτη φορά οι λοιποί εργαζόμενοι να απασχολούνται στην επιχείρησή του με μειωμένο ημερήσιο ωράριο , ενώ αυτό ίσχυε από την ημέρα της πρόσληψής τους. 0 λόγος αυτός, πέραν του ότι πλήττεται απαραδέκτως η ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του Δικαστηρίου, είναι αβάσιμος. Και αυτό διότι, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, το Εφετείο σχημάτισε την κρίση του και κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα, αφού έλαβε υπόψη τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νόμιμα, καθώς και τις αναφερόμενες στην απόφαση ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων των εναγόντων, που λήφθηκαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έκρινε χωρίς απόδειξη εν μέρει ως ουσία βάσιμη την αγωγή, δεχόμενο ακυρότητα της απόφασης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος περί επιβολής στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητους της εκ περιτροπής εργασίας και επιδικάζοντας σ' αυτούς τα αναφερόμενα στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ποσά.
5. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ν' απορριφθεί. Τέλος πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων ως ηττώμενος στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 24-4-2017 αίτηση για αναίρεση της 684/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Μαρτίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ




Πηγή: Taxheaven